Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

"Πλάθοντας ανθρώπους"


"Χρειαζόμαστε τέσσερεις αγκαλιές τη μέρα για να επιβιώσουμε,
οκτώ αγκαλιές για να συντηρηθούμε
και δώδεκα αγκαλιές τη μέρα για να αναπτυχθούμε"








Ως ερωτικό ον το παιδί που μεγαλώνει, μαθαίνει πολλά στο σπίτι, βλέποντας πώς οι γονείς του συμπεριφέρονται μεταξύ τους και με πόση ελευθερία και ειλικρίνεια ασχολούνται με θέματα του ερωτισμού και των δύο φύλων. Αν εσύ, ως γυναίκα, δεν εκτιμάς και δε βρίσκεις χαρά και ευχαρίστηση στον άντρα σου και στο σώμα του, πώς μπορείς να διδάξεις στην κόρη σου την εκτίμηση για τους άντρες; Το ίδιο συμβαίνει και με τον πατέρα. Με κάποιο τρόπο, αυτό το πέπλο μυστικότητας πρέπει να ανασηκωθεί απ’ όλο το σεξουαλικό ζήτημα, έτσι ώστε οι ενήλικες, που βγαίνουν απ’ τις οικογένειες, να είναι περισσότερο ολοκληρωμένοι. 

Ένα άλλο πράγμα που πρέπει να διδάσκεται είναι, πώς ταιριάζουν μεταξύ τους τ’ αρσενικά και τα θηλυκά, πώς βάζουν ο καθένας το δικό του ξεχωριστό εαυτό για να ενωθούν σ’ έναν καινούργιο δεσμό – ερωτικό, κοινωνικό, πνευματικό και συναισθηματικό. Στο παρελθόν ήταν πολύ εύκολο να βάζουμε να τσακώνονται τ’ αρσενικά και τα θηλυκά μεταξύ τους – η προαιώνια «πάλη των δύο φύλων». Πρόκειται για κάτι περιττό και δυσάρεστο. Πολλές οικογένειες μαθαίνουν τα θηλυκά τους να υποτάσσονται στα αρσενικά. Λένε στη γυναίκα πως ήρθε στη γη για να υπηρετεί το αρσενικό. Άλλες οικογένειες διδάσκουν στ’ αρσενικά τους ότι θα πρέπει πάντα να είναι υπηρέτες των θηλυκών: ότι πρέπει να τα προστατεύουν, να τα φροντίζουν, να σκέπτονται και να αισθάνονται γι’ αυτά και να μην τα κάνουν ποτέ να υποφέρουν. Μερικά παιδιά διδάσκονται ότι τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι ίδια από κάθε άποψη και αρνιούνται τις διαφορές τους. Σ’ άλλα πάλι λένε πως διαφέρουν σεξουαλικά από το άλλο φύλο, μα έχουν πολλά κοινά μ’ αυτό και μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά μαζί του.

[…]

Στα ερωτικά στερεότυπα, που καθορίζουν στις οικογένειες πολλά απ’ όσα διδάσκονται για τα δύο φύλα, το θηλυκό θεωρείται κατά τεκμήριο μαλακό, υποτακτικό και τρυφερό, όχι σκληρό και επιθετικό. Το αρσενικό υποτίθεται ότι πρέπει να είναι σκληρό κι επιθετικό, όχι υποχωρητικό και τρυφερό. Πιστεύω πως η τρυφερότητα και η σκληρότητα είναι ιδιότητες που χρειάζεται ο καθένας μας. Πώς μπορεί ένας άντρας να ταιριάξει με την τρυφερότητα της γυναίκας, αν δεν έχει κι ο ίδιος ανεπτυγμένη τρυφερότητα; Πώς μπορεί μία γυναίκα να ταιριάξει με τη σκληράδα του άνδρα, αν δεν την έχει ποτέ χρησιμοποιήσει στη δική της ζωή; Καθένας το καταλαβαίνει ότι μ’ αυτά τα στερεότυπα σαν μοντέλα, είναι φυσικό οι άντρες να θεωρούν τις γυναίκες αδύνατες και οι γυναίκες τούς άντρες σκληρούς και βίαιους. Πώς μπορείς να ταιριάξεις με κάποιον, αν σκέπετσαι μ’ αυτόν τον τρόπο;

Γενικά, οι άντρες ζουν λιγότερο απ’ τις γυναίκες κι αυτό νομίζω ότι κατά μέγα μέρος οφείλεται στο γεγονός πως οι άντρες καταπνίγουν τα τρυφερά συναισθήματά τους. Τα τρυφερά συναισθήματά μας είναι οι χυμοί της ύπαρξής μας, αλλά δεν επιτρέπεται ποτέ σ’ έναν άντρα να κλάψει ή να πονέσει. Για να το καταφέρει αυτό, αναγκάζεται να γίνει αναίσθητος. Αν οι κανόνες, που έχει δεχτεί, του απαγορεύουν και να θυμώνει, δε θα μπορεί, ακόμη και με τον πιο κατάλληλο τρόπο να δώσει διέξοξο ούτε στα επιθετικά του συναισθήματα. Τότε αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα πάνε στο βάθος, κάνουν μεγάλες ζημιές στο σώμα του και τελικά παθαίνει υπέρταση και καρδιακές προσβολές. Έχω εγώ η ίδια δει πόσο δραστικά άλλαξαν άντρες που κατέφεραν να έρθουν σ’ επαφή με τα τρυφερά τους συναισθήματα. Σχεδόν όλοι μου είπαν ότι φοβόντουσαν τη βιαιότητά τους. Αφού όμως έμαθαν να εκτιμούν την τρυφερότητά τους, η επιθετικότητά τους μετατράπηκε σε εποικοδομητική ενέργεια και όχι σε καταστροφική μανία.

Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες γυναίκες αισθάνονται ότι τους επιτρέπεται να δείχνουν μόνον τα τρυφερά συναισθήματά τους, νιώθουν ότι κινδυνεύουν συνέχεια να τσαλαπατηθούν. Παίρνουν λοιπόν άντρες για προστάτες κι αυτό το πληρώνουν μένοντας μέσα σ’ ένα συγκινησιακό ζουρλομανδύα. Για να διατηρήσουν κάποια αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας, καταντάνε ραδιούργες.

Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα αποξενώνονται από τα τρυφερά συναισθήματά τους, γίνονται επικίνδυνα ρομπότ. Αν αποξενωθούν από τα σκληρά συναισθήματά τους, γίνονται παράσιτα ή θύματα. Στην οικογένεια μαθαίνονται όλα αυτά.



Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – απόσπασμα







Αυτοεκτίμηση είναι η ικανότητα να δίνεις αξία στον εαυτό σου και να τον μεταχειρίζεσαι με αξιοπρέπεια, με αγάπη και αλήθεια.

Όποιος αγαπά είναι επιδεκτικός αλλαγής.

Ακεραιότητα, ειλικρίνεια, υπευθυνότητα, συμπόνια αποτελούν στοιχεία του χαρακτήρα σου.

Νιώθεις πως λογαριάζεσαι από τους άλλους, πως ο κόσμος είναι καλύτερος γιατί και εσύ είσαι μέρος του.

Πιστεύεις στις ικανότητές σου. Επιτρέπεις στον εαυτό σου να ζητήσεις βοήθεια από τους άλλους, πιστεύεις όμως παράλληλα ότι μπορείς να αποφασίζεις μόνος σου και ότι τελικά μέσα σου θα βρεις αστείρευτες πηγές βοήθειας.

Εκτιμάς τη δική σου αξία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεις και σέβεσαι την αξία των άλλων.

Νιώθεις εμπιστοσύνη και ελπίδα.

Οι κανόνες σου είναι σύμφωνοι με αυτό που αισθάνεσαι.

Η νόηση και τα συναισθήματά σου κατευθύνουν τις πράξεις σου.

Δέχεσαι ολόκληρο τον εαυτό σου σαν ανθρώπινο πλάσμα.

----


Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – απόσπασμα

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει



Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας (ο υπαρξισμός)    προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους.

Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους.
Να σκέφτονται: «οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα. Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου. Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου. Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου. Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»




Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται.
Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα.
Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ. Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;
Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.




J. P. Sartre,  από το «Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός»,
[ εκδ. Αρσενίδης ]

"Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος γιατί δεν διάλεξε ο ίδιος την ύπαρξή του, αλλά εφ όσον βρίσκεται στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις του".

"Η ελευθερία θα πρέπει να θεωρηθεί σκοπός του ατόμου. Μόνο όμως αν συνοδεύεται από την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων".

Αυτή είναι η ουσία του Υπαρξισμού, και το κεντρικό σημείο ενός μεγάλου μέρους του έργου του μεγάλου φιλοσόφου και διανοητή.



-------


Στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’, αναφέρει την φράση του Ντοστογέφσκυ, ότι αν δεν υπήρχε Θεός θα επιτρέπονταν τα πάντα.
Εδώ, βρίσκεται κατά τον Σαρτρ το σημείο αφετηρίας του υπαρξισμού.
Πραγματικά τα πάντα επιτρέπονται αφού δεν υπάρχει θεός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εγκαταλελειμμένος, γιατί δεν βρίσκει ούτε μέσα ούτε έξω από τον εαυτό του μια δυνατότητα να αρπαχτεί από κάτι. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τίποτα το προκαθορισμένο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία.
Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

[ Εδώ η συνέχεια του άρθρου ]

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό



Αν αποφασίσω να γίνει φίλος μου ο Χοσέ, το κέντρο της ζωής μου, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Χοσέ, πάντα κάπου γύρω του θα τριγυρίζω.
Αν τα λεφτά που βγάζω είναι το κέντρο της ύπαρξής μου, η ύπαρξή μου θα περιστρέφεται γύρω από τα λεφτά. Το ίδιο συμβαίνει με την εξουσία, το σεξ ή τη δόξα.

Ο μόνος τρόπος για να μην περιστρέφεται η ζωή μου γύρω από κάτι ή κάποιον, είναι να γίνω ο ίδιος το κέντρο της ζωής μου. Το κέντρο του δικού μου κόσμου.
Κι όταν εγώ το ξέρω, και το ξέρει κι ο Χοσέ, τότε μπορούμε αυτός κι εγώ να είμαστε δυο κόσμοι που συναντιούνται: ο δικός μου με επίκεντρο εμένα, κι ο κόσμος του Χοσέ με επίκεντρο εκείνον.





Επίτρεψέ μου να σου πω τη δική μου εκδοχή αυτής της ιστορίας, που θεωρώ ότι έχει άμεση σχέση με το θέμα των καλών και των κακών ερώτων. Είναι από τις ωραιότερες και πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχω ακούσει ποτέ. Την έκανε γνωστή ένας αμερικάνος συγγραφέας ονόματι Ο’ Χένρι, που τη βρήκε μέσα σ’ ένα παλιό ελβετικό παραμύθι των Χριστουγέννων.

Η ιστορία μιλάει για ένα ωραίο νεαρό ζευγάρι σ’ ένα χωριουδάκι ξυλοκόπων κοντά σ’ ένα βουνό, που αρραβωνιάστηκαν όταν εκείνη ήταν δεκατριών κι εκείνος δεκαοχτώ. Εκείνος, καθώς είχε μάθει να κόβει ξύλα από μικρό παιδί, ήταν ψηλός, σβέλτος και μυώδης, κι εκείνη ήταν ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια.

Η ιστορία λέει λοιπόν, ότι οι δύο νέοι έφτασαν στον αρραβώνα με τις ευλογίες όλου του χωριού. Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνη έγινε δεκαοχτώ κι εκείνος είκοσι τριών, το χωριό ολόκληρο συμφώνησε να βοηθήσει τους δύο νέους να παντρευτούν.

Τους έκαναν δώρο μια ξύλινη καλύβα κι ένα μικρό κομμάτι γης με δέντρα για να μπορεί εκείνος να δουλέψει ως ξυλοκόπος. Παντρεύονται λοιπόν τα παιδιά και μετά το γάμο πάνε να ζήσουν εκεί, προς μεγάλη χαρά όλων, των ίδιων, των οικογενειών τους και του χωριού, που είχε βοηθήσει τόσο αυτή τη σχέση.

Ζουν εκεί όλες τις μέρες του χειμώνα, του καλοκαιριού, της άνοιξης και του Φθινοπώρου και χαίρονται πολύ που είναι μαζί. Πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα.
Αν του χαρίσει ένα καινούργιο τσεκούρι, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, γιατί του έχει ήδη πλέξει διάφορα ρούχα, με άλλες ευκαιρίες, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές…

Αποφασίζει να πάει στο χωριό για να δει μήπως βρει εκεί κάτι κι αρχίζει να τριγυρνάει στους δρόμους. Βέβαια, όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, το μοναδικό του χωριού, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, και κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το σκούπιζε, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, το ξανασκούπιζε, το χάιδευε για λίγο και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…»
Μπαίνει στο μαγαζί να ρωτήσει πόσο κάνει και μένει άναυδη ακούγοντας την απάντηση. Κάνει πολύ παραπάνω απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρείς επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει, αυτή όμως δεν μπορεί να περιμένει τόσο πολύ.


Φεύγει από το χωριό αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Καθώς δεν είχε μάθει να κάνει κάποια εργασία, στύβει το μυαλό της για να βρει μια λύση, ώσπου, περνώντας έξω από το κομμωτήριο του χωριού, βλέπει μια επιγραφή που λέει: «Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
«Αν έρθω σε τρείς μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;»
«Βέβαια» είναι η απάντηση.
«Τότε σε τρείς μέρες θα είμαι εδώ».
Επιστρέφει στο κοσμηματοπωλείο, λέει να της κρατήσουν την αλυσίδα και γυρίζει σπίτι της χωρίς να πει τίποτα.

Την ημέρα της επετείου, το ζευγάρι αγκαλιάζεται λίγο πιο σφιχτά απ’ ότι συνήθως, εκείνος φεύγει για τη δουλειά κι εκείνη κατεβαίνει στο χωριό.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, παίρνει τα λεφτά και πάει στο κοσμηματοπωλείο. Αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει εκείνος από τη δουλειά.
Αντίθετα από άλλες φορές που άναβε όλα τα φώτα για να τον περιμένει, απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει..

Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται σφιχτά και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στο χωριό. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της.
Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…



Αν πιστεύεις ότι η θυσία είναι το μέτρο της αγάπης, σε παρακαλώ να μην ξεχάσεις αυτήν την ιστορία. Η αγάπη δε μετριέται μόνο με το πόσο πολύ γινόμαστε θυσία για τον άλλον αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, με το πόσο μεγάλη χαρά μας δίνει η ύπαρξή του.

Αν σ’ αγαπάω, τότε πασχίζω να καλλιεργήσω τις συνθήκες, για να συνυπάρξουμε μέσα στην πιο μεγάλη χαρά: τη συνάντηση… 





Χόρχε Μπουκάι 
" Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό" 
εκδ Opera

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Intervallum [ 5 ]

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.




ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.

Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.

Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι.
Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.

Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;

Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;

Edvard Munch

Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο. Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;

Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.

Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.

Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.

Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.

«Ὑποκείμενο» τῆς φύσης καὶ ὑπαρκτική της πραγμάτωση, ἡ ἀτομική μας ὀντότητα. Ἐφήμερη καὶ φορέας τῆς φορᾶς γιὰ διαιώνιση. Ὁ ἔρωτας ὑποτάσσεται στὴν ἀδυσώπητη φορά, ἀποδείχνεται δίψα άποσπασματικὴ ἀτομικῆς ἡδονῆς, ψυχολογικὸ συμπλήρωμα γιὰ τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια. Μένοντας πάντοτε κάλεσμα ζωῆς. Ἀλλὰ παγιδευμένο στὸν θάνατο.

Χωρὶς ἄλλο, ἡ φροϋδικὴ σύνδεση ἔρωτα καὶ θανάτου οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε ποιητικὴ μεταφορά. Στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσης, ὁ θάνατος παγιδεύει τὸν ἔρωτα. Δίχως νὰ παύει ὁ ἔρωτας νὰ ἀντιμάχεται τὸν θάνατο.

Ἡ φροϋδικὴ σύνδεση μᾶς βόηθησε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὸ κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπὸ τὰ σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς. Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιὰ τὸ βρέφος ψηλάφηση τοῦ ἀντικείμενου πραγματικοῦ. Σχέση ἀφετηριακὰ ζωτική, ἀφοῦ δένεται στὴν αἴσθηση τοῦ βρέφους μὲ τὴν πρόσβαση στὴν τροφή, στὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.

Ἁφὴ καὶ στέρηση τοῦ μητρικοῦ σώματος: διαλεκτικὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀπώλειας, τοῦ ὅλα ἢ τίποτα. Ὅταν παίρνει τροφὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας, τὸ βρέφος τὰ ἔχει ὅλα, ἔχει τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης ποὺ εἶναι ζωή. Ἀντίθετα, τὸ κλάμα τῆς πείνας εἶναι κραυγὴ ἀπόγνωσης ἀπὸ μιὰν ὕπαρξη ποὺ νιώθει νὰ χάνεται. Χάνει τὴν ἁφὴ τῆς ζωῆς, κραυγάζει τὴ γεύση τοῦ ἄσχετου, το τίποτα. Ἡ σχέση μὲ τὴ μάνα εἶναι ἐρωτική, γιατὶ εἶναι ζωτική. Λήψη τροφῆς, δυνατότητα ζωῆς, δυναμικὴ πληρότητα σχέσης. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴ δυναμικὴ σκοπεύει τελικὰ κάθε ἔρωτας.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο. Ἁφὴ τοῦ σώματος ποὺ συνιστᾶ ζωὴ καὶ ἀναιρεῖ τὸν θάνατο, τὰ χαρίζει ὅλα καὶ ἀποτρέπει τὸ τίποτα. Δυναμικὴ τῆς ζωῆς καὶ δὲν ὁριοθετεῖται ἀπὸ μόνη τὴν ἡδονὴ τῆς τροφῆς -ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία τοῦ βρέφους δὲν τελειώνει ἐκεῖ. Ἂν ἡ σωματικὴ ἡδονὴ δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας (τὸν λόγο, τὸ χάδι, κάθε χειρονομία στοργῆς, κάθε πράξη φροντίδας), ἡ σχέση θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιβίωση, ὄχι τὴ ζωή. Τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔμπαινε ποτὲ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀφετηρία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ τροφή, πρωταρχικὸ «σημαῖνον» τοῦ ζωτικοῦ πόθου -πρὶν κι ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὅ,τι ὀνομάζουμε «σημαῖνον» εἶναι ἡ ριζικὰ πρωτογενὴς ἐμφάνιση τοῦ λόγου, ἡ κλήση - πρόκληση τοῦ πόθου.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο ἡ λήψη τῆς τροφῆς, εἶναι μιὰ λογικὴ σχέση. Καὶ εἶναι λογική, γιατὶ ἡ τροφὴ «σημαίνει» κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς θρέψης. «Λέει» τὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας.

«Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου». Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη συν-εννόησης ποὺ κάνει νὰ ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον. Ὁ λόγος δὲν εἶναι καταρχὴν μέσο ἢ ὄργανο χρηστικῆς ἐπικοινωνίας. Χρηστικὴ ἐπικοινωνία ἔχουν τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγο. Ἀφετηρία καὶ καταγωγὴ τοῦ λόγου εἶναι καταρχὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου. Ἡ παρουσία - δυνατότητα ἀνταπόκρισης στήν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία.

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ αἴτημα. Τὸ σημαῖνον «λέει» τὴν ἐπιθυμία δηλώνοντας τὴ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου σημαίνει κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεύρεσης, πέρα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς. Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, γιὰ νὰ σημάνει τὸν ἀφετηριακὸ τοῦ λόγου πόθο τῆς ζωῆς. «Ζωῆς ἀθάνατης, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ὄργανο, ζωῆς ἁπλοποιημένης καὶ ἀκατάλυτης».

Ἡ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου -δυνατότητα σχέσης, δηλαδὴ ζωῆς- εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο σημαῖνον, ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας. Λόγος ποὺ συγκροτεῖ τὸ ὑποκείμενο, τὸ φορέα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος, προϋπόθεση καὶ ἀφετηρία τῆς σχέσης, «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο. «Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται ἐφόσον στὸ πεδίο τοῦ Ἄλλου ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον» - ἡ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο κάνοντας συγκεκριμένη τὴν ἀναφορικότητα τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του. Καὶ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ὁ λόγος.

Σπουδὴ τῆς γένεσης τοῦ λόγου. Καὶ ἀποκλείει τὰ ἐνδεχόμενα νὰ ταυτίσουμε τὸ ὑποκείμενο μὲ τὴν αἰσθητὴ ἀτομικότητα, τὴ σωματικὴ ὀντότητα, τὴν ἀτομικὴ διάνοια, τὴ συναισθηματικὴ ἱκανότητα. Πρὶν ἀπὸ τὴ σκέψη τὴν κρίση, τὴ φαντασία, εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ συγροτεῖ τὸ ὑποκείμενο σὲ ὕπαρξη λογική. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ὑποκείμενο εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ γεγονός, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἐρωτικὸ γεγονὸς εἶναι καὶ λογικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἐρωτικὴ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὸν λόγο καὶ αὐτὴ ἡ πραγματοποίηση συνιστᾶ τὸ ὑποκείμενο.

Πρῶτο σημαῖνον στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, ἡ ὑπόσχεση τῆς τροφῆς. Τροφὴ - ἁφὴ τοῦ μητρικοῦ σώματος, ἐρωτικὴ πληρότητα ζωτικῆς παρουσίας. Ὅμως, σημαίνουσα τροφὴ καὶ σημαινόμενη παρουσία δὲν εἶναι γιὰ τὸ βρέφος δεδομένα μόνιμα καὶ συνεχή. Ἡ παρουσία μεταλλάζει σὲ ἀπουσία, ἡ εὕρεση σὲ ἀπώλεια. Ἡ δίψα τῆς ζωῆς ἀρθρώνεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ ὑφάδι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διαλεκτικῆς. Αἰσθητὴ ἀμεσότητα σχέσης καὶ ἄσχετη μοναχικότητα, γεύση ζωῆς καὶ θανάτου.

Δίψα ζωῆς καὶ γεύση θανάτου, ἀλλὰ καὶ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ συμπλεγμένη μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν θάνατο. Στὸ ἴδιο πρωταρχικὸ ὑφάδι τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάγκη ὁρμέμφυτη τοῦ βρέφους νὰ μονιμοποιήσει τὴ παρουσία τῆς μητέρας, νὰ ἀκινητοποιήσει τὴ σχέση σὲ κατοχή. Νὰ ἔχει μόνιμα καὶ ἀδιάλειπτα δική του τὴν πηγὴ τῆς τροφῆς, τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Νὰ κατέχει τὴ μάνα, κι ὁ τρόπος νὰ τὴν κατέχει εἷναι νὰ τὴν καταβροχθίσει φανταστικά. Νὰ ὑποκαταστήσει τὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἰδιοποίησης· τὴ ζωτικὴ ἀναφορὰ μὲ τὴ φαντασιώδη αὐτοτέλεια. Πρῶτα βήματα στὴν κόψη τοῦ βίου, κι ἡ ὁρμὴ τοῦ θανάτου ἀντιμάχεται τὴ φορὰ τῆς ζωῆς.

Τὸ ἀδιάστατο τῆς μητρικῆς παρουσίας παραμένει μήτρα δυναμικὴ τοῦ σημαίνοντος. Ἀντιστέκεται στὴ θανατερὴ παγίωση τῆς ἐγωστρέφειας, μεταμορφώνει προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀπαίτηση σὲ περιχώρηση.

Μεταποιεῖ τὴν ὁρμὴ σὲ ἐπιθυμία, τὸ ἀπρόσωπο ἀντικείμενο τῆς τροφῆς σὲ ὑποκείμενο ζωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἡ μάνα δὲν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, ἡ ἴδια μᾶς ἐντάσσει καὶ στὴ ζωή, μᾶς ἐγκεντρίζει στὸν ἔρωτα. Ἡ φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα, ὁρμὴ ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητρικὴ παρουσία στὴν προσωπικὴ πραγματοποίηση τῆς ζωῆς. Στὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς ὡς διάρκειας.

Στὸ μεταγενέστερο βίο, κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια» σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς. Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.

Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.

(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)

Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.

Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.

Θάνος Ανεστόπουλος


Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.

Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.


5. ΙΝΤΕRVALLUM: ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ἡ διαφορὰ ὕψους δύο φθόγγων ἢ ὁ λόγος τῶν συχνοτήτων τους. Οἱ τρόποι, οἱ κλίμακες, οἱ συγχορδίες ὁρίζονται ἀπὸ τὰ διαστήματα μεταξὺ τῶν φθόγγων ποὺ τὶς συγκροτοῦν.

Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"