Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ο έλεγχος, αποφυγή της ελευθερίας

"Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας την κάτι εύθραυστο. 

 Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, 

που με αυτήν τον κατακτάς..." - 

Μάνος Χατζηδάκις


Ο έλεγχος, με την έννοια της εναρμόνισης της λογικής με τα συναισθήματά μας, είναι ένας μηχανισμός προστασίας που μας χρειάζεται, γιατί ενεργοποιούμε την λογική μας σε κάθε κατάσταση που ζούμε, προστατεύοντας έτσι τα συναισθήματά μας και άρα ολάκερο τον εαυτό μας.

Όταν βιώνουμε συγκυρίες που μας προκαλούν έντονα συναισθήματα, δεν χάνουμε τον εαυτό μας σε αυτές, αλλά κρατάμε με μαεστρία το τιμόνι της ζωής μας, διατηρώντας την ωριμότητα μας, την ελευθερία μας, τη συνοχή και τη συνέχεια μας. Το κάθε γεγονός παραμένει διαφοροποιημένο από μας, οπότε μπορούμε να το διαχειριστούμε, όποια κι αν είναι η έκβασή του. Παρόλο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε την εξέλιξη των γεγονότων, μπορούμε, αν νιώθουμε ασφάλεια με τον εαυτό μας, να διατηρούμε την αξία μας και να αξιοποιούμε τα συναισθήματα μας στην κάθε στιγμή που ζούμε, ώστε να παίρνουμε υγιείς αποφάσεις για μας.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και χάνουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας σε αυτήν, είναι γιατί δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας πως μπορούμε να καταφέρουμε να κυβερνήσουμε αποτελεσματικά το σκάφος της λογικής μας στις αντίξοες συνθήκες. Φοβόμαστε πως η κάθε κατάσταση θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μέσα μας και τα συναισθήματά μας θα αποτελέσουν έρμαιο της, χωρίς να μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε. Νιώθουμε ανασφάλεια στην ιδέα πως οι άλλοι θα μας εγκαταλείψουν ή θα γίνουν εχθρικοί προς εμάς και προσπαθούμε να χειραγωγήσουμε τις αντιδράσεις τους, κάνοντας τα πάντα για εκείνους, αποτελώντας ακόμα και τον υποβολέα τους, στην προσπάθεια μας να κερδίσουμε την επιβεβαίωση πως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ελέγχουμε τα συναισθήματα μας μήπως μας πνίξουν, άρα ελέγχουμε και τους άλλους παραμένοντας προσκολλημένοι σε εκείνους, ώσπου σταδιακά χάνουμε την ελευθερία μας θυσιάζοντας την.


Sarolta Ban


Βλέπουμε τον εαυτό μας ως ένα καρυδότσουφλο, που επιπλέει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και φοβόμαστε πως η κάθε συγκυρία μπορεί να προκαλέσει κύματα συναισθημάτων βουλιάζοντας την ικανότητά μας να τα καταφέρουμε. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως την πραγματικότητα είμαστε ένα γερό σκάφος, όπου μπορούμε να επιπλεύσουμε, αντλώντας δύναμη από κάθε στιγμή που αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για μας, και από την οποία επιβεβαιώσαμε την αξία μας.


Τα παιδιά που μεγαλώνουν πρόωρα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της οικογένειας, γιατί οι γονείς τους αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους, επωμίζονται υπεράνθρωπα όλες τις ευθύνες σε μια σχέση, ενώ η φροντίδα για τον εαυτό τους τούς διαφεύγει. Αισθάνονται υπεύθυνοι για τις αντιδράσεις των άλλων, ενοχοποιώντας τον εαυτό τους αν κάτι δεν πάει καλά, και προσπαθούν αδιάκοπα να βρουν τρόπους να εξευμενίσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα ώστε να τους κερδίσουν, να σώσουν τους άλλους από τις επιπτώσεις που φαντάζονται πως θα έχουν σε εκείνους οι δικές τους αλλαγές.

Συναναστρέφονται λοιπόν με ανεύθυνους ανθρώπους, όπου αναλαμβάνουν το αίσθημα ανεπάρκειας και αδυναμίας τους υπηρετώντας τους, επαναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο που γαλουχήθηκαν, διαιωνίζοντας το αίσθημα παντοδυναμίας που τους κυρίευσε από παιδιά. Επειδή δεν έλαβαν ποτέ ολοκληρωτική αγάπη και προσοχή για αυτό που ήταν οι ίδιοι, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες τους, δεν πιστεύουν στην αξία τους και νιώθουν ανεπαρκείς, πιστεύοντας πως οι ίδιοι δεν έκαναν αρκετά για να κερδίσουν αυτήν την αγάπη. Επιβεβαιώθηκαν όσο πρόσφεραν και πιστεύουν πως, για να αισθανθούν κάποια ψήγματα χαράς, θα πρέπει να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για αυτό. Νιώθουν μειονεκτικά, αμφιβάλλουν για το πόσο καλοί είναι, φαντασιώνονται τον εαυτό τους ως μιαρό, που δεν έκανε αρκετά για να κερδίσει την αγάπη των σημαντικών τους ανθρώπων, οπότε κάνουν τα πάντα για να εξαγνιστούν. Επιρρίπτουν όμως παράλληλα ευθύνες στους άλλους για το ότι η σχέση είναι δυσλειτουργική, προβάλλοντας στους άλλους το δικό τους αίσθημα ανεπάρκειας. Παράλληλα αγνοούν τις αληθινές ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, όπως αγνοήθηκαν και οι δικές τους στο παρελθόν, αλλά τους επιβάλλουν τις δικές τους πιέζοντας τους για αυτό, όπως πιέστηκαν και εκείνοι να ανταποκριθούν σε ανάγκες άλλων. Κάθε φορά που δεσμεύονται με κάποιον ή με κάτι, εντείνεται η αβεβαιότητα, η οποία τους κατακλύζει κάθε φορά, γιατί τους κυνηγά η εικόνα της τελειότητας που έπλασαν τις ώρες της μοναξιάς τους και την οποία φαντάστηκαν ότι αν την είχαν, θα είχαν εκείνη την αγάπη, χωρίς όρους, η οποία δεν τους δόθηκε.


photo by Bryan Durushia



Η εικόνα για τον εαυτό τους δεν είναι ολοκληρωμένη, η αυτοεκτίμησή τους έχει πληγεί, άρα δεν πιστεύουν πως αξίζουν να ζήσουν γαλήνιες στιγμές.


Επιλέγουν σχέσεις και καταστάσεις που τους πληγώνουν, αλλά οι ίδιοι είναι τόσο εθισμένοι στον συναισθηματικό πόνο, γιατί έζησαν με αυτόν στον προσκέφαλό τους και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους, οπότε παραμένουν σε αυτές, όσο κι αν σκάβουν λαγούμια στην ψυχή τους. Επειδή η ψυχή τους έχει απορροφήσει οδύνη, αναζητούν επώδυνες συναισθηματικές εμπειρίες, που συντηρούν κι εντείνουν την αγωνία που νιώθουν. Όσο είναι σε αυτές, η σκέψη αποπροσανατολίζεται και ενώ υπάρχει ενθουσιασμός που την φουσκώνει η αίσθηση οικειότητας και η ιδέα του παντοδύναμου ελέγχου πως μέσα από αυτό το πρόσωπο θα εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο τα τραύματα και θα σβήσουν τα σημάδια από τις πληγές, σταδιακά αποκαλύπτεται πως το πρόσωπο αυτό δεν αποβαίνει ο λυτρωτής αλλά ο εφιάλτης τους, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα συναισθήματά τους και στοιχειώνει τα όνειρά τους. Προσκολλούνται όμως σε αυτούς τους ανθρώπους, νομίζοντας πως είναι η γέφυρα για να περάσουν στην αντίπερα όχθη, όπου ελπίζουν πως υπάρχει ένας Παράδεισος για εκείνους, αλλά τελικά αναβιώνουν τα ίδια συναισθήματα μαζί τους, μπαίνοντας σε ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο και για τους δυο τους, ώσπου έρχεται η κατάθλιψη να σκεπάσει με το θολερό της μανδύα τη ζωή τους.

Δεν ασχολούνται με σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και δεν αξιοποιούν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να πάρουν τις σωστές επιλογές για την βελτίωση της ζωής τους, αλλά ξοδεύουν την ενεργητικότητα τους με λάθος τρόπο.

Γεμίζουν με μια αίσθηση αποτυχίας κάθε φορά που ο σύντροφος ή η κατάσταση δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους, ενώ η ματαίωση σα θύελλα ανεμοδέρνει την ελπίδα τους, κάθε φορά που η προδοσία εξαργυρώνει την ανέλπιδη προσπάθεια τους. Έτσι η αυτοπεποίθηση τους μειώνεται συνεχώς, η θετική εικόνα του εαυτού τους συρρικνώνεται, τα συναισθήματα αποτυχίας τους κατακλύζουν, ενώ εξασθενούν τα ενδιαφέροντά τους, μέχρι που χάνονται σιγά-σιγά. Δεν απολαμβάνουν την χαρά, γιατί φοβούνται πως πάντα κάτι κακό θα συμβεί που θα ανατρέψει την αισιοδοξία τους και θα επιφέρει τον όλεθρο, οπότε η ελπίδα δεν βρίσκει μια γρίλια ελευθερίας να τους διαπεράσει και να τους φωτίσει. Αισθάνονται πως κάτι δεν πάει καλά με εκείνους, ντρέπονται για τον εαυτό τους, δεν προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, κι όταν το κάνουν κατακλύζονται από δυσβάσταχτα αμφιθυμικά συναισθήματα που επισκιάζουν την ικανοποίησή τους, γιατί υπόγειες κραυγές απαξίωσης γιγαντώνουν τους φόβους τους, που με τις φλόγες τους καίνε την επιθυμία τους.



Οι σπόροι της επιθυμίας τους φυτρώνουν σε μια Προκρούστεια κλίνη, όπου, όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που λαχταρούν είναι μεγαλύτερο από εκείνο που τους υπαγορεύει η σκιώδης τους εικόνα, το πετσοκόβουν αλύπητα, ενώ, αν είναι μικρότερο, το επικρίνουν αυστηρά, τραβώντας χωρίς έλεος τα άκρα του, να μεγαλώσει πρόωρα και ας συρρικνώνεται εκείνο τελικά κάτω από την αδίστακτη κριτική τους.

Σταδιακά έρχονται τα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα να τους αποδυναμώσουν, η συναισθηματική δυσφορία τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό τους, και ο αέρας ελευθερίας παύει να πνέει στις αποφάσεις τους. Αρχίζουν να αποφεύγουν ανθρώπους που διευκολύνουν το αίσθημα απελευθέρωσης μέσα τους, γιατί τους κάνουν να έρχονται σε επαφή με την αλήθεια τους και επιλέγουν εκείνους που τους ελέγχουν και τους κρατούν αιχμάλωτους στην παθητική τους στάση, εξουσιάζοντας τα συναισθήματά τους, όπως κάνουν και εκείνοι στα δικά τους. Η εύθραυστη ψυχική τους υγεία εντείνει την εξαρτητική τους διάθεση και εμφανίζονται συμπτώματα όπως λαιμαργία ή ανορεξία, εξάρτηση από το αλκοόλ, τα χάπια, ή κατατρύχονται από ψυχικές διαταραχές, οι οποίες επιδεινώνουν την σωματική τους υγεία. Όλη τους την ενέργεια την δίνουν στην εργασία τους, στην οποία δίνονται με μανιακό τρόπο, προσκολλιούνται σε ενδιαφέροντα που τους κρατάνε μακριά από το σπίτι τους, αισθάνονται μίσος και ζήλεια για όλους εκείνους που προσπαθούν για την ζωή τους με φυσιολογικό τρόπο. Ο παράλογος τρόπος σκέψης κλονίζει την ψυχική τους ισορροπία και παρουσιάζονται φαινόμενα, όπως παραλογισμός, ακαθόριστοι φόβοι, και είτε αδυνατούν να αντιδράσουν είτε η επιθετικότητα τους γίνεται βία που εκδηλώνεται με αυτοκαταστροφικό τρόπο ή εξαπολύεται στους άλλους από μίσος και οργή που προσπαθούν για την ζωή τους.

Οι ίδιοι δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής τους και παραμένουν εξαρτημένοι από συμπεριφορές που τους κρατούν υποταγμένους σε μια αδήριτη μοίρα που επαναλαμβάνεται, γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της αλλαγής του τρόπου σκέψης τους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ενώ αναλαμβάνουν τις ευθύνες των άλλων, στον εαυτό τους φέρονται ανώριμα, ίσως γιατί αυτό το παιδί μέσα τους δεν απόλαυσε ποτέ το παιγνίδι, οπότε κάθε φορά που η επιθυμία της φροντίδας, της χαράς, της ανεμελιάς του εαυτού τους τούς καλεί, την αντιμετωπίζουν ως μια ακόμη ευθύνη, οπότε έρχεται η εξουθένωση για να αναστείλει την απόφασή τους. Το νόημα της ζωής τους ασθενεί και συννεφιασμένες σκέψεις ρίχνουν το πέπλο σε κάθε αχτίδα φωτός, η οποία χρειάζεται πίστη για να προβάλει διάχυτα και να τους λούσει με ελπίδα για την ζωή τους.





Noell Oszvald




Όσο είναι σε αυτό τον κλειστό κύκλο αναζήτησης, αναζητούν την ένταση σε όλες τους τις σχέσεις, ακόμα και στις επαγγελματικές, όπου δίνουν αλόγιστα τον εαυτό τους, για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα μειονεξίας που τους κατακλύζουν και πλήττουν την εικόνα τους, ενώ υψώνουν δυσθεώρητα τείχη στα πρέπει τους, που λειτουργούν άναρχα και κραυγαλέα τιμωρητικά, αποκλείοντας την επιθυμία από την ζωή τους. Το παραμύθι της πεντάμορφης και του τέρατος τους συνοδεύει και επενδύουν την αγάπη τους εκεί όπου προσδοκούν στην αλλαγή, παρόλο που από την πρώτη ματιά φαίνεται ανέφικτη, ενώ ταυτόχρονα ο οίκτος τους εμποδίζει να αποδράσουν. Όσο η άρνηση και ο έλεγχος τους δυναστεύουν, δεν βρίσκει χώρο η αποδοχή να εισέλθει και να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, χωρίς την επιθυμία να την μεταβάλλουν και τέρπουν τον εαυτό τους με ψευδαισθήσεις που προσγειώνουν με κρότο τα όνειρά τους.

Η αποδοχή του εαυτού μας είναι η ύψιστη ελευθερία. Αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, με τις δυσκολίες μας, τις θετικές και αρνητικές μας πλευρές, τις επιλογές του παρελθόντος που μπορούν να γίνουν μαθήματα του παρόντος, είναι πολύ πιο εύκολο να σεβαστούμε τον εαυτό μας και να παραχωρήσουμε ελεύθερο χώρο στις επιθυμίες μας. Αν φιλιώσουμε με τον εαυτό μας και νιώσουμε περήφανοι για μας, ανακαλύπτουμε ένα πολύτιμο φίλο που θα είναι δίπλα μας σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Δεν θα νιώθουμε μόνοι μας, γιατί η αλήθεια μας θα συμπορεύεται μαζί μας και με αυτήν θα επικοινωνούμε με εκείνους που θα μπορούν να την δεχτούν. Κάθε φορά που θα παίρνουμε μια απόφαση, σεβόμενοι τον εαυτό μας και ακολουθώντας τις επιθυμίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε όμορφα με την επιθυμία μας, αυτό θα μας δυναμώνει και θα μας απελευθερώνει, γιατί μαθαίνουμε να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και σε αυτήν την απόφαση θα ελκύουμε ανθρώπους που αγαπάνε την αλήθεια μας, όπου ακόμα κι αν δεν είναι πολλοί, η ποιότητα της σχέσης που θα δημιουργούμε μαζί τους θα είναι ουσιαστική και πολύτιμη.

Αγγελική Μπολουδάκη
από το  Αντικλείδι 



[Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι ]

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Scherzo [ 8 ] - [ γη των ανθρώπων ]*

Ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν
ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.


ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ζωγραφιὰ στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Χιονισμένο τοπίο, τὸ τρένο γλυστράει σὲ νυχτωμένη κοιλάδα, θρόισμα στὴ γαλήνη. Φευγαλέες εἰκόνες, διάσπαρτα μικροχώρια, σπιθοβόλημα κάθε φωτισμένο παραθύρι. Πίσω ἀπὸ κάθε σπιθοβόλημα ἡ στέγη, φάντασμα εὐτυχίας: Μιὰ ζεστὴ λαχανόσουπα, μιὰ στοργικὴ ἀγκαλιὰ γιὰ τὸν ὕπνο, οἱ γείτονες φίλοι, κι ὁ σκύλος πιστὸς νὰ ξαγρυπνάει στὸ κατώφλι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἄγνωστη στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἴσως στὸ φευγαλέο σπιθοβόλημα νὰ ξαγρυπνάει ἡ ρήξη. Βουβὸς ἢ ἀνοιχτὸς σὰν πληγὴ σπαραγμός. Ζεστὴ λαχανόσουπα, ναί, πράξη ρουτίνας κι ἀγαναχτισμένη ὑποχρέωση. Στιβάζονται νὰ πλυθοῦν τὰ πιατικά, ἄχθος ἡ λάτρα κάθε μέρα. Ὁ σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «ἐγὼ νὰ τὰ προφταίνω ὅλα». Ἀβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι ἢ βλέμμα στοργῆς ὅλη μέρα. Ἔτσι, ποὺ ἡ τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στὸ κρεβάτι, σχεδὸν κωμική. Πρέπει νὰ ἐκλιπαρήσεις, κι αὐτὸ ταπεινώνει. Γενιὲς γενεῶν παραχωροῦν τὸν ἔρωτα συγκαταβατικά, μιὰ στιγμὴ ἡδονῆς τοῦ κορμιοῦ, τίποτε ἄλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀποκοιμιοῦνται. Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλὸς στὸ μαγγάνι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς, τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα: Σπιθοβόλημα εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια. Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων, προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.

Αυγή Τσολάκου


Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια, νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι. Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ. Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν διασκοπούμενη θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου.

Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου, κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές. Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.

Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης», τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες: θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ ἄλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.

Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύση μας - τὴ φύση ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.

8. SCHERΖΟ : «ΣΚΕΡΤΣΟ»
Ἐλαφρὸ μουσικὸ κομμάτι σὲ τριαδικὸ μέτρο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ
τὸ μενουέττο σὲ μιὰ σονάτα ἢ συμφωνία,
ἢ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοτελὲς ἔργο.


Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Το κελί



Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν.
Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. 

Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. 

Gilbert Garcin 
Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μια ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».



Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. 

Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, 

αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.


Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου 
[εκδ. Πλέθρον] – απόσπασμα.