Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η ζωή μας μια αφήγηση..




Η ζωή του ανθρώπου είναι μία αφήγηση, όμοια με αυτήν που οι πρόγονοί μας διηγούνταν στις σπηλιές μετά το κυνήγι και χάραζαν στα τοιχώματα, για να μείνει ανεξίτηλη στο χρόνο.
Είναι οι μύθοι που αργότερα, καθώς εμπλουτίζονταν, ονομάστηκαν παράδοση, τέχνη, δημιουργία, πολιτισμός

Τόσο έντονη είναι η ανάγκη να καταλείψουμε το απολίθωμα της ύπαρξής μας, που η ταυτότητα του εγώ ξεκινά ως πρόλογος μιας ιστορίας, που ψελλίζουν τα παιδιά ενώ παίζουν, την ώρα που συνομιλούν με τα άψυχα, προσωποποιώντας τα, καθώς ενσωματώνουν στο λόγο τα συναισθήματα, τις σκηνές και τις σχέσεις, που τους έκαναν εντύπωση. Η ενίσχυση έρχεται άμεσα από τους μεγαλύτερους, που προτρέπουν το παιδί να θυμηθεί γεγονότα από το χθες, να διευκρινήσει την ψυχική του κατάσταση, να εκφράσει τα θέλω του.  Η ίδια η αγάπη είναι το παραμύθι της επέκτασης και αφομοίωσης του εαυτού στα άλλα πρόσωπα. 

Η εξιστόρηση ξεκινά από τη στιγμή που το βρέφος ανακαλύπτει πως οι άλλοι και το ίδιο είναι πρόσωπα με προθετικότητα και πως οι ενέργειές τους έχουν διάρκεια και επιδρούν στο περιβάλλον τροποποιώντας το. 
Με την πάροδο της ηλικίας οι αφηγήσεις γίνονται περιπλοκότερες, αλλά δεν παύουν να επιτελούν το βασικό τους ρόλο: Να επικοινωνούν την πεμπτουσία της ύπαρξης στους άλλους, να αναζητούν ερμηνείες και να κατασκευάζουν νοήματα.Το τέλος της αυτοβιογραφίας δεν έχει γραφτεί ακόμα και η ίδια η πλοκή αποτελείται από τόσα επεισόδια, όσες είναι οι κοινωνικές καταστάσεις και τα άτομα με τα οποία επικοινωνούμε. Παρά τις διακυμάνσεις και την πληθώρα των ερεθισμάτων και των περιστάσεων η βασική φιλοσοφία διατηρείται, διασυνδέοντας τον εαυτό με όσα τον περιβάλλουν και παρέχοντας ερμηνείες για τη ζωή, τις μνήμες, τις ελπίδες. 
Η αφήγηση, σαν τη φιλοσοφία, διαποτίζεται από στοχασμούς που επιχειρούν να απαντήσουν στα ερωτήματα ' Ποιος είμαι, που πορεύομαι, γιατί υπάρχω'.   Η διαρκής διήγηση της βιογραφίας μας αποτελεί το θεμέλιο λίθο, που διασφαλίζει τη νοηματοδότηση των πράξεων και των κινήτρων μας και ταυτόχρονα ενοποιεί τα ειδάλλως αποσπασματικά βιώματα και τα ευμετάβολα συναισθήματα. Οι ατομικές διαφορές δεν χρειάζεται να αποδοθούν σε γενετικούς ή περιβαλλοντικούς αθέλητους παράγοντες, αλλά είναι παραλλαγές στα σενάρια, στους χαρακτήρες, στους ρόλους και στη σκηνοθεσία, που ο δρων νους δημιουργεί, ανασυνθέτει, προσαρμόζει.

Η ψυχική νόσος αποκόπτει το πρόσωπο από την ιστορία του, επισκιάζει το παρελθόν και μολεύει τις προσδοκίες για το μέλλον ή, στην περίπτωση της κατάθλιψης, μετατρέπει την τελονομία, την αναζήτηση νοήματος και την επικοινωνία σε ματαιοπονία. 
Η νεύρωση με το ναρκισσισμό που τη συνοδεύει, βαλτώνει την εξέλιξη και διαστρεβλώνει τις αναπαραστάσεις.

Η αφήγηση είναι κοινωνικό φαινόμενο. Προϋποθέτει ακροατές που ανήκουν στην ίδια γλωσσική κοινότητα και μετέχουν κοινών αξιακών προτύπων ή τουλάχιστον καταβάλλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να συναισθανθούν το αξιολογικό και βιωματικό περιεχόμενο των μηνυμάτων του εξιστορούντος. 
Έχει ως βάση την ενεργητική ακρόαση και την επικοινωνία χωρίς θόρυβο. Τη διατύπωση αποριών, την προτροπή για περαιτέρω ανάλυση, τις ενστάσεις και τις κοινές παραδοχές. 
Η διήγηση για να προκαλέσει το ενδιαφέρον γίνεται γλαφυρή, αξιοποιεί παρομοιώσεις και μεταφορές, περιλαμβάνει περιγραφές σκηνών, συναισθημάτων, συμβάντων άλλοτε με δραματικό ή χιουμοριστικό τρόπο κι άλλες φορές αποστασιοποιημένα. Ο ειδικός δίνει έμφαση όχι μόνο στις σημασίες, αλλά και στον τρόπο που αυτές εκφέρονται. 
Τελικός στόχος η αναζήτηση νοήματος, το οποίο με την επανάληψη και τον αναστοχασμό, με τα διαρκή αιτήματα για διασαφήσεις και επεκτάσεις ενισχύει την ταυτότητα και τους αυτοπροσδιορισμούς του ομιλούντος.  Ούτως η άλλως η ίδια η κοινωνία είναι μία συλλογική επικοινωνιακή σχέση, που μεταβάλλει τα επιμέρους συστατικά της κυρίως εξαιτίας της ανάγκης. 
Το ίδιο πράττουν και τα άτομα: Κρίσιμα συμβάντα, τα οποία πρέπει να ανασύρει και να αποδελτιώσει ο σύμβουλος, αλλάζουν συλλήβδην την καθημερινότητα του ανθρώπου και εσχατολογικές καταστάσεις, όπως μία απώλεια ή ασθένεια, αναδεικνύουν την ουσία της προσωπικότητας ή επιτάσσουν την επαναδιαπραγμάτευση της αυτοβιογραφίας.

Η αυτοβιογραφική μνήμη είναι δυναμική. Αλλάζει καθώς νέα εμπειρία και συμπρωταγωνιστές προστίθενται, συγχέει και απωθεί τις λεπτομέρειες του παρελθόντος, τις αναπλάθει υπό το πρίσμα των συγχρονικών γεγονότων και επιδιώξεων, προσθέτει προβολικά στοιχεία, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τελικά ανεπαίσθητα, αλλά σταθερά, τροποποιεί την προσωπική ιστορία ζωής. 

Η αφήγηση είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση, η οποία κατοπτρίζει την τωρινή αλήθεια αυτού που τη διηγείται και δεν αντιστοιχεί παρά σε γενικές γραμμές με τα αντικειμενικά δεδομένα. 
Καθώς σκοπός της συμβουλευτικής είναι η αναζήτηση ερμηνειών, η εύρεση των αντινομιών στην ιστορία ζωής, αλλά και των συμβάντων, που καθοριστικά την μετέβαλλαν, είναι μείζονος σημασίας.
Κατά τον Habermas πριν το άτομο μπορέσει να σχηματίσει μία πειστική ιστορία ζωής, πρέπει να έλθει σε επαφή και να ενσωματώσει την κουλτούρα, τις νόρμες, τους κανόνες και τους σκοπούς της κοινωνίας, μέσα στην οποία ανατρέφεται. Καθώς έντονη είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στους ατομικιστικούς και συλλογικούς πολιτισμούς, ανάλογη είναι και η ποιότητα των αφηγήσεων και η έμφαση που αποδίδεται στον εαυτό ή στους άλλους. 

Στις δυτικές κοινωνίες οι ιστορίες περιλαμβάνουν αναφορές στην οικογένεια, προβλήματα προσαρμογής ή αυτονόμησης από αυτήν, αφηγήσεις επαγγελματικής επιτυχίας ή στασιμότητας, μεμονωμένες ερωτικές διηγήσεις, προσωπικά επιτεύγματα ή αποτυχίες. 
Οι ιστορίες ζωής, που προέρχονται από πολιτισμούς με έμφαση στη συλλογικότητα, αφορούν περισσότερο την εξέλιξη του ατόμου ως κοινωνικού όντος, του οποίου η συμπεριφορά δίνει προτεραιότητα στους άλλους, στις παραδόσεις, στον κοινωνικό έλεγχο, στις αξίες. 
Η αφήγηση αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στις αστοχίες του παρελθόντος μπορεί κάποιος να αναζητήσει τη σοφία, ώστε να γίνει ένα κοινωνικά ηθικό πρόσωπο.   Η ιστορία ζωής είναι επομένως μία πολιτισμική αφήγηση, που πολλές φορές μηρυκάζει τις κοινωνικές ανισότητες ή την κυρίαρχη ιδεολογία. Γυναικείες αφηγήσεις στρέφονται περισσότερο προς την οικογένεια, την εξεύρεση ιδανικού συντρόφου, την ανάλυση συναισθημάτων και απουσιάζει από αυτές η αναφορά στην πολιτική, στις εξουσιαστικές σχέσεις, στην οικονομική ζωή, στη δικαιοσύνη.  Αναλογικά, οι αφηγήσεις αναπήρων ατόμων μπορεί να εξιστορούν την περιθωριοποίηση, το στίγμα ή την αλληλεγγύη, που κάθε πολιτισμός θέτει στις ευάλωτες ομάδες. 

Η συμβουλευτική είναι μία μορφή επικοινωνίας, κατά την οποία ειδικός επιχειρεί να ανακαλύψει τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ανάγκες του ατόμου και στις πολιτισμικές αξιώσεις ή ακόμα βαθύτερα να κατανοήσει πώς ο ίδιος ο πολιτισμός δημιουργεί ανάγκες και να βρει τους τρόπους με τους οποίους η σύγκρουση αυτή επηρεάζει την ιστορία ζωής του πελάτη του.

Η συμβουλευτική δεν είναι παρά ένα παραμύθι και το αίτημά του να ακουστεί με προσοχή. 
Με στοιχεία μαγικά ή λογικά και χαρακτήρες πλασμένους από τα βιώματα του πελάτη. 
Ένα παραμύθι, που το ζήσαμε εμείς καλά δεν είναι καθόλου δεδομένο, αλλά ο σύμβουλος καλείται να το κάνει ζητούμενο.


''Η συμβουλευτική της προσωπικής αφήγησης''
Ευστράτιος Παπάνης, 
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

“OCD” - "Ο έρωτας δεν είναι λάθος"..







Την πρώτη φορά που την είδα, ησύχασαν όλα μες στο μυαλό μου.
Όλα τα τικ· οι εικόνες που μου έρχονταν ξανά και ξανά εξαφανίστηκαν μεμιάς.
Όταν έχεις Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, δεν έχεις στ' αλήθεια και πολλές ήσυχες στιγμές.
Και στο κρεβάτι ακόμη, λέω μέσα μου:
"-Τώρα την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι.
-Τα χέρια μου τα 'πλυνα; -Ναι.
-Την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι.
-Τα χέρια τα 'πλυνα; -Ναι."

Όταν την είδα όμως, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ
ήταν η μικρή καμπύλη που κάνουν τα χείλη της
ή εκείνη τη βλεφαρίδα πάνω στο μάγουλό της
τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της
τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της...

Ήξερα ότι έπρεπε να της μιλήσω.
Της ζήτησα να βγούμε· έξι φορές· μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα.
Είπε "ναι" με την τρίτη, αλλά καμία φορά δε μου φαινόταν εντάξει οπότε έπρεπε να συνεχίσω να ρωτάω.

Στο πρώτο μας ραντεβού, γαμώτο, πέρασα περισσότερη ώρα τακτοποιώντας ανά χρώμα το φαγητό μες στο πιάτο μου παρά τρώγοντας ή μιλώντας μαζί της.
Όμως, εκείνης της άρεσε.
Της άρεσε που αν ήταν Τετάρτη έπρεπε να τη φιλήσω δεκάξι ή εικοσιτέσσερις φορές για καληνύχτα.
Της άρεσε που κάναμε έναν αιώνα να περπατήσουμε ως το σπίτι επειδή το πεζοδρόμιο έχει έναν σωρό σκασίματα.
Όταν μετακομίσαμε στο ίδιο σπίτι, είπε ότι ένιωθε ασφαλής· ότι κανείς δε πρόκειται να μας κλέψει ποτέ γιατί είχα κλειδώσει σίγουρα δεκαοχτώ φορές την πόρτα.
Πάντα την πρόσεχα στο στόμα όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε...
Όταν μου 'λεγε ότι μ' αγαπάει, τα χείλη της ζάρωναν λιγάκι στις γωνίες.
Τα βράδια, έγερνε στο κρεβάτι και με κοίταζε που έσβηνα όλα τα φώτα
και τ' άναβα και τα ξανάσβηνα
και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα
και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα...
Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν ότι περνούσαν μέρες και νύχτες από μπροστά της.

Κάτι πρωινά, ξεκινούσα να τη φιλάω για να την αποχαιρετήσω,
όμως εκείνη έφευγε τελικά γιατί την καθυστερούσα από τη δουλειά.
Όταν σταματούσα σε κάποιο σκάσιμο του πεζοδρομίου, εκείνη συνέχιζε να προχωράει.
Όταν έλεγε ότι μ' αγαπάει, το στόμα της έμενε μια ευθεία γραμμή.
Μου είπε ότι της παίρνω πάρα πολύ από τον χρόνο της.

Την περασμένη βδομάδα, άρχισε να κοιμάται στη μάνα της.
Μου είπε ότι δεν έπρεπε να μ' αφήσει να δεθώ τόσο πολύ μαζί της, ότι ήταν όλο ένα λάθος
– αλλά πώς μπορεί να είναι λάθος όταν δε χρειάζεται να πλένω τα χέρια μου αφού την αγγίξω;
Ο έρωτας δεν είναι λάθος.
Με σκοτώνει που εκείνη μπορεί να τρέξει μακριά απ' αυτό ενώ εγώ όχι.
Δεν μπορώ να βγω και να βρω κάποια άλλη γιατί πάντα σκέφτομαι εκείνη.

Συνήθως, όταν παθαίνω εμμονή με κάτι, βλέπω μικρόβια να τρυπώνουν στο δέρμα μου·
βλέπω να με χτυπάει μια ατέλειωτη σειρά από αυτοκίνητα το ένα μετά το άλλο.

Εκείνη ήταν το πρώτο όμορφο πράγμα με το οποίο κόλλησα.
Θέλω να ξυπνάω κάθε πρωί έχοντας στο μυαλό μου το πώς κρατάει το τιμόνι της.
Πώς γυρίζει τις βρύσες στο ντους λες και ανοίγει χρηματοκιβώτιο.
Πώς φυσάει για να σβήσει τα κεράκια
να σβήσει κεράκια
να σβήσει κεράκια
να σβήσει κεράκια...

Τώρα, σκέφτομαι μόνο ποιος άλλος τη φιλάει. Και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, γιατί εκείνος θα τη φιλάει μόνο μια φορά. Και δε θα τον νοιάζει αν το 'κανε τέλεια.
Τη θέλω ξανά εδώ.
Τόσο τρελά, που αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη.

Αφήνω τα φώτα όλα αναμμένα.

---

*OCD- Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

Ποίηση/Ερμηνεία: Neil Hilborn
Μετάφραση: Δημήτρης Αναγνωστόπουλος


Πηγή: www.lifo.gr
Την πρώτη φορά που την είδα, ησύχασαν όλα μες στο μυαλό μου. Όλα τα τικ· οι εικόνες που μου έρχονταν ξανά και ξανά εξαφανίστηκαν μεμιάς. Όταν έχεις Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, δεν έχεις στ' αλήθεια και πολλές ήσυχες στιγμές. Και στο κρεβάτι ακόμη, λέω μέσα μου: "-Τώρα την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι. -Τα χέρια μου τα 'πλυνα; -Ναι. -Την πόρτα την κλείδωσα; -Ναι. -Τα χέρια τα 'πλυνα; -Ναι." Όταν την είδα όμως, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η μικρή καμπύλη που κάνουν τα χείλη της ή εκείνη τη βλεφαρίδα πάνω στο μάγουλό της τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της τη βλεφαρίδα στο μάγουλό της... Ήξερα ότι έπρεπε να της μιλήσω. Της ζήτησα να βγούμε· έξι φορές· μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα. Είπε "ναι" με την τρίτη, αλλά καμία φορά δε μου φαινόταν εντάξει οπότε έπρεπε να συνεχίσω να ρωτάω. Στο πρώτο μας ραντεβού, γαμώτο, πέρασα περισσότερη ώρα τακτοποιώντας ανά χρώμα το φαγητό μες στο πιάτο μου παρά τρώγοντας ή μιλώντας μαζί της. Όμως, εκείνης της άρεσε. Της άρεσε που αν ήταν Τετάρτη έπρεπε να τη φιλήσω δεκάξι ή εικοσιτέσσερις φορές για καληνύχτα. Της άρεσε που κάναμε έναν αιώνα να περπατήσουμε ως το σπίτι επειδή το πεζοδρόμιο έχει έναν σωρό σκασίματα. Όταν μετακομίσαμε στο ίδιο σπίτι, είπε ότι ένιωθε ασφαλής· ότι κανείς δε πρόκειται να μας κλέψει ποτέ γιατί είχα κλειδώσει σίγουρα δεκαοχτώ φορές την πόρτα. Πάντα την πρόσεχα στο στόμα όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε όταν μιλούσε... Όταν μου 'λεγε ότι μ' αγαπάει, τα χείλη της ζάρωναν λιγάκι στις γωνίες. Τα βράδια, έγερνε στο κρεβάτι και με κοίταζε που έσβηνα όλα τα φώτα και τ' άναβα και τα ξανάσβηνα και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα και τα ξανάναβα και τα ξανάσβηνα... Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν ότι περνούσαν μέρες και νύχτες από μπροστά της. Κάτι πρωινά, ξεκινούσα να τη φιλάω για να την αποχαιρετήσω, όμως εκείνη έφευγε τελικά γιατί την καθυστερούσα από τη δουλειά. Όταν σταματούσα σε κάποιο σκάσιμο του πεζοδρομίου, εκείνη συνέχιζε να προχωράει. Όταν έλεγε ότι μ' αγαπάει, το στόμα της έμενε μια ευθεία γραμμή. Μου είπε ότι της παίρνω πάρα πολύ από τον χρόνο της. Την περασμένη βδομάδα, άρχισε να κοιμάται στη μάνα της. Μου είπε ότι δεν έπρεπε να μ' αφήσει να δεθώ τόσο πολύ μαζί της, ότι ήταν όλο ένα λάθος – αλλά πώς μπορεί να είναι λάθος όταν δε χρειάζεται να πλένω τα χέρια μου αφού την αγγίξω; Ο έρωτας δεν είναι λάθος. Με σκοτώνει που εκείνη μπορεί να τρέξει μακριά απ' αυτό ενώ εγώ όχι. Δεν μπορώ να βγω και να βρω κάποια άλλη γιατί πάντα σκέφτομαι εκείνη. Συνήθως, όταν παθαίνω εμμονή με κάτι, βλέπω μικρόβια να τρυπώνουν στο δέρμα μου· βλέπω να με χτυπάει μια ατέλειωτη σειρά από αυτοκίνητα το ένα μετά το άλλο. Εκείνη ήταν το πρώτο όμορφο πράγμα με το οποίο κόλλησα. Θέλω να ξυπνάω κάθε πρωί έχοντας στο μυαλό μου το πώς κρατάει το τιμόνι της. Πώς γυρίζει τις βρύσες στο ντους λες και ανοίγει χρηματοκιβώτιο. Πώς φυσάει για να σβήσει τα κεράκια να σβήσει κεράκια να σβήσει κεράκια να σβήσει κεράκια... Τώρα, σκέφτομαι μόνο ποιος άλλος τη φιλάει. Και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, γιατί εκείνος θα τη φιλάει μόνο μια φορά. Και δε θα τον νοιάζει αν το 'κανε τέλεια. Τη θέλω ξανά εδώ. Τόσο τρελά, που αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη. Αφήνω τα φώτα όλα αναμμένα. Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Ερωτικά Τρίγωνα



Η πιο αρχετυπική σχέση, στην οποία ο άνθρωπος από τη γέννησή του εκτίθεται,
είναι η τριαδική. Το σταθερότερο σχήμα της γεωμετρίας το τρίγωνο, με ιδιότητες μοναδικές, που είχαν εκτιμηθεί και υπολογιστεί από τους αρχαίους πολιτισμούς.
Εφόσον υιοθετηθεί στις ανθρώπινες ερωτικές σχέσεις, εγγυάται συναισθήματα ακραία, αντιφατικά και ρόλους εναλλασσόμενους, με έναν κοινό παρονομαστή: τη συνενοχή και την υποκρισία.
Το θύμα εσκεμμένα ή ακούσια προετοιμάζει τη στάυρωσή του και οι θύτες απολαμβάνουν πύρρειες νίκες, μέχρι την τελική τουςαυτο-εξόντωση. Φυσικά, σε περιόδους σεξουαλικού κορεσμού και σε χρόνους, κατά τους οποίους πολλά ζευγάρια συμβιβάζονται με παράλληλους, μη επικοινωνιακούς βίους, οι επιπτώσεις των τριγωνικών σχέσεων δεν προκαλούν τα θεαματικά σκάνδαλα αλλοτινών εποχών και δεν οδηγούν εύκολα σε εντυπωσιακά εγκλήματα πάθους ή αυτοκτονίες. Επηρεάζουν, όμως, ανεξάληπτα την ψυχοσύνθεση των εμπλεκομένων, προοιωνίζουν ανάπηρες εξαρτήσεις και κυρίως καταστρέφουν την αθώοτητα και την ευδαιμονία των παιδιών, εάν αυτά υπάρχουν και έρθουν αντιμέτωπα με την αμείλικτη αποκάλυψη.

Όπως όλα τα προπατορικά αμαρτήματα, έτσι και η τριγωνική έλξη προϋποθέτει ένα μύθο και μία απαγόρευση. Η Νέμεσις αργότερα θα χρησιμοποιήσει αυτόκλητα κάθε πιθανή παραλλαγή τιμωρίας, τύψεων και πόνου. Δεν θα μπορέσει, παρόλα αυτά, να εξαλείψει από τη μνήμη των έκπτωτων εραστών την ηδονή και την υπερβατική μέθεξη, που προκύπτει από την ανυπακοή και την ακατανίκητη έλξη  προς το παράνομο και το κοινωνικά καταδικαστέο.

Εμπειρία ζωής τουλάχιστον για τον έναν εκ των δραστών της συνωμοσίας, αλλά κατ'εξακολούθηση έγκλημα για τον άλλο και ασυνείδητη προτροπή για τον τρίτο, το ερωτικό τρίγωνο αντλεί τη γοητεία του από την απρόοπτη λύση του οιδιποδείου συμπλέγματος και ενδυναμώνεται από το αμετάκλητο κέλευσμα της κοινωνίας για μονογαμία, αποκλειστικότητα, αφοσίωση και παντοτινή δέσμευση.

Το παιδί που θα ερωτευθεί, κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, τον γονέα του αντιθέτου φύλου, θα καταλήξει σε έναν καταναγκαστικό συμβιβασμό: να απαλύνει την ήττα της μη ολοκληρωτικής απόκτησης του γονιού, ταυτιζόμενο με αυτόν του ίδιου φύλου.
Όμως μερικά παιδιά τελικά νικούν και αποσπούν την αποκλειστικότητα στους στοχασμούς της μητέρας ή του πατέρα. Η εξομοίωση με τον ηττημένο γονιό είναι υποχώρηση και ενδοτισμός.
Στο μέλλον το αγόρι ή το κορίτσι αυτό θα μπορεί να συνάπτει ερωτικές σχέσεις, μόνο εάν υπάρχει ανταγωνισμός
, για να ξαναβιώσει τον παιδικό θρίαμβο. Θα επιδιώκει την αδρεναλίνη του απαγορευμένου, όπως ανομολόγητος ήταν και ο πόθος προς τον εσωτερικό γονιό.


Ο μύθος της ρομαντικής αγάπης, της χαρισμένης ως θεϊκό και δίκαιο όφλημα, το alter ego του καθενός, η πλατωνική υπόσχεση, που ευαγγελίζεται μία αδελφή ψυχή, η οποία καρτερεί υπομονετικά, για να παρασύρει σε μία συμπαντική ένωση, έχει εδραιώσει στον πολιτισμό μας τη φενάκη πως η αρμονία των ερωτικών σχέσεων μπορεί να αποτελεί δώρο και όχι κοπιαστική και μακροχρόνια προσπάθεια.

Η ευτυχία και η ολοκλήρωση δεν είναι ποτέ αυτονόητη, συνήθως κρύβεται στην αταλάντευτη θέληση, στις βουλήσεις πολλών ανθρώπων και όχι στο δεητικό βλέμμα μιας γυναίκας, στο σαρωτικό μειδίαμα ενός άνδρα ή στην ουτοπία μιας ερωτικής ποίησης, που σύντομα θα διαμελιστεί από το διεκπεραιωτικό χαρακτήρα της καθημερινότητας, καταλείποντας συντρόφους εκστασιασμένους για την απρόσμενη απώλεια του μέλιτος.
Είναι εξάλλου κοινό μυστικό πως τα θεσπέσια χαρακτηριστικά του άλλου δεν είναι παρά οι ελλείψεις μας, που γρήγορα θα απεκδυθούν τη σαγήνη και θα απαιτήσουν εκκωφαντικά και πιο εριστικά από ποτέ την αδιαπραγμάτευτη πλήρωσή τους. Όσα πριν τη δέσμευση ενοποιούν, τα ίδια ακριβώς αργότερα μετασχηματίζονται και διακορεύουν το όνειρο. Και τότε θα έρθει και η στιγμή, που ο ένας από τους δύο, πιο ευάλωτος από ποτέ, θα αναπληρώσει το χαμένο χρόνο επενδύοντας σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, που θα εμφανιστεί ως ερωτικός μεσσίας και θα ανατρέψει σε μία στιγμή τη νηνεμία και τη γαλήνη.


Τα ερωτικά τρίγωνα φαίνονται ακαταμάχητα, επειδή δεν ολοκληρώνονται ποτέ.
Προσκαλούν,  αλλά δεν ενδίδουν, θωπεύουν αλλά δεν τιθασεύονται.
Σκευωρούν με τις ανασφάλειες, καραδοκούν κραδαίνοντας το ανεκπλήρωτο και καταδικάζουν τους τλάμονες συμμετέχοντες σε αποδοχή του ελάχιστου. Το τρίτο πρόσωπο πάντα θα στερείται το αντικείμενο του πόθου του, το οποίο θα πορεύεται ανάμεσα σε δύο διεκδικητές: το σταθερό και το αδοκίμαστο, το τεκμηριωμένο και το αμφίβολο. Κεντρομόλες και φυγόκεντρες ενορμήσεις θα καταδυναστεύουν το λογισμό, επιτείνοντας την προσμονή για την επανάληψη της συνεύρεσης.

Η καταδίκη του ατελέσφορου, η αδυναμία της πλήρους αφοσίωσης, τα ραντεβού, που δεν ευοδώθηκαν, οι όρκοι, που δεν τηρήθηκαν, οι υποχρεώσεις προς τις δυο παράλληλες σχέσεις, που διογκώνονται, η κούραση και το άγχος θα διακόψουν το φαύλο κύκλο και θα στήσουν την αγχόνη του προμελετημένου τέλους.

Όλοι οφείλουν να συγκατατεθούν στην έλλειψη. Δικαιολογίες, τεχνάσματα, υπεκφυγές,προσχήματα, εκλογικεύσεις και προβολές θα επιστρατευθούν, για να καμουφλάρουν την αγωνία, την ενοχή, τον ίμερο, το θρήνο και το επαπειλούμενο πένθος. Μηχανισμοί άμυνας θα υψώσουν τείχη αθεμελίωτα, για να συγκαλύψουν την αδυναμία οριστικής απόφασης. Θνησιγενείς αποφάσεις για διάλυση της παράνομης λατρείας θα λαμβάνονται, για να αναιρεθούν στο πρωτόγνωρο και ατελεύτητο τρικύμισμα της ερωτικής κλίνης.
 



Μέσα από την διαδικασία όλοι θα κληθούν σε αναστοχασμό, αλλά λίγοι θα ενστερνιστούν την τραχύτητα των αδέκαστων κρίσεων. Ο φαινομενικά αθώος θα αναρρωτηθεί τι τον απομάκρυνε από τον στασιαστή, για να αποδειχθεί εξίσου φταίχτης. Οι θύτες θα αυτοσχεδιάσουν, απολογούμενοι για τη βεβήλωση των ηθικών αρχών τους και θα επικαλεστούν δυνάμεις άτεγκτες, που τους εξανάγκασαν στην παράδοση στον δελεαστικό βόρβορο. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι το τίμημα θα είναι ανάλογο της έντασης και του παροξυσμού.

Το τρίτο άτομο εξαίφνης ομοιάζει με πανάκεια για όλες τις οδύνες του βίου, ο σωτήρας, που δεν εμφανίστηκε στη σωστή στιγμή μέσα στο χρόνο, η αποκάλυψη που αποδόμησε όλους τους συναισθηματικούς κλυδωνισμούς. Μετατρέπεται στον από μηχανής θεό, που θα άρει με την κατανόησή του τις πληγές τόσων ψυχολογικών μεταπτώσεων. Και που αν χαθεί, κανείς δεν θα μπορέσει να υποκαταστήσει την θαλπωρή της ίασης, που κουβαλά, κανείς δεν θα μπορέσει να επωμιστεί το άλγος της σύγκρισης. Η φυγή του θα προσκαλέσει τη μοίρα, που ενδίδει, θα επαναφέρει τη ζοφερή και μίζερη πραγματικότητα. Θα ξανανιώσει, άραγε ξανά την πεμπτουσία του έρωτα. Θα γευτεί από την αμβροσία της ηδονής, θα επιτρέψει άλλοτε στον εαυτό του να κυριευτεί από το διονυσιακό πνεύμα. Ενδόμυχα, άλλωστε, πολλοί παραδέχονται πως η έλευση του τρίτου έδρασε, σε τελική ανάλυση, εξισορροπητικά στην υπάρχουσα σχέση, θέτοντας σε επαναδιαπραγμάτευση τους όρους και τις συνθήκες της.

Η υπέρβαση, επομένως, των ορίων και των εσκαμμένων είναι τόσο απόλυτη, που περίεργες ψυχολογικές συμβάσεις μοιάζουν με φυσιολογικές: Η τρίτη δεν ζηλεύει τη νόμιμη σύζυγο, αλλά οποιαδήποτε άλλη προσεγγίσει τον εραστή της. Δεν μπορεί εύκολα να απαιτήσει, γιατί εκτός σπανίων περιπτώσεων, η πιθανή νίκη της και η μελλοντική κατοχή του θα απογυμνώσει τη σχέση της και θα διατρανώσει τη ρηχότητα. Εξάλλου, πάντα υποβόσκει η υποψία πως όλα στροβιλίζονται γύρω από την καθαρή ερωτική επιθυμία και πως η ψευδεπίγραφη κουλτούρα αγάπης σκηνοθετήθηκε, για να συγκαλύψει τα αδυσώπητα ένστικτα, όπως την οργή και την ανόθευτη λίμπιντο.


Τα ερωτικά τρίγωνα δεν είναι ασυνήθεις καταστάσεις.
Αποκύημα της αποπνικτικής μονογαμίας και των συλλογικών απαγορεύσεων, είναι απολύτως φυσιολογικά και λειτουργικά σε άλλους πολιτισμούς. Όμως κανείς δεν μπορεί να δρα πέρα από τα όρια, που θέτει η κοινωνία και το υπερεγώ,
αν δεν είναι προετοιμασμένος να θερίσει θύελλες.


Ευστράτιος Παπάνης
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου-Ψυχολόγος

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Μπορεί να υπάρξει άραγε απογοήτευση χωρίς προσδοκία;



Μου λέει πως η βραδιά που πέρασε χθες στο σπίτι κάποιων φίλων τον απογοήτευσε. 

Τον ρωτώ τι ακριβώς προσδοκούσε.
Δεν ξέρει ακριβώς, τίποτε ιδιαίτερο, ωστόσο απογοητεύτηκε.

Μπορεί να υπάρξει άραγε απογοήτευση χωρίς προσδοκία, με μια προσδοκία η οποία αγνοεί τι προσδοκά, που προσδοκά περισσότερα ή διαφορετικά πράγματα, μια προσδοκία του απροσδόκητου; Στην πραγματικότητα η βραδιά εκτυλίχθηκε όπως θα την περίμενε: ένα καλό γεύμα, μία ζωηρή συζήτηση, κλπ.
Εξαιρετική βραδιά, απογοητευτική. Έλειπε ίσως μια γυναίκα που θα τον είχε αναστατώσει ή κάποιες κουβέντες που θα μπορούσαν να τον εξοργίσουν.
Ο άνθρωπος αυτός επιρρίπτει συχνά στον εαυτό του το ότι είναι υπερβολικά γαλήνιος, ότι μεθόδευσε μια ζωή από την οποία τίποτα δεν λείπει. «Επιτυχία, από κάθε άποψη, η ζωή μου».

Συνεχίζει.
Θυμάται κάποια κρίση στον σχολικό του έλεγχο, άλλοτε: «Εξαιρετικός μαθητής, με απολύτως ικανοποιητικές επιδόσεις σε όλους τους τομείς». Ήταν τόσο περήφανος τότε. Σήμερα, λέει, αυτά του γυρίζουν τ’ άντερα. Να ικανοποιείς τους καθηγητές, τους γονείς σου… «Πόσο υπάκουος ήμουν, πόσο υποταγμένος! Δεν έχω διάθεση να σας ικανοποιήσω, να δειχθώ καλός αναλυόμενος για να με προστατέψετε».
«Προτιμάτε να με απογοητεύσετε;»

Να απογοητεύσει, πώς όμως;
Θα ‘ταν δώδεκα ή δεκατριών ετών. Θαύμαζε τον πατέρα του, «ο καλύτερος άνθρωπος, δίκαιος, πάντοτε διαθέσιμος, ποτέ δεν οργιζόταν».
Και ιδού – η πρόκληση, τόσο νωρίς – πήγε κοντά στον πατέρα του και, ξαφνικά, τον χαστούκισε. «Έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά έπρεπε να το κάνω». Μετά από αυτό ξέσπασε σε κλάματα υπό το αποβλακωμένο βλέμμα του πατέρα του. Το περιστατικό δεν ξαναναφέρθηκε ποτέ. Ο καλός μαθητής, ο καλός γιος ακολούθησε το δρόμο του: «Επιτυχία, από κάθε άποψη» και, σποραδικά, η αιχμηρή απογοήτευση από το ότι δεν κατόρθωσε να απογοητεύσει.

[...]
Στα λατινικά, ο deceptor σημαίνει τον απατηλό (το πονηρό δαιμόνιο του Ντεκάρτ).
Στα αγγλικά, to deceive: δελεάζω, εξαπατώ. Διαψεύδω τις προσδοκίες του άλλου.
Αυτή η γυναίκα που διατείνεται πως είναι μονίμως απογοητευμένη – στους έρωτες, στη δουλειά της – επιδίδεται στην προσπάθεια να απογοητεύσει. Και τότε οι άντρες – «τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους, μα ποιοι νομίζουν πως είναι;» – είναι εκείνοι που ανησυχούν: «Μα τι μου λείπει και ψάχνει διαρκώς αλλού;»

Θα έπρεπε μήπως, για να μην απογοητευόμαστε, να μην περιμένουμε τίποτα;
Να γεννιόμαστε χωρίς αυταπάτες, ώστε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα τις χάσουμε;
Να είμαστε, από το ξεκίνημα κιόλας, ασαγήνευτοι;
Τέτοια σκέφτομαι συχνά, με αφορμή τον Ρ. που δεν λησμονεί ποτέ πως όλα είναι θνητά, που παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, που δεν εξανίσταται και δεν παραπονιέται ποτέ. Αυτός ο εκ γενετής ασαγήνευτος, σαγηνεύεται με το παραμικρό: με μια αντανάκλαση ουρανού στα νερά μιας λιμνούλας, μ’ έναν σκύλο που του κάνει χαρές, και κυρίως, κυρίως, με τα ψηλόλιγνα πόδια ή με το διαφαινόμενο στήθος μιας γυναίκας που συνάντησε στο δρόμο.


[...]
Αν δεν ήταν οι μητέρες μας απογοητευτικές, δεν θα δεχόμαστε τίποτε από όσα, ανέλπιστα, μας προσφέρει η ζωή.

Jean-Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία)


Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Η τέχνη να επιβιώνεις

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. 
Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι,ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε,τόσο λιγότερα γεγονότα μας φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. 

Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.


Γενικά μπορεί κανείς να πεί ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου. 

 

Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. 
Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. 
Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. 

Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Άρθουρ Σοπενχάουερ 

Αποσπάσματα από το "Η τέχνη να επιβιώνεις"   
εκδόσεις Γνώση




"Κανένας άνθρωπος δεν έχει ζήσει στο παρελθόν
και κανείς δε θα ζήσει στο μέλλον.
Το παρόν είναι η μόνη μορφή κάθε ζωής και το μόνο σίγουρο κτήμα της, το οποίο κανείς δεν μπορεί να της αφαιρέσει"


Άρθουρ Σοπενάουερ

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Η Λογική στην εξορία . Από το "Το Τέλος της Πίστης" του Sam Harris

Ένας νέος άνδρας μπαίνει στο λεωφορείο, την ώρα που ξεκινά από το τέρμα. Φορά ένα αδιάβροχο. Μέσα από το αδιάβροχο, είναι ζωσμένος με μία βόμβα. Οι τσέπες του είναι γεμάτες με καρφιά, με ρουλεμάν και με ποντικοφάρμακο.

Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο και πηγαίνει για το κέντρο της πόλης. Ο νεαρός κάθεται δίπλα σε ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας. Θα περιμένει ως τη στιγμή που το λεωφορείο θα φτάσει στην επόμενη στάση. Το ζευγάρι που κάθεται δίπλα του φαίνεται ότι έχει βγει για να αγοράσει ένα καινούργιο ψυγείο. Η γυναίκα έχει αποφασίσει ποιο μοντέλο θέλει, αλλά ο άνδρας της φοβάται ότι θα είναι μάλλον υπερβολικά ακριβό. Της δείχνει ένα άλλο μοντέλο, στο φυλλάδιο που κοιτάνε οι δυο τους. Κοντεύουν να φθάσουν στην επόμενη στάση. Οι πόρτες του λεωφορείου ανοίγουν. Η γυναίκα παρατηρεί ότι το μοντέλο που προτείνει ο άνδρας της δεν θα χωράει στον κενό χώρο που υπάρχει κάτω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Και άλλοι επιβάτες μπαίνουν και πιάνουν όλα τα ελεύθερα καθίσματα, ενώ άλλοι στέκονται όρθιοι στον διάδρομο.

Το λεωφορείο τώρα έχει γεμίσει. Ο νέος χαμογελά. Πατώντας ένα κουμπί εξοντώνει τον εαυτό του, το ζευγάρι που κάθεται δίπλα του, και άλλους είκοσι επιβάτες του λεωφορείου. Τα καρφιά, τα ρουλεμάν και το ποντικοφάρμακο προκαλούν κι άλλες απώλειες ανάμεσα στους περαστικούς και μέσα στα διπλανά αυτοκίνητα. Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο...

Οι γονείς του νεαρού δεν αργούν να πληροφορηθούν τη μοίρα του. Αν και θλίβονται που έχασαν τον γιο τους, αισθάνονται συγχρόνως τρομερά υπερήφανοι για το κατόρθωμά του. Γνωρίζουν ότι έχει πάει στον Παράδεισο και ότι έχει ανοίξει τον δρόμο για να τον συναντήσουν εκεί αργότερα. Έχει επίσης στείλει τα θύματά του στην Κόλαση για πάντα. Είναι μία διπλή νίκη. Οι γείτονες βρίσκουν το γεγονός έναν σπουδαίο λόγο για να το γιορτάσουν και τιμούν τους γονείς του νέου, φέρνοντας ως δώρο τρόφιμα και μέλι.

Αυτά είναι τα γεγονότα. Αυτά είναι όσα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για αυτόν τον νέο. Υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορούμε να συμπεράνουμε από τη συμπεριφορά του; Ήταν αγαπητός στους συμμαθητές του στο σχολείο; Ήταν πλούσιος ή φτωχός; Είχε μέτρια ή υψηλή νοημοσύνη;
Οι πράξεις του δεν μας δίνουν καμία απολύτως ένδειξη. Είχε κάνει πανεπιστημιακές σπουδές; Μήπως είχε σπουδαίο μέλλον ως μηχανολόγος; Η συμπεριφορά του, πολύ απλά δεν μας δίνει καμία απάντηση σε ερωτήματα αυτού του είδους, όπως και σε πολλά άλλα παρόμοια.
Άρα, γιατί είναι τόσο εύκολο, τόσο αβασάνιστα εύκολο -θα μπορούσες σχεδόν να βάλεις στοίχημα- να υποψιασθεί κανείς ποια είναι η θρησκεία του;






Μία πεποίθηση, είναι ένας μοχλός, που όταν τον πιέσεις, μπορεί να μετακινήσει σχεδόν τα πάντα στη ζωή ενός ανθρώπου. Μήπως είσαι επιστήμονας; Φιλελεύθερος; Ρατσιστής; Αυτές είναι απλούστατα κατηγορίες πεποιθήσεων σε ενεργό δράση. Οι πεποιθήσεις σου καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο. Υπαγορεύουν τη συμπεριφορά σου. Καθορίζουν τις συναισθηματικές σου αντιδράσεις απέναντι σε άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Αν έχεις αμφιβολίες για αυτή τη θέση, σκέψου πώς η εμπειρία σου θα μεταβαλλόταν ξαφνικά αν έφθανες να πιστεύεις σε μία από τις παρακάτω θέσεις:

- Σου μένουν μόνο δύο εβδομάδες ζωής.

- Μόλις κέρδισες εκατό εκατομμύρια δολάρια στο λαχείο.

- Εξωγήινοι έχουν εμφυτεύσει έναν δέκτη στο κρανίο σου και ελέγχουν τις σκέψεις σου.

Αυτά είναι απλώς λόγια, ως τη στιγμή που θα τα πιστέψεις. Από τη στιγμή που τα πιστέψεις, γίνονται οργανικό μέρος του μηχανισμού του μυαλού σου και καθορίζουν τις επιθυμίες σου, τους φόβους, τις προσδοκίες και την επακόλουθη συμπεριφορά σου.

Φαίνεται όμως να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις πιο προσφιλείς μας πεποιθήσεις σε σχέση με τον κόσμο: Μας οδηγούν, αναπόδραστα, στο να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο. Μία ματιά στην ιστορία, ή σε κάποια εφημερίδα, αποκαλύπτει ότι κάποιες ιδέες που χωρίζουν μία ομάδα ανθρωπίνων υπάρξεων από μία άλλη, και τους ενώνουν μόνο για να αλληλοσφαγούν, έχουν κατά κανόνα τις ρίζες τους στη θρησκεία.
Φαίνεται ότι αν κάποτε το είδος μας αυτοκαταστραφεί μέσα από κάποιον πόλεμο, αυτό θα συμβεί όχι επειδή ήταν γραμμένο στα άστρα, αλλά επειδή ήταν γραμμένο στα βιβλία μας. Αυτά που σκοπεύουμε να πράξουμε σήμερα, σε σχέση με λέξεις όπως «Θεός», «Παράδεισος» και «αμαρτία», θα καθορίσουν το μέλλον μας.



Η κατάστασή μας είναι η ακόλουθη: Οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο πιστεύουν ότι ο Δημιουργός του σύμπαντος έχει γράψει ένα βιβλίο. Για κακή μας τύχη υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία, και όλα τους ισχυρίζονται ότι εκφράζουν κατ' αποκλειστικότητα την αλήθεια. Οι άνθρωποι τείνουν να οργανωθούν σε ομάδες, αναλόγως των αποκλειστικών ισχυρισμών που αποδέχονται -και λιγότερο με βάση τη γλώσσα, το χρώμα του δέρματος, τον τόπο γέννησης, ή άλλο φυλετικό κριτήριο. Το κάθε ένα από αυτά τα κείμενα παροτρύνει τους αναγνώστες να υιοθετήσουν μία σειρά από πίστεις και πρακτικές, από τις οποίες κάποιες είναι ακίνδυνες, πολλές όμως όχι.
Πάντως, όλες τους συμφωνούν με έναν αρρωστημένο τρόπο σ' ένα σημείο: Ο «σεβασμός» για άλλες πίστεις, ή για τις απόψεις των απίστων, δεν είναι μία στάση που ο Θεός εγκρίνει. Παρ' όλο που όλες οι θρησκείες έχουν επηρεασθεί από ένα πνεύμα οικουμενισμού, το κεντρικά δόγμα κάθε θρησκευτικής παράδοσης είναι ότι όλες οι άλλες είναι απλώς φορείς πλάνης ή, στην καλύτερη περίπτωση, έχουν επικίνδυνες ατέλειες. Επομένως, η μισαλλοδοξία είναι εγγενής σε κάθε πίστη. Από τη στιγμή που κάποιος πιστεύει -πιστεύει αληθινά- ότι κάποιες ιδέες μπορούν να οδηγήσουν σε αιώνια ευτυχία, ή στο αντίθετό της, δεν μπορεί να αποδεχθεί τη δυνατότητα να παραπλανηθούν άτομα που αγαπά από τις ενέργειες των απίστων. Η βεβαιότητα για τη μέλλουσα ζωή είναι απλώς ασύμβατη με την ανεκτικότητα στην παρούσα ζωή.

Παρατηρήσεις αυτού του είδους μάς θέτουν όμως αντιμέτωπους με ένα άμεσο πρόβλημα, διότι η άσκηση κριτικής στα πιστεύω ενός ανθρώπου θεωρείται ταμπού σε όλους τους τομείς της κουλτούρας μας. Αυτό το σημείο είναι ένα από τα λίγα στα οποία συμφωνούν οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι πολύ απλά πάνω από κάθε λογική συζήτηση. Η άσκηση κριτικής στα πιστεύω ενός ανθρώπου σχετικώς με τον Θεό και με τη μέλλουσα ζωή, θεωρείται άπρεπη με έναν τρόπο, που δεν είναι η άσκηση κριτικής στις ιδέες του για τη φυσική ή για την ιστορία. Και έτσι, όταν ένας μωαμεθανός βομβιστής αυτοκτονίας τινάζεται στον αέρα μαζί με καμία εικοσαριά αθώους σε έναν δρόμο της Ιερουσαλήμ, αποσιωπάται πάντοτε ο ρόλος που έπαιξε η πίστη του για την τέλεση της πράξης του. Τα κίνητρά του πρέπει να ήσαν πολιτικά, οικονομικά ή ακόμη και τελείως προσωπικά. Χωρίς την πίστη, απελπισμένα άτομα πάλι θα έκαναν φοβερά πράγματα. Η ίδια η πίστη αθωώνεται παντού και πάντοτε.

Αλλά η τεχνολογία έχει έναν τρόπο να δημιουργεί νέα ηθικά προστάγματα. Οι τεχνολογικές μας πρόοδοι στην τέχνη του πολέμου έχουν τελικώς καταστήσει τις θρησκευτικές μας διαφορές -και κατ' ακολουθίαν τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις- ανταγωνιστικές προς την επιβίωσή μας. Δεν μπορούμε πλέον να αγνοήσουμε το γεγονός ότι δισεκατομμύρια γείτονές μας πιστεύουν στη μεταφυσική του μαρτυρίου, ή στην κατά γράμμα αλήθεια του Βιβλίου της Αποκάλυψης, ή σε κάποια άλλη φανταστική ιδέα που ελλοχεύει στο μυαλό των πιστών -διότι οι γείτονές μας έχουν τώρα εξοπλισθεί με χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν την τελειωτική φάση της ευπιστίας μας. Λέξεις όπως «Θεός» και «Αλλάχ» πρέπει να πάρουν τον ίδιο δρόμο που πήραν οι όροι «Απόλλων» και «Βάαλ», αλλιώς θα καταστρέψουν τον κόσμο μας.

Ένας σύντομος περίπατος στο νεκροταφείο των κακών ιδεών, μάς δείχνει ότι οι επαναστάσεις στον τομέα των ιδεών είναι πραγματοποιήσιμες. Σκεφθείτε την περίπτωση της αλχημείας. Γοήτευσε τα ανθρώπινα μυαλά για πάνω από χίλια χρόνια, και όμως σήμερα όποιος ισχυρισθεί σοβαρά ότι είναι αλχημιστής αποκλείει αυτομάτως τον εαυτό του απ' οποιαδήποτε υπεύθυνη θέση μέσα στην κοινωνία μας. Οι θρησκείες που βασίζονται στην πίστη πρέπει να υποστούν την ίδια μοίρα και να περάσουν στη λήθη.

Ποια είναι η εναλλακτική λύση απέναντι στη θρησκεία, όπως τη γνωρίζουμε; Μας είναι γνωστή; Όπως φαίνεται, αυτή είναι μία λάθος ερώτηση. Η χημεία δεν υπήρξε μία εναλλακτική λύση για την αλχημεία. Ήταν μία πλήρης και γενική αντικατάσταση της αμάθειας, με όλα τα στολίδια της, από μία γνήσια γνώση. Θα ανακαλύψουμε ότι, όπως και στην περίπτωση της αλχημείας, το να μιλάμε για «εναλλακτικές» λύσεις για τη θρησκευτική πίστη, σημαίνει ότι είμαστε εκτός θέματος.

Φυσικά, όσοι πιστεύουν επικαλούνται μία ιστορική συνέχεια. Κάποιοι από αυτούς βρίσκουν παρηγοριά και έμπνευση σε μία συγκεκριμένη πνευματική παράδοση, αν και παραμένουν απολύτως πιστοί στις αρχές της ανοχής και της διαφορετικότητας, ενώ άλλοι θα ήσαν διατεθειμένοι να πυρπολήσουν τη γη, αν αυτό θα έθετε τέρμα στις αιρέσεις. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, μετριοπαθείς και ακραίοι θρησκευόμενοι και τα διαφορετικά τους πάθη και σχέδια δεν πρέπει να συγχέονται. Πάντως, οι μετριοπαθείς θρησκευόμενοι είναι οι ίδιοι φορείς ενός φοβερού δόγματος: Φαντάζονται ότι ο δρόμος για την ειρήνη θα ανοίξει, όταν καθένας από εμάς έχει μάθει να σέβεται τις αστήρικτες πεποιθήσεις των άλλων. Ελπίζω να μπορέσω να αποδείξω ότι αυτό καθαυτό το ιδεώδες της θρησκευτικής ανοχής -που ξεκινά από την αντίληψη ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να είναι ελεύθερη να πιστεύει ό,τι θελήσει σχετικώς με τον Θεό- είναι μία από τις κυριότερες δυνάμεις που μας οδηγούν προς την άβυσσο.

Αντιληφθήκαμε με μεγάλη καθυστέρηση τον βαθμό στον οποίο η θρησκευτική πίστη διαιωνίζει την απάνθρωπη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στον συνάνθρωπό του. Αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται περίεργο, διότι πολλοί από εμάς εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πίστη είναι ένα θεμελιώδες συστατικό της ανθρώπινης ζωής. Τώρα, δύο μύθοι διατηρούν την πίστη έξω από το βεληνεκές της λογικής κριτικής και μάλλον δείχνουν να ενισχύουν στον ίδιο βαθμό τον θρησκευτικό εξτρεμισμό και τη θρησκευτική μετριοπάθεια:

1) Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι υπάρχουν κάποια καλά πράγματα που αποκομίζουν οι άνθρωποι από τη θρησκευτική πίστη (για παράδειγμα, συνεκτικές κοινότητες, ηθική συμπεριφορά, πνευματική εμπειρία) που δεν βρίσκονται αλλού.

2) Πολλοί πιστεύουν επίσης ότι τα φοβερά πράγματα που γίνονται μερικές φορές στο όνομα της θρησκείας δεν είναι προϊόντα της πίστης αυτής καθαυτής αλλά των κατωτέρων ενστίκτων μας -δυνάμεων όπως η απληστία, το μίσος και ο φόβος- για τις οποίες οι ίδιες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν το καλύτερο (ή ακόμη και το μόνο) θεραπευτικό μέσο.

Συνδυαζόμενοι αυτοί οι δύο μύθοι φαίνεται να μας έχουν καταστήσει τελείως απρόσβλητους από κάθε αναλαμπή λογικότητας στις δημόσιες συζητήσεις μας.

Πολλοί μετριοπαθείς θρησκευόμενοι έχουν επιλέξει τον φαινομενικά υψηλόφρονα δρόμο του πλουραλισμού, διακηρύσσοντας την ίση αξία όλων των πίστεων, αλλά όταν το κάνουν αυτό δεν θυμούνται τους αμετακίνητα αποκλειστικούς ισχυρισμούς κάθε θρησκείας ότι μόνο εκείνη κατέχει την αλήθεια. Εφ' όσον ένας χριστιανός πιστεύει ότι μόνο οι βαπτισμένοι αδελφοί του θα σωθούν την Ημέρα της Κρίσεως, δεν είναι δυνατόν να «σέβεται» τις πεποιθήσεις των άλλων, διότι γνωρίζει ότι το πυρ της Κολάσεως αναζωπυρώνεται από ιδέες τέτοιου είδους και περιμένει τους πιστούς τους ακόμη και τώρα. Οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι διατηρούν αντιστοίχως αλαζονικές αντιλήψεις για τις δικές τους θρησκείες και επί ολόκληρους αιώνες επισημαίνουν τις εσφαλμένες θέσεις των άλλων δογμάτων. Περιττό να πούμε ότι αυτά τα ανταγωνιστικά συστήματα ιδεών δεν διαθέτουν καμία υλική απόδειξη για τους ισχυρισμούς τους.

Και όμως, διανοούμενοι διαφόρων ειδών, όπως ο X. Τζ· Γουέλς, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Καρλ Γιουνγκ, ο Μαξ Πλανκ, ο Φρίμαν Ντάισον και ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ, έχουν διακηρύξει ότι έχει τερματισθεί ο πόλεμος ανάμεσα στη λογική και στην πίστη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, δεν χρειάζεται να ταυτίζονται οι ιδέες μας για το σύμπαν. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ένας θεοσεβούμενος χριστιανός την Κυριακή, και ένας ενεργός επιστήμων τη Δευτέρα το πρωί, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για τη διαφοροποίηση που έγινε μέσα στο μυαλό του όσο κοιμόταν. Μπορεί, ας πούμε, να διατηρεί τη λογική του και συγχρόνως να την τρώει. Κάποιος μπορεί να σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, μόνο επειδή η Εκκλησία στη Δύση έχει εν μέρει χάσει την πολιτική της ισχύ. Σε μέρη της γης όπου οι διανοητές μπορεί ακόμη και σήμερα να λιθοβοληθούν διότι αμφισβητούν την αλήθεια του Κορανίου, η ιδέα του Γκουλντ για μία «αγαπημένη συνύπαρξη» ανάμεσα στην πίστη και στη λογική θα ήταν τελείως παρανοϊκή.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι βαθύτερες ανησυχίες των πιστών, είτε είναι μετριοπαθείς είτε ακραίοι, είναι ασήμαντες ή ακόμη και ότι παίρνουν λάθος κατεύθυνση. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουν συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες που τώρα καλύπτονται -έστω εμμέσως και με ένα φοβερό τίμημα- από την κρατούσα θρησκεία. Και αυτές είναι ανάγκες που μία απλή κατανόηση του κόσμου μας, επιστημονική ή άλλη, δεν θα μπορέσει ποτέ να καλύψει. Υπάρχει σαφώς μία ιερή διάσταση στην ίδια μας την ύπαρξη, και το να συμφιλιωθούμε με αυτήν μπορεί θαυμάσια να αποτελεί τον υψηλότερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Αλλά θα ανακαλύψουμε ότι για να το πράξουμε δεν απαιτείται πίστη σε αναπόδεικτες θέσεις -όπως ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από μία παρθένο ή ότι το Κοράνιο είναι ο λόγος του Θεού...


 Από το  «Το τέλος της πίστης» του  Σάμ Χάρις 

(Εκδόσεις «Ενάλιος», μετάφραση Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου)

-------
Ο Σαμ Χάρις είναι Αμερικανός συγγραφέας και επικριτής της θρησκείας. Ολα άρχισαν το 2006, όταν ο εκδότης W.W. Norton αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον πτυχιούχο φοιτητή της νευρολογίας να δημοσιεύσει  το βιβλίο του «Το τέλος της πίστης» . Ο άγνωστος μέχρι τότε Σαμ Χάρις,  παιδί εβραίας μητέρα και κουάκερου πατέρα, θα εξέθετε τους κινδύνους και τον παραλογισμό που επιφυλάσσει η οργανωμένη θρησκεία.

Ο συγγραφέας δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες για το άτομό του ώστε να μη γίνει στόχος επιθέσεων, αλλά το βιβλίο έμεινε για 33 εβδομάδες στις λίστες μπεστ σέλερ των «New York Times»! Εξ αιτίας της κριτικής που ασκεί, έχει δεχτεί ακόμη και απειλές θανάτου, τόσο από μουσουλμάνους, όσο κι από χριστιανούς.

Η ομιλία που μπορείτε να  παρακολουθήσετε ΕΔΩ  πραγματοποιήθηκε το 2007, στα πλαίσια εκδήλωσης ιδεών, στο Aspen των ΗΠΑ, με τίτλο: «Πιστεύοντας το απίστευτο: Η σύγκρουση μεταξύ πίστης και λογικής στον σύγχρονο κόσμο».

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Soren Kierkegaard Ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος..




Ο Δανός φιλόσοφος, θεολόγος, θρησκευτικός συγγραφέας και ψυχολόγος Σόρεν Κίρκεγκοορ (Soren Aabye Kierkegaard)  θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε σημαντικά το ρεύμα του υπαρξισμού και την προτεσταντική θεολογία του 19ου αιώνα. Άσκησε δριμεία κριτική στο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, κατηγορώντας το για διαστρέβλωση των σημαντικότερων αποστολών της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ουσία του έργου στηρίζεται στην απεριόριστη απαίτηση και επίμοχθη δυσκολία της θρησκευτικής ύπαρξης γενικότερα και της χριστιανικής πίστης ειδικότερα.


Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1813 σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Γιος ενός ιδιαίτερα θρησκευόμενου συνταξιούχου εμπόρου, ο οποίος πίστευε ότι επειδή τιμωρείτο από την οργή του Θεού, κανένα από τα παιδιά του δε θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, την υποτιθέμενη ηλικία του Ιησού. 
Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγκοορ.





Ο πατέρας του Κίρκεγκαρντ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σόρεν να γίνει πάστορας. Επηρεασμένος βαθιά από την θρησκευτική πείρα και ζωή του πατέρα του, ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Ο Κίρκεγκαρντρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής. Το 1830, σε ηλικία 17 ετών, προχώρησε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αλλά, ενώ βρισκόταν εκεί, όπως ο Χέγκελ στο έργο του οποίου άσκησε αυστηρή κριτική, στράφηκε περισσότερο προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.



Η αγωνία του την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε ένα ημερολόγιό του το 1835:




«Το ζήτημα είναι να βρω την αλήθεια που είναι αλήθεια για μένα, να βρω την ιδέα για την οποία μπορώ να ζω και να πεθάνω… 

Τι είναι αλήθεια παρά να ζεις για μια ιδέα;»



Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ δείχνουν ότι από τη ζωή του έλειπε ένας ανώτερος σκοπός. Περιέγραφε τον εαυτό του ως θεατή της ζωής, ως κάποιον που μαθαίνει για τις απόψεις και τις θεωρίες των άλλων, αλλά δεν συνεισφέρει τίποτα ο ίδιος στη γνώση.

Τον Σεπτέμβριο του 1940, ανακοινώνει τον αρραβώνα του με τη Ρεγγίνε Όλσεν, κόρη ενός δημόσιου υπαλλήλου από καλή οικογένεια. Με την καριέρα του να οδηγείται είτε προς την εκκλησία είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, ένας σωστός γάμος θα καθιέρωνε τη θέση του στη δανική κοινωνία. Στα ημερολόγιά του, ωστόσο, γράφει ότι ο χρόνος που έμεινε αρραβωνιασμένος με τη Ρεγγίνε ήταν ο δυσκολότερος της ζωής του. Φαινόταν διχασμένος μεταξύ της ιδέας του γάμου και της ανάγκης του για μοναξιά.

Ένα χρόνο μετά, διαλύει τον αρραβώνα, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να παντρευτεί κάποιον άλλον. Θεωρείται πιθανό ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά άξιο, όπως επίσης και ότι δεν ήθελε να διαχειριστεί όλα εκείνα τα συναισθήματα που συνδέονται με τον έρωτα. Αρκετά αργότερα, αποκάλεσε τη διάλυση της σχέσης του με τη Ρεγγίνε ως «μια αυτοπροκαλούμενη πληγή» που του προκάλεσε μεγάλη μιζέρια. Ήθελε ωστόσο να είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ένας γάμος δεν του το επέτρεπε αυτό.

Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του, ο Κίρκεγκοορ αρχίζει να εξευγενίζει το στιλ γραφής του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο γράφει την «Έννοια της ειρωνείας», τη διατριβή του μάστερ του. Το ύφος του ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους καθηγητές του, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα. Η γραφή ήταν εξίσου περίπλοκη και ελικοειδής με τον συγγραφέα.

Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα που του παρείχε η περιουσία του πατέρα του, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει ότι η καριέρα του θα είναι τελικά εκείνη ενός στοχαστή, ότι έπρεπε να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της εποχής του. Το επίκεντρο της φιλοσοφίας το 19ο αιώνα ήταν η Γερμανία. Το 1841  μεταβαίνει στο Βερολίνο, με σκοπό να παρακολουθήσει σειρά διαλέξεων του Friedrich Wilhelm Josephvon Schelling, ο οποίος ήταν γνωστός για την αντίθεσή του στις θέσεις του Χέγκελ. Ο Schelling υποστήριζε ότι ο Χέγκελ είχε επιχειρήσει να περιορίσει το απτό σε μια ατελείωτη αλληλουχία αντιλήψεων. Συνεπώς, ο Χέγκελ είχε αποτύχει να διαχωρίσει μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Επηρεασμένος, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει να επιστρέψει στην Κοπεγχάγη και να αναπτύξει τις δικές του ιδέες.

Η απάντηση στου Κίρκεγκοορ στον Χέγκελ ήταν το «Είτε-Είτε», που θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του. Το έργο εκδόθηκε σε 2 τόμους στις αρχές του 1843, καλύπτοντας ζητήματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύει την «Επανάληψη». Τον Ιούνιο του 1844 εκδίδει τα «Φιλοσοφικά Ψιχία» και «Νόημα της Αγωνίας». Η περίοδος παραγωγικότητας θα κρατήσει αρκετά χρόνια. Τα περισσότερα έργα του δημοσιεύονται με ψευδώνυμο.





Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843



Το Δεκέμβριο του 1845, ένας γνωστός του ο P. L. Møller εκδίδει ένα δοκίμιο-κριτική στο έργο του Κίρκεγκοορ «Τα στάδια της Ύπαρξης» και την ίδια του τη προσωπική ζωή, αποκαλύπτοντας στοιχεία για τον αρραβώνα του και κατηγορώντας τον για σκληρότητα απέναντι στη Ρεγγίνε. Σε απάντηση, ο Κίρκεγκοορ  έγραψε μια απάντηση, στην οποία αποκάλυπτε το πρόσωπο πίσω από το δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Corsair, αλλά και ελαττώματα του χαρακτήρα του Møller. Ο Κίρκεγκοορ  μετατρέπεται στη συνέχεια σε έναν από τους αγαπημένους στόχους της εφημερίδας και διασύρεται δημοσίως. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για απομόνωση.

Προκαλώντας μια δημοφιλή εφημερίδα και την κοινή γνώμη κατ’ επέκταση, ο Κίρκεγκοορ ανακαλύπτει τη δύναμη που έχει ο εαυτός του, πως ο «εαυτός» είναι ανώτερος της ομάδας. Με τον Νίτσε να είναι μόλις ενός έτους το 1845, θεωρείται ότι ο Κίρκεγκοορ ήταν ο πρώτος υπαρξιστής, όταν εξέφρασε την άποψη ότι η ελεύθερη βούληση θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει αγωνία, ωστόσο, κάποιος πρέπει να αποδεχτεί τις συνέπειες αυτής της ελευθερίας.

Από το 1846 και έπειτα, ο Κίρκεγκοορ επικεντρώνεται στην υποκρισία του χριστιανικού κόσμου, ειδικότερα στην Εκκλησία και τον τρόπο που εφαρμόστηκε η χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Στο έργο «Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση», παρατηρεί τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο.



«Στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος. Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα», 



γράφει. Στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των ατόμων , στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε ΄όχλο΄ 


Μέρος της ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκοορ ότι η χριστιανική εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία της Δανίας, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Πίστευε ότι ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την χριστιανική πίστη, ότι ο χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές χριστιανικές διδασκαλίες. Θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να ενημερώσει τους άλλους σχετικά με τη ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων.

Γύρω στο 1848, άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του  αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας.

Στις 2 Οκτωβρίου 1855,  κατέρρευσε στο δρόμο υποφέροντας από παράλυση στα πόδια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Φρέντερικς. Η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας του εκτενούς και κοπιαστικού συγγραφικού έργου και της συμμετοχής του σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Στους ελάχιστους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, δήλωσε:



«Επιθυμώ σφόδρα να πεθάνω· 

δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου. 

Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό».

Στο διάστημα που παρέμεινε στο νοσοκομείο αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της Εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς δημόσιους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου στο Νοσοκομείο Φρέντερικς, πιθανόν λόγω κάποιας πάθησης στη σπονδυλική στήλη ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, από πνευμονική λοίμωξη.


«Είναι πράγματι αλήθεια ότι η φιλοσοφία λέει: η Ζωή πρέπει να γίνεται αντιληπτή προς τα πίσω. Αλλά αυτό κάνει κάποιον να ξεχάσει το άλλο ρητό, ότι πρέπει να τη ζούμε προς τα εμπρός. Όσο περισσότερο το αναλογίζεται κανείς αυτό, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ότι η ζωή στην προσωρινή ύπαρξη ουδέποτε γίνεται αρκετά κατανοητή, ακριβώς διότι σε καμία στιγμή δεν μπορώ να βρω απόλυτη ησυχία για να υιοθετήσω την προς τα πίσω θεώρηση» 



Σόρεν Κίρκεγκοορ. H ανακάλυψη του αληθινού ατόμου:

Το ερώτημα: Το ανθρώπινο άτομο έχει μεγαλύτερη αξία ή το είδος; Η συγκεκριμένη εκάστοτε ατομική ύπαρξη τίθεται πάνω από τη γενικότητα, από την καθολικότητα ή το αντίστροφο; Με βάση τη δυναμική του ερωτήματος, από την αρχαία εποχή έως και σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος, όχι σπάνια αντιθετικός, φιλοσοφικός προβληματισμός χωρίς αρχή και τέλος. Αυτό δείχνει ότι η ουσία του ατόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και προφανές. Απασχολεί σοβαρά τη φιλοσοφία και κάθε αντίστοιχη θεώρηση αποτελεί έναν σχετικό, όχι απόλυτο οδοδείκτη. Το να καταλαβαίνουμε νωρίς τον προορισμό μας, το να βρίσκουμε την αλήθεια που προσιδιάζει σε μας, την ιδέα που μας «κατευθύνει προς ένα αστέρι» (Χάιντεγκερ), όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν αντιπροσωπεύουν τα πράγματα, την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά τη μοναδικότητα της ατομικότητάς μας, την οντολογική μας συνθήκη και συνδέονται με μια καθορισμένη εκάστοτε μαρτυρία ζωής.

Μια τέτοια μαρτυρία ζωής είναι ο ίδιος.
Τι μαρτυρεί η ζωή του; Πως είχε μαζέψει όλη την καταιγίδα, τη σχετική με τον αφανισμό της ανθρώπινης-ατομικής ύπαρξης. 
Η ανθρώπινη ύπαρξη κινδυνεύει καθημερινά να αφανιστεί μέσα στην ανεξέλεγκτη εξωτερικότητα. 
Η ζωή μας είναι παγιδευμένη στη διχαστική και πολωτική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο Χέγκελ επιχείρησε να υπερβεί αυτή την αντίθεση μέσα από τον διαλεκτικό Λόγο του πνεύματος, του απόλυτου: Η αλήθεια είναι το όλο.

Ο Κίρκεγκοορ επιδίδεται σε έναν ενδοσκοπικό συλλογισμό γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν προορίζεται να είναι οικονομικό μέγεθος, εξάρτημα μηχανών και μηχανισμών, υπήκοος ενός σιδερόφρακτου συστήματος του κόσμου. Απεναντίας ανάγει την ουσία του στο άτομο, μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η ιστορία, ο χρόνος, ο ανθρώπινος κόσμος ως ολότητα.

Ο Κίργκεγκοορ τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αγωνία, έτσι όπως τη βίωνε ως αγωνία έναντι στο μηδέν και έναντι στο υπάρχειν. Τον διαχώριζε από το Εγώ άλλων φιλοσόφων που ύψωναν/υψώνουν συστήματα για θέα και όχι για οίκηση. Όπως έλεγε, δεν ωφελεί να κτίζει κανείς λαμπρά οικοδομήματα, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, και να μένει σε καλύβα. Με αυτό ήθελε να πει ότι πρέπει να οικούμε την αλήθεια άμεσα, βιωματικά και όχι να ομιλούμε αφηρημένα για αυτή. Πρέπει να έχουμε κοινό πεπρωμένο με την αλήθεια, να γινόμαστε οι ίδιοι αλήθεια.

Αλλά ποια αλήθεια;

Εκείνη του ζην όχι ως μιας βιολογικής διαπόρευσης, αλλά ως υποστασιακής εγρήγορσης, ως υψηλής αυτοσυνειδησίας, ως υπόστασης που τείνει διαρκώς να υπερβαίνει τον εαυτό της ως προφάνεια, ως αντι-κειμενικότητα. Η αλήθεια επομένως, για τον φιλόσοφο, δεν αφορά σε κάποιο διανοητικό, ιδεολογικό ή κοσμοθεωρητικό σχήμα που καθιστά το άτομο αντι-κείμενο, πράγμα, αλλά στον εαυτό της ως εκείνον τον εαυτό που το ανθρώπινο άτομο καλείται κάθε φορά να προτάσσει ως αίτημα ζωής.




Τα ημερολόγια του: Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκοορ και του έργου του. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938.




Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο

Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκοορ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκοορ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του:


«Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του.» — 

Σαίρεν Κίρκεγκοορ, Ημερολόγιο (4 Νοεμβρίου 1847)

Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκοορ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού:


«Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». 

Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835.


Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκοορ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. 

Το 1849, ο Κίρκεγκοορ έγραψε:


«Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό, πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση, διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν και είναι, δικαίωμά μου.» —
 Ημερολόγιο (Δεκέμβριος 1849)

Ο Χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής Εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «Χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος Χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη Χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης».



«Αν η Εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το Κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η Εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά—διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου—αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της Εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της Χριστιανοσύνης. [...] 

Το δόγμα της κατεστημένης Εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. 

Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες.»— 

 Ημερολόγιο (Ιανουάριος 1851)

Με βολές κατά της ανεπάρκειας και της διαφθοράς των Χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκοορ φαίνεται να προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι έμελλε να ασκήσουν κριτική στην Χριστιανική θρησκεία.


«Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας Χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον Χριστιανισμό.»
Ημερολόγιο (19 Ιουνίου 1852)


Προέβλεψε την υστεροφημία του και προείδε ότι το έργο του θα γινόταν αντικείμενο έντονης μελέτης και έρευνας. Στα ημερολόγία του είχε γράψει:


«Η εποχή μας δε χρειάζεται κάποια μεγαλοφυία —έχει αρκετές μεγαλοφυίες, αλλά έναν μάρτυρα, ο οποίος για να διδάξει τους ανθρώπους να υπακούν θα γίνει ο ίδιος υπάκουος μέχρι θανάτου. Η εποχή μας χρειάζεται αφύπνιση. Έτσι, κάποια μέρα, όχι μόνο τα γραπτά μου αλλά όλη η ζωή μου, όλο το περίπλοκο μυστήριο του συστήματος [δηλ. το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκοορ] θα μελετάται ξανά και ξανά. 
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που με βοηθάει ο Θεός και έτσι η τελευταία μου ευχή θα είναι όλα να είναι προς δόξαν Του.»


Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκοορ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε:


«Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί… ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να ‘ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα τη γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν’ κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της 
[...] Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου·
και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω· 
και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος,
που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ.» — 
Ημερολόγιο (2 Φεβρουαρίου 1839)


Ο Κίρκεγκοορ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική». Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς.

Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού Χριστού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες.

Οι τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης: 
Ο Κίρκεγκοορ παρουσιάζει στα έργα του τρεις κοσμοθεωρητικές κινήσεις: την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική. Με αυτές δηλώνει τρεις αντίστοιχους τρόπους, σφαίρες ή στάδια ύπαρξης που μπορεί να βιώνει ο άνθρωπος. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο άνθρωπος ανήκει αποκλειστικά σε μία από αυτές τις «σφαίρες ύπαρξης» καθώς σε διάφορες φάσεις ή στάδια της ζωής του μπορεί να μετακινείται από τη μία στην άλλη. 

Ο αισθητικός τύπος έχει την τάση «να ζει για τη στιγμή», για οτιδήποτε διασκεδαστικό, ενθουσιώδες ή ενδιαφέρον του προκύπτει. Η ζωή του στερείται σταθερότητας και προσήλωσης σε έναν μόνιμο σκοπό και αλλάζει πορεία κατά τη διάθεση ή την περίσταση.

Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός τέτοιου ατόμου, που πολύ πιθανόν το οδηγούν στη μοιρολατρία. Ο ηθικός τύπος παρουσιάζεται να επικεντρώνεται στην προσωπικότητά του και στην αυτογνωσιακή «επιλογή του εαυτού». Σε αντίθεση με τον αισθητικό τύπο ανθρώπου, η προσοχή του ηθικού τύπου είναι στραμμένη προς την ίδια του τη φύση, την ουσιώδη πραγματικότητά του ως ανθρώπινου όντος, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένες ικανότητες, κλίσεις και πάθη. Έχει την τάση να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενσυνείδητα και οικειοθελώς. Θέτει μια «υψηλή μορφή» ως πρότυπο και εργάζεται ώστε να το μιμηθεί. Όσον αφορά τον θρησκευτικό τύπο, αυτός θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί «το υψηλότερο πάθος του ανθρώπου». Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι πλέον ηθικά ευαίσθητο και ώριμο για να βιώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης.

Η διάσταση που υφίσταται μεταξύ του ηθικού και θρησκευτικού τύπου γίνεται φανερή στην περίπτωση της απόπειρας να θυσιάσει ο Αβραάμ το γιο του. Για να ανταποκριθεί στη θεϊκή επιταγή θα έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει τα πατρικά αισθήματα αγάπης αλλά και τη βαθιά ριζωμένη ηθική που απαγορεύει το φόνο ενός αθώου ανθρώπου. Ενώ ο Αγαμέμνων αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για το κοινό καλό και μπορεί να «ευφρανθεί στην ασφάλεια της καθολικότητας», ο «βασιλιάς της πίστης» Αβραάμ έχει υπερβεί το ηθικό στάδιο και την έλλογη σκέψη και συμπεριφορά και έθεσε τον εαυτό του σε «απόλυτη σχέση με το απόλυτο».

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα ηθικά προστάγματα λαμβάνουν «εντελώς διαφορετική έκφραση». Αυτή η θρησκευτική πίστη βρίσκεται πέραν της αιγίδας των ανθρώπινων κριτηρίων περί της λογικής και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνέπειές της με αυτούς τους όρους. 


 Στο βιβλίο του «Φόβος και τρόμος» παρουσιάζει τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας υπό το φως του δράματος που έζησε ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του Ισαάκ και υπακούοντας σε αυτήν ακολούθησε την πίστη του, ερχόμενος σε ρήξη με τους ανθρώπους και τους κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκορ, ο οποίος θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον πελαγώνει στην προοπτική των αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του τη στιγμή που πρέπει να πάρει μιαν απόφαση, ο Αβραάμ βρέθηκε τότε στην κόλαση του τρόμου και της αγωνίας, κυριαρχημένος από αβεβαιότητα και απελπισία.

«Αν η πεταλούδα είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε υπάρξει κάμπια,
θα μπορούσε ίσως στη συνέχεια να ξεχάσει ότι ήταν πεταλούδα και να γίνει ψάρι. 
Η βαθύτερη φύση δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό της 
και ποτέ δεν γίνεται τίποτε άλλο από αυτό που είναι». 

Το απόφθεγμα αυτό του Κίρκεγκοορ από τον «Φόβο και τρόμο» χαρακτηρίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπινων όντων, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη φύση του

Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Κίρκεγκοορ, ο Σαρτρ προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού: Αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε συνάγεται από τη σημασία του όρου αισθητικός, ότι ένα ον με αισθήσεις δεν μπορεί να είναι πλήρες ή τέλειο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν, ο Θεός θα ήταν pour-soi [ένα ον με αισθήσεις και συνειδητότητα] ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα και en-soi [ένα ον σε μη συνειδητή κατάσταση πληρότητας], το οποίο αποτελεί αντίφαση.

Ο Σαρτρ συμφωνεί με την ανάλυση του Κίρκεγκοορ ότι ο Αβραάμ ένιωσε έντονη ανησυχία (ο Σαρτρ την ονομάζει «αγωνία»), αλλά ο Σαρτρ δεν συμφωνεί με το ότι ο Θεός του είπε να το κάνει. Στη διάλεξή του, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αναφέρει:

«Ο άνθρωπος που ψεύδεται αυτοδικαιούμενος, λέγοντας ότι «κανένας δεν θα το κάνει», θα πρέπει να έχει ανήσυχη τη συνείδησή του, διότι το ψεύδος υπονοεί ότι υφίσταται μια ευρύτερη αξία την οποία αρνείται. Η προσπάθεια απόκρυψής της αποκαλύπτει την αγωνία του. Αυτή την αγωνία αποκάλεσε ο Κίρκεγκωρ «αγωνία του Αβραάμ». Είναι γνωστό το ιστορικό: Ένας άγγελος διέταξε τον Αβραάμ να θυσιάσει το γιο του· η υπακοή ήταν υποχρεωτική, αν πραγματικά ήταν άγγελος αυτός που είχε εμφανιστεί και του είχε πει: «Αβραάμ, θυσίασε το γιο σου». Αλλά οποιοσδήποτε θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση θα αναρωτιόταν, πρώτον, αν ήταν εκείνος πράγματι ένας άγγελος και δεύτερον, αν το ίδιο το άτομο είναι ο Αβραάμ. Ποιες είναι οι αποδείξεις;
Κάποια γυναίκα που πάσχει από παραισθήσεις λέει ότι την τηλεφωνούν και τις δίνουν εντολές. Ο γιατρός ρωτάει: «Ποιος είναι αυτός που σου μιλάει;» Εκείνη απαντάει: «Λέει ότι είναι ο Θεός». Τι θα αποδείκνυε, στην πραγματικότητα, σε αυτή τη γυναίκα ότι ήταν ο Θεός; Αν ένας άγγελος εμφανιζόταν σε εμένα, τι θα με έπειθε ότι είναι άγγελος; Ή, αν ακούω φωνές, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι προέρχονται από τον ουρανό και όχι από την κόλαση, ή από το δικό μου υποσυνείδητο ή από κάποια παθολογική κατάσταση; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι φωνές πράγματι απευθύνονται σε εμένα; — 

[Ζαν Πολ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός]




Μερικά αποφθέγματα του:

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους

Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.

Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.

Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.

Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.

To πλήθος είναι το αντίθετο της αλήθειας

H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας

 Πόσο απίθανοι είναι οι άνθρωποι! Δεν κάνουν ποτέ χρήση των ελευθεριών που κατέχουν, αλλά διεκδικούν εκείνες που δεν κατέχουν.

  Αλίμονο, η θύρα της ευτυχίας δεν ανοίγει προς τα μέσα, και σε τίποτα δεν ωφελεί να πέσει κανείς πάνω της για να την παραβιάσει· ανοίγει προς τα έξω. 
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.


 Πηγές εδώ και εδώ