Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Η Δόνηση της Σκέψης και ο Νόμος της Έλξης



Το Σύμπαν διέπεται από νόμο – από έναν μεγάλο νόμο. Οι εκδηλώσεις του είναι πολύμορφες, αλλά αν αντιμετωπιστούν σαν κάτι το τελειωτικό, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει παρά ένας μόνο νόμος. Έχουμε εξοικειωθεί με μερικές από τις εκδηλώσεις του, αλλά αγνοούμε σχεδόν ολοκληρωτικά κάποιες άλλες. Ωστόσο, εξακολουθούμε να μαθαίνουμε λίγο πιο πολύ, κάθε μέρα, και το πέπλο σιγά – σιγά ανασηκώνεται.


Μιλούμε με επιστημονική γνώση για το νόμο της βαρύτητας, αλλά αγνοούμε την ισότιμα θαυμαστή εκδήλωσή του, ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ. 

Έχουμε εξοικειωθεί μ’ αυτή τη θαυμάσια εκδήλωση του νόμου που προσελκύει και συγκροτεί 
τα άτομα από τα οποία η ύλη είναι συντεθειμένη – αναγνωρίζουμε τη δύναμη του νόμου που προσελκύει τα σώματα στη γη, που συγκροτεί τους κυκλικούς κόσμους στη θέση τους, αλλά κλείνουμε τα μάτια μας στον ισχυρό νόμο που φέρνει κοντά σε μας τα πράγματά που επιθυμούμε
 ή φοβόμαστε.

Όταν φτάσουμε στο σημείο να δούμε ότι η σκέψη είναι μια δύναμη, μια εκδήλωση της ενέργειας, έχοντας μια μαγνητική ικανότητα έλξης, τότε θ’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το γιατί και το από πού ενός πλήθους πραγμάτων, που μέχρι τώρα έμοιαζαν σκοτεινά σε μας. Δεν υπάρχει σπουδή που ν’ ανταμείβει τόσο καλά το σπουδαστή, για το χρόνο και τον κόπο του, όσο η μελέτη των λειτουργιών αυτού του ισχυρού νόμου του κόσμου της σκέψης – του νόμου της έλξης.


Όταν σκεφτόμαστε, στέλνουμε προς τα έξω δονήσεις μιας πολύ λεπτής αιθέριας ουσίας, που είναι τόσο πραγματικές, όσο κι οι δονήσεις που εκδηλώνουν το φως, ηθερμότητα, ο ηλεκτρισμός ή ο μαγνητισμός. 

Το γεγονός ότι αυτές οι δονήσεις δεν είναι φανερές στις πέντε αισθήσεις μας, δεν αποτελεί απόδειξη για το ότι δεν υπάρχουν. Ένας ισχυρός μαγνήτης στέλνει προς τα έξω δονήσεις κι ασκεί μια δύναμη ικανή να προσελκύσει ένα κομμάτι ατσάλι που ζυγίζει ογδόντα κιλά, αλλά ούτε μπορούμε να δούμε, να γευτούμε, να οσφρανθούμε, ν’ ακούσουμε ή να ψηλαφίσουμε αυτή την ισχυρή δύναμη. Αυτές οι δονήσεις της σκέψης, το ίδιο, δεν είναι δυνατό να γίνουν ορατές, δεν μπορούμε να τις γευτούμε, να τις οσφρανθούμε, να τις ακούσουμε ή να τις ψηλαφίσουμε με το συνηθισμένο τρόπο. Παρ’ όλο που είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αποδεδειγμένες περιπτώσεις ατόμων ιδιαίτερα ευαίσθητων στις ψυχικές εντυπώσεις που αντιλαμβάνονται τα ισχυρά κύματα σκέψης, και πάρα πολλοί από μας μπορούν να βεβαιώσουν ότι έχουν ξεκάθαρα αισθανθεί τις δονήσεις σκέψης των άλλων, τόσο ενώ υπάρχει η παρουσία του πομπού, όσο κι από απόσταση. Η τηλεπάθεια και τα συγγενικά της φαινόμενα δεν είναι μόνο όνειρα αργόσχολων.

Το φως κι η θερμότητα εκδηλώνονται από δονήσεις μιας πολύ πιο χαμηλής έντασης απ’ αυτές της σκέψης, αλλά η διαφορά βρίσκεται αποκλειστικά στο ποσοστό της δόνησης. Τα επιστημονικά χρονικά ρίχνουν ένα ενδιαφέρον φως πάνω στο πρόβλημα. Ο καθηγητής Ελίσα Γκραίη, ένας διάσημος επιστήμονας, λέει στο μικρό του βιβλίο «Τα θαύματα της φύσης»:

«Υπάρχει πολλή τροφή για εκμετάλλευση σχετικά με το θέμα της σκέψης κι οι θεωρητικοί λένε ότι υπάρχουν ηχοκύματα που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, και χρωματοκύματα φωτόςπου κανένα μάτι δεν μπορεί να δει. Το μακρύ, σκοτεινό, δίχως ήχους διάστημα ανάμεσα στις 40.000 και 400.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, και το άπειρο της κλίμακας πέρα από τις 700.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, όπου το φως σταματά, μέσα στο σύμπαν της κίνησης, είναι κάτι που μπορεί να μας υποβάλλει σε πολλές σκέψεις».

Ο Μ. Ουίλλιαμς, στο έργο του με τίτλο «Σύντομα Κεφάλαια Φυσικής», λέει:
«Δεν υπάρχει διαβάθμιση ανάμεσα στους πολύ γρήγορους κυματισμούς ή τρεμουλιάσματα που παράγει η αίσθησή μας του ήχου και στους πιο αργούς που μας δημιουργούν μια αίσθηση της πιο απαλής ζεστασιάς. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό ανάμεσά τους, αρκετά πλατύ για να συμπεριλάβει έναν άλλο κόσμο κίνησης, όπου όλα βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο μας του ήχου και στον κόσμο μας της θερμότητας του φωτός. Και δεν υπάρχει καμιά καλή δικαιολογία για να υποθέσει κανένας ότι η ύλη είναι ανίκανη για μια τέτοια ενδιάμεση δραστηριότητα, ή ότι αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να δημιουργήσει ενδιάμεσες αισθήσεις, φτάνει να υπάρξουν όργανα ικανά να συλλάβουν και να αισθητοποιήσουν τις κινήσεις τους».

Αναφέρθηκα στις παραπάνω επιστημονικές αυθεντίες απλά για να δώσω τροφή στη σκέψη σας, κι όχι για να προσπαθήσω να σας αποδείξω το γεγονός ότι οι δονήσεις της σκέψης υπάρχουν. 

Αυτό το τελευταίο γεγονός έχει απόλυτα διαπιστωθεί, προς ικανοποίηση του πλήθους ερευνητών του θέματος, και λίγη σκέψη θα σας δείξει ότι είναι κάτι που συνδυάζεται με τις δικές σας εμπειρίες.

Συχνά ακούμε να επαναλαμβάνεται η περίφημη δήλωση της πνευματικής επιστήμης, 

ότι «οι σκέψεις είναι πράγματα», και επαναλαμβάνουμε κι εμείς αυτές τις λέξεις 
χωρίς συνειδητά ν’ αντιλαμβανόμαστε ποιο ακριβώς είναι το νόημά τους. 
Αν κατανοήσουμε απόλυτα την αλήθεια αυτής της δήλωσης και τις φυσικές συνέπειες της αλήθειας που βρίσκεται πίσω απ’ αυτήν, θα πρέπει να έχουμε μαζί καταλάβει και πολλά πράγματα που μας είχαν φανεί σκοτεινά, και τότε θα ήμασταν ικανοί να χρησιμοποιήσουμε τη θαυμαστή δύναμη της σκέψης, ακριβώς όπως χρησιμοποιούμε την όποια άλλη εκδήλωση της ενέργειας.

Όπως έχω πει κιόλας, όταν σκεφτόμαστε βάζουμε σε κίνηση δονήσεις ενός πολύ υψηλού βαθμού, που είναι ακριβώς τόσο πραγματικές όσο κι οι δονήσεις του φωτός, της θερμότητας, του ήχου και του ηλεκτρισμού. 

Κι όταν κατανοούμε τους νόμους που κυβερνούν την παραγωγή και τη μεταβίβαση αυτών των δονήσεων, θα είμαστε ικανοί να τις χρησιμοποιήσουμε στην καθημερινή ζωή, ακριβώς όπως κάνουμε και με τις καλύτερα γνωστές μορφές ενέργειας. Αυτά που δεν μπορούμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να ζυγίσουμε ή να μετρήσουμε σε σχέση με τις δονήσεις αυτές δεν αποτελούν κι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν. 
Υπάρχουν κύματα ήχου που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, παρ’ όλο που μερικά απ’ αυτά αναμφίβολα καταγράφονται από το αυτί κάποιων εντόμων κι άλλα συλλαμβάνονται από ευαίσθητα όργανα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους ήχους που καταγράφονται από τα πιο ντελικάτα όργανα και στο όριο που το μυαλό του ανθρώπου, καθώς διαλογίζεται σύμφωνα με αναλογίες, ξέρει ότι είναι η μεθοριακή γραμμή μεταξύ των ηχητικών κυμάτων κι άλλων μορφών δονήσεων. Κι υπάρχουν κύματα φωτός που το ανθρώπινο μάτι δεν καταγράφει, ενώ μερικά απ’ αυτά συλλαμβάνονται από πολύ ευαίσθητα όργανα, και πολύ περισσότερα τόσο λεπτά ώστε δεν έχει ακόμη επινοηθεί όργανο που να τα συλλαμβάνει, παρ’ όλο που βελτιώσεις γίνονται κάθε χρόνο και το ανεξερεύνητο πεδίο προοδευτικά μειώνεται.

Καθώς νέα όργανα επινοούνται, νέες δονήσεις καταγράφονται απ’ αυτά – κι ωστόσο οι δονήσεις ήταν το ίδιο πραγματικές τόσο πριν από την επινόηση, όσο και μετά. Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε κανένα όργανο που να καταγράφει το μαγνητισμό. Τότε θα μπορούσε κανένας πολύ δικαιολογημένα ν’ αρνηθεί την ύπαρξη αυτής της ισχυρής δύναμης, επειδή θα ήταν κάτι που δε θα μπορούσαμε να το γευτούμε, να το ψηλαφίσουμε, να το οσφρανθούμε, να το ακούσουμε, να το ζυγίσουμε, να το μετρήσουμε ή και να το δούμε. Κι ωστόσο, ο ισχυρός μαγνήτης θα εξακολουθεί να στέλνει προς τα έξω κύματα δύναμης ικανά να προσελκύσουν κομμάτια ατσαλιού που να ζυγίζουν ογδόντα κιλά.

Η κάθε μορφή δόνησης χρειάζεται ένα δικής της μορφής όργανο για να καταγραφεί. 

Μέχρι τώρα ο ανθρώπινος εγκέφαλος μοιάζει να είναι το μοναδικό όργανο ικανό να καταγράψει κύματα σκέψης, παρόλο που οι αποκρυφιστές λένε ότι σ’ αυτό τον αιώνα οι επιστήμονες θα επινοήσουν μηχανισμούς ικανοποιητικά ευαίσθητους, ώστε να συλλαμβάνουν και να καταγράφουν τέτοιες εντυπώσεις. Κι από τις ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι τώρα φαίνεται ότι η επινόηση αυτή είναι κάτι που θα πρέπει να το περιμένουμε, την όποια στιγμή. Το αίτημα υπάρχει και αναμφίβολα θα ικανοποιηθεί γρήγορα. Αλλά γι’ αυτούς που έχουν πειραματιστεί μέσα στα πλαίσια της τηλεπάθειας, δε χρειάζεται καμιά παραπέρα απόδειξη, έξω από τ’ αποτελέσματα των ίδιων τους των πειραμάτων.



Στέλνουμε προς τα έξω σκέψεις μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, όλη την ώρα, και μαζεύουμε τ’ αποτελέσματα των σκέψεων αυτών. Όχι μόνο τα κύματα της σκέψης μας επηρεάζουν τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και προσελκύουν δύναμη – φέρνουν κοντά μας τις σκέψεις των άλλων, για πράγματα, περιστάσεις, ανθρώπους, «τύχη», σύμφωνα με το χαρακτήρα της σκέψης που επικρατεί περισσότερο στο μυαλό μας. Σκέψεις αγάπης θα μας φέρουν κοντά μας την αγάπη των άλλων. Περιστάσεις και συμβάντα ανάλογα με τη σκέψη. Ανθρώπους που κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Σκέψεις θυμού, μίσους, Ζήλειας, κακίας και πονηριάς, θα προσελκύσουν σ’ εμάς ένα πλήθος από συγγενικές σκέψεις που εκπέμπονται από το μυαλό των άλλων. Περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα κληθούμε να εκδηλώσουμε αυτές τις χυδαίες σκέψεις και θα τις δεχτούμε με τη σειρά μας από άλλους ανθρώπους που θα εκδηλώσουν δυσαρμονία. Μια ισχυρή σκέψη, ή μια σκέψη που συνεχίζεται για πολύ, θα μας καταστήσουν το κέντρο έλξης για ανάλογα κύματα σκέψεων από άλλους. Το όμοιο προσελκύει όμοια, στον κόσμο της σκέψης – κι όπως σπείρατε θα θερίσετε. Τα πουλιά του ίδιου είδους πετούν κοπαδιαστά μέσα στον κόσμο της σκέψης, οι κατάρες σαν τα κοτόπουλα μαζεύονται μέσα στο κοτέτσι και φέρνουν μαζί τούς φίλους τους.

Ο άντρας ή η γυναίκα που είναι γεμάτοι από αγάπη, βλέπουν την αγάπη παντού και προσελκύουν την αγάπη των άλλων. Ο άνθρωπος που μισεί, μέσα στην καρδιά του μαζεύει όλο το μίσος που μπορεί ν’ αντέξει. Ο άνθρωπος που σκέφτεται τους αγώνες γενικά ψάχνει να μπλεχτεί σ’ όλους τους αγώνες που θέλει, μέχρι που να χορτάσει. Κι έτσι πάει συνέχεια το πράγμα, ο καθένας παίρνει αυτό που επιδιώκει μέσα από τον ασύρματο τηλέγραφο του μυαλού. Ο άνθρωπος που ξυπνά το πρωί να νιώθει «μαύρα» όλα γύρω του, συνήθως καταφέρνει να δημιουργήσει την ίδια διάθεση σ’ όλη την οικογένεια, πριν τελειώσει το πρόγευμα. Η «γκρινιάρα» γυναίκα βρίσκει γενικά πολλές ευκαιρίες στη διάρκεια της μέρας για να ικανοποιήσει την τάση της για «γκρίνια».

Αυτό το ζήτημα της έλξης της σκέψης είναι πολύ σοβαρό. Όταν σταθείτε να το σκεφτείτε λίγο, θα δείτε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δημιουργεί το δικό του περίγυρο, παρόλο που κατηγορεί τους άλλους σχετικά μ’ αυτό. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που κατανόησαν αυτό το νόμο της θετικής ήρεμης σκέψης κι έτσι παρέμεναν απόλυτα απρόσβλητοι από τη δυσαρμονία που τους περιτριγύριζε. Ήταν σαν το δοχείο απ’ όπου το λάδι έχει χυθεί πάνω σε ταραγμένα νερά – παρέμεναν εξασφαλισμένοι κι ήρεμοι, ενώ η καταιγίδα μάνιαζε γύρω τους. Αν κάποιος μάθει τη λειτουργία αυτού του νόμου, δε θα βρεθεί ποτέ στο έλεος των πανίσχυρων καταιγίδων της σκέψης.

Έχουμε περάσει από την εποχή της σωματικής βίας και φυσικής δύναμης, στην εποχή της διανοητικής κυριαρχίας, και τώρα εισερχόμαστε σ’ ένα νέο και σχεδόν άγνωστο πεδίο, που είναι αυτό της ψυχικής δύναμης. Αυτό το πεδίο ενέργειας έχει τους γερά εγκαθιδρυμένους νόμους του, όπως ακριβώς έχουν και τ’ άλλα. 

Και θα πρέπει να γνωρίσουμε καλά αυτούς τους νόμους, αν δε θέλουμε να βρεθούμε φυλακισμένοι μέσα στα τείχη της αμάθειας και των άγονων προσπαθειών. Θα προσπαθήσω να σας καταστήσω ξεκάθαρες τις μεγάλες βασικές και θεμελιακές αρχές αυτού του νέου πεδίου ενέργειας που ανοίγεται μπροστά μας, έτσι που να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε τούτη τη μεγάλη δύναμη και να την εφαρμόσετε για νόμιμους κι αξιόλογους σκοπούς, ακριβώς όπως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και τις άλλες μορφές ενέργειας σήμερα.

William Atkinson  
από το "Η δόνηση της σκέψης και ο νόμος της Έλξης" 




Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Η εφηβεία της μέσης ηλικίας ή τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν & ζητούν εκδίκηση»



Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία.
Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…» Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.

Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. 

Ζουν τα δικά τους βάσανα.

Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε.

Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά;

Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι’ αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση.

Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ’ ένα φάκελο που γράφει απ’ έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ’ την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος…»

Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ’ εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ’ αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ’ αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.


[……] 


Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».



Μάρω Βαμβουνάκη
από το «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», 

εκδόσεις Ψυχογιός