Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Το κόστος της «αλόγιστης συμπόνιας»




Η Audre Lorde, Αμερικανή ποιήτρια, φιλόσοφος, ακτιβίστρια (1934-1992) είχε πει, «Ο πόνος είναι σημαντικός: πώς τον αποφεύγουμε, πώς υποκύπτουμε σε αυτόν, πώς ασχολούμαστε με αυτόν, πώς τον υπερβαίνουμε». Διάλεξα αυτή την φράση για να ξεκινήσω να μιλάω για κάτι άγνωστο αλλά πολύ σημαντικό για την κοινωνία, ειδικά την Ελληνική, υπερτονισμένο ως ανάγκη στην παρούσα πραγματικότητα: την ψυχική εξουθένωση όσων βοηθούν και συνδράμουν στον πόνο του ‘Aλλου, αυτό που είναι γνωστό ως “burnout” στον χώρο εργασίας.

Ο όρος “burnout” ή εξουθένωση περιγράφει μια κατάσταση συναισθηματικής, ψυχικής και σωματικής εξάντλησης που προκαλείται από το υπερβολικό και παρατεταμένο άγχος. Παρατηρείται κατά κόρον στα επαγγέλματα που έχουν να κάνουν άμεσα με τον άνθρωπο (νοσοκομεία, ιδρύματα, διασώστες, κλπ.), αλλά όχι μόνο. Το άτομο κατακλύζεται από την ευθύνη, το βάρος και το άγχος της εργασίας και αισθάνεται ανίκανο να συνεχίσει με την ίδια ενέργεια και επιθυμία για προσφορά. Τα συναισθήματα αμβλύνονται, επέρχεται σωματική και ψυχική κούραση, έλλειψη ενδιαφέροντος για την ζωή και τις χαρές της, κατάθλιψη, ψυχοσωματικά συμπτώματα, διαταραχές ύπνου, κ.α.





Η προσωπική μας ανάγκη 
να βοηθήσουμε τον Άλλον που πονά, 
είναι μια ασυνείδητη έλξη προς αυτό που μας είναι γνώριμο


Η πρώτη σκέψη σας ίσως να είναι ότι ο καθένας μπορεί να πάθει “burnout” με οτιδήποτε κάνει σε υπερβολή στην ζωή του και είναι αλήθεια αυτό. Κινούμενη από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει όμως, ειδικά από το καλοκαίρι του 2015, με την υπερβολική ροή των προσφύγων στην χώρα μας, την δραματική αύξηση των αστέγων και την παρατεταμένη ανθρωπιστική κρίση, σε όλα τα επίπεδα, επέλεξα να ασχοληθώ με την εξουθένωση που αφορά στους ανθρώπους που συνδράμουν και προσφέρουν βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη ή/και κινδυνεύει η ζωή τους.

Από προσωπική εμπειρία αλλά και παρατήρηση των ανθρώπων που γνωρίζω, από τις ιστορίες και μαρτυρίες που διαβάζω στα ΜΜΕ καθώς και πληροφορίες από φίλους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες στην σημερινή εποχή στην Ελλάδα, είναι άκρως τραυματικές όχι μόνο για τους ανθρώπους που χρήζουν βοήθεια αλλά και για όσους εργάζονται, προσφέρουν εθελοντικά ή δείχνουν αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας.Όταν δεν υπάρχει οργάνωση, υποδομή και υποστήριξη στα άτομα που βοηθάνε, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι πολύ σύντομα θα επέλθει η εξουθένωση και αυτό έχει μεγάλο κόστος, σε όλα τα επίπεδα. Για αυτούς που έχουν ανάγκη – δεν θα λαμβάνουν βοήθεια πια, για τους ίδιους – τεράστιο ψυχικό κόστος αλλά και ανάγκη χρόνου ανάρρωσης και αποθεραπείας από την εξουθένωση, και για τους οικείους τους – η απόσυρση και εξάντληση που επέρχεται με το burnout έχει αντίκτυπο στην προσωπική τους ζωή.

Θα σταθώ κυρίως στην δεύτερη συνέπεια, το προσωπικό κόστος αυτού που ονομάζω   «αλόγιστη συμπόνια», (αλόγιστος: αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης)
εννοώντας την μη συνειδητή αντίδραση προσφοράς και αλληλεγγύης, την μη επίγνωση του βαθύτερου κινήτρου του ατόμου να βοηθήσει, καθώς και των προσωπικών του ορίων, την έλλειψη συμπόνιας για τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως υποστηρίζει και η Tara Brach, η αφύπνιση της συμπόνιας του Εαυτού είναι συχνά η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι (Brach, 2012). Η λέξη συμπόνια εμπεριέχει τον πόνο, κι αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα την φράση της Audre Lorde ως εισαγωγή. Η προσωπική μας ανάγκη να βοηθήσουμε τον Άλλον που πονάει είναι μια ασυνείδητη έλξη προς αυτό που μας είναι γνώριμο. Όταν ασχολούμαστε με τον ανθρώπινο πόνο τείνουμε να αντιδρούμε σε αυτόν σύμφωνα με τα προσωπικά μας φίλτρα (η ιστορία, η εμπειρία ζωής και οι πεποιθήσεις μας). Εάν εμείς έχουμε το βίωμα της εγκατάλειψης στην προσωπική μας ιστορία – είτε αυτό μας είναι συνειδητό είτε ασυνείδητο – θα αντιδράσουμε με βάση αυτό το αίσθημα. Θα συντρέξουμε να βοηθήσουμε με την βαθύτερη ανάγκη, να αποτρέψουμε τον Άλλο να αισθανθεί το αίσθημα της απελπισίας, όπως το έχουμε νιώσει εμείς.

Η πρώτη εκλογικευμένη αντίδραση όσων διαβάζουν τα παραπάνω ίσως είναι: «μα εγώ τα είχα όλα εύκολα στην ζωή μου, δεν έχω νιώσει απελπισία». Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι απλή: όλα τα ανθρώπινα όντα ξέρουν τι είναι η απελπισία. Από την στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε τόσο ευάλωτα πλάσματα που ακόμη και η καθυστέρηση της λήψης γάλακτος από την μάνα μας έχει την χροιά της απελπισίας, της εγκατάλειψης, της απόρριψης. Γνωρίζουμε στο κύτταρό μας την απελπισία. Εάν αυτό σας φαίνεται υπερβολικό ας δούμε 2 ακόμη οπτικές. 1) Την αυτόματη ταύτισή μας με τον Άλλον μέσα από τους νευρώνες-κάτοπτρα και 2) την διαγενεακή μετάδοση της πληροφορίας του ψυχικού τραύματος (Bombay et al. 2009; Danieli, 1998; Lev-Wiesel, 2007). Δεν θεωρώ τυχαία την τόσο αυθόρμητη αλληλεγγύη των Ελλήνων και άλλων λαών, οι οποίοι έχουν βιώσει πολλές γενιές πίσω τι θα πει πόλεμος, προσφυγιά και ορφάνια, στον αντίστοιχο σπαραγμό των εκατομμυρίων προσφύγων στην περιοχή της Μεσογείου σήμερα. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, κάποια κοντινή ή μακρινή γιαγιά μας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της για να προστατέψει τα παιδιά της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε λόγω πείνας, πολέμου ή άλλης βίαιης επίθεσης. Η πληροφορία που κουβαλάμε στο κύτταρο μας μπορεί να είναι υλικό από εμπειρίες των προγόνων μας μέχρι εφτά γενιές πίσω. Όσον αφορά στην ικανότητά μας για ενσυναίσθηση και συναισθηματικό συντονισμό με άλλους ανθρώπους, εξηγήθηκε περαιτέρω με την ανακάλυψη ενός είδους νευρώνων στον εγκέφαλο των ανώτερων θηλαστικών, που ονομάστηκαν «νευρώνες-κάτοπτρα» (Gallese et al., 1996).

Πέρα όμως από την βιολογική εξήγηση του γιατί δρούμε προς ανακούφιση του πόνου του Άλλου, υπάρχει το ατομικό ψυχολογικό επίπεδο, αυτό της προβολής του δικού μας τραύματος έξω από εμάς. Η επιτακτική ανάγκη να επουλώσουμε δικά μας τραύματα, ελλείψεις και ανάγκες που μείνανε ανεκπλήρωτες, προσφέροντας στον Άλλον αυτό που δεν λάβαμε εμείς όταν το είχαμε ανάγκη. Αυτή η ασυνείδητη, συνήθως, χρεία να επουλώσουμε παλιές μας πληγές και τραύματα βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην τεράστια ανθρωπιστική κρίση γύρω μας. Είναι πιο εύκολο να δούμε τον πόνο στον συνάνθρωπό μας παρά να αφουγκραστούμε τον δικό μας πόνο. Επανέρχομαι στην αρχική φράση «Ο πόνος είναι σημαντικός: πώς τον αποφεύγουμε, πώς υποκύπτουμε σε αυτόν, πώς ασχολούμαστε με αυτόν, πώς τον υπερβαίνουμε». Η ενασχόληση με τον πόνο του Άλλου είναι βέβαιο ότι οδηγεί στην υπέρβαση του δικού μας πόνου. Χρειάζεται να υπερβούμε τον δικό μας πόνο για να συντρέξουμε στον πόνο του Άλλου, αλλιώς δεν μπορούμε να προσφέρουμε. Συγχρόνως όμως αποφεύγουμε τον δικό μας πόνο για να μην υποκύψουμε σε αυτόν. Η υπέρβαση-αποφυγή του δικού μας πόνου έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για εμάς τους ίδιους και απαιτεί μεγάλη ποσότητα από την ενέργειά μας. Είναι μόνο για μικρό διάστημα που καταφέρνουμε να νιώσουμε ανακούφιση από την προσφορά μας, εάν δεν φροντίσουμε παράλληλα και τον εαυτό μας. Ο δικός μας πόνος-τραύμα μας περιμένει στην γωνία μόλις εμείς χαλαρώσουμε και σταματήσουμε την δράση «σωτηρίας του Άλλου».

Τέλος υπάρχει το φαινόμενο του δευτερογενούς τραυματισμού μας, όταν γινόμαστε μάρτυρες τραυματικών καταστάσεων για άλλους. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (2000) όρισε ότι «ένα τραυματικό γεγονός έχει συμβεί όταν το άτομο έχει βιώσει, γίνει μάρτυρας ή έχει απειληθεί με θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ή έχει απειληθεί η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή κάποιου άλλου (και) η αντίδραση του ατόμου περιλάμβανε έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο». Τραύμα δημιουργείται όταν οι ψυχικές δυνάμεις του ατόμου δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση ενός στρεσογόνου γεγονότος. Η υποκειμενική αντίδραση του στην στρεσογόνο κατάσταση εξαρτάται από την προσωπικότητά του, τυχόν προηγούμενα τραύματα, από την αντίδραση του περιβάλλοντος, κλπ. Η έκθεση σε ένα στρεσογόνο γεγονός, ανεξάρτητα από την ενεργό συμμετοχή του ατόμου σε αυτό, συνοδευόμενη από την αίσθηση πλήρους αδυναμίας και ανικανότητας αντιμετώπισης, έντονων συναισθημάτων και κατακλυσμιαίου άγχους, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση μετατραυματικού στρες ή μετατραυματικής διαταραχής (APA, 2000). Χρειάζεται να πούμε κι άλλα για να πεισθούμε για την τραυματική έκθεση τόσων χιλιάδων εθελοντών, αλληλέγγυων και εργαζόμενων με τους πρόσφυγες, άστεγους, ασθενείς, τους τελευταίους μήνες στην χώρα μας; Ποιος από αυτούς ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή και ποιος από αυτούς θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι είχε τους ψυχικούς πόρους και δύναμη να ανταπεξέλθει σε όσα επρόκειτο να αντικρίσει, ειδικά όταν πρόκειται για αναπάντεχες ή/και κρίσιμες καταστάσεις;

Εδώ καλείται να μπει το όριο. Το όριο της ύπαρξής μας και το όριο που καθορίζει την ισορροπία της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πόσο πραγματικά μπορούμε να αλλάξουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας; Μέχρι ποιόν βαθμό; Ποια είναι η ευθύνη που αναλαμβάνουμε ασυνείδητα; Ποιο το κίνητρό μας και ποιος ο στόχος μας; Πόσο αποδεχόμαστε την περιορισμένη ανθρώπινη φύσης μας; Πότε και πως μπαίνουμε στον ρόλο του σωτήρα; Πόσο φροντίζουμε τον εαυτό μας πριν βοηθήσουμε τον Άλλον; Στις οδηγίες ασφαλείας κατά την διάρκεια μιας πτήσης με αεροπλάνο τονίζεται ότι σε περίπτωση έλλειψης οξυγόνου πρέπει πρώτα να φορέσουμε εμείς την μάσκα οξυγόνου και μετά να βοηθήσουμε τον διπλανό μας. Αυτό είναι λογική συμπόνια και φροντίδα. Πόσοι άραγε το κάνουμε πράξη αυτό στην καθημερινότητά μας; Δεν είναι εγωισμός, είναι αγάπη για τον εαυτό. Χωρίς αγάπη και φροντίδα για τον εαυτό μας είμαστε έρμαια μέσα στο όχημα των εμπειριών που ορίζουν οι άλλοι. Πόσο χρήσιμοι είμαστε πραγματικά έτσι; Πόσο θα αντέξουμε την ταχύτητα και τις συνθήκες αυτού του οχήματος εάν εμείς δεν έχουμε τον έλεγχο του; Εκεί εντοπίζεται το όριο ανάμεσα στην συμπόνια και στην αυτοθυσία.Από σωτήρες καταλήγουμε να γινόμαστε θύματα και βρίσκουμε τον εαυτό μας καταρρακωμένο και τραυματισμένο να επιστρέφει πίσω στον δικό του πόνο. Αυτή την φορά υπερ-μεγενθυμένο, σε έξαρση, αποκομμένοι από τον κόσμο, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την ζωή και τις χαρές της, σε πλήρη ταύτιση με το τραύμα των άλλων, μη γνωρίζοντας πώς να βγούμε από αυτό.

Η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη όσων εργάζονται ή προσφέρουν εθελοντικά βοήθεια στον συνάνθρωπο είναι επιτακτική, από πάντα! Σήμερα, στην Ελλάδα έχει γίνει πια κρίσιμη. Κινδυνεύουμε να χάσουμε πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό σε όλα τα ανθρωπιστικά επαγγέλματα αλλά και την προσφορά εκείνων των ενεργών πολιτών που βοηθάνε σε καθημερινή βάση τον συνάνθρωπο. Κινδυνεύουμε να αποκτήσουμε μια δευτερεύουσα ανθρωπιστική κρίση, αυτή των βοηθών και αλληλέγγυων, που μετά από υπερκόπωση, εξουθένωση και τραυματισμό τους αλλάζουν πλευρά και από την θέση του δυνατού βρίσκονται στην θέση του αδυνάτου που χρήζει βοήθειας. Πρώτο βήμα για μια αλλαγή στον τρόπο που βλέπουμε την ανθρώπινη συμπόνια είναι η αποδοχή του δικού μας πόνου, αλλά και ενημέρωση για τους κινδύνους της «αλόγιστης συμπόνιας». Δεύτερο βήμα, η αναζήτηση βοήθειας και στήριξης όταν έχουμε ήδη «καεί». Τρίτο, η εκπαίδευσή μας για την πρόληψη του «burnout» και η διάδοση της πληροφορίας στην ευρύτερη κοινωνία, για μια πραγματική κοινωνική αλλαγή. Για μια κοινωνία που θα μάθει πως να επουλώνει το συλλογικό τραύμα χωρίς να ανοίγει καινούριες πληγές στην προσπάθειά της να βοηθήσει.  



Αναστασία Νικολίτσα, 
Χοροθεραπεύτρια, Σωματική Ψυχοθεραπεύτρια

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ο άδειος καθρέφτης του Νάρκισσου



Περιμένοντας μάταια εκείνη την αγάπη χωρίς όρους που θα τον ένωνε με τον εαυτό του...

Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.

Έτσι γίνεται. Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.

Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.

Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.


Κική Δημουλά


Ο Νάρκισσος ερωτεύεται τη μορφή του. Θαμπώνεται από το είδωλό του. Σκύβει στο κάτοπτρο αγωνιώντας να συναντήσει το βλέμμα εκείνο που αρνήθηκε να του παραδοθεί και έκτοτε το αναζητά απεγνωσμένα∙ σε βλέμματα άλλων, σε καθρεφτίσματα που θα του προσφέρουν εκείνο που αποζητά.

Λαχταρά την ένωση της εικόνας του εαυτού του, για να λυτρωθεί, σε ένα σχήμα, σε μια μορφή, πλασμένη με αγάπη για αυτό που είναι στον πυρήνα του.

Το βλέμμα επιβεβαίωσης που γυρεύει δεν το βρήκε στις διαδρομές του. Το συναισθηματικό κράτημα δεν επιτεύχθηκε. Δε σφιχταγκάλιασε τις παιδικές του πατούσες.
Κι από τότε ίπταται, προς αναγνώριση εκείνου που παρέμεινε μετέωρου από μια προσμονή, η οποία δεν εκπληρώθηκε ποτέ από εκείνους που αποτελούσαν τα στηρίγματά του.

Περιμένοντας μάταια εκείνη την αγάπη χωρίς όρους που θα τον ένωνε με τον εαυτό του, η αξία του θρυμματίστηκε, ο καθρέφτης του ράγισε, ο έρωτας όμως για τον εαυτό του αποθεώθηκε. Το κενό, που ανταμώθηκε μαζί του στην αναζήτηση μιας απλόχερης αγάπης, τον έκανε να στραφεί στο μόνο σταθερό που είχε, τον εαυτό του. 

Salvador Dali "Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου" 1937 **


Κι από τότε ένας έρωτας μοναχικός τον ταλανίζει, όπου κάθε φορά που συναντιέται με εκείνη την αγάπη που δε γνώρισε στην αναζήτησή του, κι όπου δονεί στον ψυχισμό του ανοίκειες μελωδίες, αναδιπλώνεται στον γνώριμο εαυτό του και παθιάζεται από την αντανάκλασή του, όπου η μοναξιά τον περικλείει με το λατρευτικό της δαφνοστέφανο. 

Προχωρά τραυματισμένος, ενώ η ζωή του κυλά στον ίδιο αργόσυρτο ρυθμό με επαναλαμβανόμενο τρόπο. Βαδίζει αργά σε ένα δρόμο χαραγμένο από τα ίχνη της μνήμης, όπου η έλλειψη αντανάκλασης τον κρατά απαξιωτικά έγκλειστο της, και είτε προσφέρει τα πάντα, χωρίς να προσφέρεται ο ίδιος βέβαια, είτε φεύγει τρομαγμένος κάθε φορά που ένα συναισθηματικό ερέθισμα τον επηρεάζει.

Στις σχέσεις που αγκαλιάζονται με την αληθινή δέσμευση έχει πάντα ανοιχτό ένα δρόμο διαφυγής∙ από τους άλλους νομίζει, στην πραγματικότητα όμως από τον εαυτό του. Τρομάζει να ξεδιπλώσει τις ανάγκες του σε ένα πρόσωπο, γιατί συνθλίβεται ο ίδιος κάτω από το βάρος τους. Πώς να τις αντέξει ο σύντροφός μου, ο φίλος μου, διερωτάται;

Εδώ ο ίδιος δυσανασχετεί, υποφέρει κάτω από το βάρος της ντροπής, για όλα εκείνα που φαντάζεται πως θα μπορούσε να είναι και δεν μπόρεσε να τα κατακτήσει, για την άσχημη πλευρά του εαυτού του, την αδύναμη και φοβισμένη, η οποία εκτέθηκε στο βλέμμα του και απορρίφθηκε. «Αν αναγνωρίσω τις ανάγκες μου, θα έρθω σε επαφή με την αδύναμη πλευρά του εαυτού μου που μειονεκτεί» σκέφτεται.

''Θα προσπαθήσω λοιπόν να μη δουν οι άλλοι το αδύναμο και φοβισμένο παιδί που αισθάνομαι πως είμαι''. Γίνεται σωτήρας, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος διψά για σωτηρία. Γίνεται θύτης, ενώ είναι θύμα μιας ανάγκης που φοβάται να αποκαλυφθεί.

Στη συνάντησή του με τον άλλον νιώθει τόσο μικρός, σαν ασήμαντη κουκίδα που αχνοφαίνεται κάπου στον ορίζοντα, χωρίς σαφή προσανατολισμό και περίγραμμα. Νιώθει λύπη, μοναξιά, γυρεύει απεγνωσμένα μια συντροφιά που θα τον λυτρώσει από αυτό το μοναχικό συναίσθημα και μπαίνει σε σχέσεις με άνισους όρους.

Νιώθει νάνος μπροστά τους και η παραμικρή εκδήλωση εκείνων με τους οποίους σχετίζεται, επηρεάζει την θρυμματισμένη του αξία. Εάν η αντίδραση τους είναι θετική, τότε υπερεκτιμά τις ικανότητες του, εάν η εικόνα που δέχεται είναι αρνητική, τότε αμφισβητεί την ήδη εύθραυστη αξία του. Τον επηρεάζει κάθε ίχνος της αντανάκλασης που δέχεται και εξαρτάται ανησυχητικά από εκείνες τις αντιδράσεις που πλήττουν την ευαλωτότητά του.

Το παραμικρό ερέθισμα, που αντηχεί μέσα του τη θύμηση από επώδυνα συναισθήματα, το μεταφράζει ως απόρριψη, η οποία προκαλεί αστάθεια στο ‘εγώ’ του και ο ναρκισσισμός του πλήττεται θανάσιμα, ενώ οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις παγώνουν την συναισθηματική του διάθεση.

Για να προστατευτεί, καταφεύγει στις άμυνες του, κλείνεται ερμητικά σε μια ναρκισσιστική αυτάρκεια, αυτοθαυμαζόμενος, εγκλωβισμένος σε ένα ναρκισσιστικό κέλυφος, όπου τρέφεται από αυτό, χτισμένος μέσα σε αυτό, παρασυρμένος στις ουτοπικές του χίμαιρες που τις ζωγραφίζει πολύχρωμα μοναχικές στη φαντασία του.

Επιμένει στη μοναξιά του εκλογικεύοντάς την, διαλαλώντας πως δε χρειάζεται κανένα, πως κανείς δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων του. Συρράπτει το όστρακο του και αποδιώχνει κάθε συνομιλία που προσπαθεί να τον πείσει να ξεδιπλωθεί σε μια συνάντηση για να την προσκαλέσει.

Απογυμνωμένο μαλάκιο στην πραγματικότητα με ένα τραυματισμένο, σχεδόν θρυμματισμένο πυρήνα εαυτού, αποκρύπτει την ευαλωτότητά του ακόμα κι από τον ίδιο. Ο φόβος του μήπως οι άλλοι διεισδύσουν μέσα του και φανερωθεί η φτώχεια της ρακένδυτης ψυχής του διογκώνει με φανφαρονισμό το εγώ του, ενώ το περιεχόμενο του το φαντασιώνεται ως κούφιο.

Το φουσκώνει όμως από ανυπέρβλητο κομπασμό, προσπαθώντας να το επικαλύψει, για να παραπλανηθεί και να παραπλανήσει, παρότι εκείνο παραμένει σαν ένα πλουμιστό κρόσσι που με σκέρτσο κρύβει την ανέχεια του, ενώ η ψυχική φτώχεια κι η μιζέρια διαλαλούν την παρουσία τους.

Νιώθει ντροπή για όλα εκείνα που αποτελούν τον εαυτό του, σκέψεις και συναισθήματα που προκάλεσαν τα γεγονότα του παρελθόντος και προκειμένου να αποκρύψει καθετί κατατρεγμένο που παραμένει μέσα του, φορά μια μάσκα και υποκρίνεται.

Έτσι, μόνος του προχωρά. Φοβάται στις διαδρομές του. Νιώθει έρμος, αβοήθητος. Κι οι άλλοι γίνονται καθρέφτες της ψυχής του, όπου κάποιοι από αυτούς είναι θαμποί και παραπλανητικοί, γιατί διαισθάνονται την ευαλωτότητά του και τον εκμεταλλεύονται.

Κάποιοι άλλοι λυγίζουν κάτω από το βάρος των συναισθημάτων που τους προβάλει, γιατί είναι βαθιά χρωματισμένα από μια υποτίμηση που διαποτιζει και εκείνους, και αν είναι υγιείς φεύγουν προτού κάνουν σχέση μαζί του, ενώ αν έχουν τα ίδια ελλείμματα παραμένουν και οι δύο τους σε μια αλλοτριωτική σχέση που εξασθενίζει την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.

Ένα τοξικό συναίσθημα εξαπλώνεται στο είναι του και προβάλλεται σε όσους έρχονται σε επαφή μαζί του με την μορφή φόβου, πανικού, νομίζοντας πως όλοι θα παίξουν στην ζωή του πανομοιότυπους ρόλους.

Και μια βαθιά δυσφορία είναι διάχυτη προς τους άλλους, γιατί όταν κάποιος εξαγοράζει την αγάπη δίνοντας όλο και περισσότερα, δημιουργείται μέσα του ένα κενό, όπου ανακινείται μέσα του ο πόνος, ο θυμός, η οργή για όλα εκείνα που στερείται. Αυτά τα συναισθήματα γίνονται πηγή πίκρας που δηλητηριάζει εκείνες τις σχέσεις όπου η αλήθεια διψά να αναδυθεί.

Κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύονται αυτήν τη συνεχή προσφορά και, ενώ εκείνος έχει την ψευδαίσθηση πως πρόκειται να εκτιμηθούν οι προσπάθειες του και να αποτιμηθούν τα δώρα του, αδειάζει την ψυχή του νομίζοντας πως θα την βρει πιο πλούσια, αλλά τελικά ανακαλύπτει πως αυτή η ψυχή στην πορεία της σχέσης ληστεύτηκε και παραδόθηκε απογυμνωμένη.

Χρησιμοποιεί κι ο ίδιος ληστρικά την κάθε σχέση απαιτώντας να γίνει το άλλο πρόσωπο ένας καθρέφτης που θα αναγνωρίσει και θα επιβεβαιώσει το είδωλο του, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ίδια του η ύπαρξη. Γυρεύει ένα κάτοπτρο που θα σαγηνευτεί από κάθε σημείο που σκιρτά να ενωθεί στη ψυχή του και στην αντανάκλαση του ποθεί να βρει τη συγκόλληση του.

Όταν η ίδια η οντότητα κλονίζεται από την απουσία επιβεβαίωσης, από την έλλειψη εκτίμησης, τότε έρχεται η απόγνωση, η οποία για να μη γίνει συντριβή, αποζητά στον καθρέφτη του άλλου να βρει ένα ομοίωμα. Ψάχνει στο βλέμμα του να ανακαλύψει τον εαυτό του, γυρεύει απεγνωσμένα στις αντιδράσεις του το θαυμασμό που θα εδραιώσει την αξία μέσα του.

Δε γυρεύει την εκτίμηση από το άλλο πρόσωπο, γιατί η εκτίμηση εμπεριέχει το σεβασμό και την υπομονή και βέβαια η εκτίμηση προϋποθέτει μια ωριμότητα εαυτού, αλλά επιτακτικά αναζητά από το πρόσωπο που επιλέγει, να γίνει ο βωμός που θα τοποθετήσει τον εαυτό του, ώστε αυτά τα αποκόμματα που αιωρούνται να μπορέσουν να γίνουν εγώ, για να απεικονίσει την αυτοπροσωπογραφία του.

Σαν η σχέση να γίνεται βορά, για να αποδείξει πως αξίζει μέσα από το βλέμμα του άλλου και φανεί καθαρά η εικόνα του, ώστε να αποτυπώσει τα χαρακτηριστικά του. Ελπίζει πως ο καθρέφτης του μπορεί να χάσει τη θαμπάδα του, να αποκαθηλωθεί το ραγισμένο του είδωλο και να σμιλέψει στη θέση του κάτι νέο και αγαπημένο.

Ζητά απεγνωσμένα από το άλλο πρόσωπο να αποκαταστήσει κάθε ράγισμα στο καθρέφτη του, για να επαναπροσδιορίσει το δικό του θρυμματισμένο βλέμμα και να κοιτάξει τον εαυτό του με μια σίγουρη ματιά, ώστε η επισφάλεια να χάσει τον κυρίαρχο ρόλο μέσα του.

Απαιτεί, ενώ μια βαθιά λύπη διαφαίνεται που σκεπάζει τη ψυχική του διάθεση, όπου το άδειο δε γεμίζει από το τίποτα που συναντά σε ανθρώπους που έχουν κοινά με τα δικά του ελλείμματα και επομένως δε μπορούν να του προσφέρουν τη συναισθηματική πληρότητα που αποζητούν.

Προσεγγίζει τις σχέσεις του προσπαθώντας να γεμίσει τα κενά του και ενώ τους χρησιμοποιεί για αυτό, ανακαλύπτει πως έχει γίνει ο ίδιος ένα χρηστικό αντικείμενο, όπου η χρήση είναι εκείνο που κρατά εξαρτημένους δυο ανθρώπους που πασχίζουν να αναπληρώσουν ό,τι χάθηκε στο παρελθόν τους με απεγνωσμένο τρόπο.


Δεν αγαπάνε, αλλά χρησιμοποιούν το συναίσθημα τους για να πετύχουν κάτι άλλο. Από τη μια πιστεύουν πως πρέπει να γίνουν τα πάντα για τον άλλον και από την άλλη τον ληστεύουν για να τον αδειάσουν από την παρουσία του και να συμμαζέψουν μέσα από εκείνον τα σκορπισμένα τους κομμάτια. Και ο έρωτας κρύβεται τρομαγμένος από τα αδέξια χέρια τους για να μην τον λαφυραγωγήσουν λεηλατώντας τον.

Όταν όμως χρησιμοποιεί τον άλλο, ώστε να καλύψει τα ναρκισσιστικά του τραύματα, τις ελλείψεις της ψυχής του, τραυματίζει τη σχέση αφήνοντάς την εκτεθειμένη σε μια παγερή μοναξιά.

Παραπονιέται ότι είναι μόνος του, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος διαμορφώνει το σκηνικό, δίνει ρόλους και λυπάται, γιατί το έργο παίζεται σε μια αέναη επανάληψη. Ένα έργο που το τέλος του ενέχει θυμό και παράπονο για την εγκατάλειψη του ήρωα σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα.


Ο Νάρκισσος παρέμεινε μόνος του με την αντανάκλασή του, γιατί μορφοποίησε μια μοναχική εικόνα για εκείνον, πιστεύοντας πως είναι το μόνο που του αξίζει.

Αν επιτρέψει στον εαυτό του να διαφοροποιηθεί από τα λάθος μηνύματα που έλαβε, θα μπορέσει να δεχτεί και να αγαπήσει το παρελθόν του, το οποίο είναι γεμάτο αξιόλογα μαθήματα, για να καταφέρει να γευτεί το παρόν του και να ονειρευτεί το μέλλον του.

Θα αισθανθεί αγάπη για τον εαυτό του, μόνο όταν αποδεχτεί τις αδυναμίες του και εκτιμήσει τα δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά του που παρέμειναν ασήμαντα στο βλέμμα του, επειδή δεν αποθεώθηκαν από ανθρώπους, που η δυσκολία τους δεν τους το επέτρεψε.

Για να αισθανθεί όμορφο τον εαυτό του, στην ολότητά του, χρειάζεται να αναθεωρήσει την πλαστή έννοια της ομορφιάς, όπως την είχε νοηματοδοτήσει μέχρι τώρα και να συνειδητοποιήσει πως ομορφιά είναι η αποδοχή και η αγάπη για τον εαυτό του. Αν πάψει να εξαρτάται από αυτά που κάνει για να δομήσει τον αυτοσεβασμό του, τότε η δημιουργικότητά του, οι δεξιότητές του θα διαπνέονται από ευγνωμοσύνη και σεβασμό.

Δεν θα αποζητά στην αντανάκλαση της δημιουργικότητάς του ή των σχέσεων του να βρει επιβεβαίωση για τον εαυτό του, αλλά θα γίνεται ο ίδιος ένας καθρέφτης που ικανοποιημένος με αυτό που είναι θα μοιράζεται την αλήθεια του με εκείνους που αγαπά και θα φωταγωγεί τα έργα του χαρίζοντας τους αγάπη από τη ψυχή του.

Όταν καταφύγει κάποια στιγμή στην έξοδο από τα δεσμά εγκλωβισμού μιας απαξιωτικής εικόνας, όπου έχει υποβάλλει τον εαυτό του, μπορεί να γευτεί τη χαρά της ζωής, γιατί ο υγιής ναρκισσισμός του, η θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του τοποθετείται στη σωστή του θέση και δεν χρειάζεται τυμπανοκρουσίες, για να επιδειχτεί. Αρχίζει να δομείται στη σωστή του διάσταση.


Αγγελική Μπολουδάκη

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός,
τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων
και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι

------------


**"Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου" 

 
Στο έργο του ο Dali αναδεικνύει μέσα από μια καθαρά υπερρεαλιστική προσέγγιση την πλήρη υποταγή του ήρωα στη λατρεία του ειδώλου του. Η φιλαρέσκεια του όμορφου νέου τον έχει συντρίψει και το μαρτύριό του μοιάζει ανυπόφορο και αδιέξοδο. 

Στη δεξιά περιοχή του πίνακα, το λουλούδι (νάρκισσος) προβάλει από ένα σπασμένο αυγό, το οποίο κρατά ένα υπερφυσικό σε μέγεθος χέρι, σηματοδοτώντας το τέλος του μαρτυρίου του ήρωα. Στη βάση του αντίχειρα, μπορoύμε να δούμε τα μυρμήγκια ως σύμβολα της αποσύνθεσης και της παροδικότητας της ύπαρξης. 
Για να ενισχυθεί αυτή η έννοια, προστίθεται στο έργο ένα τσακάλιπου καταβροχθίζει ένα σφάγιο, προμηνύοντας τον επερχόμενο θάνατο. 
Σε ένα βάθρο στα δεξιά, βλέπουμε ένα άγαλμα του Νάρκισσου σε μικρή κλίμακα να αυτοθαυμάζεται, ενώ στο βάθος με δυσκολία διακρίνουμε την εικόνα του χεριού να επαναλαμβάνεται σε ένα κενό χώρο πίσω από τα βουνά. Η προσέγγιση του Dali παρουσιάζεται ως μια διφορούμενη σχέση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, σε ένα πολύπλοκο δίκτυο της αλήθειας και της εξαπάτησης.

[ πηγή και πληροφορίες εδώ ]


Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Θύτες με εξαρτητική προσωπικότητα




Προσφέρουν αδιαπραγμάτευτο θαυμασμό και εξιλεώνονται με ανενδοίαστη παραδοχή της αυθεντίας σου, ιδιότητα δυσεύρετη σε ανταγωνιστικές εποχές!
Εξαρτώνται από τα λόγια σου, θεοποιούν τις στιγμές, που τους δίνεις σημασία, αναπολούν τις ώρες, που αφιερώνεις, ακούγοντάς να μηρυκάζουν την ανασφάλειά τους. Σου περιγράφουν με λεπτομέρειες επικαλυπτόμενες συναισθήματα παρεμφερή. Και το πράττουν επίμονα, ψυχαναγκαστικά, αδιάλειπτα .  Κρέμονται από τα χείλη σου και υπομένουν τις ιδιοτροπίες σου . Ακόμα κι αν εκνευριστείς, δεν θα διακινδυνεύσουν να σε χάσουν. Θα υποχωρήσουν, μέχρι να βεβαιωθούν πως παραμένεις κοντά τους.

Τη στάση σου ως αδιαφορία αν εκλάβουν, θα επιδοθούν σε αναλύσεις ατέρμονες, γιατί μου φέρθηκε έτσι, πώς ύψωσε τον τόνο της φωνής του, μήπως δεν με αγαπά, γιατί δε με καταλαβαίνει. 
Ένα απύθμενο χωνευτήρι περιττολογίας και αυτοτροφοδοτούμενων ενοχών.

Ποιος δεν έλκεται από μία άνευ όρων παράδοση, με πενιχρό φαινομενικά αντάλλαγμα λίγο χάδι! Ποιος δε γοητεύεται από ένα πρόσωπο, που σε αποδέχεται δίχως ενστάσεις, όπως ακριβώς η μητέρα..
Μόνο που το τίμημα είναι η αφαίμαξη, η αυξανόμενη μετάγγιση συναισθηματικής ρώμης και η τελική απώλεια του ελέγχου 
0ταν θα σταματήσει η παρασιτική αυτή σχέση, οι ρόλοι θα έχουν αντιστραφεί και ο εξαρτώμενος αλώβητος θα κινήσει για νέες περιπέτειες ...
Ο  τρόμος της μοναξιάς και της εγκατάλειψης διακατέχει την ύπαρξή τους.  
Και  γι αυτό επιζητούν ενίσχυση για κάθε τους πράξη ή, χειρότερα, σε εξαναγκάζουν να πάρεις αποφάσεις για αυτούς. 


Είλωτες  για τον έπαινο του οποιουδήποτε, κόλακες για νεύματα συγκατάβασης. 
Σπουδαίοι δραματουργοί, σκηνοθετούν την επόμενη θεατρική κατάρρευση, διαδηλώνουν πόσο εύθραυστους οι περιστάσεις τους κατέστησαν και τι ευάλωτοι από τις τραυματικές εμπειρίες έχουν γίνει, προσφέρουν γη και ύδωρ για στήριξη, θαλπωρή, αγαλλίαση. 

Παρουσιάζονται στους αδαείς ως αλτρουιστές, δοτικοί, αλλά στην πραγματικότητα δεν εμβαθύνουν σε καμία σχέση, από την οποία δεν θα προκύ&ει κάποιο όφελος συναισθηματικό ή δεν θα είναι εγγυημένη η πολυπόθητη αναγνώριση 
Και φυσικά δεν αποτολμούν καμία μάχη
Ο  ξενιστής είναι εκείνος, που θα πολεμήσει όλους τους δικούς τους πολέμους, που οφείλει να τους υποστηρίξει, ακόμα κι αν δεν έχουν αντιληφθεί ορθά τα δεδομένα, επειδή οι άλλοι διαρκώς τους πληγώνουν, δεν τους κατανοούν, τους μειώνουν, δε θωπεύουν το θαυμαστό πήλινο κόσμο τους.   Καταδυναστεύονται από συντριπτικό άγχος για όσα βιώνουν, επιδιώκουν, αντιλαμβάνονται
Πληγώνονται εύκολα, αλλά δεν αποτολμούν την έξοδο από το περιήλιο της προσωπικότητας σου, παρά μόνο αν  βεβαιωθούν για τρία πράγματα .

Πως δεν σου έχουν αφήσει καμία ικμάδα ή αντοχή, πς αποστράγγισαν κάθε δυνατότητα ανάνηψης και τελικά πως ανακάλυ&αν έναν νέο φορέα εξουσίας, έναν  άφθαρτο και ανυποψίαστο αφελή, του οποίου την αφαίμαξη θα σχεδιάσουν και θα ενορχηστρώσουν με χειρουργική ακρίβεια 

Είναι οι άνθρωποι, που πάσχουν, εξαιτίας της εξαρτητικής προσωπικότητας, που αναπτύχθηκε κατά την παιδική ηλικία, τότε που ήταν αδύνατο να διαγνωσθεί

Υποφέρουν γιατί οι σημαντικοί ενήλικες είτε με την αδιαφορία τους είτε με την υπερπροστατευτικότητα είτε με την απουσία δεν τους επέτρεψαν να καλλιεργήσουν ένα ακέραιο εγώ, μια αυτόνομη ηθική και μία λογική πέρα από το εδώ και τώρα  .  
Κι έτσι επαναλαμβάνουν βασανιστικά την ξέγνοιαστη εξάρτηση των αθώων χρόνων, επαιτώντας για μπράβο και ξεπουλώντας την αυτοεκτίμηση για λίγη αναγνώριση.

Σαν βαμπίρ αναβιώνουν το χειριστικό παιδί, που κλαίει, κάνει θόρυβο, απαιτεί άμεση ικανοποίηση των θέλω του, θηρεύει τις αγκαλιές .  Στο κενό πέφτουν οι προσπάθειές τους να σπάσουν αυτήν την καθήλωση, εις μάτην επιθυμούν να διαρρήξουν τη νοσηρή και υποσυνείδητη προσκόλληση .
Και τελικά υποδουλώνοντας την ωριμότητα στη σκιά όσων εκλαμβάνουν ως ισχυρούς, παράδοξα, μα αποτελεσματικά, διασφαλίζουν τον έλεγχο.  

Τα δεινά τους, όμως, είναι ασήμαντα μπροστά στις δοκιμασίες, που θα περάσει το θύμα τους, ειδικά αν και το ίδιο εμφορείται από το σύνδρομο του σωτήρα.   Συχνά παραπονούνται για αδιαθεσίες και ημικρανίες, μιμούμενοι το παιδί, που δε θέλει να πάει σχολείο.  Μοιρασμένη η συχνότητά τους στα δύο φύλα, εγκαθιδρύουν αθόρυβα τις μικρές δυναστείες τους και ομιλούν με τέτοιο ζήλο για τον εαυτό τους και τις οδύσσειες του, που έντρομος διαπιστώνεις πως δε χρειάζεται καν να τους απαντάς .  Έτσι κι αλλιώς θα υποπέσουν σε μάντεμα σκέψης,   αυθαίρετες γενικεύσεις και προσωποποίηση των πάντων. 


Πώς θα τους αναγνωρίσετε :

-Δυσκολεύονται να πάρουν αποφάσεις, ακόμα και απλές, και αναζητούν διαρκή συμβουλευτική υποστήριξη και αναλυτική καθοδήγηση. 
-Επαφίενται σε άλλους για τη λή&η καθοριστικών αποφάσεων
-Αναλαμβάνουν την περαίωση αγγαρειών, εργασιών, που οι υπόλοιποι αποφεύγουν, για να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί
-Δεν βάζουν  τέλος σε καμία σχέση, αν δεν βεβαιωθούν πως έχουν βρει τον αντικαταστάτη -Υπολογίζουν σε μεγάλο βαθμό τη γνώμη των άλλων και αποφεύγουν τις συγκρούσεις.
-Έχουν συμπτώματα κατάθλιψης, εάν αντιληφθούν πως η υποτακτική συμπεριφορά τους δεν αρκεί, για να κρατήσει τους γύρω ή εάν βρεθούν σε ανταγωνιστικά και αμείλικτα περιβάλλοντα.
-Μεγαλοποιούν τα αρνητικά και χαίρονται με την παραμικρή, ακόμα και τυπική θετική ενίσχυση.
-Εάν  αμφισβητηθούν δεν μπορούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά και τις ενορμήσεις τους, απογοητεύονται εύκολα ακόμα και στην υποψία αποτυχίας. 
-Δεν διακινδυνεύουν, παρά μόνο αν τους πάρετε από το χέρι και χρεωθείτε τις επιλογές τους.  -Πιστεύουν πως οι άλλοι είναι ικανότεροι και είχαν περισσότερες ευκαιρίες, γεγονός που τους κάνει μεμψίμοιρους
-Εξιδανικεύουν εκείνους από τους οποίους θα εξαρτηθούν.
-Πολλές φορές παρουσιάζονται ως τελειοθήρες, ώστε να έχουν προσχήματα, που θα δικαιολογήσουν την ατολμία και την αποφυγή δράσης.   Οι προσκολλήσεις τους δεν αναφέρονται αναγκαστικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά σε όποιον αποπνέει επίφαση δύναμης.

--

Πώς να τους βοηθήσετε:

Αν αποφασίσετε να τους βοηθήσετε, επιστρατεύστε όλες σας τις δεξιότητες και μάθετε να θέτετε εσείς τα όρια.  Ακούστε τους με αγάπη και ενδιαφέρον, αλλά διακόψετε τους, αν αρχίσουν να μακρηγορούν.  Μην ενισχύετε την αποποίηση ευθυνών, που επιδιώκουν και μη μετατραπείτε σε αυθεντία, από την οποία ασφυκτικά θα γαντζωθούν.  Αναθέστε τους μικρές αποστολές, στις οποίες γνωρίζετε πως εύκολα θα επιτύχουν, αυξάνοντας το βαθμό δυσκολίας
0σο κι αν σας κολακεύει, να θυμάστε ότι μόνο εάν γίνουν ανεξάρτητοι, θα ενδυναμωθούν
Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει εσκεμμένα να τους αγνοήσετε!



Ευστράτιος Παπάνης  Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου 


Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η ζωή μας μια αφήγηση..




Η ζωή του ανθρώπου είναι μία αφήγηση, όμοια με αυτήν που οι πρόγονοί μας διηγούνταν στις σπηλιές μετά το κυνήγι και χάραζαν στα τοιχώματα, για να μείνει ανεξίτηλη στο χρόνο.
Είναι οι μύθοι που αργότερα, καθώς εμπλουτίζονταν, ονομάστηκαν παράδοση, τέχνη, δημιουργία, πολιτισμός

Τόσο έντονη είναι η ανάγκη να καταλείψουμε το απολίθωμα της ύπαρξής μας, που η ταυτότητα του εγώ ξεκινά ως πρόλογος μιας ιστορίας, που ψελλίζουν τα παιδιά ενώ παίζουν, την ώρα που συνομιλούν με τα άψυχα, προσωποποιώντας τα, καθώς ενσωματώνουν στο λόγο τα συναισθήματα, τις σκηνές και τις σχέσεις, που τους έκαναν εντύπωση. Η ενίσχυση έρχεται άμεσα από τους μεγαλύτερους, που προτρέπουν το παιδί να θυμηθεί γεγονότα από το χθες, να διευκρινήσει την ψυχική του κατάσταση, να εκφράσει τα θέλω του.  Η ίδια η αγάπη είναι το παραμύθι της επέκτασης και αφομοίωσης του εαυτού στα άλλα πρόσωπα. 

Η εξιστόρηση ξεκινά από τη στιγμή που το βρέφος ανακαλύπτει πως οι άλλοι και το ίδιο είναι πρόσωπα με προθετικότητα και πως οι ενέργειές τους έχουν διάρκεια και επιδρούν στο περιβάλλον τροποποιώντας το. 
Με την πάροδο της ηλικίας οι αφηγήσεις γίνονται περιπλοκότερες, αλλά δεν παύουν να επιτελούν το βασικό τους ρόλο: Να επικοινωνούν την πεμπτουσία της ύπαρξης στους άλλους, να αναζητούν ερμηνείες και να κατασκευάζουν νοήματα.Το τέλος της αυτοβιογραφίας δεν έχει γραφτεί ακόμα και η ίδια η πλοκή αποτελείται από τόσα επεισόδια, όσες είναι οι κοινωνικές καταστάσεις και τα άτομα με τα οποία επικοινωνούμε. Παρά τις διακυμάνσεις και την πληθώρα των ερεθισμάτων και των περιστάσεων η βασική φιλοσοφία διατηρείται, διασυνδέοντας τον εαυτό με όσα τον περιβάλλουν και παρέχοντας ερμηνείες για τη ζωή, τις μνήμες, τις ελπίδες. 
Η αφήγηση, σαν τη φιλοσοφία, διαποτίζεται από στοχασμούς που επιχειρούν να απαντήσουν στα ερωτήματα ' Ποιος είμαι, που πορεύομαι, γιατί υπάρχω'.   Η διαρκής διήγηση της βιογραφίας μας αποτελεί το θεμέλιο λίθο, που διασφαλίζει τη νοηματοδότηση των πράξεων και των κινήτρων μας και ταυτόχρονα ενοποιεί τα ειδάλλως αποσπασματικά βιώματα και τα ευμετάβολα συναισθήματα. Οι ατομικές διαφορές δεν χρειάζεται να αποδοθούν σε γενετικούς ή περιβαλλοντικούς αθέλητους παράγοντες, αλλά είναι παραλλαγές στα σενάρια, στους χαρακτήρες, στους ρόλους και στη σκηνοθεσία, που ο δρων νους δημιουργεί, ανασυνθέτει, προσαρμόζει.

Η ψυχική νόσος αποκόπτει το πρόσωπο από την ιστορία του, επισκιάζει το παρελθόν και μολεύει τις προσδοκίες για το μέλλον ή, στην περίπτωση της κατάθλιψης, μετατρέπει την τελονομία, την αναζήτηση νοήματος και την επικοινωνία σε ματαιοπονία. 
Η νεύρωση με το ναρκισσισμό που τη συνοδεύει, βαλτώνει την εξέλιξη και διαστρεβλώνει τις αναπαραστάσεις.

Η αφήγηση είναι κοινωνικό φαινόμενο. Προϋποθέτει ακροατές που ανήκουν στην ίδια γλωσσική κοινότητα και μετέχουν κοινών αξιακών προτύπων ή τουλάχιστον καταβάλλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να συναισθανθούν το αξιολογικό και βιωματικό περιεχόμενο των μηνυμάτων του εξιστορούντος. 
Έχει ως βάση την ενεργητική ακρόαση και την επικοινωνία χωρίς θόρυβο. Τη διατύπωση αποριών, την προτροπή για περαιτέρω ανάλυση, τις ενστάσεις και τις κοινές παραδοχές. 
Η διήγηση για να προκαλέσει το ενδιαφέρον γίνεται γλαφυρή, αξιοποιεί παρομοιώσεις και μεταφορές, περιλαμβάνει περιγραφές σκηνών, συναισθημάτων, συμβάντων άλλοτε με δραματικό ή χιουμοριστικό τρόπο κι άλλες φορές αποστασιοποιημένα. Ο ειδικός δίνει έμφαση όχι μόνο στις σημασίες, αλλά και στον τρόπο που αυτές εκφέρονται. 
Τελικός στόχος η αναζήτηση νοήματος, το οποίο με την επανάληψη και τον αναστοχασμό, με τα διαρκή αιτήματα για διασαφήσεις και επεκτάσεις ενισχύει την ταυτότητα και τους αυτοπροσδιορισμούς του ομιλούντος.  Ούτως η άλλως η ίδια η κοινωνία είναι μία συλλογική επικοινωνιακή σχέση, που μεταβάλλει τα επιμέρους συστατικά της κυρίως εξαιτίας της ανάγκης. 
Το ίδιο πράττουν και τα άτομα: Κρίσιμα συμβάντα, τα οποία πρέπει να ανασύρει και να αποδελτιώσει ο σύμβουλος, αλλάζουν συλλήβδην την καθημερινότητα του ανθρώπου και εσχατολογικές καταστάσεις, όπως μία απώλεια ή ασθένεια, αναδεικνύουν την ουσία της προσωπικότητας ή επιτάσσουν την επαναδιαπραγμάτευση της αυτοβιογραφίας.

Η αυτοβιογραφική μνήμη είναι δυναμική. Αλλάζει καθώς νέα εμπειρία και συμπρωταγωνιστές προστίθενται, συγχέει και απωθεί τις λεπτομέρειες του παρελθόντος, τις αναπλάθει υπό το πρίσμα των συγχρονικών γεγονότων και επιδιώξεων, προσθέτει προβολικά στοιχεία, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τελικά ανεπαίσθητα, αλλά σταθερά, τροποποιεί την προσωπική ιστορία ζωής. 

Η αφήγηση είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση, η οποία κατοπτρίζει την τωρινή αλήθεια αυτού που τη διηγείται και δεν αντιστοιχεί παρά σε γενικές γραμμές με τα αντικειμενικά δεδομένα. 
Καθώς σκοπός της συμβουλευτικής είναι η αναζήτηση ερμηνειών, η εύρεση των αντινομιών στην ιστορία ζωής, αλλά και των συμβάντων, που καθοριστικά την μετέβαλλαν, είναι μείζονος σημασίας.
Κατά τον Habermas πριν το άτομο μπορέσει να σχηματίσει μία πειστική ιστορία ζωής, πρέπει να έλθει σε επαφή και να ενσωματώσει την κουλτούρα, τις νόρμες, τους κανόνες και τους σκοπούς της κοινωνίας, μέσα στην οποία ανατρέφεται. Καθώς έντονη είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στους ατομικιστικούς και συλλογικούς πολιτισμούς, ανάλογη είναι και η ποιότητα των αφηγήσεων και η έμφαση που αποδίδεται στον εαυτό ή στους άλλους. 

Στις δυτικές κοινωνίες οι ιστορίες περιλαμβάνουν αναφορές στην οικογένεια, προβλήματα προσαρμογής ή αυτονόμησης από αυτήν, αφηγήσεις επαγγελματικής επιτυχίας ή στασιμότητας, μεμονωμένες ερωτικές διηγήσεις, προσωπικά επιτεύγματα ή αποτυχίες. 
Οι ιστορίες ζωής, που προέρχονται από πολιτισμούς με έμφαση στη συλλογικότητα, αφορούν περισσότερο την εξέλιξη του ατόμου ως κοινωνικού όντος, του οποίου η συμπεριφορά δίνει προτεραιότητα στους άλλους, στις παραδόσεις, στον κοινωνικό έλεγχο, στις αξίες. 
Η αφήγηση αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στις αστοχίες του παρελθόντος μπορεί κάποιος να αναζητήσει τη σοφία, ώστε να γίνει ένα κοινωνικά ηθικό πρόσωπο.   Η ιστορία ζωής είναι επομένως μία πολιτισμική αφήγηση, που πολλές φορές μηρυκάζει τις κοινωνικές ανισότητες ή την κυρίαρχη ιδεολογία. Γυναικείες αφηγήσεις στρέφονται περισσότερο προς την οικογένεια, την εξεύρεση ιδανικού συντρόφου, την ανάλυση συναισθημάτων και απουσιάζει από αυτές η αναφορά στην πολιτική, στις εξουσιαστικές σχέσεις, στην οικονομική ζωή, στη δικαιοσύνη.  Αναλογικά, οι αφηγήσεις αναπήρων ατόμων μπορεί να εξιστορούν την περιθωριοποίηση, το στίγμα ή την αλληλεγγύη, που κάθε πολιτισμός θέτει στις ευάλωτες ομάδες. 

Η συμβουλευτική είναι μία μορφή επικοινωνίας, κατά την οποία ειδικός επιχειρεί να ανακαλύψει τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ανάγκες του ατόμου και στις πολιτισμικές αξιώσεις ή ακόμα βαθύτερα να κατανοήσει πώς ο ίδιος ο πολιτισμός δημιουργεί ανάγκες και να βρει τους τρόπους με τους οποίους η σύγκρουση αυτή επηρεάζει την ιστορία ζωής του πελάτη του.

Η συμβουλευτική δεν είναι παρά ένα παραμύθι και το αίτημά του να ακουστεί με προσοχή. 
Με στοιχεία μαγικά ή λογικά και χαρακτήρες πλασμένους από τα βιώματα του πελάτη. 
Ένα παραμύθι, που το ζήσαμε εμείς καλά δεν είναι καθόλου δεδομένο, αλλά ο σύμβουλος καλείται να το κάνει ζητούμενο.


''Η συμβουλευτική της προσωπικής αφήγησης''
Ευστράτιος Παπάνης, 
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο μηχανισμός της προβολής



Το μικρό παιδί χρειάζεται βοήθεια από τους γονείς του στο να συλλάβει, να οργανώσει, να αξιοποιήσει τα ερεθίσματα που δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, για να μπορέσει να κατακτήσει την ενότητα εκείνη που θα του προσφέρει την ψυχική ισορροπία, αλλά και την υγιή σύνδεση μεταξύ της πραγματικότητάς και του εαυτού του.

Χρειάζεται από τους γονείς του να τον καθησυχάσουν καταπραΰνοντας τα συναισθήματά του, κάθε φορά που στην επαφή του με το περιβάλλον κατακλύζεται από ερεθίσματα που είναι περίπλοκα για εκείνον, ώστε να μην μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα στον εξωτερικό κόσμο, θεωρώντας τον εχθρικό, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτά.

Ένα παιδί τρομάζει όταν νιώθει αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς του ή για άλλους σημαντικούς ανθρώπους κάθε φορά που τον ματαιώνουν ή του εναντιώνονται και αυτό που χρειάζεται, για να καθησυχαστεί, είναι οι γονείς του να κατανοήσουν τα συναισθήματά του ως φυσιολογικά. Αυτό που θα βοηθούσε ένα παιδί είναι η αποδοχή τόσο των θετικών όσο και των δύσκολων συναισθημάτων του, ώστε να μπορέσει να δώσει χώρο τόσο στην χαρά όσο και στην θλίψη ή στον θυμό του. Θα μπορέσει να δεχτεί όλα του τα συναισθήματα, όταν αισθανθεί ότι οι γονείς του δεν αγωνιούν με αυτά τα συναισθήματα και επομένως δεν θα αντιδρά σε αυτά με απόσυρση ή με εκδικητική επιθετικότητα.

Εάν οι γονείς δεν καταφέρουν να το κάνουν αυτό, τότε δημιουργείται στο παιδί η εντύπωση ότι τα συναισθήματα του είναι επικίνδυνα, οπότε θα τα απορρίπτει προβάλλοντας τα αλλού, θεωρώντας ότι οι άλλοι νιώθουν αυτά τα συναισθήματα και όχι ο ίδιος.
Ό,τι βιώνει ως επικίνδυνο θα το αποβάλλει από τον εαυτό του και θα το τοποθετεί στο περιβάλλον του ( εγώ εκτιμώ τον εαυτό μου, οι άλλοι δεν με εκτιμούν) ή σε άλλα πρόσωπα (δεν σε μισώ, εσύ με μισείς), προσπαθώντας να διατηρήσει, ότι βιώνει ως καλό, σε απόσταση ασφαλείας από ότι βιώνεται ως κακό και καταστροφικό, με αποτέλεσμα όμως έτσι να διασπάται ο ψυχικός του κόσμος και να νιώθει διχασμένος.

Αν σε έναν άνθρωπο δεν έγιναν επιτρεπτά τα συναισθήματά του από τους σημαντικούς του ανθρώπους, θεωρεί κάθε συναίσθημα που δεν έγινε αποδεκτό ως αρνητικό για τον ίδιο και προκειμένου να διαφυλάξει την θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του -γιατί αλλιώς θα συντριβεί η αυτοεκτίμησή του-  , τα εκτοξεύει αλλού.
Αυτό βέβαια θα έχει ως αντίκτυπο, ο άλλος, που του προβάλλει τα συναισθήματα του, να γίνεται μισητός, εχθρικός, απεχθής και να αποτελεί συγχρόνως πόλο έλξης και πόλο άπωσης ταυτόχρονα για τον ίδιο.

Ελκύεται από εκείνον, γιατί εφόσον προβάλει το δύσκολο συναίσθημά του σε αυτό το πρόσωπο, θα δημιουργεί σχέση, έστω συγκρουσιακή, μαζί του γιατί έτσι θα νιώθει ενωμένος με το μέρος του εαυτού του που αποβάλλει οπότε, για να μην χάσει την σύνδεση με τον εαυτό του και αποσχιστεί ψυχικά, εξαρτιέται από εκείνον και δεν μπορεί να τον αποχωριστεί.
Θα φανατίζεται όμως παράλληλα με το πρόσωπο στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματά του, γιατί όσο νιώθει κατακερματισμένος, η διαφορετικότητα του άλλου τον απειλεί, επειδή του θυμίζει την απόρριψη του εαυτού του από τους σημαντικούς ανθρώπους του όπως την βίωσε ή όπως φαντασιώθηκε πως την βίωσε, όταν τόλμησε να αισθανθεί διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που του επέτρεψαν εκείνοι. Δεν έχει αποδεχτεί την διαφορετικότητα των πλευρών του εαυτού του, ώστε να καταφέρει να τις ενώσει, και κάθε ιδέα ένωσης ξεσηκώνει μια θύελλα συναισθημάτων οδύνης που γίνεται τρόμος στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει τα ψήγματα της αποδοχής τους, αν εκείνος κάνει βήματα προόδου και διαφοροποιηθεί από εκείνους, οπότε, για να μην συντριβεί ψυχικά, ταυτίζεται με την απροθυμία των σημαντικών του προσώπων να αποδεχτούν τα συναισθήματα του.


Οι ρατσιστές για παράδειγμα εκδηλώνουν τα επιθετικά τους συναισθήματα σε όλους εκείνους που εκφράζουν ιδεώδη διαφορετικά από τα δικά τους, γιατί αισθάνονται απέχθεια και μίσος για όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού τους που βλέπουν ως όμοια σε εκείνους που επιτίθενται και τα οποία δεν μπορούν να τα αποδεχτούν, γιατί απορρίφτηκαν βίαια από τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους στο παρελθόν, οπότε προκειμένου να έχουν την εύνοια τους, υποτάσσονται παθητικά στα μοντέλα κυριαρχίας που έχουν διαμορφώσει, ενώ εκφράζουν την βία τους στους αδύναμους. Κάθε έκφραση αδυναμίας τους παραπέμπει σε συνθήκες μοναξιάς και οδύνης που βίωσαν, όταν συνθλίφτηκε η αυτοεκτίμησή τους κάτω από την μπότα της απόρριψης και για να μην συντριβούν ολοσχερώς, αρνούνται και αποδιώχνουν το συναίσθημα αδυναμίας τους, ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο και επιτίθενται σε καθετί που ανασκαλεύει τις μνήμες, τις στοιχειωμένες από το φόβο τους.


Κάθε άνθρωπος που έμεινε απροστάτευτος στο χείμαρρο των συναισθημάτων του, -γιατί κανείς δεν αποτέλεσε ένα φράγμα για εκείνον-, κρύβει ένα μικρό παραπονεμένο παιδί μέσα του, που κατέχεται από μειονεκτική αίσθηση για τον ίδιο, αλλά και για την ικανότητά του να αγαπιέται, οπότε εκείνος ο εαυτός αποφασίζει για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, τις προτιμήσεις του, τις στάσεις και συμπεριφορές του.
Ελκύεται από το όμοιο, που αυτό μπορεί να αφορά την μειονεκτική εικόνα του εαυτού του ή μπορεί να αφορά το όμοιο συναίσθημα τρόμου που βίωσε ως παιδί, κάτω από την ελλιπή συναισθηματική ανταπόκριση που αφάνισε την αξία του, ακόμα κι αν αυτό το όμοιο δεν το εξελίσσει, αλλά παραμένει σε αυτό γιατί νιώθει μια αίσθηση ασφάλειας, ψεύτικη μεν, αλλά τουλάχιστο το αίσθημα οικειότητας που αποπνέει αυτό το περιβάλλον δεν τον αποδιοργανώνει ριζικά.

Καθετί διαφορετικό τον φέρνει σε επαφή με μια θύελλα συναισθημάτων που βίωσε ως παιδί, τα οποία εξακοντίζονταν βίαια στον ψυχισμό του και εκείνο δεν βρήκε απάγκιο πουθενά, ώστε να μπορέσει να συνομιλήσει με τα συναισθήματά του, να τα καταγράψει ως φυσιολογικά. Η βία που ποτίστηκε τον καθορίζει στην ζωή του και την εξαπολύει σε οποιονδήποτε του θυμίζει την αδικία που βίωσε τότε.

Κάθε νέα εγγραφή τον διαταράσσει και η ορμή των συναισθημάτων που την ακολουθούν είναι τέτοια, που φοβάται πως μπορεί να προκαλέσει ρήγμα στο σύστημα ισορροπίας του. Καθένας, καθετί που θυμίζει ενότητα, εξέλιξη, απειλεί τον μονομερή κόσμο του που είναι γεμάτος μονόδρομους που έχει όμως μάθει τόσο καλά να τους περπατάει και ας αποτελούν τα αδιέξοδα του. Και όσο παραμένει εγκλωβισμένος εκεί, δεν μπορεί να διεκδικήσει την απελευθέρωσή του, γιατί αναλώνει αλλού την πολύτιμη ενέργεια του.

Εξαπολύει την ορμή των συναισθημάτων του σε όλους εκείνους που μοιάζουν ή που φαντασιώνεται πως μοιάζουν με εκείνους που τον εγκατέλειψαν στο περιθώριο της ύπαρξης του και μεταθέτει σε εκείνους τα αρνητικά συναισθήματα που δεν τολμά να τα στρέψει εκεί που τον αδίκησαν, σε εκείνους που του στέρησαν την ελπίδα να επικοινωνήσει την αλήθεια του, αλλά αυτός ο αδιάκοπος πόλεμος τον στερεί από την ευθύνη της ελευθερίας του, από την επαφή με την προσωπική του δύναμη, από την εξυγίανση της προσωπικότητάς του.

Καθένας μας κρύβει ένα κουβάρι στον ψυχισμό του, όπου, αν αγαπά τον εαυτό του και τους ανθρώπους του, καλείται να βρει την άκρη του και να ξετυλίξει το νόημα της ζωής του, τυλίγοντας το νήμα με τρόπο που θα του δώσει την έμπνευση να υφάνει ένα όμορφο πίνακα ζωής, στον οποίο η αξία του θα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για εκείνον.

Αν αγκαλιάσει κάθε πτυχή του με ενδιαφέρον και αγάπη, θα συνθέσει το παζλ της ενότητας του εαυτού του και θα επέλθει η ειρήνη στην ψυχή του, γιατί σύμμαχος του θα είναι η προσπάθεια του να αποδεχτεί κάθε δυνατή πλευρά του που θα τον οδηγήσει σε νικητήριες προσπάθειες, αλλά και κάθε αδύναμη που θα τον κάνει πιο βαθιά ανθρώπινο και θα τον φέρει πιο κοντά στην Αγάπη.


Αγγελική Μπολουδάκη
Ειδικός Ψυχικής Υγείας - Συγγραφέας
πηγή : Αντικλείδι ,

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ο έλεγχος, αποφυγή της ελευθερίας

"Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας την κάτι εύθραυστο. 

 Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, 

που με αυτήν τον κατακτάς..." - 

Μάνος Χατζηδάκις


Ο έλεγχος, με την έννοια της εναρμόνισης της λογικής με τα συναισθήματά μας, είναι ένας μηχανισμός προστασίας που μας χρειάζεται, γιατί ενεργοποιούμε την λογική μας σε κάθε κατάσταση που ζούμε, προστατεύοντας έτσι τα συναισθήματά μας και άρα ολάκερο τον εαυτό μας.

Όταν βιώνουμε συγκυρίες που μας προκαλούν έντονα συναισθήματα, δεν χάνουμε τον εαυτό μας σε αυτές, αλλά κρατάμε με μαεστρία το τιμόνι της ζωής μας, διατηρώντας την ωριμότητα μας, την ελευθερία μας, τη συνοχή και τη συνέχεια μας. Το κάθε γεγονός παραμένει διαφοροποιημένο από μας, οπότε μπορούμε να το διαχειριστούμε, όποια κι αν είναι η έκβασή του. Παρόλο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε την εξέλιξη των γεγονότων, μπορούμε, αν νιώθουμε ασφάλεια με τον εαυτό μας, να διατηρούμε την αξία μας και να αξιοποιούμε τα συναισθήματα μας στην κάθε στιγμή που ζούμε, ώστε να παίρνουμε υγιείς αποφάσεις για μας.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και χάνουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας σε αυτήν, είναι γιατί δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας πως μπορούμε να καταφέρουμε να κυβερνήσουμε αποτελεσματικά το σκάφος της λογικής μας στις αντίξοες συνθήκες. Φοβόμαστε πως η κάθε κατάσταση θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μέσα μας και τα συναισθήματά μας θα αποτελέσουν έρμαιο της, χωρίς να μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε. Νιώθουμε ανασφάλεια στην ιδέα πως οι άλλοι θα μας εγκαταλείψουν ή θα γίνουν εχθρικοί προς εμάς και προσπαθούμε να χειραγωγήσουμε τις αντιδράσεις τους, κάνοντας τα πάντα για εκείνους, αποτελώντας ακόμα και τον υποβολέα τους, στην προσπάθεια μας να κερδίσουμε την επιβεβαίωση πως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ελέγχουμε τα συναισθήματα μας μήπως μας πνίξουν, άρα ελέγχουμε και τους άλλους παραμένοντας προσκολλημένοι σε εκείνους, ώσπου σταδιακά χάνουμε την ελευθερία μας θυσιάζοντας την.


Sarolta Ban


Βλέπουμε τον εαυτό μας ως ένα καρυδότσουφλο, που επιπλέει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και φοβόμαστε πως η κάθε συγκυρία μπορεί να προκαλέσει κύματα συναισθημάτων βουλιάζοντας την ικανότητά μας να τα καταφέρουμε. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως την πραγματικότητα είμαστε ένα γερό σκάφος, όπου μπορούμε να επιπλεύσουμε, αντλώντας δύναμη από κάθε στιγμή που αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για μας, και από την οποία επιβεβαιώσαμε την αξία μας.


Τα παιδιά που μεγαλώνουν πρόωρα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της οικογένειας, γιατί οι γονείς τους αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους, επωμίζονται υπεράνθρωπα όλες τις ευθύνες σε μια σχέση, ενώ η φροντίδα για τον εαυτό τους τούς διαφεύγει. Αισθάνονται υπεύθυνοι για τις αντιδράσεις των άλλων, ενοχοποιώντας τον εαυτό τους αν κάτι δεν πάει καλά, και προσπαθούν αδιάκοπα να βρουν τρόπους να εξευμενίσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα ώστε να τους κερδίσουν, να σώσουν τους άλλους από τις επιπτώσεις που φαντάζονται πως θα έχουν σε εκείνους οι δικές τους αλλαγές.

Συναναστρέφονται λοιπόν με ανεύθυνους ανθρώπους, όπου αναλαμβάνουν το αίσθημα ανεπάρκειας και αδυναμίας τους υπηρετώντας τους, επαναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο που γαλουχήθηκαν, διαιωνίζοντας το αίσθημα παντοδυναμίας που τους κυρίευσε από παιδιά. Επειδή δεν έλαβαν ποτέ ολοκληρωτική αγάπη και προσοχή για αυτό που ήταν οι ίδιοι, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες τους, δεν πιστεύουν στην αξία τους και νιώθουν ανεπαρκείς, πιστεύοντας πως οι ίδιοι δεν έκαναν αρκετά για να κερδίσουν αυτήν την αγάπη. Επιβεβαιώθηκαν όσο πρόσφεραν και πιστεύουν πως, για να αισθανθούν κάποια ψήγματα χαράς, θα πρέπει να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για αυτό. Νιώθουν μειονεκτικά, αμφιβάλλουν για το πόσο καλοί είναι, φαντασιώνονται τον εαυτό τους ως μιαρό, που δεν έκανε αρκετά για να κερδίσει την αγάπη των σημαντικών τους ανθρώπων, οπότε κάνουν τα πάντα για να εξαγνιστούν. Επιρρίπτουν όμως παράλληλα ευθύνες στους άλλους για το ότι η σχέση είναι δυσλειτουργική, προβάλλοντας στους άλλους το δικό τους αίσθημα ανεπάρκειας. Παράλληλα αγνοούν τις αληθινές ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, όπως αγνοήθηκαν και οι δικές τους στο παρελθόν, αλλά τους επιβάλλουν τις δικές τους πιέζοντας τους για αυτό, όπως πιέστηκαν και εκείνοι να ανταποκριθούν σε ανάγκες άλλων. Κάθε φορά που δεσμεύονται με κάποιον ή με κάτι, εντείνεται η αβεβαιότητα, η οποία τους κατακλύζει κάθε φορά, γιατί τους κυνηγά η εικόνα της τελειότητας που έπλασαν τις ώρες της μοναξιάς τους και την οποία φαντάστηκαν ότι αν την είχαν, θα είχαν εκείνη την αγάπη, χωρίς όρους, η οποία δεν τους δόθηκε.


photo by Bryan Durushia



Η εικόνα για τον εαυτό τους δεν είναι ολοκληρωμένη, η αυτοεκτίμησή τους έχει πληγεί, άρα δεν πιστεύουν πως αξίζουν να ζήσουν γαλήνιες στιγμές.


Επιλέγουν σχέσεις και καταστάσεις που τους πληγώνουν, αλλά οι ίδιοι είναι τόσο εθισμένοι στον συναισθηματικό πόνο, γιατί έζησαν με αυτόν στον προσκέφαλό τους και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους, οπότε παραμένουν σε αυτές, όσο κι αν σκάβουν λαγούμια στην ψυχή τους. Επειδή η ψυχή τους έχει απορροφήσει οδύνη, αναζητούν επώδυνες συναισθηματικές εμπειρίες, που συντηρούν κι εντείνουν την αγωνία που νιώθουν. Όσο είναι σε αυτές, η σκέψη αποπροσανατολίζεται και ενώ υπάρχει ενθουσιασμός που την φουσκώνει η αίσθηση οικειότητας και η ιδέα του παντοδύναμου ελέγχου πως μέσα από αυτό το πρόσωπο θα εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο τα τραύματα και θα σβήσουν τα σημάδια από τις πληγές, σταδιακά αποκαλύπτεται πως το πρόσωπο αυτό δεν αποβαίνει ο λυτρωτής αλλά ο εφιάλτης τους, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα συναισθήματά τους και στοιχειώνει τα όνειρά τους. Προσκολλούνται όμως σε αυτούς τους ανθρώπους, νομίζοντας πως είναι η γέφυρα για να περάσουν στην αντίπερα όχθη, όπου ελπίζουν πως υπάρχει ένας Παράδεισος για εκείνους, αλλά τελικά αναβιώνουν τα ίδια συναισθήματα μαζί τους, μπαίνοντας σε ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο και για τους δυο τους, ώσπου έρχεται η κατάθλιψη να σκεπάσει με το θολερό της μανδύα τη ζωή τους.

Δεν ασχολούνται με σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και δεν αξιοποιούν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να πάρουν τις σωστές επιλογές για την βελτίωση της ζωής τους, αλλά ξοδεύουν την ενεργητικότητα τους με λάθος τρόπο.

Γεμίζουν με μια αίσθηση αποτυχίας κάθε φορά που ο σύντροφος ή η κατάσταση δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους, ενώ η ματαίωση σα θύελλα ανεμοδέρνει την ελπίδα τους, κάθε φορά που η προδοσία εξαργυρώνει την ανέλπιδη προσπάθεια τους. Έτσι η αυτοπεποίθηση τους μειώνεται συνεχώς, η θετική εικόνα του εαυτού τους συρρικνώνεται, τα συναισθήματα αποτυχίας τους κατακλύζουν, ενώ εξασθενούν τα ενδιαφέροντά τους, μέχρι που χάνονται σιγά-σιγά. Δεν απολαμβάνουν την χαρά, γιατί φοβούνται πως πάντα κάτι κακό θα συμβεί που θα ανατρέψει την αισιοδοξία τους και θα επιφέρει τον όλεθρο, οπότε η ελπίδα δεν βρίσκει μια γρίλια ελευθερίας να τους διαπεράσει και να τους φωτίσει. Αισθάνονται πως κάτι δεν πάει καλά με εκείνους, ντρέπονται για τον εαυτό τους, δεν προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, κι όταν το κάνουν κατακλύζονται από δυσβάσταχτα αμφιθυμικά συναισθήματα που επισκιάζουν την ικανοποίησή τους, γιατί υπόγειες κραυγές απαξίωσης γιγαντώνουν τους φόβους τους, που με τις φλόγες τους καίνε την επιθυμία τους.



Οι σπόροι της επιθυμίας τους φυτρώνουν σε μια Προκρούστεια κλίνη, όπου, όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που λαχταρούν είναι μεγαλύτερο από εκείνο που τους υπαγορεύει η σκιώδης τους εικόνα, το πετσοκόβουν αλύπητα, ενώ, αν είναι μικρότερο, το επικρίνουν αυστηρά, τραβώντας χωρίς έλεος τα άκρα του, να μεγαλώσει πρόωρα και ας συρρικνώνεται εκείνο τελικά κάτω από την αδίστακτη κριτική τους.

Σταδιακά έρχονται τα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα να τους αποδυναμώσουν, η συναισθηματική δυσφορία τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό τους, και ο αέρας ελευθερίας παύει να πνέει στις αποφάσεις τους. Αρχίζουν να αποφεύγουν ανθρώπους που διευκολύνουν το αίσθημα απελευθέρωσης μέσα τους, γιατί τους κάνουν να έρχονται σε επαφή με την αλήθεια τους και επιλέγουν εκείνους που τους ελέγχουν και τους κρατούν αιχμάλωτους στην παθητική τους στάση, εξουσιάζοντας τα συναισθήματά τους, όπως κάνουν και εκείνοι στα δικά τους. Η εύθραυστη ψυχική τους υγεία εντείνει την εξαρτητική τους διάθεση και εμφανίζονται συμπτώματα όπως λαιμαργία ή ανορεξία, εξάρτηση από το αλκοόλ, τα χάπια, ή κατατρύχονται από ψυχικές διαταραχές, οι οποίες επιδεινώνουν την σωματική τους υγεία. Όλη τους την ενέργεια την δίνουν στην εργασία τους, στην οποία δίνονται με μανιακό τρόπο, προσκολλιούνται σε ενδιαφέροντα που τους κρατάνε μακριά από το σπίτι τους, αισθάνονται μίσος και ζήλεια για όλους εκείνους που προσπαθούν για την ζωή τους με φυσιολογικό τρόπο. Ο παράλογος τρόπος σκέψης κλονίζει την ψυχική τους ισορροπία και παρουσιάζονται φαινόμενα, όπως παραλογισμός, ακαθόριστοι φόβοι, και είτε αδυνατούν να αντιδράσουν είτε η επιθετικότητα τους γίνεται βία που εκδηλώνεται με αυτοκαταστροφικό τρόπο ή εξαπολύεται στους άλλους από μίσος και οργή που προσπαθούν για την ζωή τους.

Οι ίδιοι δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής τους και παραμένουν εξαρτημένοι από συμπεριφορές που τους κρατούν υποταγμένους σε μια αδήριτη μοίρα που επαναλαμβάνεται, γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της αλλαγής του τρόπου σκέψης τους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ενώ αναλαμβάνουν τις ευθύνες των άλλων, στον εαυτό τους φέρονται ανώριμα, ίσως γιατί αυτό το παιδί μέσα τους δεν απόλαυσε ποτέ το παιγνίδι, οπότε κάθε φορά που η επιθυμία της φροντίδας, της χαράς, της ανεμελιάς του εαυτού τους τούς καλεί, την αντιμετωπίζουν ως μια ακόμη ευθύνη, οπότε έρχεται η εξουθένωση για να αναστείλει την απόφασή τους. Το νόημα της ζωής τους ασθενεί και συννεφιασμένες σκέψεις ρίχνουν το πέπλο σε κάθε αχτίδα φωτός, η οποία χρειάζεται πίστη για να προβάλει διάχυτα και να τους λούσει με ελπίδα για την ζωή τους.





Noell Oszvald




Όσο είναι σε αυτό τον κλειστό κύκλο αναζήτησης, αναζητούν την ένταση σε όλες τους τις σχέσεις, ακόμα και στις επαγγελματικές, όπου δίνουν αλόγιστα τον εαυτό τους, για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα μειονεξίας που τους κατακλύζουν και πλήττουν την εικόνα τους, ενώ υψώνουν δυσθεώρητα τείχη στα πρέπει τους, που λειτουργούν άναρχα και κραυγαλέα τιμωρητικά, αποκλείοντας την επιθυμία από την ζωή τους. Το παραμύθι της πεντάμορφης και του τέρατος τους συνοδεύει και επενδύουν την αγάπη τους εκεί όπου προσδοκούν στην αλλαγή, παρόλο που από την πρώτη ματιά φαίνεται ανέφικτη, ενώ ταυτόχρονα ο οίκτος τους εμποδίζει να αποδράσουν. Όσο η άρνηση και ο έλεγχος τους δυναστεύουν, δεν βρίσκει χώρο η αποδοχή να εισέλθει και να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, χωρίς την επιθυμία να την μεταβάλλουν και τέρπουν τον εαυτό τους με ψευδαισθήσεις που προσγειώνουν με κρότο τα όνειρά τους.

Η αποδοχή του εαυτού μας είναι η ύψιστη ελευθερία. Αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, με τις δυσκολίες μας, τις θετικές και αρνητικές μας πλευρές, τις επιλογές του παρελθόντος που μπορούν να γίνουν μαθήματα του παρόντος, είναι πολύ πιο εύκολο να σεβαστούμε τον εαυτό μας και να παραχωρήσουμε ελεύθερο χώρο στις επιθυμίες μας. Αν φιλιώσουμε με τον εαυτό μας και νιώσουμε περήφανοι για μας, ανακαλύπτουμε ένα πολύτιμο φίλο που θα είναι δίπλα μας σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Δεν θα νιώθουμε μόνοι μας, γιατί η αλήθεια μας θα συμπορεύεται μαζί μας και με αυτήν θα επικοινωνούμε με εκείνους που θα μπορούν να την δεχτούν. Κάθε φορά που θα παίρνουμε μια απόφαση, σεβόμενοι τον εαυτό μας και ακολουθώντας τις επιθυμίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε όμορφα με την επιθυμία μας, αυτό θα μας δυναμώνει και θα μας απελευθερώνει, γιατί μαθαίνουμε να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και σε αυτήν την απόφαση θα ελκύουμε ανθρώπους που αγαπάνε την αλήθεια μας, όπου ακόμα κι αν δεν είναι πολλοί, η ποιότητα της σχέσης που θα δημιουργούμε μαζί τους θα είναι ουσιαστική και πολύτιμη.

Αγγελική Μπολουδάκη
από το  Αντικλείδι 



[Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι ]

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Οι αποχωρισμοί στην ζωή μας




‘Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει . αν υπάρχει μια, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριο της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δωσ’ τους χώρο.

Ιταλο Καλβίνο ‘Οι αόρατες πόλεις’
Όταν τελειώνει κάτι στη ζωή μας, κλείνει ένας κύκλος και το αφήνουμε πίσω μας, στη λησμονιά του παρελθόντος. Ένας αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Αποχωριζόμαστε όχι μόνο εκείνο με το οποίο συνδεθήκαμε, αλλά και το κομμάτι του εαυτού μας που εναποθέσαμε με φροντίδα σε αυτό που επιτρέψαμε να εισχωρήσει στη ζωή μας και να κατοικήσουμε μαζί με αυτό. Ένας κύκλος κλείνει, φτάνει στο τέλος του.
Ένα τέλος που θα το οριστικοποιήσει η απομάκρυνσή μας από αυτό.

Τα συναισθήματα αρνούνται να μας εγκαταλείψουν. Φόβος, αγωνία, «πήρα τη σωστή απόφαση, άραγε»; Αυτά τα συναισθήματα φωλιάζουν στην ψυχή μας και κάνουν πιο δύσκολο τον αποχωρισμό. Μήπως όμως δεν είναι απλά φόβος αλλά η ανάγκη μας να κρατηθούμε σε μια ύστατη προσπάθεια από αυτό; Γνωρίζουμε ότι ένα γεγονός που ζήσαμε δεν σβήνεται από τη μνήμη μας. Έχει συναισθήματα να το συνοδεύουν, που του δίνουν διάρκεια μέσα μας, και το απόσταγμα της εμπειρίας εγκαθίσταται σαν γνώση, για τη συνέχεια των επιλογών μας. Αγκιστρωνόμαστε όμως από το παρελθόν, όταν οι θύμησες του μάς γεμίζουν επώδυνα συναισθήματα που μας καθηλώνουν. Δυσκολευόμαστε να ξεφύγουμε από αυτό, γιατί η παραμονή στην επανάληψη, όσο αναδεύουμε την μνήμη, μας προκαλεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Αναλογιζόμενοι βέβαια αυτή την ασφάλεια ανακαλύπτουμε ότι δεν ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε. Τότε νιώθουμε μια πνιγηρή αίσθηση πόνου να μας περιτυλίγει, με ένα παράπονο, ένα «γιατί» να κατατρώγει τα σωθικά μας για την μακροχρόνια παραμονή μας σε καταστάσεις που εμπόδιζαν να αναδυθεί ο πραγματικός μας εαυτός, με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες μας. Δεσμευόμασταν και επενδύαμε σε καταστάσεις όπου δεν υπήρχαμε εμείς, παραμένοντας κρυμμένοι ακόμα και από τον εαυτό μας και προσαρμοζόμασταν σε αιτήματα άλλων από φόβο, από ενοχή, από μια υπέρμετρη ανάγκη να προσφέρουμε για να μη χάσουμε και επομένως να μην χαθούμε ολοσχερώς.

Αγκιστρωμένοι από το λίγο, τυλίγαμε το κουβάρι της ζωής μας και υφαίναμε στον αργαλειό της ζωής μας κεντήματα, όπου το άδειο των χρωμάτων κατάπινε την επιθυμία μας για δημιουργία, για φως, για ζωή. Παίρνοντας το πινέλο βάφαμε απεγνωσμένα το γκρίζο του κενού που απλωνόταν νωχελικά πάνω μας, εκλιπαρώντας μας να του δώσουμε μια θέση, για να βρει μια πατρίδα μέσα μας ώστε να αρχίσει να δημιουργεί μαζί μας, αλλά η σκέψη της θλίψης που θα ακολουθούσε την αποδοχή του, μάς έκανε να το αποδιώχνουμε προσπαθώντας μάταια να ξεγελάσουμε την αλήθεια μας.
separation-paulo-zerbato

Καλλιτέχνες στη φαντασίωσή μας, ζωγραφίζαμε τη ζωή μας και αποτυπώναμε στον καμβά των ονείρων, όλα όσα θα θέλαμε να ζήσουμε.
Και όσο η πραγματικότητα αναρριγούσε τρομαγμένη, τόσο η φαντασίωση αναλάμβανε να υπεραναπληρώσει το κενό, για να μη χαθούμε σε αυτό και μας καταπιεί αδυσώπητα. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από μια ψευδαίσθηση, αλλά όσο στηριζόμαστε σε αυτή, διαπιστώναμε ματαιωμένοι πως κάθε φορά που χάναμε την ισορροπία μας πλάθαμε δίχτυα από υλικά ανεδαφικών ονείρων. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από αυταπάτες, ενώ ένα κενό μας αφάνιζε που απειλούσε τον πυρήνα του εαυτού μας και διατρυπούσε την φλούδα της αξίας μας. Προκειμένου να ορίσουμε τα συναισθήματα μας, για να μην τρεχοβολούν άτακτα και μας διαφεντεύουν, ανατρέχαμε σε κάτι κούφιο που δεν μπορούσε να μας γεμίσει, ενώ, όσο παραμέναμε εκεί, το άδειο αντηχούσε την οδύνη μας. Παραμέναμε μετέωροι, χωρίς να μπορούμε να στηριχτούμε σε ένα ιστό που τον φτιάχναμε από υλικά ξέπνοα, στερημένα από αγάπη, αδύναμα να εξάρουν τη φαντασία μας. Η φαντασία για να κυοφορήσει τα γεννήματά της χρειάζεται ένα περιβάλλον ασφάλειας, ώστε να μπορεί να απλωθεί ηδονικά, γνωρίζοντας πως τα φτερά της ελευθερίας της βρίσκουν ένα χώρο αποδοχής εμποτισμένο με αγάπη.

Όσο επιστρέφουμε στο πατάρι της μνήμης ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής μας και διαβάζοντας το από την αρχή, όσο βυθιζόμαστε στις σελίδες του, παρατηρούμε πως αυτές οι εικόνες ήταν πλάσματα της ουτοπίας. Καταφεύγαμε παρατεταμένα στη φαντασίωση μας, γιατί η πραγματικότητά μας παρέμενε ανολοκλήρωτη. Παρότι η επιθυμία μας ζητούσε τη στρογγυλάδα της για να γλιστρήσει στην καρδιά μας και να μας χαριστεί το δώρο της ζωής, παραμέναμε ματαιωμένοι να κοιτάμε έκθαμβοι το περιτύλιγμα το οποίο τελικά μας κέρδιζε, μια που το περιεχόμενο του ήταν άδειο.

Οτιδήποτε μας γεμίζει με πλέρια δύναμη το αφήνουμε στο χρονοντούλαπο της μνήμης με μια αίσθηση πληρότητας και ευχάριστης ζεστασιάς, γιατί αυτές οι ολόγιομες εικόνες αποθηκεύονται στην καρδιά μας και μας δείχνουν ένα δρόμο που μοσκοβολά από ζωή, όπου τον περπατάμε ελεύθεροι, αλαφρωμένοι από βάρη που θα μπορούσαν να κάνουν δυσκίνητα τα βήματά μας. Νιώθουμε γεμάτοι από ικανοποίηση, γιατί, ακόμα κι αν αυτές οι στιγμές κάποια στιγμή πάψουν να μας τροφοδοτούν, η αύρα τους μας συνοδεύει.


Οτιδήποτε όμως έμεινε ξεκρέμαστο και αδικαίωτο στο χρόνο επιστρέφει παραπονεμένο, ενώ εμείς το εξιδανικεύομε ώστε να ελέγξουμε τα συναισθήματα αποτυχίας που νιώθουμε, πασπαλίζοντας το με χρυσόσκονη, για να πάψει η οδύνη από τις θύμησες να αναβλύζει και να χύνει τη μελάνη της στο αίσθημα αξίας μας.
Ενώ άλλες φορές το μεταλλάσσουμε, του δίνουμε ένα αλλότριο χαρακτήρα, κοιτάζοντας το με ξένα μάτια, ώστε να ξορκίσουμε τον επώδυνό του χαρακτήρα, χάνοντας έτσι την αλήθεια μας.
Για να αντέξουμε, προβάλλουμε το μιαρό συναίσθημα σε όλους εκείνους που μας διακινούν συναισθήματα που ευφραίνουν την πραγματικότητά μας, πιστεύοντας πως εκείνοι νιώθουν τα συναισθήματα που κυριεύουν την ψυχή μας.
Καθετί που είναι παράταιρο με την ψεύτικη εικόνα που υιοθετήσαμε, ενοχοποιείται και καταδικάζεται ως ύποπτο. Ο θυμός για τις υποβολές που υπεστήκαμε, οι οποίες ακρωτηρίασαν το σώμα και τον ψυχισμό μας, μετατίθεται σε άλλους που δεν συμμετέχουν στο σκηνικό του δράματός μας. Η ψεύτικη εικόνα, που πλάσαμε για εμάς, γίνεται ο καθρέφτης με τον οποίο επιμένουμε να επικοινωνούμε με εκείνους που προσπαθούν να επικοινωνήσουν με την αλήθεια μας. Αυτό που υπεστήκαμε γίνεται ο μοχλός που μας κινεί ώστε να κάνουμε τον άλλο να αισθανθεί τις ίδιες δονήσεις πόνου με εμάς, για να δικαιολογήσουμε κατά βάθος το θύτη που παραβίασε την ψυχή μας και το ρόλο του θύματος που επί χρόνια συντηρούσαμε. Μεταθέτουμε αυτό που νιώθουμε για τα πρόσωπα που άλωσαν την ζωή μας σε άλλα πρόσωπα αναίτια του δράματός μας, για να εκλογικεύσουμε γιατί μια ολόκληρη ζωή ακολουθούσαμε μια πορεία ζωής γεμάτη λάθη επιμένοντας σε αυτήν και εκθειάζοντας την ως ιδανική. Σαν το μικρό παιδί που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα του η ιδέα πως έχει δικαίωμα στο λάθος, και ότι το λάθος δεν χαρακτηρίζει την αξία του και άρα δεν χρειάζεται να επιμένει σε καταστάσεις που αισθάνεται απόρριψη, νομίζοντας πως εκεί θα βρει το δίκιο του τελικά. Αποδίδει τα λάθη σε όλους εκείνους τους ήρωες των παραμυθιών, όπου αβασάνιστα τους αποδίδει χαρακτηριστικά που του θυμίζουν γνώριμες φιγούρες, που η συμπεριφορά τους ταλανίζει την ψυχή του γιατί έπληξαν την αξία του. Η συναισθηματική του ανάγκη το κρατά εξαρτημένο από εκείνους που νοθεύουν το παραμύθι του και κάνουν δυσδιάκριτη την πραγματικότητά του. Ακρωτηριασμένο συναισθηματικά δεν μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια του, γιατί κάθε προσπάθεια διαφυγής από τις στάχτες του ελλοχεύει το τρόμο της εγκατάλειψης, την αγωνία του κενού, το φόβο της μοναξιάς και του αφανισμού. Καταφεύγει, χωρίς δεξιότητες, στο παλάτι των ονείρων του, μικρύνοντας το ανάστημά του ώστε να χωρέσει από την πόρτα του υπηρετικού προσωπικού και να πάρει ένα αντίστοιχο ρόλο.


Όσο λοιπόν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου μας, παρατηρούμε τα χρώματα να ξεθωριάζουν, να αργοσβήνουν στα μάτια μας και να αποκαλύπτεται η τραγικότητα των εικόνων, οι οποίες απορροφήθηκαν σιγά-σιγά στη ψυχή μας.
Αυτό που αποφεύγαμε έρχεται να μας ανταμώσει, να μας θυμίσει πως αυτό που μας συντρόφεψε ήταν σμιλευμένο από οδύνη και εκείνο που μας διαπερνούσε ήταν η παγωνιά από εκείνες τις ματιές με το άδειο βλέμμα, που απορροφούσε σαν βάλτος την προσφορά μας.



 Όσο ερχόμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας, αρχικά θυμώνουμε με τη ζωή μας, με εκείνες τις στιγμές που κύλησαν σα χιονοστιβάδα σαρώνοντας μας κάτω από το βάρος απανωτών ματαιώσεων, ενώ δεν προλάβαμε να σμιλέψουμε την άμυνά μας, ώστε να αποκρούσομε το κύμα που μας στροβίλιζε συνεχώς και χτυπούσε αλύπητα την αξία μας.
Οργιζόμαστε μόλις συνειδητοποιήσουμε αυτά που χάθηκαν αξόδευτα στο χρόνο, αυτά που μας προσπέρασαν χωρίς να τα ζήσουμε, γιατί ακολουθούσαμε μια παθητική στάση που την επιλέγαμε από λάθος, το οποίο μας συνόδευε από συνήθεια.
Αισθανόμαστε ένοχοι που παραμείναμε σε συνθήκες που τελμάτωσαν τα όνειρά μας και σύνθλιψαν την ελευθερία μας. Περπατούσαμε όμως σε ένα γνώριμο δρόμο, όπου ακολουθούσαμε τα μόνα οικεία σημάδια που γνωρίζαμε. Σιγά-σιγά έγινε ένας μονόδρομος, όπου καταφεύγαμε σε αυτόν ως το μόνο προσφιλές σημείο. Αυτός ο περιορισμός μίκρυνε την αξία μας και μας υποδείκνυε να κινηθούμε, σύμφωνα με την ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας.


Όσο αυτή η συναισθηματική δίνη μάς στροβιλίζει, δυσκολευόμαστε να έρθουμε σε επαφή με τις βαθύτερες επιθυμίες μας, για να μπορέσουμε να τις στηρίξουμε, να τις βοηθήσουμε να ανθίσουν, να δώσουν τους καρπούς τους, να παραδοθούμε σε μια καρποφορία, για να απολαύσουμε καθετί νέο που θα μπορούσε να μας αποφέρει.
Φοβόμαστε μήπως κάνουμε λάθος, μήπως ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας είναι πιο δύσκολος από εκείνον που αφήνουμε, μήπως μας εγκαταλείψουν οι άνθρωποι μας και δεν τα καταφέρουν χωρίς εμάς, μήπως εμείς δεν μπορέσουμε να χαράξουμε μόνοι μας πιο ανεμπόδιστους δρόμους. Παρατείνουμε το χρόνο όπου παραμένουμε σε αλλοτριωτικές καταστάσεις, ελπίζοντας να αλλάξουν οι άλλοι ή εμείς να μεταλλαχτούμε σε κάτι άλλο, προκειμένου να αλλάξει η έκβαση της κατάστασης που ζούμε. Και ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό.
Οι άνθρωποι που αληθινά μας αγαπούν δεν χάνονται από τη ζωή μας.
 Εκείνοι που μας αποδέχονται για αυτό που είμαστε και όχι για αυτό που θέλουν από μας, χαίρονται για τα βήματα απελευθέρωσής μας. Συνεχίζουν να είναι δίπλα μας και σεβόμενοι τη δική τους ελευθερία κάνουν και εκείνοι τις δικές τους αλλαγές προκειμένου να συμπορευτούν μαζί μας. Κι όσο αφορά στο συναίσθημά μας, όλες εκείνες οι συγκυρίες που ζήσαμε και αποξενωθήκαμε σε αυτές, όταν τις αφήνουμε, αισθανόμαστε σταδιακά μια βαθιά ανακούφιση για αυτό το αεράκι απελευθέρωσης, που αγαλλιάζει την ψυχή μας αποχαιρετώντας τις.
Ο άνθρωπος ή η κατάσταση χάνει σαν ιδέα την αρχική της διάσταση, απομυθοποιείται και διαφαίνονται τα μουντά της χρώματα, τα οποία μάς επισκίαζαν όσο παραμέναμε σε αυτήν.




Όταν λοιπόν φεύγουμε, όσο κι αν μας πονάει ο αποχωρισμός, η ηλιόλουστη μέρα φανερώνεται στα βήματά μας και με μια ανάσα γευόμαστε τον αέρα που κυλάει καθαρά μέσα μας χαρίζοντας σαφήνεια στη σκέψη μας, διαύγεια στο πνεύμα μας, καθαρότητα στη ματιά μας, ενώ η ψυχή μας αποζητά την σωτηρία της σε άλλες συναντήσεις που μας προσφέρουν την ουσία τους και νιώθουμε να κολυμπάμε μαζί τους σε μια λίμνη γαλήνης και ψυχικής ευφορίας. Όμορφα συναισθήματα μας περιβάλλουν και εξαγνισμένοι βουτάμε σε μια καθαρότητα συναισθημάτων, επικοινωνώντας με εκείνους που η παρουσία τους μάς τυλίγει με εμπιστοσύνη, ασφάλεια, αλήθεια, εντιμότητα.

Όταν αποχωρούμε από καταστάσεις, όπου μάταια επιμέναμε σε αυτές, ανασαίνουμε ελεύθερα γιατί διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο αποχωριζόμαστε, είναι ο λάθος τρόπος με τον οποίο κοιτούσαμε επί χρόνια τον εαυτό μας.
Αυτή η ματιά μάς έστρεφε σε καταστάσεις που αντανακλούσαν τον παραμορφωτικό μας καθρέφτη. Οι υποβολές, οι προβολές και οι μεταθέσεις άλλων σε μας, έγιναν υλικά για να σμιλέψουμε κάτι ξένο προς εμάς, όπου όμως νομίζαμε πως ήταν αυθεντικό αντίγραφό μας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα κακέκτυπο το οποίο προσπαθούσαμε να μιμηθούμε.

Αποδεχόμενοι την ελευθερία μας, προσεγγίζουμε την αλήθεια μας την οποία ακολουθούμε πιστά δεσμευόμενοι μαζί της. Ο δρόμος της ζωής μας απλώνεται μπροστά μας και εμείς κινούμαστε σε αυτόν έχοντας ως χάρτη τις επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, τους στόχους μας, τον αληθινό μας εαυτό.


Αγγελική Μπολουδάκη 

[ από το andikleidi.gr] 

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

"Γιατί μας εμπνέει ο Γιάλομ"


Η  ψυχιατρική δεν είναι ένας απλός κλάδος της ιατρικής, παρ΄ ότι στις ημέρες μας κινδυνεύει και αυτή να συρρικνωθεί σε κάτι τέτοιο. Δεν έχει να κάνει μόνο με συμπτώματα και τις επιφανειακές ιάσεις τους. Με την ύπαρξή μας έχει να κάνει. Με τις δυσκολίες που αυτή συναντά στο ταξίδι του «υπάρχειν». Ο Γιάλομ είναι ένας ξεχωριστός αφηγητής αυτού του ταξιδιού. Εδώ και 45 χρόνια ο Γιάλομ διδάσκει, θεραπεύει, ερευνά αλλά και εμπνέει.
Και αυτό δεν το χρωστάει στη λογοτεχνία.

Μπορεί Ο δήμιος του έρωτα, το Οταν έκλαψε ο Νίτσε και Η θεραπεία του Σοπενάουερ να είναι τα πασίγνωστα πολυμεταφρασμένα λογοτεχνικά έργα του, δεν υπάρχουν όμως διαχωριστικά.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα συνεχές, ένα continuum, ανάμεσα στον λογοτεχνικό και στον επιστημονικό λόγο. Αν στόχος της επιστήμης είναι να συλλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό, το ίδιο ακριβώς, με έναν άλλον τρόπο, με μια άλλη οργάνωση της γλώσσας, πασχίζει να κάνει και η λογοτεχνία. Η ποιητικότητα δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνίας, μπορεί κάλλιστα να διατρέχει ένα αυστηρά επιστημονικό κείμενο, όπως και μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία.


Προτού λοιπόν γράψει λογοτεχνία, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο πρώιμα έργα του Γιάλομ:
Η θεωρία και η πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας, που κυκλοφόρησε το 1970, και η Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, το 1980. Και τα δύο θεωρούνται κλασικά έργα. Σε αυτά, όπως και σε όλα τα καθαρά επιστημονικά έργα του, συναντάς αυτή την ποιητική διάσταση. Συναντάς, επιτρέψτε μου έναν νεολογισμό, την «ποιητική βιωματικότητα». Αυτή είναι που τον κάνει επιρρεπή σε μια «άλλη διαθεσιμότητα» απέναντι στον φοιτητή, στον ασθενή, στον αναγνώστη.

Να ζωντανεύει η αλήθεια

Το ζητούμενο κάθε φορά είναι η αλήθεια να ζωντανεύει. Να την αισθάνεσαι στον σφυγμό σου, να γίνεται κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη ιδέα. Και την αλήθεια αυτή όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως διαδικασία πασχίζει να την περάσει στους νέους θεραπευτές. Ο Γιάλομ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Ωστόσο οι ταμπέλες δεν του πάνε. Ο όρος «υπαρξιακός» στον βαθμό που αναφέρεται στον Γιάλομ δεν χαρακτηρίζει μια ειδική σχολή. Δεν είναι ένα θεραπευτικό σύστημα αλλά μια στάση απέναντι στη θεραπεία.

Η ανθρωπιστική ψυχολογία πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα πρόβαλλε ανάμεσα στον μπιχεβιορισμό και στην ψυχανάλυση ως μια τρίτη δύναμη. Μια δύναμη που υποστήριξε ότι οι υπάρχουσες ψυχολογικές θεωρίες ακρωτηριάζουν την ολότητα του ανθρώπινου όντος. Σε καθιστούν παθητικό έρμαιο είτε στις τυφλές επιταγές του ασυνειδήτου είτε στις επιταγές του εξωτερικού περιγύρου. Ως αντίδοτο οι οπαδοί της ανθρωπιστικής ή υπαρξιακής σχολής φέρνουν στο προσκήνιο τις έννοιες της «αυτοπραγμάτωσης», της «ελεύθερης βούλησης», της «αυτονομίας του ατόμου».


Τα δεδομένα της ύπαρξης

Για τον Γιάλομ «η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση η οποία εστιάζει την προσοχή της σε αγωνίες που έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη». Ωστόσο η εσωτερική σύγκρουση που μας κατατρέχει, και εδώ είναι που διαφοροποιείται από τον Φρόιντ, δεν προέρχεται μόνο από την πάλη μας με καταπιεσμένες ενστικτικές ορμές ή με το υπερ εγώ μας ή με θραύσματα λανθάνουσας τραυματικής μνήμης αλλά και από την αναμέτρηση με τα δεδομένα της ύπαρξης. Υπάρχουν οι καθημερινές αγωνίες της ζωής μας: μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, ανικανότητα, ημικρανίες, σεξουαλικοί καταναγκασμοί, πένθος, καταστροφικές εμμονές, διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη...

Αυτά τα καθημερινά προβλήματα έχουν βαθιές ρίζες που φθάνουν ως τα θεμέλια της ύπαρξης.
Ο Γιάλομ αναφέρεται σε τέσσερα βασικά δεδομένα της ύπαρξης, σε έσχατες έγνοιες όπως τις αποκαλεί χρησιμοποιώντας τον όρο του θεολόγου Ρaul Τillich.

Είναι, πρώτον, το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι΄ αυτό που αγαπάμε·δεύτερον, η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε·τρίτον, η έσχατη μοναχικότητά μας· και, τέλος,η απουσία νοήματος στη ζωή μας.

Με αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης παλεύει ο θεραπευτής. Δεν είναι εύκολο να ζεις σήμερα. Πολλοί καταθέτουν τα όπλα και τρελαίνονται... Βυθίζονται στα σκοτάδια της κατάθλιψης, που σε λίγα χρόνια θα είναι η δεύτερη κατά σειρά οικουμενική ασθένεια. Οι περισσότεροι από εμάς βολεύονται σε μια σχεδόν καλή ζωή, αυτό που τόσο ωραία εκφράζει ο ποιητής «we go on living and partly living», ή σε μια ήπια απόγνωση, όπως έλεγε ο Φρόιντ.


Η αληθινή καρδιά

Η αληθινή καρδιά της ψυχοθεραπείας, σύμφωνα με τον Γιάλομ, είναι μια στοργική, βαθιά ανθρώπινη συνάντηση μεταξύ δύο προσώπων. «Η θεραπεία δεν πρέπει να καθορίζεται από τη θεωρία αλλά από τη σχέση»  μας λέει. Και φυσικά τινάζει από πάνω του τον στενάχωρο μανδύα του επιστημονισμού που διαπερνά τα σύγχρονα ρεύματα της αμερικανικής- και όχι μόνον- ψυχολογίας: την άκρατη αντικειμενικότητα, τον ψυχαναγκασμό της μέτρησης, το ουδέτερο αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Να κοιτάς, δηλαδή, το φεγγάρι και να εκστασιάζεσαι όχι από το φως του αλλά από το δάχτυλο που το δείχνει. Συντάσσεται με φωνές όπως εκείνες του Μάσλοου, του Ρότζερς ή του Ρόλο Μέι, που ήταν και ο καθηγητής του. Οι ψυχοθεραπευτές αυτοί, σε διαρκή συνομιλία με φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Βίτγκενσταϊν και ο Μερλό-Ποντί, ισχυρίζονται ο καθένας με τον τρόπο του πως εκείνο που ενδιαφέρει είναι ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Με το έργο του συνέβαλε στο να αποστασιοποιηθεί η ψυχολογία από ένα παρωχημένο όραμα επιστημονικότητας. Καλή επιστήμη δεν είναι εκείνη που προβλέπει ή ελέγχει καλά τα δεδομένα της, καλή είναι εκείνη που σου επιτρέπει να κατανοήσεις γιατί δεν μπορείς να προβλέψεις τα πράγματα που δεν μπορείς να προβλέψεις.
Ο Γιάλομ φανερώνει ότι η θεωρία αλλά και η πρακτική πολλών ψυμοιάζει με ένα στενό, στενόχωρο κοστούμι. Το φοράνε ακόμη και όταν κοιμούνται. Και πώς να κοιμηθείς και κυρίως πώς να ονειρευτείς με ένα τέτοιο κοστούμι; Θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για τη δυνατότητα που έδωσε να βγάλουν οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας αυτό το κοστούμι. Ξέρετε πόσο καλύτερα μπορεί ένας θεραπευτής - και όχι μόνον-, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, μπορεί να κάνει τη δουλειά του όταν καταλάβει ότι ένα τέτοιο ξένο κοστούμι τού είναι εν τέλει άχρηστο και το πετάξει; 




Ενα μικρό λευκό αγόρι 

Ας πάμε περίπου 70 χρόνια πριν. Ενα αγόρι 8 ετών, το μοναδικό λευκό αγόρι στη φτωχογειτονιά των μαύρων στην Ουάσιγκτον. Σε ένα μανάβικο μέσα. Είναι των γονιών του. Τα παιδιά τον πειράζουν. Δεν είναι εύκολο να είσαι λευκός ανάμεσα σε μαύρους. Δεν είναι εύκολο να είσαι εβραίος. Καταφύγιο στα δύσκολα, ένα μαγικό όπλο, το διάβασμα, η λογοτεχνία. Καμιά φορά αυτό το «όχι εύκολο» είναι και ένα δώρο για να προχωρήσεις μπροστά. Το μικρό αγόρι για να αποφύγει τα πειράγματα και τις επιθέσεις κλείνεται στην πλησιέστερη βιβλιοθήκη της περιοχής για να διαβάσει Στίβενσον, Ντίκενς, Στάινμπεκ, Κίπλινγκ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι. Εκεί γεννιέται και καλλιεργείται το πάθος του για τη λογοτεχνία, που βέβαια δεν είναι άλλο από το πάθος του για τη ζωή. 

Για μια ζωή που αξίζει τον κόπο να τη ζεις. 


Ένα ερώτημα που θα μείνει ανοιχτό, έτσι για τους αφηγητές των παραμυθιών: Τι θα γινόταν ο Γιάλομ αν μεγάλωνε σε μια μεσοαστική γειτονιά του Μανχάταν, λευκός μεταξύ λευκών, και αν δεν τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του, αν δεν υπήρχε δημοτική βιβλιοθήκη, αν δεν υπήρχε σοφίτα στο μανάβικο των γονιών του για να χώνεται μέσα διαβάζοντας; 

Ανόητες παιδικές ερωτήσεις, θα μου πείτε, και ίσως να έχετε δίκιο. 

Φωτεινή Τσαλίκογλου 

πηγή