Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

"Γιατί μας εμπνέει ο Γιάλομ"


Η  ψυχιατρική δεν είναι ένας απλός κλάδος της ιατρικής, παρ΄ ότι στις ημέρες μας κινδυνεύει και αυτή να συρρικνωθεί σε κάτι τέτοιο. Δεν έχει να κάνει μόνο με συμπτώματα και τις επιφανειακές ιάσεις τους. Με την ύπαρξή μας έχει να κάνει. Με τις δυσκολίες που αυτή συναντά στο ταξίδι του «υπάρχειν». Ο Γιάλομ είναι ένας ξεχωριστός αφηγητής αυτού του ταξιδιού. Εδώ και 45 χρόνια ο Γιάλομ διδάσκει, θεραπεύει, ερευνά αλλά και εμπνέει.
Και αυτό δεν το χρωστάει στη λογοτεχνία.

Μπορεί Ο δήμιος του έρωτα, το Οταν έκλαψε ο Νίτσε και Η θεραπεία του Σοπενάουερ να είναι τα πασίγνωστα πολυμεταφρασμένα λογοτεχνικά έργα του, δεν υπάρχουν όμως διαχωριστικά.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα συνεχές, ένα continuum, ανάμεσα στον λογοτεχνικό και στον επιστημονικό λόγο. Αν στόχος της επιστήμης είναι να συλλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό, το ίδιο ακριβώς, με έναν άλλον τρόπο, με μια άλλη οργάνωση της γλώσσας, πασχίζει να κάνει και η λογοτεχνία. Η ποιητικότητα δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνίας, μπορεί κάλλιστα να διατρέχει ένα αυστηρά επιστημονικό κείμενο, όπως και μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία.


Προτού λοιπόν γράψει λογοτεχνία, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο πρώιμα έργα του Γιάλομ:
Η θεωρία και η πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας, που κυκλοφόρησε το 1970, και η Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, το 1980. Και τα δύο θεωρούνται κλασικά έργα. Σε αυτά, όπως και σε όλα τα καθαρά επιστημονικά έργα του, συναντάς αυτή την ποιητική διάσταση. Συναντάς, επιτρέψτε μου έναν νεολογισμό, την «ποιητική βιωματικότητα». Αυτή είναι που τον κάνει επιρρεπή σε μια «άλλη διαθεσιμότητα» απέναντι στον φοιτητή, στον ασθενή, στον αναγνώστη.

Να ζωντανεύει η αλήθεια

Το ζητούμενο κάθε φορά είναι η αλήθεια να ζωντανεύει. Να την αισθάνεσαι στον σφυγμό σου, να γίνεται κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη ιδέα. Και την αλήθεια αυτή όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως διαδικασία πασχίζει να την περάσει στους νέους θεραπευτές. Ο Γιάλομ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Ωστόσο οι ταμπέλες δεν του πάνε. Ο όρος «υπαρξιακός» στον βαθμό που αναφέρεται στον Γιάλομ δεν χαρακτηρίζει μια ειδική σχολή. Δεν είναι ένα θεραπευτικό σύστημα αλλά μια στάση απέναντι στη θεραπεία.

Η ανθρωπιστική ψυχολογία πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα πρόβαλλε ανάμεσα στον μπιχεβιορισμό και στην ψυχανάλυση ως μια τρίτη δύναμη. Μια δύναμη που υποστήριξε ότι οι υπάρχουσες ψυχολογικές θεωρίες ακρωτηριάζουν την ολότητα του ανθρώπινου όντος. Σε καθιστούν παθητικό έρμαιο είτε στις τυφλές επιταγές του ασυνειδήτου είτε στις επιταγές του εξωτερικού περιγύρου. Ως αντίδοτο οι οπαδοί της ανθρωπιστικής ή υπαρξιακής σχολής φέρνουν στο προσκήνιο τις έννοιες της «αυτοπραγμάτωσης», της «ελεύθερης βούλησης», της «αυτονομίας του ατόμου».


Τα δεδομένα της ύπαρξης

Για τον Γιάλομ «η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση η οποία εστιάζει την προσοχή της σε αγωνίες που έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη». Ωστόσο η εσωτερική σύγκρουση που μας κατατρέχει, και εδώ είναι που διαφοροποιείται από τον Φρόιντ, δεν προέρχεται μόνο από την πάλη μας με καταπιεσμένες ενστικτικές ορμές ή με το υπερ εγώ μας ή με θραύσματα λανθάνουσας τραυματικής μνήμης αλλά και από την αναμέτρηση με τα δεδομένα της ύπαρξης. Υπάρχουν οι καθημερινές αγωνίες της ζωής μας: μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, ανικανότητα, ημικρανίες, σεξουαλικοί καταναγκασμοί, πένθος, καταστροφικές εμμονές, διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη...

Αυτά τα καθημερινά προβλήματα έχουν βαθιές ρίζες που φθάνουν ως τα θεμέλια της ύπαρξης.
Ο Γιάλομ αναφέρεται σε τέσσερα βασικά δεδομένα της ύπαρξης, σε έσχατες έγνοιες όπως τις αποκαλεί χρησιμοποιώντας τον όρο του θεολόγου Ρaul Τillich.

Είναι, πρώτον, το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι΄ αυτό που αγαπάμε·δεύτερον, η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε·τρίτον, η έσχατη μοναχικότητά μας· και, τέλος,η απουσία νοήματος στη ζωή μας.

Με αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης παλεύει ο θεραπευτής. Δεν είναι εύκολο να ζεις σήμερα. Πολλοί καταθέτουν τα όπλα και τρελαίνονται... Βυθίζονται στα σκοτάδια της κατάθλιψης, που σε λίγα χρόνια θα είναι η δεύτερη κατά σειρά οικουμενική ασθένεια. Οι περισσότεροι από εμάς βολεύονται σε μια σχεδόν καλή ζωή, αυτό που τόσο ωραία εκφράζει ο ποιητής «we go on living and partly living», ή σε μια ήπια απόγνωση, όπως έλεγε ο Φρόιντ.


Η αληθινή καρδιά

Η αληθινή καρδιά της ψυχοθεραπείας, σύμφωνα με τον Γιάλομ, είναι μια στοργική, βαθιά ανθρώπινη συνάντηση μεταξύ δύο προσώπων. «Η θεραπεία δεν πρέπει να καθορίζεται από τη θεωρία αλλά από τη σχέση»  μας λέει. Και φυσικά τινάζει από πάνω του τον στενάχωρο μανδύα του επιστημονισμού που διαπερνά τα σύγχρονα ρεύματα της αμερικανικής- και όχι μόνον- ψυχολογίας: την άκρατη αντικειμενικότητα, τον ψυχαναγκασμό της μέτρησης, το ουδέτερο αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Να κοιτάς, δηλαδή, το φεγγάρι και να εκστασιάζεσαι όχι από το φως του αλλά από το δάχτυλο που το δείχνει. Συντάσσεται με φωνές όπως εκείνες του Μάσλοου, του Ρότζερς ή του Ρόλο Μέι, που ήταν και ο καθηγητής του. Οι ψυχοθεραπευτές αυτοί, σε διαρκή συνομιλία με φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Βίτγκενσταϊν και ο Μερλό-Ποντί, ισχυρίζονται ο καθένας με τον τρόπο του πως εκείνο που ενδιαφέρει είναι ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Με το έργο του συνέβαλε στο να αποστασιοποιηθεί η ψυχολογία από ένα παρωχημένο όραμα επιστημονικότητας. Καλή επιστήμη δεν είναι εκείνη που προβλέπει ή ελέγχει καλά τα δεδομένα της, καλή είναι εκείνη που σου επιτρέπει να κατανοήσεις γιατί δεν μπορείς να προβλέψεις τα πράγματα που δεν μπορείς να προβλέψεις.
Ο Γιάλομ φανερώνει ότι η θεωρία αλλά και η πρακτική πολλών ψυμοιάζει με ένα στενό, στενόχωρο κοστούμι. Το φοράνε ακόμη και όταν κοιμούνται. Και πώς να κοιμηθείς και κυρίως πώς να ονειρευτείς με ένα τέτοιο κοστούμι; Θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για τη δυνατότητα που έδωσε να βγάλουν οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας αυτό το κοστούμι. Ξέρετε πόσο καλύτερα μπορεί ένας θεραπευτής - και όχι μόνον-, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, μπορεί να κάνει τη δουλειά του όταν καταλάβει ότι ένα τέτοιο ξένο κοστούμι τού είναι εν τέλει άχρηστο και το πετάξει; 




Ενα μικρό λευκό αγόρι 

Ας πάμε περίπου 70 χρόνια πριν. Ενα αγόρι 8 ετών, το μοναδικό λευκό αγόρι στη φτωχογειτονιά των μαύρων στην Ουάσιγκτον. Σε ένα μανάβικο μέσα. Είναι των γονιών του. Τα παιδιά τον πειράζουν. Δεν είναι εύκολο να είσαι λευκός ανάμεσα σε μαύρους. Δεν είναι εύκολο να είσαι εβραίος. Καταφύγιο στα δύσκολα, ένα μαγικό όπλο, το διάβασμα, η λογοτεχνία. Καμιά φορά αυτό το «όχι εύκολο» είναι και ένα δώρο για να προχωρήσεις μπροστά. Το μικρό αγόρι για να αποφύγει τα πειράγματα και τις επιθέσεις κλείνεται στην πλησιέστερη βιβλιοθήκη της περιοχής για να διαβάσει Στίβενσον, Ντίκενς, Στάινμπεκ, Κίπλινγκ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι. Εκεί γεννιέται και καλλιεργείται το πάθος του για τη λογοτεχνία, που βέβαια δεν είναι άλλο από το πάθος του για τη ζωή. 

Για μια ζωή που αξίζει τον κόπο να τη ζεις. 


Ένα ερώτημα που θα μείνει ανοιχτό, έτσι για τους αφηγητές των παραμυθιών: Τι θα γινόταν ο Γιάλομ αν μεγάλωνε σε μια μεσοαστική γειτονιά του Μανχάταν, λευκός μεταξύ λευκών, και αν δεν τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του, αν δεν υπήρχε δημοτική βιβλιοθήκη, αν δεν υπήρχε σοφίτα στο μανάβικο των γονιών του για να χώνεται μέσα διαβάζοντας; 

Ανόητες παιδικές ερωτήσεις, θα μου πείτε, και ίσως να έχετε δίκιο. 

Φωτεινή Τσαλίκογλου 

πηγή


Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Notes de passage [ 4 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων



Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν
ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.


ΞΕΡΟΥΜΕ τί θέλουμε στὸν ἔρωτα, μοιάζει νὰ μὴν ξέρουμε τί μποροῦμε.
Θέλουμε: Ἀδιάπτωτη πάντοτε τὴ γοητεία τοῦ Ἄλλου, τὰ χαρίσματά του ἀμετάλλαχτα, πάντοτε νὰ προκαλοῦν τὸ πάθος τῆς ἀγάπης μας.
Θέλουμε: Νὰ μᾶς ἀγαπάει ἀπεριόριστα, δίχως ὑφέσεις, καὶ νὰ μᾶς ἀγαπάει ὅπως εἴμαστε. Νὰ ἀγαπάει καὶ τὰ λάθη μας, τὶς ἀστοχίες καὶ παραλείψεις μας. Νὰ ἀγαπάει, ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνέχεται, ἀκόμα καὶ τὴ θωράκιση τοῦ ἐγώ μας.



Κατερίνα Αλαβέρα "Έρωτας και Πόλεμος"

Ἡ λογική μας ὀρθή, ἡ μονόδρομη φορά της τὴν ὑπονομεύει. Σίγουρα, ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ θωράκιση τοῦ δικοῦ μου ἐγώ.
Τὰ τείχη τῆς αὐτοάμυνας καταρρέουν ἀπὸ μόνα τους, ὅταν ὁ Ἄλλος μὲ ἀποδέχεται δίχως ἀντιστάσεις δικῆς του θωράκισης.
Ὅταν δὲν σκοντάφτω οὔτε στὸ δίκιο του, οὔτε στὴ λογική του, οὔτε στὴν ἐξυπνάδα του, οὔτε στὶς ἀρετές του, οὔτε στὶς ἀνάγκες του.


Ἡ ἐρωτικὴ ἀπαίτηση δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ μέτριο, τὸ μερικὸ καὶ ἀποσπασματικό. Στοχεύει στὴ ζωή, δηλαδὴ στὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Ὁ Ἄλλος νὰ δίνει, προτοῦ ζητήσουμε- νὰ μὴν μᾶς φέρει οὔτε μιὰ φορὰ στὴ θέση τοῦ ζήτουλα, νὰ μὴν μᾶς ταπεινώσει ποτὲ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴ δίψα μας.
Νὰ εἶναι αὐτὸς πάντα παράφορος, νὰ κάνει πάντα αὐτὸς τὸ πρῶτο βῆμα, νὰ μὴν εἶναι ποτὲ κουρασμένος, θλιμμένος, ἀδιάφορος.
Τὰ θέλουμε ὅλα αὐτά, μὰ τὰ θέλει ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὰ ἀπαιτεῖ στὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα, γιὰ νὰ καθίσει τὸν ἄλλον στὸ σκαμνί, νὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ, νὰ τὸν κατατροπώσει. Ἐσὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη σου;

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σπουδάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς στὴν ἀπάτη τοῦ ἔρωτα. Δὲν ὑπάρχει ἔρωτας ποὺ νὰ μὴν περνάει ἀπὸ φάσεις θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης καὶ ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Φάσεις ὄντως ζωῆς, ποὺ γίνονται ὅπλα τῆς φύσης γιὰ νὰ κερδίσει τὸν Ἄλλον, νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν κατέχει. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα περιχαρακώνει τὸ δίκιο της, φτιάχνει ὁρμητήρια γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ, ὅταν ὁ Ἄλλος ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται στὴ δική του αὐτονομία, στὴ δική του φυσικὴ ἀπαίτηση.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἢ ἀμοιβαῖα θυσιαστικός, ἢ σπαραγμὸς καὶ ρήξη - συμβιβασμὸς δὲν ὑπαρχει. Ἡ συμβατικὴ ἀνοχὴ δὲν συντηρεῖ τὸν ἔρωτα, οὔτε ὁ μαζοχισμὸς τῆς καρτερίας. Ὁ συμβιβασμὸς εἶναι μόνο ἀνελπιστία. Ἀντίθετα, ἡ ρήξη τρέφει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα ἑπόμενο θαῦμα ποὺ θὰ διαρκέσει. Ὁ ἑπόμενος Ἄλλος θὰ μὲ ἀποδεχθεῖ δίχως κρατούμενα, θὰ μὲ ἐρωτευθεῖ δίχως ὅρια. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζομαι τὴ ρήξη, βίαιη καὶ ἀνυποχώρητη. Γιὰ νὰ μὲ ἀποκαταστήσει ἀκέραιον στὴν παρθενία τῆς ἀναμονῆς. Κι ὅταν ὁ ἑπόμενος Ἄλλος ἐμφανιστεῖ, τὸ παιχνίδι ξαναρχίζει παγιδευμένο στὰ ἴδια γρανάζια τῆς ἀδυσώπητης φύσης μας.

Συχνὰ δὲν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας «δεσμός», ὅταν ἀρχίζει ὁ πειραματισμὸς γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μὲ εἰλικρίνεια ἀναζήτησης - ὄχι γιὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια ἐφήμερων ἱκανοποιήσεων. Ποντάρω γιὰ τὴ ζωή, δὲν γίνεται νὰ παραιτηθῶ. Ἔστω καὶ μὲ τὴ γεύση τοῦ ἀνέφικτου, προχωρῶ στὴν ἑπόμενη δοκιμή, μὲ ἀνοιχτὴ καὶ αἱμάσσουσα τὴν προηγούμενη ρήξη. Τὴν χρειάζομαι αὐτὴ τὴ ρήξη γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν συντηρῶ μὲ ἀμείωτη ἐπιθετικότητα. Πρέπει νὰ φταίει ὁπωσδήποτε ὁ Ἄλλος ποὺ ἐγὼ ἀρχίζω καινούργιους πειραματισμούς, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη, ἀλλιῶς δὲν δικαιώνονται οἱ πειραματισμοί μου. Ἡ ἐπιθετικότητα, ἡ συντήρηση τῆς ρήξης, μοῦ προσπορίζει βεβαιότητες παρθενικῆς ἑτοιμότητας γιὰ τὴν ἑπόμενη ἀπόπειρα «δεσμοῦ».

Κάθε καινούργιο ἐρωτικὸ ξεκίνημα, καὶ μιὰ καινούργια εὐφροσύνη αὐταπάτης. Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει καὶ πάλι γιορτή. Μοιάζει, γιατὶ ἀπὸ κάποια ἀδιόρατη γωνιὰ μορφάζει τώρα ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου. Ὅλα ξαναγίνονται ρίγος γιορτῆς, μὰ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη, εἶναι τέντωμα ἀναμονῆς. Πόσο θὰ ἀντέξει ὁ καινούργιος Ἄλλος νὰ εἶναι «συνοδός μου καὶ θεός μου», πόσο θὰ κρατήσει ἡ γιορτὴ πάνω στὸ τεντωμένο σχοινί. Κι ὅταν ἡ ἔνταση σπάσει καὶ πάλι, καὶ γίνει ὁ ἔρωτας ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιδικία γιὰ τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου, γιὰ τὸ φταίξιμό σου καὶ τὴν ὀδύνη μου, τότε μιὰ ἀκόμα φυγὴ σὲ καινούργια ἐρωτικὴ σχέση θὰ δώσει καὶ πάλι τὴν ἐλπίδα, πὼς ὅλα μποροῦν αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ εἶναι μόνιμα καὶ ἀμετάθετα. Σισύφεια σταύρωση στὸν πόθο τῆς ζωῆς.

Ἐπιδόσεις Σισύφων, βασανισμοὶ παραλλαγῶν σε μιαν ἀτέρμονη διαδοχὴ ἀπὸ καινούργια πάντοτε ἐρωτικὰ ξεκινήματα. Οἱ ἄνθρωποι σταματᾶμε τὴ ζωὴ στὴν ψευδαίσθηση, κλείνουμε πεισματικὰ τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Δὲν τολμᾶμε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπάτη, τὴν πλανερὴ ψευδαίσθηση.

Ἄραγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν δυὸ ἄνθρωποι ποὺ θὰ φυλάξουν τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα μὲ καθημερινὴ ταπεινὴ προσπάθεια νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ ἀδυσώπητος τρόπος τῆς φύσης; Εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ ζώντας τὴ μέθη τῆς γιορτῆς θὰ συνυπολογίζουν κάθε στιγμὴ τὴν ἀπάτη τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νὰ διαρκεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης μὲ καθημερινὴ ἄσκηση αὐταπάρνησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς;



4. ΝΟΤΕS DE PASSAGE: ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Φθόγγοι τῆς μελωδίας ξένοι πρὸς τὶς ἑκατέρωθεν συγχορδίες καὶ ποὺ συνδέουν βαθμηδὸν δυὸ φθόγγους τῶν ἑκατέρωθεν συγχορδιῶν.
Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"


Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.




Η φυλακή του "εγώ"




Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή. Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο τον και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκονδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.

Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα συγκαλά του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.

Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.

«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής.»

Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.
«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός.»
Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.
«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα.»
Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο. Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο.
«Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!»
«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού.»

Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:

«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;»
«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός.»
Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!»
Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:
«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».

Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο:
«Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.
«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;»
Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ο γέρος συνεχίζει:
«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη. Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας… Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!»
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.

————



Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.
Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».

Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα —δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο, όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή—, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.

Χόρχε Μπουκάι