Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Καρλ Γιουνγκ και θάνατος

Με έχουν ρωτήσει αρκετές φορές τι πιστεύω για το θάνατο, γι’ αυτό το τελείωμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο θάνατος είναι απλά γνωστός ως το τέλος. Είναι η τελεία που τοποθετείται στο τέλος της πρότασης και δεν ακολουθείται παρά μόνο από αναμνήσεις ή τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Πάντως, όσο αφορά το άτομο που πεθαίνει, η άμμος της κλεψύδρας έχει τελειώσει. Ήρθε ο καιρός να αναπαυτεί η πέτρα που κυλούσε.             

Όταν φθάνουμε στην αντιμετώπιση του θανάτου, η ζωή μοιάζει με καθοδικό ρεύμα ή με ρολόι που χάλασε και που το τελικό του «ξεκούρδισμα» επιβεβαιώνει το τέλος του. Όταν γινόμαστε μάρτυρες στην απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής, βεβαιωνόμαστε περισσότερο γι’ αυτό το «ξεκούρδισμα».
Τα ερωτηματικά για το νόημα και την αξία της ζωής γίνονται όλο και πιο άμεσα και αγωνιώδη όταν βλέπουμε ένα σώμα να αφήνει την τελευταία του πνοή. Πόσο διαφορετικό μας φαίνεται το νόημα της ζωής όταν βλέπουμε ένα νέο άτομο να αγωνίζεται για μακροπρόθεσμους στόχους, να κάνει όνειρα για το μέλλον και το συγκρίνουμε με έναν γέρο που βυθίζεται στον τάφο απρόθυμα και ανίσχυρα;




Μας αρέσει να σκεφτόμαστε πως η νιότη έχει σκοπούς, μέλλον, νόημα και αξία, ενώ ο ερχομός του τέλους είναι μια ανώφελη παύση. Αν ένας νέος φοβάται τον κόσμο, τη ζωή και το μέλλον, τότε όλοι το βρίσκουν αυτό λυπηρό, ανόητο, νευρωτικό. Θεωρείται φυγόπονος και δειλός.
Όμως, όταν ένας ηλικιωμένος φρίττει και τρομοκρατείται στη σκέψη ότι η λογική του προσδοκία για τη ζωή φθάνει μόνο σε μερικά χρόνια, τότε με οδύνη ξυπνούν μέσα μας ορισμένα συναισθήματα. Κοιτάζουμε μακριά και στρέφουμε τη συζήτηση σε άλλο θέμα.
Όταν πρόκειται για το νεαρό, μας προδίδει η αισιοδοξία με την οποία κρίνουμε τη ζωή που έχει μπροστά του. Φυσικά διαθέτουμε πάντα τα κατάλληλα γνωμικά για τους άλλους, όπως «όλοι θα πεθάνουμε κάποτε», «δεν μπορεί να ζεις για πάντα», κλπ. Όμως, όταν μένει κανείς μόνος μέσα στη νύκτα και στο σκοτάδι, δεν ακούει και δεν βλέπει τίποτε, παρά μόνο τις σκέψεις που προσθαφαιρούν χρόνια, και τη μακριά αλυσίδα των δυσάρεστων γεγονότων που δείχνουν με άσπλαχνο τρόπο πόσο κινήθηκε ο δείκτης του ρολογιού.


Πολλοί νέοι κρύβουν βαθιά μέσα τους έναν τρόμο για τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα την επιθυμούν έντονα. Ακόμη περισσότερο, οι ηλικιωμένοι αισθάνονται τον ίδιο τρόμο για το θάνατο. Πραγματικά, είδα εκείνους που έτρεμαν τη ζωή όταν ήταν νέοι, να υποφέρουν αργότερα το ίδιο από το φόβο του θανάτου. Όταν είναι νέοι προβάλλουν παιδική αντίσταση στις φυσιολογικές απαιτήσεις της ζωής. Μπορεί κανείς να πει το ίδιο όταν είναι γέροι, επειδή φοβούνται με τον ίδιο τρόπο τις φυσιολογικές απαιτήσεις της ζωής Είμαστε τόσο πεπεισμένοι ότι ο θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας, ώστε δεν μπορούμε να η συλλάβουμε σαν αφετηρία και ολοκλήρωση, όπως θεωρούμε τους στόχους και τους σκοπούς της νεανικής ζωής.

Η ζωή είναι μια ευεργετική διαδικασία.
Όπως και κάθε άλλη ευεργετική διαδικασία, δεν αντιστρέφεται και έτσι κατευθύνεται προς ένα τέρμα. Αυτό το τέρμα είναι μια κατάσταση ανάπαυσης. Όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρχική διαταραχή της αέναης κατάστασης ανάπαυσης που επιχειρεί πάντα να επανεπιβληθεί.
Η ζωή είναι κατ’ εξοχήν τελεολογία. Είναι ο εσωτερικός αγώνας για επίτευξη και ο ζωντανός οργανισμός είναι ένα σύστημα κατευθυνόμενων στόχων που αναζητούν την εκπλήρωσή τους.
Ο σκοπός κάθε διαδικασίας είναι το τέλος της
. Όλο το ενεργειακό ρεύμα μοιάζει με το δρομέα που αγωνίζεται με μεγάλη προσπάθεια και ολοσχερή κατανάλωση των δυνάμεών του για να φθάσει στο τέρμα.


Η νεανική ανυπομονησία για τον κόσμο και τη ζωή, για την ενατένιση υψηλών προσδοκιών και μακρινών στόχων, είναι η φανερή τελεολογική ανάγκη της ζωής που, αν σε κάποιο σημείο αγκιστρωθεί στο παρελθόν, μετατρέπεται σε φόβο για τη ζωή, νευρωτικές αντιστάσεις, καταθλίψεις και φοβίες, ή αποφυγή των κινδύνων που κάνουν εφικτό τον αόρατο στόχο. Κατά την ωριμότητα και στο μέγιστο της βιολογικής ύπαρξης η ζωή κατευθύνεται χωρίς στάσεις σε ένα σκοπό. Η ζωή αρχίζει να φθίνει με τον ίδιο έντονο και ακαταμάχητο τρόπο. Το τέρμα δεν βρίσκεται πλέον στην κορυφή, αλλά στην κοιλάδα από όπου άρχισε η άνοδος. Η καμπύλη της ζωής μοιάζει με την παραβολή ενός ανύσματος, που διαταράσσεται από την αρχική θέση ηρεμίας, ανυψώνεται και μετά επιστρέφει σε ένα σημείο ανάπαυσης.





Πάντως, η ψυχολογική καμπύλη της ζωής αρνείται να συμφιλιωθεί με αυτό το φυσικό νόμο.
Μερικές φορές η ασυμφωνία αρχίζει νωρίς, κατά την περίοδο της αύξησης.
Το άνυσμα ανυψώνεται βιολογικά αλλά κατέρχεται ψυχολογικά. Γυρίζουμε πίσω και αγκαλιάζουμε τόσο σφικτά την παιδική μας ηλικία σαν να μη μπορούμε να την αποχωριστούμε. Ακινητοποιούμε τους δείκτες του ρολογιού και φανταζόμαστε πως έτσι θα σταματήσουμε το χρόνο. Όταν τελικά φθάσουμε στην κορυφή με καθυστέρηση, τότε πάλι επιβραδύνουμε – ψυχολογικά – ως το σημείο ανάπαυσης.
Αν και βλέπουμε πως γλιστράμε στην άλλη πλευρά, προσκολλούμαστε στην κορυφή που πετύχαμε κάποτε, στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω. Όπως ακριβώς ο φόβος μας απέτρεπε από τη ζωή, έτσι τώρα εμπνέει ανάλογα συναισθήματα για το θάνατο.


Πολλές φορές παραδεχόμαστε πως ο φόβος για τη ζωή μάς συγκρατούσε στην ανοδική τάση, όμως εξαιτίας αυτής ακριβώς της καθυστέρησης υποστηρίζουμε όλο και πιο πολύ την προσκόλληση στην κορυφή που μόλις αγγίξαμε. Αν και είναι φανερό ότι πέρα από κάθε αντίσταση που προβάλλαμε η ζωή επιβεβαίωσε τον προορισμό της, παρόλα αυτά δεν προσέχουμε και προσπαθούμε να την κρατήσουμε ακίνητη. Τότε η ψυχολογία μας χάνει τη φυσική της βάση. Η συνείδηση παραμένει ξεκρέμαστη, ενώ το παραβολικό άνυσμα βυθίζεται επιταχυνόμενο προς τα κάτω.


Η φυσιολογική ζωή είναι το χώμα που τρέφει την ψυχή.
Εκείνος που αποτυγχάνει να εναρμονιστεί με τη ζωή, παραμένει αιωρούμενος, δύσκαμπτος και αυστηρός. Αυτός είναι ο λόγος για το πείσμα που παρουσιάζουν πολλοί άνθρωποι στα γηρατειά τους. Κοιτάζουν πίσω και αγκιστρώνονται στο παρελθόν, με τον κρυφό φόβο του θανάτου στις καρδιές τους. Αποσύρονται από τη ζωή, τουλάχιστον ψυχολογικά, και παραμένουν αδρανείς σαν αναμνηστικές στήλες άλατος, με ζωηρές αναμνήσεις της νιότης αλλά χωρίς ζωντανή σχέση με το παρόν. Από το μέσον της ζωής και μετά, πραγματικά ζωντανός είναι εκείνος που είναι πρόθυμος να πεθάνει γεμάτος ζωή.


Η άρνηση της εκπλήρωσης της ζωής είναι συνώνυμη με την παραδοχή του τέλους της.
Και τα δύο σημαίνουν απροθυμία για ζωή, που είναι ταυτόσημη με την απροθυμία για το θάνατο.
Η ψυχρότητα και η ωχρότητα φέρνουν τα πραγματικά γηρατειά. Όποτε μπορεί, η συνείδησή μας αρνείται να συμβιβαστεί με αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια. Συνήθως αγκαλιάζουμε το παρελθόν και παραμένουμε προσκολλημένοι στην ψευδαίσθηση της νιότης. Το γήρας δεν είναι καθόλου αγαπητό.  Κανείς δεν σκέφτεται ότι η άρνηση της ενηλικίωσης είναι τόσο παράλογη όσο το μην αυξάνεται το μέγεθος των παπουτσιών ενός παιδιού.

Ένας τριαντάρης με παιδικούς τρόπους σίγουρα επισύρει τον οίκτο, αλλά ένας νεανικός εβδομηντάρης δεν είναι υπέροχος; Και όμως, και οι δύο είναι διεστραμμένοι χωρίς προσωπικό ύφος, και αποτελούν ψυχολογικές τερατωδίες. Ένας νέος που δεν αγωνίζεται και δεν κατακτά, έχει χάσει το καλύτερο τμήμα της νιότης του, αλλά και ένας γέρος που δεν γνωρίζει πώς να ακούσει τα μυστικά των ρυακιών που κυλούν από τις κορυφές στις πεδιάδες, δεν προκαλεί αίσθηση. 

Είναι μια πνευματική μούμια, ένα αυστηρό λείψανο του παρελθόντος. 
Στέκεται μακριά από τη ζωή, επαναλαμβάνοντας μηχανικά τον εαυτό του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.



Η ζωή τελειώνει στο θάνατο όπως ένα τροχιοδεικτικό βλήμα που πετάει προς το στόχο του. Η άνοδος και το ζενίθ της δεν είναι παρά σκαλοπάτια προς αυτό το τέρμα. Αυτή η παράδοξη πρόταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα λογικό συμπέρασμα που εξάγεται από το γεγονός πως η ζωή κατευθύνεται προς ένα τέρμα και διακατέχεται από ένα σκοπό.
Εγώ δεν πιστεύω ότι γίνομαι σοφιστής.
Στο ανοδικό κομμάτι της ζωής προσδίδουμε ένα χαρακτήρα σκοπού και κάποιου τέλους, γιατί όχι και στο καθοδικό;
Η γέννηση ενός ανθρώπινου πλάσματος είναι γεμάτη από νόημα, γιατί όχι και ο θάνατος;
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια ο άνθρωπος μεγαλώνοντας προετοιμάζεται για το απόλυτο ξεδίπλωμα της ατομικής του φύσης. Γιατί να μην ετοιμάζεται και ο ηλικιωμένος ανάλογα με το θάνατό του;
Βέβαια, στο ζενίθ της ζωής κάτι κατακτά ο άνθρωπος
Με το θάνατο τι επιτυγχάνει;


Σε αυτό το σημείο δεν θέλω να βγάλω ξαφνικά μια θεωρία από την τσέπη μου και να ζητήσω από τον αναγνώστη να κάνει αυτό που κανείς δεν θα μπορούσε – δηλαδή, να την πιστέψει. Ομολογώ ότι και εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ. Έτσι, δεν μπορώ να πω ότι πρέπει κανείς να πιστέψει το θάνατο σαν δεύτερη γέννηση που οδηγεί στην επιβίωση μετά τον τάφο.
Μπορώ όμως να αναφέρω ότι η κοινή γνώμη έχει συγκεκριμένες απόψεις για το θάνατο που εκφράζονται αλάθητα σε όλες τις θρησκείες του κόσμου. Μπορεί να πει κανείς ότι οι περισσότερες θρησκείες είναι πολύπλοκα συστήματα προετοιμασίας για το θάνατο, τότε ώστε η ζωή – πράγμα που συμφωνεί με την παράδοξη θεωρία μου – πραγματικά πια δεν έχει καμιά σημασία,
παρά σαν προετοιμασία για τον τελικό σκοπό της που είναι ο θάνατος.

Καρλ Γιούνγκ , από  το βιβλίο του  " Ψυχολογία και Απόκρυφο "




Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Το άγχος του θανάτου



Θεωρώ υποχρέωσή μου να μεταφέρω σ’ αυτό άρθρο, το νόημα της θαυμάσιας ομιλίας του ψυχιάτρου υπαρξιακά και ψυχαναλυτικά προσανατολισμένου Irvin D. Υalom, καθώς και του βιβλίου του στον «Κήπο του Επίκουρου» ή «Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου».

«Κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο, ούτε το θάνατο»
(Francis delaRoche).
Κι αυτό είναι αλήθεια.
Οι υπαρξιστές ψυχίατροι και φιλόσοφοι πιστεύουν ότι η ψυχοπαθολογία του ατόμου πηγάζει από το εμφανές ή απωθημένο άγχος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου μπορεί να πάρει τη μορφή μιας διάχυτης ανησυχίας ή να γίνει ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα.
Για άλλους πάλι, κατά τον Yalom, ο φόβος του θανάτου ξεσπάει σ’ ένα τρόμο, που αρνείται κάθε ευτυχία και επιτυχία, ανοίγοντας μια θανάσιμη πληγή.
Ο συγγραφέας με τον τίτλο του βιβλίου του «Στον κήπο του Επίκουρου», αναγνωρίζει τον αρχαίο φιλόσοφο Επίκουρο ως τον πρώτο υπαρξιακό ψυχοθεραπευτή.

Ο Επίκουρος στην πραγματικότητα, δεν υποστήριζε την αισθητική απόλαυση αλλά πολύ περισσότερο τον απασχολούσε η κατάκτηση της γαλήνης.
Ο φιλόσοφος θεραπεύει την ψυχή. Και στ’ αλήθεια, η φιλοσοφία είναι το βάλσαμο, που μπορεί να μαλακώσει την ανθρώπινη δυστυχία που πηγάζει από την ενατένιση του θανάτου.
Αυτή η ενατένιση εμπεριέχει φόβο για την ανυπαρξία, αγωνία για τη μοναξιά, τρόμο για τον σκοτεινό δρόμο που θα ακολουθήσει η ψυχή του ανθρώπου, την ενδεχόμενη τιμωρία, το σκοτάδι, τη θρησκευτική αγωνία, την απώλεια της συνειδητότητας.

Στην αντιρροπιστική δράση του, για να ξεπεράσει ο άνθρωπος το φόβο του θανάτου, περιλαμβάνονται συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με την αναζήτηση της αιωνιότητας μέσω της θρησκευτικότητας, της υστεροφημίας, της απόκτησης πλούτου και δύναμης ή κοινωνικής καταξίωσης. Όμως, το άγχος του θανάτου είναι παρόν, καραδοκεί σε κάποια κρυφή ρεματιά του μυαλού μας.
Όλα αυτά τα λόγια και οι πεποιθήσεις του μεγάλου ψυχιάτρου, που αναφέρουμε, είναι στηριγμένα σε στοχασμούς των αρχαίων φιλοσόφων και ιδιαίτερα του Επίκουρου.

Η συνάντηση με το θάνατο, λέει ο μεγάλος δάσκαλος, δεν καταλήγει υποχρεωτικά σε απόγνωση που θα στερήσει τη ζωή από κάθε σκοπό. Αντίθετα, είναι μία εμπειρία που θα μας ξυπνήσει και θα μας οδηγήσει σε μια ζωή πιο πλήρη.
«Κοιτάξτε το θάνατο κατάματα».
Στην ουσία, ο θάνατος είναι μια αυταπάτη. Οι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε «όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ και όπου είμαι εγώ, δεν υπάρχει ο θάνατος».
Φυσικά αυτό προϋποθέτει την αντίληψη ότι και το σώμα και η ψυχή είναι θνητά.

Όμως ο συγγραφέας έχει μια θαυμάσια ιδέα για την αθανασία.
Είναι η ιδέα των κυματισμών.
Η λέξη κυματισμός αναφέρεται στο γεγονός ότι ο καθένας από μας παράγει συχνά, χωρίς συνειδητή πρόθεση, ομόκεντρους κύκλους επιρροής, που επηρεάζουν άλλους ανθρώπους για πολλά χρόνια και για πολλές γενιές. Η επίδραση, δηλαδή που έχουμε στους άλλους ανθρώπους, μεταβιβάζεται στους άλλους σαν να πέφτει ένα πετραδάκι σε μια λιμνούλα και δημιουργεί κυματισμούς.
Οι κυματισμοί αφήνουν πάντα πίσω μας κάτι από την εμπειρία της ζωής μας. Έτσι, προκύπτει αθανασία όχι φυσικά για την υλική μας υπόσταση, αλλά για την προσωπική μας εμπειρία.
Θα πρόσθετα ότι σε ενεργειακό επίπεδο, η θεωρία των κυματισμών μπορεί να λάβει τη μορφή μιας αέναης μετατροπής και διατήρησης της δικής μας φυσικής δραστηριότητας.
Εξασφαλίζει μια μορφή αθανασίας. Ο εγκέφαλός μας παράγει ηλεκτρικά δυναμικά που μεταφέρονται με τον προφορικό λόγο στην ακουστική αντίληψη του άλλου συνομιλητή μας, εγγράφονται μνημονικά στο δικό του εγκέφαλο, ενσωματώνονται στη διάνοιά του και η εμπειρία μας αποκτά έτσι μια μεταφυσική δραστηριότητα και προβολή στο μέλλον εξασφαλίζοντας μία μορφή «αθανασίας» για τη σκέψη και εμπειρία μας.

O Υalom θεωρεί ότι μπορεί να ξεπεράσουμε τον τρόμο του θανάτου μέσα από τον ανθρώπινο σύνδεσμο.
Η μοναξιά αυξάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αγωνία του θανάτου.
Και ο πολιτισμός μας ορθώνει δυστυχώς, παραπέτασμα σιωπής και απομόνωσης γύρω από τον άνθρωπο που πεθαίνει.
Εκτός από την ψυχολογική μοναξιά, τονίζει ο συγγραφέας, υπάρχει και η υπαρξιακή απομόνωση, που πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και άλλους ανθρώπους. Το χάσμα αυτό πηγάζει από την πεποίθηση ότι ο καθένας είναι πεταμένος έτσι τυχαία μέσα στην «ύπαρξη» και πρέπει να βρει το δρόμο μόνος του.
Επίσης, πηγάζει από το ότι ο καθένας από μας ζει χωρίς ουσιαστική συντροφικότητα και αγάπη σ’ ένα κόσμο, που βιώνει ολομόναχος τα καθημερινά και υπαρξιακά προβλήματα της ζωής του.

Γεώργιος Kωμαΐτης-  Ψυχίατρος.
και η πηγή του άρθρου εδώ