Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Erich Fromm ( Έριχ Φρομ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Erich Fromm ( Έριχ Φρομ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

''οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος''



«Η βασική συνθήκη της νευρωτικής αγάπης  έγκειται στο γεγονός ότι ο ένας ή και αμφότεροι οι “ερωτευμένοι” έχουν παραμείνει προσκολλημένοι σε μια γονική φιγούρα και μεταβιβάζουν τα αισθήματα, τις προσδοκίες και τους φόβους που είχαν άλλοτε απέναντι στον πατέρα ή τη μητέρα τους, στο πρόσωπο που αγαπούν τώρα, στην ενήλικη ζωή τους. 
Πρόκειται για άτομα τα οποία δεν απελευθερώθηκαν ποτέ από την παιδική τους εξάρτηση και αναζητούν το ίδιο αυτό πρότυπο στις απαιτήσεις που έχουν από τις σχέσεις τους κατά την ενήλικη ζωή τους.

Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο  έχει παραμείνει συναισθηματικά ένα παιδί άλλοτε δύο ετών, άλλοτε πέντε και άλλοτε δώδεκα, ενώ διανοητικά και κοινωνικά βρίσκεται στο επίπεδο της πραγματικής του ηλικίας. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αυτή η συναισθηματική ανωριμότητα οδηγεί σε διαταραχές όσον αφορά την κοινωνική αποτελεσματικότητα του ατόμου· στις λιγότερο σοβαρές, η σύγκρουση και η κρίση περιορίζονται στη σφαίρα των στενών προσωπικών σχέσεων.

Σε σχέση με την εξέταση της μητροκεντρικής  και της πατροκεντρικής προσωπικότητας, το ακόλουθο παράδειγμα για αυτό τον τύπο της νευρωτικής ερωτικής σχέσης που συναντάμε συχνά σήμερα έχει να κάνει με τους άντρες, οι οποίοι στη συναισθηματική τους ανάπτυξη έμειναν προσκολλημένοι σε μία νηπιακή εξάρτηση από τη μητέρα.


Salvador Dali


Αυτοί είναι οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος. Εξακολουθούν να αισθάνονται σαν μικρά παιδιά, αποζητούν τη μητρική προστασία, την αγάπη, τη θαλπωρή, τη φροντίδα και το θαυμασμό, θέλουν την άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αγάπη η οποία δεν τους προσφέρεται για κανέναν άλλο λόγο εκτός από το γεγονός πως τη χρειάζονται, ότι είναι παιδιά της μητέρας, ότι είναι ανίσχυροι. Τέτοιου είδους άντρες συχνά είναι πολύ τρυφεροί και γοητευτικοί, όταν προσπαθούν να κάνουν μία γυναίκα να τους αγαπήσει και παραμένουν έτσι ακόμη και όταν πετυχαίνουν το στόχο τους. Αλλά η σχέση τους με τη γυναίκα (όπως στην πραγματικότητα και με όλους τους άλλους ανθρώπους) παραμένει επιφανειακή και ανεύθυνη. Ο σκοπός τους είναι να αγαπηθούν, όχι να αγαπήσουν.

Κατά κανόνα, υπάρχει μια γερή δόση ματαιοδοξίας σε αυτό τον τύπο του άντρα και κρύβει μέσα του ιδέες μεγαλομανίας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Αν βρει την κατάλληλη γυναίκα, νιώθει ασφαλής, νιώθει σαν να είναι στην κορυφή του κόσμου και μπορεί να διαθέσει πολλή στοργή και πολλή γοητεία· αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τέτοιοι άντρες είναι συχνά τόσο απατηλοί. Διότι, όταν έπειτα από κάποιο διάστημα η γυναίκα παύει να ανταποκρίνεται στις φανταστικές τους προσδοκίες, αρχίζουν να εμφανίζονται συγκρούσεις και μνησικακίες.


Αν η γυναίκα δεν τους θαυμάζει συνεχώς, αν έχει αξιώσεις για μία δική της ζωή, αν θέλει κι εκείνη να την αγαπούν και να την προστατεύουν και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο άντρας νιώθει βαθιά πληγωμένος και απογοητευμένος και συνήθως δικαιολογεί αυτά του τα αισθήματα με τη σκέψη πως η γυναίκα του «δεν τον αγαπά, είναι εγωίστρια ή αυταρχική». 
Ο,τιδήποτε δεν αντιστοιχεί στη στάση μίας στοργικής μητέρας απέναντι σε ένα χαριτωμένο, γοητευτικό παιδί, εκλαμβάνεται ως απόδειξη έλλειψης αγάπης. Αυτοί οι άντρες συνήθως μπερδεύουν τη στοργική τους συμπεριφορά, την επιθυμία τους να ευχαριστήσουν, με την ειλικρινή αγάπη, κι έτσι φτάνουν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται μία μεγάλη αδικία· φαντάζονται τον εαυτό τους ως μεγάλο εραστή και παραπονιούνται πικρά για την αχαριστία της ερωτικής συντρόφου τους










Σε σπάνιες περιπτώσεις, ένα τέτοιο μητροκεντρικό άτομο κατορθώνει να λειτουργήσει χωρίς σοβαρά προβλήματα. Αν η μητέρα του το αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν υπερπροστατευτική (ίσως κυριαρχική αλλά όχι ισοπεδωτική), αν βρει μία γυναίκα που να ανήκει στον ίδιο αυτό μητρικό τύπο, αν τα ιδιαίτερα χαρίσματά του και τα ταλέντα του, τού επιτρέπουν να ασκεί γοητεία και να προκαλεί θαυμασμό (αυτή είναι μάλιστα η περίπτωση κάποιων επιτυχημένων πολιτικών), τότε “προσαρμόζεται καλά” με την κοινωνική έννοια, ακόμη και χωρίς ποτέ να φτάνει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας.

Όμως κάτω από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες – και βέβαια αυτές είναι πιο συχνές- η ερωτική του ζωή, αν όχι και η κοινωνική επίσης, θα είναι μία σοβαρή απογοήτευση. Κι όταν ένας άνθρωπος με τέτοια προσωπικότητα απομένει μόνος του, τότε εμφανίζονται συγκρούσεις και υψηλά επίπεδα άγχους ή κατάθλιψη. Σε μία ακόμη πιο σοβαρή παθολογική περίπτωση, η προσκόλληση στη μητέρα είναι βαθύτερη και περισσότερο ανορθολογική. Σε αυτό το επίπεδο η επιθυμία δεν είναι συμβολικά μιλώντας, να επιστρέψει το άτομο στην προστατευτική αγκαλιά της μητέρας ούτε στο μητρικό στήθος που το τρέφει, αλλά να επιστρέφει σε αυτό που όλα τα δέχεται και όλα τα αφανίζει -στην ίδια τη μήτρα. Αν η φύση της υγιούς προσωπικότητας είναι να αναπτυχθεί έξω από τη μήτρα, στον κόσμο, η φύση της σοβαρής διανοητικής διαταραχής που προκαλείται είναι να αποζητήσει το άτομο τη μήτρα για να απορροφηθεί από αυτήν και πάλι. Με άλλα λόγια, να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή.

Αυτό το είδος της προσκόλλησης προκύπτει συνήθως στην περίπτωση που και οι ίδιες οι μητέρες δένονται με το παιδί τους με έναν τέτοιο καταστροφικό και ολέθριο τρόπο. Κάποιες στο όνομα της αγάπης, κάποιες άλλες στο όνομα του καθήκοντος, θέλουν να κρατήσουν μέσα τους το παιδί, τον έφηβο, τον άντρα· δεν θα πρέπει να αναπνέει παρά μόνο μέσω αυτών και δεν θα πρέπει να μπορεί να αγαπά παρά μόνο σε ένα επιφανειακό, σεξουαλικό και μόνο επίπεδο, απαξιώνοντας όλες τις άλλες γυναίκες. Δεν θα πρέπει τελικά να μπορεί να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος παρά ένας αιώνιος ανάπηρος ή ένας “μητροκτόνος”.

Αυτή η όψη της μητέρας, η σαρωτική και καταστροφική, είναι η αρνητική όψη της μητρικής φιγούρας. Η μητέρα μπορεί να δώσει τη ζωή και μπορεί να πάρει τη ζωή.
Είναι εκείνη που θα αναγεννήσει αλλά κι εκείνη που θα αφανίσει- μπορεί να κάνει θαύματα με την αγάπη της, αλλά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τραυματίσει περισσότερο από όσο αυτή».


 Έριχ Φρομ, 

Από το   "Η Τέχνη της Αγάπης" , εκδόσεις Μπουκουμάνης.

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Η τέχνη της Αγάπης



… Στη σφαίρα των υλικών πραγμάτων το να δίνεις σημαίνει να είσαι πλούσιος. 
Πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που δίνει πολλά. 
Ο αποθησαυριστής που έχει την αγωνία και την έγνοια μη χάσει κάτι, είναι, από την ψυχολογική άποψη, ο φτωχός και ξεπεσμένος άνθρωπος, άσχετο με το πόσα έχει. Όποιος έχει τη δύναμη να δίνει από τον εαυτό του, από το δικό του είναι πλούσιος. Νιώθει τον εαυτό του σαν κάποιον που μπορεί να παρέχει από τον εαυτό του στους άλλους. 
Μόνο εκείνος που έχει στερηθεί απ’ όσα ξεπερνούν τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση , θα ήταν ανίκανος να χαρεί την πράξη της υλικής προσφοράς πραγμάτων. 
Αλλά η καθημερινή πείρα δείχνει ότι εκείνα που ένα άτομο θεωρεί σαν βασικές ανάγκες εξαρτώνται από το χαρακτήρα του όσο και από το τι πραγματικά κατέχει. Είναι γνωστό σε όλους μας πως οι φτωχοί είναι πιο πρόθυμοι να δίνουν από τους πλούσιους. Ωστόσο και η φτώχεια που ξεπερνά κάποιο όριο, μπορεί να κάνει την προσφορά αδύνατη και είναι τόσο εξευτελιστική, όχι μόνο εξαιτίας της άμεσης δυστυχίας αλλά εξαιτίας του ότι στερεί από το φτωχό τη χαρά της προσφοράς.

Ωστόσο η πιο σημαντική προσφορά δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. 


Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στο συνάνθρωπο του; 
Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. 
Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει τον συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης. Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν. Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται. 
Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γι’ αυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους. 
Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: 
η αγάπη είναι μια δύναμη που δημιουργεί αγάπη. Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα. 


Αυτή η σκέψη έχει εκφραστεί πολύ όμορφα από τον Μαρξ: 
“Ας πάρουμε”, γράφει, “τον άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο σαν ανθρώπινη σχέση, και τότε δε μπορείς ν’ ανταλλάξεις την αγάπη παρά μόνο με εμπιστοσύνη κλπ. 
Αν θέλεις να χαρείς την τέχνη, πρέπει να είσαι καλλιτεχνικά διαπαιδαγωγημένος. 
Αν θέλεις να έχεις επιρροή στους άλλους, πρέπει να είσαι ένα τέτοιο άτομο που πραγματικά να ασκεί μια διεγερτική και προαγωγική επίδραση στους άλλους. 
Κάθε σχέση σου με τους ανθρώπους και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικής ατομικής σου ζωής που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησης σου. Αν αγαπάς χωρίς να προκαλείς αγάπη, δηλαδή αν η αγάπη δε φέρνει και στον άλλο την αγάπη, αν καθώς εκφράζεσαι στη ζωή σαν άνθρωπος που αγαπά δε γίνεσαι ταυτόχρονα και αγαπημένος, τότε η αγάπη σου είναι ανίκανη, είναι δυστυχία”

Αλλ’ όχι μόνο στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις. Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσα τους πηγαία και δημιουργικά.
Αγάπη είναι το ενεργητικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την ανάπτυξη αυτού που αγαπάμε.

Δε χρειάζεται ίσως να τονίσουμε ιδιαίτερα το ότι η ικανότητα να αγαπάς σαν μια πράξη προσφοράς εξαρτιέται από την ανάπτυξη του χαρακτήρα ενός ατόμου. Προϋποθέτει να έχει φτάσει κανείς σ’ ένα προσανατολισμό, σε μια αντίληψη ζωής ξεκάθαρα δημιουργική. Σ’ αυτή την αντίληψη, το άτομο έχει ξεπεράσει την εξάρτηση, τη ναρκισσιστική παντοδυναμία, την επιθυμία να εκμεταλλεύεται άλλους ή να αποθησαυρίζει, κι έχει αποκτήσει σταθερή πίστη στις δικές του ανθρώπινες δυνάμεις, και το θάρρος να στηρίζεται σ’ αυτές τις δυνάμεις για την πραγμάτωση των σκοπών του. Στο βαθμό που αυτές οι ιδιότητες λείπουν, φοβάται να δώσει τον εαυτό του και επομένως να αγαπήσει.
Αγαπά κανείς εκείνο για το οποίο μοχθεί και μοχθεί για κείνο που αγαπά.

Αλλά πέρα από το στοιχείο της προσφοράς, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης γίνεται φανερός στο ότι πάντα περιέχει ορισμένα βασικά στοιχεία που είναι κοινά σε όλες τις μορφές αγάπης. Αυτά τα στοιχεία είναι: φροντίδα, ευθύνη, σεβασμός και γνώση.



΄Εριχ Φρομ: 
από το βιβλίο "Η τέχνη της Αγάπης”, 
(εκδ. Μπουκουμάνης)





Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Η συμβολική γλώσσα του ονείρου




"Ένα Όνειρο πού δεν εΐναι κατανοητό μοιάζει με επιστολή πού δεν ανοίχτηκε. "

Ταλμούδ 


Για τον Φρόυντ η συμβολική γλώσσα δεν είναι μια γλώσσα που μπορεί να εκφράσει οποιουδήποτε είδους αίσθημα και σκέψη με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αλλά μια γλώσσα που εκφράζει μόνο ορισμένες πρωτογενείς ενστικτώδεις επιθυμίες. Στην τεράστια πλειονότητα τους τα σύμβολα είναι σεξουαλικής φύσης.

Το αρσενικό γεννητικό μόριο συμβολίζεται με ραβδιά, δέντρα, ομπρέλες, μαχαίρια, μολύβια, σφυριά, αεροπλάνα και πολλά άλλα αντικείμενα που μπορούν να το αντιπροσωπεύουν είτε μα το σχήμα τους είτε με τη λειτουργία τους. Το θηλυκό γεννητικό μόριο παρουσιάζεται κατά τον ίδιο τρόπο με σπηλιές, μπουκάλες, κουτιά, πόρτες, κοσμηματοθήκες, κήπους, λουλούδια κλπ.

Η σεξουαλική απόλαυση παρουσιάζεται με δραστηριότητες όπως ο χορός, η ιππασία, η ορειβασία, το πέταγμα με αεροπλάνα. 
Η πτώση τρίχας ή δοντιών είναι μια συμβολική παρουσίαση ευνουχισμού.

Ξέχωρα από τα σεξουαλικά στοιχεία, τα σύμβολα εκφράζουν τις θεμελιώδεις εμπειρίες του μικρού παιδιού. Ο πατέρας και η μητέρα συμβολίζεται σα βασιλιάς και βασίλισσα ή αυτοκράτορας και αυτοκράτειρα, τα παιδιά σα ζώα και ο θάνατος σαν ταξίδι.




Ωστόσο στην ερμηνευτική των ονείρων ο Φρόυντ μεταχειρίζεται περισσότερο συμπτωματικά παρά καθολικά σύμβολα. Υποστηρίζει ότι για να ερμηνεύσουμε το όνειρο πρέπει να το τεμαχίσουμε σε αρκετά κομμάτια και έτσι να το απαλλάξουμε από την ημιλογική συνέχειά του. Κατόπιν προσπαθούμε να δώσουμε συνειρμό σε κάθε στοιχείο του ονείρου και να αποκαταστήσουμε τα μέρη που εμφανίζονται στο όνειρο με τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό μας κατά τη διαδικασία αυτή του συνειρμού.

Αν συναρμολογήσουμε τις σκέψεις στις οποίες καταλήξαμε με τον ελεύθερο συνειρμό, φτάνουμε σε ένα νέο κείμενο που έχει μια εσωτερική συνέπεια και λογική και μας αποκαλύπτει την αληθινή σημασία του ονείρου.

Αυτό το αληθινό όνειρο, που αποτελεί την έκφραση των παιδικών μας επιθυμιών, ο Φρόυντ το ονομάζει «κρυφό όνειρο» («λανθάνον όνειρο»).
Η παραμορφωμένη παραλλαγή του ονείρου όπως το θυμόμαστε είναι «το φανερό όνειρο» («έκδηλο όνειρο») και η διαδικασία παραμόρφωσης και απόκρυψης είναι η «ονειρική επεξεργασία».
Οι κύριοι μηχανισμοί με τους οποίους η ονειρική επεξεργασία μεταθέτει το κρυφό όνειρο σε φανερό όνειρο είναι η συμπύκνωση, η μετάθεση και η δευτερογενής επεξεργασία.

Λέγοντας συμπύκνωση ο Φρόυντ αναφέρεται στο ότι το φανερό όνειρο είναι κατά πολύ μικρότερο από το κρυφό όνειρο. Η συμπύκνωση παραβλέπει έναν αριθμό στοιχείων του κρυφού ονείρου, συνδυάζει τα κομμάτια των διάφορων στοιχείων, και τα συμπυκνώνει σε ένα νέο στοιχείο, στο φανερό όνειρο. Αν λόγου χάρη κάποιος ονειρευτεί ένα αυταρχικό αρσενικό πρόσωπο που το φοβάται, ενδέχεται στο φανερό όνειρο να δει έναν άνθρωπο που τα μαλλιά του μοιάζουν με τα μαλλιά του πατέρα του, που το πρόσωπό του είναι σαν το πρόσωπο ενός φοβερού δασκάλου και που είναι ντυμένος σαν τον εργοδότη του ονειρευτή.
[…]

Λέγοντας μετατόπιση ο Φρόυντ αναφέρεται στο ότι ένα στοιχείο του κρυφού ονείρου, που συχνά είναι πολύ σπουδαίο, εκφράζεται από ένα απομακρυσμένο στοιχείο στο φανερό όνειρο, συνήθως ένα στοιχείο που φαίνεται να είναι πέρα για πέρα ασήμαντο. Σαν αποτέλεσμα, το κρυφό όνειρο συχνά μεταχειρίζεται το πραγματικά σπουδαία στοιχεία σα να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία και έτσι αποκρύβει την αληθινή σημασία του ονείρου.


Λέγοντας δευτερογενή επεξεργασία ο Φρόυντ εννοεί το μέρος εκείνο της ονειρικής επεξεργασίας που ολοκληρώνει τη διαδικασία απόκρυψης και μορφοποίησης. Τα χάσματα στο φανερό όνειρο πληρώνονται, οι ασυνέπειες επανορθώνονται, με αποτέλεσμα το φανερό όνειρο να παίρνει τη μορφή μια λογικής και γεμάτης συνέπεια ιστορίας που πίσω από την πρόσοψη της κρύβεται το συναρπαστικό και δραματικό ονειρικό έργο.

Ο Φρόυντ αναφέρει δύο άλλους παράγοντες που κάνουν την κατανόηση του ονείρου δύσκολη και προσθέτουν στην παραμορφωτική λειτουργία της ονειρικής επεξεργασίας. Το ένα είναι ότι πολύ συχνά τα στοιχεία που υπάρχουν αντιπροσωπεύουν ακριβώς το αντίθετό τους. Τα να φοράει κανείς ρούχα μπορεί να συμβολίζει τη γυμνότητα, το να είναι πλούσιος μπορεί να σημαίνει πως είναι φτωχός, και το αίσθημα της έντονης αφοσίωσης μπορεί να αντικαθιστά αισθήματα εχθρότητας και οργής.
Ο άλλος παράγοντας είναι ότι το φανερό όνειρο δεν εκφράζει λογικές σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία του. Δεν έχει «αλλά», «κατά συνέπεια», «επειδή», «εάν», αλλά εκφράζει τις λογικές εκείνες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα εικονικά είδωλα. Ο ονειρευτής μπορεί λόγου χάρη να ονειρεύεται πως ένα πρόσωπο στέκεται όρθιο και σηκώνει το χέρι του και πως κατόπι μεταμορφώνεται σε κοτόπουλο. Στην ξύπνια γλώσσα η ονειρική σκέψη θα μπορούσε να εκφραστεί ότι σημαίνει: «δίνει την εντύπωση ότι είναι δυνατός, αλλά στην πραγματικότητα είναι αδύνατος και δειλός σαν κοτόπουλο». Στο φανερό όνειρο η λογική αυτή σχέση εκφράζεται σα μια αλληλουχία δύο εικόνων.


Στη σύντομη αυτή περιγραφή της ονειρικής θεωρίας του Φρόυντ πρέπει να γίνει μια σπουδαία προσθήκη. Η έμφαση στην παιδική φύση του ονειρικού περιεχομένου θα μπορούσε να μας οδηγήσει να πιστέψουμε ότι ο Φρόυντ δε θεωρεί πως υπάρχει κάποιος σπουδαίος δεσμός του ονείρου με το παρόν, αλλά μόνο με το παρελθόν. Πάντως αυτό δε συμβαίνει. Ο Φρόυντ υποθέτει ότι το όνειρο υποκινείται πάντα από ένα τωρινό γεγονός, συνήθως τη μέρα ή το βράδυ πριν το όνειρο. Αλλά ένα όνειρο προκαλείται μόνο από τα γεγονότα εκείνα που συνδέονται με τις πρώιμες παιδικές επιθυμίες. Η ενέργεια για τη δημιουργία του ονείρου πηγάζει από την ένταση της παιδικής εμπειρίας, αλλά το όνειρο δε θα παρουσιαζόταν αν δεν υπήρχε το πρόσφατο γεγονός που έθιξε την πρώιμη εμπειρία που έκανε δυνατή την εμφάνιση του στην ιδιαίτερη αυτή στιγμή. Ένα απλό παράδειγμα θα φωτίσει αυτό το σημείο: Ένας άνθρωπος που εργάζεται κάτω από έναν αυταρχικό εργοδότη μπορεί να φοβάται πέρα απ’ όσο πρέπει αυτό τον άνθρωπο εξαιτίας του φόβου που είχε για τον πατέρα του σαν παιδί. Το βράδυ της ημέρας που ο εργοδότης του τον επέπληξε […], είδε έναν εφιάλτη όπου ένα πρόσωπο με μορφή ανάμικτη σαν τον πατέρα του και τον εργοδότη του προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Αν δεν φοβόταν τον πατέρα του σαν παιδί, ο εκνευρισμός του εργοδότη του δε θα τον τρόμαζε. Αν όμως ο εργοδότης δεν εκνευριζόταν εκείνη την ημέρα, ο βαθιά εδραιωμένος φόβος του δε θα έβγαινε στην επιφάνεια και το όνειρο δε θα συνέβαινε.


Έριχ Φρομ     Η ξεχασμένη γλώσσα