Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναράς Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναράς Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ricercare [ 13 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων

Μέλαινά εἰμι καὶ καλή.



ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ κορμί, ντυμένο τὴ μαυριδερὴ λαμπράδα τοῦ ἥλιου. Ἄφοβη γύμνια στιλπνῆς ὀμορφιᾶς καὶ χρειάστηκαν αἰῶνες γιὰ νὰ τολμηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀμφίστομη ἀφοβία. Νὰ ἰσορροπήσει τὸ θάμβος ἄκρη στὴν κόψη τοῦ ἐπισφαλοῦς. Χαίνων τῶν πουριτανῶν ὁ πανικὸς ἀπὸ τὴ μιά, ἀπόκρυμνη φοβία ὑφασμένη στὴν ἁπτὴ εἰκὁνα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ κορμί της. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ρομαντικὲς κατωφέρειες ναρκισσικῆς ἀδηφαγίας, βρηχυθμοὶ πόθου καλυμμένοι στὸ μελώδημα τρυφερῶν αἰσθημάτων.

Στιγμὲς τῆς μέρας νὰ σταλάζουν στὸ μήνα, οἱ μῆνες νὰ ἐκβάλλουν στὸ χρόνο, τὰ χρόνια στοὺς αἰῶνες. Καὶ τὸ ὑλικὸ τῆς ροῆς κατεδαφισμένες ζωὲς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες. Κατρακύλησαν σκαλὶ - σκαλὶ τὴν ὕπαρξη, στιγμὴ - στιγμή, μέσα στὸ ζόφο τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴ φύση τους, τῆς ντροπῆς γιὰ τὸ ἴδιο τους τὸ κορμί. Αἰῶνες ἀσφυξίας στὴν πιὸ θανατερὴ ἀπὸ τὶς στερήσεις, στὴν ἀπαγόρευση τοῦ ζωτικοῦ, στὸ λιμὸ τοῦ ἔρωτα. Ὥσπου ἡ γεύση τοῦ θανάτου σωρεύτηκε σὲ ἀπόχρεμμα ἀνταρσίας. Μισητὸ ἀπολακτίστηκε τὸ εἴδωλο τῆς ἐγκράτειας, τῆς σεμνοτυφίας, γιὰ νὰ λατρευτεῖ ἀναπαλαιωμένο τὸ εἴδωλο τῆς ἡδονῆς.

Εἰδωλοκλαστικὴ ἐκθρόμβωση, ὅμως ἡ ζωὴ κομπιάζει καὶ στὸν πολιτισμὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Πολιτισμὸς ἄπολις, δίχως ὅρια προσωπικῆς κοινωνίας, ἀποτιμάει τὴν ὀμορφιὰ μὲ τὸ μέτρο τοῦ ἀπρόσωπου δικαιώματος στὴν ἐνστικτώδη προτίμηση. Ἡ αἴσθηση τοῦ κάλλους τῆς φύσης τίποτα περισσότερο ἀπὸ σκοπιμότητα τῆς ἴδιας τῆς φύσης ριζωμένη στὴ «βιοδομὴ» τοῦ ἀτόμου. Ἀντι-κείμενο ἐρέθισμα εὐφραντικὸ τῶν αἰσθήσεων, πορισμὸς ἀτομικῆς ἀπόλαυσης. Τὸ κάλλος δὲν καλεῖ σὲ τίποτα, δὲν ἐλευθερώνει τὴ σχέση. Ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης παγιδευμένη στὴ νοητικὴ τῶν συσχετισμῶν, στὴ μηχανικὴ τῆς δράσης-ἀντίδρασης. Καὶ τὸ αἴνιγμα τοῦ ἔρωτα ἁπλοϊκὰ λυμμένο : βιολογικοὶ μηχανισμοὶ ἀντανακλαστικῶν καὶ ἐνστίκτων.

Γυμνὴ στιλπνὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπινου κορμιοῦ, ἀναδυόμενο θαῦμα σὲ ἕναν κόσμο τυφλὸν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη. Νὰ σαρκώνει ἡ φθαρτὴ σάρκα τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ τροπικὰ ἀπείρου, τὴν κλήση στὴ μέθεξη τῆς ἀμεσότητας τοῦ καθόλου -γῆ καὶ θάλασσα καὶ πορφυρὸ ἡλιοβασίλεμα στὴν ἁπτὴ ἐγγύτητα τοῦ γυμνοῦ κάλλους.

Κι ὁ πολιτισμὸς ἀνάπηρος στὴν ἁφή, δίχως αἰσθητήρια σχέσης, παγώνει τὴν ὀμορφιὰ σὲ ἀντικείμενο ἐμπορεύσιμης θέας.Ἔντυπη γυμνότητα παντοῦ, νεκρὰ θεάματα δυσδιάκριτου ἔρωτα, μὲ κρημνὸ κενοῦ ἀνάμεσα στὴ θέα καὶ στὸν θεατὴ κι ἀπροσπέλαστη τὴν ἀμεσότητα. Τόσοι αἰῶνες ἀπωθημένης δίψας καὶ πόθου, συλλογικὸ ὑποσυνείδητο ὀργωμένο ἀπὸ τὴ στέρηση, τὴν ἐρωτικὴ ἀπώθηση, καὶ ἐκβάλλει σὲ πολιτισμὸ τεχνητῶν ἐξάρσεων τῆς ἀνέλπιδης ἐπιθυμίας, σὲ αὐτοερωτισμὸ τῆς φαντασίωσης.

Διαφωτισμὸς ἦταν ἡ πιὸ κοφτερὴ μέσα στὶς συνειδήσεις ἐπανάσταση. Ρίγος ἀπελευθέρωσης ποὺ ἁπλώθηκε μὲ τὴν ταχύτητα τῆς φωτιᾶς στὴν ξεραμένη σιτοκαλαμιὰ μετὰ τὸν θέρο. Κάτι ἄλλο, ἢ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἰδεολογία. Ἀνατροπὴ τῆς νοο-τροπίας, στάση ζωῆς μὲ ἀντεστραμμένους τοὺς ὅρους τῆς εὐρωπαϊκῆς θρησκευτικότητας. Κι ἦρθε σὰν θρύψη στὸν ἱστὸ κοινωνιῶν φαδιασμένων στὸ στυφὸ ὑφάδι τοῦ μονισμοῦ, τῆς στεγνῆς μονομέρειας: Τὸ «κυρίως ἀνθρώπινο» ἐκεῖ ἦταν μόνο τὸ «πνεῦμα», καὶ κορύφωμα τοῦ «πνεύματος» ἡ ἀποδεικτικὴ τῆς διάνοιας. Ἡ φύση τόπος κυριαρχίας τοῦ διαβόλου, ἡ φαινόμενη πραγματικότητα ὑποταγμένη στὴν ἀλογία τῆς «πτώσης». Κάθε τι αἰσθητό, μιαρὸ καὶ ὕποπτο, ἀφοῦ μόνο τὸ πνευματικὸ - νοητὸ συγγενεύει μὲ τὸ αἰώνιο. Οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, θυρίδες παρείσφρησης τοῦ κακοῦ, προσάναμμα διέγερσης τοῦ κτηνώδους ἐνστίκτου. Ἀπαγορευμένος καρπὸς ἡ ἡδονή, προαγωγὸς στὸ θάνατο, σὲ κολαστήρια ἀτελεύτητα φρικιαστικῆς ἔμπνευσης. Μόνη δυνατότητα σωτηρίας, ἡ δίχως ὅρους ὑποταγὴ στοὺς ἐξουσιαστικοὺς μηχανισμοὺς τῆς θρησκείας. Τὸ κράτος, ἡ ἠθική, οἱ κοινωνικὲς δομὲς καὶ λειτουργίες, τὸ νόημα τῆς καθημερινότητας τοῦ βίου, ὅλα ὑποταγμένα στὸν ἄγαμο κλῆρο, ἐντεταλμένο ἐπόπτη τοῦ ἀνέραστου ἀσκητισμοῦ τῆς στέρησης καὶ τοῦ φόβου.

Ὁ Διαφωτισμὸς ἦρθε σὰν τὸ χτύπημα τοῦ σφυριοῦ στὴν πυρωμένη κι εὔπλαστη ἀγανάκτηση. Νὰ τὴν μεταπλάσει σὲ κοφτερὴ ἄρνηση πάνω στὸ ἀμόνι μιᾶς ἀράγιστης λογικῆς. Ἡ φύση ὄχι, δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ ἄπιαστο φάντασμα τοῦ Θεοῦ. Κατέχει ἀπὸ μόνη της ὅλα ὅσα χρειάζεται γιὰ νὰ κρατάει σὲ ρυθμὸ τὸ συμπαντικὸ ρολόι. Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀνθρώπου ἀποκρυπτογράφησε τὸν μηχανισμὸ τοῦ ρολογιοῦ, δὲν βρῆκε πουθενὰ κρυμμένο τὸν Θεό, βρῆκε ἐγγενὴ στὴ φύση τὴ λογικότητα καὶ τὴ δύναμη.
Κι ὁ ἂ θρωπος, φύση κι αὐτός. Μὲ κατάλληλες συνθῆκες ἡ ὕλη ἀπὸ μόνη της παράγει πνεῦμα. Ἐφήμερος καὶ θνητός, πρέπει νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωὴ μὲ τὶς αἰσθήσεις, τὴν ἀνεμόεσσα ἡδονή.
Κάθε ἄλλο «νόημα» τῆς ὕπαρξης, στέρηση, ἐνοχὴ καὶ μιζέρια. Μὲ τὸ λογικὸ ὁριοθετεῖ τὴν ἀπόλαυση, φτιάχνει νόμους, κράτος, τιθασσεύει τὴ συμβίωση.

Στὸ ἴδιο ἀμόνι τῆς ἀράγιστης λογικῆς εἶχε πλάσει τὸν κόσμο καὶ ἡ θρησκειοποιημένη εὐρωπαϊκὴ χριστιανοσύνη. Ὁ Διαφωτισμὸς πολέμησε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ ἀντιπάλου. Στὴ θέση τοῦ φαντασιώδους Θεοῦ, ἡ φαντασιώδης θεοποιημένη Φύση. Στὴ θέση τῆς ἀ-νόητης ἀσκητικῆς, ἡ ἔωλη ἀτομικὴ ἀπόλαυση. Στὴ θέση τῆς ἀτομικῆς συλλογιστικῆς, ἡ ἀτομικὴ πειραματικὴ ἐπαλήθευση, ἡ ἀτομικὴ μαθηματικὴ ἐνόραση, οἱ ἔμφυτες ἰδέες, οἱ ἀτομικὲς ἐποπτεῖες, τὸ ἀτομικὸ βίωμα. Μεταλλαγὴ τῆς θωράκισης τοῦ ἴδιου πάντα μοναχικοῦ αὐτοέγκλειστου ἀτόμου. Εἴτε μὲ τὸ ὄνομα τῆς θρησκευτικῆς νοησιαρχίας εἴτε, μὲ τὸ ὄνομα τῆς θετικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἴδια πάντα παγερὴ πανοπλία νὰ φυλακίζει τὴν ὕπαρξη στὴ σιγουριὰ τοῦ ἀνέραστου ἀτομοκεντρισμοῦ.

Αἰχμάλωτος τῆς θρησκευτικῆς του μήτρας ὁ Διαφωτισμός, δέσμιος στὸν δυαλισμὸ φύσης - ὑπόστασης, ψάχνει τὸ πραγματικὰ ὑπαρκτὸ στὴν ὁριστικὴ ὀντότητα. Μὲ τὸν ἴδιο συλλαβισμὸ τῶν θεολόγων τῆς Δύσης. Δίχως ὑποψία γιὰ τὴν ἀπόκρυμνη γλώσσα τῶν Ἀνατολικῶν ὑψιπόρων, τὴν ἐπαναστατικὴ ἀνατροπὴ τῶν ὅρων τῆς γνώσης τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ.

Ὅπου ἀνατέλλει ὁ φωτισμός, ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖται στὴ σημαντικὴ τῶν ὁρισμῶν, εἶναι ἐμπειρία σχέσης. Ἡ σχέση γεγονὸς μέθεξης στὶς ἐνέργειες τῆς φύσης. Οἱ φυσικὲς ἐνέργειες προσιτὲς στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας. Καὶ ἀποκαλύπτουν τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας. Ποὺ διευρύνεται στὴν ὁλότητα τοῦ συμπαντικοῦ προσωπικοῦ κάλλους.

Ἀνυποψίαστος ὁ Διαφωτισμὸς γλυστράει στὴ χαίνουσα ἔκλειψη τοῦ προσωπικὰ ὑπαρκτοῦ. Μὲ ἀτέλειωτους τόμους δεκάδων χιλιάδων σελίδων γλαφυρῆς εὐστομίας. Δαιδαλώδεις διορύξεις ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ ὑπονομευτεῖ τὸ τίποτα: τὰ φαντασιώδη νοήματα τῆς θεολογικῆς συλλογιστικῆς, Καὶ ἡ πυρίτιδα τῆς ἐκτίναξης ἄφλεκτη: Ἀναστολὲς σκεπτικισμοῦ, σύγχυση σχετικισμοῦ, μηδενιστικὸ ἀδιέξοδο. Ἡ ὕπαρξη νὰ αἰωρεῖται πάντα ἀ-νόητη, ἡ ὕλη ἀνερμήνευτη, ἡ συμπαντικὴ μηχανικὴ ἐγκαταλειμμένη στὴν ὑπερβατικὴ «τυχαιότητα».

Ὁ Hobbes, ὁ Locke, ὁ Hume-
ὁ Pufendorf, ὁ More, ὁ Maupertuis-
ὁ Buffon, ὁ Bacon, ὁ Voltaire-
ὁ Diderot, ὁ D᾿ Alembert, ὁ Condillac-
ὁ Bayle, ὁ Leibniz, ὁ La Mettrie-
ὁ Holbach, ὁ Meslier, ὁ Bonnet-
ὁ Berkley, ὁ Turgot, ὁ Du Bos-
ὁ Shaftesbury, ὁ Butler, ὁ Rousseau-

εἴτε συγκλίνουν, εἴτε ἀποκλίνουν στὴ ματαιόφρονη διορυχὴ τοῦ πραγματικοῦ, τὸ ἴδιο πάντα ὀντολογικὸ κενὸ στὶς πληθωρικὲς σελίδες τους. Ναυτιώδης ἀστάθεια, ἐκκρεμότητα ταλάντευσης στὶς στιγμὲς τοῦ ἐφήμερου. Τὸ μυαλὸ τρίζει, ἐλπίδα πουθενά, νόημα κανένα. Ἡ ὕπαρξη κατάρα τυχαιότητας ἢ «θείας» αὐθαιρεσίας. Τὸ ἁπτό, φαντασιῶδες προκάλυμμα τοῦ κενοῦ, τοῦ τίποτα. Κι ὅμως ἡ ἀμάχη γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ κενοῦ φανατισμένη. Αὐτὴ ὑπαγορεύει τὰ «εὑρήματα», αὐτὴ ὁρκίζει στὴν «πρόοδο», στὴν «ἀνάπτυξη», στὴν «ἀποκατάσταση τοῦ αἰσθητοῦ», στὴν «καταξίωση τῆς φύσης».

Σκοτεινὸς διαφωτισμὸς μὲ τὴ γνώση δέσμια σὲ «ἀρχὲς» αἰτιώδεις ἢ κανονιστικὲς τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ. Τραγικὴ ἡ ἐμμονή του νὰ ὁρίσει τὴ ζωή, δηλαδὴ νὰ καταργήσει τὴ δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία τῆς σχἑσης. Νὰ ἐξαντληθεῖ ἡ γνώση στὸ ἀντι-κείμενο νόημα, στὴν περιγραπτὴ αἴσθηση. Κάθε ἀπόπειρα διαφυγῆς στὴ «διαίσθηση», στὴν «ἐνόραση», στὸ «ὑπαρξιακὸ βίωμα», ὁριοθετημένη. Γιατὶ μόνο ὁριοθετημένο τὸ ὑποκειμενικὸ ἐνδύεται ἀντικειμενικὴ ἐγκυρότητα.

Πολιτισμὸς ἀνέραστος, ἀνίκανος νὰ τινάξει λουλούδι μὲς στὴ μέση τῆς θάλασσας. Νὰ ψηλαφήσει ἀλήθεια παραιτημένος ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμὸ τῆς κατοχῆς της.
Ἔρωτας ἡ μόνη γνώση στὸ χεῖλος τῶν ἀκραίων ἐρωτημάτων
. Τὰ ἐρωτήματα ἀναπάντητα κι ἡ βεβαιότητα θάμβος. Ἂν ἀλήθεια εἶναι μόνο ἡ ζωή, κι ἂν ἡ ζωὴ μόνο κοινωνεῖται στὸ τάνυσμα τῆς αὐτοπροσφορᾶς.

Ποιά ἡ αἰτία τῆς γένεσης τοῦ κόσμου, τῆς ὕλης καὶ τῆς ζωῆς, ποιά ἡ ἀρχὴ τῆς κίνησης, ἡ ἑρμηνεία γιὰ τὸ «φυσικὸ κακὸ», γιὰ τὴ φθορὰ καὶ διαφθορά. Γιατὶ ἀνόμοια ἡ κατανομὴ χαρισμάτων καὶ ὀδυνῶν στοὺς ἀνθρώπους, γιατί δεδομένη ἡ γέννησή μας, οἱ κληρονομικοὶ προκαθορισμοί, τὸ φύλο μας. Κάθε ἀπόπειρα ὁρισμοῦ, ρωγμὴ ἀπροσπέλαστου κενοῦ, ρίγος πανικοῦ.

Henri de Toulouse-Lautrec, 1892



Ἀλλὰ ὁ θρίαμβος θρυμματισμοῦ τῶν πεφωτισμένων βεβαιοτήτων καιροφυλακτοῦσε ἔνδον τῶν ἐπιστημονικῶν ἀδύτων. Ποιά αἴσθηση ἔχουμε τοῦ «πεδίου», δίπλα στὸ «στοιχειῶδες σωματίδιο» καὶ στὸ «κύμα». Τί σημαίνει χῶρος δέκα διαστάσεων στὸ ὑποατομικὸ πεδίο, Τί εἶναι ὁ μὴ - χῶρος τῆς ἰλιγγιώδους διαστολῆς τοῦ σύμπαντος, ποῦ διαστέλλεται τὸ σύμπαν μὲ ἀσύλληπτες ταχύτητες, ἀφοῦ ὁ χῶρος (καὶ ὁ χρόνος) εἶναι μόνο συνάρτηση τῆς ὕλης - ἐνέργειας. Πῶς νὰ ἀναπαραστήσουμε νοητικὰ τὴν «καμπυλότητα» τοῦ χωρόχρονου, τὴ χωρικὴ ἀπόσταση σωματιδίων ποὺ βεβαιώνεται σὰν ἀ-τοπικὴ ὁλιστικὴ διασύνδεση, τὸ πεπερασμένο τοῦ σύμπαντος ποὺ ὅμως δὲν ἔχει καταληκτικὰ ὅρια, κι ἔτσι τὸ λέμε ἀπεριόριστο δίχως νὰ εἶναι ἄπειρο.

Τελικά, πῶς νὰ ὁρίσουμε τὴ μετα-φυσική, ὅταν καὶ ἡ φυσικὴ παραμένει ἀνυπότακτη στὶς νοητικὲς ἐποπτεῖες μας. Μαθηματικὴ συμβολική, παρτιτοῦρες τυπικῶν ἐξισώσεων, σὲ ἀναλογία μὲ ὑπαινικτικὲς εἰκόνες ἐμπειρίας τῆς τρωτικῆς ἀμεσότητας. Ἡ μόνη γλώσσα ποὺ ἀπηχεῖ τὴ μελωδία τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἄρρητου. Γιὰ τὸν μύστη τῆς σημαντικῆς ὑποτύπωσης.

Ἂν ὁ Θεὸς ὁριζόταν μὲ τοὺς κανόνες τῆς συλλογιστικῆς τῶν Σχολαστικῶν, μὲ τὶς ἐπιταγὲς ἀναγκαιότητας τοῦ νευτώνειου κοσμοειδώλου, μὲ τὶς κανονιστικὲς ἀπαιτήσεις ἢ ἠθικὲς σκοπιμότητες τῶν Διαφωτιστῶν, θὰ ἦταν «θεὸς» ὑποδεέστερος καὶ τῆς ἔκπληξης τοῦ ὑποατομικοῦ πεδίου. Τὸ συμπαντικὸ θαῦμα καὶ δράμα τῆς ἐλευθερίας μεταγραμμένο σὲ ψευδαισθήσεις εἰδωλοποιημένης αὐτάρκειας. Κι ὁ ἔρωτας κενὸ στολισμένο αἰσθήματα.

Βλέμμα καὶ χαμόγελο γυμνῆς ὀμορφιᾶς, κορμὶ ἀναδυόμενο στὴ μέλαινα λαμπράδα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἄρωμα καὶ χυμὸς τοῦ ροδάκινου, σμαραγδένια διαφάνεια θαλάσσιου ὁρμίσκου. Μόνη ἡ ἁπτὴ χάρις ἀπαντάει στὰ ἔσχατα ἐρωτήματα. Χάρις - χάρισμα τῆς κλήσης στὸ κάλλος τῆς σχέσης. Ὅ,τι καλεῖ δὲν κλείνεται στὸ νόημα, ἔχει πρόσωπο καὶ ὄνομα. Ἡ κλήση διαβαίνει τὴν ἐπιθυμία, γιὰ νὰ ἐκβάλει στὸν ἀτέρμονα κόλπο τῆς μόνης θετικῆς τρυφερότητας.

13. RICERCARE: ΨΑΧΝΩ, ΑΝΑΖΗΤΩ, ΔΙΕΡΕΥΝΩ
Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα εἶδος περίπλοκης πολυφωνικῆς σύνθεσης, ὅπου ἕνα ἢ περισσότερα θέματα ἀναπτύσσονται σὲ πυκνὴ ἀντίστιξη, ἔτσι ὥστε ὁ ἀκροατὴς νὰ πρέπει νὰ «ψάξει» γιὰ νὰ τὰ ἀναγνωρίσει μέσα στὸ πολυφωνικὸ πλαίσιο.
Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Scherzo [ 8 ] - [ γη των ανθρώπων ]*

Ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν
ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.


ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ζωγραφιὰ στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Χιονισμένο τοπίο, τὸ τρένο γλυστράει σὲ νυχτωμένη κοιλάδα, θρόισμα στὴ γαλήνη. Φευγαλέες εἰκόνες, διάσπαρτα μικροχώρια, σπιθοβόλημα κάθε φωτισμένο παραθύρι. Πίσω ἀπὸ κάθε σπιθοβόλημα ἡ στέγη, φάντασμα εὐτυχίας: Μιὰ ζεστὴ λαχανόσουπα, μιὰ στοργικὴ ἀγκαλιὰ γιὰ τὸν ὕπνο, οἱ γείτονες φίλοι, κι ὁ σκύλος πιστὸς νὰ ξαγρυπνάει στὸ κατώφλι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἄγνωστη στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἴσως στὸ φευγαλέο σπιθοβόλημα νὰ ξαγρυπνάει ἡ ρήξη. Βουβὸς ἢ ἀνοιχτὸς σὰν πληγὴ σπαραγμός. Ζεστὴ λαχανόσουπα, ναί, πράξη ρουτίνας κι ἀγαναχτισμένη ὑποχρέωση. Στιβάζονται νὰ πλυθοῦν τὰ πιατικά, ἄχθος ἡ λάτρα κάθε μέρα. Ὁ σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «ἐγὼ νὰ τὰ προφταίνω ὅλα». Ἀβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι ἢ βλέμμα στοργῆς ὅλη μέρα. Ἔτσι, ποὺ ἡ τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στὸ κρεβάτι, σχεδὸν κωμική. Πρέπει νὰ ἐκλιπαρήσεις, κι αὐτὸ ταπεινώνει. Γενιὲς γενεῶν παραχωροῦν τὸν ἔρωτα συγκαταβατικά, μιὰ στιγμὴ ἡδονῆς τοῦ κορμιοῦ, τίποτε ἄλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀποκοιμιοῦνται. Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλὸς στὸ μαγγάνι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς, τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα: Σπιθοβόλημα εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια. Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων, προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.

Αυγή Τσολάκου


Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια, νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι. Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ. Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν διασκοπούμενη θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου.

Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου, κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές. Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.

Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης», τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες: θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ ἄλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.

Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύση μας - τὴ φύση ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.

8. SCHERΖΟ : «ΣΚΕΡΤΣΟ»
Ἐλαφρὸ μουσικὸ κομμάτι σὲ τριαδικὸ μέτρο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ
τὸ μενουέττο σὲ μιὰ σονάτα ἢ συμφωνία,
ἢ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοτελὲς ἔργο.


Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Intervallum [ 5 ]

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.




ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.

Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.

Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι.
Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.

Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;

Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;

Edvard Munch

Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο. Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;

Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.

Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.

Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.

Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.

«Ὑποκείμενο» τῆς φύσης καὶ ὑπαρκτική της πραγμάτωση, ἡ ἀτομική μας ὀντότητα. Ἐφήμερη καὶ φορέας τῆς φορᾶς γιὰ διαιώνιση. Ὁ ἔρωτας ὑποτάσσεται στὴν ἀδυσώπητη φορά, ἀποδείχνεται δίψα άποσπασματικὴ ἀτομικῆς ἡδονῆς, ψυχολογικὸ συμπλήρωμα γιὰ τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια. Μένοντας πάντοτε κάλεσμα ζωῆς. Ἀλλὰ παγιδευμένο στὸν θάνατο.

Χωρὶς ἄλλο, ἡ φροϋδικὴ σύνδεση ἔρωτα καὶ θανάτου οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε ποιητικὴ μεταφορά. Στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσης, ὁ θάνατος παγιδεύει τὸν ἔρωτα. Δίχως νὰ παύει ὁ ἔρωτας νὰ ἀντιμάχεται τὸν θάνατο.

Ἡ φροϋδικὴ σύνδεση μᾶς βόηθησε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὸ κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπὸ τὰ σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς. Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιὰ τὸ βρέφος ψηλάφηση τοῦ ἀντικείμενου πραγματικοῦ. Σχέση ἀφετηριακὰ ζωτική, ἀφοῦ δένεται στὴν αἴσθηση τοῦ βρέφους μὲ τὴν πρόσβαση στὴν τροφή, στὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.

Ἁφὴ καὶ στέρηση τοῦ μητρικοῦ σώματος: διαλεκτικὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀπώλειας, τοῦ ὅλα ἢ τίποτα. Ὅταν παίρνει τροφὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας, τὸ βρέφος τὰ ἔχει ὅλα, ἔχει τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης ποὺ εἶναι ζωή. Ἀντίθετα, τὸ κλάμα τῆς πείνας εἶναι κραυγὴ ἀπόγνωσης ἀπὸ μιὰν ὕπαρξη ποὺ νιώθει νὰ χάνεται. Χάνει τὴν ἁφὴ τῆς ζωῆς, κραυγάζει τὴ γεύση τοῦ ἄσχετου, το τίποτα. Ἡ σχέση μὲ τὴ μάνα εἶναι ἐρωτική, γιατὶ εἶναι ζωτική. Λήψη τροφῆς, δυνατότητα ζωῆς, δυναμικὴ πληρότητα σχέσης. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴ δυναμικὴ σκοπεύει τελικὰ κάθε ἔρωτας.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο. Ἁφὴ τοῦ σώματος ποὺ συνιστᾶ ζωὴ καὶ ἀναιρεῖ τὸν θάνατο, τὰ χαρίζει ὅλα καὶ ἀποτρέπει τὸ τίποτα. Δυναμικὴ τῆς ζωῆς καὶ δὲν ὁριοθετεῖται ἀπὸ μόνη τὴν ἡδονὴ τῆς τροφῆς -ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία τοῦ βρέφους δὲν τελειώνει ἐκεῖ. Ἂν ἡ σωματικὴ ἡδονὴ δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας (τὸν λόγο, τὸ χάδι, κάθε χειρονομία στοργῆς, κάθε πράξη φροντίδας), ἡ σχέση θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιβίωση, ὄχι τὴ ζωή. Τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔμπαινε ποτὲ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀφετηρία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ τροφή, πρωταρχικὸ «σημαῖνον» τοῦ ζωτικοῦ πόθου -πρὶν κι ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὅ,τι ὀνομάζουμε «σημαῖνον» εἶναι ἡ ριζικὰ πρωτογενὴς ἐμφάνιση τοῦ λόγου, ἡ κλήση - πρόκληση τοῦ πόθου.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο ἡ λήψη τῆς τροφῆς, εἶναι μιὰ λογικὴ σχέση. Καὶ εἶναι λογική, γιατὶ ἡ τροφὴ «σημαίνει» κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς θρέψης. «Λέει» τὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας.

«Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου». Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη συν-εννόησης ποὺ κάνει νὰ ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον. Ὁ λόγος δὲν εἶναι καταρχὴν μέσο ἢ ὄργανο χρηστικῆς ἐπικοινωνίας. Χρηστικὴ ἐπικοινωνία ἔχουν τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγο. Ἀφετηρία καὶ καταγωγὴ τοῦ λόγου εἶναι καταρχὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου. Ἡ παρουσία - δυνατότητα ἀνταπόκρισης στήν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία.

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ αἴτημα. Τὸ σημαῖνον «λέει» τὴν ἐπιθυμία δηλώνοντας τὴ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου σημαίνει κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεύρεσης, πέρα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς. Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, γιὰ νὰ σημάνει τὸν ἀφετηριακὸ τοῦ λόγου πόθο τῆς ζωῆς. «Ζωῆς ἀθάνατης, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ὄργανο, ζωῆς ἁπλοποιημένης καὶ ἀκατάλυτης».

Ἡ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου -δυνατότητα σχέσης, δηλαδὴ ζωῆς- εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο σημαῖνον, ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας. Λόγος ποὺ συγκροτεῖ τὸ ὑποκείμενο, τὸ φορέα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος, προϋπόθεση καὶ ἀφετηρία τῆς σχέσης, «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο. «Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται ἐφόσον στὸ πεδίο τοῦ Ἄλλου ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον» - ἡ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο κάνοντας συγκεκριμένη τὴν ἀναφορικότητα τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του. Καὶ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ὁ λόγος.

Σπουδὴ τῆς γένεσης τοῦ λόγου. Καὶ ἀποκλείει τὰ ἐνδεχόμενα νὰ ταυτίσουμε τὸ ὑποκείμενο μὲ τὴν αἰσθητὴ ἀτομικότητα, τὴ σωματικὴ ὀντότητα, τὴν ἀτομικὴ διάνοια, τὴ συναισθηματικὴ ἱκανότητα. Πρὶν ἀπὸ τὴ σκέψη τὴν κρίση, τὴ φαντασία, εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ συγροτεῖ τὸ ὑποκείμενο σὲ ὕπαρξη λογική. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ὑποκείμενο εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ γεγονός, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἐρωτικὸ γεγονὸς εἶναι καὶ λογικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἐρωτικὴ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὸν λόγο καὶ αὐτὴ ἡ πραγματοποίηση συνιστᾶ τὸ ὑποκείμενο.

Πρῶτο σημαῖνον στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, ἡ ὑπόσχεση τῆς τροφῆς. Τροφὴ - ἁφὴ τοῦ μητρικοῦ σώματος, ἐρωτικὴ πληρότητα ζωτικῆς παρουσίας. Ὅμως, σημαίνουσα τροφὴ καὶ σημαινόμενη παρουσία δὲν εἶναι γιὰ τὸ βρέφος δεδομένα μόνιμα καὶ συνεχή. Ἡ παρουσία μεταλλάζει σὲ ἀπουσία, ἡ εὕρεση σὲ ἀπώλεια. Ἡ δίψα τῆς ζωῆς ἀρθρώνεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ ὑφάδι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διαλεκτικῆς. Αἰσθητὴ ἀμεσότητα σχέσης καὶ ἄσχετη μοναχικότητα, γεύση ζωῆς καὶ θανάτου.

Δίψα ζωῆς καὶ γεύση θανάτου, ἀλλὰ καὶ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ συμπλεγμένη μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν θάνατο. Στὸ ἴδιο πρωταρχικὸ ὑφάδι τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάγκη ὁρμέμφυτη τοῦ βρέφους νὰ μονιμοποιήσει τὴ παρουσία τῆς μητέρας, νὰ ἀκινητοποιήσει τὴ σχέση σὲ κατοχή. Νὰ ἔχει μόνιμα καὶ ἀδιάλειπτα δική του τὴν πηγὴ τῆς τροφῆς, τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Νὰ κατέχει τὴ μάνα, κι ὁ τρόπος νὰ τὴν κατέχει εἷναι νὰ τὴν καταβροχθίσει φανταστικά. Νὰ ὑποκαταστήσει τὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἰδιοποίησης· τὴ ζωτικὴ ἀναφορὰ μὲ τὴ φαντασιώδη αὐτοτέλεια. Πρῶτα βήματα στὴν κόψη τοῦ βίου, κι ἡ ὁρμὴ τοῦ θανάτου ἀντιμάχεται τὴ φορὰ τῆς ζωῆς.

Τὸ ἀδιάστατο τῆς μητρικῆς παρουσίας παραμένει μήτρα δυναμικὴ τοῦ σημαίνοντος. Ἀντιστέκεται στὴ θανατερὴ παγίωση τῆς ἐγωστρέφειας, μεταμορφώνει προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀπαίτηση σὲ περιχώρηση.

Μεταποιεῖ τὴν ὁρμὴ σὲ ἐπιθυμία, τὸ ἀπρόσωπο ἀντικείμενο τῆς τροφῆς σὲ ὑποκείμενο ζωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἡ μάνα δὲν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, ἡ ἴδια μᾶς ἐντάσσει καὶ στὴ ζωή, μᾶς ἐγκεντρίζει στὸν ἔρωτα. Ἡ φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα, ὁρμὴ ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητρικὴ παρουσία στὴν προσωπικὴ πραγματοποίηση τῆς ζωῆς. Στὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς ὡς διάρκειας.

Στὸ μεταγενέστερο βίο, κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια» σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς. Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.

Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.

(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)

Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.

Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.

Θάνος Ανεστόπουλος


Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.

Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.


5. ΙΝΤΕRVALLUM: ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ἡ διαφορὰ ὕψους δύο φθόγγων ἢ ὁ λόγος τῶν συχνοτήτων τους. Οἱ τρόποι, οἱ κλίμακες, οἱ συγχορδίες ὁρίζονται ἀπὸ τὰ διαστήματα μεταξὺ τῶν φθόγγων ποὺ τὶς συγκροτοῦν.

Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Notes de passage [ 4 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων



Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν
ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.


ΞΕΡΟΥΜΕ τί θέλουμε στὸν ἔρωτα, μοιάζει νὰ μὴν ξέρουμε τί μποροῦμε.
Θέλουμε: Ἀδιάπτωτη πάντοτε τὴ γοητεία τοῦ Ἄλλου, τὰ χαρίσματά του ἀμετάλλαχτα, πάντοτε νὰ προκαλοῦν τὸ πάθος τῆς ἀγάπης μας.
Θέλουμε: Νὰ μᾶς ἀγαπάει ἀπεριόριστα, δίχως ὑφέσεις, καὶ νὰ μᾶς ἀγαπάει ὅπως εἴμαστε. Νὰ ἀγαπάει καὶ τὰ λάθη μας, τὶς ἀστοχίες καὶ παραλείψεις μας. Νὰ ἀγαπάει, ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνέχεται, ἀκόμα καὶ τὴ θωράκιση τοῦ ἐγώ μας.



Κατερίνα Αλαβέρα "Έρωτας και Πόλεμος"

Ἡ λογική μας ὀρθή, ἡ μονόδρομη φορά της τὴν ὑπονομεύει. Σίγουρα, ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ θωράκιση τοῦ δικοῦ μου ἐγώ.
Τὰ τείχη τῆς αὐτοάμυνας καταρρέουν ἀπὸ μόνα τους, ὅταν ὁ Ἄλλος μὲ ἀποδέχεται δίχως ἀντιστάσεις δικῆς του θωράκισης.
Ὅταν δὲν σκοντάφτω οὔτε στὸ δίκιο του, οὔτε στὴ λογική του, οὔτε στὴν ἐξυπνάδα του, οὔτε στὶς ἀρετές του, οὔτε στὶς ἀνάγκες του.


Ἡ ἐρωτικὴ ἀπαίτηση δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ μέτριο, τὸ μερικὸ καὶ ἀποσπασματικό. Στοχεύει στὴ ζωή, δηλαδὴ στὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Ὁ Ἄλλος νὰ δίνει, προτοῦ ζητήσουμε- νὰ μὴν μᾶς φέρει οὔτε μιὰ φορὰ στὴ θέση τοῦ ζήτουλα, νὰ μὴν μᾶς ταπεινώσει ποτὲ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴ δίψα μας.
Νὰ εἶναι αὐτὸς πάντα παράφορος, νὰ κάνει πάντα αὐτὸς τὸ πρῶτο βῆμα, νὰ μὴν εἶναι ποτὲ κουρασμένος, θλιμμένος, ἀδιάφορος.
Τὰ θέλουμε ὅλα αὐτά, μὰ τὰ θέλει ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὰ ἀπαιτεῖ στὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα, γιὰ νὰ καθίσει τὸν ἄλλον στὸ σκαμνί, νὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ, νὰ τὸν κατατροπώσει. Ἐσὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη σου;

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σπουδάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς στὴν ἀπάτη τοῦ ἔρωτα. Δὲν ὑπάρχει ἔρωτας ποὺ νὰ μὴν περνάει ἀπὸ φάσεις θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης καὶ ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Φάσεις ὄντως ζωῆς, ποὺ γίνονται ὅπλα τῆς φύσης γιὰ νὰ κερδίσει τὸν Ἄλλον, νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν κατέχει. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα περιχαρακώνει τὸ δίκιο της, φτιάχνει ὁρμητήρια γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ, ὅταν ὁ Ἄλλος ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται στὴ δική του αὐτονομία, στὴ δική του φυσικὴ ἀπαίτηση.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἢ ἀμοιβαῖα θυσιαστικός, ἢ σπαραγμὸς καὶ ρήξη - συμβιβασμὸς δὲν ὑπαρχει. Ἡ συμβατικὴ ἀνοχὴ δὲν συντηρεῖ τὸν ἔρωτα, οὔτε ὁ μαζοχισμὸς τῆς καρτερίας. Ὁ συμβιβασμὸς εἶναι μόνο ἀνελπιστία. Ἀντίθετα, ἡ ρήξη τρέφει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα ἑπόμενο θαῦμα ποὺ θὰ διαρκέσει. Ὁ ἑπόμενος Ἄλλος θὰ μὲ ἀποδεχθεῖ δίχως κρατούμενα, θὰ μὲ ἐρωτευθεῖ δίχως ὅρια. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζομαι τὴ ρήξη, βίαιη καὶ ἀνυποχώρητη. Γιὰ νὰ μὲ ἀποκαταστήσει ἀκέραιον στὴν παρθενία τῆς ἀναμονῆς. Κι ὅταν ὁ ἑπόμενος Ἄλλος ἐμφανιστεῖ, τὸ παιχνίδι ξαναρχίζει παγιδευμένο στὰ ἴδια γρανάζια τῆς ἀδυσώπητης φύσης μας.

Συχνὰ δὲν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας «δεσμός», ὅταν ἀρχίζει ὁ πειραματισμὸς γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μὲ εἰλικρίνεια ἀναζήτησης - ὄχι γιὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια ἐφήμερων ἱκανοποιήσεων. Ποντάρω γιὰ τὴ ζωή, δὲν γίνεται νὰ παραιτηθῶ. Ἔστω καὶ μὲ τὴ γεύση τοῦ ἀνέφικτου, προχωρῶ στὴν ἑπόμενη δοκιμή, μὲ ἀνοιχτὴ καὶ αἱμάσσουσα τὴν προηγούμενη ρήξη. Τὴν χρειάζομαι αὐτὴ τὴ ρήξη γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν συντηρῶ μὲ ἀμείωτη ἐπιθετικότητα. Πρέπει νὰ φταίει ὁπωσδήποτε ὁ Ἄλλος ποὺ ἐγὼ ἀρχίζω καινούργιους πειραματισμούς, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη, ἀλλιῶς δὲν δικαιώνονται οἱ πειραματισμοί μου. Ἡ ἐπιθετικότητα, ἡ συντήρηση τῆς ρήξης, μοῦ προσπορίζει βεβαιότητες παρθενικῆς ἑτοιμότητας γιὰ τὴν ἑπόμενη ἀπόπειρα «δεσμοῦ».

Κάθε καινούργιο ἐρωτικὸ ξεκίνημα, καὶ μιὰ καινούργια εὐφροσύνη αὐταπάτης. Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει καὶ πάλι γιορτή. Μοιάζει, γιατὶ ἀπὸ κάποια ἀδιόρατη γωνιὰ μορφάζει τώρα ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου. Ὅλα ξαναγίνονται ρίγος γιορτῆς, μὰ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη, εἶναι τέντωμα ἀναμονῆς. Πόσο θὰ ἀντέξει ὁ καινούργιος Ἄλλος νὰ εἶναι «συνοδός μου καὶ θεός μου», πόσο θὰ κρατήσει ἡ γιορτὴ πάνω στὸ τεντωμένο σχοινί. Κι ὅταν ἡ ἔνταση σπάσει καὶ πάλι, καὶ γίνει ὁ ἔρωτας ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιδικία γιὰ τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου, γιὰ τὸ φταίξιμό σου καὶ τὴν ὀδύνη μου, τότε μιὰ ἀκόμα φυγὴ σὲ καινούργια ἐρωτικὴ σχέση θὰ δώσει καὶ πάλι τὴν ἐλπίδα, πὼς ὅλα μποροῦν αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ εἶναι μόνιμα καὶ ἀμετάθετα. Σισύφεια σταύρωση στὸν πόθο τῆς ζωῆς.

Ἐπιδόσεις Σισύφων, βασανισμοὶ παραλλαγῶν σε μιαν ἀτέρμονη διαδοχὴ ἀπὸ καινούργια πάντοτε ἐρωτικὰ ξεκινήματα. Οἱ ἄνθρωποι σταματᾶμε τὴ ζωὴ στὴν ψευδαίσθηση, κλείνουμε πεισματικὰ τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Δὲν τολμᾶμε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπάτη, τὴν πλανερὴ ψευδαίσθηση.

Ἄραγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν δυὸ ἄνθρωποι ποὺ θὰ φυλάξουν τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα μὲ καθημερινὴ ταπεινὴ προσπάθεια νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ ἀδυσώπητος τρόπος τῆς φύσης; Εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ ζώντας τὴ μέθη τῆς γιορτῆς θὰ συνυπολογίζουν κάθε στιγμὴ τὴν ἀπάτη τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νὰ διαρκεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης μὲ καθημερινὴ ἄσκηση αὐταπάρνησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς;



4. ΝΟΤΕS DE PASSAGE: ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Φθόγγοι τῆς μελωδίας ξένοι πρὸς τὶς ἑκατέρωθεν συγχορδίες καὶ ποὺ συνδέουν βαθμηδὸν δυὸ φθόγγους τῶν ἑκατέρωθεν συγχορδιῶν.
Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"


Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.




Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ouverture [ 1 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.


ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.


Marc Chagall
Σπουδή στο Άσμα Ασμάτων

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι.  Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς.
Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.


Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον.
Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς - τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση.
Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον.
Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας.
Στὴ μία σχέση.


Χρήστος Γιανναράς  από το
"Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"



1. OUVERTURE: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μουσικὴ σύνθεση γιὰ ὄργανα, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ εἰσαγάγει τὸν ἀκροατὴ στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀρχόμενου ἔργου (ὄπερας, ὀρατόριου, κ.λπ.). Ἔχουν γραφτεῖ εἰσαγωγὲς καὶ σὲ ἔργα πρόζας, ὅπως αὐτὴ τοῦ Μπετόβεν γιὰ τὸν Ἔγκμοντ τοῦ Γκαῖτε.




Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.



Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Modulatio [ 2 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων



Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου
καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοὶ
ὁ ποιμαίνων ἐν κρίνοις.

ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.


Marc Chagall

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο.
Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος.
Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.


Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης.
Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος.
Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας.
Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο.
Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον.
Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας.
Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.



Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"




2. MODULATIO: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ

Ἀλλαγὴ τονικῆς κλίμακας κατὰ τὴν ἐξέλιξη μιᾶς μελωδίας. Οἱ ἁπλούστερες μετατροπὲς εἶναι ἀπὸ μείζονα τρόπο σὲ ἐλάσσονα καὶ ἀντίστροφα, καθὼς καὶ ἡ μετάβαση στὶς τονικότητες δεσπόζουσα ἢ ὑποδεσπόζουσα καὶ τὶς παράλληλες πρὸς αὐτὲς ἐλάσσονες.

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.



Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Appoggiatura [ 3 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων





Ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με,
ἧραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ...
...πάντες κατέχοντες ρομφαίαν
δεδιδαγμένοι πόλεμον.

Justyna Kopania


Η «ΒΛΑΒΗ» ἔρχεται ἀναπάντεχα. Ὅμως ἔρχεται πάντοτε μιὰ «βλάβη» νὰ ἀνακόψει τὴ λειτουργία τοῦ θαύματος. Γλυστράει ἀδιόρατα μέσα στὴ ζωή, σὰν τὸ φίδι στὰ φυλλώματα τοῦ παραδείσου.

Κάποια ἀσήμαντη ἀστοχία τοῦ Ἄλλου, κάποια παράλειψη, μιὰ ἀνεπάρκεια στὴ συμπεριφορά, μιὰ ὑστερόβουλη κίνηση, μιὰ ἐλλειπτικὴ ἀνταπόκριση στὴ δική μου δίψα. Καὶ ἀνοίγουν ξαφνικὰ τὰ μάτια μου στὴν ἀντίστροφη ἀποκάλυψη: Ὁ Ἄλλος βρίσκεται ἀπρόσμενα σὲ ἀπόσταση, ὑποταγμένος σὲ χῶρο καὶ χρόνο. Εἶναι μακριά, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν. Σὲ σχέση μὲ τὸν δικό μου πόθο γιὰ ζωή, μοιάζει λιγοστός, ἄτολμος, φειδωλός.
Καὶ μαζί του μικραίνουν ὅλα ξαφνικά, ξαναγίνονται ἀντι-κείμενα προκλητικὰ γιὰ μετρήσεις καὶ ὑπολογισμούς.


Ἂν εἴχαμε πραγματικὰ ἀγαπήσει -ἂν μᾶς εἶχε χαριστεῖ κάποια ἐλάχιστη πραγματικὴ αὐτοπαραίτηση- ἴσως στὴν πρώτη ρήξη νὰ διακρίνουμε κάτι καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας ὑστερήματα. Στὴν καινούργια τώρα ἔκπληξη τῆς ἀπόστασης ἀνακαλύπτουμε μὲ δέος καὶ πλῆθος δικές μας ἀστοχίες, λαθεμένες ἐκφράσεις τοῦ πόθου, ὑστεροβουλίες, ἐλλείψεις ἀνταπόκρισης στὴ δίψα τοῦ Ἄλλου.
Καὶ μοιάζει ἀπίστευτο. Αὐτὸς ἦταν λοιπὸν ὁ ἔρωτάς μου; Ἄφησα τόσο κενὸ μοναξιᾶς στὴν ψυχὴ τοῦ Ἄλλου, ποὺ ἄμετρα ἀγαπῶ καὶ ποθῶ; Εἶναι τελικὰ ἀδιαπέραστο τὸ τεῖχος ποὺ ὀρθώνει ἀνάμεσα στοὺς ἐρωτευμένους ὁ τρόπος τῆς φύσης, ἡ θωράκιση τοῦ ἐγώ;

Ὅμως τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ μὴ βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τὸν ἔρωτα τὸν προδίνει μόνο ὁ Ἄλλος. Ἔβαλε λιγότερα στὸ παιχνίδι -σὲ σχέση μὲ τὸ τί προσφέρει, ἀπολαμβάνει περισσότερα.
Ἀρχίζω νὰ μετράω, νὰ λογαριάζω. Καὶ οἱ λογαριασμοὶ μὲ βγάζουν πάντα ἀδικημένο, ἄρα δικαιοῦμαι νὰ ἀντιδρῶ, νὰ μεμψιμοιρῶ, νὰ γίνομαι ἐπιθετικός, νὰ μεταλλάζω τὴν προδομένη μου στοργὴ σὲ ἀπαίτηση.

Κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀντιδράσει μὲ τὶς δικές του μετρήσεις καὶ τοὺς δικούς του λογαριασμούς, τότε ἡ ρήξη εἶναι ἄγρια, θηριώδης. Δὲν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται ἡ ζωή -ὅλα ἢ τίποτα. Ἀκόμα κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀποτραβηχτεῖ σιωπηλὸς στὴ θλίψη του, ἀφήσει ἔκθετες τὶς πληγές του, δὲν ἔχω μάτια νὰ δῶ, δὲν μπορῶ νὰ πονέσω γιὰ τὴν ὀδύνη του, ἐξακολουθῶ νὰ μετράω μόνο τὴ δική μου.
Δὲν ἔχει δίκιο νὰ εἶναι θλιμμένος, μόνο ἐγὼ ἔχω αὐτὸ τὸ δίκιο.


Στὴν πρώτη αἴσθηση τῆς ρήξης ὁ ἔρωτας γίνεται μιὰ ἀπελπισμένη ἐπιθετικότητα.   Ἀναμοχλεύει τὸ παρελθόν, ἀναξέει πληγές, βυθίζει ἀνελέητα τὸ μαχαίρι στὴ μνήμη.   Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ ἀποτυχία μου νὰ ζήσω, εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μου, ἡ κόλασή μου. Ἴσως παλεύει κι αὐτός, σφαδάζει, ζεῖ τὴ δική του παγερὴ μοναξιά. Κάποια ἐλάχιστη τρυφεράδα ἀπὸ μένα, ἕνα χάδι καὶ πάλι, ἕνας λόγος γλυκός, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀναστήσει. Μὰ ἐγὼ στὸ πρόσωπό του βλέπω μόνο τὸ δικό μου κενό, καὶ τὰ μόνα λόγια τῆς καρδιᾶς εἶναι τὸ παράπονό μου:
Ἐμένα ποιός μὲ ρωτάει, ποιός μετράει τὴ δική μου ἀνάγκη καὶ ὀδύνη;

Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴ ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι. Ἀντιμαχία πάντοτε παράλογη, ὅμως μὲ ὅπλο στὴ θηριώδη ἀναμέτρηση πάντοτε τὴ λογική. Ὁ καθένας μὲ τὴ δική του τετράγωνη λογική, ἀράγιστη καὶ ἀμετακίνητη στὶς βεβαιότητές της.

Σὲ αὐτὸ τὸν σπαραγμὸ ὁδηγεῖται νομοτελειακὰ κάθε ἔρωτας.
Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀπο-γοήτευση -τὸ τέλος τῆς γοητείας ποὺ ἀσκοῦσε πάνω μας ἡ ψευδαίσθηση τῆς πληρωματικῆς σχέσης. Εἶναι ἡ ἀσυνείδητη πίκρα γιὰ τὸ ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπελπισία γιὰ τὸ ἀκατόρθωτο τῆς ἀμοιβαίας ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴ ζωή.
Ἐρωτευόμαστε σὰν τὶς χελῶνες, θωρακισμένοι ἀνεπίγνωστα στὸ ἄθραυστο κέλυφος τῆς θνητότητας, δηλαδὴ τοῦ ἐγώ. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ ἔρωτα ὁ καθένας ἀπὸ μόνος του, ὁ Ἄλλος εἶναι μόνο ἡ ἀφορμή. Ὥσπου νὰ συντριβοῦν οἱ ἀσύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στὰ ἀράγιστα κελύφη.



Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"


3. ΑΡΡOGGIATURA: ΕΠΕΡΕΙΣΗ (ἐπὶ καὶ ἐρείδομαι)

Μουσικὸ ποίκιλμα ποὺ συνίσταται στὴν ἐκφορά, πρὶν ἀπὸ τὸν κυρίως ἁρμονικὸ φθόγγο καὶ σὲ βάρος τοῦ ὁλικοῦ του χρόνου, ἑνὸς φθόγγου δυσαρμονίας, ποὺ λειτουργεῖ ὡς προσαγωγή.