Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Ricercare [ 13 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων

Μέλαινά εἰμι καὶ καλή.



ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ κορμί, ντυμένο τὴ μαυριδερὴ λαμπράδα τοῦ ἥλιου. Ἄφοβη γύμνια στιλπνῆς ὀμορφιᾶς καὶ χρειάστηκαν αἰῶνες γιὰ νὰ τολμηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀμφίστομη ἀφοβία. Νὰ ἰσορροπήσει τὸ θάμβος ἄκρη στὴν κόψη τοῦ ἐπισφαλοῦς. Χαίνων τῶν πουριτανῶν ὁ πανικὸς ἀπὸ τὴ μιά, ἀπόκρυμνη φοβία ὑφασμένη στὴν ἁπτὴ εἰκὁνα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ κορμί της. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ρομαντικὲς κατωφέρειες ναρκισσικῆς ἀδηφαγίας, βρηχυθμοὶ πόθου καλυμμένοι στὸ μελώδημα τρυφερῶν αἰσθημάτων.

Στιγμὲς τῆς μέρας νὰ σταλάζουν στὸ μήνα, οἱ μῆνες νὰ ἐκβάλλουν στὸ χρόνο, τὰ χρόνια στοὺς αἰῶνες. Καὶ τὸ ὑλικὸ τῆς ροῆς κατεδαφισμένες ζωὲς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες. Κατρακύλησαν σκαλὶ - σκαλὶ τὴν ὕπαρξη, στιγμὴ - στιγμή, μέσα στὸ ζόφο τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴ φύση τους, τῆς ντροπῆς γιὰ τὸ ἴδιο τους τὸ κορμί. Αἰῶνες ἀσφυξίας στὴν πιὸ θανατερὴ ἀπὸ τὶς στερήσεις, στὴν ἀπαγόρευση τοῦ ζωτικοῦ, στὸ λιμὸ τοῦ ἔρωτα. Ὥσπου ἡ γεύση τοῦ θανάτου σωρεύτηκε σὲ ἀπόχρεμμα ἀνταρσίας. Μισητὸ ἀπολακτίστηκε τὸ εἴδωλο τῆς ἐγκράτειας, τῆς σεμνοτυφίας, γιὰ νὰ λατρευτεῖ ἀναπαλαιωμένο τὸ εἴδωλο τῆς ἡδονῆς.

Εἰδωλοκλαστικὴ ἐκθρόμβωση, ὅμως ἡ ζωὴ κομπιάζει καὶ στὸν πολιτισμὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Πολιτισμὸς ἄπολις, δίχως ὅρια προσωπικῆς κοινωνίας, ἀποτιμάει τὴν ὀμορφιὰ μὲ τὸ μέτρο τοῦ ἀπρόσωπου δικαιώματος στὴν ἐνστικτώδη προτίμηση. Ἡ αἴσθηση τοῦ κάλλους τῆς φύσης τίποτα περισσότερο ἀπὸ σκοπιμότητα τῆς ἴδιας τῆς φύσης ριζωμένη στὴ «βιοδομὴ» τοῦ ἀτόμου. Ἀντι-κείμενο ἐρέθισμα εὐφραντικὸ τῶν αἰσθήσεων, πορισμὸς ἀτομικῆς ἀπόλαυσης. Τὸ κάλλος δὲν καλεῖ σὲ τίποτα, δὲν ἐλευθερώνει τὴ σχέση. Ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης παγιδευμένη στὴ νοητικὴ τῶν συσχετισμῶν, στὴ μηχανικὴ τῆς δράσης-ἀντίδρασης. Καὶ τὸ αἴνιγμα τοῦ ἔρωτα ἁπλοϊκὰ λυμμένο : βιολογικοὶ μηχανισμοὶ ἀντανακλαστικῶν καὶ ἐνστίκτων.

Γυμνὴ στιλπνὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπινου κορμιοῦ, ἀναδυόμενο θαῦμα σὲ ἕναν κόσμο τυφλὸν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη. Νὰ σαρκώνει ἡ φθαρτὴ σάρκα τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ τροπικὰ ἀπείρου, τὴν κλήση στὴ μέθεξη τῆς ἀμεσότητας τοῦ καθόλου -γῆ καὶ θάλασσα καὶ πορφυρὸ ἡλιοβασίλεμα στὴν ἁπτὴ ἐγγύτητα τοῦ γυμνοῦ κάλλους.

Κι ὁ πολιτισμὸς ἀνάπηρος στὴν ἁφή, δίχως αἰσθητήρια σχέσης, παγώνει τὴν ὀμορφιὰ σὲ ἀντικείμενο ἐμπορεύσιμης θέας.Ἔντυπη γυμνότητα παντοῦ, νεκρὰ θεάματα δυσδιάκριτου ἔρωτα, μὲ κρημνὸ κενοῦ ἀνάμεσα στὴ θέα καὶ στὸν θεατὴ κι ἀπροσπέλαστη τὴν ἀμεσότητα. Τόσοι αἰῶνες ἀπωθημένης δίψας καὶ πόθου, συλλογικὸ ὑποσυνείδητο ὀργωμένο ἀπὸ τὴ στέρηση, τὴν ἐρωτικὴ ἀπώθηση, καὶ ἐκβάλλει σὲ πολιτισμὸ τεχνητῶν ἐξάρσεων τῆς ἀνέλπιδης ἐπιθυμίας, σὲ αὐτοερωτισμὸ τῆς φαντασίωσης.

Διαφωτισμὸς ἦταν ἡ πιὸ κοφτερὴ μέσα στὶς συνειδήσεις ἐπανάσταση. Ρίγος ἀπελευθέρωσης ποὺ ἁπλώθηκε μὲ τὴν ταχύτητα τῆς φωτιᾶς στὴν ξεραμένη σιτοκαλαμιὰ μετὰ τὸν θέρο. Κάτι ἄλλο, ἢ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἰδεολογία. Ἀνατροπὴ τῆς νοο-τροπίας, στάση ζωῆς μὲ ἀντεστραμμένους τοὺς ὅρους τῆς εὐρωπαϊκῆς θρησκευτικότητας. Κι ἦρθε σὰν θρύψη στὸν ἱστὸ κοινωνιῶν φαδιασμένων στὸ στυφὸ ὑφάδι τοῦ μονισμοῦ, τῆς στεγνῆς μονομέρειας: Τὸ «κυρίως ἀνθρώπινο» ἐκεῖ ἦταν μόνο τὸ «πνεῦμα», καὶ κορύφωμα τοῦ «πνεύματος» ἡ ἀποδεικτικὴ τῆς διάνοιας. Ἡ φύση τόπος κυριαρχίας τοῦ διαβόλου, ἡ φαινόμενη πραγματικότητα ὑποταγμένη στὴν ἀλογία τῆς «πτώσης». Κάθε τι αἰσθητό, μιαρὸ καὶ ὕποπτο, ἀφοῦ μόνο τὸ πνευματικὸ - νοητὸ συγγενεύει μὲ τὸ αἰώνιο. Οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, θυρίδες παρείσφρησης τοῦ κακοῦ, προσάναμμα διέγερσης τοῦ κτηνώδους ἐνστίκτου. Ἀπαγορευμένος καρπὸς ἡ ἡδονή, προαγωγὸς στὸ θάνατο, σὲ κολαστήρια ἀτελεύτητα φρικιαστικῆς ἔμπνευσης. Μόνη δυνατότητα σωτηρίας, ἡ δίχως ὅρους ὑποταγὴ στοὺς ἐξουσιαστικοὺς μηχανισμοὺς τῆς θρησκείας. Τὸ κράτος, ἡ ἠθική, οἱ κοινωνικὲς δομὲς καὶ λειτουργίες, τὸ νόημα τῆς καθημερινότητας τοῦ βίου, ὅλα ὑποταγμένα στὸν ἄγαμο κλῆρο, ἐντεταλμένο ἐπόπτη τοῦ ἀνέραστου ἀσκητισμοῦ τῆς στέρησης καὶ τοῦ φόβου.

Ὁ Διαφωτισμὸς ἦρθε σὰν τὸ χτύπημα τοῦ σφυριοῦ στὴν πυρωμένη κι εὔπλαστη ἀγανάκτηση. Νὰ τὴν μεταπλάσει σὲ κοφτερὴ ἄρνηση πάνω στὸ ἀμόνι μιᾶς ἀράγιστης λογικῆς. Ἡ φύση ὄχι, δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ ἄπιαστο φάντασμα τοῦ Θεοῦ. Κατέχει ἀπὸ μόνη της ὅλα ὅσα χρειάζεται γιὰ νὰ κρατάει σὲ ρυθμὸ τὸ συμπαντικὸ ρολόι. Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀνθρώπου ἀποκρυπτογράφησε τὸν μηχανισμὸ τοῦ ρολογιοῦ, δὲν βρῆκε πουθενὰ κρυμμένο τὸν Θεό, βρῆκε ἐγγενὴ στὴ φύση τὴ λογικότητα καὶ τὴ δύναμη.
Κι ὁ ἂ θρωπος, φύση κι αὐτός. Μὲ κατάλληλες συνθῆκες ἡ ὕλη ἀπὸ μόνη της παράγει πνεῦμα. Ἐφήμερος καὶ θνητός, πρέπει νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωὴ μὲ τὶς αἰσθήσεις, τὴν ἀνεμόεσσα ἡδονή.
Κάθε ἄλλο «νόημα» τῆς ὕπαρξης, στέρηση, ἐνοχὴ καὶ μιζέρια. Μὲ τὸ λογικὸ ὁριοθετεῖ τὴν ἀπόλαυση, φτιάχνει νόμους, κράτος, τιθασσεύει τὴ συμβίωση.

Στὸ ἴδιο ἀμόνι τῆς ἀράγιστης λογικῆς εἶχε πλάσει τὸν κόσμο καὶ ἡ θρησκειοποιημένη εὐρωπαϊκὴ χριστιανοσύνη. Ὁ Διαφωτισμὸς πολέμησε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ ἀντιπάλου. Στὴ θέση τοῦ φαντασιώδους Θεοῦ, ἡ φαντασιώδης θεοποιημένη Φύση. Στὴ θέση τῆς ἀ-νόητης ἀσκητικῆς, ἡ ἔωλη ἀτομικὴ ἀπόλαυση. Στὴ θέση τῆς ἀτομικῆς συλλογιστικῆς, ἡ ἀτομικὴ πειραματικὴ ἐπαλήθευση, ἡ ἀτομικὴ μαθηματικὴ ἐνόραση, οἱ ἔμφυτες ἰδέες, οἱ ἀτομικὲς ἐποπτεῖες, τὸ ἀτομικὸ βίωμα. Μεταλλαγὴ τῆς θωράκισης τοῦ ἴδιου πάντα μοναχικοῦ αὐτοέγκλειστου ἀτόμου. Εἴτε μὲ τὸ ὄνομα τῆς θρησκευτικῆς νοησιαρχίας εἴτε, μὲ τὸ ὄνομα τῆς θετικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἴδια πάντα παγερὴ πανοπλία νὰ φυλακίζει τὴν ὕπαρξη στὴ σιγουριὰ τοῦ ἀνέραστου ἀτομοκεντρισμοῦ.

Αἰχμάλωτος τῆς θρησκευτικῆς του μήτρας ὁ Διαφωτισμός, δέσμιος στὸν δυαλισμὸ φύσης - ὑπόστασης, ψάχνει τὸ πραγματικὰ ὑπαρκτὸ στὴν ὁριστικὴ ὀντότητα. Μὲ τὸν ἴδιο συλλαβισμὸ τῶν θεολόγων τῆς Δύσης. Δίχως ὑποψία γιὰ τὴν ἀπόκρυμνη γλώσσα τῶν Ἀνατολικῶν ὑψιπόρων, τὴν ἐπαναστατικὴ ἀνατροπὴ τῶν ὅρων τῆς γνώσης τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ.

Ὅπου ἀνατέλλει ὁ φωτισμός, ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖται στὴ σημαντικὴ τῶν ὁρισμῶν, εἶναι ἐμπειρία σχέσης. Ἡ σχέση γεγονὸς μέθεξης στὶς ἐνέργειες τῆς φύσης. Οἱ φυσικὲς ἐνέργειες προσιτὲς στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας. Καὶ ἀποκαλύπτουν τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας. Ποὺ διευρύνεται στὴν ὁλότητα τοῦ συμπαντικοῦ προσωπικοῦ κάλλους.

Ἀνυποψίαστος ὁ Διαφωτισμὸς γλυστράει στὴ χαίνουσα ἔκλειψη τοῦ προσωπικὰ ὑπαρκτοῦ. Μὲ ἀτέλειωτους τόμους δεκάδων χιλιάδων σελίδων γλαφυρῆς εὐστομίας. Δαιδαλώδεις διορύξεις ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ ὑπονομευτεῖ τὸ τίποτα: τὰ φαντασιώδη νοήματα τῆς θεολογικῆς συλλογιστικῆς, Καὶ ἡ πυρίτιδα τῆς ἐκτίναξης ἄφλεκτη: Ἀναστολὲς σκεπτικισμοῦ, σύγχυση σχετικισμοῦ, μηδενιστικὸ ἀδιέξοδο. Ἡ ὕπαρξη νὰ αἰωρεῖται πάντα ἀ-νόητη, ἡ ὕλη ἀνερμήνευτη, ἡ συμπαντικὴ μηχανικὴ ἐγκαταλειμμένη στὴν ὑπερβατικὴ «τυχαιότητα».

Ὁ Hobbes, ὁ Locke, ὁ Hume-
ὁ Pufendorf, ὁ More, ὁ Maupertuis-
ὁ Buffon, ὁ Bacon, ὁ Voltaire-
ὁ Diderot, ὁ D᾿ Alembert, ὁ Condillac-
ὁ Bayle, ὁ Leibniz, ὁ La Mettrie-
ὁ Holbach, ὁ Meslier, ὁ Bonnet-
ὁ Berkley, ὁ Turgot, ὁ Du Bos-
ὁ Shaftesbury, ὁ Butler, ὁ Rousseau-

εἴτε συγκλίνουν, εἴτε ἀποκλίνουν στὴ ματαιόφρονη διορυχὴ τοῦ πραγματικοῦ, τὸ ἴδιο πάντα ὀντολογικὸ κενὸ στὶς πληθωρικὲς σελίδες τους. Ναυτιώδης ἀστάθεια, ἐκκρεμότητα ταλάντευσης στὶς στιγμὲς τοῦ ἐφήμερου. Τὸ μυαλὸ τρίζει, ἐλπίδα πουθενά, νόημα κανένα. Ἡ ὕπαρξη κατάρα τυχαιότητας ἢ «θείας» αὐθαιρεσίας. Τὸ ἁπτό, φαντασιῶδες προκάλυμμα τοῦ κενοῦ, τοῦ τίποτα. Κι ὅμως ἡ ἀμάχη γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ κενοῦ φανατισμένη. Αὐτὴ ὑπαγορεύει τὰ «εὑρήματα», αὐτὴ ὁρκίζει στὴν «πρόοδο», στὴν «ἀνάπτυξη», στὴν «ἀποκατάσταση τοῦ αἰσθητοῦ», στὴν «καταξίωση τῆς φύσης».

Σκοτεινὸς διαφωτισμὸς μὲ τὴ γνώση δέσμια σὲ «ἀρχὲς» αἰτιώδεις ἢ κανονιστικὲς τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ. Τραγικὴ ἡ ἐμμονή του νὰ ὁρίσει τὴ ζωή, δηλαδὴ νὰ καταργήσει τὴ δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία τῆς σχἑσης. Νὰ ἐξαντληθεῖ ἡ γνώση στὸ ἀντι-κείμενο νόημα, στὴν περιγραπτὴ αἴσθηση. Κάθε ἀπόπειρα διαφυγῆς στὴ «διαίσθηση», στὴν «ἐνόραση», στὸ «ὑπαρξιακὸ βίωμα», ὁριοθετημένη. Γιατὶ μόνο ὁριοθετημένο τὸ ὑποκειμενικὸ ἐνδύεται ἀντικειμενικὴ ἐγκυρότητα.

Πολιτισμὸς ἀνέραστος, ἀνίκανος νὰ τινάξει λουλούδι μὲς στὴ μέση τῆς θάλασσας. Νὰ ψηλαφήσει ἀλήθεια παραιτημένος ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμὸ τῆς κατοχῆς της.
Ἔρωτας ἡ μόνη γνώση στὸ χεῖλος τῶν ἀκραίων ἐρωτημάτων
. Τὰ ἐρωτήματα ἀναπάντητα κι ἡ βεβαιότητα θάμβος. Ἂν ἀλήθεια εἶναι μόνο ἡ ζωή, κι ἂν ἡ ζωὴ μόνο κοινωνεῖται στὸ τάνυσμα τῆς αὐτοπροσφορᾶς.

Ποιά ἡ αἰτία τῆς γένεσης τοῦ κόσμου, τῆς ὕλης καὶ τῆς ζωῆς, ποιά ἡ ἀρχὴ τῆς κίνησης, ἡ ἑρμηνεία γιὰ τὸ «φυσικὸ κακὸ», γιὰ τὴ φθορὰ καὶ διαφθορά. Γιατὶ ἀνόμοια ἡ κατανομὴ χαρισμάτων καὶ ὀδυνῶν στοὺς ἀνθρώπους, γιατί δεδομένη ἡ γέννησή μας, οἱ κληρονομικοὶ προκαθορισμοί, τὸ φύλο μας. Κάθε ἀπόπειρα ὁρισμοῦ, ρωγμὴ ἀπροσπέλαστου κενοῦ, ρίγος πανικοῦ.

Henri de Toulouse-Lautrec, 1892



Ἀλλὰ ὁ θρίαμβος θρυμματισμοῦ τῶν πεφωτισμένων βεβαιοτήτων καιροφυλακτοῦσε ἔνδον τῶν ἐπιστημονικῶν ἀδύτων. Ποιά αἴσθηση ἔχουμε τοῦ «πεδίου», δίπλα στὸ «στοιχειῶδες σωματίδιο» καὶ στὸ «κύμα». Τί σημαίνει χῶρος δέκα διαστάσεων στὸ ὑποατομικὸ πεδίο, Τί εἶναι ὁ μὴ - χῶρος τῆς ἰλιγγιώδους διαστολῆς τοῦ σύμπαντος, ποῦ διαστέλλεται τὸ σύμπαν μὲ ἀσύλληπτες ταχύτητες, ἀφοῦ ὁ χῶρος (καὶ ὁ χρόνος) εἶναι μόνο συνάρτηση τῆς ὕλης - ἐνέργειας. Πῶς νὰ ἀναπαραστήσουμε νοητικὰ τὴν «καμπυλότητα» τοῦ χωρόχρονου, τὴ χωρικὴ ἀπόσταση σωματιδίων ποὺ βεβαιώνεται σὰν ἀ-τοπικὴ ὁλιστικὴ διασύνδεση, τὸ πεπερασμένο τοῦ σύμπαντος ποὺ ὅμως δὲν ἔχει καταληκτικὰ ὅρια, κι ἔτσι τὸ λέμε ἀπεριόριστο δίχως νὰ εἶναι ἄπειρο.

Τελικά, πῶς νὰ ὁρίσουμε τὴ μετα-φυσική, ὅταν καὶ ἡ φυσικὴ παραμένει ἀνυπότακτη στὶς νοητικὲς ἐποπτεῖες μας. Μαθηματικὴ συμβολική, παρτιτοῦρες τυπικῶν ἐξισώσεων, σὲ ἀναλογία μὲ ὑπαινικτικὲς εἰκόνες ἐμπειρίας τῆς τρωτικῆς ἀμεσότητας. Ἡ μόνη γλώσσα ποὺ ἀπηχεῖ τὴ μελωδία τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἄρρητου. Γιὰ τὸν μύστη τῆς σημαντικῆς ὑποτύπωσης.

Ἂν ὁ Θεὸς ὁριζόταν μὲ τοὺς κανόνες τῆς συλλογιστικῆς τῶν Σχολαστικῶν, μὲ τὶς ἐπιταγὲς ἀναγκαιότητας τοῦ νευτώνειου κοσμοειδώλου, μὲ τὶς κανονιστικὲς ἀπαιτήσεις ἢ ἠθικὲς σκοπιμότητες τῶν Διαφωτιστῶν, θὰ ἦταν «θεὸς» ὑποδεέστερος καὶ τῆς ἔκπληξης τοῦ ὑποατομικοῦ πεδίου. Τὸ συμπαντικὸ θαῦμα καὶ δράμα τῆς ἐλευθερίας μεταγραμμένο σὲ ψευδαισθήσεις εἰδωλοποιημένης αὐτάρκειας. Κι ὁ ἔρωτας κενὸ στολισμένο αἰσθήματα.

Βλέμμα καὶ χαμόγελο γυμνῆς ὀμορφιᾶς, κορμὶ ἀναδυόμενο στὴ μέλαινα λαμπράδα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἄρωμα καὶ χυμὸς τοῦ ροδάκινου, σμαραγδένια διαφάνεια θαλάσσιου ὁρμίσκου. Μόνη ἡ ἁπτὴ χάρις ἀπαντάει στὰ ἔσχατα ἐρωτήματα. Χάρις - χάρισμα τῆς κλήσης στὸ κάλλος τῆς σχέσης. Ὅ,τι καλεῖ δὲν κλείνεται στὸ νόημα, ἔχει πρόσωπο καὶ ὄνομα. Ἡ κλήση διαβαίνει τὴν ἐπιθυμία, γιὰ νὰ ἐκβάλει στὸν ἀτέρμονα κόλπο τῆς μόνης θετικῆς τρυφερότητας.

13. RICERCARE: ΨΑΧΝΩ, ΑΝΑΖΗΤΩ, ΔΙΕΡΕΥΝΩ
Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα εἶδος περίπλοκης πολυφωνικῆς σύνθεσης, ὅπου ἕνα ἢ περισσότερα θέματα ἀναπτύσσονται σὲ πυκνὴ ἀντίστιξη, ἔτσι ὥστε ὁ ἀκροατὴς νὰ πρέπει νὰ «ψάξει» γιὰ νὰ τὰ ἀναγνωρίσει μέσα στὸ πολυφωνικὸ πλαίσιο.
Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου