Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jorge Bucay (Χόρχε Μπουκάι). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Jorge Bucay (Χόρχε Μπουκάι). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

''Δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω''



Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…

Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.Μα τι τον κρατάει;Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα-ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.


Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.

Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…

Όλοι είμαστε λίγο- πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:

Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.

Αυτό μας συμβαίνει. Ζούμε μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.


Ο μοναδικός τρόπος να μάθουμε εάν μπορούμε, είναι να προσπαθήσουμε πάλι με όλη μας την ψυχή…!





Χόρχε Μπουκάι  από το βιβλίο: “Να σου πω μια ιστορία” 












Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ο τρομερός εχθρός







Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του για εξουσία απλώς και μόνο κατέχοντας την. Είχε και την ανάγκη να τον θαυμάζουν όλοι για τη δύναμη του.




Έτσι, —όπως η μητριά της Χιονάτης που δεν της έφτανε μόνο να βλέπει την ομορφιά της—, χρειαζόταν κι αυτός να κοιτάζεται σ' έναν καθρέφτη που να του λέει πόσο δυνατός ήταν. Δεν είχε μαγικούς καθρέφτες, αλλά ένα σωρό αυλικούς και υπηρέτες τους οποίους ρωτούσε αν ήταν αυτός ο πιο δυνατός άνδρας του βασιλείου.


Απαράλλαχτα, όλοι του απαντούσαν:
«Μεγαλειότατε, είσαι πολύ δυνατός, αλλά ξέρεις ότι ο μάγος έχει μια δύναμη που κανένας άλλος δεν κατέχει. Αυτός, γνωρίζει το μέλλον».

Εκείνη την εποχή, αλχημιστές, φιλοσόφους, στοχαστές, ιερείς και αποκρυφιστές τους αποκαλούσαν, γενικεύοντας, «μάγους».

Ο βασιλιάς ζήλευε πολύ το μάγο του βασιλείου, ο οποίος όχι μόνο είχε τη φήμη ανθρώπου καλού και γενναιόδωρου, αλλά και αγαπητού στο λαό που τον θαύμαζε και γιόρταζε που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και ζούσε εκεί.

Δεν έλεγαν τα ίδια και για τον βασιλιά.
Ίσως επειδή είχε ανάγκη να αποδεικνύει συνεχώς ότι αυτός κυβερνούσε, ο βασιλιάς δεν ήταν ούτε δίκαιος ούτε αμερόληπτος, και ακόμα λιγότερο καλός και ευγενικός.

Μια μέρα, κουρασμένος να ακούει τον κόσμο να του λέει πόσο δυνατός και αγαπητός ήταν ο μάγος, ή υποκινούμενος από αυτό το κράμα ζήλειας και φόβου που προκαλεί ο φθόνος, ο βασιλιάς κατέστρωσε ένα σχέδιο: θα οργάνωνε μια μεγάλη γιορτή στην οποία θα προσκαλούσε το μάγο. Μετά το δείπνο, θα ζητούσε την προσοχή όλων. Θα καλούσε το μάγο στο κέντρο της αίθουσας και, μπροστά στους αυλικούς, θα τον ρωτούσε αν ήταν αλήθεια ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον. Ο καλεσμένος θα είχε δύο δυνατότητες: ή να πει όχι, διαψεύδοντας έτσι το θαυμασμό των υπολοίπων, ή να πει ναι, επιβεβαιώνοντας την αιτία της φήμης του. Τότε, θα του ζητούσε να πει ποια ημερομηνία επρόκειτο να πεθάνει ο μάγος του βασιλείου. Αυτός θα έδινε μια απάντηση, μια οποιαδήποτε μέρα — δεν είχε σημασία ποια. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να τραβήξει το σπαθί του και να τον σκοτώσει την ίδια εκείνη στιγμή. Έτσι, θα κατάφερνε δύο πράγματα με ένα μόνο χτύπημα: το πρώτο, να απαλλαγεί από τον εχθρό του για πάντα, το δεύτερο, να αποδείξει ότι ο μάγος δεν είχε μπορέσει να δει το μέλλον, μιας και θα είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψη του. Σε μία μόνο νύχτα θα τελείωναν ο μάγος και ο μύθος των δυνάμεων του...

Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως, και πολύ γρήγορα έφτασε η μέρα της γιορτής.

Μετά από ένα μεγάλο δείπνο, ο βασιλιάς έφερε τον μάγο στο κέντρο και του μίλησε:
«Είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Και μπορείς να διαβάσεις και το δικό σου μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Τότε, θέλω να μου δώσεις μια απόδειξη» συνέχισε ο βασιλιάς. «Ποια μέρα θα πεθάνεις; Ποια είναι η ημερομηνία του θανάτου σου;» Ο μάγος χαμογέλασε, τον κοίταξε στα μάτια και δεν απάντησε.
«Τι έγινε μάγε;» είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας. «Δεν το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Δεν είναι αυτό...» απάντησε ο μάγος, «αλλά αυτό
ξέρω δεν τολμώ να σου το πω.»
«Τι σημαίνει δεν τολμάς;» είπε ο βασιλιάς. «Είμαι ανώτερος σου και σε διατάζω να μου το πεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ σημαντικό για το βασίλειο να ξέρουμε πότε θα χάσουμε τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες μας. Απάντησε μου λοιπόν. Πότε θα πεθάνει ο μάγος του βασιλείου;»

Μετά από μια γεμάτη ένταση σιωπή, ο μάγος τον κοίταξε και είπε:
«Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ξέρω ότι ο μάγος θα πεθάνει ακριβώς μία μέρα πριν το βασιλιά.»

Για λίγες στιγμές, ο χρόνος πάγωσε. Ένας ψίθυρος απλώθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους.

Ο βασιλιάς πάντα έλεγε ότι δεν πίστευε ούτε σε μάγους ούτε σε προφητείες, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν τόλμησε να σκοτώσει το μάγο. Αργά, ο άρχοντας κατέβασε τα χέρια κι έμεινε σιωπηλός.

Οι σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι του. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Το μίσος του είχε γίνει ο χειρότερος σύμβουλος.

«Μεγαλειότατε, χλόμιασες. Τι σου συμβαίνει; ρώτησε ο καλεσμένος.»
«Αισθάνομαι άσχημα» απάντησε ο μονάρχης. «Θα πάω στο δωμάτιο μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες...»

Και με μια αόριστη χειρονομία, στράφηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματα του.

Σκέφτηκε πως ο μάγος ήταν έξυπνος. Είχε δώσει την μοναδική απάντηση που μπορούσε να αποτρέψει το θάνατο του.

Αραγε, να είχε μαντέψει το θάνατο του;
Η πρόβλεψη δεν μπορούσε να είναι αληθινή. Αλλά, κι αν ήταν; Ένιωθε μπερδεμένος και ζαλισμένος...

Ο βασιλιάς επέστρεψε και είπε με βροντερή φωνή:
«Μάγε, είσαι διάσημος στο βασίλειο για τη σοφία σου. Σε παρακαλώ να περάσεις αυτή τη νύχτα στο παλάτι, γιατί πρέπει να σε συμβουλευτώ το πρωί πριν πάρω κάποιες βασιλικές αποφάσεις.»
«Μεγαλειότατε! Θα είναι μεγάλη μου τιμή...» είπε ο καλεσμένος υποκλινόμενος.
Ο βασιλιάς διέταξε τους προσωπικούς του φρουρούς να συνοδεύσουν το μάγο μέχρι τα δωμάτια των καλεσμένων του παλατιού και να επιτηρούν την πόρτα του σιγουρεύοντας ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.

Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκοιμηθεί. Ήταν πολύ ανήσυχος, σκεφτόταν τι θα συνέβαινε αν του μάγου του 'χε κάτσει άσχημα το φαγητό, ή αν πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή αν, απλώς, είχε έρθει η ώρα του.

Πολύ νωρίς το πρωί, ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα του καλεσμένου του.
Ποτέ στη ζωή του δεν του 'χε περάσει η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον πριν πάρει τις αποφάσεις του, αλλά αυτή τη φορά, αμέσως μόλις ο μάγος τον δέχτηκε, έκανε μια ερώτηση, καθώς χρειαζόταν μια δικαιολογία.

Και ο μάγος, που ήταν σοφός, του έδωσε μια απάντηση σωστή, δημιουργική και δίκαιη.
Ο βασιλιάς, σχεδόν χωρίς να ακούσει την απάντηση
επαίνεσε τον φιλοξενούμενο του για την ευφυΐα του και του ζήτησε να κάτσει μια μέρα παραπάνω, υποτίθεται για να τον «συμβουλευτεί» για κάποιο άλλο ζήτημα... (Προφανώς, ο βασιλιάς ήθελε μόνο να είναι σίγουρος ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.)

Ο μάγος, ο οποίος απολάμβανε την ελευθερία που μόνο οι φωτισμένοι κατακτούν, δέχτηκε.
Από τότε και κάθε μέρα, το πρωί ή το βράδυ, ο βασιλιάς πήγαινε μέχρι τα δωμάτια του μάγου για να τον συμβουλευτεί και να τον δεσμεύσει για μια νέα συμβουλή την επόμενη μέρα.

Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο βασιλιάς να αντιληφθεί ότι οι προτροπές του καινούργιου του συμβούλου ήταν πάντα σωστές, και κατέληξε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, να τις υπολογίζει σε κάθε μια από τις αποφάσεις του.

Πέρασαν οι μήνες, και μετά τα χρόνια.

Και, όπως πάντα, κοντά σε αυτόν που ξέρει, μαθαίνει κι αυτός που δεν ξέρει.
Έτσι κι έγινε. Σιγά σιγά, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο δίκαιος.
Δεν ήταν πια ούτε δεσποτικός ούτε αυταρχικός. Δεν είχε πια την ανάγκη να αισθάνεται δυνατός, και μάλλον γι' αυτό δεν είχε και την ανάγκη να επιδεικνύει τη δύναμη του.
Άρχισε να καταλαβαίνει ότι και η ταπεινοφροσύνη μπορούσε να έχει πλεονεκτήματα.
Αρχισε να κυβερνά με περισσότερη σοφία και γενναιοδωρία.

Έτσι έγινε, κι ο λαός του άρχισε να τον αγαπά όπως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ πριν.
Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πια να δει τον μάγο για να ρωτήσει για την υγεία του, μα για να μάθει, να μοιραστεί μια απόφαση, ή απλώς για να κουβεντιάσει.
Ο βασιλιάς και ο μάγος κατέληξαν να γίνουν επιστήθιοι φίλοι.

Μέχρι που, μια μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το δείπνο, χωρίς να υπάρξει κανένα κίνητρο, ο βασιλιάς θυμήθηκε.
Θυμήθηκε πως αυτός ο άνθρωπος, που τώρα θεωρούσε τον καλύτερο του φίλο, είχε υπάρξει μισητός εχθρός του.
Θυμήθηκε το σχέδιο που είχε οργανώσει για να τον σκοτώσει.
Και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κρατάει αυτό το μυστικό χωρίς να αισθάνεται υποκριτής.

Ο βασιλιάς μάζεψε το κουράγιο του και πήγε μέχρι το δωμάτιο του μάγου. Χτύπησε την πόρτα και, μόλις μπήκε, είπε:

«Αδελφέ μου, έχω κάτι να σου πω που μου βαραίνει το στήθος.»
«Μίλα» είπε ο μάγος, «αλάφρωσε την καρδιά σου.»
«Τη νύχτα που σε κάλεσα σε δείπνο και σε ρώτησα για το θάνατο σου, δεν ήθελα να μάθω τίποτα για το μέλλον σου. Σχεδίαζα να σε σκοτώσω ό,τι κι αν μου απαντούσες. Ήθελα ο απρόσμενος θάνατος σου να απομυθοποιούσε τη φήμη σου ως μάντη. Σε μισούσα γιατί όλοι σε αγαπούσαν... Ντρέπομαι τόσο...»

Ο βασιλιάς εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε: «Εκείνη τη νύχτα δεν τόλμησα να σε σκοτώσω, και τώρα που είμαστε φίλοι —παραπάνω από φίλοι· αδελφοί—, με τρομοκρατεί η σκέψη όλων όσα θα είχα χάσει αν το είχα κάνει. Σήμερα αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να σου κρύβω την ντροπή μου. Είχα ανάγκη να σου τα πω όλα αυτά για να με συγχωρήσεις ή να με απορρίψεις, αλλά χωρίς απάτες.»

Ο μάγος τον κοίταξε και του είπε:
«Αργησες πολύ μέχρι να μπορέσεις να μου το πεις. Αλλά, όπως και να 'χει, χαίρομαι που το έκανες... Αυτό θα μου επιτρέψει να σου πω ότι το ήξερα ήδη. Όταν μου έκανες εκείνη την ερώτηση και χάιδεψες με το χέρι σου τη λαβή του σπαθιού σου, ήταν τόσο ξεκάθαρη η πρόθεση σου, που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να καταλάβω τι σκεφτόσουν να κάνεις.»

Ο μάγος χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του βασιλιά.
«Σαν δίκαιη ανταμοιβή για την ειλικρίνεια σου, οφείλω να σου πω ότι κι εγώ σου είπα ψέματα. Σου ομολογώ ότι επινόησα αυτήν την παράλογη ιστορία για τον θάνατο μου πριν απ' τον δικό σου, για να σου δώσω ένα μάθημα. Ένα μάθημα που δεν είχες μπορέσει να μάθεις μέχρι σήμερα. Ίσως να είναι το πιο σημαντικό απ' όσα σου έχω διδάξει.
«Πορευόμαστε στη ζωή απορρίπτοντας με βδελυγμία χαρακτηριστικά των άλλων, ή ακόμα και δικά μας, που θεωρούμε ευτελή, απειλητικά ή άχρηστα... Όμως, αν καθόμασταν λίγο να το σκεφτούμε, θα καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο θα μας ήταν να ζήσουμε χωρίς αυτά που πολλές φορές περιφρονούμε.
»Ο θάνατος σου, αγαπημένε μου φίλε, θα έρθει ακριβώς την ημέρα του θανάτου σου, κι ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι εγώ είμαι γέρος, και η δική μου μέρα μάλλον πλησιάζει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεσαι ότι η δική σου αποχώρηση θα πρέπει να είναι δεμένη με τη δική μου. Είναι οι ζωές μας που συνδέθηκαν, όχι οι θάνατοι μας.»

Ο βασιλιάς και ο μάγος αγκαλιάστηκαν και γιόρτασαν πίνοντας στην εμπιστοσύνη που τους ενεπνεε εκείνη η σχέση που είχαν χτίσει μαζί.

Ο μύθος λέει πως,
ανεξήγητα,
την ίδια εκείνη νύχτα,
ο μάγος...
πέθανε στον ύπνο του.

Ο βασιλιάς έμαθε την κακή είδηση την επόμενη μέρα και αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένος. Δεν αγωνιούσε στη τη σκέψη του δικού του θανάτου, καθώς είχε μάθει από το μάγο να ζει απελευθερωμένος από την ιδέα της παραμονής του σε τούτον εδώ τον κόσμο.
Ήταν θλιμμένος για το θάνατο του φίλου του. Εξαιτίας ποιας παράξενης σύμπτωσης είχε μπορέσει ο βασιλιάς να μιλήσει στο μάγο γι' αυτό το θέμα, ακριβώς τη νύχτα του θανάτου του;

Είναι πιθανό, με τρόπο ανεξήγητο, ο μάγος να είχε επηρεάσει τις καταστάσεις ώστε ο βασιλιάς να μπορέσει να του εξομολογηθεί το μυστικό του και να απελευθερωθεί από το φόβο του να πεθάνει την επόμενη μέρα.

Ήταν μια τελευταία πράξη αγάπης για να τον λυτρώσει από τους αλλοτινούς του φόβους...
Λένε πως ο βασιλιάς σηκώθηκε κι έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια έναν τάφο για τον φίλο του στον κήπο, κάτω απ' το παράθυρο του.

Έθαψε εκεί το σώμα του, και την υπόλοιπη μέρα την πέρασε δίπλα στο βουναλάκι με το χώμα, να κλαίει όπως κλαίμε μόνο τους πολύ αγαπημένους μας που χάθηκαν.
Και, μόλις έπεσε η νύχτα, ο βασιλιάς επέστρεψε στο δωμάτιο του.

Λέει ο μύθος πως την ίδια εκείνη νύχτα, είκοσι τέσσερις ώρες μετά το θάνατο του μάγου, ο βασιλιάς πέθανε στο κρεβάτι του ενώ κοιμόταν...


Ίσως ήταν σύμπτωση...
Ίσως ήταν ο πόνος...
Ίσως για να επιβεβαιώσει την τελευταία διδαχή του δασκάλου του.




Χόρχε Μπουκάι - 
από τις " Ιστορίες να σκεφτείς"
εκδ opera / animus

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό



Αν αποφασίσω να γίνει φίλος μου ο Χοσέ, το κέντρο της ζωής μου, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Χοσέ, πάντα κάπου γύρω του θα τριγυρίζω.
Αν τα λεφτά που βγάζω είναι το κέντρο της ύπαρξής μου, η ύπαρξή μου θα περιστρέφεται γύρω από τα λεφτά. Το ίδιο συμβαίνει με την εξουσία, το σεξ ή τη δόξα.

Ο μόνος τρόπος για να μην περιστρέφεται η ζωή μου γύρω από κάτι ή κάποιον, είναι να γίνω ο ίδιος το κέντρο της ζωής μου. Το κέντρο του δικού μου κόσμου.
Κι όταν εγώ το ξέρω, και το ξέρει κι ο Χοσέ, τότε μπορούμε αυτός κι εγώ να είμαστε δυο κόσμοι που συναντιούνται: ο δικός μου με επίκεντρο εμένα, κι ο κόσμος του Χοσέ με επίκεντρο εκείνον.





Επίτρεψέ μου να σου πω τη δική μου εκδοχή αυτής της ιστορίας, που θεωρώ ότι έχει άμεση σχέση με το θέμα των καλών και των κακών ερώτων. Είναι από τις ωραιότερες και πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχω ακούσει ποτέ. Την έκανε γνωστή ένας αμερικάνος συγγραφέας ονόματι Ο’ Χένρι, που τη βρήκε μέσα σ’ ένα παλιό ελβετικό παραμύθι των Χριστουγέννων.

Η ιστορία μιλάει για ένα ωραίο νεαρό ζευγάρι σ’ ένα χωριουδάκι ξυλοκόπων κοντά σ’ ένα βουνό, που αρραβωνιάστηκαν όταν εκείνη ήταν δεκατριών κι εκείνος δεκαοχτώ. Εκείνος, καθώς είχε μάθει να κόβει ξύλα από μικρό παιδί, ήταν ψηλός, σβέλτος και μυώδης, κι εκείνη ήταν ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια.

Η ιστορία λέει λοιπόν, ότι οι δύο νέοι έφτασαν στον αρραβώνα με τις ευλογίες όλου του χωριού. Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνη έγινε δεκαοχτώ κι εκείνος είκοσι τριών, το χωριό ολόκληρο συμφώνησε να βοηθήσει τους δύο νέους να παντρευτούν.

Τους έκαναν δώρο μια ξύλινη καλύβα κι ένα μικρό κομμάτι γης με δέντρα για να μπορεί εκείνος να δουλέψει ως ξυλοκόπος. Παντρεύονται λοιπόν τα παιδιά και μετά το γάμο πάνε να ζήσουν εκεί, προς μεγάλη χαρά όλων, των ίδιων, των οικογενειών τους και του χωριού, που είχε βοηθήσει τόσο αυτή τη σχέση.

Ζουν εκεί όλες τις μέρες του χειμώνα, του καλοκαιριού, της άνοιξης και του Φθινοπώρου και χαίρονται πολύ που είναι μαζί. Πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα.
Αν του χαρίσει ένα καινούργιο τσεκούρι, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, γιατί του έχει ήδη πλέξει διάφορα ρούχα, με άλλες ευκαιρίες, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές…

Αποφασίζει να πάει στο χωριό για να δει μήπως βρει εκεί κάτι κι αρχίζει να τριγυρνάει στους δρόμους. Βέβαια, όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, το μοναδικό του χωριού, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, και κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το σκούπιζε, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, το ξανασκούπιζε, το χάιδευε για λίγο και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…»
Μπαίνει στο μαγαζί να ρωτήσει πόσο κάνει και μένει άναυδη ακούγοντας την απάντηση. Κάνει πολύ παραπάνω απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρείς επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει, αυτή όμως δεν μπορεί να περιμένει τόσο πολύ.


Φεύγει από το χωριό αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Καθώς δεν είχε μάθει να κάνει κάποια εργασία, στύβει το μυαλό της για να βρει μια λύση, ώσπου, περνώντας έξω από το κομμωτήριο του χωριού, βλέπει μια επιγραφή που λέει: «Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
«Αν έρθω σε τρείς μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;»
«Βέβαια» είναι η απάντηση.
«Τότε σε τρείς μέρες θα είμαι εδώ».
Επιστρέφει στο κοσμηματοπωλείο, λέει να της κρατήσουν την αλυσίδα και γυρίζει σπίτι της χωρίς να πει τίποτα.

Την ημέρα της επετείου, το ζευγάρι αγκαλιάζεται λίγο πιο σφιχτά απ’ ότι συνήθως, εκείνος φεύγει για τη δουλειά κι εκείνη κατεβαίνει στο χωριό.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, παίρνει τα λεφτά και πάει στο κοσμηματοπωλείο. Αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει εκείνος από τη δουλειά.
Αντίθετα από άλλες φορές που άναβε όλα τα φώτα για να τον περιμένει, απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει..

Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται σφιχτά και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στο χωριό. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της.
Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…



Αν πιστεύεις ότι η θυσία είναι το μέτρο της αγάπης, σε παρακαλώ να μην ξεχάσεις αυτήν την ιστορία. Η αγάπη δε μετριέται μόνο με το πόσο πολύ γινόμαστε θυσία για τον άλλον αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, με το πόσο μεγάλη χαρά μας δίνει η ύπαρξή του.

Αν σ’ αγαπάω, τότε πασχίζω να καλλιεργήσω τις συνθήκες, για να συνυπάρξουμε μέσα στην πιο μεγάλη χαρά: τη συνάντηση… 





Χόρχε Μπουκάι 
" Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό" 
εκδ Opera

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Η φυλακή του "εγώ"




Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή. Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο τον και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκονδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.

Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα συγκαλά του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.

Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.

«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής.»

Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.
«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός.»
Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.
«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα.»
Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο. Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο.
«Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!»
«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού.»

Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:

«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;»
«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός.»
Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!»
Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:
«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».

Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο:
«Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.
«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;»
Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ο γέρος συνεχίζει:
«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη. Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας… Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!»
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.

————



Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.
Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».

Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα —δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο, όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή—, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.

Χόρχε Μπουκάι 


Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε..


Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.

Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει…
Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. 

Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;

Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. 

Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που του λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. 

Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. 
Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου!» 

Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.


Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.


Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.

Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.

Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.


Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.



Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων 
[εκδ  OPERA ]

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

"Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης" - Συνειδητοποίηση



Συνειδητοποίηση 

Η δική μου άποψη για την αυτογνωσία αρχίζει με το να θυμάμαι ότι : 
Δεν είναι ότι έχω σώμα, αλλά ότι είμαι σώμα
Δεν είναι ότι έχω συναισθήματα, αλλά ότι είμαι τα συναισθήματα που νιώθω
Δεν είναι ότι έχω έναν τρόπο σκέψης , αλλά ότι είμαι ο τρόπος που σκέφτομαι 




Τελικά, ο καθένας μας είναι οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, το ίδιο το σώμα του και συγχρόνως, κάτι παραπάνω : το είναι του 
Ο καθένας μας πρέπει να ξέρει πως είναι όλα όσα μας βοηθάει ν αφομοιώσουμε η αλληγορία της άμαξας. 
Εάν επιχειρήσω να με γνωρίσω, πρέπει ν αρχίσω από την αυτοπαρατήρηση με βλέμμα αθώο και ειλικρινές, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς να ξεκινάω με ήδη διαμορφωμένη άποψη για το πώς θα έπρεπε να είμαι
Ποτέ δε θα μπορέσω να γνωρίσω τον εαυτό  μου αν ψάχνω να τον βρω με βλέμμα επικριτικό
Είναι αρκετά συνηθισμένο -κι εγώ θεωρώ αρκετά καταστροφικό- ν αναλύουμε τις πράξεις και τις σκέψεις μας με λέξεις όπως αυτές :
''Τι ηλίθιος που είμαι''
''Επρεπε να το χω καταλάβει..''
''Μα πώς μπορώ να είμαι τόσο βλάκας;"
''Μου ρχεται να πάω να αυτοκτονήσω!"
κλπ κλπ 
Λέω λοιπόν, πως αν μπορούσε κανείς να το μετατρέψει όλο αυτό σε μια συμπεριφορά πιο επιδοκιμαστική, πιο επιφυλακτική, αν μπορούσε να πει:
"Έκανα λάθος. Την επόμενη φορά  θα προσπαθήσω να το κάνω καλύτερα.."
"αυτό , καλό έίναι να το θυμάμαι.."
"Φέρθηκα επιπόλαια, καμιά φορά το άγχος μου δε με βοηθάει.."
"Από δω και πέρα θα προσπαθώ να βρίσκω εναλλακτικές λύσεις .."
τότε παραδόξως, θα μπορούσε κανείς ν αλλάξει.
Κανείς δεν πραγματοποιεί μια αλλαγή επειδή το απαιτούν οι περιστάσεις . 
Κανείς δεν αλλάζει πραγματικά από φόβο
Κανείς δε μεγαλώνει με διαρκή έλεγχο και καταπίεση

Τι καλά θα ήταν αν παύαμε να είμαστε τόσο επικριτές και κατήγοροι.. 
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος γιατί , στην πραγματικότητα, θα πρέπει να έχω συντροφιά τον εαυτό μου σε όλη μου τη ζωή, είτε μου αρέσει είτε δε μου αρέσει. σύντομη ή μακρόχρονη, πολλή ή λίγη, αυτή είναι η ζωή μου, και θα πρέπει να σταθώ στο πλευρό του εαυτού μου 

Η λέξη amigo (φίλος)  αποτελεί σύνθεση τριών μονοσύλλαβων λέξεων  a-me-cum (μαζί-με-εμένα) 
Εκείνος που είναι δίπλα μου, μαζί μου
Τι καλά που θα ήταν να συμπεριλαμβάνεται ο καθένας από μας στη λίστα των φίλων του εαυτού του..
Αφού θα είμαι με τον εαυτό μου για πάντα , τότε καλά θα ήταν να στέκομαι συνειδητά στο πλευρό μου.. 
Αφού είμαι με τον εαυτό μου από την αρχή και κανείς δεν ξέρει περισσότερα για μένα απ ό,τι εγώ (κανείς, ούτε καν ο θεραπευτής μου)  τι καλά που θα ήταν αν μπορούσα να είμαι για τον εαυτό μου ένας καλός φίλος να στέκομαι στο πλευρό μου, να κάνω και να σκέφτομαι ό,τι καλύτερο για μένα. 

Το να θέλω να κάνω για μένα κάτι διαφορετικό απ αυτό που είμαι, δεν είναι ο δρόμος της γνωριμίας με τον εαυτό μου, αλλά ο δρόμος της αλλαγής. Και θα σου πω τώρα κάτι που κάποια άλλη φορά θα επαναλάβω εκτενέστερα: 

η προσπάθεια ν αλλάξεις τον εαυτό σου δεν είναι δημιουργική. είναι λάθος δρόμος, είναι παρέκκλιση , είναι απομάκρυνση απ την ορθή πορεία

Ο δρόμος της γνωριμίας με τον εαυτό μου ξεκινάει όταν αποδέχομαι ότι είμαι αυτό που είμαι, και δουλεύω με αφετηρία όσα ανακαλύπτω  για να δω τι θα κάνω με μένα. Να δω τι θα κάνω για να είμαι εγώ ο ίδιος καλύτερα- εάν θέλω όντως να είμαι καλύτερα- ξέροντας όμως, ότι καλά είμαι όπως είμαι. φυσικά , θα είναι ακόμη καλύτερα αν βοηθήσω να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή.

Μερικές φορές, η αλλαγή είναι η εξερεύνηση μιας πορείας που δεν έχει ακολουθήσει κανείς νωρίτερα

Επιτρέψτε μου ν αναφέρω σαν παράδειγμα την εμπειρία μου σ έναν χώρο ίσως όχι πολύ σπουδαίο, που με εξυπηρετεί όμως εδώ , ως παράδειγμα:
Στο δικό μου δρόμο προς την αυτογνωσία, συνειδητοποίησα ότι πολλοί θύμωναν μαζί μου όταν δεν ήξερα τι να απαντήσω στην απλή ερώτηση: "Με τι ασχολείσαι; " 
Δεν ένιωθα άνετα να λέω ούτε γιατρός, ούτε ψυχίατρος, ούτε ψυχαναλυτής ,ούτε ψυχοθεραπευτής. Απέρριπτα όλες αυτές τις ιδιότητες
Αν και είμαι πτυχιούχος Γιατρός θεωρώ ότι γιατρός είναι εκείνος που θεραπεύει ανθρώπους κι έχω καταλάβει εδώ και καιρό, ότι εγώ τουλάχιστον, δεν θεράπευσα ποτέ κανέναν (το πολύ πολύ να θεραπεύτηκε κάποιος μόνος του δίπλα μου) 
Ψυχίατρος δεν είμαι, γιατί ψυχίατρος είναι εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με ψυχικές ασθένειες, και μολονότι εκπαιδεύτηκα στην ειδικότητα αυτή και εργάσθηκα για πάνω από δέκα χρόνια σε νοσοκομεία  και ψυχιατρικά ιδρύματα ως συμβασιούχος γιατρός, πάει πολύς καιρός που δεν ασχολούμαι πια μ αυτό
Ψυχαναλυτής δεν κατάφερα να γίνω, γιατί ποτέ δεν στήριξα απόλυτα τη δουλειά μου στην ψυχαναλυτική σχολή 
Ψυχοθεραπευτής θα μπορούσα να είμαι,  όμως , ούτε στην ψυχοθεραπεία αφιερώνω όλο μου το χρόνο. Επιπλέον, ο όρος θεραπευτής, αναφέρεται στη φροντίδα αρρώστων, κι εγώ δουλεύω περισσότερο με υγιείς "ασθενείς"  παρά με αρρώστους που πάσχουν από κάτι
Τι κάνω λοιπόν ;
Παρατηρώ. 
Αυτοπαρατηρούμαι . Συνειδητοποιώ, πως αυτό που έχω γνωρίσει εγώ ως εαυτό μου δεν ανταποκρίνεται σε κανένα επάγγελμα που ξέρω, και δέχομαι ότι δε μπορώ να ορίσω τη δουλειά μου με καμία από τις λέξεις που ανέφερα και που συνηθίζουν να μου αποδίδουν οι άλλοι 
Ωστόσο, ακούω το αίτημα και την ανάγκη τους να ξέρουν τι δουλειά κάνω

Το αίτημά τους με βοήθησε ν αντιληφθώ πως είχα κι εγώ ανάγκη να ορίσω ποιος είμαι
Είχα ήδη διαχωρίσει τον εαυτό μου . δεν ήμουν αυτό που ήταν οι άλλοι. Όμως, τι ήμουν ;
Έπρεπε να βρω έναν καινούριο τρόπο να ορίζω τον εαυτό μου 
Και τον βρήκα : επαγγελματίας βοηθός 
Βοηθός από τη λέξη βοήθεια και επαγγελματίας γιατί έχω εκπαιδευτεί γι αυτήν τη δουλειά και πληρώνομαι για να την κάνω . Δεν έχει να κάνει με τίποτε άλλο, δεν είναι γιατί "διδάσκω"  κάποιο δόγμα, αλλά γιατί, να το πω απλα, απ αυτό ζω

[...]

Το μοντέλο της θεραπείας Γκεστάλτ, το επινόησε ο Φριτζ Περλς . 
Στην αρχή της καριέρας του, ο Περλς ξεκίνησε λέγοντας ότι δεν μπορούσε να θεραπεύει ασθενείς, και ότι εκείνος αντί της θεραπείας, μπορούσε μόνο να τους προσφέρει αγάπη . όλα τα άλλα, θα έπρεπε να τα κάνουν μόνοι τους . Μετά, τους έλεγε  ότι το μόνο που μπορούσε να τους δώσει ήταν εργαλεία - κάποια βοηθήματα για να θεραπεύσουν μόνοι τους τον εαυτό τους . 
Τα τελευταία χρόνια στο Εσάλεν, όταν πήγαινε να τον δει κάποιος ασθενής ο Φριτζ του έλεγε:
"Δεν διαθέτω τα μέσα ,δεν έχω άλλη αγάπη να σου δώσω, δε μπορώ να σου δώσω τίποτε που δεν το γνωρίζεις ούτε θέλω να έχω την ευθύνη της θεραπείας σου . Το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ένα σημείο απ όπου θα προχωρήσεις μόνος σου μαθαίνοντας να βοηθάς τον εαυτό σου " 

Η ιδέα αυτή μου φαίνεται πολύ σημαντική. Έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα για τη θεραπεία, γιατί με αφετηρία αυτό το σημείο, η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ειδικό και τον ασθενή, δεν είναι τίποτε περισσότερο (και τίποτε λιγότερο)  από ένα εργαλείο για να βοηθήσει ο ασθενής μόνος του τον εαυτό του. 
Σ αυτό αναφέρομαι όταν λέω ότι είμαι επαγγελματίας βοηθός 
Η ειδικότητά μου συνίσταται στην προσφορά βοήθειας στους άλλους με βάση το γεγονός ότι εγώ έχω διαβάσει κάποια πράγματα που δεν έχουν διαβάσει ή δεν έχουν ζήσει εκείνοι. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το μόνο που κάνω. Σε βοηθάω να θεραπευτείς, να μεγαλώσεις, να ωριμάσεις, να παρατηρείς τον εαυτό σου . Κι αυτό δεν είναι ούτε πολύ ούτε λίγο - δε το λέω ούτε με έπαρση, ούτε με ταπεινοφροσύνη- Το λέω, γιατί αληθινά έτσι πιστεύω πως είναι . 

Με αφορμή αυτό που λέω , αναρωτιέμαι καμιά φορά αν μπορεί να θεωρηθεί θεραπευτικό να μιλάει κανείς για τα προβλήματά του με κάποιον φίλο. 
Εγώ , νομίζω πως ναι . Είμαι πεπεισμένος ότι η κουβεντούλα μ έναν καλό φίλο μπορεί να είναι πολύ θεραπευτική. Οπωσδήποτε , είναι λυπηρό να σκέφτομαι ότι κάποιος μπορεί να πάει σε ψυχοθεραπευτή επειδή δεν έχει φίλους. 
Αυτό σημαίνει ότι δε χρειάζονται οι θεραπευτές ;
Δεν είναι έτσι . Σε πολλές περιπτώσεις, ο ψυχοθεραπευτής δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τον φίλο, όπως και οι φίλοι επιτελούν λειτουργίες που δε μπορεί ν αναπληρώσει ο θεραπευτής 
Και η ιδιαιτερότητα αυτή, δεν έχει καθόλου να κάνει με την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα του θεραπευτή. 
Κανείς δεν είναι αντικειμενικός . Μην αυταπατάσαι και μην αφήνεις κανέναν να σε εξαπατήσει. Για να έχουμε αντικειμενική άποψη, θα έπρεπε να είμαστε αντικείμενα . Από τη στιγμή που είναι κανείς υποκείμενο, είναι καταδικασμένος να δίνει μόνο τη δική του υποκειμενική άποψη 
Επομένως, αυτό που μπορεί να προσφέρει ο θεραπευτής, ο βοηθός ,ο ψυχολόγος, είναι ένα υποκειμενικό βλέμμα από τη θέση του θεραπευτή . μια θέση που σχεδιάζεται ανάλογα με τον ασθενή, για να μάθει να βοηθάει ή να θεραπεύει ο ίδιος τον εαυτό του
Μου φαίνεται ότι κανείς δε μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό  

Χόρχε Μπουκάι 
από το "Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης"  
σελ 92-98 από τα  " Φύλλα πορείας Ι "
(εκδ. Όπερα) 

πίνακες : Mino Geretti 

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ο θυρωρός του Πορνείου






Ήμουν στη μέση των σπουδών μου και, όπως πολλοί άλλοι φοιτητές, άρχιζα να αμφιβάλλω για την απόφασή μου να σπουδάσω. Μίλησα γιʼ αυτό με τον ψυχοθεραπευτή μου. Καταλάβαινα ότι πίεζα τον εαυτό μου και ζοριζόμουν για να συνεχίσω τις σπουδές μου.

«Αυτό είναι πρόβλημα» , είπε ο Χοντρός. «Όσο συνεχίζεις να πιστεύεις ότι ΄πρέπει΄ να σπουδάσεις για να πάρεις πτυχίο δεν υπάρχει περίπτωση να το απολαύσεις. Και όσο δεν απαιτείς λίγη ικανοποίηση, ορισμένες πλευρές της προσωπικότητάς σου παίζουν άσχημα παιχνίδια.
Ο Χόρχε επαναλάμβανε μέχρι αηδίας ότι δεν πίστευε στον καταναγκασμό. Έλεγε ότι τίποτα χρήσιμο δεν κατορθώνεται με το ζόρι. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, νομίζω έκανε λάθος. Ή, ίσως να ήμουν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
« Μα Χόρχε, δεν μπορώ να διακόψω τις σπουδές μου», είπα. «Δεν νομίζω ότι στον κόσμο που μου έλαχε να ζω θα καταφέρω να κάνω κάτι αν δεν έχω ένα πτυχίο. Κατά κάποιο τρόπο το πτυχίο είναι μια εξασφάλιση.»
«Μπορεί», είπε ο Χοντρός. «Ξέρεις τι είναι το Ταλμούδ;»
«Ναι.»
«Υπάρχει ένα διήγημα στο Ταλμούδ που μιλάει για έναν κοινό άνθρωπο. Ήταν ο θυρωρός ενός πορνείου.»

Δεν υπήρχε σʼ εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο... όμως, τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος;

Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από εκείνον, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του.

Για δεκαετίες, το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο.
Μια μέρα, πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης κι ένας νέος με ανησυχίες. Δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση.
Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες.

Στο θυρωρό είπε:
«Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις των αριθμό των ζευγαριών που μπαίνουν καθημερινά. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μια φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα.»
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως....

«Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε¨, ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.»
«Α, Πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γιʼ αυτό...»
«Μα κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου..»
Δεν τον άφησε να τελειώσει...

Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι να έκανε;

Θυμήθηκε ότι μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό. Αναζητούσε σʼ όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γιʼ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης πού είχε πάρει.

Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό για να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε.
Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονά τους
« Ήθελα να σε ρωτήσω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;»
«Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω... Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και..»
«Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί»
«Εντάξει»

Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα.
«Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;»
«Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δυο μέρες με το μουλάρι.»
"Ας κάνουμε μια συμφωνία» είπε ο γείτονας. « Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;»
Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για 4 μέρες ακόμα. Δέχτηκε.

Στην επιστροφή, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του.
«Γεια χαρά γείτονα. Εσύ πούλησες το σφυρί στο γείτονά μας;» «Ναι.»
«Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου»
Πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί μ ετ εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.
«Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου», θυμήθηκε.
Αν αυτό ήταν σωστό, πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον αλλον να ταξιδέψει για να φέρει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρίσκαρε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια.
Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ότι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη . Μετά, μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες Είχε γίνει καλός πελάτης.
Μια μέρα, σκέφτηκε ο φίλος του ο τορναδόρος ότι θα μπορούσε να κατασκευάζει σφυριά για αυτόν. Και μετά, γιατί όχι; Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες, καλέμια. Υστέρα ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες...
Για να μην τραβήξει επί μακρός η ιστορία , ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων και σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά, έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής.
Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής.

Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του νέου σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμή του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε:
«Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου.»
«Η τιμή είναι δική μου», είπε ο άντρας. Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.»
«Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. « Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».
«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άντρας ψύχραιμα.
« Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω..θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο».


Χόρχε Μπουκάι
από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία»

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

''Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ να κάνω τα πάντα''





Ένας άνθρωπος προχωράει απελπισμένος στην έρημο. Μόλις έχει πιει την τελευταία σταγόνα νερό από το παγούρι του. Ο ήλιος που καίει πάνω από το κεφάλι του και οι γύπες που τον περιτριγυρίζουν, προμηνύουν το επικείμενο τέλος του.
“Νερό!” φωνάζει. “Νερό! Λίγο νερό!“
Βλέπει από δεξιά να έρχεται προς το μέρος του ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα.
“Δόξα τω Θεώ!” λέει. “Νερό σε παρακαλώ…νερό!“
“Δεν μπορώ να σου δώσω νερό” του λέει ο βεδουίνος. “Είμαι έμπορος, και το νερό είναι απαραίτητο για να ταξιδεύει κανείς στην έρημο.“
“Πούλησέ μου λίγο νερό” τον εκλιπαρεί εκείνος. “Θα σε πληρώσω…“
“Αδύνατον “εφέντη”. Δεν πουλάω νερό, πουλάω γραβάτες.“
“Γραβάτες;;;;“
“Ναι, κοίτα τι ωραίες γραβάτες…Αυτές εδώ είναι ιταλικές και είναι προσφορά, οι τρεις δέκα δολάρια…Κι αυτές εδώ, από ινδικό μετάξι, αθάνατες…Κι αυτές εδώ…“
“Όχι…Όχι…Δεν θέλω γραβάτες, νερό θέλω…Φύγε! Φύγεεεε!“

Ο έμπορος συνεχίζει το δρόμο του, και ο διψασμένος εξερευνητής προχωράει σταθερά μέσα στην έρημο.
Σκαρφαλώνει σ’ ένα αμμόλοφο και βλέπει να έρχεται από αριστερά άλλος έμπορος.
Οπότε, τρέχει προς το μέρος του και του λέει: “Πούλησέ μου λίγο νερό, σε παρακαλώ…“
“Νερό δεν γίνεται” του απαντάει ο έμπορος, “έχω όμως να σου προσφέρω τις καλύτερες γραβάτες της Αραβίας…“
“Γραβάτες!!! Δεν θέλω γραβάτες! Θέλω νερό!” φωνάζει ο άνθρωπος απελπισμένος.
“Έχουμε προσφορά” επιμένει ό άλλος. “Αγοράζοντας δέκα γραβάτες, παίρνεις ακόμη μία δωρεάν…“
“Δεν θέλω γραβάτες!!!“
“Μπορείς να πληρώσεις σε τρεις άτοκες δόσεις και με πιστωτική κάρτα. Έχεις πιστωτική κάρτα;“
Φωνάζοντας έξαλλος, ο διψασμένος συνεχίζει το δρόμο του προς το πουθενά.
Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ σέρνεται πια, ο ταξιδιώτης σκαρφαλώνει σ΄έναν ψηλό αμμόλοφο κι από ΄κει ατενίζει τον ορίζοντα.
Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Μπροστά, στα χίλια μέτρα, βλέπει καθαρά μια όαση. Μερικούς φοίνικες και μια απίστευτη βλάστηση γύρω από τη γαλάζια αντανάκλαση του νερού.
Ο άντρας τρέχει προς τα εκεί φοβούμενος μήπως είναι οφθαλμαπάτη. Δεν είναι όμως, η όαση είναι αληθινή.
Το μέρος φυλάσσεται. Το προστατεύει ένας φράκτης με μία μόνο είσοδο που τη φυλάει ένας φρουρός.
“Σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Χρειάζομαι νερό…νερό. Σας παρακαλώ…“
“Αδύνατον, κύριε. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος χωρίς γραβάτα.“


Στην καθημερινή μας ζωή αποφασίζουμε σχεδόν για καθετί που κάνουμε και καθετί που σταματάμε να κάνουμε.
Η συμμετοχή στη ζωή μας είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναπόφευκτη.

Είμαστε αναγκαστικά συνένοχοι για όλα όσα μας συμβαίνουν, γιατί με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχουμε επιλέξει να μας συμβούν.

“Ε, καλά…εγώ όμως πρέπει κάθε μέρα να πάω στη δουλειά…. δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό…ακόμη κι αν δεν θέλω και δεν το επιλέγω, πάλι πρέπει να πάω. Δεν μπορώ να δώσω στον εαυτό μου την άδεια να μην πάω αύριο στη δουλειά.”
Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ.

Είτε το ξέρεις προκαταβολικά είτε όχι, πάντα υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσεις.
“Α, έτσι…Αν όμως πληρώσω το τίμημα, αύριο τα παιδιά μου δεν θα έχουν να φάνε.”

Ωραία, αυτό θα είναι το τίμημα. Οπότε, επιλέγω να πάω στη δουλειά. Και επιλέγω να συνεχίσω να δουλεύω, να κρατήσω τη δουλειά μου. Επιλέγω να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου. Και μου φαίνεται σωστό που κάνω αυτή την επιλογή. 

Όμως, εγώ το επιλέγω, έτσι; 
Εγώ είμαι αυτός που αποφασίζει. 
Σύμφωνα με τιςαρχές μου, είναι πιο σημαντικό να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου από το να ικανοποιήσω την επιθυμία μου να χουζουρεύω μέχρι αργά στο κρεβάτι. Αυτό μου φαίνεται σωστό. Είναι δική μου απόφαση. Και ακριβώς επειδή είναι δική μου απόφαση, έχει αξία.

Ένας από τους όρους της αυτοεξάρτησης, είναι ότι μέσω της άδειας που έχω δώσει στον εαυτό μου να είμαι αυθεντικός, συνειδητοποιώ αυτομάτως ότι μου αξίζει οποιαδήποτε ανταμοιβή παρουσιάζεται, για τις σωστές αποφάσεις που παίρνω. 

Γιατί, ό,τι έκανα δεν ήταν υποχρέωσή μου, αλλά δική μου απόφαση. Μπορούσα να πάρω αυτήν ή την άλλη απόφαση, συνεπώς, μου ανήκει ο έπαινος για την επιτυχία.


Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης είναι ο δρόμος της ανάληψης της ευθύνης για τον εαυτό μας. Για να βαδίσεις αυτόν τον δρόμο χρειάζεται:

Να είσαι σε θέση να το κάνεις, να έχεις τα κατάλληλα εφόδια και να πάρεις την απόφαση.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο μέρος για να προετοιμαστεί κανείς για τον δρόμο
Θα ανακαλύπτουμε τους όρους και τις συνθήκες στη διαδρομή.
Θα βελτιώνουμε τα εφόδιά μας όσο προχωράμε.
Θα παγιώνεται η απόφασή μας όσο περισσότερο δρόμο αφήνουμε πίσω μας.
Jorge Bucay  ''Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης'' από τα "Φύλλα Πορείας Ι" 
(Απόσπασμα) 






Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ είναι ο πρώτος από μια σειρά τεσσάρων τόμων που φέρουν τον γενικό τίτλο: "Φύλλα Πορείας" 


Με γλώσσα απλή, καθημερινή, σύντομες και συχνά ελλειπτικές προτάσεις, ο Χόρχε Μπουκάι καθοδηγεί τον αναγνώστη σε μια συζήτηση φιλική, θεραπευτική, καθόλου θεωρητική, με μεγάλη πρακτική αξία, όπου, χωρίς να προτείνει λύσεις, βοηθάει να βρεθούν Η ζωή, οι σχέσεις μας, η στάση και η συμπεριφορά μας μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Η προσωπική του άποψη είναι ένα απόσταγμα σοφίας, εμπειρίας, πολύχρονης θεραπευτικής πρακτικής και στοχασμού του μελετητή της παγκόσμιας μυθολογίας και διανόησης.
Στο ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ, ο Μπουκάι διδάσκει χωρίς να κάνει κήρυγμα. Γίνεται μαζί δάσκαλος και μαθητής, καταθέτει μαρτυρίες και σκέψεις άλλων, αναλύει και εξηγεί, τεκμηριώνει επιστημονικά και μας οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα, ακυρώνοντας την αυθεντία του καθοδηγητή.
Τα "Φύλλα Πορείας" του είναι λιγότερο κατευθυντήριες γραμμές και περισσότερο αφορμές για προβληματισμό. Για κάθε κατάσταση κάνει μια νύξη και διηγείται μια "ιστορία" που "κάτι λέει", κάτι που μας αφήνει να το εννοήσουμε μόνοι μας, αποκομίζοντας τη χαρά της ανακάλυψης και την ικανοποίηση της συνειδητοποίησης. 
[από την παρουσίαση της έκδοσης]

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ο ερευνητής




Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή …

Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει.







Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση. Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει μεγάλη σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε.

Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει.

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ’ εκείνο το μέρος.
Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.
Άφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου.

Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ’ τις πέτρες: 

Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες.
Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα.
Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος.





Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος είδε ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει.

 Έλεγε:Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες.
Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση.
Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος.
Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες.
Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού.
Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια …
Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρχισε να κλαίει.

Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε.
Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.
«Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. 

«Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυτός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σ’ αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπου; και τους έχει υποχρεώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά:»

Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε:

«Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατάρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω …

»Όταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:
Στα δεξιά, αυτό που απόλαυσε.
Στ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση.




»Έστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή:»

»Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού … Πόσο κράτησε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα;
»Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παιδιού;
»Και ο γάμος των φίλων;
»Και το ταξίδι που πάντα ήθελε;
»Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα; »Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων;
»Ώρες; Μέρες;
Έτσι , συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε … 

Κάθε λεπτό.

»Οταν κάποιοιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιό του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. 

Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ»

Χόρχε Μπουκάι  Jorge Bucay
από τις "Ιστορίες για να σκεφτείς" 
εκδ opera/animus