Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Ο άδειος καθρέφτης του Νάρκισσου



Περιμένοντας μάταια εκείνη την αγάπη χωρίς όρους που θα τον ένωνε με τον εαυτό του...

Αγανακτείς να συνωστίζονται τόσοι θαυμαστές
Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα σου
και μέσα ψυχή να μην μπαίνει.

Έτσι γίνεται. Απ' έξω μόνο στη βιτρίνα
θορυβούμε οι λάτρεις της αλήθειας.

Ποια ψυχή διαθέτει το μη αναγραφόμενο
κόστος της απόκτησης.
Εξάλλου ας μην κρυβόμαστε.

Κάθε αλήθεια δεν είναι όλη χρυσός
μήτε όλο πολύτιμοι λίθοι.


Κική Δημουλά


Ο Νάρκισσος ερωτεύεται τη μορφή του. Θαμπώνεται από το είδωλό του. Σκύβει στο κάτοπτρο αγωνιώντας να συναντήσει το βλέμμα εκείνο που αρνήθηκε να του παραδοθεί και έκτοτε το αναζητά απεγνωσμένα∙ σε βλέμματα άλλων, σε καθρεφτίσματα που θα του προσφέρουν εκείνο που αποζητά.

Λαχταρά την ένωση της εικόνας του εαυτού του, για να λυτρωθεί, σε ένα σχήμα, σε μια μορφή, πλασμένη με αγάπη για αυτό που είναι στον πυρήνα του.

Το βλέμμα επιβεβαίωσης που γυρεύει δεν το βρήκε στις διαδρομές του. Το συναισθηματικό κράτημα δεν επιτεύχθηκε. Δε σφιχταγκάλιασε τις παιδικές του πατούσες.
Κι από τότε ίπταται, προς αναγνώριση εκείνου που παρέμεινε μετέωρου από μια προσμονή, η οποία δεν εκπληρώθηκε ποτέ από εκείνους που αποτελούσαν τα στηρίγματά του.

Περιμένοντας μάταια εκείνη την αγάπη χωρίς όρους που θα τον ένωνε με τον εαυτό του, η αξία του θρυμματίστηκε, ο καθρέφτης του ράγισε, ο έρωτας όμως για τον εαυτό του αποθεώθηκε. Το κενό, που ανταμώθηκε μαζί του στην αναζήτηση μιας απλόχερης αγάπης, τον έκανε να στραφεί στο μόνο σταθερό που είχε, τον εαυτό του. 

Salvador Dali "Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου" 1937 **


Κι από τότε ένας έρωτας μοναχικός τον ταλανίζει, όπου κάθε φορά που συναντιέται με εκείνη την αγάπη που δε γνώρισε στην αναζήτησή του, κι όπου δονεί στον ψυχισμό του ανοίκειες μελωδίες, αναδιπλώνεται στον γνώριμο εαυτό του και παθιάζεται από την αντανάκλασή του, όπου η μοναξιά τον περικλείει με το λατρευτικό της δαφνοστέφανο. 

Προχωρά τραυματισμένος, ενώ η ζωή του κυλά στον ίδιο αργόσυρτο ρυθμό με επαναλαμβανόμενο τρόπο. Βαδίζει αργά σε ένα δρόμο χαραγμένο από τα ίχνη της μνήμης, όπου η έλλειψη αντανάκλασης τον κρατά απαξιωτικά έγκλειστο της, και είτε προσφέρει τα πάντα, χωρίς να προσφέρεται ο ίδιος βέβαια, είτε φεύγει τρομαγμένος κάθε φορά που ένα συναισθηματικό ερέθισμα τον επηρεάζει.

Στις σχέσεις που αγκαλιάζονται με την αληθινή δέσμευση έχει πάντα ανοιχτό ένα δρόμο διαφυγής∙ από τους άλλους νομίζει, στην πραγματικότητα όμως από τον εαυτό του. Τρομάζει να ξεδιπλώσει τις ανάγκες του σε ένα πρόσωπο, γιατί συνθλίβεται ο ίδιος κάτω από το βάρος τους. Πώς να τις αντέξει ο σύντροφός μου, ο φίλος μου, διερωτάται;

Εδώ ο ίδιος δυσανασχετεί, υποφέρει κάτω από το βάρος της ντροπής, για όλα εκείνα που φαντάζεται πως θα μπορούσε να είναι και δεν μπόρεσε να τα κατακτήσει, για την άσχημη πλευρά του εαυτού του, την αδύναμη και φοβισμένη, η οποία εκτέθηκε στο βλέμμα του και απορρίφθηκε. «Αν αναγνωρίσω τις ανάγκες μου, θα έρθω σε επαφή με την αδύναμη πλευρά του εαυτού μου που μειονεκτεί» σκέφτεται.

''Θα προσπαθήσω λοιπόν να μη δουν οι άλλοι το αδύναμο και φοβισμένο παιδί που αισθάνομαι πως είμαι''. Γίνεται σωτήρας, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος διψά για σωτηρία. Γίνεται θύτης, ενώ είναι θύμα μιας ανάγκης που φοβάται να αποκαλυφθεί.

Στη συνάντησή του με τον άλλον νιώθει τόσο μικρός, σαν ασήμαντη κουκίδα που αχνοφαίνεται κάπου στον ορίζοντα, χωρίς σαφή προσανατολισμό και περίγραμμα. Νιώθει λύπη, μοναξιά, γυρεύει απεγνωσμένα μια συντροφιά που θα τον λυτρώσει από αυτό το μοναχικό συναίσθημα και μπαίνει σε σχέσεις με άνισους όρους.

Νιώθει νάνος μπροστά τους και η παραμικρή εκδήλωση εκείνων με τους οποίους σχετίζεται, επηρεάζει την θρυμματισμένη του αξία. Εάν η αντίδραση τους είναι θετική, τότε υπερεκτιμά τις ικανότητες του, εάν η εικόνα που δέχεται είναι αρνητική, τότε αμφισβητεί την ήδη εύθραυστη αξία του. Τον επηρεάζει κάθε ίχνος της αντανάκλασης που δέχεται και εξαρτάται ανησυχητικά από εκείνες τις αντιδράσεις που πλήττουν την ευαλωτότητά του.

Το παραμικρό ερέθισμα, που αντηχεί μέσα του τη θύμηση από επώδυνα συναισθήματα, το μεταφράζει ως απόρριψη, η οποία προκαλεί αστάθεια στο ‘εγώ’ του και ο ναρκισσισμός του πλήττεται θανάσιμα, ενώ οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις παγώνουν την συναισθηματική του διάθεση.

Για να προστατευτεί, καταφεύγει στις άμυνες του, κλείνεται ερμητικά σε μια ναρκισσιστική αυτάρκεια, αυτοθαυμαζόμενος, εγκλωβισμένος σε ένα ναρκισσιστικό κέλυφος, όπου τρέφεται από αυτό, χτισμένος μέσα σε αυτό, παρασυρμένος στις ουτοπικές του χίμαιρες που τις ζωγραφίζει πολύχρωμα μοναχικές στη φαντασία του.

Επιμένει στη μοναξιά του εκλογικεύοντάς την, διαλαλώντας πως δε χρειάζεται κανένα, πως κανείς δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων του. Συρράπτει το όστρακο του και αποδιώχνει κάθε συνομιλία που προσπαθεί να τον πείσει να ξεδιπλωθεί σε μια συνάντηση για να την προσκαλέσει.

Απογυμνωμένο μαλάκιο στην πραγματικότητα με ένα τραυματισμένο, σχεδόν θρυμματισμένο πυρήνα εαυτού, αποκρύπτει την ευαλωτότητά του ακόμα κι από τον ίδιο. Ο φόβος του μήπως οι άλλοι διεισδύσουν μέσα του και φανερωθεί η φτώχεια της ρακένδυτης ψυχής του διογκώνει με φανφαρονισμό το εγώ του, ενώ το περιεχόμενο του το φαντασιώνεται ως κούφιο.

Το φουσκώνει όμως από ανυπέρβλητο κομπασμό, προσπαθώντας να το επικαλύψει, για να παραπλανηθεί και να παραπλανήσει, παρότι εκείνο παραμένει σαν ένα πλουμιστό κρόσσι που με σκέρτσο κρύβει την ανέχεια του, ενώ η ψυχική φτώχεια κι η μιζέρια διαλαλούν την παρουσία τους.

Νιώθει ντροπή για όλα εκείνα που αποτελούν τον εαυτό του, σκέψεις και συναισθήματα που προκάλεσαν τα γεγονότα του παρελθόντος και προκειμένου να αποκρύψει καθετί κατατρεγμένο που παραμένει μέσα του, φορά μια μάσκα και υποκρίνεται.

Έτσι, μόνος του προχωρά. Φοβάται στις διαδρομές του. Νιώθει έρμος, αβοήθητος. Κι οι άλλοι γίνονται καθρέφτες της ψυχής του, όπου κάποιοι από αυτούς είναι θαμποί και παραπλανητικοί, γιατί διαισθάνονται την ευαλωτότητά του και τον εκμεταλλεύονται.

Κάποιοι άλλοι λυγίζουν κάτω από το βάρος των συναισθημάτων που τους προβάλει, γιατί είναι βαθιά χρωματισμένα από μια υποτίμηση που διαποτιζει και εκείνους, και αν είναι υγιείς φεύγουν προτού κάνουν σχέση μαζί του, ενώ αν έχουν τα ίδια ελλείμματα παραμένουν και οι δύο τους σε μια αλλοτριωτική σχέση που εξασθενίζει την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.

Ένα τοξικό συναίσθημα εξαπλώνεται στο είναι του και προβάλλεται σε όσους έρχονται σε επαφή μαζί του με την μορφή φόβου, πανικού, νομίζοντας πως όλοι θα παίξουν στην ζωή του πανομοιότυπους ρόλους.

Και μια βαθιά δυσφορία είναι διάχυτη προς τους άλλους, γιατί όταν κάποιος εξαγοράζει την αγάπη δίνοντας όλο και περισσότερα, δημιουργείται μέσα του ένα κενό, όπου ανακινείται μέσα του ο πόνος, ο θυμός, η οργή για όλα εκείνα που στερείται. Αυτά τα συναισθήματα γίνονται πηγή πίκρας που δηλητηριάζει εκείνες τις σχέσεις όπου η αλήθεια διψά να αναδυθεί.

Κάποιοι άλλοι εκμεταλλεύονται αυτήν τη συνεχή προσφορά και, ενώ εκείνος έχει την ψευδαίσθηση πως πρόκειται να εκτιμηθούν οι προσπάθειες του και να αποτιμηθούν τα δώρα του, αδειάζει την ψυχή του νομίζοντας πως θα την βρει πιο πλούσια, αλλά τελικά ανακαλύπτει πως αυτή η ψυχή στην πορεία της σχέσης ληστεύτηκε και παραδόθηκε απογυμνωμένη.

Χρησιμοποιεί κι ο ίδιος ληστρικά την κάθε σχέση απαιτώντας να γίνει το άλλο πρόσωπο ένας καθρέφτης που θα αναγνωρίσει και θα επιβεβαιώσει το είδωλο του, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ίδια του η ύπαρξη. Γυρεύει ένα κάτοπτρο που θα σαγηνευτεί από κάθε σημείο που σκιρτά να ενωθεί στη ψυχή του και στην αντανάκλαση του ποθεί να βρει τη συγκόλληση του.

Όταν η ίδια η οντότητα κλονίζεται από την απουσία επιβεβαίωσης, από την έλλειψη εκτίμησης, τότε έρχεται η απόγνωση, η οποία για να μη γίνει συντριβή, αποζητά στον καθρέφτη του άλλου να βρει ένα ομοίωμα. Ψάχνει στο βλέμμα του να ανακαλύψει τον εαυτό του, γυρεύει απεγνωσμένα στις αντιδράσεις του το θαυμασμό που θα εδραιώσει την αξία μέσα του.

Δε γυρεύει την εκτίμηση από το άλλο πρόσωπο, γιατί η εκτίμηση εμπεριέχει το σεβασμό και την υπομονή και βέβαια η εκτίμηση προϋποθέτει μια ωριμότητα εαυτού, αλλά επιτακτικά αναζητά από το πρόσωπο που επιλέγει, να γίνει ο βωμός που θα τοποθετήσει τον εαυτό του, ώστε αυτά τα αποκόμματα που αιωρούνται να μπορέσουν να γίνουν εγώ, για να απεικονίσει την αυτοπροσωπογραφία του.

Σαν η σχέση να γίνεται βορά, για να αποδείξει πως αξίζει μέσα από το βλέμμα του άλλου και φανεί καθαρά η εικόνα του, ώστε να αποτυπώσει τα χαρακτηριστικά του. Ελπίζει πως ο καθρέφτης του μπορεί να χάσει τη θαμπάδα του, να αποκαθηλωθεί το ραγισμένο του είδωλο και να σμιλέψει στη θέση του κάτι νέο και αγαπημένο.

Ζητά απεγνωσμένα από το άλλο πρόσωπο να αποκαταστήσει κάθε ράγισμα στο καθρέφτη του, για να επαναπροσδιορίσει το δικό του θρυμματισμένο βλέμμα και να κοιτάξει τον εαυτό του με μια σίγουρη ματιά, ώστε η επισφάλεια να χάσει τον κυρίαρχο ρόλο μέσα του.

Απαιτεί, ενώ μια βαθιά λύπη διαφαίνεται που σκεπάζει τη ψυχική του διάθεση, όπου το άδειο δε γεμίζει από το τίποτα που συναντά σε ανθρώπους που έχουν κοινά με τα δικά του ελλείμματα και επομένως δε μπορούν να του προσφέρουν τη συναισθηματική πληρότητα που αποζητούν.

Προσεγγίζει τις σχέσεις του προσπαθώντας να γεμίσει τα κενά του και ενώ τους χρησιμοποιεί για αυτό, ανακαλύπτει πως έχει γίνει ο ίδιος ένα χρηστικό αντικείμενο, όπου η χρήση είναι εκείνο που κρατά εξαρτημένους δυο ανθρώπους που πασχίζουν να αναπληρώσουν ό,τι χάθηκε στο παρελθόν τους με απεγνωσμένο τρόπο.


Δεν αγαπάνε, αλλά χρησιμοποιούν το συναίσθημα τους για να πετύχουν κάτι άλλο. Από τη μια πιστεύουν πως πρέπει να γίνουν τα πάντα για τον άλλον και από την άλλη τον ληστεύουν για να τον αδειάσουν από την παρουσία του και να συμμαζέψουν μέσα από εκείνον τα σκορπισμένα τους κομμάτια. Και ο έρωτας κρύβεται τρομαγμένος από τα αδέξια χέρια τους για να μην τον λαφυραγωγήσουν λεηλατώντας τον.

Όταν όμως χρησιμοποιεί τον άλλο, ώστε να καλύψει τα ναρκισσιστικά του τραύματα, τις ελλείψεις της ψυχής του, τραυματίζει τη σχέση αφήνοντάς την εκτεθειμένη σε μια παγερή μοναξιά.

Παραπονιέται ότι είναι μόνος του, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος διαμορφώνει το σκηνικό, δίνει ρόλους και λυπάται, γιατί το έργο παίζεται σε μια αέναη επανάληψη. Ένα έργο που το τέλος του ενέχει θυμό και παράπονο για την εγκατάλειψη του ήρωα σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα.


Ο Νάρκισσος παρέμεινε μόνος του με την αντανάκλασή του, γιατί μορφοποίησε μια μοναχική εικόνα για εκείνον, πιστεύοντας πως είναι το μόνο που του αξίζει.

Αν επιτρέψει στον εαυτό του να διαφοροποιηθεί από τα λάθος μηνύματα που έλαβε, θα μπορέσει να δεχτεί και να αγαπήσει το παρελθόν του, το οποίο είναι γεμάτο αξιόλογα μαθήματα, για να καταφέρει να γευτεί το παρόν του και να ονειρευτεί το μέλλον του.

Θα αισθανθεί αγάπη για τον εαυτό του, μόνο όταν αποδεχτεί τις αδυναμίες του και εκτιμήσει τα δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά του που παρέμειναν ασήμαντα στο βλέμμα του, επειδή δεν αποθεώθηκαν από ανθρώπους, που η δυσκολία τους δεν τους το επέτρεψε.

Για να αισθανθεί όμορφο τον εαυτό του, στην ολότητά του, χρειάζεται να αναθεωρήσει την πλαστή έννοια της ομορφιάς, όπως την είχε νοηματοδοτήσει μέχρι τώρα και να συνειδητοποιήσει πως ομορφιά είναι η αποδοχή και η αγάπη για τον εαυτό του. Αν πάψει να εξαρτάται από αυτά που κάνει για να δομήσει τον αυτοσεβασμό του, τότε η δημιουργικότητά του, οι δεξιότητές του θα διαπνέονται από ευγνωμοσύνη και σεβασμό.

Δεν θα αποζητά στην αντανάκλαση της δημιουργικότητάς του ή των σχέσεων του να βρει επιβεβαίωση για τον εαυτό του, αλλά θα γίνεται ο ίδιος ένας καθρέφτης που ικανοποιημένος με αυτό που είναι θα μοιράζεται την αλήθεια του με εκείνους που αγαπά και θα φωταγωγεί τα έργα του χαρίζοντας τους αγάπη από τη ψυχή του.

Όταν καταφύγει κάποια στιγμή στην έξοδο από τα δεσμά εγκλωβισμού μιας απαξιωτικής εικόνας, όπου έχει υποβάλλει τον εαυτό του, μπορεί να γευτεί τη χαρά της ζωής, γιατί ο υγιής ναρκισσισμός του, η θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του τοποθετείται στη σωστή του θέση και δεν χρειάζεται τυμπανοκρουσίες, για να επιδειχτεί. Αρχίζει να δομείται στη σωστή του διάσταση.


Αγγελική Μπολουδάκη

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός,
τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων
και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι

------------


**"Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου" 

 
Στο έργο του ο Dali αναδεικνύει μέσα από μια καθαρά υπερρεαλιστική προσέγγιση την πλήρη υποταγή του ήρωα στη λατρεία του ειδώλου του. Η φιλαρέσκεια του όμορφου νέου τον έχει συντρίψει και το μαρτύριό του μοιάζει ανυπόφορο και αδιέξοδο. 

Στη δεξιά περιοχή του πίνακα, το λουλούδι (νάρκισσος) προβάλει από ένα σπασμένο αυγό, το οποίο κρατά ένα υπερφυσικό σε μέγεθος χέρι, σηματοδοτώντας το τέλος του μαρτυρίου του ήρωα. Στη βάση του αντίχειρα, μπορoύμε να δούμε τα μυρμήγκια ως σύμβολα της αποσύνθεσης και της παροδικότητας της ύπαρξης. 
Για να ενισχυθεί αυτή η έννοια, προστίθεται στο έργο ένα τσακάλιπου καταβροχθίζει ένα σφάγιο, προμηνύοντας τον επερχόμενο θάνατο. 
Σε ένα βάθρο στα δεξιά, βλέπουμε ένα άγαλμα του Νάρκισσου σε μικρή κλίμακα να αυτοθαυμάζεται, ενώ στο βάθος με δυσκολία διακρίνουμε την εικόνα του χεριού να επαναλαμβάνεται σε ένα κενό χώρο πίσω από τα βουνά. Η προσέγγιση του Dali παρουσιάζεται ως μια διφορούμενη σχέση ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, σε ένα πολύπλοκο δίκτυο της αλήθειας και της εξαπάτησης.

[ πηγή και πληροφορίες εδώ ]


Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Αλοΐσιος Αλτσχάιμερ - και ..


21 Σεπτέμβρη, η παγκόσμια ημέρα Αλτσχάιμερ....




Ο διαπρεπής νευροπαθολόγος που ανέλυσε πρώτος τα συμπτώματα της νόσου

Η πρώτη δημοσιευμένη ψυχιατρική μελέτη της εκφυλιστικής νόσου, που αργότερα θα έπαιρνε το όνομά του, ανήκει στον γερμανό ψυχίατρο Αλτσχάιμερ, ο οποίος περιέγραψε με σαφήνεια τα συμπτώματα της άνοιας ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μια χρόνια νευροεκφυλιστική ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από σταδιακή απώλεια της μνήμης και περιορισμό των υπόλοιπων νοητικών λειτουργιών του εγκεφάλου (λόγος, κρίση και προσωπικότητα). Παρά το γεγονός ότι αφορά κυρίως στην τρίτη ηλικία, συναντώνται περιστατικά και σε μικρότερες των 65 ετών ηλικίες.

Ο Αλτσχάιμερ ήταν ο πρώτος ψυχίατρος που ασχολήθηκε διεξοδικά τόσο με τα συμπτώματα όσο και τις αιτίες της νόσου που επηρεάζει σήμερα δεκάδες εκατομμύρια συνανθρώπους μας σε όλο τον κόσμο, κάνοντας τη νευροεπιστήμη να επικεντρωθεί στο Αλτσχάιμερ στα χρόνια που θα έρχονταν.

Κι αν ο γερμανός ψυχίατρος που αναγνώρισε τη φύση της ιδιαίτερης αυτής νευροεκφυλιστικής πάθησης το 1906 την αποκάλεσε αρχικά «προγεροντική άνοια» (presenile dementia), θα ήταν ο ακόμα γνωστότερος συνάδελφός του Εμίλ Κρεπελίν που θα της έδινε το όνομα με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα, νόσο Αλτσχάιμερ δηλαδή, προς τιμή του ανθρώπου που την ταυτοποίησε…

Πρώτα χρόνια

Ο Αλοΐσιος Αλτσχάιμερ γεννιέται στις 14 Ιουνίου 1864 στο Marktbreit της Βαυαρίας στη Γερμανία, ως γιος του τοπικού συμβολαιογράφου της μικρής πόλης. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό, παρά μόνο ότι πέρασε από μια σειρά γερμανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πήρε το πτυχίο του στην ιατρική από το Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1887.

Αργότερα εξειδικεύτηκε στην ψυχιατρική και ανέπτυξε βαθύτατο ενδιαφέρον για τη νευροπαθολογία, τη μελέτη δηλαδή των εγκεφαλικών εκφυλιστικών νόσων με τη βοήθεια του μικροσκοπίου.

Την ώρα που δουλεύει λοιπόν ως ψυχίατρος σε άσυλο φρενοβλαβών στη Φρανκφούρτη [ στο Städtische Anstalt für Irre und Epileptische (άσυλο για φρενήρεις και επιληπτικούς) και συνεκδίδει (με τον Franz Nissl ) την ψυχιατρική επιθεώρηση Zeitschrift für die gesamte Neurologie und Psychiatrie , αρχίζει να ασχολείται διεξοδικά με τη νευροεπιστήμη, στα σπάργανα τότε, βάζοντας στο ερευνητικό του στόχαστρο την επιληψία και μια σειρά ακόμα από παθήσεις του εγκεφάλου.



Καθοριστική στιγμή στη ζωή του και στην επιστήμη θα ήταν το 1901, όταν ο δρ Αλτσχάιμερ θα ερχόταν σε επαφή με την 51χρονη ασθενή Αουγκούστε Ντέτερ, τρόφιμο στο άσυλο φρενοβλαβών της Φρανκφούρτης, η οποία παρουσίαζε παράξενα συμπεριφοριολογικά συμπτώματα και μια αξιοσημείωτα μικρή βραχυχρόνια μνήμη.


Κατά το μοτίβο της ψυχιατρικής της εποχής, ο Αλτσχάιμερ θα ασχοληθεί διεξοδικά με τη νέα ασθενή του στα επόμενα χρόνια, κάνοντας τους συναδέλφους του να μιλούν για ψύχωση του ψυχιάτρου με την περίπτωσή της. Όταν μάλιστα πέθανε η Ντέτερ πέντε χρόνια μετά τη γνωριμία τους, τον Απρίλη του 1906 δηλαδή, ο διαπρεπής επιστήμονας έστειλε τον εγκέφαλό της για μελέτη στο Μόναχο, στο εργαστήριο του γνωστότερου γερμανού ψυχιάτρου της εποχής Εμίλ Κρεπελίν, του ανθρώπου που είχε αναλύσει όσο κανείς μια άλλη διαβόητη ψυχιατρική νόσο με εγκεφαλικά ίχνη, τη σχιζοφρένεια.


Με βάση νέες μικροσκοπικές τεχνικές ανάλυσης, ο Κρεπελίν και οι βοηθοί του πιστοποιούν πράγματι τη διακριτή παθολογία της νέας νευροεκφυλιστικής νόσου, που ο συνάδελφος Αλτσχάιμερ είχε αποκαλέσει στα ιατρικά κιτάπια του «προγεροντική άνοια»…


Η εργασία που άνοιξε νέους τομείς στη νευροεπιστήμη


Το ημερολόγιο έγραφε 3 Νοεμβρίου 1906 όταν ο Αλτσχάιμερ παρουσίασε την καινοτόμα εργασία του στη Βασιλική Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου του Μονάχου, αναλύοντας την άνοια και τη δραστική αλλαγή στη συμπεριφορά της Ντέτερ, η οποία είχε φύγει από τη ζωή 7 μήνες νωρίτερα.


Με την οικογένειά του
Παρά το γεγονός ότι η άνοια είχε προλάβει να αναλυθεί διεξοδικά από τη νευροεπιστήμη της εποχής και αποτελούσε ήδη παραδεδομένη ψυχιατρική νόσο, η ανάλυση του Αλτσχάιμερ ήταν πρωτοποριακή καθώς για πρώτη φορά στην ψυχιατρική επιστήμη τα συμπτώματα και η νευροπαθολογική βάση της νόσου παρουσιάζονταν σε ένα κοινό όλο, γεγονός που επέτρεψε φυσικά η επίσης καινοτόμα μικροσκοπική ανάλυση του Κρεπελίν.

Ο Αλτσχάιμερ συνεργαζόταν εξάλλου στενά με τον συνάδελφό του Φραντς Νισλ, τόσο στο εργαστήριο όσο και στο ψυχιατρικό περιοδικό του, καθώς η δική του μέθοδος χρώσης τμημάτων του εγκεφάλου με ασήμι ήταν που επέτρεψε την παρατήρηση των παθολογικών εγκεφαλικών κυττάρων. Ο Αλτσχάιμερ είχε πράγματι παρατηρήσει μόνος του τη νευροφυσιολογική βάση της άνοιας, κάτι που επιβεβαίωσε απλώς το εργαστήριο του Κρεπελίν στο Μόναχο.


Μετά λοιπόν την περίτρανη απόδειξη της νόσου, ο Κρεπελίν περιλαμβάνει στην όγδοη έκδοση του διαγνωστικού εγχειριδίου του «Psychiatrie» τη νέα μορφή εκφυλιστικής άνοιας του συναδέλφου του, αποκαλώντας τη πια όχι «προγεροντική άνοια» αλλά «νόσο Αλτσχάιμερ», ως διακριτή υποκατηγορία -για να είμαστε ακριβείς- των ανοιών.

Η ψυχιατρική «Βίβλος» του Κρεπελίν κυκλοφόρησε το 1911 αναγκάζοντας τους ψυχιάτρους της εποχής να μάθουν να βλέπουν τη νέα νόσο, ανοίγοντας νέους τομείς γνώσης και έρευνας…


Κατοπινά χρόνια

Μπορεί ο Αλτσχάιμερ να έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη συνεισφορά του στη νευροεπιστήμη, δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Το 1912 έγινε τακτικός καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου και συνέχισε πια την έρευνά του σε άλλους τομείς της νευροεπιστήμης, κυρίως στην ιστοπαθολογία του εγκεφαλικού φλοιού ανθρώπων με ψυχιατρικές νόσους.


Η νέα του μελέτη δεν έμελλε όμως να καρποφορήσει καθώς ο διαπρεπής ψυχίατρος πέθανε το 1915, σε ηλικία 51 ετών, από καρδιακή προσβολή στο τρένο για το Μπρεσλάου, έπειτα από επιπλοκές της νεφρικής ανεπάρκειας που τον ταλαιπωρούσε.

Κι έτσι η περιγραφή της νόσου με το όνομά του έμεινε η γνωστότερη συνεισφορά του στη νευροεπιστήμη…

Πηγές Newsbeast.gr kai Wikipedia