Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαλίκογλου Φωτεινή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσαλίκογλου Φωτεινή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Από την τρέλα στην τέχνη




Aloïse και οι χαμένοι μύθοι

Από την τρέλα στην τέχνη: Aloïse και οι χαμένοι μύθοι




1913. Βρισκόμαστε στο Πότσνταμ της Γερμανίας. Η Αλοϊζ, μια νεαρή Ελβετίδα δασκάλα, παρακολουθεί μία λαμπρή παρέλαση. Πλήθος συγκεντρωμένο ζητωκραυγάζει τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β’, που παρελαύνει υπέρλαμπρος ιππεύοντας ένα άσπρο άλογο. Η Αλοϊζ μαγεύεται. Εκστατικά παρακολουθεί τη σκηνή. Σαν υπνωτισμένη καθηλώνει το βλέμμα της στον αυτοκράτορα. Κι εδώ είναι η αρχή του τέλους της. Ή ίσως η αρχή της ιστορίας της. Μέσα στο μυαλό της θα ζήσει έναν περιπαθή έρωτα με τον αυτοκράτορα. Ο απρόσιτος θεός της θα μεταμορφωθεί σε σπαραχτικό εραστή των καθημερινών ονείρων της. Ηδονικά αρχίζει να ξεφεύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας και αφήνεται να απορροφηθεί σιγά σιγά από έναν κόσμο ονειρικό.

Αδιάφορη για τη ζωή, χαμένη μέσα στο παραλήρημα ατέλειωτων μονολόγων, η Αλοϊζ είναι ανίκανη πια να προσαρμοστεί στην κοινωνική ζωή. Στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Σερί και στο άσυλο της Ροζιέρ, η Αλοϊζ θα περάσει έγκλειστη όλη της τη ζωή. Διάγνωση: «σχιζοφρένεια». Έξω δεν έμελλε να βγει παρά μόνο στο θάνατό της, το 1964.

Κι εκεί μέσα κάποια στιγμή θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Οι μορφές που σχεδιάζει με τα χρωματιστά μολύβια ή τις κιμωλίες πάνω σε μεγάλες λευκές κόλλες αποτελούν μια απτή υποστήριξη των πλασμάτων της φαντασίας της. Στη ζωγραφική βρίσκει μια συμβολική πραγμάτωση των φαντασιώσεών της. Δεν υποφέρει πια. Δεν της λείπει καθόλου ο αδύνατος έρωτας. Είναι εκεί, παρών.. Κοντά της, με όλα τα μεγαλειώδη θέλγητρά του.



Η Αλοϊζ ζωγραφίζει. Δεν έχει σημασία αν ζωγραφίζει με πάθος, με μανία, με τρέλα ή με ψυχαναγκασμό. Σημασία έχει πως ζωγραφίζει. Η γιατρός της Ζακλίν Πορέ-Φορέλ αναφέρει: «υπάρχει ένα επανακτημένο αίσθημα ασφάλειας που βοηθά την άρρωστη να ξαναβρεί μια κάποια φυσικότητα στη συμπεριφορά της, μια γλώσσα πιο καταληπτή και μια ορισμένη ηρεμία».

Τα πρόσωπα επιλογής της Αλοϊζ είναι οι μεγάλες ερωτευμένες της Ιστορίας με τις οποίες ταυτίζεται, τα πριγκιπικά ζεύγη, οι θρυλικοί ήρωες, οι προσωπικότητες της ημέρας. Η Κλεοπάτρα, ο Ναπολέων, η βασίλισσα Ελισάβετ, ο Ντε Γκωλ, η Μαρία Αντουανέτα παίζουν το ρόλο τους μέσα σε μια όπερα-παραλήρημα και ζουν μεγαλειώδεις έρωτες. Οι αναχρονισμοί, οι απιθανότητες, οι παράτολμοι συσχετισμοί, τα πάντα επιτρέπονται σε αυτή την ονειρική πραγματικότητα που έχει ξεπεράσει τους νόμους του χώρου και του χρόνου.



Τα πρόσωπα αυτά δεν υφίστανται παρά μόνο για να «εμφανίζονται», ξετυλίγοντας το μεγαλείο της σε μια λαμπρή επιφάνεια χωρίς περιορισμούς. Αξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος που απεικονίζει τα μάτια. Παντού το βλέμμα φαίνεται να καλύπτεται από μια μάσκα γαλάζια ή, καλύτερα, μοιάζει η ίριδα να έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε απορρόφησε όλη την επιφάνεια του ματιού. Η έκφραση ενός καινούργιου ανθρώπινου βλέμματος. Ένα σημάδι ιερατισμού, ένα είδος κενού μεγαλείου.

Αναδημιουργεί έναν κόσμο του οποίου τα στοιχεία είναι δανεισμένα από τον επίσημο κόσμο, αλλά στον οποίο βασιλεύει εκείνη. Η Αλοϊζ είναι θεός. Η νεαρή ανώνυμη δασκάλα μέσα στο άσυλο των αρχών του αιώνα μας δίνει μοναδικές στιγμές. Γράφει ιστορία. Οι εκρηκτικοί της πίνακες φέρνουν στο νου τα λόγια του Breton για το έργο της Φρίντα Κάλο: «Μια κορδέλα γύρω από μια βόμβα».

Να, εδώ είναι η μύτη, θα πρέπει να τοποθετηθούν τριαντάφυλλα στο μέτωπο, τότε όμως δεν θα το κάνουμε καθόλου αυτό γιατί με θλίβει. Ξεγελάστηκα με το πράσινο, νόμιζα ότι ήταν πιο σκούρο. Το πράσινο δεν με τρομάζει σαν το μαύρο. Οι στρατηγοί των πράσινων στρατιών πάνε στην εξοχή. Όταν είναι σκοτάδι, αυτά τα παλιά κοστούμια...πάνε στο θέατρο, αυτά τα παλιά κοστούμια. Είναι μεγαλοπρεπείς αυτές οι κόκκινες φωτοσκιάσεις, είναι μια βασιλική ομορφιά. Το κόκκινο, πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο.



Ο αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο δίχως συνειρμό λόγος που τον είπαν σχιζοφρενικό. Και αυτά τα έργα τα ονόμασαν «ψυχοπαθολογικά» και τα ενέταξαν στην κατηγορία της Art Brut. Ακατέργαστα; Πρωτόλεια; Πρωτόγονη τέχνη; Ο όρος ανήκει στον Jean Dubuffet:

Ακατέργαστη τέχνη. Δηλώνει μια άλλη τέχνη στο περιθώριο της επίσημης, της ακαδημαϊκής, της πολιτισμικά αποδεκτής τέχνης. Ακατέργαστη τέχνη, δηλώνει κάθε λογής ευρηματικές, αυθόρμητες κατασκευές, σχέδια, ζωγραφική, κεντήματα, γλυπτά. Οι δημιουργοί τους είναι πρόσωπα σκοτεινά και δυσεντόπιστα, αυτοδίδακτοι, πλάνητες, παράφρονες, ή παραφόρως αναζητώντες την έκφραση του υψηλού, έξω όμως από μουσεία, γκαλερί, σχολές.

Η Αλοϊζ είναι εκπρόσωπος αυτής της τέχνης. Φτιάχνει με τα χέρια της μύθους και στη συνέχεια τους κατοικεί. Γίνονται προέκταση του εαυτού της. Οι ζωγραφιές αυτές είναι ο εαυτός της. «Όταν είναι σκοτάδι αυτό το πράσινο πάει στην εξοχή», μονολογεί ζωγραφίζοντας.

«Ω, ο αγαπημένος μου αυτοκράτορας», λέει. Κι έπειτα προσθέτει: «πρέπει να το υπακούσω το κόκκινο». Και σαν υπνωτισμένη ζωγραφίζει και έτσι, παραδομένη στα θέλγητρα μιας συμβιωτικής σχέσης, ζει με τις ζωγραφιές της. Και αυτές τη στοιχειώνουν. «Πες μου ποιος σε στοιχειώνει να σου πω ποιος είσαι», έτσι αρχίζει η Νατζά του Breton. Μέσα από τις ζωγραφιές που τη στοιχειώνουν, η Αλοϊζ προσπαθεί να μας πει ποια είναι.



«Είναι τέχνη;» θα έσπευδε κανείς να ρωτήσει. Ασφαλώς, εφόσον, όπως αναφέρει ο Dubuffet:

Η τέχνη δεν έρχεται να πλαγιάσει στα ατσαλάκωτα και καθαρά κρεβάτια που άλλοι έστρωσαν για αυτήν. Δραπετεύει αμέσως μόλις εκφέρεται το όνομά της. Αυτό που αγαπά είναι το ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν λησμονεί πώς ακριβώς ονομάζεται.

Τέχνη λοιπόν, τέχνη που συγκλονίζει με την αμεσότητά της, με την άλλη σκηνή που τόσο γενναιόδωρα αφήνει να αναδυθεί στον ορίζοντα. Η άλλη σκηνή, η μη λογοκριμένη, η σκηνή του ονείρου, της απαγόρευσης, της σκοτεινής και ανατρεπτικής επιθυμίας. Άλλωστε τα όρια της τέχνης από τη μη τέχνη είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αν δεχτούμε ότι τελικά «τέχνη είναι ό,τι μας συγκινεί».



Κυρίως από τη δεκαετία του ’50 κι έπειτα, βάζουμε τους τρελούς να ζωγραφίζουν. Όχι για το παιχνίδι, αλλά μέσα στο πλαίσιο μίας εργαλειακής λογικής. Όχι για να δοθεί διέξοδος στην καταχωνιασμένη έκφραση, αλλά για να θεραπευτούν οι τρελοί από την τρέλα τους. Ο επίσημος ψυχιατρικός λόγος δεν ενδιαφέρεται, φυσικά, για ατομικούς μύθους και ζωγραφισμένες φαντασιώσεις. Δέχεται ότι τα περισσότερα από τα προϊόντα της θεραπείας δια της τέχνης, της Art Therapy, δεν είναι τίποτα περισσότερο από συμπτώματα αρρώστιας. Και κανείς δεν θλίβεται ή δε διερωτάται για το ότι ο έγκλειστος, όταν απελευθερώνεται, ως ιαθείς, ως θεραπευμένος, τότε παύει σχεδόν αυτόματα κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα.



Από τότε που έγινε της μόδας η τέχνη των τρελών, από τότε που τους βάζουμε να ζωγραφίζουν, από τότε που τους αφιερώνουμε εκθέσεις (δεκαετία του ’50), από τότε που ψυχίατροι και νοσηλευτικό προσωπικό ενδιαφέρονται να αξιοποιήσουν έτσι τους ασθενείς, να προβάλουν το έργο τους, να παρουσιάσουν τις πλούσιες ώρες της τρέλας, οι ώρες αυτές γίνονται ολοένα και πιο φτωχές, πιο χλομές, πιο ξέπνοες. Από τότε που δεν υπάρχει ούτε ένα ψυχιατρείο που να μη διαθέτει το ατελιέ του και να μην οργανώνει σποραδικά εκθέσεις, η δημιουργικότητα των τρελών έχει πάρει την κατιούσα. Όλο και λιγότερο θα συναντήσουμε τα φαντασμαγορικά σχέδια της Αλοϊζ στους υπάκουα ζωγραφίζοντες, στους υπό επανένταξη χώρους, σχέδια. Στερεοτυπίες, επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μιμητισμός- με λίγα λόγια, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, συμμόρφωση στον κανόνα. Είναι ίσως το κόστος που έχουμε να πληρώσουμε για τη γρήγορη ίαση, που πλέον, λόγω των νευροληπτικών φαρμάκων, διαθέτουμε.



Μια ανησυχητικά οικεία αλλά και παράξενη εμπειρία η τρέλα. Αυτό το παράξενα οικείο μοιάζει να είναι το στοιχείο που συγκινεί ακόμα και σήμερα μέσα στις ζωγραφιές της Αλοϊζ. Οι παράφοροι, οι απαγορευμένοι έρωτες, τα μητρικά και πατρικά imagos, όλα εδώ πολύχρωμα ξεδιπλωμένα στις απέραντες επιφάνειες του λευκού χαρτιού. Αυτόν το φανταστικό κόσμο σήμερα τον βρίσκουμε έτοιμο, δεν τον επινοούμε. Εικόνες, εικονολαγνικός πολιτισμός των μίντια, με τους σερβιρισμένους ετοιμοπαράδοτους μύθους. Όχι, δεν υπήρχε τηλεόραση για να τροφοδοτεί τους μύθους της Αλοϊζ.

Στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία αυξάνονται οι «νέες αρρώστιες της ψυχής». Πληθαίνουν οι «ναρκισσιστικές, μεθοριακές προσωπικότητες», άτομα που χαρακτηρίζονται από μια αδυναμία συμβολοποίησης, μια αδυναμία ψυχικής αναπαράστασης, άτομα που αδυνατούν να βάλουν σε εικόνες ή σε λόγο το πάθος και τις επιθυμίες τους.



Άτομα που ολοένα και λιγότερο γίνονται μυθο-τόκοι.

Περιστοιχισμένος από εικόνες, ο σύγχρονος άνθρωπος ολοένα και λιγότερο δείχνει ικανός να φαντασιώσει. Ο καταναλωτής εικόνων υποφέρει από την αδυναμία εικονοποίησης. Μήπως ήλθε η εποχή να νοσταλγήσουμε τις μυθογραφικές κατασκευές της Αλοϊζ; Τη δυνατότητα που εκείνη είχε να αφήνει το χνάρι της μέσα στους προσωπικούς της μύθους; Μήπως σήμερα ολοένα και περισσότερο διακυβεύεται αυτό το προσωπικό χνάρι;

Η έκσταση χάνεται και μένουμε με τη νοσταλγία της Αλοϊζ, με τη νοσταλγία μίας παντοτινά χαμένης μυθοποιητικής φαντασμαγορίας. Τότε που όλα, μέσα από την επινόηση, έμοιαζαν να είναι δυνατά, ακόμα και αυτοί οι αδύνατοι, απίθανοι, τρελοί έρωτες.




Φωτεινή Τσαλίκογλου, Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: Η κουλτούρα του εφήμερου, εκδ. Καστανιώτη.

Πίνακες: Aloïse Corbaz, Copyright: Fondation Aloïse, Chigny.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Το κελί



Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν.
Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. 

Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. 

Gilbert Garcin 
Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μια ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».



Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. 

Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, 

αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.


Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου 
[εκδ. Πλέθρον] – απόσπασμα. 


Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

"Γιατί μας εμπνέει ο Γιάλομ"


Η  ψυχιατρική δεν είναι ένας απλός κλάδος της ιατρικής, παρ΄ ότι στις ημέρες μας κινδυνεύει και αυτή να συρρικνωθεί σε κάτι τέτοιο. Δεν έχει να κάνει μόνο με συμπτώματα και τις επιφανειακές ιάσεις τους. Με την ύπαρξή μας έχει να κάνει. Με τις δυσκολίες που αυτή συναντά στο ταξίδι του «υπάρχειν». Ο Γιάλομ είναι ένας ξεχωριστός αφηγητής αυτού του ταξιδιού. Εδώ και 45 χρόνια ο Γιάλομ διδάσκει, θεραπεύει, ερευνά αλλά και εμπνέει.
Και αυτό δεν το χρωστάει στη λογοτεχνία.

Μπορεί Ο δήμιος του έρωτα, το Οταν έκλαψε ο Νίτσε και Η θεραπεία του Σοπενάουερ να είναι τα πασίγνωστα πολυμεταφρασμένα λογοτεχνικά έργα του, δεν υπάρχουν όμως διαχωριστικά.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα συνεχές, ένα continuum, ανάμεσα στον λογοτεχνικό και στον επιστημονικό λόγο. Αν στόχος της επιστήμης είναι να συλλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό, το ίδιο ακριβώς, με έναν άλλον τρόπο, με μια άλλη οργάνωση της γλώσσας, πασχίζει να κάνει και η λογοτεχνία. Η ποιητικότητα δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνίας, μπορεί κάλλιστα να διατρέχει ένα αυστηρά επιστημονικό κείμενο, όπως και μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία.


Προτού λοιπόν γράψει λογοτεχνία, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο πρώιμα έργα του Γιάλομ:
Η θεωρία και η πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας, που κυκλοφόρησε το 1970, και η Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, το 1980. Και τα δύο θεωρούνται κλασικά έργα. Σε αυτά, όπως και σε όλα τα καθαρά επιστημονικά έργα του, συναντάς αυτή την ποιητική διάσταση. Συναντάς, επιτρέψτε μου έναν νεολογισμό, την «ποιητική βιωματικότητα». Αυτή είναι που τον κάνει επιρρεπή σε μια «άλλη διαθεσιμότητα» απέναντι στον φοιτητή, στον ασθενή, στον αναγνώστη.

Να ζωντανεύει η αλήθεια

Το ζητούμενο κάθε φορά είναι η αλήθεια να ζωντανεύει. Να την αισθάνεσαι στον σφυγμό σου, να γίνεται κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη ιδέα. Και την αλήθεια αυτή όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως διαδικασία πασχίζει να την περάσει στους νέους θεραπευτές. Ο Γιάλομ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Ωστόσο οι ταμπέλες δεν του πάνε. Ο όρος «υπαρξιακός» στον βαθμό που αναφέρεται στον Γιάλομ δεν χαρακτηρίζει μια ειδική σχολή. Δεν είναι ένα θεραπευτικό σύστημα αλλά μια στάση απέναντι στη θεραπεία.

Η ανθρωπιστική ψυχολογία πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα πρόβαλλε ανάμεσα στον μπιχεβιορισμό και στην ψυχανάλυση ως μια τρίτη δύναμη. Μια δύναμη που υποστήριξε ότι οι υπάρχουσες ψυχολογικές θεωρίες ακρωτηριάζουν την ολότητα του ανθρώπινου όντος. Σε καθιστούν παθητικό έρμαιο είτε στις τυφλές επιταγές του ασυνειδήτου είτε στις επιταγές του εξωτερικού περιγύρου. Ως αντίδοτο οι οπαδοί της ανθρωπιστικής ή υπαρξιακής σχολής φέρνουν στο προσκήνιο τις έννοιες της «αυτοπραγμάτωσης», της «ελεύθερης βούλησης», της «αυτονομίας του ατόμου».


Τα δεδομένα της ύπαρξης

Για τον Γιάλομ «η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση η οποία εστιάζει την προσοχή της σε αγωνίες που έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη». Ωστόσο η εσωτερική σύγκρουση που μας κατατρέχει, και εδώ είναι που διαφοροποιείται από τον Φρόιντ, δεν προέρχεται μόνο από την πάλη μας με καταπιεσμένες ενστικτικές ορμές ή με το υπερ εγώ μας ή με θραύσματα λανθάνουσας τραυματικής μνήμης αλλά και από την αναμέτρηση με τα δεδομένα της ύπαρξης. Υπάρχουν οι καθημερινές αγωνίες της ζωής μας: μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, ανικανότητα, ημικρανίες, σεξουαλικοί καταναγκασμοί, πένθος, καταστροφικές εμμονές, διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη...

Αυτά τα καθημερινά προβλήματα έχουν βαθιές ρίζες που φθάνουν ως τα θεμέλια της ύπαρξης.
Ο Γιάλομ αναφέρεται σε τέσσερα βασικά δεδομένα της ύπαρξης, σε έσχατες έγνοιες όπως τις αποκαλεί χρησιμοποιώντας τον όρο του θεολόγου Ρaul Τillich.

Είναι, πρώτον, το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι΄ αυτό που αγαπάμε·δεύτερον, η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε·τρίτον, η έσχατη μοναχικότητά μας· και, τέλος,η απουσία νοήματος στη ζωή μας.

Με αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης παλεύει ο θεραπευτής. Δεν είναι εύκολο να ζεις σήμερα. Πολλοί καταθέτουν τα όπλα και τρελαίνονται... Βυθίζονται στα σκοτάδια της κατάθλιψης, που σε λίγα χρόνια θα είναι η δεύτερη κατά σειρά οικουμενική ασθένεια. Οι περισσότεροι από εμάς βολεύονται σε μια σχεδόν καλή ζωή, αυτό που τόσο ωραία εκφράζει ο ποιητής «we go on living and partly living», ή σε μια ήπια απόγνωση, όπως έλεγε ο Φρόιντ.


Η αληθινή καρδιά

Η αληθινή καρδιά της ψυχοθεραπείας, σύμφωνα με τον Γιάλομ, είναι μια στοργική, βαθιά ανθρώπινη συνάντηση μεταξύ δύο προσώπων. «Η θεραπεία δεν πρέπει να καθορίζεται από τη θεωρία αλλά από τη σχέση»  μας λέει. Και φυσικά τινάζει από πάνω του τον στενάχωρο μανδύα του επιστημονισμού που διαπερνά τα σύγχρονα ρεύματα της αμερικανικής- και όχι μόνον- ψυχολογίας: την άκρατη αντικειμενικότητα, τον ψυχαναγκασμό της μέτρησης, το ουδέτερο αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Να κοιτάς, δηλαδή, το φεγγάρι και να εκστασιάζεσαι όχι από το φως του αλλά από το δάχτυλο που το δείχνει. Συντάσσεται με φωνές όπως εκείνες του Μάσλοου, του Ρότζερς ή του Ρόλο Μέι, που ήταν και ο καθηγητής του. Οι ψυχοθεραπευτές αυτοί, σε διαρκή συνομιλία με φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Βίτγκενσταϊν και ο Μερλό-Ποντί, ισχυρίζονται ο καθένας με τον τρόπο του πως εκείνο που ενδιαφέρει είναι ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Με το έργο του συνέβαλε στο να αποστασιοποιηθεί η ψυχολογία από ένα παρωχημένο όραμα επιστημονικότητας. Καλή επιστήμη δεν είναι εκείνη που προβλέπει ή ελέγχει καλά τα δεδομένα της, καλή είναι εκείνη που σου επιτρέπει να κατανοήσεις γιατί δεν μπορείς να προβλέψεις τα πράγματα που δεν μπορείς να προβλέψεις.
Ο Γιάλομ φανερώνει ότι η θεωρία αλλά και η πρακτική πολλών ψυμοιάζει με ένα στενό, στενόχωρο κοστούμι. Το φοράνε ακόμη και όταν κοιμούνται. Και πώς να κοιμηθείς και κυρίως πώς να ονειρευτείς με ένα τέτοιο κοστούμι; Θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για τη δυνατότητα που έδωσε να βγάλουν οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας αυτό το κοστούμι. Ξέρετε πόσο καλύτερα μπορεί ένας θεραπευτής - και όχι μόνον-, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, μπορεί να κάνει τη δουλειά του όταν καταλάβει ότι ένα τέτοιο ξένο κοστούμι τού είναι εν τέλει άχρηστο και το πετάξει; 




Ενα μικρό λευκό αγόρι 

Ας πάμε περίπου 70 χρόνια πριν. Ενα αγόρι 8 ετών, το μοναδικό λευκό αγόρι στη φτωχογειτονιά των μαύρων στην Ουάσιγκτον. Σε ένα μανάβικο μέσα. Είναι των γονιών του. Τα παιδιά τον πειράζουν. Δεν είναι εύκολο να είσαι λευκός ανάμεσα σε μαύρους. Δεν είναι εύκολο να είσαι εβραίος. Καταφύγιο στα δύσκολα, ένα μαγικό όπλο, το διάβασμα, η λογοτεχνία. Καμιά φορά αυτό το «όχι εύκολο» είναι και ένα δώρο για να προχωρήσεις μπροστά. Το μικρό αγόρι για να αποφύγει τα πειράγματα και τις επιθέσεις κλείνεται στην πλησιέστερη βιβλιοθήκη της περιοχής για να διαβάσει Στίβενσον, Ντίκενς, Στάινμπεκ, Κίπλινγκ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι. Εκεί γεννιέται και καλλιεργείται το πάθος του για τη λογοτεχνία, που βέβαια δεν είναι άλλο από το πάθος του για τη ζωή. 

Για μια ζωή που αξίζει τον κόπο να τη ζεις. 


Ένα ερώτημα που θα μείνει ανοιχτό, έτσι για τους αφηγητές των παραμυθιών: Τι θα γινόταν ο Γιάλομ αν μεγάλωνε σε μια μεσοαστική γειτονιά του Μανχάταν, λευκός μεταξύ λευκών, και αν δεν τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του, αν δεν υπήρχε δημοτική βιβλιοθήκη, αν δεν υπήρχε σοφίτα στο μανάβικο των γονιών του για να χώνεται μέσα διαβάζοντας; 

Ανόητες παιδικές ερωτήσεις, θα μου πείτε, και ίσως να έχετε δίκιο. 

Φωτεινή Τσαλίκογλου 

πηγή