Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Soren Kierkegaard Ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος..




Ο Δανός φιλόσοφος, θεολόγος, θρησκευτικός συγγραφέας και ψυχολόγος Σόρεν Κίρκεγκοορ (Soren Aabye Kierkegaard)  θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε σημαντικά το ρεύμα του υπαρξισμού και την προτεσταντική θεολογία του 19ου αιώνα. Άσκησε δριμεία κριτική στο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, κατηγορώντας το για διαστρέβλωση των σημαντικότερων αποστολών της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ουσία του έργου στηρίζεται στην απεριόριστη απαίτηση και επίμοχθη δυσκολία της θρησκευτικής ύπαρξης γενικότερα και της χριστιανικής πίστης ειδικότερα.


Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1813 σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Γιος ενός ιδιαίτερα θρησκευόμενου συνταξιούχου εμπόρου, ο οποίος πίστευε ότι επειδή τιμωρείτο από την οργή του Θεού, κανένα από τα παιδιά του δε θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, την υποτιθέμενη ηλικία του Ιησού. 
Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγκοορ.





Ο πατέρας του Κίρκεγκαρντ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σόρεν να γίνει πάστορας. Επηρεασμένος βαθιά από την θρησκευτική πείρα και ζωή του πατέρα του, ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Ο Κίρκεγκαρντρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής. Το 1830, σε ηλικία 17 ετών, προχώρησε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αλλά, ενώ βρισκόταν εκεί, όπως ο Χέγκελ στο έργο του οποίου άσκησε αυστηρή κριτική, στράφηκε περισσότερο προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.



Η αγωνία του την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε ένα ημερολόγιό του το 1835:




«Το ζήτημα είναι να βρω την αλήθεια που είναι αλήθεια για μένα, να βρω την ιδέα για την οποία μπορώ να ζω και να πεθάνω… 

Τι είναι αλήθεια παρά να ζεις για μια ιδέα;»



Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ δείχνουν ότι από τη ζωή του έλειπε ένας ανώτερος σκοπός. Περιέγραφε τον εαυτό του ως θεατή της ζωής, ως κάποιον που μαθαίνει για τις απόψεις και τις θεωρίες των άλλων, αλλά δεν συνεισφέρει τίποτα ο ίδιος στη γνώση.

Τον Σεπτέμβριο του 1940, ανακοινώνει τον αρραβώνα του με τη Ρεγγίνε Όλσεν, κόρη ενός δημόσιου υπαλλήλου από καλή οικογένεια. Με την καριέρα του να οδηγείται είτε προς την εκκλησία είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, ένας σωστός γάμος θα καθιέρωνε τη θέση του στη δανική κοινωνία. Στα ημερολόγιά του, ωστόσο, γράφει ότι ο χρόνος που έμεινε αρραβωνιασμένος με τη Ρεγγίνε ήταν ο δυσκολότερος της ζωής του. Φαινόταν διχασμένος μεταξύ της ιδέας του γάμου και της ανάγκης του για μοναξιά.

Ένα χρόνο μετά, διαλύει τον αρραβώνα, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να παντρευτεί κάποιον άλλον. Θεωρείται πιθανό ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά άξιο, όπως επίσης και ότι δεν ήθελε να διαχειριστεί όλα εκείνα τα συναισθήματα που συνδέονται με τον έρωτα. Αρκετά αργότερα, αποκάλεσε τη διάλυση της σχέσης του με τη Ρεγγίνε ως «μια αυτοπροκαλούμενη πληγή» που του προκάλεσε μεγάλη μιζέρια. Ήθελε ωστόσο να είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ένας γάμος δεν του το επέτρεπε αυτό.

Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του, ο Κίρκεγκοορ αρχίζει να εξευγενίζει το στιλ γραφής του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο γράφει την «Έννοια της ειρωνείας», τη διατριβή του μάστερ του. Το ύφος του ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους καθηγητές του, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα. Η γραφή ήταν εξίσου περίπλοκη και ελικοειδής με τον συγγραφέα.

Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα που του παρείχε η περιουσία του πατέρα του, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει ότι η καριέρα του θα είναι τελικά εκείνη ενός στοχαστή, ότι έπρεπε να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της εποχής του. Το επίκεντρο της φιλοσοφίας το 19ο αιώνα ήταν η Γερμανία. Το 1841  μεταβαίνει στο Βερολίνο, με σκοπό να παρακολουθήσει σειρά διαλέξεων του Friedrich Wilhelm Josephvon Schelling, ο οποίος ήταν γνωστός για την αντίθεσή του στις θέσεις του Χέγκελ. Ο Schelling υποστήριζε ότι ο Χέγκελ είχε επιχειρήσει να περιορίσει το απτό σε μια ατελείωτη αλληλουχία αντιλήψεων. Συνεπώς, ο Χέγκελ είχε αποτύχει να διαχωρίσει μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Επηρεασμένος, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει να επιστρέψει στην Κοπεγχάγη και να αναπτύξει τις δικές του ιδέες.

Η απάντηση στου Κίρκεγκοορ στον Χέγκελ ήταν το «Είτε-Είτε», που θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του. Το έργο εκδόθηκε σε 2 τόμους στις αρχές του 1843, καλύπτοντας ζητήματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύει την «Επανάληψη». Τον Ιούνιο του 1844 εκδίδει τα «Φιλοσοφικά Ψιχία» και «Νόημα της Αγωνίας». Η περίοδος παραγωγικότητας θα κρατήσει αρκετά χρόνια. Τα περισσότερα έργα του δημοσιεύονται με ψευδώνυμο.





Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843



Το Δεκέμβριο του 1845, ένας γνωστός του ο P. L. Møller εκδίδει ένα δοκίμιο-κριτική στο έργο του Κίρκεγκοορ «Τα στάδια της Ύπαρξης» και την ίδια του τη προσωπική ζωή, αποκαλύπτοντας στοιχεία για τον αρραβώνα του και κατηγορώντας τον για σκληρότητα απέναντι στη Ρεγγίνε. Σε απάντηση, ο Κίρκεγκοορ  έγραψε μια απάντηση, στην οποία αποκάλυπτε το πρόσωπο πίσω από το δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Corsair, αλλά και ελαττώματα του χαρακτήρα του Møller. Ο Κίρκεγκοορ  μετατρέπεται στη συνέχεια σε έναν από τους αγαπημένους στόχους της εφημερίδας και διασύρεται δημοσίως. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για απομόνωση.

Προκαλώντας μια δημοφιλή εφημερίδα και την κοινή γνώμη κατ’ επέκταση, ο Κίρκεγκοορ ανακαλύπτει τη δύναμη που έχει ο εαυτός του, πως ο «εαυτός» είναι ανώτερος της ομάδας. Με τον Νίτσε να είναι μόλις ενός έτους το 1845, θεωρείται ότι ο Κίρκεγκοορ ήταν ο πρώτος υπαρξιστής, όταν εξέφρασε την άποψη ότι η ελεύθερη βούληση θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει αγωνία, ωστόσο, κάποιος πρέπει να αποδεχτεί τις συνέπειες αυτής της ελευθερίας.

Από το 1846 και έπειτα, ο Κίρκεγκοορ επικεντρώνεται στην υποκρισία του χριστιανικού κόσμου, ειδικότερα στην Εκκλησία και τον τρόπο που εφαρμόστηκε η χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Στο έργο «Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση», παρατηρεί τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο.



«Στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος. Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα», 



γράφει. Στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των ατόμων , στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε ΄όχλο΄ 


Μέρος της ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκοορ ότι η χριστιανική εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία της Δανίας, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Πίστευε ότι ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την χριστιανική πίστη, ότι ο χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές χριστιανικές διδασκαλίες. Θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να ενημερώσει τους άλλους σχετικά με τη ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων.

Γύρω στο 1848, άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του  αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας.

Στις 2 Οκτωβρίου 1855,  κατέρρευσε στο δρόμο υποφέροντας από παράλυση στα πόδια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Φρέντερικς. Η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας του εκτενούς και κοπιαστικού συγγραφικού έργου και της συμμετοχής του σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Στους ελάχιστους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, δήλωσε:



«Επιθυμώ σφόδρα να πεθάνω· 

δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου. 

Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό».

Στο διάστημα που παρέμεινε στο νοσοκομείο αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της Εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς δημόσιους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου στο Νοσοκομείο Φρέντερικς, πιθανόν λόγω κάποιας πάθησης στη σπονδυλική στήλη ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, από πνευμονική λοίμωξη.


«Είναι πράγματι αλήθεια ότι η φιλοσοφία λέει: η Ζωή πρέπει να γίνεται αντιληπτή προς τα πίσω. Αλλά αυτό κάνει κάποιον να ξεχάσει το άλλο ρητό, ότι πρέπει να τη ζούμε προς τα εμπρός. Όσο περισσότερο το αναλογίζεται κανείς αυτό, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ότι η ζωή στην προσωρινή ύπαρξη ουδέποτε γίνεται αρκετά κατανοητή, ακριβώς διότι σε καμία στιγμή δεν μπορώ να βρω απόλυτη ησυχία για να υιοθετήσω την προς τα πίσω θεώρηση» 



Σόρεν Κίρκεγκοορ. H ανακάλυψη του αληθινού ατόμου:

Το ερώτημα: Το ανθρώπινο άτομο έχει μεγαλύτερη αξία ή το είδος; Η συγκεκριμένη εκάστοτε ατομική ύπαρξη τίθεται πάνω από τη γενικότητα, από την καθολικότητα ή το αντίστροφο; Με βάση τη δυναμική του ερωτήματος, από την αρχαία εποχή έως και σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος, όχι σπάνια αντιθετικός, φιλοσοφικός προβληματισμός χωρίς αρχή και τέλος. Αυτό δείχνει ότι η ουσία του ατόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και προφανές. Απασχολεί σοβαρά τη φιλοσοφία και κάθε αντίστοιχη θεώρηση αποτελεί έναν σχετικό, όχι απόλυτο οδοδείκτη. Το να καταλαβαίνουμε νωρίς τον προορισμό μας, το να βρίσκουμε την αλήθεια που προσιδιάζει σε μας, την ιδέα που μας «κατευθύνει προς ένα αστέρι» (Χάιντεγκερ), όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν αντιπροσωπεύουν τα πράγματα, την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά τη μοναδικότητα της ατομικότητάς μας, την οντολογική μας συνθήκη και συνδέονται με μια καθορισμένη εκάστοτε μαρτυρία ζωής.

Μια τέτοια μαρτυρία ζωής είναι ο ίδιος.
Τι μαρτυρεί η ζωή του; Πως είχε μαζέψει όλη την καταιγίδα, τη σχετική με τον αφανισμό της ανθρώπινης-ατομικής ύπαρξης. 
Η ανθρώπινη ύπαρξη κινδυνεύει καθημερινά να αφανιστεί μέσα στην ανεξέλεγκτη εξωτερικότητα. 
Η ζωή μας είναι παγιδευμένη στη διχαστική και πολωτική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο Χέγκελ επιχείρησε να υπερβεί αυτή την αντίθεση μέσα από τον διαλεκτικό Λόγο του πνεύματος, του απόλυτου: Η αλήθεια είναι το όλο.

Ο Κίρκεγκοορ επιδίδεται σε έναν ενδοσκοπικό συλλογισμό γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν προορίζεται να είναι οικονομικό μέγεθος, εξάρτημα μηχανών και μηχανισμών, υπήκοος ενός σιδερόφρακτου συστήματος του κόσμου. Απεναντίας ανάγει την ουσία του στο άτομο, μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η ιστορία, ο χρόνος, ο ανθρώπινος κόσμος ως ολότητα.

Ο Κίργκεγκοορ τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αγωνία, έτσι όπως τη βίωνε ως αγωνία έναντι στο μηδέν και έναντι στο υπάρχειν. Τον διαχώριζε από το Εγώ άλλων φιλοσόφων που ύψωναν/υψώνουν συστήματα για θέα και όχι για οίκηση. Όπως έλεγε, δεν ωφελεί να κτίζει κανείς λαμπρά οικοδομήματα, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, και να μένει σε καλύβα. Με αυτό ήθελε να πει ότι πρέπει να οικούμε την αλήθεια άμεσα, βιωματικά και όχι να ομιλούμε αφηρημένα για αυτή. Πρέπει να έχουμε κοινό πεπρωμένο με την αλήθεια, να γινόμαστε οι ίδιοι αλήθεια.

Αλλά ποια αλήθεια;

Εκείνη του ζην όχι ως μιας βιολογικής διαπόρευσης, αλλά ως υποστασιακής εγρήγορσης, ως υψηλής αυτοσυνειδησίας, ως υπόστασης που τείνει διαρκώς να υπερβαίνει τον εαυτό της ως προφάνεια, ως αντι-κειμενικότητα. Η αλήθεια επομένως, για τον φιλόσοφο, δεν αφορά σε κάποιο διανοητικό, ιδεολογικό ή κοσμοθεωρητικό σχήμα που καθιστά το άτομο αντι-κείμενο, πράγμα, αλλά στον εαυτό της ως εκείνον τον εαυτό που το ανθρώπινο άτομο καλείται κάθε φορά να προτάσσει ως αίτημα ζωής.




Τα ημερολόγια του: Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκοορ και του έργου του. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938.




Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο

Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκοορ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκοορ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του:


«Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του.» — 

Σαίρεν Κίρκεγκοορ, Ημερολόγιο (4 Νοεμβρίου 1847)

Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκοορ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού:


«Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». 

Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835.


Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκοορ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. 

Το 1849, ο Κίρκεγκοορ έγραψε:


«Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό, πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση, διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν και είναι, δικαίωμά μου.» —
 Ημερολόγιο (Δεκέμβριος 1849)

Ο Χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής Εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «Χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος Χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη Χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης».



«Αν η Εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το Κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η Εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά—διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου—αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της Εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της Χριστιανοσύνης. [...] 

Το δόγμα της κατεστημένης Εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. 

Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες.»— 

 Ημερολόγιο (Ιανουάριος 1851)

Με βολές κατά της ανεπάρκειας και της διαφθοράς των Χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκοορ φαίνεται να προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι έμελλε να ασκήσουν κριτική στην Χριστιανική θρησκεία.


«Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας Χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον Χριστιανισμό.»
Ημερολόγιο (19 Ιουνίου 1852)


Προέβλεψε την υστεροφημία του και προείδε ότι το έργο του θα γινόταν αντικείμενο έντονης μελέτης και έρευνας. Στα ημερολόγία του είχε γράψει:


«Η εποχή μας δε χρειάζεται κάποια μεγαλοφυία —έχει αρκετές μεγαλοφυίες, αλλά έναν μάρτυρα, ο οποίος για να διδάξει τους ανθρώπους να υπακούν θα γίνει ο ίδιος υπάκουος μέχρι θανάτου. Η εποχή μας χρειάζεται αφύπνιση. Έτσι, κάποια μέρα, όχι μόνο τα γραπτά μου αλλά όλη η ζωή μου, όλο το περίπλοκο μυστήριο του συστήματος [δηλ. το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκοορ] θα μελετάται ξανά και ξανά. 
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που με βοηθάει ο Θεός και έτσι η τελευταία μου ευχή θα είναι όλα να είναι προς δόξαν Του.»


Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκοορ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε:


«Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί… ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να ‘ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα τη γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν’ κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της 
[...] Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου·
και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω· 
και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος,
που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ.» — 
Ημερολόγιο (2 Φεβρουαρίου 1839)


Ο Κίρκεγκοορ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική». Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς.

Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού Χριστού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες.

Οι τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης: 
Ο Κίρκεγκοορ παρουσιάζει στα έργα του τρεις κοσμοθεωρητικές κινήσεις: την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική. Με αυτές δηλώνει τρεις αντίστοιχους τρόπους, σφαίρες ή στάδια ύπαρξης που μπορεί να βιώνει ο άνθρωπος. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο άνθρωπος ανήκει αποκλειστικά σε μία από αυτές τις «σφαίρες ύπαρξης» καθώς σε διάφορες φάσεις ή στάδια της ζωής του μπορεί να μετακινείται από τη μία στην άλλη. 

Ο αισθητικός τύπος έχει την τάση «να ζει για τη στιγμή», για οτιδήποτε διασκεδαστικό, ενθουσιώδες ή ενδιαφέρον του προκύπτει. Η ζωή του στερείται σταθερότητας και προσήλωσης σε έναν μόνιμο σκοπό και αλλάζει πορεία κατά τη διάθεση ή την περίσταση.

Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός τέτοιου ατόμου, που πολύ πιθανόν το οδηγούν στη μοιρολατρία. Ο ηθικός τύπος παρουσιάζεται να επικεντρώνεται στην προσωπικότητά του και στην αυτογνωσιακή «επιλογή του εαυτού». Σε αντίθεση με τον αισθητικό τύπο ανθρώπου, η προσοχή του ηθικού τύπου είναι στραμμένη προς την ίδια του τη φύση, την ουσιώδη πραγματικότητά του ως ανθρώπινου όντος, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένες ικανότητες, κλίσεις και πάθη. Έχει την τάση να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενσυνείδητα και οικειοθελώς. Θέτει μια «υψηλή μορφή» ως πρότυπο και εργάζεται ώστε να το μιμηθεί. Όσον αφορά τον θρησκευτικό τύπο, αυτός θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί «το υψηλότερο πάθος του ανθρώπου». Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι πλέον ηθικά ευαίσθητο και ώριμο για να βιώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης.

Η διάσταση που υφίσταται μεταξύ του ηθικού και θρησκευτικού τύπου γίνεται φανερή στην περίπτωση της απόπειρας να θυσιάσει ο Αβραάμ το γιο του. Για να ανταποκριθεί στη θεϊκή επιταγή θα έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει τα πατρικά αισθήματα αγάπης αλλά και τη βαθιά ριζωμένη ηθική που απαγορεύει το φόνο ενός αθώου ανθρώπου. Ενώ ο Αγαμέμνων αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για το κοινό καλό και μπορεί να «ευφρανθεί στην ασφάλεια της καθολικότητας», ο «βασιλιάς της πίστης» Αβραάμ έχει υπερβεί το ηθικό στάδιο και την έλλογη σκέψη και συμπεριφορά και έθεσε τον εαυτό του σε «απόλυτη σχέση με το απόλυτο».

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα ηθικά προστάγματα λαμβάνουν «εντελώς διαφορετική έκφραση». Αυτή η θρησκευτική πίστη βρίσκεται πέραν της αιγίδας των ανθρώπινων κριτηρίων περί της λογικής και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνέπειές της με αυτούς τους όρους. 


 Στο βιβλίο του «Φόβος και τρόμος» παρουσιάζει τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας υπό το φως του δράματος που έζησε ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του Ισαάκ και υπακούοντας σε αυτήν ακολούθησε την πίστη του, ερχόμενος σε ρήξη με τους ανθρώπους και τους κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκορ, ο οποίος θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον πελαγώνει στην προοπτική των αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του τη στιγμή που πρέπει να πάρει μιαν απόφαση, ο Αβραάμ βρέθηκε τότε στην κόλαση του τρόμου και της αγωνίας, κυριαρχημένος από αβεβαιότητα και απελπισία.

«Αν η πεταλούδα είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε υπάρξει κάμπια,
θα μπορούσε ίσως στη συνέχεια να ξεχάσει ότι ήταν πεταλούδα και να γίνει ψάρι. 
Η βαθύτερη φύση δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό της 
και ποτέ δεν γίνεται τίποτε άλλο από αυτό που είναι». 

Το απόφθεγμα αυτό του Κίρκεγκοορ από τον «Φόβο και τρόμο» χαρακτηρίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπινων όντων, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη φύση του

Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Κίρκεγκοορ, ο Σαρτρ προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού: Αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε συνάγεται από τη σημασία του όρου αισθητικός, ότι ένα ον με αισθήσεις δεν μπορεί να είναι πλήρες ή τέλειο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν, ο Θεός θα ήταν pour-soi [ένα ον με αισθήσεις και συνειδητότητα] ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα και en-soi [ένα ον σε μη συνειδητή κατάσταση πληρότητας], το οποίο αποτελεί αντίφαση.

Ο Σαρτρ συμφωνεί με την ανάλυση του Κίρκεγκοορ ότι ο Αβραάμ ένιωσε έντονη ανησυχία (ο Σαρτρ την ονομάζει «αγωνία»), αλλά ο Σαρτρ δεν συμφωνεί με το ότι ο Θεός του είπε να το κάνει. Στη διάλεξή του, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αναφέρει:

«Ο άνθρωπος που ψεύδεται αυτοδικαιούμενος, λέγοντας ότι «κανένας δεν θα το κάνει», θα πρέπει να έχει ανήσυχη τη συνείδησή του, διότι το ψεύδος υπονοεί ότι υφίσταται μια ευρύτερη αξία την οποία αρνείται. Η προσπάθεια απόκρυψής της αποκαλύπτει την αγωνία του. Αυτή την αγωνία αποκάλεσε ο Κίρκεγκωρ «αγωνία του Αβραάμ». Είναι γνωστό το ιστορικό: Ένας άγγελος διέταξε τον Αβραάμ να θυσιάσει το γιο του· η υπακοή ήταν υποχρεωτική, αν πραγματικά ήταν άγγελος αυτός που είχε εμφανιστεί και του είχε πει: «Αβραάμ, θυσίασε το γιο σου». Αλλά οποιοσδήποτε θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση θα αναρωτιόταν, πρώτον, αν ήταν εκείνος πράγματι ένας άγγελος και δεύτερον, αν το ίδιο το άτομο είναι ο Αβραάμ. Ποιες είναι οι αποδείξεις;
Κάποια γυναίκα που πάσχει από παραισθήσεις λέει ότι την τηλεφωνούν και τις δίνουν εντολές. Ο γιατρός ρωτάει: «Ποιος είναι αυτός που σου μιλάει;» Εκείνη απαντάει: «Λέει ότι είναι ο Θεός». Τι θα αποδείκνυε, στην πραγματικότητα, σε αυτή τη γυναίκα ότι ήταν ο Θεός; Αν ένας άγγελος εμφανιζόταν σε εμένα, τι θα με έπειθε ότι είναι άγγελος; Ή, αν ακούω φωνές, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι προέρχονται από τον ουρανό και όχι από την κόλαση, ή από το δικό μου υποσυνείδητο ή από κάποια παθολογική κατάσταση; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι φωνές πράγματι απευθύνονται σε εμένα; — 

[Ζαν Πολ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός]




Μερικά αποφθέγματα του:

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους

Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.

Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.

Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.

Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.

To πλήθος είναι το αντίθετο της αλήθειας

H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας

 Πόσο απίθανοι είναι οι άνθρωποι! Δεν κάνουν ποτέ χρήση των ελευθεριών που κατέχουν, αλλά διεκδικούν εκείνες που δεν κατέχουν.

  Αλίμονο, η θύρα της ευτυχίας δεν ανοίγει προς τα μέσα, και σε τίποτα δεν ωφελεί να πέσει κανείς πάνω της για να την παραβιάσει· ανοίγει προς τα έξω. 
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.


 Πηγές εδώ και εδώ

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει



Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας (ο υπαρξισμός)    προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους.

Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους.
Να σκέφτονται: «οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα. Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου. Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου. Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου. Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»




Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται.
Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα.
Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ. Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;
Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.




J. P. Sartre,  από το «Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός»,
[ εκδ. Αρσενίδης ]

"Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος γιατί δεν διάλεξε ο ίδιος την ύπαρξή του, αλλά εφ όσον βρίσκεται στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις του".

"Η ελευθερία θα πρέπει να θεωρηθεί σκοπός του ατόμου. Μόνο όμως αν συνοδεύεται από την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων".

Αυτή είναι η ουσία του Υπαρξισμού, και το κεντρικό σημείο ενός μεγάλου μέρους του έργου του μεγάλου φιλοσόφου και διανοητή.



-------


Στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’, αναφέρει την φράση του Ντοστογέφσκυ, ότι αν δεν υπήρχε Θεός θα επιτρέπονταν τα πάντα.
Εδώ, βρίσκεται κατά τον Σαρτρ το σημείο αφετηρίας του υπαρξισμού.
Πραγματικά τα πάντα επιτρέπονται αφού δεν υπάρχει θεός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εγκαταλελειμμένος, γιατί δεν βρίσκει ούτε μέσα ούτε έξω από τον εαυτό του μια δυνατότητα να αρπαχτεί από κάτι. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τίποτα το προκαθορισμένο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία.
Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

[ Εδώ η συνέχεια του άρθρου ]