Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε..


Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.

Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει…
Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. 

Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;

Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. 

Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που του λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. 

Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. 
Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου!» 

Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.


Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.


Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.

Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.

Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.


Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.



Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων 
[εκδ  OPERA ]

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Μιλήστε για το νόημα της ζωής



Μιλήστε για το νόημα της ζωής

Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι ν’ αναζητούμε τη σημασία, ενώ έχουμε την ατυχία να είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Μια από τις κυριότερες ασχολίες μας είναι να εφεύρουμε ένα νόημα αρκετά στιβαρό, ώστε να στηρίξει μια ζωή, και να εκτελέσουμε τον περίπλοκο χειρισμό ν’ αρνηθούμε πως αυτό το νόημα είναι δικό μας δημιούργημα. Έτσι καταφέρνουμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα βρισκόταν «κάπου εκεί έξω» και μας περίμενε. Η συνεχής αναζήτηση μας για ουσιαστικά συστήματα νοήματος μάς ρίχνει συχνά σε κρίσεις νοήματος.

Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στη ψυχοθεραπεία επειδή έχουν ανησυχίες για το νόημα της ζωής τους, απ’ όσους νομίζουν οι θεραπευτές. Ο Γιούνγκ ανέφερε πως το ένα τρίτο των ασθενών του ερχόταν να τον δει γι’ αυτόν το λόγο. 
Αυτό για το οποίο παραπονιούνται μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές μορφές: για παράδειγμα, «Η ζωή μου δεν έχει συνοχή», «Δεν παθιάζομαι με τίποτα», «Γιατί ζω; Για ποιό σκοπό;» «Σίγουρα η ζωή θα έχει κάποιο βαθύτερο νόημα». «Νιώθω τόσο άδειος-βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι τόσο άχρηστος, τόσο χωρίς σκοπό». <<Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τί θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω».


Κάποτε είδα ένα όνειρο (το περιγράφω στο βιβλίο μου «Η μάνα και το νόημα της ζωής»), όπου, ενώ παρέπαια κοντά στο θάνατο σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, βρέθηκα ξαφνικά σε μια διαδρομή του Λούνα Παρκ (το Σπίτι του Τρόμου). Καθώς το τρενάκι ετοιμαζόταν να μπει στο μαύρο στόμα του θανάτου, είδα ξαφνικά τη νεκρή μητέρα μου ανάμεσα στους θεατές και της φώναξα: «Μάνα, μάνα πώς τα πήγα;»
Το όνειρο, και ιδίως αυτό που φώναξα- «Μάνα, μάνα, πώς τα πήγα;»- με απασχόλησε για πολύ καιρό, όχι λόγω των εικόνων θανάτου που περιείχε αλλά εξαιτίας των σκοτεινών υπονοούμενων που κουβαλούσε για το νόημα της ζωής. Αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν να έζησα όλη μου τη ζωή με πρωταρχικό σκοπό να κερδίσω την αποδοχή της μητέρας μου; Κι επειδή είχα μια ταραχώδη σχέση μαζί της και όσο ζούσε δεν έδινα μεγάλη αξία στην αποδοχή της, το όνειρο ήταν ακόμη πιο σαρκαστικό.

Η κρίση νοήματος που αναφαίνεται σε αυτό το όνειρο με ώθησε να εξερευνήσω τη ζωή μου με άλλο τρόπο. 
Σ’ ένα διήγημα που έγραψα αμέσως μετά, ξεκινούσα μια συζήτηση με το φάντασμα της μητέρας μου, για να θεραπεύσω το ρήγμα που υπήρχε ανάμεσά μας και για να καταλάβω πως το νόημα της ζωής της και το νόημα της δικής μου ζωής συμπλέκονταν και ταυτόχρονα συγκρούονταν.
Μερικά βιωματικά εργαστήρια χρησιμοποιούν κάποιες τεχνικές για να ενθαρρύνουν το διάλογο γύρω απ’ το νόημα της ζωής. Ίσως η πιο συνηθισμένη είναι να ρωτάει κανείς αυτούς που συμμετέχουν τί θα ήθελαν να γραφτεί στο τάφο τους. 
Οι περισσότερες τέτοιες ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής οδηγούν σε μια συζήτηση στόχων όπως είναι ο αλτρουισμός, ο ηδονισμός, η αφοσίωση σ’ ένα σκοπό, η παραγωγικότητα, η δημιουργικότητα, η αυτοπραγμάτωση. Πολλοί νιώθουν πως τα σχέδια για να κατακτήσει κανείς ένα νόημα για τη ζωή του αποκτούν μια βαθύτερη και ισχυρότερη σημασία αν υπερβαίνουν το εγώ-αν κατευθύνονται δηλαδή προς κάτι ή κάποιον έξω απ’ τον εαυτό τους, όπως η αγάπη για έναν σκοπό, για έναν άνθρωπο, για μια θεϊκή οντότητα.

Οι περισσότεροι νεαροί εκατομμυριούχοι της υψηλής τεχνολογίας που έχω δει συνεχίζουν να κάνουν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: ξεκινούν νέες εταιρείες, προσπαθούν να επαναλάβουν την επιτυχία τους. Γιατί; Λένε στον εαυτό τους πως το κάνουν για να αποδείξουν οτι δεν είναι τυχαίοι, ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, χωρίς συγκεκριμένο συνεργάτη ή καθοδηγητή. Υψώνουν τον πήχυ. Για να νιώσουν οτι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους είναι ασφαλείς, δεν τους φτάνουν πια ένα-δύο εκατομμύρια στην τράπεζα. Για να νιώσουν ασφαλείς χρειάζονται πια πέντε, δέκα, ακόμη και πενήντα εκατομμύρια. Όταν έχουν πια πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούν να ξοδέψουν, αντιλαμβάνονται το άσκοπό και παράλογο κυνηγητό του κέρδους αλλά δεν σταματούν.
Καταλαβαίνουν οτι κλέβουν χρόνο απ’ τις οικογένειές τους, απ’ ό,τι αγαπούν περισσότερο στον κόσμο αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να παίζουν αυτό το παιχνίδι. «Το χρήμα με περιμένει», μου λένε. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να απλώσω το χέρι μου να το πάρω». Νιώθουν υποχρεωμένοι να κλείνουν συνεχώς συμφωνίες.
Ένα μεγαλομεσίτης μού έλεγε οτι ένιωθε πως αν σταματούσε θα εξαφανιζόταν. Πολλοί φοβούνται την ανία-ακόμη και η παραμικρή υποψία ανίας τούς ξαναστέλνει με τα τέσσερα πίσω στο παιχνίδι. 
Ο Σοπενάουερ έλεγε οτι ποτέ δεν εκπληρώνεται το επιθυμείν- μόλις ικανοποιηθεί μια επιθυμία, εμφανίζεται αμέσως κάποια άλλη. Παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάποια πολύ σύντομη ανάπαυλα, κάποια εφήμερη περίοδος κορεσμού, αυτή μεταμορφώνεται αμέσως σε ανία. «Η ζωή κάθε ανθρώπου», έλεγε, «παραπαίει ανάμεσα στην οδύνη και την ανία».


Αντίθετα με τον τρόπο που προσεγγίζω άλλες υπαρξιακές έσχατες έγνοιες (το θάνατο, την απομόνωση, την ελευθερία), θεωρώ πως το νόημα της ζωής προσεγγίζεται καλύτερα με πλάγιο τρόπο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βυθιστούμε μέσα σ’ ένα από τα πολύ δυνατά νοήματα, ιδίως σ’ ένα που στηρίζεται στην υπέρβαση του εγώ. Αυτό που μετράει είναι η συμμετοχή, και το καλό που κάνουμε εμείς οι θεραπευτές είναι οτι επισημαίνουμε και βοηθάμε ν’ απομακρυνθούν τα εμπόδια προς μια τέτοια συμμετοχή. Η ενεργητική αναζήτηση νοήματος στη ζωή, όπως δίδασκε ο Βούδας, δεν μπορεί να μας μάθει πολλά. Ο άνθρωπος πρέπει να μπει στο ποτάμι της ζωής και ν’ αφήσει το ερώτημα αυτό να το πάρει το ρεύμα.



Irvin D. Yalom Το δώρο της Ψυχοθεραπείας

Ανοιχτή επιστολή σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους
Μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας
Εκδόσεις ΑΓΡΑ

περισσότερες πληροφορίες για τον Yalom, εδώ

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Από το ημερολόγιο ενός ψυχαναλυτή




Χτυπάει κάθε τόσο το τηλέφωνο ενός ψυχοθεραπευτή και από την άλλη άκρη της ασύρματης σύνδεσης ακούγεται μια δραματική φωνή που ζητάει βοήθεια. Ζει λέει μια τραγωδία. Έχει Αϋπνίες, αρνείται να δοκιμάσει ξανά νέες σχέσεις, δεν ξέρει αν πρέπει να πάρει ηρεμιστικά. Έχει χάσει τον εαυτό του, τον εαυτό της. Κάποια φορά, ερεθισμένη από την μελοδραματικότητα μιας ικεσίας να δεχτώ τη συνεδρία, ρώτησα πρόωρα: Ποιον εαυτό σας χάσατε;

Από την άλλη άκρη της γραμμής το πρόσωπο που καλούσε σιώπησε, ίσως θεώρησε ειρωνική την ερώτησή μου. Δεν ήταν. Ήταν μονάχα, όπως είπα, πρόωρη. Γιατί στην πορεία των αναλύσεων το ζητούμενο είναι πάντα ένα, το να καταλήξεις στο ίδιο, τόσο απλό όσο και αδιανόητο, ερώτημα προς τον αναλυόμενο:
Για ποιον εαυτό σου μιλάμε τόσες ώρες; Γνωρίζεις;

Ξαναμπαίνω στον πειρασμό να γλιστρήσω μέσα στα παρακλάδια του θέματος. Αλλά φοβάμαι, πως το θέμα είναι συχνότατα τα ίδια τα παρακλάδια, ή κρύβεται θαυμάσια από κάτω τους. Ας προσπαθήσω όμως να διηγούμαι πιο συμβατικά, με αρχή, μέση και τέλος, έτσι δηλαδή όπως δεν είναι η ζωή. Έχουμε συνηθίσει να νομίζουμε, πως έτσι συνεννοούμαστε καλύτερα, με σχήματα γραμμικά και διευκολυντικά.


Ο άντρας από το τηλέφωνο παρακαλά να τον δεχθώ όσο γίνεται πιο σύντομα, και σήμερα αν είναι δυνατόν, θα μου το χρωστάει. Ο ψυχικός πόνος μοιάζει με τον πονόδοντο, ζητά επιτακτική ανακούφιση, στη μεγάλη ανάγκη νάρκωση, αδύνατο να περιμένει. Μοιάζει, αλλά δεν είναι πονόδοντος. Ο πονόδοντος είναι σταθερός, ενώ ο ψυχολογικός πόνος κυκλοθυμικός, πάει κι έρχεται, εναλλάσσεται με άλλες κι άλλες αποφάσεις, ρέπει στην αμφιθυμία.
Κανονίζουμε να βρεθούμε δυο μέρες μετά διότι οι θεμιτές υπερβολές του, όπως τις εισπράττω, με ωθούν να πιστεύω πως αντέχει να περιμένει άλλα δυο εικοσιτετράωρα μέχρι να βρω κι εγώ μια άνεση στο πρόγραμμά μου. Προσπαθώ να μην έχω ενοχές για επί πλέον αγωνίες που επιβάλω σε ένα «ασθενή» που επιμένει στη ζωή του ανώριμος, άρα εσαεί και ματαίως ψευδοτραυματίας.
Έρχεται λίγο πριν την ώρα του το απόγευμα που ορίσαμε, κάθεται στην άκρη του καναπέ, ζητά να πιάνει ελάχιστο χώρο, να μην ενοχλεί, να υπονοεί την πληγωμένη του αυτοπεποίθηση, την ασημαντότητά του που καθόλου όμως δεν πιστεύει. Πιο πολύ τα κάνει για να μου γίνει συμπαθής, αξιαγάπητος, να υποχωρώ, να τον πιστεύω όπως θα μου τα εξιστορήσει, και να συμφωνήσω με τα δικά του συμπεράσματα που θέλει να μου εκθέσει. Έχει ήδη κάνει διάγνωση, φιλοσοφική και κοινωνική ανάλυση, ενίοτε και θεολογική πάνω στο δράμα του. Έχει κρίνει την άλλη, τους τρίτους που εμπλέκονται. Έχει καταλήξει για το τι θέλει να του προσφέρω ως θεραπεία. Εμένα με χρειάζεται όχι για κάποια καλή συμβουλή, αλλά για να επιβεβαιώσω με το επίσημο δίπλωμά μου τα όσα εκείνος από μόνος του ξέρει. Αν του τα ανατρέψω θα σοκαριστεί, θα θυμώσει, θα με βγάλει άχρηστο, θα σηκωθεί να φύγει. Ή θα παραμείνει και θα ξεκινήσει να κάνει δουλειά μπαίνοντας στη ζόρικη αλλά συναρπαστική περιπέτεια μιας αλήθειας. Η επαφή με την πραγματικότητα, είναι κατά τον Φρόιντ πάντα η γιατρειά μας. Το ξαναλέω. Η αλήθεια και μόνο η αλήθεια θα σας ελευθερώσει, βεβαίωνε αιώνες προ Φρόιντ ο Χριστός.

Έτσι κατά κανόνα ξεκινούν οι ψυχοθεραπείες μας και αναλόγως πορεύονται.

Υπάρχουν εξαιρέσεις, θετικότερες ή αρνητικότερες εκδοχές, όμως συνήθως έτσι αρχίζουμε να βλέπουμε ένα βασανισμένο ή αυτοβασανιζόμενο πλάσμα.
Εκτός από το βαρύ πλήγμα του ερωτικού χωρισμού, υπάρχει κάτι που κατατρώει τον κάθε χωρισμένο: Το ποιος πρόλαβε και έφυγε πρώτος από τον δεσμό. Ποιος εγκατέλειψε τον δεσμό τους. Ποιος είπε πρώτος το τελικό αντίο. Είναι ασύλληπτο το πόσο τυραννά ετούτη η πρωτιά εκείνον που δεν την πρόλαβε. Δεν γίνεται, ούτε μπορώ να περιγράψω το μέγεθος της οδύνης και της ντροπής που προξενεί, ούτε χρειάζεται άλλωστε, το γνωρίζουμε όλοι μας από τον εαυτό μας, από ένα ζοφερό κεφάλαιο της βιογραφίας μας.

Υπάρχουν άνθρωποι που πανικόβλητοι μήπως το ταίρι τους τούς εγκαταλείψει πρώτο, διαλύουν μια σχέση όταν κάτι στραβώνει, προκειμένου να αποφύγουν τη συμφορά να βρεθούν αποδιωγμένοι. Στερούνται άνευ λόγου την πιθανή επιτυχία μιας αγάπης από τρόμο μην τους απορρίψει εκείνη. Είναι οι αδύναμοι χαρακτήρες για τους οποίους ο πληγωμένος εγωισμός είναι κατά πολύ πιο αβάσταχτος από την πληγωμένη καρδιά. Η εικόνα τους πολύ σημαντικότερη από την εσωτερική ζωή τους. Για την εικόνα επιλέγουν ό,τι επιλέγουν, για την εικόνα θυσιάζονται και θυσιάζουν, λόγω εικόνας πάσχουν και τρελαίνονται.

Αρκετές φορές έχω ρωτήσει έναν εγκαταλελειμένο μάρτυρα: «Τι σε πονάει περισσότερο η καρδιά σου ή ο εγωισμός σου;» Κατά κανόνα μια τέτοια ερώτηση τους αγγίζει βαθύτατα, γιατί είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση, το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, πέφτουν σε περίσκεψη, ο μεγάλος πόνος που βιώνουν επιτάσσει να ανακουφιστεί, δέχονται κάθε πιθανότητα κι ας τους χαλάει τη βιτρίνα. Τι όντα θα είμασταν αν δεν πονούσαμε πότε-πότε!…

Έχω επανειλημμένως προσέξει πόσο καλό κάνει να πω σε έναν, σε μια, που προδόθηκε: «Μα δεν σε άφησε, τον άφησες κατά βάθος εσύ, εσύ τον ώθησες να σε χωρίσει. Για σκέψου το!»
Αμέσως ξαστερώνει το πρόσωπό τους, βρίσκουν πλήθος λόγους πως φταίνε οι ίδιοι μάλλον, δεν απορρίφθηκαν ακριβώς. Γιατί επιθυμούν να φταίνε, είναι ο ίδιοι που στην πραγματικότητα επέλεξαν τη διάλυση. Όταν «φταις» θα πει πως είχες εξουσία πάνω σε όσα συνέβησαν, είναι πολύ πιο ταπεινωτικό να σε βλάπτουν αδίκως, αποδεικνύεσαι εκτός από προδομένος και ηλίθιος.

Τελοσπάντων, γνωρίζω περιπτώσεις που ενώ το ένα μέρος του γάμου, ή όποιου δεσμού, επί χρόνια ευχόταν, προσευχόταν και προσπαθούσε να διαλύσει τον αποτυχημένο ήδη γάμο του, μόλις αντιλήφθηκε πως το ταίρι του ετοιμάζεται να τον χωρίσει, αλλάζει εντελώς ρότα και συναισθήματα. Οι περισσότεροι, όλοι μας περίπου, κατά βάθος θέλουμε μεν να χωρίσουμε, αλλά ο άλλος να μην το θέλει. Εμείς να ελευθερωνόμαστε, αλλά αυτός να υποφέρει, να τον λυπόμαστε, να εξομολογούμαστε στους φίλους τις βαριές μας ενοχές που τον πληγώνουμε, αλλά τι να κάνουμε… Δεν γινόταν αλλιώς, δεν πήγαινε άλλο…

Αν δεν εξελιχθεί έτσι περίπου ο χωρισμός, αν μάλιστα προλάβει να ζητήσει διαζύγιο πρώτος εκείνος που θεωρούμε θύμα μας, δεν αποκλείεται και να τον ερωτευτούμε ξανά από την αρχή. Ερωτευόμαστε πιο τρελά όσους δεν είναι του χεριού μας.

Γνωρίζω, επίσης, ανθρώπους που κατάφεραν να τα ξαναφτιάξουν με μια παλιά αγάπη που κάποτε τους εγκατέλειψε, με στόχο να την εγκαταλείψουν τούτη τη φορά εκείνοι. Στις δυο, όμως, από τις τρεις περιπτώσεις που ξέρω, η παλιά αγάπη ξαναπρόδωσε το παλιό θύμα της. Είναι να το έχεις στο αίμα σου!

Η καρδιά και ο εγωισμός, ενώ είναι εσωτερικοί τόποι εντελώς αλλιώτικοι και με την πυξίδα αλλού κι αλλού, καταφέρνουν να μπερδεύονται γλυκά, πικρά, και ανόητα. Μάλλον οφείλεται στο ότι ο εγωισμός είναι τέρας υποκριτικών ικανοτήτων, τόσο ικανών που πρώτους εξαπατά εμάς τους ίδιους που τον φέρουμε.

Γι’ αυτά κι αυτά, η ζήλεια είναι ο πιο επιδέξιος προξενητής.



Μάρω Βαμβουνάκη

από το "Σιωπάς για να ακούγεσαι"
εκδ. Ψυχογιός                         




Κανέναν μα κανέναν δεν μπορείς να κερδίσεις, ούτε καν ένα αφελές μικρούλι παιδί, εφόσον του αφαιρείς την ελευθερία τού να μη συμφωνήσει μαζί σου. Αν απαγορεύεις την ελευθερία στον άλλο, και βασιλιά να τον στέψεις δε θα διαρκέσει η λαμπερή συμφωνία σας. Σύντομα θα αισθανθεί δυσφορία, ότι κάπως παγιδεύτηκε και βρέθηκε εκεί που δε θέλει. Τα χρυσά κλουβιά τα ανακάλυψαν τύποι σαν τη γυναίκα της πρώτης ιστορίας μας, όμως, κλειδωμένο, ένα πουλί μαραίνεται. Ο Ελύτης γράφει πως γίνεται να φυλακίσεις ένα αηδόνι αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαϊδισμό του. Υπάρχουν όμως προσωπικότητες τόσο ανασφαλείς, εξαρτημένες και εξωφρενικά εγωιστικές, ώστε κρατούν κλειδωμένο το αηδόνι τους, έστω και άλαλο, έστω και νεκρό. Ξέρουν πολύ καλά άλλωστε την τέχνη να ταριχεύουν.

Όλοι μας έχουμε συναπαντηθεί με τέτοιους χαρακτήρες. Δεν είναι λίγοι και γνωρίζουν να πλέκουν ιστούς σαν την αράχνη. Όσο πιο εξαρτημένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι τόσο τσιμπάμε στους χειρισμούς τους. Ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος δεν τους ανέχεται, γρήγορα κάνει πέρα, σύντομα κόβει μαζί τους τις διαπραγματεύσεις. Όμως πόσοι είμαστε εντελώς ανεξάρτητοι; Όλοι έχουμε τις αναγκεμένες πληγές μας, τις μειονεξίες μας, τα παθήματα και τα πάθη μας. Όλοι κουβαλάμε στο αίμα μας τους πειρασμούς της τρέλας. Παρά ταύτα πάντα υπάρχει τρόπος να γιατρεύεσαι όταν όντως το αποφασίζεις, διότι η υγεία είναι πιο επιθετική και δυναμική από την αρρώστια.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Θεραπευτής και θεραπευόμενος ως ΄συνταξιδιώτες΄

Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες θεραπείας είναι η ιστορία του Ιωσήφ και του Δίωνα, δύο ονομαστών θεραπευτών που ζούσαν στη βιβλική εποχή, από το βιβλίο Magister Ludi του Herman Hesse.  Ήταν κι οι δυo πολύ αποτελεσματικοί, δούλευαν όμως με διαφορετικό τρόπο. Ο νεότερος, ο Ιωσήφ, θεράπευε προσφέροντας μια ακρόαση σιωπηλή και εμπνευσμένη. Οι προσκυνητές του είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη. Η οδύνη και η αγωνία που πλημμύριζαν τ’ αυτιά του εξαφανιζόταν σαν το νερό στην άμμο της ερήμου και οι μετανοούντες έφευγαν έπειτα αδειασμένοι και ήρεμοι. Ο Δίων απ’ την άλλη μεριά, ο μεγαλύτερος σε ηλικία θεραπευτής, ερχόταν σε ενεργητική αντιπαράθεση μ’ εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά του. Μάντευε τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ήταν σπουδαίος δικαστής, τιμωρός, επικριτής και αναμορφωτής, και τους θεράπευε μέσω μιας ενεργητικής παρέμβασης. Συμπεριφερόταν στους μετανοούντες σαν σε παιδιά, έδινε συμβουλές, τους τιμωρούσε ορίζοντάς τους μετάνοιες, διέταζε προσκυνήματα και γάμους και υποχρέωνε εχθρούς να συμφιλιωθούν.

Οι δυό θεραπευτές δεν είχαν γνωριστεί ποτέ και για πολλά χρόνια δούλευαν ως ανταγωνιστές, ώσπου ο Ιωσήφ αρρώστησε ψυχικά, έπεσε σε μεγάλη απόγνωση και τον κατέκλυσαν σκέψεις αυτοκαταστροφής. Ανίκανος να θεραπεύσει τον εαυτό του με τις δικές του θεραπευτικές μεθόδους, πήρε το δρόμο για το Νότο να ζητήσει βοήθεια απ’ τον Δίωνα.
Στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Ιωσήφ ξεκουράστηκε ένα βράδυ σε μιαν όαση, όπου έπιασε κουβέντα μ’ έναν μεγαλύτερο ταξιδιώτη. Όταν του μίλησε για το σκοπό και τον προορισμό του, ο ταξιδιώτης προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να βρει τον Δίωνα. Αργότερα, στη μέση του μεγάλου ταξιδιού τους, ο γέρος ταξιδιώτης του αποκάλυψε ποιός ήταν. Mirabile dictu: ήταν ο ίδιος ο Δίων – ο άνθρωπος που αναζητούσε ο Ιωσήφ.
Ο Δίων προσκάλεσε χωρίς να διστάσει τον νεαρό και απελπισμένο ανταγωνιστή του στο σπίτι του, όπου έζησαν και δούλεψαν μαζί για πολλά χρόνια. Στην αρχή του ζήτησε να εργαστεί ως υπηρέτης του. Αργότερα τον προήγαγε σε μαθητή του και αργότερα τον έκανε και ισότιμο συνεργάτη του. Έπειτα από πολλά χρόνια ο Δίων αρρώστησε και στο κρεβάτι του θανάτου του φώναξε τον νεαρό συνεργάτη του για να του εξομολογηθεί. Αναφέρθηκε στην τρομερή αρρώστια που είχε πάθει παλιά ο Ιωσήφ και στο ταξίδι του προς τον γέρο Δίωνα, για να ζητήσει βοήθεια. Αναφέρθηκε σ’ αυτό που ο Ιωσήφ είχε θεωρήσει θαύμα, δηλαδή στην καλή τύχη, συνταξιδιώτης του και οδηγός του να είναι τελικά ο ίδιος ο Δίων.
Τώρα που πέθαινε, είχε έρθει η ώρα να λύσει ο Δίων τη σιωπή του. Ομολόγησε στον Ιωσήφ πως κι εκείνος το είχε τότε θεωρήσει θαύμα, γιατί βρισκόταν κι ο ίδιος σε απόγνωση. Κι ο Δίων ένιωθε άδειος και απονεκρωμένος ψυχικά και, μη μπορώντας να βοηθήσει τον ευατό του, είχε ξεκινήσει για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα που συναντήθηκαν στην όαση, βρισκόταν καθ’ οδόν για να συναντήσει έναν διάσημο θεραπευτή ονόματι Ιωσήφ.


Ο μύθος του Έσσε με συγκινεί πάντα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τον θεωρώ βαθιά διαφωτιστική δήλωση για την παροχή και την αποδοχή βοήθειας, για την ειλικρίνεια και την υποκρισία και για τη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Οι δυo άνθρωποι έλαβαν σημαντική βοήθεια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο νεότερος θεραπευτής βρήκε κάποιον που τον έθρεψε, τον γαλούχησε, τον δίδαξε, υπήρξε μέντορας και γονιός του. Ο μεγαλύτερος απ’ την άλλη μεριά, βοηθήθηκε υπηρετώντας κάποιον άλλο, έχοντας έναν μαθητή, ο οποίος του πρόσφερε την αγάπη ενός γιού, σεβασμό και βάλσαμο για την απομόνωσή του.

Καθώς ξανασκέφτομαι όμως την ιστορία, αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτοί οι δυό πληγωμένοι θεραπευτές δεν θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο. Ίσως να έχασαν την ευκαιρία για κάτι βαθύτερο, πιο αυθεντικό, πιο ισχυρά μεταλλακτικό. Ίσως η αληθινή θεραπεία να συνέβη στη σκηνή του θανάτου, όταν μπόρεσαν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους με την αποκάλυψη πως ήταν συνταξιδιώτες, πως ήταν απλοί άνθρωποι, υπερβολικά άνθρωποι. *

Τα είκοσι χρόνια μυστικότητας, όσο κι αν τους βοήθησαν, ίσως να εμπόδισαν και να απέτρεψαν ένα βαθύτερο είδος βοήθειας. Τι θα γινόταν, αν η επιθανάτια εξομολόγηση του Δίωνα είχε συμβεί είκοσι χρόνια νωρίτερα, αν ο θεραπευτής κι εκείνος που τον αναζητούσε είχαν ενωθεί για να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση;

Όλ’ αυτά απηχούν τα γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή του Ρίλκε, όπου συμβουλεύει: “Έχε υπομονή με ό,τι δεν έχει επιλυθεί και προσπάθησε ν’ αγαπήσεις τα ίδια τα ερωτήματα”. 
Θα πρόσθετα: “Προσπάθησε ν’ αγαπήσεις κι εκείνους που ρωτούν”.



[*αναφορά στο ομώνυμο έργο του Νίτσε ]

[ ..........  ]


Ο Andre Malraux, ο  Γάλλος μυθιστοριογράφος, περιέγραψε κάποτε έναν ιερέα από την επαρχία, που συνόψισε τα όσα είχε διδαχτεί για την ανθρώπινη φύση ακούγοντας επί δεκαετίες τις εξομολογήσεις του κόσμου, ως εξής: 
¨Πρώτα απ’ όλα, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο δυστυχισμένοι απ’ ότι φαντάζεται κανείς” και 
“δεν υπάρχει αυτό που λέμε πραγματικά ενήλικος άνθρωπος“. 
Όλοι μας – κι όταν λέω όλοι, εννοώ τόσο οι θεραπευτές όσο και οι θεραπευόμενοι – είναι μοιραίο να βιώσουμε όχι μόνο τη χαρά της ζωής, αλλά και το αναπόφευκτο σκοτάδι της: την απομυθοποίηση, τα γηρατειά, την αρρώστια, τη μοναξιά, την απώλεια, την έλλειψη νοήματος, τις οδυνηρές αποφάσεις και το θάνατο.

Κανείς δεν έχει διατυπώσει τα πράγματα πιο καθαρά και πιο ωμά από τον Γερμανό φιλόσοφο Αrthur Schopenhauer: 


Στη νεαρή μας ηλικία, καθώς φανταζόμαστε τη ζωή μας που έρχεται, είμαστε σαν παιδιά σ’ ένα θέατρο, πριν σηκωθεί η αυλαία, που κάθονται ενθουσιασμένα, και περιμένουν ανυπόμονα ν’ αρχίσει το έργο. Είναι ευτύχημα που δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί στην πραγματικότητα. Αν μπορούσαμε να το προβλέψουμε, τότε κάποιες φορές τα παιδιά αυτά θα έμοιαζαν με φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι στο θάνατο αλλά στη ζωή. Και προς το παρόν χωρίς επίγνωση του τι σημαίνει αυτή η καταδίκη τους.


Και αλλού:


Είμαστε σαν τα πρόβατα, που παίζουν μες στο λιβάδι μπροστά στα μάτια του σφαγέα, ενώ αυτός διαλέγει ποιο θα σφάξει πρώτο και ποιο δεύτερο. Έτσι κι εμείς στις καλές μας μέρες δεν έχουμε συναίσθηση του κακού που μπορεί να μας επιφυλάσσει το Πεπρωμένο – αρρώστια, φτώχεια, παραμόρφωση, τύφλωση, απώλεια της λογικής.


Παρόλο που η θέση του Σοπενάουερ χρωματίζεται έντονα από την προσωπική του δυστυχία, είναι δύσκολο ν’ αρνηθούμε ότι η απόγνωση είναι εγγενής στη ζωή κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. 

Πολλές φορές η γυναίκα μου κι εγώ διασκεδάζαμε σχεδιάζοντας φανταστικά δείπνα για ομάδες γνωστών μας που τους συνδέουν παρόμοιες τάσεις – για παράδειγμα τραπέζια για ανθρώπους καταβροχθιστικούς, για τρομερούς νάρκισσους, για βιρτουόζους της παθητικής επιθετικότητας ή αντίθετα, προγραμματίζοντας ένα “τραπέζι της χαράς” στο οποίο θα καλέσουμε μόνο τους αληθινά χαρούμενους ανθρώπους που έχουμε στην προσπάθειά μας να συμπληρώσουμε διάφορα ιδιόμορφα τραπέζια. Το μόνο τραπέζι που ποτέ δεν καταφέραμε να γεμίσουμε ολόκληρο ήταν το τραπέζι της χαράς. Κάθε φορά που βρίσκουμε μερικούς χαρούμενους από χαρακτήρα ανθρώπους και τους βάζουμε σε λίστα αναμονής, συνεχίζοντας την αναζήτηση μας ώσπου να συμπληρωθεί το τραπέζι, ανακαλύπτουμε ότι κάποια στιγμή ο ένας ή ο άλλος απ’ τους χαρούμενους καλεσμένους μας δέχεται ένα χτύπημα από κάποια μεγάλη αντιξοότητα της ζωής – συχνά μια σοβαρή ασθένεια είτε προσωπική του είτε του παιδιού ή του συντρόφου του.

Αυτή η τραγική αλλά ρεαλιστική άποψη της ζωής επηρεάζει από παλιά τη σχέση μου με όσους ζητούν τη βοήθειά μου. Παρόλο που υπάρχουν πολλοί όροι για την περιγραφή της θεραπευτικής σχέσης (“θεραπευόμενος/θεραπευτής”, “πελάτης/ειδικός”, “αναλυόμενος/αναλυτής”, “πελάτης/διευκολυντής*” ή το πιο πρόσφατο – και απείρως απωθητικό – “χρήστης/προμηθευτής**“), κανένας απ’ αυτούς δεν αποδίδει ακριβώς την αίσθησή μου για τη θεραπευτική σχέση. 

Αντίθετα, προτιμώ να σκέφτομαι τους ασθενείς μου κι εμένα ως συνταξιδιώτες, έναν όρο που καταργεί τις διακρίσεις ανάμεσα σ’ “εκείνους” (τους πάσχοντες) και σ’ “εμάς” (τους θεραπευτές). 
Στη διάρκεια της εκπαίδευσης μου άκουγα συχνά να μιλούν για τον “πλήρως αναλυμένο θεραπευτή”, προχωρώντας όμως στη ζωή μου και δημιουργώντας στενές σχέσεις με πολλούς συναδέλφους μου θεραπευτές, γνωρίζοντας σιγά σιγά τις αυθεντίες του κλάδου, και όταν πια με καλούσαν με τη σειρά μου να προσφέρω βοήθεια στους πρώην θεραπευτές μου και δασκάλους μου, όταν έγινα κι εγώ δάσκαλος και σεβάσμιο πρόσωπο, έφτασα να συνειδητοποιήσω πόσο μυθική είναι αυτή η έννοια. 
Είμαστε όλοι στην ίδια μοίρα και κανένας θεραπευτής – και κανένας άνθρωπος – δεν είναι άτρωτος από τις εγγενείς τραγωδίες της ύπαρξης

[ * “διευκολυντής” είναι η μετάφραση του “facilitator”, ορολογία της προσωποκεντρικής προσέγγισης του Carl Rogers
**“προμηθευτής υπηρεσιών ψυχικής υγείας” είναι η ορολογία που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι διαχειριστές των οικονομικών της υγείας στη Β. Αμερική κυρίως. ]


Ίρβιν Γιάλομ 
απόσπασμα από το "Το δώρο της ψυχοθεραπείας" 
(εκδ Άγρα) 

Πρόσθετες πληροφορίες για τον Γιάλομ εδώ

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014


Ματθαίος Γιωσαφάτ:«Η αγάπη ξεκινάει από την ευγνωμοσύνη»



Ο άνθρωπος που έβαλε την ψυχοθεραπεία στο μέσο ελληνικό σπίτι, σε μια συνέντευξη στην Αμάντα Μιχαλοπούλου.
 
Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. Είναι υπεραπασχολημένος από τότε που έγινε «μισοδιάσημος», όπως λέει αυτοσαρκαστικά.
Μετά τη συνέντευξή του στο «Spiegel», δύο κανάλια της γερμανικής τηλεόρασης ζήτησαν να τον επισκεφτούν κι εκείνος αρνήθηκε. Δέχεται να μου μιλήσει επειδή διάβασε ένα μυθιστόρημά μου: η λογοτεχνία είναι η μεγάλη του αγάπη. 
 
Καθόμαστε σε αναπαυτικές πολυθρόνες, ο ένας απέναντι στον άλλον, στην κλασική απόσταση της ψυχοθεραπείας, με τη διαφορά ότι εγώ ρωτώ και εκείνος απαντά.
 
Στο βιβλίο του με τίτλο «Να παντρευτείς ή να μην παντρευτείς»  υποστηρίζει ότι υπάρχουν 12 είδη έρωτα, απολύτως αντίστοιχα της σχέσης που αναπτύξαμε με τη μητέρα μας στον πρώτο χρόνο της ζωής μας: «Ένας στερημένος άντρας περιμένει να πάρει από τη γυναίκα ό,τι δεν πήρε από τη μητέρα του, άλλος δημιουργεί εξαρτητική σχέση. Επιλέγεις κάποιον για να κυριαρχείς ή να σε κυριαρχούν. Κι αυτό δεν είναι αγάπη, είναι ανάγκη».
 
Θέλετε να πείτε ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη;
Στους ώριμους ανθρώπους υπάρχει. Έχουν δεχτεί τα δικά τους ελαττώματα και του συντρόφου τους, έχουν ζήσει την υπαρξιακή μοναξιά. Τον πρώτο χρόνο της ζωής τους έχουν πάρει αρκετή αγάπη από τη μητέρα τους κι έχουν δεχτεί ότι δεν μπορούν να τα έχουν όλα. Η αγάπη ξεκινάει από την ευγνωμοσύνη.
 
Δηλαδή;
Η ευγνωμοσύνη δημιουργεί συνθήκες ενδιαφέροντος για τον άλλον. Ο έρωτας διαρκεί πόσο; Έναν χρόνο;
Μετά ή μεταμορφώνεται σε αγάπη με στοιχεία ευγνωμοσύνης ή διαλύεται.
Οι εξαρτημένοι, οι στερημένοι από μητρική αγάπη, ονειρεύονται καρβέλια, μια ιδανική γυναίκα.
Ακριβώς όπως τα παιδιά πιστεύουν ότι η μάνα τους είναι όλος ο κόσμος.
 
Μιλάτε για το σύνδρομο Παναγίας- πόρνης, προφανώς – εξόχως ελληνικό σύνδρομο…
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Είχα κάποτε έναν σαραντάρη σε μια ομάδα. Είχε πάει μ’ ένα τσουβάλι γυναίκες και δεν έβρισκε μια να του ταιριάζει.
Γιατρέ, μου έλεγε, τι ζητάω; Μια γυναίκα τρυφερή, αλλά όχι αδύναμη. Να μου είναι πιστή, αλλά να είναι ελκυστική, να την κυνηγούν οι άλλοι άντρες. Τι ζητούσε; Την ιδανική μητέρα.
 
Θυμάμαι ένα σονέτο που έγραψα για τη μάνα μου στην εφηβεία, πώς τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και μέσα στα μάτια της αναζητώ τη δική μου μορφή. Δεν βλέπετε πώς κοιτάζονται οι έφηβοι στα πάρκα; Σαν να είναι ο ένας η μητέρα του άλλου.
 
Να σας πω την αλήθεια, δεν βλέπω πια εφήβους να φιλιούνται στα πάρκα.
Δεν τους βλέπετε, επειδή σήμερα τα παιδιά κλειδώνονται στα δωμάτιά τους και βγάζουν τα μάτια τους. Παλιά εμείς δεν μπορούσαμε να φέρουμε την κοπέλα στο σπίτι, ξημεροβραδιαζόμασταν στα πάρκα.
Είχαμε αυνανιστικές φαντασιώσεις με τους σουηδούς πατεράδες που σου άνοιγαν το σπίτι τους.
Κλειδωνόσουν με την κόρη τους σ’ ένα δωμάτιο και μετά σου έλεγαν κι ευχαριστώ.
Σήμερα τα παιδιά είναι στερημένα, επειδή οι μητέρες τους δουλεύουν και παρατάνε τα μωρά στις νταντάδες.
Το παιδί έχει ανάγκη το χνότο της μάνας του, τη χροιά της φωνής της, τη "ρουτίνα" αυτή, ιδίως τον πρώτο χρόνο.
Με τη ρουτίνα εμπιστευόμαστε τον κόσμο, υποχωρεί η απειλή του αφανισμού.
Η καλή μάνα τραγουδάει συνεχώς το ίδιο τραγούδι. Εχετε παρατηρήσει ότι αν αλλάξεις τα λόγια ενός παραμυθιού, το παιδί σε διορθώνει; Χρειάζεται την ασφάλεια της αρχικής αφήγησης.
 
 
 
 
Ενοχοποιείτε την ελληνίδα μητέρα με αυτό που λέτε.
Κοιτάξτε, και η γυναίκα μου δούλευε όταν η κόρη μας ήταν μικρή, κι εγώ άλλαζα πάνες.
Όμως η Αθήνα κάηκε από τα βαριεστημένα παιδιά των βορείων προαστίων. Μεγάλωσαν με υπαρξιακό κενό και οικιακές βοηθούς.
Δεν αγάπησαν, επειδή δεν αγαπήθηκαν. Η επιθετικότητα είτε ενδοστρέφεται με αυτοκτονικές τάσεις, είτε καταλήγει σε βία.
Όσοι δεν αγαπήθηκαν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, προσπαθούν να χάσουν τα όρια, όπως στην αγκαλιά μιας μάνας.
Αλλοι το βρίσκουν αυτό στη θρησκευτική μεταρσίωση, άλλοι στα ναρκωτικά, άλλοι λένε “θρησκεία μου είναι ο Ολυμπιακός”.
 
Και ο πατέρας πού βρίσκεται σε όλη αυτή την ιστορία; Τι κάνει τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού του;
Ο πατέρας στηρίζει τη μάνα. Γίνεται η μητέρα της μητέρας του παιδιού του, παρέχοντας στοργή και τρυφερότητα άνευ όρων.
Στην πραγματικότητα, όμως, τι κάνει ο άντρας; Ζηλεύει που η μητέρα αφιερώνεται στο παιδί της, και συνήθως την απατά.
 
Απατούν περισσότερο οι άντρες από τις γυναίκες στον γάμο;
Το 92% των αντρών απατά. Και στις γυναίκες τα ποσοστά έχουν αυξηθεί, μιλάμε σήμερα για 70%.
Το αρσενικό ζώο είναι πολυγαμικό, η πολυγαμία είναι μέσα στη φύση του άντρα.
 
Εδώ θα διαφωνήσουμε.
Μα δεν το λέω εγώ, η επιστήμη το λέει και η στατιστική. Όταν πούμε ότι οι περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα είναι μελαχρινές, αυτό δεν είναι καλό ή κακό, είναι στατιστική.
Γιατί είναι πολυγαμικοί οι άντρες; Επειδή η μόνη άμυνα απέναντι στον θάνατο είναι τα γονίδια.
Η γυναίκα ξέρει ότι τα γονίδιά της έχουν πάει στο έμβρυο που κυοφορεί. Ο άντρας δεν ξέρει αν είναι δικό του το παιδί.
Στον κόσμο των ζώων τα αρσενικά κατασπαράζουν το ένα το άλλο για να κερδίσουν το θηλυκό. Ή πνίγουν το μωρό τους, επειδή έτσι το θηλυκό αποκτά ξανά οίστρο.
 
Είναι διαφορετικά τα θέματα που απασχολούν τις γυναίκες και τους άντρες που σας επισκέπτονται;
Οι άντρες έχουν συνήθως παράπονα από το σεξ, επειδή η γυναίκα χάνει το ερωτικό της ενδιαφέρον.
Οι γυναίκες λένε “δεν είναι τρυφερός, δεν μου φέρνει πια λουλούδια”.
Όμως, γιατί οι άντρες έχουν μυς; Για να υπερασπίζονται τη γυναίκα και το παιδί τους. Παλιά σκότωναν το ελάφι και το έσερναν στη σπηλιά. Σήμερα φέρνουν λεφτά, είναι στη φύση τους να κουβαλάνε.
 
Έχουν αλλάξει αυτά τα δεδομένα. Επιπλέον χτυπήθηκαν και οι άντρες από την ανεργία.
Ναι, αλλά αυτά είναι τα κυτταρικά χαρακτηριστικά που κληρονομήσαμε.
Πράγματι, έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Σήμερα, οκτώ στις δέκα φορές η γυναίκα ζητάει διαζύγιο, επειδή δουλεύει πια και δεν φοβάται. Οι γονείς μου είχαν έξι παιδιά, η μάνα μου ήταν αγράμματη – ακόμη κι αν ήθελε, πώς να ζητούσε διαζύγιο;
 
Έχει αλλάξει η ερωτική συμπεριφορά των Ελλήνων λόγω της οικονομικής κρίσης;
Τι σας λένε τα ζευγάρια που σας επισκέπτονται;
Η κρίση έχει εντείνει την ανασφάλεια. Οι πιο ανώριμοι προβάλλουν το πρόβλημά τους ο ένας στον άλλον.
Αλλά είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Εδώ σου λένε πάντα “ο άλλος φταίει”. Στην Αγγλία, που είχα δουλέψει, ο καθένας στο ζευγάρι αναλάμβανε τις ευθύνες του.
 
Μια αμερικανίδα συγγραφέας που είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή για την Ελλάδα, μού έλεγε ότι τα ελληνικά σίριαλ είναι γεμάτα επιθετικότητα, διεκδίκηση και πάθη.
Το πάθος δείχνει, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουμε, έλλειψη αισθήματος.
Τώρα, βέβαια, θα ήταν πολιτικά ορθό να σας πω ότι η κρίση φταίει για όλα. Η αλήθεια είναι πως όσοι είχαν προβλήματα από πριν, θα δουν τώρα μια αύξηση των συμπτωμάτων. Αν είσαι σχετικά υγιής, δεν παθαίνεις κατάθλιψη λόγω της κρίσης.
 
Για να το ξεκαθαρίσουμε, επειδή όλοι μεταχειρίζονται αυτόν τον όρο επιπόλαια. Τι είναι κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη μπορεί να είναι οργανική, να προέρχεται δηλαδή από τα γονίδια ή τις ορμόνες. Αλλά μπορεί να προέρχεται από τη στέρηση της μητέρας που σας έλεγα πριν, από ένα βαθύ αίσθημα απώλειας.
Καθώς τώρα έχουμε απώλεια της ελπίδας, της χαράς της ζωής και πραγματικές δυσκολίες, αναβιώνουν τα παλιά αισθήματα.
Δεν φταίει λοιπόν η κρίση, αλλά αυτό που κουβαλάμε μέσα μας.
Στην Κατοχή, που εγώ την έζησα, πέθαιναν τα αδύναμα παιδιά.
 
Στις νέες γενιές παρατηρείτε διαφορετικές συμπεριφορές;
Τα αγόρια σήμερα φοβούνται τα κορίτσια. Ενα κορίτσι 12 ή 14 ετών έχει συχνά ελευθεριάζουσα ερωτική συμπεριφορά.
Αρκεί να σας πω ότι το 15% των κοριτσιών αρχίζει την ερωτική του ζωή στα 12 και το 20% με 25% στα 14.
Τα κορίτσια θέλουν να τους πει το αγόρι “τι ωραία που είσαι” και επειδή δεν το λέει, γίνονται προκλητικά για να δημιουργήσουν σχέση.
 
Έρχονται αγόρια 20 ετών που κάνουν έρωτα μια φορά τον μήνα. Μπορεί να φταίει και το...Τσερνόμπιλ, οι τροφές που τρώμε, το κλίμα, τι να σας πω; Το σπέρμα των αγοριών, πάντως, έχει μικρότερη κινητικότητα, εξού και οι δυσκολίες σύλληψης.
 
Και η ψυχοπαθολογία της ελληνικής οικογένειας;
Βλέπουμε παιδιά που δυσκολεύονται να αποκοπούν από τη γονεϊκή οικογένεια και να την αντικαταστήσουν με τη νέα οικογένεια που φτιάχνουν.
Αυτό συνέβαινε παλαιότερα. Τώρα παρατηρούμε παλινδρόμηση σε τέτοιες συμπεριφορές λόγω της κρίσης.
Το ελληνικό σπίτι παρείχε ασφάλεια σε δύσκολες στιγμές, αλλά και οι γονείς χρησιμοποιούσαν τα παιδιά τους. Για να τα προφυλάξουν από τη ζωή τα μεγάλωναν εξαρτητικά και τα έκαναν ανώριμα.
Δεν υπήρχε ΙΚΑ – κοινωνικό κράτος για τους γονείς, ήταν τα παιδιά. "Να φροντίζεις τη μάνα σου", λένε στην Ελλάδα.
 
Βασανίζονται οι νέοι έτσι, επειδή ο δικός τους ρόλος είναι να προσφέρουν στα δικά τους παιδιά.
Εγώ κράτησα χρήματα στην άκρη, έχω πει στην κόρη μου να με βάλει σ’ ένα καλό γηροκομείο – και το εννοώ. Δείτε τι γίνεται στη φύση: οι γάτες από δύο μηνών είναι ανεξάρτητες.
 
Αλλά και στο εξωτερικό δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Στην Αγγλία υπάρχουν καταπληκτικά γηροκομεία.
Πηγαίνουν οι ηλικιωμένοι θέατρο όλοι μαζί, ερωτεύονται σφόδρα.
Οι άνθρωποι που με ερωτεύτηκαν με το περισσότερο πάθος στη ζωή μου είναι η κόρη μου όταν ήταν τριών ετών και κάτι γριές στο γηροκομείο…
 
Επειδή γνωρίζετε τους Γερμανούς εξίσου καλά με τους Ελληνες, θα μπορούσατε να ερμηνεύσετε την ελληνογερμανική κρίση με ψυχολογικούς όρους;
Οι Γερμανοί είναι πρωκτικός λαός κι αυτό σημαίνει ανάγκη για εξουσία. Αντλούν μια καθαρά προτεσταντική ικανοποίηση δουλεύοντας, ενώ εμείς ζώντας. Σήμερα κυριαρχούν οικονομικά, αλλά αν το δούμε αντικειμενικά, κάθε χώρα κοιτάζει το συμφέρον της, επεκτείνεται.
Οι ισχυρές χώρες υποτάσσουν τις αδύναμες.
 
Η Ελλάδα, από την άλλη μεριά, δεν αντιμετώπισε ποτέ τον εαυτό της.
Τι κάναμε ως χώρα; Γιατί ανεχθήκαμε τόσο κλέψιμο;
Έχουμε πολύ επιθετική κουλτούρα. Στην κοινωνική μας ζωή είμαστε ατομικιστές και αγενέστατοι.
Δείτε πώς οδηγούμε, πώς εξυπηρετούμε τους ανθρώπους στα νοσοκομεία.
Είμαστε και καταθλιπτικός λαός. Απλώς καταπιέζουμε την κατάθλιψή μας και την εκφράζουμε υπομανιακά, ως άμυνα, με κέφι, χορό και φωνές.
Αλλά εμένα μ’ αρέσει η Ελλάδα, το κλίμα, το φως. Το καθαρό περίγραμμα των πραγμάτων. Η ελληνική γλώσσα.
 
Σε αυτή την ατμόσφαιρα που περιγράφετε, πώς θα μπορούσαμε να ξαναβρούμε το νόημα και τη χαρά της ζωής;
Αν ξέραμε το νόημα της ζωής, δεν θα χρειαζόμασταν τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Όταν ρώτησαν τον Φρόιντ για το νόημα της ζωής, εκείνος απάντησε: “Lieben und arbeiten”. Δηλαδή να αγαπάς και να εργάζεσαι. Δεν υπάρχει ευτυχία, μόνο στιγμές ευτυχίας.
Διαβάζεις ένα ωραίο μυθιστόρημα και ξανανιώθεις σαν να βρίσκεσαι στην αγκαλιά της μάνας σου. Αυτό κάνει η τέχνη.
 
Όταν ήμουν 22 ετών, θυμάμαι, γύριζα με οτοστόπ την Ιταλία.
Στο Ουφίτσι στάθηκα μπροστά στην Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Δίπλα μου στάθηκαν δύο Αμερικανίδες με σορτς, πανέμορφες.
Βρε ηλίθιε, λέω στον εαυτό μου, ολόκληρος Μποτιτσέλι κι εσύ κοιτάς τις κοπέλες; Όμως το μάτι μου εκεί.
Βλέπετε, ενώ βρίσκουμε καταφύγιο στην καλή ζωγραφική, στη λογοτεχνία, κατά βάθος όλοι έχουμε ανάγκη από μια αγκαλιά.
 
 
 
 
Πηγή : BHmagazino