Οφείλω να σας πω μια κακή είδηση: εγώ δεν είμαι ουτοπιστής. Και μια χειρότερη είδηση: Θεωρώ την έννοια της ουτοπίας ανώφελη και αρνητική, όπως είναι και η ιδέα ότι μετά τον θάνατό μας πηγαίνουμε στον παράδεισο. Θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια ότι υπάρχει ένα ζήτημα που είναι οργανικά συνδεδεμένο με την ουτοπία ή με την ουτοπική σκέψη ή με τη διακαή επιθυμία της ανθρώπινης ύπαρξης να βελτιώνει τη ζωή της όχι μόνον υλικά αλλά και πνευματικά και ηθικά: η αναζωογόνηση, η εκ νέου επινόηση της δημοκρατίας. Πριν μιλήσουμε για τον Δον Κιχώτη, πρέπει να πούμε ότι για τα 5 δισεκατομμύρια πρόσωπα που ζουν μέσα στην αθλιότητα η λέξη ουτοπία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα (...).
Στην πραγματικότητα, ο Δον Κιχώτης δεν είναι ουτοπιστής. Στο βάθος είναι ένας πραγματιστής με την καλύτερη έννοια της λέξης, γιατί αυτή η λέξη μπορεί να έχει και ένα καλό νόημα. Σίγουρα οι λέξεις είναι κακότυχες. Τις κάνουμε ό,τι θέλουμε. Οταν λέω ότι δεν είμαι ουτοπιστής, οφείλω να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν μου αρέσει ο λόγος περί ουτοπίας, επειδή είναι ένας λόγος περί αυτού που δεν υπάρχει.
Ουτοπία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ένας ου-τόπος. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο δρόμος για να φτάσουμε μέχρι εκεί, ούτε το πότε θα φτάσουμε, ούτε το αν θα φτάσουμε, αλλά το χειρότερο είναι η τρομερή παρεξήγηση στην οποία πέφτουν όλοι όσοι μιλούν για ουτοπία. Στο βάθος ουτοπία πρακτικά σημαίνει ότι εγώ, ως μέλος ενός συνόλου, χρειάζομαι ορισμένα πράγματα, αλλά έχω επίγνωση του ότι δεν μπορώ να τα έχω τώρα -επειδή οι εχθροί είναι πιο ισχυροί, επειδή μου λείπουν τα μέσα, επειδή οι καρποί δεν είναι ώριμοι- και επομένως λέω: καλά, αφού δεν μπορώ να τα έχω τώρα, θα τα αποκτήσω κάποτε. (...)
Η μεγάλη παρεξήγηση στην οποία πέφτουμε όλοι είναι ότι τοποθετώντας στο μέλλον εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα -αλλά που σήμερα δεν μπορούμε να το έχουμε επειδή μας λείπουν τα μέσα- ξεχνάμε κάτι πολύ απλό: αν αυτό που εμείς επιθυμούμε τώρα μπορούσε να υλοποιηθεί το 2043 ή σε 100-150 χρόνια, αν αυτό που για μας τώρα θα ήταν θαυμάσιο, η υλοποιημένη ουτοπία που θα μπορούσαν να έχουν σε 100-150 χρόνια οι απόγονοί μας, ποιος μας εγγυάται ότι θα τους ενδιαφέρει αυτό για το οποίο ενδιαφερόμαστε εμείς σήμερα;
Εγώ νομίζω, πιο απλά, λιγότερο ρητορικά και, αν μου το επιτρέπετε, λιγότερο δημαγωγικά, ότι ο μοναδικός τόπος στον οποίο πραγματικά η εργασία μας μπορεί να έχει αποτέλεσμα και αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να αναγνωριστεί, να συζητηθεί και να αμφισβητηθεί από μας, είναι η αυριανή μέρα. Το αύριο είναι η ουτοπία μας. Και με την εργασία που κάνουμε σήμερα, με τις μικρές μας ζωές και με τις σχετικές ελπίδες μας ότι αύριο θα είμαστε όλοι ζωντανοί, θα οικοδομηθεί το αύριο. Ας μη σκεφτόμαστε την ουτοπία.
Οταν ο Μπόρχες γράφει το «Πιέρ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη», μιλάει για έναν άνθρωπο ο οποίος αφοσιώνεται στο καθήκον να γράψει τον Δον Κιχώτη παρά το γεγονός ότι αυτός έχει ήδη γραφτεί. Και τον γράφει με τα ίδια ακριβώς λόγια που χρησιμοποίησε ο Θερβάντες. Ενα καθήκον τόσο γιγάντιο, που παραμένει ατελές. Αλλά ο Μπόρχες εστιάζει στο γεγονός ότι ο Πιέρ Μενάρ έγραψε ένα διαφορετικό βιβλίο. Γιατί η λέξη δικαιοσύνη, για παράδειγμα, δεν σήμαινε για τον Θερβάντες, στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, αυτό που σημαίνει για μας σήμερα.
Αν υπάρχει κάτι που χρειάζεται σήμερα η αριστερά περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι μια ακριβής αναθεώρηση των εννοιών. Οπως έλεγα πριν, οι λέξεις είναι κακότυχες, υπάρχουν για να τις χρησιμοποιούμε όπως μας αρέσει και το χειρότερο είναι ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιεί την ίδια λέξη για να πει πράγματα όχι μόνον διαφορετικά αλλά, πολύ συχνά, απολύτως αντίθετα. Γι' αυτό λέω ότι η πρώτη έννοια που η αριστερά πρέπει να ξαναδεί είναι η έννοια της αριστεράς. Τι είναι σήμερα η αριστερά και πού βρίσκεται; Βρίσκεται εδώ; Σαφώς βρίσκεται εδώ. Αλλά στην πολιτική σφαίρα πολλοί άνθρωποι μιλούν για την αριστερά σαν να επικαλούνται μάταια το όνομα του Θεού. Είχα πει ότι προτείνω να αφαιρεθεί η λέξη ουτοπία από το λεξικό. Οχι, ας την αφήσουν εκεί, αλλά ας την αφήσουν ήσυχη.
Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα που πρέπει επειγόντως να επανεξεταστεί: εκείνο της δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι σήμερα μια δημοκρατία περιορισμένη, εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη, επειδή η εξουσία των πολιτών, η εξουσία καθενός από μας, περιορίζεται στην πολιτική σκηνή στο να διώχνουμε μια κυβέρνηση που δεν μας αρέσει και να την αντικαθιστούμε με μιαν άλλη που ίσως να μας αρέσει. Οι μεγάλες αποφάσεις όμως παίρνονται σε μιαν άλλη σφαίρα και όλοι γνωρίζουμε ποια είναι αυτή: οι μεγάλες διεθνείς οικονομικές οργανώσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου. Κανένας από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Πώς μπορούμε να συνεχίζουμε να μιλάμε για δημοκρατία, όταν αυτοί που πραγματικά κυβερνούν τον κόσμο δεν έχουν εκλεγεί δημοκρατικά από τον λαό; (...)
Μικρά αποσπάσματα από τον Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010)
Ένας ανήσυχος άνθρωπος, ένας μαρξιστής, αλλά και ένας ανένταχτος πολίτης του κόσμου που δεν έχανε τον καιρό του για να μετρήσει τα λόγια του. Χωρίς τυπική ακαδημαϊκή μόρφωση, ουσιαστικά αυτοδίδακτος, πολεμικός και βαθύτατα άθεος. Στα 85 του χρόνια ξεκίνησε ένα οργισμένο μπλογκ όπου έγραφε «όχι μόνο για τον κόσμο που μισεί αλλά και για τον κόσμο που αγαπάει». Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει το τελευταίο μυθιστόρημά του «Κάιν» (μετ. Αθηνά Ψυλλιά), το οποίο τον έβαλε για άλλη μια φορά στο «στόχαστρο» της Εκκλησίας, αφού αφηγείται με ειρωνεία τη γνωστή βιβλική ιστορία. Ο ίδιος είχε πει πάντως πως «τα ιερατεία μετά βίας μπορεί να αντέχονται, ο θεός όχι». Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία που εκφώνησε ο πορτογάλος νομπελίστας συγγραφέας στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, που έγινε στο Πόρτο Αλέγκρε τον Ιανουάριο του 2005 και δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 27/5/2007.
Ο Δον Κιχώτης σήμερα, ουτοπία και πολιτική. Μια μονομαχία διανοουμένων, ανάμεσα στον Χοσέ Σαραμάγκο και τον Εντουάρντο Γκαλεάνο.
" Δεν μπορούμε να περιορισθούμε στο να κοιτάζουμε την πραγματικότητα" θα υποστηρίξει ο ένας, για πάρει αμέσως την απάντηση: "Αυτό, όμως, που άλλαξε τον κόσμο ήταν η αναγκαιότητα".
Μια μονομαχία μεταξύ Σαραμάγκο και Γκαλεάνο στο Πόρτο Αλέγρε
"Προσοχή παρακαλώ, προσοχή παρακαλώ, ετοιμάζομαι να ξεστομίσω μια ιστορική φράση: αυτό που άλλαξε τον κόσμο δεν ήταν η ουτοπία, ήταν η αναγκαιότητα".
Ο Χοσέ Σαραμάγκο στο βήμα σχεδόν δεν καταφέρνει να προφέρει τις τελευταίες λέξεις, μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων, σ' ένα θέατρο κατάμεστο από κόσμο που τον λατρεύει.
Ο γηραιός κομμουνιστής του Ριμπατέχο και ο ιππότης της ελεεινής μορφής από τη Μάντσα δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί μεταξύ τους: ο πρώτος γερά δεμένος με την καταγγελία των διάφορων παραλλαγών μιας σύγχρονης Αποκάλυψης, ο δεύτερος, εδώ και τετρακόσια χρόνια, να προσπαθεί με τα μάτια και την καρδιά του να μη δει την πραγματικότητα όπως είναι.
"Ο δον Κιχώτης σήμερα: ουτοπία και πολιτική" λέει το πανό μπροστά στη σκηνή του θεάτρου Αραούχο Βιάνα. Ο Σαραμάγκο εισορμά ίσως την πιο σημαντική στιγμή του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ και πάνω στη σκηνή τον χειροκροτεί και ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, που αντίθετα απ΄ αυτόν την ουτοπία την καλομεταχειρίζεται σαν μια άπιαστη γραμμή στο βάθος του ορίζοντα, που μετατοπίζεται μαζί μ' όποιον προσπαθεί να τη φθάσει, αλλά ακριβώς γι' αυτό χρειάζεται, για να μας κάνει να προχωράμε.
Στο Πόρτο Αλέγρε έρχονται εκείνοι που κάποια μέρα πριν από πέντε χρόνια επινόησαν τη φράση "ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός". Τώρα λένε ότι είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε αύριο.
Ντουέτο για την ουτοπία, του Χοσέ Σαραμάγκο και του Εντουάρντο Γκαλεάνο.
Από τα ελληνικά ου τόπος, κανένας τόπος, με την έννοια ότι μπορεί να υπάρχει οποιοσδήποτε τόπος, η ουτοπία ρέει στις φλέβες της κοινωνίας που γνωρίζουμε. Άρχισε ο Πλάτωνας, με τη Δημοκρατία σαν πρώτο σχέδιο ιδανικής κοινωνίας με τέλεια οργάνωση, ο Τόμμας Μουρ, στη συνέχεια, εφεύρε τη λέξη και βάφτισε έτσι το νησί του έναν αιώνα πριν από τον Θερβάντες κι έχασε γι' αυτήν το κεφάλι του (στην κυριολεξία, γιατί ένας βασιλιάς του το έκοψε), έπειτα ήρθε ο Καμπανέλλα και η πόλη του ήλιου, οι ουτοπιστές σοσιαλιστές , στην ανοργανωσιά των οποίων απάντησε ένας φιλόσοφος από το Τριρ που αποκαλούσε τον εαυτό του επιστήμονα σοσιαλιστή… Είναι η "δική μας" λέξη, εν ολίγοις. Μας αρκεί όμως;
Η περιπλάνηση ξαναρχίζει
"Ο Δον Κιχώτης είναι ένα αθάνατο μυθιστόρημα που γεννήθηκε σε μια φυλακή της Σεβίλλης, όπου ο Θερβάντες ήταν κλεισμένος για χρέη, όπως εξ' άλλου είναι φυλακισμένες για χρέη σχεδόν όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής".
Χειροκροτείται ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, που αγαπάει πολύ το δονκιχωτισμό, τον εξάδελφο της ουτοπίας γιατί πρόκειται "για την ηρωική διάσταση του αντιήρωα, όπως μας λέει μέχρι και το λεξικό της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας: αυτού που προτάσσει τα ιδανικά του και τις πεποιθήσεις του και που εργάζεται ανιδιοτελώς για τις δίκαιες υποθέσεις, χωρίς να πετυχαίνει τίποτα. Οι τελευταίες λέξεις, βέβαια, δεν με πείθουν και πολύ: κάποιες φορές οι Δον Κιχώτες νικούν, ίσως μόνο ηθικά".
Θυμάται, για παράδειγμα, το γράμμα του Τσε Γκεβάρα στους γονείς του, τη χρονιά που δεν πήγε πουθενά, δηλαδή εξαφανίστηκε για να κάνει την επανάσταση στο Κονγκό:
"Νιώθω κάτω από τις φτέρνες μου τα πλευρά του Ροσινάντη, ξαναρχίζω την περιπλάνηση".
Ο συγγραφέας από την Ουρουγουάη διηγείται: "Για όποιον είναι ικανός να δει πέρα από την ατιμία, υπάρχει ένας άλλος κόσμος μέσα στην κοιλιά αυτού εδώ. Στη Βενεζουέλα γνώρισα ένα ζωγράφο, τον Βάργκας, που ήταν σχεδόν αναλφάβητος και έγραφε με το ζόρι το όνομά του με το σίγμα ανάποδα. Ζωγράφιζε, λοιπόν, με τέτοιον τρόπο που ταπείνωνε το ουράνιο τόξο και οι έμποροι τέχνης πήγαιναν στο χωριουδάκι του και αγόραζαν για πέντε δεκάρες πίνακες που μεταπουλούσαν πολύ ακριβά και επαινούσαν τον απίστευτο πλούτο των εικόνων του και των χρωμάτων του. Μα το χωριουδάκι ήταν ένας είδος βασιλείου του πετρελαίου, όπου δεν φύτρωνε ούτε πράσινο φύλλο, μέχρι και το ουράνιο τόξο έβγαινε ασπρόμαυρο και τα πουλιά πετούσαν ανάποδα. Ωραία, λοιπόν, για μένα ο Βάργκας ήταν ρεαλιστής".
Η ουτοπία είναι μια πραγματικότητα, μόνο αν τη δεις με τα μάτια του τρελού Δον Κιχώτη: όπως, δηλαδή, θα έπρεπε να είναι.
"Έχω μια άσχημη είδηση για σας: δεν είμαι ουτοπιστής".
Ο Σαραμάγκο, επαναλαμβάνοντας το αυτή τη φορά προκαλεί το γέλιο, αλλά τίποτα δεν είναι για γέλια. "Θεωρώ την ουτοπία μια άχρηστη έννοια, κάτι σαν να λέμε ότι θα πεθάνουμε όλοι και θα πάμε στον παράδεισο. Προτείνω να αφαιρέσουμε τη λέξη ουτοπία από το λεξικό, ή να μείνει εκεί, αλλά φρόνιμη και χωρίς να ενοχλεί. Για τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που ζουν μέσα στη φτώχια αυτή η λέξη δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στο τέλος ο Δον Κιχώτης ξαναγίνεται αυτός που ήταν, ξαναγυρίζει στην ανθρώπινη διάσταση όπου όλοι πρέπει να ζήσουμε και να δουλέψουμε".
Ο Σαραμάγκο συνεχίζει: "
Ποια η τρομερή παρανόηση, στην οποία υποπίπτουμε όλοι: ουτοπία είναι να νομίζουμε ότι έχουμε ανάγκη κάποια πράγματα κι ότι θα μπορέσουμε να τα αποκτήσουμε, μια μέρα. Η παρανόηση είναι ότι φανταζόμαστε πως αυτό που σήμερα επιθυμούμε θα μείνει επιθυμητό μέχρι μια μέρα που τοποθετούμε στο μέλλον, ας πούμε το έτος 2043 ή σε ενάμιση αιώνα, που θα έχουμε πεθάνει όλοι. Αυτό που για μας θα ήταν υπέροχο σήμερα, για τους απογόνους μας δεν θα είναι. Δεν γίνεται να αγνοήσουμε αυτή την απλή αντίθεση. Για μένα, ο μοναδικός πιθανός τόπος/ χρόνος είναι η αυριανή μέρα".
Πέντε σημεία που επείγουν!
Έτσι το αύριο γίνεται το σύνθημα. Είναι δουλειά του Ιγνάθιο Ραμονέ να προβάλλει την αυριανή διακήρυξη, αυτό που οι διανοούμενοι αυτής της υλοποιημένης παραφροσύνης που ονομάζεται Κοινωνικό Φόρουμ, οικοδομούν για να μη μετατραπεί αυτός ο ξαναχτισμένος, αλλά με καλύτερο τρόπο, πύργος της Βαβέλ, σε "Παγκόσμια Κοινωνική Έκθεση". Πρόκειται για πέντε σημεία, λίγα, αλλά που πρέπει να υλοποιηθούν επειγόντως:
-παγκόσμιος φόρος αλληλεγγύης ενάντια στην πείνα και στη φτώχια
-κατάργηση των φορολογικών παραδείσων,
-διαγραφή του εξωτερικού χρέους των φτωχών χωρών,
-πόσιμο νερό αμέσως για όλους,
-φόρος αλληλεγγύης στα ιδιωτικά υπερ- πλούτη.
Είναι η προσπάθεια να αναγκάσουμε τη "δεύτερη παγκόσμια υπερδύναμη" να κάνει αυτό που κινδυνεύει να μην μπορεί να κάνει πια, συντριμμένη κάτω από το βάρος των ίδιων της των συζητήσεων: να στρωθεί στη δουλειά.
"Είναι χρήσιμη η ουτοπία μικρού βεληνεκούς, συνεχίζει ο Σαραμάγκο, αλλά τότε δεν ονομάζεται πια ουτοπία, ονομάζεται δουλειά, πρόοδος, κατάκτηση. Είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε το όνομα ουτοπία για να συνεχίσουμε να ελπίζουμε αλλά το μόνο σίγουρο, το επαναλαμβάνω, είναι η αυριανή μέρα. Οι πέντε προτάσεις που ανάφερε ο Ραμονέ είναι πράγματα που πρέπει να γίνουν τώρα, αμέσως, αυτή τη στιγμή κι ας μη μιλάμε πια για ουτοπίες".
Είναι σειρά του Γκαλεάνο, τώρα, να αναφέρει τα λόγια του Τζορτζ Μπέρναρντ Σόου: "Υπάρχουν αυτοί που παρατηρούν την πραγματικότητα και αναρωτιούνται γιατί, και υπάρχουν, επίσης, αυτοί που την φαντάζονται όπως δεν ήταν ποτέ και αναρωτιούνται, γιατί όχι".
Ο Δον Κιχώτης από τη Μάντσα εξακολουθεί να γυρίζει με το άλογό του, κάπου ανάμεσα στο κάθισμα του μεγάλου συγγραφέα από την Πορτογαλία και του μεγάλου συγγραφέα από την Ουρουγουάη, κάτω από μια μεγάλη πλαστική τέντα και με σαράντα βαθμούς θερμοκρασία, σ΄ ένα χώρο "γεμάτο με αρσενικούς και θηλυκούς Δον Κιχώτες", σχολιάζει ο Ραμονέ. Ο απεσταλμένος της κυβέρνησης του Λούλα, Λουίς Ντούλτσι, προλαβαίνει να μιλήσει για τη δική του εφικτή ουτοπία, δηλαδή μια σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση, και αρπάζει μερικά σφυρίγματα. Κι έπειτα ο "θόλος διανόησης" του κοινωνικού φόρουμ ανοίγει για τις ερωτήσεις του κοινού, όπως συμβαίνει σε κάθε πύργο της Βαβέλ αντάξιο του ονόματός του.
Η διακήρυξη έγινε.
Ίσως κάποιος να την πραγματοποιήσει.
O Ρομπέρτο Τζανίνι είναι απεσταλμένος της εφημερίδας "Μανιφέστο" στο Πόρτο Αλέγρε
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
πηγή και πηγή