Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαμβουνάκη Μάρω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαμβουνάκη Μάρω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Η βαρύτερη δυστυχία, είναι ο συμβιβασμός



Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Κατά κάποια έννοια το λέμε αυτό, δεν υπάγεται βέβαια όλη η ανθρωπότητα σε αυτές μόνο τις τέσσερις κατηγορίες… 

Εκείνοι που δεν αντέχουν τη μοναξιά. 
Εκείνοι που νιώθουν ότι αντέχουν τη μοναξιά άμα χρειαστεί να το υποστούν. 
Εκείνοι που αισθάνονται ότι αγαπούν τη μοναξιά. 
Και κάποιοι που πιστεύουν πως, εντέλει, μοναξιά δεν υπάρχει, μια και παντού βρίσκεται ο Θεός…




Η πρώτη κατηγορία φαίνεται να είναι η πιο αδύνατη. Οι άνθρωποι που φοβούνται τη μοναξιά κάνουν τις πιο απερίσκεπτες, τις πιο σπασμωδικές και, ως εκ τούτου, τις πιο επικίνδυνες επιλογές. Διότι αν δεν μπορείς να μένεις, στην ανάγκη έστω, μόνος, αν φοβάσαι τον κενό από άλλα πρόσωπα χώρο και χρόνο σου, τότε εξαναγκάζεσαι να υποχωρείς όλο και σε μεγαλύτερους συμβιβασμούς, να χάνεις το έδαφος κάτω από τον ασταθή βηματισμό σου.


Συμβιβασμούς στις φιλίες, στον έρωτα, στο επάγγελμα, στον γάμο, με τα παιδιά σου, με τους γονείς σου (λάθος μου που το αναφέρω τόσο πίσω, αφού η γονεϊκή σχέση δεν είναι μόνο συνέπεια αλλά κατά κανόνα αιτία της αδυναμίας σου), με τους γείτονες, με τους άλλους οδηγούς στον δρόμο, με κάθε πλάσμα που διασταυρώνεσαι. Θίγεται τότε και αλλοιώνεται η αληθινή σου οντότητα που δεν αντέχει να συναισθανθεί ποια όντως είναι. Δεν έχει καιρό, αφού η μόνη της έγνοια παραμένει – όλο και πιο επιτακτική – μία: να κυνηγώ κάποιους και να είμαι κοντά τους, μήπως ξεμείνω φοβισμένος μέσα στην ανυπόφορη μοναξιά.


Όμως, η βαρύτερη αιτία ανθρώπινης δυστυχίας δεν είναι ο πόνος, η ματαίωση, η ερήμωση, η αρρώστια, η φτώχεια και όσα δεινά φέρνει σε όλους η ζωή. Η μεγαλύτερη αιτία δυστυχίας μας είναι ο συμβιβασμός, οι συμβιβασμοί που κάνουμε. Διότι τα πιο μεγάλα χαρίσματα που δόθηκαν στην ύπαρξη για να ζήσει με πληρότητα είναι δύο: η αγάπη και η ελευθερία. Πρώτα η ελευθερία και ύστερα η αγάπη, αφού μόνο στον βαθμό που είσαι ελεύθερος μπορείς να αγαπάς. Είναι μεγάλος μετρητής ευτυχίας το ερώτημα: Πόσο ελεύθερος είμαι; Πόσο αγαπώ; Υπάρχουν άραγε πολλοί που αντέχουν να απαντήσουν έντιμα; Με μια σχετική ακρίβεια έστω;


Όλο το λέμε και το ξαναλέμε ότι φόβος μοναξιάς είναι φόβος του εαυτού. Κατά βάθος τρομάζουμε να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι συμβιβασμοί, οι απωθήσεις, οι δειλίες, οι λαθεμένες και αναίτιες στην ουσία υποχωρήσεις, μαζεύεται εντός μας μία υπόγεια αποθήκη που δύσκολα πια καθαρίζεται. Δύσκολα μπαίνεις εκεί, στο μισοσκόταδο, να ψάξεις και να βάλεις κάποια τάξη. Εκεί είναι σκεπασμένοι οι καθρέφτες με τα λευκά σεντόνια του πένθους, που ρίχνουν πάνω στο ασήμι οι τεθλιμμένοι στο σπίτι ενός νεκρού, μια και πένθος θυμίζει ένας χαμένος εαυτός.

Όσο κι αν θέλει να αγαπήσει ένας χαρακτήρας που τρομάζει υπερβολικά με τη μοναξιά, η εξάρτηση και η ανάγκη είναι τόσο μεγάλες που η γνήσια αγάπη περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η αγάπη όμως είναι μονάχα του πρώτου πλάνου – πίσω από κάτι άλλο, πληγωμένη εξαφανίζεται. Η αγάπη, και η πιο ταπεινή, είναι το πιο περήφανο από τα αισθήματά μας. Από την άλλη, ένας χαρακτήρας αναγκασμένος, ένας χαρακτήρας εξαρτημένος, πνίγει και ενοχλεί εκείνον με τον οποίο θέλει να σχετίζεται. Ένας τέτοιος τύπος μπορεί να βολεύει τον άλλο με τις εξυπηρετήσεις ή τις κολακείες που πρόθυμα χαρίζει, όμως δεν του εμπνέει εκτίμηση.

Είναι μεγάλης αξίας να μπορείς να λες – και να το εννοείς -: «Είμαι μαζί σου εφόσον συμπλέουμε όμορφα, αλλιώς φεύγω! Δεν είναι ότι παύω να σε αγαπώ, να σε βοηθάω, αλλά μπορώ να σε αγαπώ και από μακριά! Μπορώ να σε νοιάζομαι και από μακριά, αλλά δεν θέλω να σε συναναστρέφομαι! Το κοντά-κοντά μού χαλάει τον χαρακτήρα μου, το κοντά μάς λερώνει την αθωότητά μας». Υπάρχουν μάλιστα κάποια πρόσωπα δικά μας που μόνο από απόσταση μπορεί να τους αγαπά και να τους κατανοεί κανείς. Κοντά τους και για διάφορους λόγους είναι λες και η φύση ταράσσεται, ξεπερνάει τις ανθρώπινες συνήθεις αντοχές το να παλεύεις με στοιχεία του χαρακτήρα τους […]


Δίχως όρια στις ανταλλαγές μας δεν είμαστε αξιαγάπητοι, είμαστε μπελάς και ρεζιλίκι. Το πολύ πολύ, και το έσχατο, προσφερόμαστε ως ένα αντικείμενο χρήσης. Κάθε είδους χρήσης και ανάλογα με την περίσταση. Καταντούμε «άνθρωπος-πουρές» που έλεγε ο μπαμπάς μου, παίρνουμε το σχήμα τού όπου μας βάζουνε. Άσχημος δεν είναι ο δίχως δικό του προσωπικό σχήμα;


Ακόμη και οι γονείς, που όλο υποχωρούν και κάνουν στα παιδιά τους ό,τι ζητήσουν και ό,τι είναι γνήσιο και αληθινά καλό, με τα χρόνια καταντούν αντικείμενα των παιδιών τους. Τα παιδιά μπορεί να τους χρησιμοποιούν – έτσι τα έμαθαν -, όμως παράλληλα τους θυμώνουν, τα απογοητεύουν, τα εκνευρίζουν διότι από νωρίς καταλαβαίνουν ότι έχουν γονείς χωρίς χαρακτήρα, χωρίς προσωπικότητα. Πού να στηριχθούν κι αυτά, τι να τα οδηγήσει όσο μεγαλώνουν; Τέτοιοι «τρυφεροί» γονείς τα μπουκώνουν με δωρεές και ευκολίες, όμως δεν τα εμπνέουν να τους σέβονται, να τους υπολογίζουν, να θέλουν να τους μιμηθούν. Δεν υπάρχει μέτρο, σταθμά και αλφάδι σε τέτοιες ανακατωμένες οικογένειες, τα παιδιά θα εξελιχθούν ασύμμετρα, δυσαρμονικά, δυσλειτουργικά, και σίγουρα εξαρτημένα από πρόσωπα και πράγματα, έξω από το ταραγμένο οικογενειακό σπίτι.


Χρειάζονται αγώνες για να χτίζεις αυθεντικές σχέσεις. Γιατί είναι μεγάλος αγώνας το να ρισκάρεις, αν χρειαστεί, απώλειες. Όμως το ρίσκο είναι προϋπόθεση της ειλικρίνειας, βασική προϋπόθεση ελευθερίας. Προϋπόθεση γνήσιας σχέσης τελικά. Ο Χριστός λέει αιωνίως εκείνο το δυσνόητο για τον μαλθακό τρόπο που θέλουμε να ζούμε: «Για να κερδίσεις την ψυχή σου πρέπει να την χάσεις».


Όποιος δεν αντέχει τον χαμό είναι μονίμως χαμένος.




Μάρω Βαμβουνάκη από το  «Σιωπάς για να ακούγεσαι»  

εκδ. Ψυχογιός


Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Η εφηβεία της μέσης ηλικίας ή τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν & ζητούν εκδίκηση»



Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία.
Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…» Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.

Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. 

Ζουν τα δικά τους βάσανα.

Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε.

Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά;

Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι’ αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση.

Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ’ ένα φάκελο που γράφει απ’ έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ’ την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος…»

Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ’ εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ’ αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ’ αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.


[……] 


Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».



Μάρω Βαμβουνάκη
από το «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», 

εκδόσεις Ψυχογιός

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Να προσέχεις το βλέμμα



Της θύμιζε κατά τις συνεδρίες τους εκείνο το ωραίο του Νίτσε: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ’ την πληγή του». 

Να δουλέψουμε με τις πληγές μας αλλά να μην τις γλείφουμε∙ κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε τις ηδονές μας. Η ψυχή είναι πανίσχυρη.
Μην κολλάς! 

Μην κολλάς ούτε στην ψυχανάλυση, προορίζεται μονάχα για τις πληγές, για την ψυχή σου θα προχωρήσεις πιο πέρα, στην πνευματική περιπέτεια.

Για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν ορθοπεδικό γιατί έσπασες το πόδι σου. Ο ορθοπεδικός θα σου γιατρέψει το κάταγμα, δε θα σου μάθει όμως ούτε να βαδίζεις, ούτε ποιο δρόμο θα περπατήσεις, ούτε πολύ περισσότερο τον προορισμό. Η ευθύνη σου είναι αμεταβίβαστη.
Αν κάτσεις εκεί να σου χαϊδεύουν, να σου κάνουν μασάζ στο σπασμένο πόδι σου, θα ατροφήσεις, θα μείνεις ακίνητη. Ο δρόμος είναι αποκλειστικά δικός σου. Πολύ δύσκολο αυτό αλλά τίποτα σαγηνευτικότερο.

Ετοιμάσου να με εγκαταλείψεις πριν παραλύσεις στο ντιβάνι μου. Να μην εμπιστεύεσαι με την πρώτη τα συναισθήματά σου, ούτε αγαπώ, ούτε δεν αγαπώ να λες εύκολα. Τα ένστικτα ξέρουν θαυμάσια να προσποιούνται πως είναι συναισθήματα ή να εκλογικεύουν την παρουσία τους με δήθεν πνευματικές ιδέες.
Μην νομίζεις καν ότι συμπονάς τον άλλον όσο νομίζεις.
Πάρα πολλές φορές συμπονούμε από ταύτιση, όχι από ανθρωπιά. Παίρνουμε το δράμα του άλλου μέσα μας, φανταζόμαστε πως είμαστε εμείς που μας συμβαίνει και μ’ αυτή τη μετάθεση υποφέρουμε επειδή υποφέρουμε για μας. Συχνά δηλαδή η λύση για κάποιον είναι αυτολύπη. Θέλω να πω δεν είναι ο άλλος το θέμα της στενοχώριας μας, αιτία είναι η ιδέα μας ότι ίσως συμβεί αυτό σε μας και προληπτικά το ζούμε. Πάλι ο εγωκεντρισμός κάνει παιχνίδι, πολύ δύσκολα συμπάσχουμε με τα παθήματα του όντως άλλου, πάρα πολύ δύσκολα τον καταλαβαίνουμε.

Πώς να σου το πω; Δε γίνομαι εγώ εσύ, κάνω εσένα εγώ…
Εκείνο που έλεγαν οι αρχαίοι, πως «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», στην πραγματικότητα των συναισθημάτων, εγώ σου λέω πως μέτρον πάντων: Εγώ. Ο πλησίον είναι τρομερά απόμακρη γη. Για να μη σου πω ανύπαρκτη…Η ουτοπία του άλλου!
Μακάρι, και πιθανόν να υπερβάλλω.

Άλλο μετουσιώνω ένα πάθος μου, άλλο το εκλογικεύω. Η μετουσίωση είναι αγώνας και κάποτε υπέρβαση, η εκλογίκευση είνα πρόφαση εν αμαρτίαις.
Μην κρίνεις από τις πράξεις αυτές καθαυτές, δεν εξηγούν πάντα την ουσία τους. Να γυρεύεις την κρυμμένη πρόθεση, εκεί υπάρχει η εντιμότητα, η καθαρότητα ή όχι της καρδιάς.
Ένας υπέρμετρα εγωιστής μπορεί να διαλέξει για επίδειξη το ρόλο αγίου. Να ζει με σκληρή άσκηση, να κινείται με εντυπωσιακή ευσέβεια, να μοιράζει περιουσίες στην ελεημοσύνη.
Όμως σκοπός του δεν είναι η συμπόνοια, είναι η προβολή, η επίδειξη, ένας αυτοθαυμασμός∙ ένας θρίαμβος στον δικό του κύκλο.

Να προσέχεις. Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια.


Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη (Εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

συγχωρώ ..

Υπάρχουν τα συγχωρώ τα γεμάτα έπαρση.
Εννοούν: εγώ ο καλότατος, ο γενναιόκαρδος, ο άριστος, ο ακομπλεξάριστος, συγχωρώ βέβαια εσένα, ο οποίος, σαν μυρμήγκι που είσαι, τι βλάβη θα μπορούσες να μου προξενήσεις

Υπάρχουν τα συγχωρώ του καλόπαιδου του Θεού!
Δες, Θεέ μου, πόσο εντάξει δούλος Σου είμαι, πόσο καλός μαθητής, Σε υπακούω, ακολουθώ τις διδαχές Σου, μιμούμαι το παράδειγμα Σου, και φρόντισε να με ανταμείψεις σύντομα.

Υπάρχουν τα συγχωρώ τα πανεύκολα.
Τώρα πλέον που το πρόβλημα το οποίο μου προκάλεσες δεν υφίσταται -εσύ με απάτησες μεν, αλλά εγώ τώρα βρήκα έναν άλλο πανέμορφο και πλούσιο άντρα, ευτυχώς δηλαδή που με απάτησες και σώθηκα, άνοιξαν τα μάτια μου-, σου απευθύνω ένα μεγαλειώδες «σε συγχωρώ»! Καμαρώνω μειώνοντας σε. Προσφέρω συγγνώμη άκοπη, χωρίς κόστος, χωρίς θυσία· με αυταρέσκεια. Κυρίως δε στοιχίζει, δεν πονάει διότι όλες οι συνθήκες άλλαξαν, αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που σε συγχωρώ.

Και ασφαλώς, το πιο συνηθισμένο, υπάρχουν συγχωρώ που δεν τα εννοούμε. Τα πετάμε αμέσως, επιπόλαια, τυπικότατα, άδεια σαν φακέλους δίχως επιστολή μέσα, σαν φέιγ βολάν διαφήμισης, σαν ένα ψυχαναγκαστικό και κούφιο χαιρετισμό. Οι ψυχαναγκασμοί είναι πάντα κούφιοι. Μιμούνται ένα περιεχόμενο, αλλά είναι κενοί.
«Τι κάνετε;»
«Καλά! Εσείς;»
«Κι εμείς καλά!»
«Χαίρετε!»
«Πολύ καλημέρα σας!»
«Επίσης!»
«Τα όμοια!»

Ούτε καλά είμαστε, ούτε να χαίρεστε εσείς έχουμε όρεξη, ούτε να είναι καλή η μέρα σας ευχόμαστε όταν εμείς περνάμε μια τόσο ζόρικη μέρα. Τα επίσης δεν έχουν αντιστοιχίες, τα όμοια εννοούν εντελώς ανόμοια. Ετσι άστοχα λέμε τα συγχωρώ, ιδίως άμα θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον που θεωρεί χρέος του να ζητάει συγγνώμες, προκειμένου να κοινωνήσει για παράδείγμα, και οφείλει να συλλαβίσει λέξεις: «Συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό».

Αξία έχει να μπορείς να συγχωρείς εκείνον που σε πόνεσε, ενώ ο πόνος διαρκεί και καίει. Η πιο αληθινή, η πιο σπαραχτική συγγνώμη που δόθηκε ποτέ ήταν η συγγνώμη πάνω σε σταυρό από έναν αιμορραγοΰντα νεαρό σταυρωμένο. Τότε μόνο. Ενόσω υποφέρεις από την αδικία που σου έγινε να συγχωρείς, να το εννοείς με καθαρή καρδιά για εκείνον που σε αδίκησε. Να συγχωρείς διότι καταλαβαίνεις ίσως την πρόθεση του τη διαφορετική από την πράξη του. Διότι υποψιάζεσαι το «δεν ξέρει τι κάνει»…
Διότι δέχεσαι πως είναι πλάσμα ατελές και ταλαίπωρο ακριβώς όπως εσύ, πέφτει σε λάθη από αδυναμίες και ανοησίες προπατορικές. Το σπουδαιότερο, διότι δέχεσαι ότι κι εσύ έχεις πράξει ακόμη χειρότερες αδικίες, ακόμη πιο επικίνδυνες κουταμάρες, ασυναισθησίες αλλά και αναισθησίες με εγωισμό εξωφρενικό. Τότε μετράει. Τότε συγχωρείς, τότε λύνεις δεσμά και αποδεσμεύεσαι. Πονώντας.
 
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει:  
Ναι, αυτό είναι το καλό: να συγχωρείς το κακό. Δεν υπάρχει άλλο καλό.



Μάρω Βαμβουνάκη
από το "Σιωπάς για ν΄ ακούγεσαι"




Κανέναν μα κανέναν δεν μπορείς να κερδίσεις, ούτε καν ένα αφελές μικρούλι παιδί, εφόσον του αφαιρείς την ελευθερία τού να μη συμφωνήσει μαζί σου. Αν απαγορεύεις την ελευθερία στον άλλο, και βασιλιά να τον στέψεις δε θα διαρκέσει η λαμπερή συμφωνία σας. Σύντομα θα αισθανθεί δυσφορία, ότι κάπως παγιδεύτηκε και βρέθηκε εκεί που δε θέλει. Τα χρυσά κλουβιά τα ανακάλυψαν τύποι σαν τη γυναίκα της πρώτης ιστορίας μας, όμως, κλειδωμένο, ένα πουλί μαραίνεται. Ο Ελύτης γράφει πως γίνεται να φυλακίσεις ένα αηδόνι αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαϊδισμό του. Υπάρχουν όμως προσωπικότητες τόσο ανασφαλείς, εξαρτημένες και εξωφρενικά εγωιστικές, ώστε κρατούν κλειδωμένο το αηδόνι τους, έστω και άλαλο, έστω και νεκρό. Ξέρουν πολύ καλά άλλωστε την τέχνη να ταριχεύουν.

Όλοι μας έχουμε συναπαντηθεί με τέτοιους χαρακτήρες. Δεν είναι λίγοι και γνωρίζουν να πλέκουν ιστούς σαν την αράχνη. Όσο πιο εξαρτημένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι τόσο τσιμπάμε στους χειρισμούς τους. Ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος δεν τους ανέχεται, γρήγορα κάνει πέρα, σύντομα κόβει μαζί τους τις διαπραγματεύσεις. Όμως πόσοι είμαστε εντελώς ανεξάρτητοι; Όλοι έχουμε τις αναγκεμένες πληγές μας, τις μειονεξίες μας, τα παθήματα και τα πάθη μας. Όλοι κουβαλάμε στο αίμα μας τους πειρασμούς της τρέλας. Παρά ταύτα πάντα υπάρχει τρόπος να γιατρεύεσαι όταν όντως το αποφασίζεις, διότι η υγεία είναι πιο επιθετική και δυναμική από την αρρώστια.

(από το οπισθόφυλλο)

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Από το ημερολόγιο ενός ψυχαναλυτή




Χτυπάει κάθε τόσο το τηλέφωνο ενός ψυχοθεραπευτή και από την άλλη άκρη της ασύρματης σύνδεσης ακούγεται μια δραματική φωνή που ζητάει βοήθεια. Ζει λέει μια τραγωδία. Έχει Αϋπνίες, αρνείται να δοκιμάσει ξανά νέες σχέσεις, δεν ξέρει αν πρέπει να πάρει ηρεμιστικά. Έχει χάσει τον εαυτό του, τον εαυτό της. Κάποια φορά, ερεθισμένη από την μελοδραματικότητα μιας ικεσίας να δεχτώ τη συνεδρία, ρώτησα πρόωρα: Ποιον εαυτό σας χάσατε;

Από την άλλη άκρη της γραμμής το πρόσωπο που καλούσε σιώπησε, ίσως θεώρησε ειρωνική την ερώτησή μου. Δεν ήταν. Ήταν μονάχα, όπως είπα, πρόωρη. Γιατί στην πορεία των αναλύσεων το ζητούμενο είναι πάντα ένα, το να καταλήξεις στο ίδιο, τόσο απλό όσο και αδιανόητο, ερώτημα προς τον αναλυόμενο:
Για ποιον εαυτό σου μιλάμε τόσες ώρες; Γνωρίζεις;

Ξαναμπαίνω στον πειρασμό να γλιστρήσω μέσα στα παρακλάδια του θέματος. Αλλά φοβάμαι, πως το θέμα είναι συχνότατα τα ίδια τα παρακλάδια, ή κρύβεται θαυμάσια από κάτω τους. Ας προσπαθήσω όμως να διηγούμαι πιο συμβατικά, με αρχή, μέση και τέλος, έτσι δηλαδή όπως δεν είναι η ζωή. Έχουμε συνηθίσει να νομίζουμε, πως έτσι συνεννοούμαστε καλύτερα, με σχήματα γραμμικά και διευκολυντικά.


Ο άντρας από το τηλέφωνο παρακαλά να τον δεχθώ όσο γίνεται πιο σύντομα, και σήμερα αν είναι δυνατόν, θα μου το χρωστάει. Ο ψυχικός πόνος μοιάζει με τον πονόδοντο, ζητά επιτακτική ανακούφιση, στη μεγάλη ανάγκη νάρκωση, αδύνατο να περιμένει. Μοιάζει, αλλά δεν είναι πονόδοντος. Ο πονόδοντος είναι σταθερός, ενώ ο ψυχολογικός πόνος κυκλοθυμικός, πάει κι έρχεται, εναλλάσσεται με άλλες κι άλλες αποφάσεις, ρέπει στην αμφιθυμία.
Κανονίζουμε να βρεθούμε δυο μέρες μετά διότι οι θεμιτές υπερβολές του, όπως τις εισπράττω, με ωθούν να πιστεύω πως αντέχει να περιμένει άλλα δυο εικοσιτετράωρα μέχρι να βρω κι εγώ μια άνεση στο πρόγραμμά μου. Προσπαθώ να μην έχω ενοχές για επί πλέον αγωνίες που επιβάλω σε ένα «ασθενή» που επιμένει στη ζωή του ανώριμος, άρα εσαεί και ματαίως ψευδοτραυματίας.
Έρχεται λίγο πριν την ώρα του το απόγευμα που ορίσαμε, κάθεται στην άκρη του καναπέ, ζητά να πιάνει ελάχιστο χώρο, να μην ενοχλεί, να υπονοεί την πληγωμένη του αυτοπεποίθηση, την ασημαντότητά του που καθόλου όμως δεν πιστεύει. Πιο πολύ τα κάνει για να μου γίνει συμπαθής, αξιαγάπητος, να υποχωρώ, να τον πιστεύω όπως θα μου τα εξιστορήσει, και να συμφωνήσω με τα δικά του συμπεράσματα που θέλει να μου εκθέσει. Έχει ήδη κάνει διάγνωση, φιλοσοφική και κοινωνική ανάλυση, ενίοτε και θεολογική πάνω στο δράμα του. Έχει κρίνει την άλλη, τους τρίτους που εμπλέκονται. Έχει καταλήξει για το τι θέλει να του προσφέρω ως θεραπεία. Εμένα με χρειάζεται όχι για κάποια καλή συμβουλή, αλλά για να επιβεβαιώσω με το επίσημο δίπλωμά μου τα όσα εκείνος από μόνος του ξέρει. Αν του τα ανατρέψω θα σοκαριστεί, θα θυμώσει, θα με βγάλει άχρηστο, θα σηκωθεί να φύγει. Ή θα παραμείνει και θα ξεκινήσει να κάνει δουλειά μπαίνοντας στη ζόρικη αλλά συναρπαστική περιπέτεια μιας αλήθειας. Η επαφή με την πραγματικότητα, είναι κατά τον Φρόιντ πάντα η γιατρειά μας. Το ξαναλέω. Η αλήθεια και μόνο η αλήθεια θα σας ελευθερώσει, βεβαίωνε αιώνες προ Φρόιντ ο Χριστός.

Έτσι κατά κανόνα ξεκινούν οι ψυχοθεραπείες μας και αναλόγως πορεύονται.

Υπάρχουν εξαιρέσεις, θετικότερες ή αρνητικότερες εκδοχές, όμως συνήθως έτσι αρχίζουμε να βλέπουμε ένα βασανισμένο ή αυτοβασανιζόμενο πλάσμα.
Εκτός από το βαρύ πλήγμα του ερωτικού χωρισμού, υπάρχει κάτι που κατατρώει τον κάθε χωρισμένο: Το ποιος πρόλαβε και έφυγε πρώτος από τον δεσμό. Ποιος εγκατέλειψε τον δεσμό τους. Ποιος είπε πρώτος το τελικό αντίο. Είναι ασύλληπτο το πόσο τυραννά ετούτη η πρωτιά εκείνον που δεν την πρόλαβε. Δεν γίνεται, ούτε μπορώ να περιγράψω το μέγεθος της οδύνης και της ντροπής που προξενεί, ούτε χρειάζεται άλλωστε, το γνωρίζουμε όλοι μας από τον εαυτό μας, από ένα ζοφερό κεφάλαιο της βιογραφίας μας.

Υπάρχουν άνθρωποι που πανικόβλητοι μήπως το ταίρι τους τούς εγκαταλείψει πρώτο, διαλύουν μια σχέση όταν κάτι στραβώνει, προκειμένου να αποφύγουν τη συμφορά να βρεθούν αποδιωγμένοι. Στερούνται άνευ λόγου την πιθανή επιτυχία μιας αγάπης από τρόμο μην τους απορρίψει εκείνη. Είναι οι αδύναμοι χαρακτήρες για τους οποίους ο πληγωμένος εγωισμός είναι κατά πολύ πιο αβάσταχτος από την πληγωμένη καρδιά. Η εικόνα τους πολύ σημαντικότερη από την εσωτερική ζωή τους. Για την εικόνα επιλέγουν ό,τι επιλέγουν, για την εικόνα θυσιάζονται και θυσιάζουν, λόγω εικόνας πάσχουν και τρελαίνονται.

Αρκετές φορές έχω ρωτήσει έναν εγκαταλελειμένο μάρτυρα: «Τι σε πονάει περισσότερο η καρδιά σου ή ο εγωισμός σου;» Κατά κανόνα μια τέτοια ερώτηση τους αγγίζει βαθύτατα, γιατί είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση, το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, πέφτουν σε περίσκεψη, ο μεγάλος πόνος που βιώνουν επιτάσσει να ανακουφιστεί, δέχονται κάθε πιθανότητα κι ας τους χαλάει τη βιτρίνα. Τι όντα θα είμασταν αν δεν πονούσαμε πότε-πότε!…

Έχω επανειλημμένως προσέξει πόσο καλό κάνει να πω σε έναν, σε μια, που προδόθηκε: «Μα δεν σε άφησε, τον άφησες κατά βάθος εσύ, εσύ τον ώθησες να σε χωρίσει. Για σκέψου το!»
Αμέσως ξαστερώνει το πρόσωπό τους, βρίσκουν πλήθος λόγους πως φταίνε οι ίδιοι μάλλον, δεν απορρίφθηκαν ακριβώς. Γιατί επιθυμούν να φταίνε, είναι ο ίδιοι που στην πραγματικότητα επέλεξαν τη διάλυση. Όταν «φταις» θα πει πως είχες εξουσία πάνω σε όσα συνέβησαν, είναι πολύ πιο ταπεινωτικό να σε βλάπτουν αδίκως, αποδεικνύεσαι εκτός από προδομένος και ηλίθιος.

Τελοσπάντων, γνωρίζω περιπτώσεις που ενώ το ένα μέρος του γάμου, ή όποιου δεσμού, επί χρόνια ευχόταν, προσευχόταν και προσπαθούσε να διαλύσει τον αποτυχημένο ήδη γάμο του, μόλις αντιλήφθηκε πως το ταίρι του ετοιμάζεται να τον χωρίσει, αλλάζει εντελώς ρότα και συναισθήματα. Οι περισσότεροι, όλοι μας περίπου, κατά βάθος θέλουμε μεν να χωρίσουμε, αλλά ο άλλος να μην το θέλει. Εμείς να ελευθερωνόμαστε, αλλά αυτός να υποφέρει, να τον λυπόμαστε, να εξομολογούμαστε στους φίλους τις βαριές μας ενοχές που τον πληγώνουμε, αλλά τι να κάνουμε… Δεν γινόταν αλλιώς, δεν πήγαινε άλλο…

Αν δεν εξελιχθεί έτσι περίπου ο χωρισμός, αν μάλιστα προλάβει να ζητήσει διαζύγιο πρώτος εκείνος που θεωρούμε θύμα μας, δεν αποκλείεται και να τον ερωτευτούμε ξανά από την αρχή. Ερωτευόμαστε πιο τρελά όσους δεν είναι του χεριού μας.

Γνωρίζω, επίσης, ανθρώπους που κατάφεραν να τα ξαναφτιάξουν με μια παλιά αγάπη που κάποτε τους εγκατέλειψε, με στόχο να την εγκαταλείψουν τούτη τη φορά εκείνοι. Στις δυο, όμως, από τις τρεις περιπτώσεις που ξέρω, η παλιά αγάπη ξαναπρόδωσε το παλιό θύμα της. Είναι να το έχεις στο αίμα σου!

Η καρδιά και ο εγωισμός, ενώ είναι εσωτερικοί τόποι εντελώς αλλιώτικοι και με την πυξίδα αλλού κι αλλού, καταφέρνουν να μπερδεύονται γλυκά, πικρά, και ανόητα. Μάλλον οφείλεται στο ότι ο εγωισμός είναι τέρας υποκριτικών ικανοτήτων, τόσο ικανών που πρώτους εξαπατά εμάς τους ίδιους που τον φέρουμε.

Γι’ αυτά κι αυτά, η ζήλεια είναι ο πιο επιδέξιος προξενητής.



Μάρω Βαμβουνάκη

από το "Σιωπάς για να ακούγεσαι"
εκδ. Ψυχογιός                         




Κανέναν μα κανέναν δεν μπορείς να κερδίσεις, ούτε καν ένα αφελές μικρούλι παιδί, εφόσον του αφαιρείς την ελευθερία τού να μη συμφωνήσει μαζί σου. Αν απαγορεύεις την ελευθερία στον άλλο, και βασιλιά να τον στέψεις δε θα διαρκέσει η λαμπερή συμφωνία σας. Σύντομα θα αισθανθεί δυσφορία, ότι κάπως παγιδεύτηκε και βρέθηκε εκεί που δε θέλει. Τα χρυσά κλουβιά τα ανακάλυψαν τύποι σαν τη γυναίκα της πρώτης ιστορίας μας, όμως, κλειδωμένο, ένα πουλί μαραίνεται. Ο Ελύτης γράφει πως γίνεται να φυλακίσεις ένα αηδόνι αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαϊδισμό του. Υπάρχουν όμως προσωπικότητες τόσο ανασφαλείς, εξαρτημένες και εξωφρενικά εγωιστικές, ώστε κρατούν κλειδωμένο το αηδόνι τους, έστω και άλαλο, έστω και νεκρό. Ξέρουν πολύ καλά άλλωστε την τέχνη να ταριχεύουν.

Όλοι μας έχουμε συναπαντηθεί με τέτοιους χαρακτήρες. Δεν είναι λίγοι και γνωρίζουν να πλέκουν ιστούς σαν την αράχνη. Όσο πιο εξαρτημένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι τόσο τσιμπάμε στους χειρισμούς τους. Ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος δεν τους ανέχεται, γρήγορα κάνει πέρα, σύντομα κόβει μαζί τους τις διαπραγματεύσεις. Όμως πόσοι είμαστε εντελώς ανεξάρτητοι; Όλοι έχουμε τις αναγκεμένες πληγές μας, τις μειονεξίες μας, τα παθήματα και τα πάθη μας. Όλοι κουβαλάμε στο αίμα μας τους πειρασμούς της τρέλας. Παρά ταύτα πάντα υπάρχει τρόπος να γιατρεύεσαι όταν όντως το αποφασίζεις, διότι η υγεία είναι πιο επιθετική και δυναμική από την αρρώστια.