Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ο θυρωρός του Πορνείου






Ήμουν στη μέση των σπουδών μου και, όπως πολλοί άλλοι φοιτητές, άρχιζα να αμφιβάλλω για την απόφασή μου να σπουδάσω. Μίλησα γιʼ αυτό με τον ψυχοθεραπευτή μου. Καταλάβαινα ότι πίεζα τον εαυτό μου και ζοριζόμουν για να συνεχίσω τις σπουδές μου.

«Αυτό είναι πρόβλημα» , είπε ο Χοντρός. «Όσο συνεχίζεις να πιστεύεις ότι ΄πρέπει΄ να σπουδάσεις για να πάρεις πτυχίο δεν υπάρχει περίπτωση να το απολαύσεις. Και όσο δεν απαιτείς λίγη ικανοποίηση, ορισμένες πλευρές της προσωπικότητάς σου παίζουν άσχημα παιχνίδια.
Ο Χόρχε επαναλάμβανε μέχρι αηδίας ότι δεν πίστευε στον καταναγκασμό. Έλεγε ότι τίποτα χρήσιμο δεν κατορθώνεται με το ζόρι. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, νομίζω έκανε λάθος. Ή, ίσως να ήμουν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα.
« Μα Χόρχε, δεν μπορώ να διακόψω τις σπουδές μου», είπα. «Δεν νομίζω ότι στον κόσμο που μου έλαχε να ζω θα καταφέρω να κάνω κάτι αν δεν έχω ένα πτυχίο. Κατά κάποιο τρόπο το πτυχίο είναι μια εξασφάλιση.»
«Μπορεί», είπε ο Χοντρός. «Ξέρεις τι είναι το Ταλμούδ;»
«Ναι.»
«Υπάρχει ένα διήγημα στο Ταλμούδ που μιλάει για έναν κοινό άνθρωπο. Ήταν ο θυρωρός ενός πορνείου.»

Δεν υπήρχε σʼ εκείνο το χωριό πιο κακόφημη και πιο κακοπληρωμένη δουλειά από αυτή του θυρωρού στο πορνείο... όμως, τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος;

Πράγματι, ποτέ δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει, ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σε εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν θυρωρός του πορνείου πριν από εκείνον, και πιο πριν, ο πατέρας του πατέρα του.

Για δεκαετίες, το πορνείο περνούσε από γονείς σε παιδιά και το ίδιο γινόταν και με το θυρωρείο.
Μια μέρα, πέθανε ο γέρος ιδιοκτήτης κι ένας νέος με ανησυχίες. Δημιουργικός και με επιχειρηματικό πνεύμα, ανέλαβε το πορνείο. Ο νεαρός αποφάσισε να εκσυγχρονίσει την επιχείρηση.
Ανακαίνισε τα δωμάτια και μετά κάλεσε το προσωπικό για να δώσει νέες οδηγίες.

Στο θυρωρό είπε:
«Από σήμερα και στο εξής, εκτός από τη φύλαξη της πόρτας θα μου δίνεις και εβδομαδιαία αναφορά. Θα καταγράφεις των αριθμό των ζευγαριών που μπαίνουν καθημερινά. Σε κάθε πέντε, θα ρωτάς πώς εξυπηρετήθηκαν και τι θα ήθελαν να διορθωθεί στην επιχείρηση. Και μια φορά την εβδομάδα θα μου δίνεις αναφορά με σχόλια που εσύ κρίνεις σκόπιμα.»
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως....

«Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας, κύριε¨, ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.»
«Α, Πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γιʼ αυτό...»
«Μα κύριε, δεν μπορείτε να με απολύσετε. Δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή, όπως και ο πατέρας μου και ο παππούς μου..»
Δεν τον άφησε να τελειώσει...

Ο άνθρωπος ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι να έκανε;

Θυμήθηκε ότι μερικές φορές στο πορνείο, όταν έσπαζε ένα κρεβάτι ή χαλούσε ένα ντουλάπι τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά ώσπου να βρεθεί κάτι πιο σταθερό. Αναζητούσε σʼ όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη συλλογή εργαλείων και γιʼ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης πού είχε πάρει.

Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι στο χωριό του δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δυο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό για να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε.
Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονά τους
« Ήθελα να σε ρωτήσω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;»
«Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω... Ξέρεις, έμεινα χωρίς δουλειά και..»
«Εντάξει, θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί»
«Εντάξει»

Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, ο γείτονας χτύπησε την πόρτα.
«Κοίταξε, χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;»
«Όχι, γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου, το σιδηροπωλείο απέχει δυο μέρες με το μουλάρι.»
"Ας κάνουμε μια συμφωνία» είπε ο γείτονας. « Εγώ θα σου πληρώσω τις δυο μέρες πήγαινε-έλα, συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω-κάτω, ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;»
Πράγματι, αυτό του έδινε δουλειά για 4 μέρες ακόμα. Δέχτηκε.

Στην επιστροφή, άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του.
«Γεια χαρά γείτονα. Εσύ πούλησες το σφυρί στο γείτονά μας;» «Ναι.»
«Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου πληρώνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις, δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου»
Πρώην θυρωρός άνοιξε το κουτί μ ετ εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα κατσαβίδι, ένα σφυρί και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε.
«Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψεις για τις αγορές σου», θυμήθηκε.
Αν αυτό ήταν σωστό, πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον αλλον να ταξιδέψει για να φέρει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρίσκαρε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι, θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια.
Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονιά και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους.
Μια φορά την εβδομάδα, ο πρώην θυρωρός και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ότι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη . Μετά, μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές εβδομάδες πρόσθεσε και βιτρίνα. Έτσι, έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν στο κατάστημά του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει, γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες Είχε γίνει καλός πελάτης.
Μια μέρα, σκέφτηκε ο φίλος του ο τορναδόρος ότι θα μπορούσε να κατασκευάζει σφυριά για αυτόν. Και μετά, γιατί όχι; Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες, καλέμια. Υστέρα ήρθαν τα καρφιά και οι βίδες...
Για να μην τραβήξει επί μακρός η ιστορία , ας πούμε ότι μέσα σε δέκα χρόνια εκείνος ο άνθρωπος είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων και σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά, έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής.
Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή, εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής.

Ο δήμαρχος και ο διοικητής οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του νέου σχολείου και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμή του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο διοικητής τον αγκάλιασε και του είπε:
«Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να μας κάνετε την τιμή να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του νέου σχολείου.»
«Η τιμή είναι δική μου», είπε ο άντρας. Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος.»
«Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο διοικητής που δεν μπορούσε να το πιστέψει. « Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Δημιουργήσατε μια εμπορική και βιομηχανική αυτοκρατορία χωρίς να ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».
«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άντρας ψύχραιμα.
« Αν ήξερα να διαβάζω και να γράφω..θα ήμουν θυρωρός σε πορνείο».


Χόρχε Μπουκάι
από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία»

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

''Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ να κάνω τα πάντα''





Ένας άνθρωπος προχωράει απελπισμένος στην έρημο. Μόλις έχει πιει την τελευταία σταγόνα νερό από το παγούρι του. Ο ήλιος που καίει πάνω από το κεφάλι του και οι γύπες που τον περιτριγυρίζουν, προμηνύουν το επικείμενο τέλος του.
“Νερό!” φωνάζει. “Νερό! Λίγο νερό!“
Βλέπει από δεξιά να έρχεται προς το μέρος του ένας βεδουίνος πάνω σε μια καμήλα.
“Δόξα τω Θεώ!” λέει. “Νερό σε παρακαλώ…νερό!“
“Δεν μπορώ να σου δώσω νερό” του λέει ο βεδουίνος. “Είμαι έμπορος, και το νερό είναι απαραίτητο για να ταξιδεύει κανείς στην έρημο.“
“Πούλησέ μου λίγο νερό” τον εκλιπαρεί εκείνος. “Θα σε πληρώσω…“
“Αδύνατον “εφέντη”. Δεν πουλάω νερό, πουλάω γραβάτες.“
“Γραβάτες;;;;“
“Ναι, κοίτα τι ωραίες γραβάτες…Αυτές εδώ είναι ιταλικές και είναι προσφορά, οι τρεις δέκα δολάρια…Κι αυτές εδώ, από ινδικό μετάξι, αθάνατες…Κι αυτές εδώ…“
“Όχι…Όχι…Δεν θέλω γραβάτες, νερό θέλω…Φύγε! Φύγεεεε!“

Ο έμπορος συνεχίζει το δρόμο του, και ο διψασμένος εξερευνητής προχωράει σταθερά μέσα στην έρημο.
Σκαρφαλώνει σ’ ένα αμμόλοφο και βλέπει να έρχεται από αριστερά άλλος έμπορος.
Οπότε, τρέχει προς το μέρος του και του λέει: “Πούλησέ μου λίγο νερό, σε παρακαλώ…“
“Νερό δεν γίνεται” του απαντάει ο έμπορος, “έχω όμως να σου προσφέρω τις καλύτερες γραβάτες της Αραβίας…“
“Γραβάτες!!! Δεν θέλω γραβάτες! Θέλω νερό!” φωνάζει ο άνθρωπος απελπισμένος.
“Έχουμε προσφορά” επιμένει ό άλλος. “Αγοράζοντας δέκα γραβάτες, παίρνεις ακόμη μία δωρεάν…“
“Δεν θέλω γραβάτες!!!“
“Μπορείς να πληρώσεις σε τρεις άτοκες δόσεις και με πιστωτική κάρτα. Έχεις πιστωτική κάρτα;“
Φωνάζοντας έξαλλος, ο διψασμένος συνεχίζει το δρόμο του προς το πουθενά.
Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ σέρνεται πια, ο ταξιδιώτης σκαρφαλώνει σ΄έναν ψηλό αμμόλοφο κι από ΄κει ατενίζει τον ορίζοντα.
Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Μπροστά, στα χίλια μέτρα, βλέπει καθαρά μια όαση. Μερικούς φοίνικες και μια απίστευτη βλάστηση γύρω από τη γαλάζια αντανάκλαση του νερού.
Ο άντρας τρέχει προς τα εκεί φοβούμενος μήπως είναι οφθαλμαπάτη. Δεν είναι όμως, η όαση είναι αληθινή.
Το μέρος φυλάσσεται. Το προστατεύει ένας φράκτης με μία μόνο είσοδο που τη φυλάει ένας φρουρός.
“Σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Χρειάζομαι νερό…νερό. Σας παρακαλώ…“
“Αδύνατον, κύριε. Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος χωρίς γραβάτα.“


Στην καθημερινή μας ζωή αποφασίζουμε σχεδόν για καθετί που κάνουμε και καθετί που σταματάμε να κάνουμε.
Η συμμετοχή στη ζωή μας είναι όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναπόφευκτη.

Είμαστε αναγκαστικά συνένοχοι για όλα όσα μας συμβαίνουν, γιατί με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχουμε επιλέξει να μας συμβούν.

“Ε, καλά…εγώ όμως πρέπει κάθε μέρα να πάω στη δουλειά…. δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό…ακόμη κι αν δεν θέλω και δεν το επιλέγω, πάλι πρέπει να πάω. Δεν μπορώ να δώσω στον εαυτό μου την άδεια να μην πάω αύριο στη δουλειά.”
Αν είμαι διατεθειμένος να πληρώσω το τίμημα, μπορώ.

Είτε το ξέρεις προκαταβολικά είτε όχι, πάντα υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσεις.
“Α, έτσι…Αν όμως πληρώσω το τίμημα, αύριο τα παιδιά μου δεν θα έχουν να φάνε.”

Ωραία, αυτό θα είναι το τίμημα. Οπότε, επιλέγω να πάω στη δουλειά. Και επιλέγω να συνεχίσω να δουλεύω, να κρατήσω τη δουλειά μου. Επιλέγω να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου. Και μου φαίνεται σωστό που κάνω αυτή την επιλογή. 

Όμως, εγώ το επιλέγω, έτσι; 
Εγώ είμαι αυτός που αποφασίζει. 
Σύμφωνα με τιςαρχές μου, είναι πιο σημαντικό να μπορώ να θρέψω τα παιδιά μου από το να ικανοποιήσω την επιθυμία μου να χουζουρεύω μέχρι αργά στο κρεβάτι. Αυτό μου φαίνεται σωστό. Είναι δική μου απόφαση. Και ακριβώς επειδή είναι δική μου απόφαση, έχει αξία.

Ένας από τους όρους της αυτοεξάρτησης, είναι ότι μέσω της άδειας που έχω δώσει στον εαυτό μου να είμαι αυθεντικός, συνειδητοποιώ αυτομάτως ότι μου αξίζει οποιαδήποτε ανταμοιβή παρουσιάζεται, για τις σωστές αποφάσεις που παίρνω. 

Γιατί, ό,τι έκανα δεν ήταν υποχρέωσή μου, αλλά δική μου απόφαση. Μπορούσα να πάρω αυτήν ή την άλλη απόφαση, συνεπώς, μου ανήκει ο έπαινος για την επιτυχία.


Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης είναι ο δρόμος της ανάληψης της ευθύνης για τον εαυτό μας. Για να βαδίσεις αυτόν τον δρόμο χρειάζεται:

Να είσαι σε θέση να το κάνεις, να έχεις τα κατάλληλα εφόδια και να πάρεις την απόφαση.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένο μέρος για να προετοιμαστεί κανείς για τον δρόμο
Θα ανακαλύπτουμε τους όρους και τις συνθήκες στη διαδρομή.
Θα βελτιώνουμε τα εφόδιά μας όσο προχωράμε.
Θα παγιώνεται η απόφασή μας όσο περισσότερο δρόμο αφήνουμε πίσω μας.
Jorge Bucay  ''Ο δρόμος της αυτοεξάρτησης'' από τα "Φύλλα Πορείας Ι" 
(Απόσπασμα) 






Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ είναι ο πρώτος από μια σειρά τεσσάρων τόμων που φέρουν τον γενικό τίτλο: "Φύλλα Πορείας" 


Με γλώσσα απλή, καθημερινή, σύντομες και συχνά ελλειπτικές προτάσεις, ο Χόρχε Μπουκάι καθοδηγεί τον αναγνώστη σε μια συζήτηση φιλική, θεραπευτική, καθόλου θεωρητική, με μεγάλη πρακτική αξία, όπου, χωρίς να προτείνει λύσεις, βοηθάει να βρεθούν Η ζωή, οι σχέσεις μας, η στάση και η συμπεριφορά μας μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Η προσωπική του άποψη είναι ένα απόσταγμα σοφίας, εμπειρίας, πολύχρονης θεραπευτικής πρακτικής και στοχασμού του μελετητή της παγκόσμιας μυθολογίας και διανόησης.
Στο ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΞΑΡΤΗΣΗΣ, ο Μπουκάι διδάσκει χωρίς να κάνει κήρυγμα. Γίνεται μαζί δάσκαλος και μαθητής, καταθέτει μαρτυρίες και σκέψεις άλλων, αναλύει και εξηγεί, τεκμηριώνει επιστημονικά και μας οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα, ακυρώνοντας την αυθεντία του καθοδηγητή.
Τα "Φύλλα Πορείας" του είναι λιγότερο κατευθυντήριες γραμμές και περισσότερο αφορμές για προβληματισμό. Για κάθε κατάσταση κάνει μια νύξη και διηγείται μια "ιστορία" που "κάτι λέει", κάτι που μας αφήνει να το εννοήσουμε μόνοι μας, αποκομίζοντας τη χαρά της ανακάλυψης και την ικανοποίηση της συνειδητοποίησης. 
[από την παρουσίαση της έκδοσης]

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Είναι Αγάπη Ή Είναι Εξάρτηση;






Η δεύτερη συνηθέστατη λαθεμένη αντίληψη σχετικά με την αγάπη είναι η ιδέα ότι η εξάρτηση είναι αγάπη. Πρόκειται για μία λαθεμένη αντίληψη που οι ψυχοθεραπευτές αντιμετωπίζουν σχεδόν καθημερινά. Οι συνέπειές της φαίνονται δραματικά σε άτομα που κάνουν μια απόπειρα, ή κίνηση ή απειλή αυτοκτονίας ή που έχουν γίνει ράκος από κατάθλιψη ύστερα από μια απόρριψη ή από ένα χωρισμό από σύζυγο ή ερωμένο.



Ένα τέτοιο άτομο λέει: "Δε θέλω να ζήσω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον σύζυγο (τη γυναίκα, τον φίλο, τη φιλενάδα) μου, τον (ή την) αγαπώ τόσο πολύ". 

Και όταν του απαντώ, όπως κάνω συχνά: "Πέφτεις έξω... δεν αγαπάς τον άντρα (τη γυναίκα, τον φίλο, τη φιλενάδα) σου".


"Τι εννοείς;" έρχεται η θυμωμένη ερώτηση. "Σου είπα πως δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν (ή αυτήν)". 

Προσπαθώ να εξηγήσω: "Αυτό που λες είναι παρασιτισμός, όχι αγάπη. Όταν έχεις ανάγκη ένα άλλο άτομο για να επιβιώσεις, είσαι ένα παράσιτο αυτού του ατόμου. Δεν υπάρχει εκλογή, δεν υπάρχει ελευθερία στις σχέσεις σου. 
 Είναι ζήτημα ανάγκης, όχι αγάπης.


Η αγάπη είναι ελεύθερη εκλογή. Δύο άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο μόνο όταν είναι ικανοί να ζουν ο ένας χωρίς τον άλλο αλλά ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ να ζήσουν ο ένας με τον άλλο".


Ορίζω την εξάρτηση ως την ανικανότητα ενός να ζει σαν άρτιο άτομο ή να δρα σωστά χωρίς τη βεβαιότητα ότι κάποιος άλλος τον φροντίζει ενεργητικά. Η εξάρτηση όταν αφορά φυσιολογικά υγιείς ενηλίκους είναι παθολογική - είναι αρρώστια, είναι πάντοτε μια εκδήλωση ψυχοπάθειας ή ψυχικού ελαττώματος.


Πρέπει να διακρίνουμε τη διαφορά της με εκείνο που συνήθως λέμε εξάρτηση από ανάγκες ή συναισθήματα. Όλοι μας, ο καθένας μας έχει - ακόμα κι όταν προσποιείται στους άλλους και στον εαυτό του ότι δεν έχει - εξάρτηση από ανάγκες και συναισθήματα. Όλοι μας έχουμε επιθυμίες να μας κανακεύουν, να μας περιποιούνται χωρίς εμείς να κάνουμε τίποτα, να μας φροντίζουν άτομα πιο δυνατά από μας που νοιάζονται ειλικρινά για τα συμφέροντά μας. Όσο κι αν είμαστε δυνατοί, όσο κι αν είμαστε στοργικοί και υπεύθυνοι και ενήλικοι, αν κοιτάξουμε καλά μέσα μας, θα βρούμε την επιθυμία να αναλάβουν άλλοι να μας φροντίζουν, έτσι για αλλαγή.



Ο καθένας μας, όσο κι αν είναι προχωρημένος στην ηλικία και ώριμος, αναζητάει και θα ήθελε να έχει στη ζωή του (της) μια ευχάριστη μορφή μητέρας (πατέρα). Ωστόσο, για τους περισσότερους από μας αυτές οι επιθυμίες ή τα συναισθήματα δεν κυβερνούν τη ζωή μας. Δεν αποτελούν το επικρατέστερο θέμα της ύπαρξής μας. Όταν, πράγματι, κυβερνούν τις ζωές μας και καθορίζουν την ποιότητα της ζωής μας, τότε έχουμε κάτι περισσότερο από μια απλή εξάρτηση σε ανάγκες ή συναισθήματα: είμαστε εξαρτώμενοι. Συγκεκριμένα, ένας του οποίου η ζωή κυβερνάται και καθορίζεται από ανάγκες εξάρτησης υποφέρει από μια ψυχική διαταραχή στην οποία δίνουμε τη διαγνωστική ονομασία "διαταραχή παθητικής εξαρτώμενης προσωπικότητας". Είναι ίσως η πιο συνηθισμένη από όλες τις ψυχικές διαταραχές.



Άτομα με αυτή τη διαταραχή, παθητικά εξαρτώμενα άτομα είναι τόσο απασχολημένα με την αναζήτηση της αγάπης, ώστε δεν τους έχει μείνει καθόλου ενέργεια να αγαπήσουν. Μοιάζουν με πεινασμένους ανθρώπους που ψαχουλεύουν οπουδήποτε για να βρουν κάτι να φάνε και που δεν έχουν κανένα δικό τους φαγώσιμο για να δώσουν στους άλλους.



Είναι σα να έχουν μέσα τους ένα κενό, ένα απύθμενο πηγάδι που ζητάει απεγνωσμένα να το γεμίσουν αλλά που κανείς δε μπορεί ποτέ να το γεμίσει τελείως. Ποτέ δε νιώθουν να είναι "ολοκληρωμένοι" ή ποτέ δεν έχουν την αίσθηση της πληρότητας. Αισθάνονται πάντα πως "κάτι λείπει από τον εαυτό τους". Ανέχονται ελάχιστα τη μοναξιά. Επειδή τους λείπει η αρτιότητα, δεν έχουν πραγματική αίσθηση της ταυτότητάς τους, και αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά με βάση τις σχέσεις τους.



[...]



Η Παθητική Εξάρτηση έχει τη γένεσή της στην Έλλειψη Αγάπης. Η εσωτερική αίσθηση της κενότητας, από την οποία υποφέρουν τα παθητικά εξαρτημένα άτομα, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας των γονέων τους να εκπληρώσουν τις ανάγκες τους για τρυφερότητα, προσοχή και φροντίδα κατά την παιδική ηλικία τους.

Τα άτομα αυτά προσκολλώνται σε ξεφτισμένες πια σχέσεις ενώ θα έπρεπε να τις εγκαταλείψουν. Το σπουδαιότερο: τους λείπει ένα αίσθημα ευθύνης για τον εαυτό τους. Βλέπουν παθητικά τους άλλους, κι όταν δεν είναι ευτυχισμένοι ή ολοκληρωμένοι, αισθάνονται βασικά ότι άλλοι είναι υπεύθυνοι.

[...]

Κοντολογίς,
η Εξάρτηση μπορεί να εμφανίζεται σαν Αγάπη καθότι είναι μια Δύναμη που κάνει τους ανθρώπους να Δένονται Βίαια ο ένας στον άλλον.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν είναι αγάπη.
Είναι μια μορφή αντι - αγάπης.
Έχει τη γένεσή της σε μιαν αποτυχία των γονέων ν' αγαπήσουν και διαιωνίζει την αποτυχία.
Επιζητεί να παίρνει, όχι να δίνει. Καλλιεργεί τον παιδισμό, όχι την ανάπτυξη.
Δουλεύει για να παγιδεύει και να περιορίζει, όχι να ελευθερώνει.
Τελικά καταστρέφει αντί να δημιουργεί σχέσεις, καταστρέφει αντί να πλάθει ανθρώπους.


 Scott Peck (Σκοτ Πεκ )  - "Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος"


Ο αμερικανός ψυχίατρος και συγγραφέας Σκοτ Πεκ (1936- 2005) έγινε παγκοσμίως γνωστός από το βιβλίο του «Ο Δρόμος ο Λιγότερος Ταξιδεμένος» το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε το 1978 και έχει μεταφραστεί και πουλήσει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Απόφοιτος του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, κατά τη διάρκεια της ζωής του εργάστηκε με την ιδιότητα του ψυχιάτρου σε κυβερνητικά και στρατιωτικά πόστα.