Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πορτραίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πορτραίτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο




Η διαπρεπής ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος


Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο

Η γυναίκα που αποφάσισε να συνοδεύσει τον ετοιμοθάνατο ασθενή στα τελευταία του στάδια, βοηθώντας τον να αποδεχτεί το οριστικό του τέλος, έμελλε να καθελκύσει στον ψυχολογικό στίβο ένα μοντέλο για τη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων του πένθους, αλλάζοντας δραστικά το τρόπο που έβλεπε τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και η κοινωνία τον θάνατο.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει πενθεί για τη ζωή του, προσπαθώντας να κρατηθεί με νύχια και με δόντια απ' ό,τι μπορεί να βρει, αγωνιώντας και αγκομαχώντας. Η Κιούμπλερ-Ρος έβαλε σκοπό να το αλλάξει αυτό, ανακουφίζοντας την υπαρξιακή αγωνία και φέρνοντας τον ασθενή σε κατάσταση αποδοχής.

Το μνημειώδες βιβλίο της του 1969 «On Death and Dying» θα δονούσε συθέμελα τα οικοδομήματα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, ρίχνοντας το βάρος σε έναν τομέα που φαινόταν να έχει αγνοηθεί καθοριστικά: την πορεία μέχρι τον θάνατο. 

Το περίφημο μοντέλο της των 5 σταδίων από τα οποία διέρχεται ο ψυχισμός του ετοιμοθάνατου (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή) θα γινόταν έκτοτε σταθερή αναφορά των επαγγελματιών της Υγείας στην προσπάθειά τους να να προσεγγίσουν το πένθος, τη θλίψη, την απώλεια, την τραγωδία και την τραυματική εμπειρία. 

Ο θάνατος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος...



Πρώτα χρόνια



Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ γεννιέται στις 8 Ιουλίου 1926 στη Ζυρίχη της Ελβετίας ως τρίδυμη. Λίγο έλειψε να χαθεί στη γέννα, καθώς το μωρό ζύγιζε μόλις 1 κιλό, οι προσπάθειες των γιατρών ωστόσο θα την κρατούσαν στη ζωή. 



Η Ελίζαμπεθ ανακάλυψε την κλίση της στην ιατρική από μικρή ηλικία, συνάντησε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του πατέρα της στην απόφασή της να γίνει γιατρός. Σε ηλικία 16 ετών, ο πατέρας τής δίνει τελεσίγραφο: ή θα εργαζόταν ως γραμματέας στην οικογενειακή επιχείρηση ή θα γινόταν μαία. 




Αψηφώντας τις οικογενειακές επιταγές, η έφηβη Ελίζαμπεθ εγκαταλείπει το σπίτι της και περιπλανιέται, κάνοντας μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Είναι βέβαια και τα ζοφερά χρόνια του Β' Παγκοσμίου, με την ίδια να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς. Μετά τον πόλεμο, βρίσκεται και πάλι εθελοντικά σε κοινότητες που μαστίστηκαν από τις εχθροπραξίες, βοηθώντας όπως μπορούσε τους πληγέντες. 



Σε επίσκεψή της μάλιστα στο πολωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ, επηρεάζεται από την εικόνα των εκατοντάδων πεταλούδων που είχαν σκαλίσει οι όμηροι στους τοίχους. Τα στερνά αυτά έργα τέχνης των μελλοθάνατων εγγράφονται στη μνήμη της και επηρεάζουν τη σκέψη της για τη ζωή και τον θάνατο. 



Σπουδές ιατρικής


Το 1951, αποφασισμένη να ακολουθήσει την κλίση της, επιστρέφει στη Ζυρίχη και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Στα φοιτητικά έδρανα γνωρίζει τον Αμερικανό Εμάνιουελ Ρόμπερτ Ρος, επίσης σπουδαστή ιατρικής, με τον οποίο ερωτεύονται παράφορα. 




Τοειδύλλιο καταλήγει σε γάμο το 1958, τον επόμενο χρόνο της αποφοίτησής τους, με το ζευγάρι να αποφασίζει τελικά να εγκατασταθεί στην Αμερική. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη, γίνονται αμφότεροι δεκτοί στο κοινοτικό νοσοκομείο του Γκλεν Κόουβ. Η Ελίζαμπεθ αποφασίζει κατόπιν να πάρει ειδικότητα στην ψυχιατρική και γίνεται τελικά ψυχίατρος στο πολιτειακό νοσοκομείο του Μανχάταν. 







Συμβολή στην ψυχολογία



Το 1962, η Κιούμπλερ-Ρος και ο άντρας της μετακομίζουν στο Ντένβερ για να διδάξει η Ελίζαμπεθ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Η ψυχολογική στήριξη των ετοιμοθάνατων ασθενών την έχει απασχολήσει ήδη από νεαρή ηλικία, με την ίδια να ενοχλείται όταν διαπιστώνει ότι στο πρόγραμμα σπουδών της ιατρικής σχολής απουσιάζει εκκωφαντικά οποιοδήποτε μάθημα ή έστω αναφορά στον θάνατο.

Αντικαθιστώντας μάλιστα συνάδελφο καθηγητή, η Κιούμπλερ-Ρος φέρνει στην τάξη ένα 16χρονο κορίτσι που πέθαινε από λευχαιμία, ζητώντας από τους φοιτητές να τη ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Οι σπουδαστές περιορίστηκαν φυσικά σε ερωτήσεις για τη σωματική της κατάσταση και την εξέλιξη της νόσου, παραλείποντας εντελώς τον παράγοντα «άνθρωπος». Ταραγμένη η κοπέλα, ξεσπά σε κλάματα και αρχίζει να μιλά για τα θέματα που την απασχολούσαν, όπως το γεγονός ότι δεν θα έφτανε ποτέ στην ενηλικίωση ή θα έχανε τον σχολικό χορό της αποφοίτησης κ.λπ. Η Κιούμπλερ-Ρος συνειδητοποίησε ότι η απουσία στην ιατρική εκπαίδευση ακαδημαϊκών θεμάτων που άπτονται του θανάτου ήταν εγκληματική.

Μετακομίζοντας στο Σικάγο το 1965 για τα νέα διδακτικά της καθήκοντα στο πανεπιστήμιο της πολιτείας, σχηματίζει ένα μικρό γκρουπ από φοιτητές θεολογίας για να συζητηθούν εκτενέστερα τα θέματα που αφορούν στον θάνατο. Σύντομα ο μικρός κύκλος σπουδαστών θα μετατραπεί σε σειρά σεμιναρίων με εκατοντάδες συμμετοχές, στα οποία παρουσιάζονται ζωντανές συνεντεύξεις με ετοιμοθάνατους και πάσχοντες από ανίατες ασθένειες. 


Ο εκτεταμένος κύκλος συνεντεύξεων και η ερευνητική της δουλειά θα κατέληγαν στο περίφημο πλέον δοκίμιό της «On Death and Dying» του 1969, στο οποίο και περιγράφει το μοντέλο της για τη θλίψη, που αναγνωρίζει 5 στάδια από τα οποία περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τελικά τον θάνατο (ή την απώλεια): άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Η καθέλκυση στον επιστημονικό στίβο των 5 αυτών φάσεων θα έφερνε τα πάνω-κάτω στην ψυχολογία, με σφοδρότατες κριτικές και δριμείες ενστάσεις, αν και αργότερα η θεωρία της Κιούμπλερ-Ρος θα γινόταν ευρύτερα αποδεκτή και θα ανανέωνε καθοριστικά μια σειρά από κλάδους. 
Το περιοδικό Life φιλοξενεί άρθρο για το μοντέλο της Κιούμπλερ-Ρος τον Νοέμβριο του 1969,
κάνοντάς τη ιδιαίτερα γνωστή και εκτός επιστημονικού κόσμου. Η υποδοχή της θεωρίας της και οι συζητήσεις που ξεσήκωνε επηρέασαν σαφώς την απόφαση της ψυχιάτρου να επικεντρώσει έκτοτε την καριέρα της στη στήριξη των ανθρώπων που έπασχαν από ανίατες ασθένειες αλλά και τις οικογένειές τους. 

Από την άλλη βέβαια, ο ξεσηκωμός του επιστημονικού κατεστημένου ενάντια στη θεωρητική της εργασία θα άφηνε το στίγμα του στην καριέρα της. Αηδιασμένη από την υποδοχή και τις αντιδράσεις, εγκαταλείπει την ακαδημαϊκή καριέρα και δεν επιστρέφει ποτέ πια στην πανεπιστημιακή έδρα: ιδιωτεύει σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «το μεγαλύτερο μυστήριο της επιστήμης», τον θάνατο...


Γραπτά και κοινωνικό έργο

Στη διάρκεια της καριέρας της, η Κιούμπλερ-Ρος έγραψε περισσότερα από 20 δοκίμια για τον θάνατο και τον τρόπο διαπραγμάτευσής του, φωτίζοντας μια πτυχή της ιατρικής και ψυχολογικής πειθαρχίας που παρέμενε εν πολλοίς στο περιθώριο. Η ίδια ταξίδεψε ακούραστα στα πέρατα του κόσμου, μεταφέροντας το μήνυμα της ανακουφιστικής φροντίδας σε ασθενείς τελικού σταδίου, μέσω σεμιναρίων και workshop.


Με τα χρήματα που αποκόμισε από τα βιβλία και τα σεμινάριά της, χρηματοδότησε την ανέγερση του Shanti Nilaya, του εκπαιδευτικού κέντρου που ίδρυσε στην Καλιφόρνια το 1977. Την ίδια εποχή, ιδρύει το περίφημο Elisabeth Kübler-Ross Center, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του '80 θα μετεγκατασταθεί στο κτήμα της στη Βιρτζίνια. 





Η σημαντικότερη συμβολή της είναι βέβαια η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου περίθαλψης ασθενών, του hospice: πρόκειται για ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, με το βάρος να ρίχνεται στην ψυχολογική στήριξη και την προσπάθεια αποδοχής εκ μέρους του ετοιμοθάνατου του οριστικού του τέλους.



Η Κιούμπλερ-Ρος θα είναι μάλιστα από τους πρώτους που θα δουλέψουν εκτεταμένα με τους ασθενείς του AIDS κατά το πρώτο κύμα εκδήλωσης της επιδημίας. Προσπάθησε να λειτουργήσει ακόμα και hospice για τη φροντίδα των ασθενών του ΗIV, συνάντησε ωστόσο δριμεία αντίθεση από το στίγμα που ενείχε η νόσος... 



Θάνατος και κληρονομιά



Για κάποιον που ασχολήθηκε τόσο εκτενώς με τον θάνατο, η μετάβαση της Κιούμπλερ-Ρος από τη ζωή στον θάνατο δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Η ίδια αποσύρεται στην Αριζόνα το 1995 έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών που την αφήνουν παράλυτη και καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. «Είμαι σαν αεροπλάνο που έφυγε από τη φυσούνα αλλά δεν απογειώθηκε ποτέ», θα δηλώσει στην εφημερίδα Los Angeles Times, για να συνεχίσει: «προτιμώ είτε να επιστρέψω στη θύρα είτε να πετάξω ψηλά».



Το 2002, η Κιούμπλερ-Ρος μετακομίζει σε hospice, όπου και πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου 2004, από φυσικά αίτια, περιβαλλόμενη από τα δύο παιδιά της, τα δύο εγγόνια της και τους αναρίθμητους οικείους της. Λίγο πριν από τον θάνατό της μάλιστα, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο της σύγγραμμα για το πένθος («On Grief and Grieving»), που θα κυκλοφορούσε το 2005, κοινή εργασία με τον David Kessler. 



Η κληρονομιά της Κιούμπλερ-Ρος δεν θα πέθαινε ωστόσο μαζί της. Η ψυχίατρος που άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για τον θάνατο και τη συνοδεία του ασθενούς στο τελικό στάδιο της νόσου του, προωθώντας ενεργά την αποτελεσματικότερη ψυχολογική θεραπεία του ετοιμοθάνατου, άφησε έργο που θα επηρέαζε τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και το παγκόσμιο υγειονομικό σύστημα...


 Πηγή

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Καρλ Γιουνγκ [1875 -1961 ]


Ο Κάρολος Γουσταύος Γιουνγκ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο μικρό χωριό Κέσβιλ, κοντά στη λίμνη Κωνσταντία της βορειοανατολικής Ελβετίας. Πήρε το όνομά του από τον παππού του για τον οποίο φημολογείτο ότι ήταν παράνομο παιδί του Γκαίτε. Ο ίδιος, αν και ενοχλείτο από αυτή τη φημολογία, παράλληλα υπερηφανευόταν για τη φημισμένη καταγωγή του.

Ο πατέρας του, Παύλος Αχιλλέας Γιουνγκ, ήταν ιερέας της Ελβετικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας. Η επαφή του Καρλ με τη θρησκεία ήταν έντονη από εξαιρετικά νεαρή ηλικία, καθώς στην οικογένεια, εκτός από τον πατέρα του, υπήρχαν ακόμη οκτώ θείοι του που ήταν ιερείς: δύο αδελφοί του πατέρα του και έξι της μητέρας του. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Όπως τους έβλεπα από μικρός, ντυμένους στα μαύρα μακριά ράσα και τις γυαλιστερές μπότες τους, έμοιαζαν κυριολεκτικά σαν να περιφρουρούν τα σύνορα μεταξύ ζωής και θανάτου». Η εμφάνισή τους τον φόβιζε ιδιαίτερα και η σοβαρότητά τους τον πίεζε φορτικά στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, αρκετοί συγγενείς της μητέρας του, Έμιλ Πράισβερκ (Emilie Preiswerk), είχαν έντονη ενασχόληση και με παραψυχικά φαινόμενα. Αλλά και το ζήτημα του θανάτου δεν απουσίαζε από τo περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε ο μικρός Καρλ, καθώς πριν από τη γέννηση του ιδίου είχαν πεθάνει δύο αδέλφια του σε βρεφική ηλικία. Το γεγονός αυτό καθόρισε τη ζωή της οικογένειας αλλά και τη συμπεριφορά της μητέρας του απέναντί του, η οποία έγινε ιδιαίτερα αγχώδης και νευρική. Όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών, η μητέρα του ασθένησε από μια νευρική (συναισθηματική) διαταραχή και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για αρκετούς μήνες. Ο αποχωρισμός αυτός είχε τεράστια επίδραση στο μικρό Καρλ ο οποίος έκτοτε έγινε ιδιαίτερα αμφιθυμικός απέναντί της αλλά και προς όλες τις εκπροσώπους του γυναικείου φύλου.

Οι εσωτερικές αλλά και οι εξωτερικές αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ήταν πολλές. Όταν δεν άντεχε τις ατέλειωτες λογομαχίες και συγκρούσεις μεταξύ των γονέων του, κατέφευγε στη σοφίτα του σπιτιού του, όπου συναντούσε το μικρό «φίλο» και «σύντροφο» που είχε ο ίδιος κατασκευάσει: μια μικρή ξύλινη κούκλα η οποία, ντυμένη όπως ήταν στα μαύρα, έμοιαζε με κληρικό. Σε αυτήν μιλούσε και αποκάλυπτε όλα τα μυστικά του. Της έγραφε σημειώματα, σε μικρά ρολό από χαρτί, τα οποία φυλούσε σε ένα ειδικό σημείο της σοφίτας. Με το μικρό του «φίλο» περνούσε ατελείωτες ώρες, πραγματοποιώντας ειδικές τελετές και τελετουργίες τις οποίες είχε επινοήσει ο ίδιος.

Ο μικρός Καρλ έπαιζε πάντα μόνος του, αφού η αδελφή του γεννήθηκε όταν ο ίδιος ήταν εννέα ετών. Η γέννησή της δεν τον ενθουσίασε καθόλου, καθώς του φάνηκε αρχικά σαν «ένα άσχημο και ζαρωμένο πλάσμα». Την αγνόησε για πολύ καιρό και συνέχισε να παίζει μόνος του και να απομονώνεται στις προσωπικές του ενασχολήσεις. Διάβαζε πολύ, κυρίως βιβλία που τον ενδιέφεραν προσωπικά και όχι τα σχολικά. Τα ιδιόρρυθμα, όμως, για την ηλικία του ενδιαφέροντά του αλλά και η έντονη εσωστρέφειά του, προκάλεσαν δυσκολίες στη συναναστροφή με τους συμμαθητές του: ο Γιουνγκ φαινόταν «διαφορετικός» και «παράξενος». Η τάση για λιποθυμικά επεισόδια που ανέπτυξε σε ηλικία 12 ετών, η οποία τον κράτησε μακριά από το σχολείο για έξι μήνες, ήταν πιθανόν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν περνούσε και τόσο καλά στο σχολείο. Στο σπίτι μπορούσε να απομονώνεται και να διαβάζει βιβλία της αρεσκείας του. Μια ημέρα όμως άκουσε τον πατέρα του να ανησυχεί πραγματικά για την κατάσταση της υγείας του και να αναφέρει σε έναν φίλο του: «Οι γιατροί δεν γνωρίζουν πια τι συμβαίνει… Τι θα γίνει αν δεν είναι κάτι θεραπεύσιμο; Έχω χάσει ό, τι είχα και δεν είχα». Τότε μόνο συνειδητοποίησε την πραγματικότητα και έκτοτε η «αρρώστια» του εξαφανίστηκε ως δια μαγείας...

Ο Γιουνγκ περιγράφει χαρακτηριστικά τις συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία. Είχε αναπτύξει δύο παράλληλες ζωές, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως τις αποκαλούσε: την προσωπικότητα Νο1, που ήταν ντροπαλή και ένιωθε πάντα μειονεκτικά, και την προσωπικότητα Νο2, που ήταν δυνατή και απέπνεε τη σπουδαιότητα και την τάση για εξουσία ενός ώριμου άντρα. Η μοναξιά του συχνά ανακουφιζόταν από αυτό το σύστημα διάσπασης του εαυτού του. Όπως αναφέρει, «η συσχέτισή μου με τον κόσμο είχε έτσι ήδη προδιαγραφεί. Σήμερα, όπως και τότε, είμαι πάντα μοναχικός».

Δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι, όπως βέβαια δεν έμελλε να εξελιχθεί και σε έναν συνηθισμένο άντρα! Ήταν ευαίσθητος και έξυπνος, δεν καταλάβαινε αλλά ούτε και τον καταλάβαιναν οι γονείς, οι δάσκαλοι ή οι συμμαθητές του, όπως δεν τους καταλάβαινε και εκείνος. Για αυτό και αποσυρόταν από τον κόσμο των ανθρώπων και βασιζόταν περισσότερο σε δικές του προσωπικές εσωτερικές εμπειρίες που τον βοηθούσαν να κατανοεί καλύτερα τον κόσμο. Αυτές, άλλωστε, αποτύπωσε και σε όλες τις μετέπειτα έννοιες της πολύπλοκης θεωρίας του.

Σπουδές & σταδιοδρομία

Τελειώνοντας το σχολείο είχε την επιθυμία να σπουδάσει Αρχαιολογία, αλλά η κατεύθυνση αυτή δεν υπήρχε στο πανεπιστήμιο της πόλης του και οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν σε άλλο πανεπιστήμιο. Εναλλακτικά, προτίμησε να εισαχθεί στο γειτονικό Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και να σπουδάσει Ιατρική. Η ειδικότητα της Ψυχιατρικής, μάλιστα, συνδύαζε τις δύο αντίθετες κλίσεις μέσα του: το ενδιαφέρον του για τις Φυσικές Επιστήμες και την εμμονή του με θρησκευτικά, υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Η ενασχόληση με τη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων κατέστη, άλλωστε, κυρίαρχο θέμα σε όλη τη μετέπειτα θεωρία του.

Carl Jung 1910
Περιθωριακή φυσιογνωμία από τα φοιτητικά του χρόνια, διέθετε εντούτοις σημαντική διανοητική δύναμη που τον καθιστούσε πόλο έλξης της φοιτητικής αδελφότητας «Zofingia», στην οποία συμμετείχε, ή έδινε και ο ίδιος διαλέξεις για θεολογικά και ψυχολογικά ζητήματα. Παράλληλα, ανέπτυξε και μια ιδιαίτερη ενασχόληση: έκανε πειράματα πνευματισμού σε ειδικές συγκεντρώσεις με συγγενείς του, κυρίως με την εξαδέλφη του Χελένε Πράισβερκ (Helene Preiswerk). Η ενασχόληση με τον πνευματισμό και τα μυστικιστικά φαινόμενα αποτελούσε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του καθηγητή του Ευγένιου Μπλώυλερ (Eugen Bleuler), έκανε τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Ψυχολογία και Παθολογία των Αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων» (1902). Η μελέτη αυτή έθεσε τις βάσεις για την καλλιέργεια ορισμένων βασικών ιδεών και θεωρημάτων του συστήματος Αναλυτικής Ψυχολογίας που ανέπτυξε αργότερα, συγκεκριμένα ότι το ασυνείδητο περιέχει «συμπλέγματα» που εκδηλώνονται σε όνειρα ή οράματα και αποτελούν ομάδες συσχετιζόμενων, συχνά απωθημένων ιδεών ή ενορμήσεων. Η ανάπτυξη και η συνοχή της προσωπικότητας του ανθρώπου διαμορφώνεται βάσει των συμπλεγμάτων αυτών, στο επίπεδο του ασυνειδήτου.

Το 1900 αποφοίτησε και έλαβε θέση βοηθού του Μπλώυλερ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Burghoelzli της Ζυρίχης. Εκεί άρχισε την έντονη ερευνητική ενασχόλησή του με τη μελέτη της σχιζοφρένειας. Η εκτεταμένη μελέτη πολλών σχιζοφρενών ασθενών τον οδήγησε στη διαμόρφωση ενός από τα βασικότερα θεωρήματά του, του «συλλογικού ασυνειδήτου». Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις των ασθενών του ήταν όμοιες κατά πολύ με το περιεχόμενο πολλών μύθων και φαντασιώσεων που συνόδευαν τους ανθρώπους σε σύγχρονες αλλά και αρχαίες κοινωνίες. Ο ίδιος πίστευε ότι το υλικό που του αποκάλυπταν υπερέβαινε κατά πολύ τη συλλογή αναμνήσεων μόνο από την παιδική ή την ενήλικη ζωή τους. Υπήρχε και ένα «συλλογικό ασυνείδητο», από το οποίο ανέσυραν πολλά από τα βιώματά τους. Το 1906 δημοσίευσε την εργασία «Psychology of Dementia Praecox», μια ψυχαναλυτική μελέτη και πρόταση θεραπείας της σχιζοφρένειας βασιζόμενη στα συμπεράσματά του.

Κατά το ίδιο διάστημα, είχε διαμείνει οικιοθελώς επί έξι μήνες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο για να διευκολύνει τις παρατηρήσεις του. Τον είχε απορροφήσει η έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και λόγου και παράλληλα ήθελε να διερευνήσει τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες όσων έπασχαν από αυτή την ασθένεια. Τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του τον οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ειδικού τεστ που εισήγαγε ο ίδιος, του «τεστ λεκτικού συνειρμού» (word association test). Κατά τη διεξαγωγή αυτού του τεστ, παρουσιάζεται στον ασθενή μια σειρά λέξεων, ανά μία κάθε φορά, και εκείνος πρέπει να απαντήσει με την πρώτη τυχαία λέξη που του έρχεται στο μυαλό. Εάν διστάζει ή αμφιταλαντεύεται πριν απαντήσει, ή αν εκφράζει κάποιο έντονο συναίσθημα, η συγκεκριμένη λέξη έχει μάλλον «χτυπήσει» σε κάποιο ασυνείδητο «σύμπλεγμα» του ψυχισμού του. Η έρευνα για τη μέθοδο του λεκτικού συνειρμού δημοσιεύτηκε σε πολλά αμερικανικά επιστημονικά περιοδικά και τον κατέστησε ιδιαίτερα γνωστό και στις ΗΠΑ. Μάλιστα, η αντίστοιχη μέθοδος χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ και για το νομικό καθορισμό γεγονότων, και το Clark University της Μασσαχουσέτης του απένειμε ειδικά, το 1909, τιμητικό διδακτορικό δίπλωμα στα Νομικά. Η εργασία του «Studies in Word-Association» αποτέλεσε την αφορμή και για την πρώτη επαφή και γνωριμία του με το Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο Γιουνγκ ταξίδεψε στη Βιέννη για να τον συναντήσει. Επρόκειτο για μια σημαντική συνάντηση που θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας βαθιάς και έντονης φιλίας και συνεργασίας, η οποία, όμως, έμελλε να διαρκέσει μόνον έξι χρόνια.


Η οικογενειακή του ζωή
Το 1903, ο Γιουνγκ νυμφεύθηκε την Έμμα Ράουσενμπαχ (Emma Rauschenbach) με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Η ευκατάστατη οικογένεια της Έμμας και η οικονομική άνεση που «εισέβαλε» ξαφνικά στη ζωή του με αυτό το γάμο υποδαύλιζαν ιδιαίτερα τα αμφίθυμα συναισθήματά του. Ο ίδιος μιλούσε πάντα αρνητικά για το θεσμό του γάμου και τη δημιουργία οικογένειας υποστηρίζοντας πάντα τη μοναδική σημασία της ατομικότητας και της ανεξαρτησίας του ανθρώπου. Μάλιστα, τον χαρακτήριζε και μια φυσική αποστροφή σχετικά με την ανατροφή παιδιών την οποία ξεπέρασε με την πάροδο του χρόνου. Η Έμμα πέρασε αρκετές δύσκολες στιγμές δίπλα του, κυρίως λόγω των εξωσυζυγικών σχέσεων που διατηρούσε με άλλες γυναίκες. Η μακρόχρονη εξωσυζυγική του σχέση με την Τόνι Βολφ (Toni Wolff) σχεδόν διέλυσε το γάμο τους. Η Έμμα τελικά αποδέχτηκε την κατάσταση, αλλά δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη με το γεγονός ότι η Βολφ ήταν και συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους στο δείπνο της Κυριακής.

Ο ίδιος ο Γιούνγκ δεν μιλούσε και δεν έγραφε ποτέ για την οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό του, τις τέσσερις κόρες του και το γιό του. Δεν έκανε καμία αναφορά σχετικά με τα σεξουαλικά του συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Τόνιζε, όμως, πάντα ότι ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να έχει μια φυσιολογική σπιτική οικογενειακή ζωή προκειμένου να εξισορροπεί τον παράξενο εσωτερικό του κόσμο των ονείρων, των φαντασιώσεων και των απόκρυφων μυστικιστικών εμπειριών: «Η οικογένεια και το επάγγελμά μου παρέμεναν η βάση στην οποία μπορούσα πάντα να επιστρέψω, επιβεβαιώνοντας ότι είμαι ένα υπάρχον, συνηθισμένο άτομο».

Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε κοντά στη λίμνη του Κούσναχτ (Küsnacht), στη Ζυρίχη. Εκεί διέμεινε σε ένα πανέμορφο σπίτι, δίπλα στη λίμνη, στο οποίο ο Γιουνγκ δεχόταν και τους ασθενείς του, πολλούς επώνυμους και επιτυχημένους ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Στο κατώφλι του σπιτιού είχε αναρτηθεί το εξής απόφθεγμα: “Vocatus atque non vocatus dues aderit” («Είτε καλείται είτε δεν καλείται, ο Θεός είναι παρών».)


Η σχέση με το Φρόιντ & την Ψυχανάλυση

Όπως αναφέρθηκε, η γνωριμία του Γιουνγκ με το Φρόιντ έμελλε να θέσει τις βάσεις μιας έντονης φιλίας και συνεργασίας σχετικά με βασικά ζητήματα της ψυχανάλυσης. Ο Γιουνγκ άρχισε την ψυχιατρική του πρακτική και τη μετέπειτα ερευνητική εργασία του ενστερνιζόμενος τη θεωρία και την τεχνική της ψυχανάλυσης. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε σύντομα στα μάτια του Φρόιντ έναν βασικό συνεργάτη και πιθανό διάδοχο και συνεχιστή του ψυχαναλυτικού κινήματος. Ο χαρακτήρας του Γιουνγκ, όμως, αλλά και τα αποτελέσματα των προσωπικών του ερευνών άρχισαν σταδιακά να τροποποιούν τις απόψεις του και να τον απομακρύνουν από την ψυχανάλυση. Ο ίδιος, άλλωστε ήταν ένα εξαιρετικά αυτόνομο και ανεξάρτητο άτομο και δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί για πολύ καιρό να θεωρείται «υποτελής» του Φρόιντ, ή ακόμη και ο «μεγάλος γιος» ή ο «εκλεκτός πρίγκιπάς του». Η βασικότερη διαφωνία μεταξύ τους όμως άρχισε να προκαλείται σχετικά με βασικά θεωρητικά ζητήματα της ψυχανάλυσης και, συγκεκριμένα, με την υπέρτατη έμφαση που απέδιδε ο Φρόιντ στη σημασία του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο Γιουνγκ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αυτή η τάση αποτελεί το μοναδικό παράγοντα καθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επίσης, είχε κουραστεί ιδιαίτερα από την έντονη ενασχόληση του Φρόιντ με την παθολογική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο ίδιος είχε μελετήσει και άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς και είχε ταξιδέψει πολύ. Είχε επίσης πολλές γνώσεις Μυθολογίας, Θεολογίας και Φιλοσοφίας και ήταν εξαίρετος γνώστης του συμβολισμού πολύπλοκων μυστικιστικών παραδόσεων. Αν κάποιος μπορούσε πράγματι να κατανοήσει το ασυνείδητο και την τάση του να «αποκαλύπτεται» σε συμβολική μορφή, αυτός ήταν ο Γιουνγκ. Για εκείνον, το ασυνείδητο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα προσωπικών αλλά και αρχέγονων μακρόχρονων εμπειριών. Έτσι, ήθελε να αναπτύξει ένα σύστημα ψυχολογικής θεωρίας που θα επικεντρωνόταν στις πνευματικές και μυστικιστικές ανάγκες του ανθρώπου. Κατ’ ουσίαν, αυτό αποτελούσε και έναν πρόδρομο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας και ο Γιουνγκ πίστευε πως η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου επέρχεται μέσω της ανακάλυψης του πνευματικού του εαυτού.

Οι έρευνές του, λοιπόν, τον οδήγησαν μακριά από την έμφαση του Φρόιντ στην ψυχοσεξουαλική αιτιότητα της νεύρωσης και της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, και στη θεμελίωση της δικής του προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας, ως απάντηση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του Φρόιντ. Σε αντίθεση με την ψυχανάλυση, η Αναλυτική Ψυχολογία υποτιμούσε τη σημασία της σεξουαλικότητας και των παιδικών ενδοψυχικών συγκρούσεων στη θεραπεία των νευρώσεων, και επικεντρωνόταν περισσότερο σε πρόσφατες ενδοψυχικές συγκρούσεις του ασθενή.

Η έκδοση του βιβλίου του Γιουνγκ «Symbols of Transformation» σήμανε και την οριστική ρήξη στη σχέση των δύο ανδρών. Ο ίδιος, σαν να το γνώριζε αυτό, και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του ένιωθε ιδιαίτερα νευρικός. Μάλιστα δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του το οποίο τιτλοφόρησε, ίσως όχι τυχαία, «Η θυσία». Για τον ίδιο, η ρήξη με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση αποτελούσε πράγματι μια μεγάλη θυσία!


Προσωπική κρίση

Όταν τερματίστηκε η σχέση του με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση, ο Γιουνγκ περιέπεσε σε μια κατάσταση σύγχυσης και εσωτερικής αβεβαιότητας. Παραιτήθηκε από τη θέση του λέκτορα στο πανεπιστήμιο στο οποίο δίδασκε καθώς θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να διδάσκει σε μια τόσο διαταραγμένη και αποπροσανατολισμένη διανοητική και ψυχική κατάσταση. Επακολούθησε μια «κενή» περίοδος κατά την οποία δεν μπορούσε να μελετήσει, να γράψει ή να διερευνήσει. Άρχισε να αφιερώνει το διάστημα αυτό στη διερεύνηση του δικού του ασυνειδήτου, αναλύοντας τα όνειρα και τα οράματά του.

Από αυτό το εσωτερικό μοναχικό ταξίδι επανήλθε κατά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, με νέα όμως δεδομένα για τη θεωρία του, η οποία έτεινε πλέον να λάβει μια ολοκληρωμένη μορφή. Νέες έννοιες, όπως τα αρχέτυπα, εισήχθησαν οι οποίες σε συνδυασμό με την κατανόηση περί συμβολισμού των ονείρων ή άλλων δημιουργικών διεργασιών έθεταν τις βάσεις της νέας κλινικής προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Την περίοδο αυτή έγραψε και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το «Ψυχολογικοί Τύποι» («Psychological Types»), στο οποίο περιγράφει τις διαφορές θεωρητικών τοποθετήσεων σχετικά με το Φρόιντ αλλά και τον Άλφρεντ Άντλερ, γνωστό ψυχαναλυτή της εποχής που επίσης αποσχίσθηκε από το Φρόιντ. Σε αυτό επίσης περιγράφει για πρώτη φορά μια χαρακτηρολογική ταξινόμηση της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένης της γνωστής διάκρισής του μεταξύ εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Κατά το Γιουνγκ, η εξωστρέφεια αποτελεί μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα έξω, ενώ η εσωστρέφεια μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα μέσα. Κάθε άνθρωπος διαθέτει και τους δύο αυτούς μηχανισμούς ψυχικής λειτουργίας και ο συλλογικά επικρατέστερος καθορίζει αν το άτομο θα καταστεί εσωστρεφές ή εξωστρεφές.

Κατά το Γιουνγκ, η συνείδηση του ανθρώπου διαθέτει διάφορους μηχανισμούς λειτουργίας και προσαρμογής, σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι η διαίσθηση, η σκέψη, η αίσθηση και η συναίσθηση. Στην καθημερινότητα, ο άνθρωπος βασίζεται και χρησιμοποιεί την πιο ανεπτυγμένη από αυτές, ενώ διευρύνει διαρκώς τα όριά του αναπτύσσοντας και εξελίσσοντας και όλες τις άλλες. Το ασυνείδητο αποκαλύπτεται ευκολότερα μέσω της λιγότερο ανεπτυγμένης λειτουργίας.

Την περίοδο εκείνη ο Γιουνγκ άρχισε να ταξιδεύει πιο συστηματικά. Επισκέφτηκε την Τυνησία και την Έρημο της Σαχάρας. Τον ενδιέφερε πάντα η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής των πρωτόγονων ανθρώπων, και τώρα πλέον ήταν σε θέση να τον παρατηρήσει από κοντά. Δεν γνώριζε τη γλώσσα τους, για αυτό και παρατηρούσε έντονα τις κινήσεις και τις χειρονομίες τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Ένιωθε ιδιαίτερα ικανοποιημένος και διαφωτισμένος από αυτή την πρώτη αφρικανική του εμπειρία.
Πριν από την επόμενη επίσκεψή του στην Αφρική έμαθε σουαχίλι. Έλαβε μέρος σε ένα σαφάρι στην καρδιά της Αφρικής και το ταξίδι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που τον έφερε σε επαφή με την πρωτόγονη αντίληψη και το «συλλογικό ασυνείδητο». Σχετικές αναμνήσεις αναφέρονται σε πολλά κείμενά του.
Ο Γιουνγκ το 1911

Ταξίδεψε επίσης στο Νέο Μεξικό για να γνωρίσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ινδιάνων Πουέμπλο, τις οποίες οι ίδιοι απέκρυπταν με μεγάλη μυστικότητα. Η άμεση διερεύνηση δεν τον βοήθησε, για αυτό και δοκίμασε μια πιο έμμεση μέθοδο: μιλούσε για διάφορα ζητήματα και παρακολουθούσε τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Όταν το πρόσωπό τους εξέφραζε κάποιο συναίσθημα, γνώριζε ότι είχε «θίξει» κάποιο σημαντικό ζήτημα. Επρόκειτο για μια προσαρμογή της γνωστής μεθόδου του λεκτικού συνειρμού στη γνωριμία του με άλλους πολιτισμούς!

Ο Γιουνγκ είχε επίσης πάντα ένα έντονο ενδιαφέρον για τις ανατολικές θρησκείες και μυθολογίες και τα ταξίδια του στην Ινδία και την Κεϋλάνη ενίσχυσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του και διεύρυναν τις γνώσεις του. Έγραψε αρκετά για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων της Ανατολής και της Δύσης, όπως αυτές εκφράζονται στα έθιμα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις πρακτικές και τους μύθους. Επισήμαινε ότι η ψυχική λειτουργία των ανθρώπων της Ανατολής είναι βασικά εσωστρεφής, ενώ των ανθρώπων της Δύσης εξωστρεφής.

Ένας φίλος του, γνώστης της κινεζικής κουλτούρας, του γνώρισε το I Τσινγκ (Ι Ching), αρχαίο κείμενο μαντείας και προφητείας. Του γνώρισε επίσης την Αλχημεία, τομέα στον οποίο επικεντρώθηκε και μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον επί πολλά χρόνια. Το βιβλίο του «Ψυχολογία και Αλχημεία», που δημοσιεύτηκε το 1944, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του.


Η Θεωρία των συμβόλων

Κατά το Γιουνγκ, η δημιουργία και έκφραση των συμβόλων αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Το σύμβολο αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο έκφρασης του αγνώστου και του ασυνειδήτου. Σκοπός του ήταν η διερεύνηση της ομοιότητας μεταξύ συμβόλων που εντοπίζονται σε θεολογικά, μυθολογικά και μαγικά συστήματα διαφόρων πολιτισμών και εποχών.

Προκειμένου να επεξηγήσει παρόμοια σύμβολα διαφορετικών πολιτισμών και εποχών αναφέρεται σε δύο επίπεδα του ασυνειδήτου: το «ατομικό ασυνείδητο», το οποίο εμπεριέχει οτιδήποτε το άτομο έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά έχει ξεχαστεί ή απωθηθεί, και στο «συλλογικό ασυνείδητο» το οποίο εμπεριέχει μνημονικά ίχνη κοινά σε όλο το ανθρώπινο είδος.

Τα περιεχόμενα του «συλλογικού ασυνειδήτου» αποκαλούνται «αρχέτυπα» και αποτελούν πρωτότυπα, αυθεντικά μοντέλα, βάσει των οποίων άλλα όμοια πράγματα διαμορφώνονται και διαπλάθονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τα αρχέτυπα αποτελούν μια από τις κεντρικότερες έννοιες στη θεωρία του Γιουνγκ και ο ίδιος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ερευνώντας και γράφοντας για αυτά. Μελέτησε πολλά σημαντικά αρχέτυπα, όπως αυτό της «μάνας», αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά, όπως της «γέννησης», του «θανάτου», της «μητέρας γης», του «Θεού» κλπ. Πολύπλοκα αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλα τα μυθολογικά και θεολογικά συστήματα.

Κατά το Γιουνγκ, ορισμένα αρχέτυπα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της δομής της προσωπικότητας. Αυτά είναι:

-Περσόνα (ή προσωπείο)
Η περσόνα αποτελεί τη δημόσια εικόνα, τη μάσκα την οποία ο άνθρωπος φορά πριν δείξει τον εαυτό του στον εξωτερικό κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αφορά την «καλή εντύπωση» που επιθυμεί να παρουσιάζει στους άλλους, μπορεί όμως να αποτελεί και τη λανθασμένη εντύπωση που δημιουργεί προκειμένου να διαχειριστεί τη γνώμη και τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων.

-Άνιμα/ Άνιμους
Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται άνιμα, ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται άνιμους.

-Σκιά
Πρόκειται για τη σκοτεινή, καταπιεσμένη πλευρά του εαυτού, την οποία ο άνθρωπος έχει απορρίψει και «αποκρύπτει» από τους άλλους. Η σκιά συμβολίζει αδυναμίες, φόβους, θυμό που έχει συσσωρευθεί.

-Ο εαυτός
Ο «εαυτός» είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχέτυπα. Αποτελεί την έσχατη ένωση της προσωπικότητας και συμβολίζεται από τον κύκλο, το σταυρό και τις φιγούρες μαντάλα που άρεσαν ιδιαίτερα στο Γιουνγκ.

Προς το τέλος της ζωής του, ο Γιουνγκ διευκρίνισε ότι τα βαθύτερα στρώματα του ασυνειδήτου λειτουργούν ανεξάρτητα από τους νόμους του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας. Το γεγονός αυτό δίνει έναυσμα και λειτουργία στα λεγόμενα παραψυχικά φαινόμενα.


Επίλογος
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, ο Γιουνγκ συνέχισε να αναπτύσσει και να εμβαθύνει τη θεωρία του λαμβάνοντας ερεθίσματα και υλικό μελέτης τόσο από την κλινική του πρακτική, όσο και από τη μελέτη ευρέων και ποικίλων θεμάτων όπως η αλχημεία, η αστρολογία, η μυθολογία, η μαντεία, η τηλεπάθεια, η γιόγκα, ο πνευματισμός, τα παραμύθια, ο θρησκευτικός συμβολισμός, τα οράματα, τα όνειρα, οι ανατολικές θρησκείες.

Παρόλα αυτά, έχει επικριθεί ιδιαίτερα για το έντονο ενδιαφέρον του για όλα αυτά τα «ύποπτα» επιστημονικά θέματα. Οι επικρίσεις όμως αυτές δεν ευσταθούν. Ο Γιουνγκ προσέγγιζε αυτά τα ζητήματα όχι ως οπαδός ή πιστός, αλλά ως ψυχολόγος. Το κεντρικό ερώτημα για εκείνον ήταν τι αποκαλύπτουν αυτά τα θέματα σχετικά με τον ανθρώπινο νου και ψυχισμό, ειδικότερα στο επίπεδο της ψυχικής λειτουργίας που ο ίδιος αποκαλούσε «συλλογικό ασυνείδητο». Ο ίδιος γνώριζε πολύ νωρίς κατά την επιστημονική του καριέρα ότι το ασυνείδητο εκδηλώνεται στην πιο καθαρή του μορφή στα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, τους βερμπαλισμούς, τις παραισθήσεις και τα οράματα των ασθενών. Αργότερα ανακάλυψε ότι στους ψυχικά υγιείς ανθρώπους το ασυνείδητο εκδηλώνεται σαφέστερα στα λεγόμενα μυστικιστικά φαινόμενα, στο θρησκευτικό συμβολισμό, τη μυθολογία, την αστρολογία και τα όνειρα. Ως μελετητής αλλά και «μαθητής» του ασυνειδήτου, λοιπόν, έπρεπε να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πηγές, ανεξάρτητα από το πόσο «ύποπτες» ή «αποδεκτές» επιστημονικά ήταν, προκειμένου να μελετήσει αυτό που θεωρούσε εκείνος τόσο βασικό: το ασυνείδητο. Δεν ακολουθούσε την παράδοση και το κατεστημένο, παρέμενε όμως πάντα επιστήμονας στην αντιμετώπιση και το χειρισμό των δύσκολων αυτών ζητημάτων.

Η θεωρία της Αναλυτικής Ψυχολογίας επίσης θεωρείται σχετικά ασυνήθης και ιδιόμορφη συγκρινόμενη με άλλες θεωρίες για την προσωπικότητα. Θεωρείται επίσης εξαιρετικά δύσκολη στην κατανόηση, όντας σε πολλά σημεία της πολύπλοκη, παράξενη και μυστήρια. Αυτό, βέβαια, οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι ο Γιουνγκ μελετούσε και ανέσυρε το υλικό του από διάφορους ευρείς τομείς (όπως η Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Φιλολογία, η Φιλοσοφία, η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, η Αρχαιολογία, η Θεολογία, η Μυθολογία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Αλχημεία και η Αστρολογία), στην προσπάθειά του να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Λίγοι ερευνητές ή αναγνώστες είχαν το υπόβαθρο για να αξιολογήσουν υλικό από τόσα διαφορετικά πεδία, και έτσι μπορούσαν εύκολα να παρερμηνεύσουν, να παραβλέψουν ή και να αγνοήσουν τη θεωρία του, αντί να προσπαθήσουν να έλθουν σε επαφή με τον απίστευτα μεγάλο αριθμό πολύπλοκων ιδεών που αποτελούσαν ένα αναπόσπαστο μέρος της. Μια άλλη δυσκολία έγκειται επίσης στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Γιουνγκ δεν έγραφε καθαρά. Χρησιμοποιούσε συχνά συμβατικούς όρους με ιδιοσυγκρατικό τρόπο, χωρίς να επεξηγεί πλήρως αυθαίρετες μεταστροφές νοημάτων ή πολύπλοκων εννοιών.

Ο Γιουνγκ πέρασε ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Συνταξιοδοτήθηκε το 1946 και άρχισε να αποσύρεται από τη δημόσια ζωή μετά το θάνατο της συζύγου του το 1955. Μεταξύ των τελευταίων δημοσιεύσεών του συγκαταλέγονται τα έργα: «Aion» (1951), «Answer to Job» (1952) και «Mysterium Coniunctionis» (1955-56). Πέθανε σε ηλικία 85 ετών, στις 6 Ιουνίου του 1961, στη Ζυρίχη.
Οι τελευταίες του λέξεις, μαγνητοφωνημένες κατά την αυτοβιογραφική του αφήγηση από την Ανιέλα Γιάφφε (Aniela Jaffe), είναι οι ακόλουθες:
 «Ας έχουμε ένα πραγματικό καλό κόκκινο κρασί απόψε»!

Ειρήνη Τζελέπη από εδώ

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Άλφρεντ Άντλερ (1870-1937)

 


Ο Άλφρεντ Άντλερ γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1870 στη Βιέννη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος δημητριακών, μετανάστης από την Ουγγαρία, και τα εισοδήματα της εργασίας του επέτρεπαν στην οικογένεια να ζει μια άνετη μεσοαστική ζωή. Ο Άλφρεντ ήταν το τρίτο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας (πέντε αγόρια και δύο κορίτσια), εκ των οποίων το μεγαλύτερο ήταν αγόρι και το δεύτερο ήταν κορίτσι. Ο ίδιος ως παιδί ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο και ασθενικό. Υπέφερε από ραχίτιδα και σπασμούς της γλωττίδας, προβλήματα που τον έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο ασφυξίας και θανάτου όποτε φώναζε ή έκλαιγε. Αλλά και άλλες εμπειρίες κατά την παιδική του ηλικία τον είχαν θέσει σε άμεση επαφή με την εμπειρία και το φόβο του θανάτου. Ήταν μόλις τριών ετών όταν ο μικρότερος αδερφός του πέθανε στο διπλανό μόλις κρεβάτι από εκείνον. Ένα χρόνο αργότερα ο ίδιος εκδήλωσε πνευμονία και κινδύνευσε να πεθάνει. Αλλά και δύο φορές κατά την παιδική του ηλικία ξέφυγε από τον έλεγχο της μητέρας του και χάθηκε στους δρόμους. Οι φυσικές αδυναμίες που αντιμετώπιζε λόγω της κατάστασης της υγείας του έκαναν τους γονείς του υπερπροστατευτικούς μαζί του και η μητέρα του τον φρόντιζε πάντα ιδιαίτερα. Αργότερα ένιωσε να «εκθρονίζεται» από τη γέννηση του μικρότερου αδερφού του. Ζήλευε όμως πολύ και το μεγαλύτερο αδερφό του, Σίγκμουντ, και οι σχέσεις τους ήταν πάντα τεταμένες κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα από την πάλη του να ξεπεράσει την αδυναμία που βίωνε λόγω των προβλημάτων υγείας αλλά και το αίσθημα κατωτερότητας που αυτά του δημιουργούσαν. Οι γιατροί συνιστούσαν πάντα καθαρό αέρα για τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του, γι’ αυτό και οι γονείς του τον ενθάρρυναν να παίζει έξω από το σπίτι. Η επαφή με το παιχνίδι και τα άλλα παιδιά τού έδιναν δύναμη και θάρρος και άρχισε έτσι να αποκτά ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον. Πράγματι, η ζωή του ως παιδί στους δρόμους της συνοικίας Πέντσινγκ (τη σημερινή 13η συνοικία της Βιέννης) του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες. Ο ίδιος πάντα έλεγε αργότερα ότι την «ανθρωπογνωσία» του την οφείλει «στην καριέρα του ως παιδί στους δρόμους»! Οι αναμνήσεις από τα παιχνίδια αυτά ήταν πολύ ευχάριστες και σε όλη του τη ζωή αναζητούσε πάντα την παρέα και την υποστήριξη των άλλων στις δύσκολες στιγμές.

Η σχέση με τον πατέρα του ήταν ιδιαίτερα στενή και τρυφερή και τον θυμόταν πάντα να του λέει στους περιπάτους τους στα πάρκα της Βιέννης: «Άλφρεντ, μην είσαι ευκολόπιστος». Πράγματι, διερευνούσε πάντα επισταμένα οποιαδήποτε δήλωση ή πληροφορία πριν την δεχτεί χωρίς καμία αμφιβολία. Μια άλλη ανάμνηση από την παιδική του ηλικία, την οποία του άρεσε να διηγείται σε παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα στο σχολείο, ήταν σχετική με τη σχολική του απόδοση. Επρόκειτο για μια χρονιά κατά την οποία είχε πράγματι χάσει το ενδιαφέρον του για το σχολείο και είχε επίσης αποτύχει και στο μάθημα των μαθηματικών. Ο δάσκαλός του συνέστησε στον πατέρα του να τον στείλει για μαθητεία σε κάποιον υποδηματοποιό καθώς έκρινε ότι θα ήταν δύσκολο να καταφέρει ακόμη και να αποφοιτήσει από το σχολείο. Ο πατέρας του μόνο γέλασε όταν το άκουσε αυτό και εξέφρασε αποδοκιμασία για τα λόγια του δασκάλου. Αλλά κι ο ίδιος πήρε θάρρος και υπερηφάνεια από τη στάση του πατέρα του και αποφάσισε να δείξει στο δάσκαλό του τι μπορούσε πραγματικά να κάνει. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέβαλλε όλες του τις δυνάμεις για να αναπληρώσει τα κενά και σχεδόν έγινε πρώτος στην τάξη του στα μαθηματικά. Έκτοτε δεν αντιμετώπισε ξανά δυσκολίες στην απόδοσή του στο σχολείο.

Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από νεαρή ηλικία τον έκαναν να «ανακοινώσει» σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών την απόφασή του να γίνει γιατρός για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να πολεμήσει θανατηφόρες ασθένειες. Η απόφασή του αυτή δεν άλλαξε κατά την πορεία και έτσι εισήχθη στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης από την οποία αποφοίτησε το 1895. Η άποψη και η δεοντολογία του περί του ιατρικού επαγγέλματος διαμορφώθηκαν από σημαντικούς δασκάλους που γνώρισε οι οποίοι τόνιζαν ότι ο γιατρός πρέπει πάντα να αντιμετωπίζει τον ασθενή ως «ολότητα» και όχι μόνο ως μια συγκεκριμένη ασθένεια. Επίσης, ότι κάθε γιατρός, «αν θέλει να γίνει ένας καλός γιατρός, πρέπει πρώτα να γίνει ένας καλός άνθρωπος». Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων τον έλκυε ιδιαίτερα η ανθρωπιστική πλευρά του σοσιαλισμού που τόνιζε την ισότητα και τη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων και τη διατήρηση της δημοκρατικής παράδοσης μέσα στην κοινωνία. Έγινε και ο ίδιος ένας ένθερμος υποστηρικτής του κοινού μέσου ανθρώπου και αγωνίστηκε ενάντια στην καταπίεση των μαζών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων συνδέθηκε με μια ομάδα σοσιαλιστών φοιτητών μεταξύ των οποίων γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του, τη Ράισα Τιμόφεβνα Απστάιν (Raissa Timofeyewna Epstein), κοινωνική ακτιβίστρια από τη Ρωσία που σπούδαζε στη Βιέννη. Παντρεύτηκαν το 1897 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τη Βαλεντίνα (1898), την Αλεξάνδρα (1901), τον Κούρτ (1905) και τη Νέλλη (1909). Δύο από τα παιδιά του Άλφρεντ Άντλερ, η Αλεξάνδρα και ο Κούρτ, ακολούθησαν επίσης την επιστήμη της Ψυχιατρικής και διακρίθηκαν στο επάγγελμά τους.

Ο Άντλερ ξεκίνησε την καριέρα του στην Ιατρική ως οφθαλμίατρος αλλά σύντομα στράφηκε προς τη γενική παθολογία και άρχισε να λειτουργεί το ιατρείο του σε μια χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής τάξης συνοικία της Βιέννης. Εκεί κοντά λειτουργούσε και ένα γνωστό πάρκο ψυχαγωγίας-τσίρκο. Πολλοί ασθενείς του ήταν άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτό το τσίρκο, καλλιτέχνες και ακροβάτες, και οι ασυνήθιστες δυνάμεις αλλά και αδυναμίες αυτών των καλλιτεχνών τον οδήγησαν σε ιδιαίτερες παρατηρήσεις και νέες ιδέες σχετικά με τις έννοιες «σωματικής ελαττωματικότητας», του «αισθήματος κατωτερότητας» και της «υπεραναπλήρωσης». Πολλοί από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους περιέγραφαν ότι είχαν ανακαλύψει αλλά και αναπτύξει τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους βάσει μιας αίσθησης αδυναμίας ή και ασθένειας που είχαν βιώσει κατά την παιδική τους ηλικία. Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τον Άντλερ και τον οδήγησαν στο να εστιάσει ιδιαίτερα στην έννοια της «υπεραναπλήρωσης».

Ο Άντλερ έγινε ένας ιδιαίτερα δημοφιλής παθολόγος, υπόδειγμα εξυπηρετικού και καλόκαρδου οικογενειακού γιατρού. Δούλευε πάντα πολύ σκληρά γιατί αγαπούσε τη δουλειά του και τους ανθρώπους, αλλά και γιατί πάντα ένιωθε ότι «πρέπει» να προσπαθεί για να αναπληρώνει την αίσθηση αδυναμίας που είχε βιώσει από πολύ νωρίς στη ζωή του. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον του άρχισε να στρέφεται προς την Ψυχιατρική και το 1901 δέχτηκε επίσημη πρόσκληση συμμετοχής στις ομάδες επιστημονικών συζητήσεων που διοργάνωνε ο Σίγκμουντ Φρόιντ.

*ΑΝΤΛΕΡ & ΦΡΟΪΝΤ
Η σχέση με το Σίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε ουσιαστικά όταν ο ίδιος άρχισε να τοποθετείται δημόσια και να υπερασπίζεται τις απόψεις του Φρόιντ σχετικά με την ερμηνευτική των ονείρων, απόψεις οι οποίες είχαν δεχτεί μέχρι τότε ιδιαίτερα δυσμενή κριτική από τον τοπικό Τύπο. Το 1901 έλαβε επίσημα μια επιστολή από το Φρόιντ που τον προσκαλούσε να συμμετέχει σε μια σειρά επιστημονικών συζητήσεων. Οι συναντήσεις αυτές πραγματοποιούνταν κάθε Τετάρτη («Wednesday Society») στο σπίτι του Φρόιντ και αποτελούσαν ουσιαστικά την απαρχή δημιουργίας του ψυχαναλυτικού κινήματος. Εννέα χρόνια αργότερα, το 1910, ο Άντλερ, ως ένα από τα παλαιότερα μέλη, έγινε πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας της Βιέννης. Παρέμεινε μέλος της εταιρίας μέχρι το 1911 οπότε εκείνος και μια ομάδα υποστηρικτών του επίσημα αποσχίστηκαν από τη φροϊδική ψυχανάλυση (είχε προηγηθεί ο Καρλ Γιούνγκ). Η αποσκίρτηση αυτή φάνηκε να εξυπηρετεί τόσο τον Άντλερ όσο και το Φρόιντ καθώς είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα τεταμένη σχέση μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους ο Άντλερ διατηρούσε συχνά τις δικές του απόψεις για διάφορα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα, οι οποίες όμως διέφεραν σημαντικά από εκείνες του Φρόιντ. Συχνά επίσης αναφέρεται βιβλιογραφικά ότι ο Άντλερ ήταν μαθητής του Φρόιντ, κάτι το οποίο αποτελεί ένα μύθο. Ήταν συνάδελφοι, μάλιστα ο ίδιος ο Άντλερ όταν κάποτε θέλησε να πείσει ένα δημοσιογράφο (1929) γι’ αυτό, δεν δίστασε να του δείξει ένα αντίγραφο της επιστολής που του είχε στείλει ο Φρόιντ το 1901. Ήθελε έτσι να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν ήταν μαθητής του Φρόιντ αλλά ότι εκείνος τον είχε αναζητήσει και προσκαλέσει επίσημα προκειμένου να συζητήσουν τις επιστημονικές τους απόψεις.

Παρά τις διαφορές τους ο Άντλερ διατηρούσε πάντα μια βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό για το Φρόιντ. Όπως προαναφέρθηκε, είχε υποστηρίξει ιδιαίτερα τις απόψεις του Φρόιντ σχετικά με τα όνειρα και την ερμηνεία τους καθώς και την επιστημονική μέθοδο μελέτης και κλινικής προσέγγισής τους. Όμως οι διαφορές που είχαν προκύψει μεταξύ τους σε πολλά άλλα ζητήματα ήταν σημαντικές. Κατά τον Άντλερ, επικρατούσα αναπτυξιακή δύναμη του ανθρώπου δεν ήταν η λίμπιντο. Ο Άντλερ επικεντρωνόταν κυρίως στην κοινωνική σφαίρα και επιρροή, την οποία θεωρούσε εξίσου σημαντική με την ενδοψυχική κατάσταση του ατόμου. Η αίσθηση που αναπτύσσεται από το αίσθημα αδυναμίας/ κατωτερότητας ξεπερνά την επίδραση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης και της σεξουαλικότητας και η επίδραση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης αποτελούν τόσο σημαντικούς παράγοντες που ξεπερνούν την επίδραση της λίμπιντο. Παράλληλα, ο Φρόιντ δεν συμμεριζόταν τις σοσιαλιστικές απόψεις και τοποθετήσεις του Άντλερ.

Μετά την αποσκίρτηση από το ψυχαναλυτικό κίνημα ο Άντλερ ίδρυσε την Εταιρία Ατομικής Ψυχολογίας το 1912. Η επιστημονική ομάδα του Άντλερ αρχικά συμπεριελάμβανε ορθόδοξους οπαδούς του Νίτσε (Nietzsche) που πίστευαν ότι οι ιδέες του Άντλερ περί της δύναμης και του αισθήματος κατωτερότητας ήταν πιο κοντά σε αυτές του Νίτσε παρά στου Φρόιντ.

*Η ΑΝΤΛΕΡΙΑΝΗ ΣΧΟΛΗ
Μετά την αποσκίρτηση από το ψυχαναλυτικό κίνημα ο Άντλερ γνώρισε σημαντική επιτυχία και αναγνώριση στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια νέα θεωρία προσωπικότητας και μια ανεξάρτητη σχολή ψυχοθεραπείας. Ταξίδεψε πολύ δίνοντας διαλέξεις για ένα διάστημα μεγαλύτερο των 25 ετών προωθώντας συστηματικά την κοινωνικά προσανατολισμένη ψυχολογική θεωρία του. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ένα κίνημα στην ψυχολογία που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ή ακόμη και να υπερκεράσει άλλα, υποστηρίζοντας πάντα την αδιάσπαστη ενότητα και ολιστική θεώρηση της ψυχικής υγείας και την ιδέα της κοινωνικής ισότητας.

Κεντρικό ζήτημα της θεωρίας του ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου να υπερκεράσει το αίσθημα μειονεξίας/ σύμπλεγμα κατωτερότητας και ήταν ένας από τους πρώτους ψυχοθεραπευτές που αγνόησε το ψυχαναλυτικό ντιβάνι προτιμώντας τις δύο πολυθρόνες κατά την ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Αυτή η διάταξη, κατά τον ίδιο, επέτρεπε στο θεραπευτή και το θεραπευόμενο να παρευρίσκονται και να συνομιλούν ως ίσοι. Οι κλινικές παρεμβάσεις του Άντλερ έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της πρόληψης, ιδιαίτερα όσον αφορά σημαντικά προβλήματα εξελικτικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι καλύτεροι μέθοδοι πρόληψης κατά τον Άντλερ είναι η ενθάρρυνση και η προαγωγή του κοινωνικού ενδιαφέροντος και η καλλιέργεια του αισθήματος του «ανήκειν» μέσα στην οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία.

Η δημοτικότητά του οφειλόταν κυρίως στο ότι οι ιδέες του ενέπνεαν αισιοδοξία και ήταν απλές και κατανοητές στο ευρύ κοινό. Επίσης ο ίδιος έγραφε συχνά για το ευρύ κοινό, σε αντίθεση με το Φρόιντ και το Γιούνγκ οι οποίοι έγραφαν σχεδόν αποκλειστικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο.

Οι προσπάθειες μετάδοσης της θεωρίας του διακόπησαν με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου, περισσότερο από ποτέ, φάνηκε η σημασία της έννοιας του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Άντλερ υπηρέτησε ως γιατρός στον Αυστριακό στρατό. Μεταπολεμικά η φήμη του αυξήθηκε και πάλι σημαντικά. Από το 1921 ταξίδευε συχνά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ δίνοντας διαλέξεις σχετικά με τη Ατομική Ψυχολογία και το 1927 έγινε επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia. Από το 1930 άρχισε να δημιουργεί ένα σημαντικό αριθμό κλινικών για την καθοδήγηση των παιδιών στα δημόσια σχολεία της Βιέννης και άρχισε να εκπαιδεύει δασκάλους, κοινωνικούς λειτουργούς, ιατρούς και άλλους επαγγελματίες. Ο Άντλερ ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την εκπαίδευση των επαγγελματιών μέσω ζωντανών επιδείξεων με γονείς και παιδιά μπροστά σε ευρύ κοινό. Οι κλινικές που ίδρυσε αυξήθηκαν σταδιακά σε αριθμό και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και ο ίδιος ήταν πραγματικά ακούραστος στο να δίνει διαλέξεις και να κάνει γνωστό το έργο του.

Βασικές αρχές Ατομικής Ψυχολογίας 
 Ο Άλφρεντ Άντλερ είναι ο θεμελιωτής της Ατομικής Ψυχολογίας και θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος αυτός αφορά κυρίως το ενδιαφέρον του για την κατανόηση της ολότητας της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι μόνο απομονωμένων πλευρών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μια από τις έννοιες της λέξης «άτομο», κατά τον Άντλερ, είναι «ενιαία ή αδιάσπαστη ενότητα» και η έννοια αυτή αντιπροσώπευε περισσότερο από όλα το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σχετικά με την Ατομική Ψυχολογία. Δυστυχώς, η μετάφραση του όρου είναι ατυχής και μοιάζει να αφορά τη μελέτη του ανθρώπου ως άτομο και όχι ως μέλος μιας ευρύτερης ομάδας. Η θεωρία του Άντλερ όμως είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικο-ψυχολογική στη βάση της: το άτομο, κατά τον Άντλερ, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στα πλαίσια της συμμετοχής και αλληλεπίδρασής του με άλλα μέλη της κοινωνίας.

εδώ μαζί με τον Ferdinand Bimbaum
Κατά την Ατομική Ψυχολογία η ανάπτυξη του ανθρώπου και η εξέλιξη της προσωπικότητας ρυθμίζονται βάσει του αισθήματος μειονεξίας που βιώνει το άτομο και της τάσης του καθ’ όλη την πορεία της ζωής του να αναπληρώσει αυτό το συναίσθημα. Το άτομο προσπαθεί να αποκτήσει κύρος, δύναμη και αναγνώριση. Η επιθυμία αυτή προσκρούει σε διάφορα ατομικά ή κοινωνικά εμπόδια και άλλοτε συνειδητά ή ασυνείδητα αναπτύσσεται ένα αίσθημα αδυναμίας για το ξεπέρασμα των εμποδίων που ονομάζεται αίσθημα μειονεξίας. Το αίσθημα μειονεξίας, ενισχυόμενο και από τυχόν υπάρχοντα σωματικά ελαττώματα ή αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και ταπεινωτικές εμπειρίες, δημιουργεί στο άτομο το σύμπλεγμα κατωτερότητας, και αυτό πλέον καθορίζει και ρυθμίζει τη συμπεριφορά και την πορεία της ζωής του.

Το άτομο που αναπτύσσεται και διακατέχεται από το σύμπλεγμα κατωτερότητας διαμορφώνει μια εικόνα για τον εαυτό του ότι είναι «αδύναμο» και ότι δεν διαθέτει δυνάμεις και προσόντα για να πορευτεί στη ζωή του. Έτσι, αναζητά διαφορετικούς ή έμμεσους τρόπους για να μπορέσει να λάβει αναγνώριση και επιβεβαίωση και διαμορφώνει μια τάση αναπλήρωσης και διαμόρφωσης ενός προσωπικού πλάνου/ σχεδίου ζωής.

Το προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής αποτελεί τον προσανατολισμό και τη μεθοδολογία που αναπτύσσει το άτομο προκειμένου να ξεπεράσει τα εμπόδια και να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα της αναγνώρισης και της απόκτησης κύρους και δύναμης. Κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία δίνεται πάντα ιδιαίτερη σημασία στο προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής του ατόμου. Αυτό κρίνεται ως «υγιές» και «επικερδές» για το άτομο όταν τα προβλήματα που παρουσιάζονται αντιμετωπίζονται με τις υπάρχουσες προσωπικές δυνατότητες και δυνάμεις και με θεμιτά μέσα. Αντιθέτως, κρίνεται ως «λανθασμένο» και «άρρωστο» όταν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρησιμοποιούνται διαρκώς μηχανισμοί άμυνας που οδηγούν το άτομο σε μια λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό του.

Το προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής του ατόμου επηρεάζεται από τους ακόλουθους σημαντικούς παράγοντες:

-Τη σειρά γέννησης μέσα στην οικογένεια
Η αντλεριανή προσέγγιση είναι η μοναδική ψυχοθεραπευτική θεωρία και πρακτική που δίνει ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια και στη θέση που έχει ένα άτομο μέσα στην οικογένεια. Ο Άντλερ υποστηρίζει ότι υπάρχουν πέντε «ψυχολογικές θέσεις»: το άτομο να είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία από τα αδέρφια του, να είναι το δεύτερο παιδί από δύο μόνο αδέρφια, να είναι το μεσαίο, να είναι το μικρότερο σε ηλικία και, τέλος, να είναι το μοναδικό παιδί. Ο Άντλερ τονίζει ότι η σειρά γέννησης δεν είναι από μόνη της τόσο σημαντική όσο η ερμηνεία που δίνει κάθε άτομο σχετικά με τη θέση του μέσα στην οικογένεια. Η αντλεριανή ψυχολογία θεωρεί ότι τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι είναι κοινωνικά στη φύση τους και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις ενδο-οικογενειακές σχέσεις.

Ο Άντλερ παρατηρεί ότι πολλοί άνθρωποι συχνά απορούν που τα παιδιά της ίδιας οικογένειας διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Τελικά, όμως, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα παιδιά της ίδιας οικογένειας έχουν διαμορφωθεί στο ίδιο περιβάλλον. Αν και μοιράζονται κοινές πλευρές στον αστερισμό της οικογένειας, η ψυχολογική κατάσταση κάθε παιδιού είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων παιδιών λόγω της σειρά της γέννησής τους και της ερμηνείας που δίνουν τα ίδια σε αυτή.

-Τη σωματική ελαττωματικότητα
Η καλή σωματική διάπλαση και εμφάνιση ενισχύει το αυτοσυναίσθημα και διαμορφώνει ένα «υγιές» πλάνο/ σχέδιο ζωής, ενώ τα σωματικά ελαττώματα οδηγούν σε αίσθημα μειονεξίας και κατωτερότητας και την υιοθέτηση ενός εσφαλμένου πλάνου/ σχεδίου ζωής, το οποίο εμπεριέχει στοιχεία εγκατάλειψης των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, ή στοιχεία φόβου και επιθετικότητας.

-Το κοινωνικό ενδιαφέρον Το κοινωνικό ενδιαφέρον αποτελεί ίσως την πιο σημαντική και χαρακτηριστική ιδέα του Άντλερ. Ο όρος αναφέρεται στην επίγνωση του ατόμου ότι αποτελεί ένα κομμάτι της ανθρώπινης κοινότητας και στη στάση που υιοθετεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κόσμο γύρω του στην ευρύτερη κοινότητα. Ο όρος αναφέρεται επίσης στον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης που ξεκινά από την παιδική ηλικία περιλαμβάνει την προσπάθεια να βρει το άτομο τη θέση του στην κοινωνία και την ανάγκη του να έχει μια αίσθηση ότι ανήκει κάπου και συμβάλλει δημιουργικά στο σύνολο. Ο βαθμός στον οποίο μοιραζόμαστε με τους άλλους και ενδιαφερόμαστε για το συμφέρον τους αποτελεί δείκτη ψυχικής υγείας. Κατά τον Άντλερ, καθώς αναπτύσσεται το κοινωνικό ενδιαφέρον το αίσθημα κατωτερότητας και αποξένωσης του ατόμου μειώνεται σε ένταση. Τα άτομα που δεν αναπτύσσουν κοινωνικό ενδιαφέρον αποθαρρύνονται και καταλήγουν να νιώθουν σαν να ζουν στην «άχρηστη» πλευρά της ζωής.

Τύποι προσωπικότητας
Το 1945 ο Adler εισήγαγε την τυπολογία του περί της προσωπικότητας (τύποι προσωπικότητας). Ο τρόπος με τον οποίο κάθε άτομο αντιμετωπίζει το αίσθημα αδυναμίας/ κατωτερότητας και η επιτυχία ή η αποτυχία του να βγει από αυτή την κατάσταση δημιουργούν τον ιδιαίτερο τύπο κάθε ατόμου:

Κυριαρχικός τύπος: Εμφανίζει μεγάλο βαθμό δραστηριοποίησης για την επίτευξη του στόχου του. Παρουσιάζει, όμως, έλλειψη κοινωνικού ενδιαφέροντος, γεγονός που τον κάνει να φέρεται με έναν αντικοινωνικό τρόπο.

Δεκτικός τύπος: Παρουσιάζει έλλειψη δραστηριοποίησης και κοινωνικού ενδιαφέροντος, δηλαδή του πραγματικού ενδιαφέροντος για τους άλλους ανθρώπους, ενώ αναμένει από τους άλλους να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Πρόκειται για το άτομο που έχει χάσει την αυτονομία του, δεν γνωρίζει πως μπορεί να κάνει πράγματα για τον εαυτό του και, όταν έρχεται αντιμέτωπο με κάποια δυσκολία, απαιτεί διαρκώς από τους άλλους. 

Αποφευκτικός τύπος: Πρόκειται για τον τύπο προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα σε σημαντικούς τομείς της ζωής του. Η δραστηριοποίηση, η ενεργητικότητα και το αίσθημα κοινωνικότητας δεν είναι και τόσο ανεπτυγμένα. Το ίδιο το άτομο ανέπτυξε αυτά τα στοιχεία προσωπικότητας ως αποτέλεσμα της «ψυχρότητας» που ένιωσε κάποια στιγμή να υφίσταται στην κοινωνία, στοιχείο που ανέμενε ότι θα υφίσταται για πάντα. Γι’ αυτό και προσπαθεί «να αποδράσει» και να διατηρήσει μια απόσταση ασφαλείας από τους άλλους ανθρώπους.

Κοινωνικά χρήσιμος τύπος: Χαρακτηρίζεται από δραστηριοποίηση και ενεργητικότητα, στοιχεία που λειτουργούν αρμονικά με τις ανάγκες των άλλων γύρω του και είναι θετικά/ ευεργετικά για όλους.

Επίλογος
Ο Άλφρεντ Άντλερ ακολουθούσε πάντα ένα ιδιαίτερα φορτωμένο πρόγραμμα εργασίας αλλά έβρισκε πάντα χρόνο για να ασχολείται με τα αγαπημένα του χόμπι, όπως ήταν η μουσική και το τραγούδι, αλλά και η παρέα των φίλων του. Αγνόησε όμως τη συμβουλή των φίλων του να ελαττώσει τους ρυθμούς της δουλειάς του και συνέχισε να ακολουθεί το υπερφορτωμένο πρόγραμμά του, να κάνει περιοδείες και να κουράζεται πολύ. Ένα πρωινό, στις 28 Μαϊου 1937, βαδίζοντας στους δρόμους της σκωτσέζικης πανεπιστημιούπολης του Αμπερντίν προκειμένου να δώσει μια διάλεξή του, έπεσε, «χτυπημένος» από καρδιακή προσβολή. Εκείνη την ημέρα, μια ομάδα ακροατών είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει μια σειρά θερινών μαθημάτων Ατομικής Ψυχολογίας. Μάταια όμως περίμενε το δάσκαλό της. Ο Άλφρεντ Άντλερ δεν υπήρχε πια στη ζωή… Σε ηλικία 67 ετών, στο αποκορύφωμα ουσιαστικά των επιτυχιών του στις ΗΠΑ, ο Άντλερ αποχώρησε από τη ζωή, πρώτος από τους τρεις μεγάλους θεμελιωτές της σύγχρονης ψυχολογίας. Έπειτα από δυόμισι χρόνια, το 1939, τον ακολούθησε και ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης, ο Σίγκμουντ Φρόιντ….

Η Ατομική Ψυχολογία του Άντλερ συνάντησε ευρεία αποδοχή και επέδρασε σημαντικά σε όλους της τομείς της επιστήμης της Ψυχολογίας. Η θεωρία του ήταν δημοφιλής σε νέους φοιτητές ψυχολογίας αλλά και επαγγελματίες και η σημαντική επίδρασή της γίνεται φανερή και στα έργα των Έρικ Φρομ (Erich Fromm), Άμπραχαμ Μάσλοου (Abraham Maslow), Ρόλο Μαίη (Rollo May), Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney), Τζούλιαν Ρόττερ (Julian Rotter), Καρλ Ρότζερς (Carl Rogers) κά. Διεθνείς επιστημονικές οργανώσεις σήμερα συνεχίζουν να προωθούν και να προεκτείνουν το έργο του σε όλο τον κόσμο και διάφορες σχολές, ειδικευμένες στην Αντλεριανή Ψυχολογία, υφίστανται και διδάσκουν τη θεωρία και κλινική πρακτική της Ατομικής Ψυχολογίας.

Η πιο συνηθισμένη κριτική που αφορά το έργο του Άντλερ αναφέρεται κυρίως στον τρόπο γραφής και παρουσίασης της θεωρίας του. 
Όπως αναφέρεται, ο Άντλερ έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να αφιερώσει το χρόνο του για τη διαμόρφωση της θεωρίας του και στο να διδάξει τους άλλους τις βασικές ιδέες της Ατομικής Ψυχολογίας. Έτσι έδωσε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρακτική και στη διδασκαλία και όχι τόσο στην οργάνωση και παρουσίαση μιας καλά ορισμένης και συστηματικής θεωρίας. Συνεπώς, ο τρόπος γραφής που παρουσιάζεται στο έργο του είναι συχνά δύσκολος. Επίσης πολλές από τις ιδέες του φαίνονται απλουστευτικές και μη εμπεριστατωμένες.


Σήμερα, η Ατομική Ψυχολογία έχει αναπτυχθεί περισσότερο και έχει βελτιωθεί σε σημαντικές πτυχές της θεωρίας της. Πολλές όμως από τις αρχικές έννοιες της θεωρίας του Άντλερ έχουν διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολο να επικυρώσουν εμπειρικά τις βασικές υποθέσεις της θεωρίας. Ορισμένες βασικές ιδέες ήταν ευρείες στη φύση τους και φτωχά ορισμένες, όπως οι έννοιες για την πάλη για ανωτερότητα, για τη δημιουργική δύναμη του εαυτού και το σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ο Άντλερ είχε επικριθεί ουσιαστικά γιατί στήριξε ένα σημαντικό μέρος της θεωρίας του σε μια ψυχολογία κοινής λογικής και σε ιδέες υπεραπλουστευμένων συμπλεγμάτων.

Άρθρο της  Ειρήνης Τζελέπη  από εδώ