Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο (Κεφ 1)





Ο δρ Π. ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός, πολύ γνωστός για χρόνια σαν τραγουδιστής και, αργότερα, σαν καθηγητής στο τοπικό Ωδείο. Εκεί, για πρώτη φορά, παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα στις σχέσεις του με τους φοιτητές του. 
Μερικές φορές, όταν ένας φοιτητής παρουσιαζόταν μπροστά του, ο δρ Π. δεν κατάφερνε να τον αναγνωρίσει ή, για την ακρίβεια, δεν αναγνώριζε το πρόσωπο του. 
Από τη στιγμή, όμως, που θα μιλούσε, μπορούσε να τον αναγνωρίσει από τη φωνή του. Τέτοια επεισόδια συνεχώς πολλαπλασιάζονταν προκαλώντας αμηχανία, σύγχυση, κάποιο φόβο και μερικές φορές το γέλιο. Γιατί όχι μόνο ο δρ Π. αποτύγχανε όλο και συχνότερα να δει τα πρόσωπα, αλλά άρχισε να βλέπει και πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καθώς  περπατούσε κεφάτα στο δρόμο, χτυπούσε χαϊδευτικά τους πυροσβεστικούς κρουνούς και τα παρκόμετρα, παίρνοντας τα για κεφάλια παιδιών,  υποκλινόταν με φιλοφρόνηση στα έπιπλα, λίγο ενοχλημένος που δεν του το ανταπέδιδαν. 

Στην αρχή αυτά τα περίεργα λάθη προκαλούσαν το γέλιο σαν αστεία, ακόμα και στον ίδιο το δρ Π. Δεν είχε πάντα, έτσι κι αλλιώς, μια ιδιόρρυθμη αίσθηση χιούμορ και δεν πέρναγε τον καιρό του με παράξενα ευφυολογήματα και χωρατά; Οι μουσικές του δυνατότητες παρέμεναν πάντα το ίδιο εντυπωσιακές. Δεν αισθανόταν άρρωστος, ποτέ δεν είχε αισθανθεί καλύτερα, και τα λάθη του ήταν τόσο παράλογα —και τόσο εφευρετικά— που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι σοβαρά ή να κρύβουν το οτιδήποτε σοβαρό. 

Η ιδέα πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» δε θα γεννιόταν παρά περίπου τρία χρόνια αργότερα, όταν του παρουσιάστηκε διαβήτης. Γνωρίζοντας πως ο διαβήτης προσβάλλει τα μάτια, ο δρ Π. συμβουλεύτηκε έναν οφθαλμίατρο που του πήρε το ιστορικό και εξέτασε προσεχτικά τα μάτια του.

— Τα μάτια σας δεν έχουν τίποτα, κατέληξε ο γιατρός, αλλά υπάρχει κάποιο πρόβλημα στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Δε χρειάζεστε τη δική μου βοήθεια, θα πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο.
Με αυτή, λοιπόν, την υπόδειξη ο δρ Π. έφτασε σε μένα.  

Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη συνάντησή μας είχε γίνει φανερό ότι δεν υπήρχε ίχνος άνοιας με τη συνηθισμένη της έννοια. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και γοητεία, που μιλούσε όμορφα και αβίαστα, με φαντασία και χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τον είχαν στείλει στην κλινική μας.   Και, εντούτοις, υπήρχε κάτι κάπως παράξενο. Καθώς μιλούσε με αντίκριζε, ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και, παρ' όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δύσκολο να εκφραστεί. Είχα την εντύπωση πως με αντίκριζε με τα
αυτιά του, όχι με τα μάτια του. Τα μάτια, αντί να με κοιτούν, να με «απορροφούν» φυσιολογικά, καθηλώνονταν σε διάφορα σημεία με τρόπο παράξενο και απότομο: πάνω στη μύτη μου, στο δεξί μου αυτί, χαμηλά στο μάγουλό μου, ψηλά στο δεξί μου μάτι, σαν να παρατηρούσε (ή σαν να μελετούσε) αυτά τα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, χωρίς, όμως, να βλέπει ολόκληρο το πρόσωπό μου, τις εκφράσεις μου όταν άλλαζαν, «εμένα» σαν σύνολο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το συνειδητοποίησα εκείνη ακριβώς τη στιγμή· υπήρχε μόνο κάτι παράδοξο που με βασάνιζε, κάποιο κενό στη φυσιολογική αλληλεπίδραση βλέμματος και έκφρασης. 
Με κοιτούσε, με ερευνούσε με το βλέμμα του και όμως...

— Τι νομίζετε ότι δεν πάει καλά; τον ρώτησα τελικά.

— Τίποτα που να με ενοχλεί, απάντησε χαμογελώντας, αλλά οι άλλοι δείχνουν να σκέφτονται ότι κάτι συμβαίνει με τα μάτια μου.

— Εσείς, όμως, δε νιώθετε ότι έχετε προβλήματα με την όραση σας;

—Όχι, όχι άμεσα, αλλά τυχαίνει να κάνω λάθη.

Έφυγα για λίγο από το δωμάτιο, για να μιλήσω στη γυναίκα του. Όταν επέστρεψα, ο δρ Π. καθόταν ήρεμα δίπλα στο παράθυρο, προσηλωμένος, ακούγοντας, μάλλον, παρά κοιτώντας έξω

— Κίνηση, είπε, ήχοι του δρόμου, μακρινά τρένα  συνθέτουν έναείδος συμφωνίας, δε νομίζετε; Γνωρίζετε την Pacific 234 του Honegger;

Τι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι σοβαρό; Άραγε θα μου επέτρεπε να τον εξετάσω;

— Ναι, φυσικά, δρ Sacks.  

Η ανησυχία μου εκτονώθηκε μέσα από την καταπραϋντική ρουτίνα της νευρολογικής εξέτασης και ίσως το ίδιο συνέβη και σ' αυτόν. Μυϊκή δύναμη, συντονισμός των κινήσεων, αντανακλαστικά, μυϊκός τόνος... 
Τη στιγμή που εξέταζα τα αντανακλαστικά του —υπήρχε κάποια ασήμαντη ανωμαλία στα αριστερά— συνέβη το πρώτο αλλόκοτο γεγονός.  Είχα βγάλει το αριστερό του παπούτσι και έξυνα το πέλμα του ποδιού του με ένα κλειδί —μια εξέταση αντανακλαστικού που μοιάζει ασήμαντη, αλλά είναι ουσιώδης— και μετά, ζητώντας συγνώμη για να βιδώσω το οφθαλμοσκόπιό μου, τον είχα αφήσει να το ξαναβάλει μόνος του. 
Ένα λεπτό αργότερα, με έκπληξη είδα ότι δεν το είχε βάλει ακόμα.

— Μπορώ να βοηθήσω; ρώτησα.

— Να βοηθήσετε σε τι; Να βοηθήσετε ποιον;

— Να βοηθήσω εσάς, για να βάλετε το παπούτσι σας.

— Α, έκανε, είχα ξεχάσει το παπούτσι, προσθέτοντας sotto voce: To  παπούτσι; Το παπούτσι; Έμοιαζε μπερδεμένος.

— Το παπούτσι σας, επανέλαβα. Ίσως θα 'πρεπε να το βάλετε.

Συνέχισε να κοιτάει κάτω, αν και όχι το παπούτσι, έντονα προσηλωμένος αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Τελικά το βλέμμα του εντοπίστηκε στο πόδι του:

— Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι;

Άκουσα λάθος; Είδε λάθος;

— Τα μάτια μου, εξήγησε και ακούμπησε το ένα χέρι στο πόδι του:  Αυτό
είναι το παπούτσι μου, έτσι δεν είναι;

—Όχι, δεν είναι, αυτό είναι το πόδι σας. Εκεί είναι το παπούτσι σας.

— Α, νόμιζα ότι αυτό ήταν το πόδι μου!  


Αστειευόταν; Ήταν τρελός; Ήταν τυφλός; Αν αυτό ήταν ένα από τα«παράξενα λάθη» του, ήταν το πιο παράξενο λάθος που είχα ποτέ συναντήσει.  Τον βοήθησα να βάλει το παπούτσι του (το πόδι του), για να  αποφύγω μεγαλύτερο μπέρδεμα. Ο ίδιος ο δρ Π. έμοιαζε ατάραχος, αδιάφορος και ίσως και να το διασκέδαζε κάπως. Συνέχισα την εξέτασή μου.  Η οπτική του οξύτητα ήταν καλή: δε δυσκολευόταν να δει μια καρφίτσα στο πάτωμα — αν και μερικές φορές την έχανε, αν ήταν τοποθετημένη στα αριστερά του.  Εντάξει, έβλεπε, αλλά τι έβλεπε; 
Άνοιξα ένα τεύχος του
National Geographic Magazine  και του ζήτησα να περιγράψει μερικές εικόνες.
Οι απαντήσεις του ήταν πολύ περίεργες. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, συλλαμβάνοντας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, απομονωμένα στοιχεία, όπως και προηγουμένως με το πρόσωπό μου. Ένα έντονο σημείο, κάποιο χρώμα, ένα σχήμα τραβούσαν την προσοχή του και του προκαλούσαν κάποιο σχόλιο, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συνελάμβανε τη σκηνή συνολικά. Δεν κατόρθωνε να δει το σύνολο, έβλεπε μόνο λεπτομέρειες που τις ξεχώριζε σαν να 'ταν τα φωτεινά σημεία στην οθόνη ενός ραντάρ. Ποτέ δε δημιουργούσε σχέση με την εικόνα σαν σύνολο, ποτέ δεν αντίκριζε, για να το πούμε έτσι, τη φυσιογνωμία της ίδιας της εικόνας. Δεν είχε καμιά απολύτως αίσθηση ενός τοπίου ή μιας σκηνής.
Του έδειξα το εξώφυλλο, μια συνεχή έκταση από αμμόλοφους της Σαχάρας.

— Τι βλέπετε εδώ; ρώτησα

— Βλέπω ένα ποτάμι, είπε. Και ένα μικρό πανδοχείο με τη βεράντα του πάνω από το νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε έξω στη βεράντα. Εδώ κι εκεί βλέπω χρωματιστές ομπρέλες ήλιου. 

Κοιτούσε —αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί κοίταγμα— ακριβώς επάνω από το εξώφυλλο, στον αέρα, και έπλαθε ανύπαρκτες μορφές, σαν η απουσία μορφών στη συγκεκριμένη εικόνα να τον είχε ωθήσει να φανταστεί το ποτάμι και τις βεράντες με τις χρωματιστές ομπρέλες.

Πρέπει να έδειξα εμβρόντητος, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι τα είχε μάλλον πάει καλά. Ένα μικρό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπο του.  Μετά, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψάχνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέλο του! 
Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα.
Αδυνατούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί, χρησιμοποιώντας τους όρους της συμβατικής νευρολογίας (ή νευροψυχολογίας). Σε μερικά σημεία ο δρ Π. παρουσιαζόταν ακέραιος, ενώ άλλα ήταν ολοκληρωτικά, ακατανόητα καταστραμμένα. ,
Πώς μπορούσε, από τη μια, να περνά τη γυναίκα του για καπέλο και, από την άλλη, να λειτουργεί, όπως εμφανώς συνέχιζε να το κάνει, σαν καθηγητής στο Ωδείο;Έπρεπε να σκεφτώ, να τον δω και πάλι, και να τον δω στο οικείο του περιβάλλον, στο σπίτι του.





Μερικές μέρες αργότερα επισκέφτηκα το δρ Π. και τη γυναίκα του,στο σπίτι τους, με τις παρτιτούρες των Dichterliebe  στο χαρτοφύλακα μου (ήξερα ότι αγαπούσε τον Σούμαν) και μια ποικιλία παράξενων αντικειμένων που θα μου χρησίμευαν για να εξετάσω την αντίληψη του.
Η κ. Π. με οδήγησε σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα που θύμιζε Βερολίνο fin-du-siecle. 
Ένα μεγαλόπρεπο παλιό Bosendorfer βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου και ολόγυρα υπήρχαν αναλόγια, όργανα, παρτιτούρες... Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν πίνακες, αλλά η μουσική σαφώς κυριαρχούσε. Ο δρ Π. μπήκε στο δωμάτιο, ελαφρά καμπουριαστός και αφηρημένος, προχώρησε με απλωμένο το χέρι προς το παλιό ρολόι του τοίχου, αλλά, ακούγοντας τη φωνή μου, διόρθωσε την κίνηση του και μου έδωσε το χέρι του. Χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε λίγο για τις τελευταίες συναυλίες και παραστάσεις. Δισταχτικά τον ρώτησα αν θα ήθελε να τραγουδήσει

.— Τα Dichterliebe !  αναφώνησε. Δεν μπορώ, όμως, πια να διαβάσω μουσική. Θα τα παίξετε εσείς;

Είπα ότι θα προσπαθούσα. Πάνω σ' αυτό το υπέροχο παλιό πιάνο,ακόμα και το δικό μου παίξιμο ακουγόταν σωστά, και ο δρ Π. ήταν ένας γέρος αλλά άπειρα μελωδικός Fischer-Dieskau που συνδύαζε ένα τέλειο αυτί με μια φωνή με την πιο κοφτερή μουσική ευστροφία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το Ωδείο δεν τον κρατούσε από φιλανθρωπία.
Οι κροταφικοί λοβοί του δρ Π. ήταν κατά τα φαινόμενα άθικτοι: είχε έναν υπέροχο μουσικό φλοιό. Τι δεν πήγαινε καλά, αναρωτήθηκα,στους βρεγματικούς και ινιακούς λοβούς του και ειδικότερα σε εκείνες τις περιοχές όπου εντοπίζονται οι διαδικασίες οι σχετικές με την όραση; Καθώς κουβαλάω διάφορα γεωμετρικά στερεά στη νευρολογική μου τσάντα, αποφάσισα να αρχίσω με αυτά.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα βγάζοντας το πρώτο από αυτά.

—Ένας κύβος, φυσικά.

— Και αυτό; ρώτησα κουνώντας μπροστά του ένα άλλο.

Ρώτησε αν μπορούσε να το εξετάσει, πράγμα το οποίο έκανε γρήγορα και συστηματικά.—Ένα δωδεκάεδρο, φυσικά. Και μην απασχολείστε με τα υπόλοιπα,θα βρω και το εικοσάεδρο.

Τα αφηρημένα σχήματα δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Τι συνέβαινε με τα πρόσωπα; Έβγαλα μια τράπουλα.Αναγνώρισε όλα τα χαρτιά στη στιγμή, μαζί και τους βαλέδες, τις ντάμες, τους ρηγάδες και τόν τζόκερ. Αλλά αυτά στο κάτω κάτω είναι στιλιζαρισμένα σχέδια και ήταν αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο έβλεπε πρόσωπα ή απλές μορφές. Αποφάσισα να του δείξω έναν τόμο με καρικατούρες που είχα στο χαρτοφύλακά μου. Εδώ, επίσης, τα πήγε γενικά καλά. Το πούρο του Ghurchill, η μύτη του Schnozzle: από τη στιγμή που έπιανε ένα χαρακτηριστικό-κλειδί, μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο. Αλλά τα σκίτσα είναι, επίσης, τυποποιημένα και σχηματικά. Έμενε να δει κανείς πώς θα τα κατάφερνε με αληθινά πρόσωπα, σε ρεαλιστική αναπαράσταση.

Άνοιξα την τηλεόραση, κρατώντας τον ήχο κλειστό, και έπεσα σε μια παλιά ταινία της Μπέτυ Ντέιβις. Διαδραματιζόταν μια ερωτική σκηνή.   Ο δρ Π. δεν αναγνώρισε την ηθοποιό, αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν στο ότι ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τις εκφράσεις του προσώπου της ή του προσώπου του παρτενέρ της, αν και, στη διάρκεια μιας και μοναδικής θυελλώδους σκηνής, αυτές οι εκφράσεις πέρασαν από το φλογερό πόθο σε πάθος, έκπληξη, αηδία και θυμό, για να καταλήξουν σε μια τρυφερή συμφιλίωση. 
Ο δρ Π. δεν έβγαζε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν πολύ ασαφής για το τι διαδραματιζόταν ή για το ποιος ήταν ποιος ή ακόμα για το αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Τα σχόλια του γι' αυτή τη σκηνή ήταν αυτά που θα έκανε ένας εξωγήινος.Έμενε μόνο μια περίπτωση: κάποιες από τις δυσκολίες του να συνδέονταν με τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτού του κόσμου από ζελατίνη, του κόσμου του Χόλιγουντ έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγνώριση προσώπων από την ίδια του τη ζωή. 





Στους τοίχους του διαμερίσματος υπήρχαν φωτογραφίες της οικογένειάς του, των συναδέλφων του, των μαθητών του, του ίδιου.  Μάζεψα μια στοίβα από αυτές και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς μου, του τις έδειξα. 
Αυτό που φαινόταν αστείο, σαν κάποια φάρσα, όταν μιλούσαμε για την ταινία, γινόταν τραγικό, όταν είχε να κάνει με την αληθινή ζωή. Γενικά δεν αναγνώρισε κανέναν: ούτε την οικογένειά του ούτε τους συναδέλφους του ούτε τους μαθητές του ούτε καν τον εαυτό του. Αναγνώρισε μόνο τον Άινσταϊν, επειδή απομόνωσε το χαρακτηριστικό μαλλί και το μουστάκι· το ίδιο συνέβη και με ένα ή δύο άλλα πρόσωπα.

— Α, ο Πωλ! είπε, όταν του έδειξα ένα πορτρέτο του αδελφού του.  Αυτό το τετράγωνο σαγόνι, αυτά τα μεγάλα δόντια... θα γνώριζα τον Πωλ οπουδήποτε.

Αλλά αναγνώριζε τον ίδιο τον Πωλ ή μόνο κάποια χαρακτηριστικά του, στα οποία και βασιζόταν για να κάνει μια λογική εκτίμηση όσο αφορά την ταυτότητα του προσώπου; Όταν δεν υπήρχαν ολοφάνερες ενδείξεις, ήταν εντελώς, απελπιστικά, χαμένος. Αλλά δεν ήταν απλώς η αναγνώριση, η γνώση, που ήταν προβληματική· υπήρχε κάτι το βαθιά λανθασμένο στο συνολικό τρόπο με τον οποίο ενεργούσε. 
Προσέγγιζε αυτά τα πρόσωπα —ακόμα και των κοντινών και αγαπητών του ανθρώπων— σαν να ήταν αφηρημένα παζλ ή τεστ. Δεν αποκτούσε σχέση με αυτά, δεν τα έβλεπε. Κανένα πρόσωπο δεν του ήταν οικείο,
δεν ήταν ιδωμένο σαν «εσύ», αλλά αναγνωριζόταν μόνο σαν ένα σύνολο χαρακτηριστικών, σαν «αυτό». Κατά συνέπεια, η συμβατική τυποποιημένη γνώση υπήρχε — ούτε ίχνος, όμως, προσωπικού στοιχείου. Και αυτό συνοδευόταν από αυτή την αδιαφορία ή την τύφλωση που είχε για τις εκφράσεις. 

Για όλους εμάς, ένα πρόσωπο είναι το ίδιο το άτομο που  κοιτάει προς τα έξω· βλέπουμε το άτομο διαμέσου του προσωπείου του (persona), της εικόνας που δείχνει προς τα έξω, διαμέσου του προσώπου του, δηλαδή. 
Αλλά για το δρ Π. δεν υπήρχε προσωπείο με αυτή την έννοια, κανένα εξωτερικό προσωπείο, και κανένα άτομο κρυμμένο πίσω από αυτό το προσωπείο.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι του, είχα σταματήσει και είχα αγοράσει ένα χτυπητό κόκκινο τριαντάφυλλο για την μπουτονιέρα μου. Το έβγαλα και του το έδωσα. Το πήρε σαν να ήταν βοτανολόγος ή μορφολογιστής που του έδιναν ένα σπάνιο δείγμα και όχι σαν κάποιος που του δίνουν απλώς ένα λουλούδι.

— Γύρω στις έξι ίντσες μήκος, σχολίασε. Μία καμπυλωτή κόκκινη φόρμα με ένα γραμμικό πράσινο στέλεχος.

— Ναι, είπα ενθαρρυντικά. Και τι νομίζετε ότι είναι, δρ Π.;

— Δεν είναι εύκολο να πει κανείς. (Έμοιαζε μπερδεμένος.) Λείπει η απλή συμμετρία των γεωμετρικών στερεών, αν και έχει μια δική του ανώτερη συμμετρία... Θα μπορούσε να είναι ένα φυτό με τους ανθούς  του ή ένα λουλούδι.

— Θα μπορούσε; ρώτησα.— Θα μπορούσε, με βεβαίωσε.

— Μυρίστε το, του πρότεινα φέρνοντάς τον και πάλι σε αμηχανία, λες και του είχα ζητήσει να μυρίσει κάποια ανώτερη συμμετρία.  Συμμορφώθηκε, παρ' όλα αυτά, με ευγένεια και το πλησίασε στη μύτη του. Ζωντάνεψε απότομα:

— Υπέροχο! αναφώνησε. Ένα πρώιμο τριαντάφυλλο. Τι ουράνια μυρωδιά!
Άρχισε να μουρμουρίζει: «Die Rose, die Lillie...» Έμοιαζε σαν η πραγματικότητα να του μεταβιβαζόταν μέσω της όσφρησης, όχι μέσω της όρασης.   Δοκίμασα ένα τελικό τεστ. Ήταν μια κρύα μέρα στην αρχή της άνοιξης και είχα αφήσει το παλτό μου και τα γάντια μου πάνω στον καναπέ.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα σηκώνοντας ένα γάντι.

— Μπορώ να το εξετάσω; ρώτησε και, παίρνοντάς το, άρχισε να το εξετάζει με τον ίδιο τρόπο που είχε εξετάσει τα γεωμετρικά σχήματα.

— Μία συνεχής επιφάνεια, ανακοίνωσε τελικά, αναδιπλωμένη στον εαυτό της. Μοιάζει να έχει, δίστασε, πέντε αποφύσεις, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη.

— Ναι, είπα επιφυλακτικά, μου δώσατε μια περιγραφή. Πείτε μου τώρα τι είναι.

— Κάποιο είδος θήκης;

— Ναι, είπα. Και τι θα μπορούσε να περιέχει αυτή η θήκη;

— Θα μπορούσε να περιέχει τα περιεχόμενά της! είπε ο δρ Π. γελώντας. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Θα μπορούσε να είναι ένα πουγκί για κέρματα, λόγου χάρη, για κέρματα πέντε μεγεθών. Θα μπορούσε ακόμ' ...

Διέκοψα αυτή την παράλογη ροή:
— Σας φαίνεται κάτι γνώριμο; Νομίζετε ότι θα μπορούσε να περιέχει, θα μπορούσε να ταιριάζει με ένα μέρος του σώματός σας; 

Καμιά λάμψη αναγνώρισης δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
(Αργότερα, εντελώς τυχαία, το έβαλε στο χέρι του και φώναξε: «Θεέ μου, μα είναι ένα γάντι!» Αυτό θυμίζει τον ασθενή του Kurt Goldstein, τον «Lanuti», που αναγνώριζε τα αντικείμενα μόνο όταν δοκίμαζε να τα χρησιμοποιήσει)

Κανένα παιδί δε θα είχε την ικανότητα να δει και να μιλήσει για «μια συνεχή επιφάνεια... αναδιπλωμένη στον εαυτό της», αλλά το οποιοδήποτε παιδί, το κάθε νήπιο θα αναγνώριζε αμέσως ένα γάντι σαν γάντι,θα το αντιμετώπιζε σαν κάτι οικείο, σαν κάτι που ταιριάζει με ένα χέρι.  Όχι ο δρ Π. Δεν αντιμετώπιζε τίποτα σαν οικείο. Οπτικά ήταν χαμένος σε έναν κόσμο αφηρημένων εννοιών, απογυμνωμένων από κάθε ζωή.Ήταν φανερό ότι είχε χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό οπτικό κόσμο, όπως είχε χάσει και το οπτικό του Εγώ. Μπορούσε να μιλάει  για αντικείμενα, αλλά δεν τα αντίκριζε καταπρόσωπο. Ο Hughlins Jackson λέει, μιλώντας για ασθενείς με αφασία και βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου, πως έχουν χάσει τη «θεωρητική» και «προτακτική» σκέψη και τους συγκρίνει με τα σκυλιά (ή, μάλλον, συγκρίνει τα σκυλιά με τους ασθενείς με αφασία). 
Ο δρ Π., από την άλλη, λειτουργούσε ακριβώς όπως λειτουργεί μία μηχανή. Όχι μόνο έδειχνε προς τον κόσμο την ίδια αδιαφορία που θα έδειχνε και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, αλλά—πράγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό— ανέλυε τον κόσμο όπως ένας υπολογιστής, μέσω χαρακτηριστικών-κλειδιών και σχηματικών σχέσεων.  Μπορούσε να αναγνωρίσει το σχήμα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο  «πορτρέτου-ρομπότ», χωρίς να συλλαμβάνει την ίδια την πραγματικότητα στο ελάχιστο.




Η εξέταση, που μέχρι στιγμής είχα κάνει, δε μου έλεγε τίποτα για τον εσωτερικό κόσμο του δρ Π. Ήταν δυνατό η οπτική του μνήμη και η φαντασία του να παρέμεναν άθικτες; Του ζήτησα να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει σε μια από τις πλατείες της πόλης από το βόρειο μέρος της, να τη διασχίζει στη φαντασία ή τη μνήμη του και να μου λέει τα κτήρια που θα πέρναγε περπατώντας. Απαρίθμησε τα κτήρια στα δεξιά του αλλά κανένα στα αριστερά του. Του ζήτησα μετά να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει στην πλατεία από το νότο. Και πάλι ανέφερε μόνο τα κτήρια που βρίσκονταν στα δεξιά του, παρόλο που ήταν ακριβώς αυτά που είχε παραλείψει προηγουμένως. Τα κτήρια που είχε προηγουμένως «δει» μέσα του δεν αναφέρονταν τώρα·πιθανώς δεν τα «έβλεπε» πια. Ήταν φανερό ότι οι δυσκολίες που είχε με την αριστερή του πλευρά αναφέρονταν τόσο στον εσωτερικό του,όσο και στον εξωτερικό κόσμο, διχοτομώντας τόσο την οπτική του μνήμη, όσο και τη φαντασία του.  
Τι συνέβαινε, σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με τις εσωτερικές του εικόνες, τη δυνατότητα εσωτερικής απεικόνισης; Έχοντας στο μυαλό μου τη σχεδόν ψευδαισθησιακή ένταση με την οποία ο Τολστόι αναπαριστά τους χαρακτήρες του και τους δίνει ζωή, ρώτησα το δρ Π. για την Άννα Καρένινα.
Θυμόταν τα γεγονότα χωρίς καμιά δυσκολία, κατείχε απόλυτα την πλοκή, αλλά παρέλειπε εντελώς τα οπτικά χαρακτηριστικά, τις περιγραφές και τις σκηνές οπτικής δράσης· θυμόταν τα λόγια των ηρώων αλλά όχι τα πρόσωπα τους· ενώ, όταν του το ζητούσα, μπορούσε να παραθέσει με την αξιοθαύμαστη μνήμη του, σχεδόν κατά λέξη, τις περιγραφές στο πρωτότυπο, γινόταν πια φανερό ότι γι' αυτόν ήταν εντελώς άδειες και δεν είχαν κανένα
αισθητηριακό, φαντασιακό ή συγκινησιακό περιεχόμενο. 
 Υπήρχε, λοιπόν, και μια εσωτερική αγνωσία
(Συχνά αναρωτήθηκα για τις οπτικές περιγραφές της Helen Keller κατά πόσο, δηλαδή,δεν είναι, παρ' όλη την ευγλωττία τους, κατά κάποιο τρόπο κενές με τον τρόπο του δρ Π.    Κατά πόσο μέσα από τη μεταφορά των εικόνων από τον απτικό χώρο στον οπτικό ή —ακόμα πιο εκπληκτικό— από το λεκτικό και το μεταφορικό χώρο στον αισθητηριακό και τον οπτικό, έφτανε σε μια τέτοια δύναμη οπτικής αναπαράστασης, αν και ο οπτικός της φλοιός δεν είχε ποτέ δεχτεί άμεσα ερεθίσματα από τα μάτια. Αλλά στην περίπτωση του δρ Π. ήταν ακριβώς ο φλοιός που είχε καταστραφεί, η οργανική προϋπόθεση κάθε εικονογραφικής αναπαράστασης. Είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό ότι δεν έβλεπε πια τα όνειρά του σε εικόνες, αλλά το «μήνυμα» των ονείρων μεταφερόταν με μη οπτικούς όρους )

Ήταν σαφές, όμως, ότι αυτό συνέβαινε μόνο με μερικά είδη νοερής απεικόνισης. Η απεικόνιση προσώπων και σκηνών, αφήγησης και πλοκής που αναφέρονταν στην όραση ήταν βαθιά διαταραγμένη, σχεδόν απούσα. Αλλά η απεικόνιση των σχημάτων ήταν άθικτη, ίσως και ενισχυμένη. Έτσι, όταν άρχισα μαζί του μια νοερή παρτίδα σκακιού, δεν είχε καμιά δυσκολία να αναπαραστήσει τη σκακιέρα ή τις κινήσεις και δε συνάντησε καμιά δυσκολία στο να με κατατροπώσει ολοκληρωτικά.
Ο Luria έλεγε για τον Zazetsky ότι είχε χάσει εντελώς την ικανότητα του να παίζει παιχνίδια, αλλά ότι η «παραστατική του φαντασία» ήταν άθικτη. Ο Zazetsky και ο δρ Π. ζούσαν σε κόσμους κατοπτρικούς. Αλλά η πιο θλιβερή διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι, όπως είπε ο Luria, οZazetsky «αγωνιζόταν για να ξανακερδίσει τις χαμένες του ικανότητες με την αδάμαστη επιμονή του καταδικασμένου», ενώ ο δρ Π. δεν αγωνιζόταν, γιατί δεν ήξερε τι είχε χαθεί, και στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν ότι κάτι είχε χαθεί, 
Αλλά ποιος ήταν ο πιο τραγικός καταραμένος: ο άνθρωπος που το ήξερε ή ο άνθρωπος που το αγνοούσε;

Όταν η εξέταση τέλειωσε, η κ. Π. μας φώναξε στο τραπέζι, όπου υπήρχε καφές και μια υπέροχη ποικιλία γλυκισμάτων. Λαίμαργα και μουρμουρίζοντας κάτι, ο δρ Π. όρμησε στα γλυκίσματα. Γοργά, με άνετες κινήσεις, χωρίς σκέψη, τράβηξε τους δίσκους προς το μέρος του και έπαιρνε γλυκίσματα από δω κι από κει και τα καταβρόχθιζε με ένα σχεδόν μελωδικό τρόπο, σαν να «τραγουδούσε» την τροφή του, μέχρις ότου ξαφνικά υπήρξε μια διακοπή: ένα βαρύ, επιτακτικό τακ τακ στην πόρτα. 
Αιφνιδιασμένος, ξαφνιασμένος, καθηλωμένος από τη διακοπή, ο δρ Π. σταμάτησε να τρώει και κάθισε παγωμένος, ακίνητος, στο τραπέζι με μια αδιάφορη, τυφλή σύγχυση στο πρόσωπο του. Κοιτούσε χωρίς πια να βλέπει το τραπέζι: δεν το αντιλαμβανόταν πλέον σαν ένα τραπέζι φορτωμένο με γλυκίσματα. 
Η γυναίκα του του έβαλε λίγο καφέ: το άρωμα ερέθισε τη μύτη του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα.Η μελωδία του γεύματος του συνεχίστηκε. Αναρωτιόμουνα πώς ήταν δυνατό να κάνει ο,τιδήποτε. Τι συνέβαινε όταν ντυνόταν, όταν πήγαινε στην τουαλέτα, όταν έκανε μπάνιο; Ακολούθησα τη γυναίκα του στην κουζίνα και τη ρώτησα πώς κατάφερνε, για παράδειγμα, να ντυθεί 

— Είναι ακριβώς όπως όταν τρώει, μου εξήγησε. Του βάζω τα συνηθισμένα του ρούχα στις συνηθισμένες τους θέσεις και ντύνεται χωρίς δυσκολία, τραγουδώντας μόνος του. Αλλά αν κάτι τον διακόψει, χάνει το νήμα και σταματά εντελώς, δε γνωρίζει τα ρούχα του ή και το ίδιο του το σώμα. Τραγουδά συνέχεια, τραγούδια του φαγητού, τραγούδια του μπάνιου, τραγούδια για τα πάντα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αν δεν το κάνει τραγούδι.
Ενώ μιλούσαμε, την προσοχή μου τράβηξαν οι πίνακες ζωγραφικής  στον τοίχο  

— Ναι, με πρόλαβε η κ. Π., ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος, όσο και τραγουδιστής. Η Σχολή εξέθετε τα έργα του κάθε χρόνο.Τους περιεργάστηκα αργά· ήταν τοποθετημένοι με χρονολογική σειρά. Όλη η πρώιμη δουλειά του ήταν νατουραλιστική και ρεαλιστική, με παραστατική διάθεση και ατμόσφαιρα, αλλά με προσεγμένη και ρεαλιστική λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι πίνακες γίνονταν λιγότερο παραστατικοί, λιγότερο συγκεκριμένοι, λιγότερο ρεαλιστικοί και νατουραλιστικοί, αλλά πολύ περισσότερο αφηρημένοι,ακόμα και γεωμετρικοί και κυβιστικοί. Στο τέλος, οι τελευταίοι του πίνακες γίνονταν παράλογοι, ή τουλάχιστον παράλογοι για μένα, απλές χαώδεις γραμμές και κηλίδες μπογιάς. Το σχολίασα στην κ. Π.

— Α, εσείς οι γιατροί είστε τόσο ακαλλιέργητοι! αναφώνησε. Δεν μπορείτε να δείτε την
καλλιτεχνική εξέλιξη, πώς εγκατέλειψε το ρεαλισμό της πρώιμης περιόδου του και προχώρησε στην αφηρημένη, τη μη παραστατική τέχνη;

Όχι, δεν είναι αυτό, είπα στον εαυτό μου (αλλά απέφυγα να το πω στην καημένη την κ. Π.). Πράγματι, είχε. μετακινηθεί από το ρεαλισμό στο μη παραστατικό, στο αφηρημένο, δεν ήταν, όμως, ο καλλιτέχνης που εξελισσόταν, αλλά η παθολογία που προχωρούσε, οδεύοντας προς μια βαθιά οπτική αγνωσία, μέσα στην οποία η παραστατική δύναμη και  η φαντασία, η έννοια του συγκεκριμένου και η έννοια της πραγματικότητας χάνονταν και καταστρέφονταν. Αυτός ο τοίχος με τους πίνακες ήταν μία τραγική παθολογική έκθεση, μια έκθεση που ανήκε στο χώρο της νευρολογίας και όχι της τέχνης.Και όμως αναρωτήθηκα αν η κ. Π. δεν είχε εν μέρει δίκιο. Γιατί συχνά υπάρχει ένας αγώνας, και κάποτε, ακόμη περισσότερο,  μια σύγκρουση που φέρνει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της παθολογίας και της δημιουργίας. Ίσως στη διάρκεια της κυβιστικής του περιόδου να συνυπήρχαν η καλλιτεχνική και η παθολογική ανάπτυξη και να συγκρούονταν για να γεννήσουν μια πρωτότυπη μορφή· χάνοντας στο χώρο του συγκεκριμένου, κέρδιζε στο χώρο του αφηρημένου, αναπτύσσοντας μια μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι σε όλα τα δομικά στοιχεία της γραμμής, τα όρια, το περίγραμμα, αποκτώντας μια δύναμη σύλληψης σχεδόν ανάλογη ενός Πικάσο, για να βλέπει και να ζωγραφίζει αυτά τα αφηρημένα σύνολα, ενσωματωμένα και κανονικά χαμένα μέσα στο συγκεκριμένο...
μολονότι, στους τελευταίους πίνακες, φοβόμουν ότι υπήρχε μόνο χάος και αγνωσία.

Επιστρέψαμε στο μεγάλο δωμάτιο της μουσικής, με το Bosendorfer   στη μέση, όπου ο δρ Π. μουρμούριζε πάντα πάνω από την τελευταία τάρτα.

— Λοιπόν, δρ Sacks, μου είπε, απ' ό,τι καταλαβαίνω με βρίσκετε ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μπορείτε να μου πείτε τι βρίσκετε ότι δεν πάει καλά και να μου συστήσετε κάτι;

— Δεν μπορώ να σας πω τι δεν πάει καλά, απάντησα, αλλά θα σας πω τι βρίσκω εντάξει. Είστε ένας εξαίρετος μουσικός και η μουσική είναι η ζωή σας. Σε μια περίπτωση σαν τη δική σας, αυτό που θα συνέστηνα θα ήταν μια ζωή που να αποτελείται ολοκληρωτικά από μουσική. Η μουσική υπήρξε το κέντρο της ζωής σας, τώρα κάντε ολόκληρη τη ζωή σας μουσική.

Αυτά συνέβησαν εδώ και τέσσερα χρόνια· ποτέ δεν τον ξαναείδα, συχνά, όμως, αναρωτήθηκα για το πώς αντιλαμβανόταν τον κόσμο, δεδομένης της περίεργης απώλειας της εικόνας, της παραστατικής δύναμης του, και, από την άλλη, της τέλειας διατήρησης μιας έξοχης μουσικότητας. 
Πιστεύω ότι η μουσική γι' αυτόν είχε πάρει τη θέση της εικόνας. Δεν είχε εικόνα του σώματός του, είχε μουσική του σώματος του: γι' αυτό μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με την ευχέρεια που είχε,αλλά σταμάταγε εντελώς μπερδεμένος, αν αυτή η «εσωτερική μουσική» σταματούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τον εξωτερικό του κόσμο*...
(Έτσι, όπως έμαθα αργότερα από τη γυναίκα του, αν και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους μαθητές του όσο έμεναν ακίνητοι, αν έμεναν απλές «εικόνες», τους αναγνώριζε ξαφνικά μόλις κινούνταν. «Αυτός είναι ο Καρλ!» φώναζε. «Γνωρίζω τις κινήσεις του, τη μουσική του κορμιού του»)


Στο βιβλίο του  ''Ο κόσμος σαν αναπαράσταση και βούληση,''
ο Σοπενάουερ χαρακτηρίζει τη μουσική σαν «καθαρή βούληση». 
Φαντάζομαι πόσο θα τον συνάρπαζε ο δρ Π., ένας άνθρωπος που είχε εντελώς χάσει τον κόσμο σαν αναπαράσταση, έχοντάς τον, όμως, διατηρήσει σαν μουσική ή σαν βούληση.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ευτυχώς μέχρι το τέλος, γιατί, παρά τη βαθμιαία πρόοδο της νόσου (ένας μεγάλος όγκος ή μια εκφυλιστική διαδικασία στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου του), ο δρ Π. έζησε και δίδαξε μουσική μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.


 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Πώς να εξηγήσει κανείς την παράδοξη αυτή ανικανότητα του δρ Π.να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει ένα γάντι σαν ένα γάντι; 
Είναι φανερό ότι αδυνατούσε να κάνει μια γνωστικής φύσης κρίση, αν και ήταν παραγωγικότατος σε γνωστικές υποθέσεις. Η «κρίση» είναι μια ιδιότητα διαισθητική, προσωπική, περιεκτική και συγκεκριμένη, «βλέπουμε» πώς στέκονται τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο και σε σχέση με τον εαυτό τους. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση, αυτή η συσχέτιση, έλειπαν στο δρ Π. (παρότι η κρίση του, σ' όλες τις άλλες σφαίρες, ήταν άμεση και φυσιολογική). 
Οφειλόταν αυτό στην έλλειψη οπτικής πληροφορίας ή σε μια ελαττωματική επεξεργασία της οπτικής πληροφορίας; (Αυτή την εξήγηση θα έδινε ένας κλασικός, μηχανιστής νευρολόγος.) Ή υπήρχε κάτι το λανθασμένο στην ίδια τη στάση του δρ Π.,ώστε να μην μπορεί να συμμετάσχει σ' αυτό που έβλεπε;
Αυτές οι εξηγήσεις, ή τρόποι εξήγησης, δεν αλληλαποκλείονται· θα μπορούσαν, από διαφορετικούς δρόμους, να συνυπάρχουν και να είναι και οι δύο αληθινές. Και αυτό είναι κάτι το αποδεκτό στην κλασική νευρολογία, είτε λέγεται ρητά είτε υπονοείται σιωπηρά: υπονοείται από τον Macrae, όταν θεωρεί ανεπαρκή την εξήγηση περί εκπτωτικών σχημάτων ή περί ελαττωματικής οπτικής επεξεργασίας και απαρτίωσης· διατυπώνεται ρητά από τον Goldstein, όταν μιλάει για την «αφαιρετική στάση». Αλλά η αφαιρετική στάση, που επιτρέπει την «κατηγοριοποίηση», επίσης δεν προσφέρει κάποια εξήγηση στην περίπτωση του δρ Π. και ίσως ούτε και η έννοια της «κρίσης» γενικά. Διότι ο δρ Π.είχε αφαιρετική στάση και στην πραγματικότητα αυτό ήταν και το μόνο που είχε. Και ακριβώς αυτή η παράλογη αφαιρετικότητα της στάσηςτου —παράλογη γιατί αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο - τον καθιστούσε ανίκανο να αντιλαμβάνεται την ταυτότητα ή τα επιμέρους, τον έκανε ανίκανο να κρίνει.

Περιέργως, η νευρολογία και η ψυχολογία, αν και μιλάνε για οτιδήποτε άλλο, σχεδόν ποτέ δε μιλάνε για «κρίση» και, εντούτοις, είναι ακριβώς η κατάρρευση της κρίσης (είτε σε ειδικούς τομείς, όπως συνέβαινε με το δρ Π. είτε συνολικότερα, όπως σε ασθενείς με σύνδρομο Korsakov ή σύνδρομο μετωπιαίου λοβού· βλέπε πιο κάτω τα κεφάλαια 12 και 13) που αποτελεί την ουσία τόσων πολλών νευροψυχολογικών διαταραχών. 

Η κρίση και η ταυτότητα μπορεί να υφίστανται σοβαρές διαταραχές, αλλά η νευροψυχολογία ποτέ δε μιλά γι' αυτές.  Και, εντούτοις, είτε από φιλοσοφική άποψη (την άποψη του Καντ) είτε από εμπειρική και εξελικτική άποψη, η κρίση είναι η πιο σημαντική ιδιότητα που διαθέτουμε. Ένα ζώο, ή ένας άνθρωπος, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς «αφαιρετική στάση», αλλά θα εξαφανιστεί σε πολύ μικρό χρόνο, αν στερηθεί την κρίση. Η κρίση πρέπει να θεωρείται σαν η  πρώτη ιδιότητα της ανώτερης ζωής ή του νου και, εντούτοις, αγνοείται  ή ερμηνεύεται λανθασμένα από την κλασική (υπολογιστική) νευρολογία. 

Και αν αναρωτηθούμε πώς ένας τέτοιος παραλογισμός είναι δυνατός, θα βρούμε την απάντηση στις βάσεις ή στην εξέλιξη της ίδιας της νευρολογίας. 
Γιατί η κλασική νευρολογία (σαν την κλασική φυσική)  υπήρξε πάντοτε μηχανιστική, από τα μηχανικά ανάλογα του Hughlins Jackson ως τις αναλογίες με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που προκρίνονται σήμερα.  Φυσικά ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή
και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα πάντα στην κλασική νευρολογία είναι σωστά. 

Αλλά οι ψυχικές διαδικασίες που συνιστούν το είναι και τη ζωή μας δεν είναι απλά αφαιρετικές και μηχανικές, αλλά είναι εξίσου προσωπικές, και σαν τέτοιες περιλαμβάνουν όχι μόνο την ταξινόμηση και την κατηγοριοποίηση, αλλά και τη διαρκή κρίση και το συναίσθημα. Αν αυτό λείπει, μετατρεπόμαστε σε υπολογιστικές μηχανές, όπως ήταν ο δρ Π. Και αν με την ίδια κίνηση απαλείψουμε το συναίσθημα και την κρίση, το προσωπικό στοιχείο, από τις γνωστικές επιστήμες, τις μειώνουμε σε κάτι τόσο ελαττωματικό, όσο ο δρ Π., και ελαχιστοποιούμε τη δυνατότητα σύλληψης του συγκεκριμένου και του πραγματικού.
Είναι κωμική όσο και τρομαχτική η αναλογία της σύγχρονης μας νευρολογίας και ψυχολογίας με τον καημένο το δρ Π. Το συγκεκριμένο και το πραγματικό μάς είναι αναγκαία, όπως και σε αυτόν,
και αποτυγχάνουμε να τα δούμε, όπως αποτύγχανε και αυτός. 
Οι γνωστικές μας επιστήμες υποφέρουν οι ίδιες από μια αγνωσία, στην ουσία της όμοια με αυτή του δρ Π. 

Ο δρ Π. μπορεί, λοιπόν, να χρησιμεύει σαν μια προειδοποίηση και μια παραβολή γι' αυτό που συμβαίνει σε μία επιστήμη όταν χάνει το κριτικό της στοιχείο, το ατομικό και το προσωπικό στοιχείο, και γίνεται ολοκληρωτικά αφαιρετική και υπολογιστική. 
Υπήρξε για μένα πάντα λυπηρό το γεγονός ότι, λόγω συνθηκών ανεξάρτητων από τη θέληση μου, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, είτε για να συνεχίσω τις παρατηρήσεις και την έρευνα, όπως αυτές που περιέγραψα εδώ, είτε απλώς για να εξακριβώσω την παθολογία της νόσου.   Έχει κανείς πάντα το φόβο ότι μία περίπτωση είναι «μοναδική», ειδικά αν είναι τόσο εξαιρετική σαν του δρ Π. 
Αισθάνθηκα, λοιπόν, μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση που συνδυαζόταν με ανακούφιση, όταν, αρκετά τυχαία, βρήκα, φυλλομετρώντας το περιοδικό  Brain του 1956, μία λεπτομερή περιγραφή μιας καταπληκτικά όμοιας 
νευροψυ-χολογικά και φαινομενολογικά περίπτωσης (ίδιας, θα έλεγα), παρότι η
  υποκείμενη παθολογία (ένας οξύς κρανιακός τραυματισμός) και οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι συγγραφείς μιλάνε για την περίπτωσή τους σαν «μοναδική στη γραπτή ιστορία αυτής της διαταραχής και προφανώς δοκίμασαν την ίδια έκπληξη με μένα μπροστά στα ίδια τους τα ευρήματα*   
Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο πρωτότυπο άρθρο των Macrae και Trolle (1956), του οποίου παραθέτω εδώ μία σύντομη παράφραση με αποσπάσματα από το πρωτότυπο.

* Μόνο αφού ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο, βρήκα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια  μάλλον εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από την οπτική αγνωσία γενικά και την προσωπα-γνωσία ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, είχα πρόσφατα τη μεγάλη ευχαρίστηση να συναντή-σω το δρ Andrew Kertesz ο οποίος δημοσίευσε μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς μελέτες ασθενών με τέτοιες αγνωσίες (βλ. για παράδειγμα το άρθρο του γύρω από την οπτική αγνωσία, Kertesz 1979). Ο δρ Kertesz μου ανέφερε την περίπτωση ενός αγρότη που είχε αναπτύξει μια προσωπαγνωσία που δεν του επέτρεπε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα των αγελάδων του, και ενός άλλου ασθενούς, υπαλλήλου στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που πήρε το είδωλό του στον καθρέφτη για το διόραμα ενός πιθήκου. Όπως στην περίπτωση του δρ Π., έτσι και με τον ασθενή των Macrae και Trolle, αυτό το τόσο παράλογο λάθος γίνεται ειδικά στην αντίληψη του έμψυχου. Οι A.R. και Η. Damasio (βλ. άρθρο στο Mesulam 1985. σελ. 259-288, ή βλ. παρακάτω στο υστερόγραφο του κεφαλαίου 8) έχουν αρχίσει μία  λεπτομερή μελέτη των αγνωσιών γενικά και της οπτικής διεργασίας γενικότερα 
Ο ασθενής τους ήταν ένας νέος άντρας 32 ετών, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, με ένα κώμα τριών εβδομάδων «...παραπονιόταν μόνο για μια ανικανότητα να αναγνωρίσει πρόσωπα ακόμα και τα πρόσωπα της γυναίκας και των παιδιών του». Ούτε ένα πρόσωπο δεν του ήταν «οικείο», αν και υπήρχαν τρία πρόσωπα που μπορούσε να αναγνωρίσει· ήταν συνάδελφοι από τη δουλειά του: ο ένας με ένα τικ στο μάτι, ο άλλος με μία μεγάλη κρεατοελιά στο μάγουλο και ο τρίτος «επειδή ήταν τόσο ψηλός και αδύνατος, που δεν έμοιαζε με κανέναν». 

Ο καθένας από αυτούς, συμπεραίνουν οι Macrae και Trolle, «αναγνωριζόταν αποκλειστικά από το μοναδικό έντονο χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε». Γενικά, όμως (όπως ο δρ Π.), αναγνώριζε τους γνώριμους του μόνο από τις φωνές τους. Δυσκολευόταν ακόμα και να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη, όπως με λεπτομέρειες περιγράφουν οι Macrae και Trolle: «Συχνά στην πρώιμη φάση της ανάρρωσης του, ιδιαίτερα όταν ξυριζόταν, ρωτούσε αν το πρόσωπο που τον κοιτούσε ήταν όντως το δικό του και αν και ήξερε, από τα φυσικά χαρακτηριστικά του, πως δεν μπορούσε να είναι κανένα άλλο, σε πολλές περιπτώσεις έκανε γκριμάτσες ή έβγαζε τη γλώσσα του «ίσα για να σιγουρευτεί». Μελετώντας προσεχτικά το πρόσωπό του στον καθρέφτη, άρχισε σιγά σιγά να το αναγνωρίζει αλλά «όχι στη στιγμή», όπως στο παρελθόν βασιζόταν στα μαλλιά και στο περίγραμμα του προσώπου, καθώς και σε δύο μικρές ελιές στο αριστερό του μάγουλο.
Γενικά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα αντικείμενα «με μια ματιά», αλλά έπρεπε να ψάξει και να μαντέψει από ένα ή δύο χαρακτηριστικά·κάπου κάπου οι εκτιμήσεις του ήταν παράλογα εσφαλμένες, Ιδιαίτερα,σημειώνουν οι συγγραφείς, υπήρχε δυσκολία με τα έμψυχα.  Από την άλλη μεριά, απλά σχηματικά αντικείμενα —ψαλίδι, ρολόι,κλειδί κ.λπ.— δεν παρουσίαζαν δυσκολίες. Οι Macrae και Trolle σημειώνουν επίσης:
 «Η 
τοπογραφική μνήμη του ήταν παράξενη: υπήρχε το φαινομενικό παράδοξο ότι μπορούσε να βρει το δρόμο του από το σπίτι του στο νοσοκομείο και γύρω από αυτό, αλλά δεν μπορούσε να δώσει τα ονόματα των δρόμων που συναντούσε στην πορεία (αντίθετα από το δρ Π., παρουσίαζε και κάποια αφασία) και δε φαινόταν να σχηματίζει εικόνα της τοπογραφίας»
Ήταν φανερό, επίσης, ότι οι οπτικές μνήμες που είχε για τους ανθρώπους, ακόμα και πολύ παλιά, πριν από το ατύχημα, ήταν σοβαρά εξασθενημένες· υπήρχε η ανάμνηση της συμπεριφοράς, ή ίσως κάποιας ιδιομορφίας, αλλά όχι της οπτικής εμφάνισης ή του προσώπου. Ανάλογα, όταν τον ρωτούσαν προσεχτικά, γινόταν φανερό ότι δεν έβλεπε πια εικόνες στα όνειρά του. 
Έτσι, όπως συνέβαινε και με το δρ. Π,  δεν ήταν μόνο η οπτική αντίληψη αλλά η οπτική φαντασία και μνήμη, ουσιαστικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις της οπτικής αναπαράστασης, που ήσαν καταστραμμένες σε αυτό τον ασθενή, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσαν το προσωπικό στοιχείο, το οικείο, το συγκεκριμένο.

Ένα τελευταίο, χιουμοριστικό σημείο. Εκεί όπου ο δρ Π. θα μπέρδευε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ο άρρωστος του Macrae, το ίδιο ανίκανος να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, είχε ανάγκη, για να την αναγνωρίσει, από ένα ιδιαίτερο οπτικό σημάδι,
όπως «...ένα ευδιάκριτο είδος ρούχου, όπως ένα μεγάλο καπέλο»



Kεφ 1 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, 
μτφ Κώστα Ποτάγας.
                                                                                                    Επόμενο Κεφάλαιο  







Oliver Sacks - Απώλειες



Οι βασικοί όροι της νευρολογίας είναι η λέξη «έλλειμμα» ή αλλιώς «έκπτωση» (και «εκπτωτικά συμπτώματα») και σημαίνουν μια διαταραχή ή μια ανεπάρκεια της νευρολογικής λειτουργίας: απώλεια της γλώσσας, απώλεια της μνήμης, απώλεια της όρασης, απώλεια της δεξιοτεχνίας, απώλεια της ταυτότητας και μυριάδες άλλων «εκπτωτικών καταστάσεων» και απωλειών εξειδικευμένων λειτουργιών (ή ιδιοτήτων). 


Για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες (ένας άλλος ευνοούμενος όρος της νευρολογίας) διαθέτουμε στερητικές λέξεις κάθε είδους —αφωνία, αφημία, αφασία, αλεξία, απραξία, αγνωσία, αμνησία, αταξία— μια λέξη για κάθε εξειδικευμένη νευρική ή ψυχική λειτουργία από την οποία, εξαιτίας της ασθένειας, του τραυματισμού ή μιας ελλειμματικής ανάπτυξης, μπορεί να βρεθούμε στερημένοι.
Η επιστημονική μελέτη της σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου άρχισε στα 1861, όταν ο Broca, στη Γαλλία, βρήκε ότι οι ειδικές δυσκολίες στην εκπομπή της ομιλίας, η αφασία, ακολουθούσαν συστηματικά την καταστροφή ενός ιδιαίτερου τμήματος του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο στη νευρολογία του εγκεφάλου η οποία κατέστησε δυνατή, με την πάροδο των δεκαετιών, τη «χαρτογράφηση» του και την απόδοση εξειδικευμένων δυνατοτήτων —γλωσσικών, διανοητικών, αντιληπτικών κ.ά.— σε εξίσου εξειδικευμένα «κέντρα» του εγκεφάλου. Προς το τέλος του αιώνα, όμως, είχε γίνει φανερό πια σε πιο οξείς παρατηρητές —και πάνω από όλους στον Freud, στο βιβλίο του Αφασία—  ότι αυτός ο τύπος χαρτογράφησης ήταν υπερβολικά απλός, καθώς όλες οι ψυχικές επιδόσεις έχουν μια εγγενή εσωτερική δόμηση και πρέπει να έχουν μια εξίσου πολύπλοκη φυσιολογική βάση.   
Ο Freud διαισθάνθηκε αυτή την αλήθεια,ειδικότερα όσο αφορά ορισμένες συγκεκριμένες διαταραχές της αναγνώρισης και της αντίληψης, διαταραχές για τις οποίες έπλασε τον όρο  «αγνωσία». Πίστευε ότι κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής κατανόησης της αφασίας ή της αγνωσίας θα απαιτούσε μια νέα και πιο σύνθετη επιστήμη.

Η νέα επιστήμη της μελέτης του εγκεφάλου/νου, που προείδε ο Freud, ήρθε στη ζωή στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου,στη Ρωσία, σαν μια από κοινού δημιουργία του Α. R. Luria (και του πατέρα του, R. Α. Luria), του Leontev, του Anokhin, του Bernstein και άλλων, που της έδωσαν το όνομα «Νευροψυχολογία». Η ανάπτυξη αυτής της άπειρα καρποφόρας επιστήμης υπήρξε το έργο ζωής του Α. R. Luria. Στη Δύση έφτασε με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αν σκεφτούμε την επαναστατική της σημασία. Η συστηματική της ανάπτυξη έγινε σε ένα μνημειώδες βιβλίο, το
Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του  ανθρώπου (Higher Cortical Functions in Man, αγγλική μετάφραση 1966) και, με έναν εντελώς αλλιώτικο τρόπο, σε μια βιογραφία ή «παθογραφία», στο
Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο (The Man with a Shattered World,  αγγλική μετάφραση 1972). 

Παρότι αυτά τα βιβλία ήταν σχεδόν τέλεια στο είδος τους, υπήρχε ένας ολόκληρος τομέας που ο Luria δεν άγγιξε. Στις Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου  εξετάζονται αποκλειστικά οι λειτουργίες που ανήκουν στη δικαιοδοσία του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου· ο Zazetsky αντίστοιχα, ο ήρωας του Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο, είχε μια τεράστια  βλάβη στο αριστερό του ημισφαίριο, ενώ το δεξιό ήταν άθικτο. 

Πράγματι, ολόκληρη η ιστορία της νευρολογίας και της νευροψυχολογίας μπορεί να συνοψιστεί στην ιστορία της έρευνας του αριστερού ημισφαιρίου.   Ένας σημαντικός λόγος για την παραμέληση του
δεξιού ή «ελάσσονος ημισφαιρίου», όπως ονομαζόταν πάντα, είναι η δυσκολία με την οποία τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε σχέση με την ευκολία επίδειξης των συνεπειών μιας οποιασδήποτε βλάβης με ποικίλη εντόπιση, πάντα, όμως, στο αριστερό ημισφαίριο. Γινόταν η υπόθεση, συνήθως σε έναν περιφρονητικό τόνο, ότι το δεξιό ημισφαίριο είναι πιο «πρωτόγονο» από το αριστερό που εθεωρείτο σαν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης εξέλιξης. Και κατά μια έννοια αυτό είναι σωστό: το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο πολύπλοκο και πιο εξειδικευμένο και αποτελεί ένα πολύ πρόσφατο απόκτημα της εξέλιξης των πρωτευόντων και ειδικά του ανθρώπινου εγκεφάλου. 

Από την άλλη μεριά, το δεξιό ημισφαίριο είναι εκείνο που έχει κάτω από τον έλεγχό του τις κρίσιμες εκείνες δυνάμεις με τις οποίες αναγνωρίζεται η πραγματικότητα, δυνάμεις απαραίτητες για την επιβίωση του κάθε ζωντανού οργανισμού. 

Το αριστερό ημισφαίριο, σαν ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος προσαρτημένος στο βασικό εγκέφαλο της δημιουργίας,προορίζεται για την επεξεργασία προγραμμάτων και σχηματικών συλλήψεων παρόμοια, η κλασική νευρολογία είχε σαν κύρια ασχολία της τις σχηματικές αναπαραστάσεις σε βάρος της πραγματικότητας, έτσι που όταν τελικά ήρθαν σε φως μερικά από τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, θεωρήθηκαν εντελώς αλλόκοτα.   Στο παρελθόν είχαν γίνει κάποιες απόπειρες —για παράδειγμα από τον Anton στη δεκαετία του 1890 και από τον Potzl στα 1928— προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του δεξιού ημισφαιρίου, αλλά και αυτές, εντελώς παράδοξα, αγνοήθηκαν. Σε ένα από τα τελευταία του βιβλία, το  The Working Brain,
ο Luria αφιέρωσε ένα σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον τμήμα στα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, καταλήγοντας:

«Αυτά τα ελλείμματα, που προς το παρόν δεν έχουν καθόλου μελετηθεί,μας οδηγούν σε ένα από τα πιο βασικά προβλήματα, το ρόλο του δεξιού ημισφαιρίου στην άμεση συνείδηση... Η μελέτη αυτού του τεράστιας σημασίας τομέα έχει μέχρι τώρα αγνοηθεί... Θα αναλυθεί λεπτομερώς σε μια ειδική σειρά άρθρων... που η δημοσίευση τους ετοιμάζεται».

Πράγματι, ο Luria έγραψε τελικά μερικά από αυτά τα άρθρα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του, όταν πια ήταν θανάσιμα άρρωστος. Δεν πρόλαβε να τα δει να δημοσιεύονται και ούτε άλλωστε δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Ρωσία. Τα έστειλε στον R. L. Gregory στην Αγγλία και θα δημοσιευτούν στο βιβλίο του Gregory  Oxford Companion to the Mind.

Στις βλάβες του δεξιού ημισφαιρίου, οι δυσκολίες που ο ασθενής αντιμετωπίζει στον εσωτερικό του κόσμο συμπορεύονται με τις εξωτερικές δυσκολίες. Σέ ασθενείς με ορισμένα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου δεν είναι απλά δύσκολο, είναι αδύνατο να αντιληφθούν την ίδια την ύπαρξη των προβλημάτων τους, μια παράξενη και ειδική κατάσταση που ο Babinski αποκάλεσε «ανοσαγνωσία». Είναι ιδιαίτερα δύσκολο, ακόμα και στον πιο οξυδερκή και ευαίσθητο παρατηρητή, να αναπαραστήσει την εσωτερική εικόνα, την «κατάσταση» στην οποία  βρίσκονται αυτοί οι ασθενείς, γιατί πρόκειται για κάτι σχεδόν ασύλληπτο, πολύ μακριά από οτιδήποτε γνώρισε ποτέ αυτός ο ίδιος. Αντίθετα,τα σύνδρομα του αριστερού ημισφαιρίου μπορεί κανείς να τα φανταστεί σχετικά εύκολα. 



Παρότι, λοιπόν, τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου είναι όσο συχνά και του αριστερού —δε θα υπήρχε κανένας λόγος να μην είναι—
συναντάμε μέσα στη νευρολογική και νευροψυχολογική  φιλολογία χίλιες περιγραφές συνδρόμων του αριστερού ημισφαιρίου για καθεμιά περιγραφή ενός συνδρόμου του δεξιού ημισφαιρίου. 

Μοιάζει σαν τέτοια σύνδρομα να ήταν ξένα προς το όλο κλίμα της νευρολογίας. Ξένα σε τέτοιο βαθμό, που να απαιτούν έναν εντελώς νέο τύπο νευρολογίας, μια «προσωποποιημένη» ή, όπως προτιμούσε να την αποκαλεί ο Luria, μια «ρομαντική» επιστήμη·
γιατί σε αυτά ακριβώς μας αποκαλύπτεται το φυσικό υπόστρωμα της προσωπικότητας, του Εγώ


Ο Luria πίστευε ότι η ιδανική εισαγωγή για μια επιστήμη αυτού του είδους θα ήταν μια ιστορία, το λεπτομερές ιστορικό ενός ανθρώπου με μια βαθιά διαταραχή του δεξιού ημισφαιρίου, ένα ιστορικό που θα ήταν το άμεσο συμπλήρωμα και ο αντίποδας του Ανθρώπου με το θρυμματισμένο κόσμο.

Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα μου έγραφε:

 «Δημοσιεύστε τέτοιες ιστορίες και αν ακόμα πρόκειται για απλά σκαριφήματα. Πρόκειται για ένα χώρο ιδιαίτερα εντυπωσιακό». 


Ομολογώ ότι αυτές οι διαταραχές μού κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, γιατί ανοίγουν δρόμους ή αποκαλύπτουν κόσμους που μόλις υποψιαζόμασταν προηγουμένως, οδηγώντας προς μια πιο ανοιχτή νευρολογία και ψυχολογία, τόσο διαφορετικές από τη μάλλον δύσκαμπτη και μηχανιστική νευρολογία του παρελθόντος.Το ενδιαφέρον μου, λοιπόν, απορροφήθηκε λιγότερο από τα ελλείμματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου και περισσότερο από τις νευρολογικές διαταραχές που προσβάλλουν το ίδιο το Εγώ.    Αυτές οι διαταραχές μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές ποσοτικά κατηγορίες,παίρνοντας τόσο την κατεύθυνση της αναστολής, όσο και της υπερβολικής έξαρσης μιας λειτουργίας, και φαίνεται λογικό να τις εξετάσουμε χωριστά. 

Πρέπει, όμως, να πούμε από την αρχή ότι μια ασθένεια δεν περιορίζεται ποτέ σε μια απλή έλλειψη ή μια υπερβολή, αλλά ότι υπάρχει πάντα μια αντίδραση από τη μεριά του οργανισμού ή του ατόμου που έχει προσβληθεί, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει, να αντικαταστήσει, να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη και να διατηρήσει την ταυτότητά του, όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα που μετέρχεται γι' αυτό: η μελέτη και η επέμβαση πάνω σε αυτά τα μέσα, όσο και πάνω στην πρωτογενή προσβολή του νευρικού συστήματος, αποτελούν ουσιαστικό μέρος του ρόλου μας σαν γιατρών. 

Ο Ivy McKenzie το υποστηρίζει με ιδιαίτερη δύναμη:

«Τι είναι άλλωστε αυτό που συνιστά μια "νοσολογική οντότητα" ή μια "νέα ασθένεια"; 

Ο γιατρός δεν ασχολείται, όπως ο φυσιοδίφης, με ένα ευρύ φάσμα διάφορων οργανισμών θεωρητικά προσαρμοσμένων με ένα μέσο τρόπο σε ένα μέσο περιβάλλον, αλλά με ένα και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο, σαν υποκείμενο τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του».


Αυτή η δυναμική, αυτός ο «αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας», όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα ή τα αποτελέσματα ενός τέτοιου αγώνα, έχει αναγνωριστεί από την ψυχιατρική εδώ και πολύ καιρό και, όπως και άλλα σημεία, συνδυάζεται ιδιαίτερα με τη δουλειά του  Freud. 


Για παράδειγμα, ο Freud έβλεπε τις παραισθήσεις της παράνοιας όχι σαν πρωτογενή φαινόμενα αλλά σαν απόπειρες (αν και σε λανθασμένο δρόμο) για την αποκατάσταση, για την ανακατασκευή ενός κόσμου παραμορφωμένου, εξαιτίας ενός πλήρους χάους. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, ο Ivy McKenzic έγραψε:

«Η παθολογική φυσιολογία του παρκινσονικού συνδρόμου αποτελεί τη μελέτη ενός οργανωμένου χάους, ενός χάους που προκύπτει στην αρχή από την καταστροφή σημαντικών ενοτήτων και οργανώνεται, στη συνέχεια, με τη διαδικασία της αποκατάστασης επάνω σε μια ασταθή βάση».



Το βιβλίο μου Awakenings  ήταν η έκθεση της μελέτης ενός «οργανωμένου χάους» που προκύπτει από μια μοναδική, αν και πολύμορφη,ασθένεια. Αυτά που ακολουθούν εδώ αποτελούν μια σειρά από παρόμοιες μελέτες γύρω από καταστάσεις «οργανωμένου χάους», προϊόντα μιας μεγάλης ποικιλίας ασθενειών.


Στο πρώτο μέρος, που ακολουθεί αμέσως, με τίτλο «Απώλειες», η πιο σημαντική για μένα περίπτωση είναι   «0 άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο», αυτή η ειδική μορφή οπτικής αγνωσίας. Η  σημασία της είναι θεμελιώδης. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν μια ριζική πρόκληση απέναντι σε ένα από τα πιο εδραιωμένα αξιώματα της κλασικής νευρολογίας: την ιδέα ότι η εγκεφαλική βλάβη, η κάθε  εγκεφαλική βλάβη, καταργεί την «αφηρημένη και κατηγορική στάση» (με τους όρους του Kurt Goldstein), μειώνοντας το άτομο στο επίπεδο του συγκινησιακού και του συγκεκριμένου. (Μια πολύ ανάλογη άποψη είχε διατυπωθεί από τον Hughlins Jackson στη δεκαετία του 1860.) 
Στην περίπτωση του δρ Π., όμως, συναντάμε το εντελώς αντίθετο,
έναν άνθρωπο που έχει χάσει ολοκληρωτικά (έστω και μόνο στη σφαίρα της όρασης) τη δυνατότητα αντίληψης του συγκινησιακού, του συγκεκριμένου, του προσωπικού, του «πραγματικού»... και έχει περιοριστεί στο αφηρημένο και το κατηγορικό, με συνέπειες ιδιαίτερα παράλογες. Τι θα έλεγαν ο Hughlins Jackson και ο Goldstein γι'αυτό;

Πολλές φορές  τους ζήτησα στη φαντασία μου να εξετάσουν το δρ Π., για να τους ρωτήσω μετά: «Λοιπόν, κύριοι! Τι λέτε τώρα;»



Όλιβερ  Σακς

η Εισαγωγή στο πρώτο μέρος  με τίτλο "Απώλειες"
 από το βιβλίο του
"Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο - και άλλες κλινικές ιστορίες"

εκδ Καστανιώτη
μτφ Κώστας Ποτάγας



Όλιβερ Σακς -Πρόλογος στο "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο- και άλλες κλινικές ιστορίες"




Το να μιλάς για αρρώστιες είναι μια διασκέδαση που θυμίζει τις «Χίλιες και Μια Νύχτες». 

WILLIAM OSLER


Ο γιατρός (αντίθετα από το φυσιοδίφη) ασχολείται... με έναν και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο σαν υποκείμενο, τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του.

IVY MCKENZIE





Πρόλογος


«Το τελευταίο πράγμα που βάζει κανείς γράφοντας ένα βιβλίο», παρατηρεί ο Πασκάλ, «είναι αυτό που θα έπρεπε να βάζει πρώτο».   Έτσι, έχοντας γράψει, συγκεντρώσει και δώσει μορφή σε αυτές τις παράξενες ιστορίες, έχοντας επιλέξει έναν τίτλο και δύο προμετωπίδες, πρέπει τώρα να εξετάσω αυτά που έκανα και γιατί τα έκανα.


Η διπλή προμετωπίδα και η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αποσπάσματα της —και τελικά η αντίθεση που ο Ivy McKenzie επισημαίνει ανάμεσα στο γιατρό και το φυσιοδίφη— αντιστοιχεί σε μια προσωπική μου διττότητα: στο ότι αισθάνομαι εγώ ο ίδιος ταυτόχρονα γιατρός και φυσιοδίφης· και ότι ενδιαφέρομαι εξίσου για τις αρρώστιες και για τους ανθρώπους· ίσως, επίσης, γιατί είμαι εξίσου, αν και ατελώς, θεωρητικός και δραματουργός, είμαι εξίσου φτιαγμένος για το επιστημονικό και το ρομαντικό, και βρίσκω συνεχώς και τα δυο στην ανθρώπινη κατάσταση,όσο και στην κατάσταση της αρρώστιας που αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης κατάστασης· και τα ζώα αρρωσταίνουν, αλλά μόνο ο άνθρωπος πέφτει ολόκληρος μέσα στην αρρώστια.   
Η δουλειά μου, η ζωή μου, περιστρέφονται γύρω από τον άρρωστο,αλλά οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους με οδηγούν σε σκέψεις που ίσως σε άλλες καταστάσεις να μην έκανα. Σε τέτοιο βαθμό, που είμαι αναγκασμένος να ρωτήσω, όπως ο Νίτσε: «Όσο αφορά την αρρώστια: δε νιώθουμε σχεδόν τον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτή;» και να αντιλαμβάνομαι τις ερωτήσεις που ανακινεί σαν θεμελιώδεις για την κατανόηση της φύσης.

Σε μόνιμη βάση οι ασθενείς μου με ωθούν σε ερωτήματα και τα ερωτήματα μου με πιέζουν να γυρίσω σε ασθενείς και έτσι, στις ιστορίες ή μελέτες που ακολουθούν, υπάρχει μία διαρκής κίνηση από το ένα στο άλλο.


Μελέτες, σύμφωνοι· γιατί, όμως, διηγήσεις ή περιγραφές περιπτώσεων; 


Ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιστορική αντίληψη της ασθένειας, την ιδέα ότι η αρρώστια έχει μια πορεία από τα πρώτα σημεία που γνωστοποιούν την παρουσία της μέχρι την ακμή ή την κρίση της και την ευτυχή ή μοιραία λύση της. Ο Ιπποκράτης εισήγαγε έτσι το ιστορικό περιπτώσεως, μία περιγραφή, μία απεικόνιση, της φυσικής ιστορίας της νόσου, που εκφράζει ακριβώς η παλιά λέξη «παθολογία». Αυτού του τύπου οι ιστορίες είναι πράγματι μία μορφή φυσικής ιστορίας, αλλά δε μας λένε τίποτα για το άτομο και τη δική του ιστορία· δε μεταφέρουν τίποτε από το πρόσωπο, την εμπειρία του ίδιου του ατόμου, καθώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του και αγωνίζεται για την επιβίωσή του ενάντια σ' αυτή. Δεν υπάρχει «-υποκείμενο» σε ένα περιορισμένο ιστορικό· τα μοντέρνα ιστορικά αναφέρονται στο υποκείμενο με μια βιαστική φράση («θήλυ, τρισωμία 21, με αλφισμό») που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ποντίκι του εργαστηρίου, όσο και σε ένα ανθρώπινο ον. 

Για να ξαναδώσουμε στο ανθρώπινο ον την κεντρική του θέση —το ανθρώπινο υποκείμενο που υποφέρει, βασανίζεται, μάχεται— πρέπει να εμβαθύνουμε ένα ιατρικό ιστορικό στο επίπεδο μιας αφήγησης ή ενός διηγήματος· τότε μόνο έχουμε στη διάθεση μας ένα «ποιος», όπως ένα «τι», ένα αληθινό πρόσωπο, έναν ασθενή σε σχέση με μια αρρώστια,στη σχέση του με το σώμα.

Η ουσία της ύπαρξης του ασθενή σχετίζεται απόλυτα με τις ανώτερες περιοχές της νευρολογίας, όπως και της ψυχολογίας· εδώ η εμπλοκή της προσωπικότητας του ασθενή είναι ουσιαστική, έτσι που η μελέτη της ασθένειας και της ταυτότητας του δεν μπορούν να αποσυνδεθούν. Τέτοιες διαταραχές, καθώς και η περιγραφή και μελέτη τους, συνεπάγονται στην πραγματικότητα μία νέα ειδικότητα που θα έπρεπε να αποκαλέσουμε «νευρολογία της ταυτότητας», γιατί ασχολείται με τις νευρολογικές θεμελιώσεις της προσωπικότητας, με το προαιώνιο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο μυαλό και το νου. Είναι πιθανό το χάσμα ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό να είναι εκ των πραγμάτων ανυπέρβλητο·
παρ' όλα αυτά, οι ιστορίες που αναφέρονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα και στα δυο —και αυτές με συναρπάζουν ιδιαίτερα και αυτές (σε γενικές γραμμές) παρουσιάζω εδώ— μπορεί, παρ' όλα αυτά,να χρησιμεύουν στο να τα φέρουν πιο κοντά, να μας φέρουν ακριβώς επάνω στην τομή του φυσικού μηχανισμού και της ίδιας της ζωής, στη σχέση των φυσιολογικών διαδικασιών με τη βιογραφία.

Η παράδοση των πλούσια ανθρώπινων κλινικών διηγημάτων έφτασε την ακμή της στο 19ο αιώνα και ύστερα παρήκμασε με την επικράτηση μιας απρόσωπης νευρολογικής επιστήμης. 

Ο Luria έγραφε: «Η περιγραφική δύναμη, που ήταν τόσο κοινή στους μεγάλους νευρολόγους και ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, έχει τώρα σχεδόν εξαφανιστεί... Πρέπει να αναβιώσει». Οι τελευταίες του εργασίες, όπως το The Mind of a Mnemonist  και το  Τhe Man with a Shattered World,
είναι απόπειρες αναβίωσης αυτής της χαμένης παράδοσης. 

Έτσι, λοιπόν, τα ιστορικά που παρουσιάζονται σ' αυτό το βιβλίο ξαναγυρνούν στην παλιά παράδοση του 19ου αιώνα για την οποία μιλά ο Luria· στην παράδοση του πρώτου ιατρικού ιστορικού, του Ιπποκράτη· και στην οικουμενική και προ-ιστορική παράδοση την οποία ακολουθούσαν οι ασθενείς πάντα όταν διηγόνταν τις ιστορίες τους στους γιατρούς.

Οι κλασικοί μύθοι περιστρέφονται γύρω από αρχετυπικές μορφές, ήρωες, θύματα, μάρτυρες, πολεμιστές. Οι νευρολογικοί ασθενείς είναι όλα αυτά μαζί και —στις παράξενες διηγήσεις που περιλαμβάνει αυτό το βιβλίο— είναι και κάτι περισσότερο. 
Πώς μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε, μ' αυτούς τους μυθικούς και μεταφορικούς όρους, το «χαμένο ναυτικό» ή τις άλλες παράξενες μορφές αυτού του βιβλίου; Μπορούμε να πούμε πως είναι ταξιδιώτες σε αφάνταστες χώρες, χώρες για τις οποίες αλλιώς δε θα είχαμε την παραμικρή ιδέα ή σύλληψη. Να γιατί οι ζωές τους και τα ταξίδια τους έχουν για μένα μία ποιότητα μυθική, γιατί χρησιμοποίησα την εικόνα του Osler για τις Χίλιες και μια νύχτες  σαν προμετωπίδα και γιατί αισθάνομαι αναγκασμένος να μιλάω για διηγήματα και μύθους, όπως και για ιστορικά περιπτώσεων. Σε τέτοιες περιοχές το επιστημονικό και το μυθιστορηματικό έλκονται και τείνουν να συνυπάρξουν ο Luria αρεσκόταν να μιλά σ' αυτές τις περιπτώσεις για «ρομαντική επιστήμη». Συνυπάρχουν στην τομή του γεγονότος και του μύθου, στην τομή που χαρακτηρίζει (όπως στο βιβλίο μου Awakenings)
τις ζωές των ασθενών που εδώ γίνεται η διήγησή τους.  Αλλά τι γεγονότα!  Τι μύθοι!   Με τι θα μπορούσαμε να τους συγκρίνουμε; Δεν υπάρχουν κατάλληλα πρότυπα, μεταφορές ή μυθικά αρχέτυπα. Έφτασε, άραγε, ο καιρός για νέα σύμβολα, για νέα μυθικά πρότυπα;   Οχτώ από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου έχουν ήδη δημοσιευτεί. «Ο χαμένος ναυτικός», «Χέρια», «Οι Δίδυμοι» και  «Ο αυτιστικός καλλιτέχνης» στη  New York Review of Books  (1984 και 1985), και «Γουίτυ Τίκυ Ρέυ», «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» και «Αναπόληση» στη
London Review of Books  (1981,1983,1984), όπου μια συντομότερη εκδοχή του τελευταίου είχε τον τίτλο «Μουσικά αυτιά».  

«Με το αλφάδι» δημοσιεύτηκε στο The Sciences  (1985). Μία πολύ πρώιμη περιγραφή για μια από τις ασθενείς μου — που χρησίμευσε σαν«μοντέλο» για τη Ρόζα Ρ. στο Awakenings  και για την Ντέμπορα του ΑKind of Alaska, που ο Χάρολντ Πίντερ εμπνεύστηκε από αυτό το βιβλίο, βρίσκεται στην «Ακράτεια νοσταλγίας» (που δημοσιεύτηκε αρχικά σαν «Ακράτεια νοσταλγίας από τη χορήγηση L-Dopa» στο Lancet την άνοιξη του 1970). Από τα τέσσερα «Φαντάσματα» μου, τα δύο πρώτα είχαν δημοσιευτεί σαν κλινικές περιγραφές στην British Medical Journal (1984). Δύο σύντομα κομμάτια έχουν παρθεί από προηγούμενα βιβλία:«Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι» προέρχεται από το A Leg toStand On και οι «Οπτασίες της Χίλντεγκαρντ» από το Migraine.

Τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια είναι αδημοσίευτα και εντελώς καινούρια και γράφτηκαν όλα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1984.Έχω ένα μεγάλο χρέος προς τους εκδότες μου: πρώτα προς τον Robert Silvers της New York Review of Books και τη Mary-Kay Wilmers του
London Review of Books-  ύστερα προς την Kate Edgar, τον Jim Silbermanτης Summit Books της Νέας Υόρκης και τον Colin Haycraft του Duckworth του Λονδίνου, που έκαναν τόσα πολλά για να πάρει το βιβλίο την τελική του μορφή.Ανάμεσα στους συναδέλφους μου νευρολόγους, πρέπει να εκφράσω την ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου στον αείμνηστο δρ James Purdon Martin, στον οποίο έδειξα τις μαγνητοσκοπήσεις της «Χριστίνας» και του «κ. MacGregor» και συζητήσαμε εξαντλητικά γι' αυτούς τους ασθενείς, η «Ασώματη γυναίκα» και «Με το αλφάδι» τού εκφράζουν αυτή τη βαθιά μου υποχρέωση· στο δρ Michael Kremer, τον παλιό μου διευθυντή στο Λονδίνο, ο οποίος σε απάντηση στο A Leg to Stand On (1984) περιέγραψε μια αντίστοιχη δική του περίπτωση· και οι δύο παρουσιάζονται στον «Ανθρωπο που έπεσε από το κρεβάτι»· στο δρ Donald Macrae, του οποίου την απίθανη περίπτωση οπτικής αγνωσίας, σχεδόν κωμικά όμοια με τη δική μου, ανακάλυψα τυχαία μόνο δύο χρόνια αφού είχα γράψει τη δική μου και αναφέρεται σαν υστερόγραφο στον «Ανθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο»· και, όλως ιδιαιτέρως, στη στενή μου φίλη και συνάδελφο, τη δρ Isabelle Rapin, στη Νέα Υόρκη, που συζήτησε πολλές περιπτώσεις μαζί μου· μου γνώρισε τη Χριστίνα (την «Ασώματη γυναίκα») και είχε γνωρίσει τον Ζοζέ, τον «Αυτιστικό καλλιτέχνη» για πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα παιδί

Επιθυμώ να αναφέρω την αλτρουιστική βοήθεια και γενναιοδωρία των ασθενών (και σε μερικές περιπτώσεις των συγγενών των ασθενών)των οποίων τις ιστορίες γράφω εδώ, που αν και γνώριζαν (όπως συχνά συνέβη) ότι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να βοηθηθούν άμεσα, μου επέτρεψαν, και πολλές φορές με ενθάρρυναν, να γράψω για τη ζωή τους,με την ελπίδα ότι άλλοι θα μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν και ίσως, μια μέρα, να θεραπευτούν.
Όπως και στο Awakenings, τα ονόματα και μερικές λεπτομέρειες πάνω στις συνθήκες είναι αλλαγμένα για λόγους προσωπικής και επαγγελματικής εμπιστοσύνης, αλλά σκοπός μου ήταν να διατηρήσω την ουσία, την «αίσθηση» που αποπνέει η ζωή τους.Τέλος θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου —πολύ περισσότερο από ευγνωμοσύνη— στο δικό μου μέντορα και γιατρό, στον οποίο και αφιερώνω αυτό το βιβλίο.





Νέα Υόρκη
O.W.S.
10 Φεβρουαρίου 1985