Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Ο Ίρβιν Γιάλομ και το δώρο της ψυχοθεραπείας‏




Το ανθρώπινο μυαλό είναι μεγαλειώδες και πολλοί είναι οι άνθρωποι που, με το δικό τους πνευματικό μεγαλείο, έχουν ξεχωρίσει, δημιουργήσει και προσφέρει ριζικά στην κοινωνία. Καλλιτέχνες, επιστήμονες, συγγραφείς, ηγέτες, φιλόσοφοι!
Υπάρχουν, όμως, κάποιοι που μπορούν να συνδυάσουν επάξια πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Είμαι πολύ χαρούμενη που σήμερα θα αναφερθώ σε έναν άνθρωπο που, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι επιστήμονας, φιλόσοφος, συγγραφέας και καλλιτέχνης ταυτοχρόνως. Ένας άνθρωπος που με την πρωτοτυπία, την αφοσίωση και την ευαισθησία του έχει υπάρξει απόλυτος γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, αρωγός στην προσπάθεια ερμηνείας και ίασης του ψυχικού κόσμου, υπαρξιστής φιλόσοφος, πιστός στην έμφυτη τάση του ανθρώπου να εξυψώνεται, δημιουργός μερικών από τα διασημότερα βιβλία των τελευταίων δεκαετιών και εμπνευστής του φιλοσοφικού και επιστημονικού κόσμου εδώ και μισό αιώνα περίπου.
Αυτός είναι ο Irvin Yalom, ένα όνομα που σίγουρα θα μείνει σε πολλούς ανεξίτηλο.



Ο Yalom γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου του 1931 στην Ουάσιγκτον, γόνος μιας φτωχής εβραϊκής οικογένειας. Μεγάλωσε σε ένα υποβαθμισμένο και επικίνδυνο περιβάλλον, με αποτέλεσμα να αποφεύγει να παίζει στη γειτονιά, μένοντας σπίτι και διαβάζοντας βιβλία. Τη δεκαετία του 1950 εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και σπούδασε Ιατρική. Στη συνέχεια έκανε την πρακτική του στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital της Νέας Υόρκης και, έπειτα, ειδικεύτηκε ως ψυχίατρος στο νοσοκομείο Johns Hopkins. H εκπαίδευσή του ολοκληρώθηκε το 1960. Μαθητής και αργότερα συνεργάτης του γνωστού ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα Rollo May, ο Yalom ασχολήθηκε με την υπαρξιακή ψυχιατρική και έγινε γρήγορα γνωστός για την κλινική και ερευνητική ενασχόληση του με την ομαδική ψυχοθεραπεία. Λίγα χρόνια μετά, ξεκινά και η ακαδημαϊκή του καριέρα στο πανεπιστήμιο του Stanford. To 1963 εισχώρησε στην κοινότητα του Stanford, ενώ το 1968 ορκίστηκε ως επίτιμος καθηγητής ψυχιατρικής, αξίωμα που του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει ευρέως την υπαρξιακή του θεωρία και να μεταβιβάσει με καινοτομία το θεραπευτικό του πλαίσιο σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών.


Παράλληλα με την ακαδημαϊκή του πορεία, ο Yalom ασχολείται εκτενώς με την ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία, τόσο σε διάφορα νοσοκομεία και κλινικές όσο και σε προσωπική ψυχανάλυση με τους ασθενείς του. Όντας ήδη συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων και δοκιμίων, συγγράφει το πρώτο του βιβλίο “ Theory and Practice of Group Psychotherapy” ( « Θεωρία και πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας»), το οποίο έχει μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες και αποτελεί το βασικό εγχειρίδιο σε πολλές σχολές ψυχιατρικής και ψυχοθεραπείας σε όλο τον κόσμο. Ο ίδιος ακολουθεί τα βήματα των προκατόχων του υπαρξιστών φιλοσόφων και ψυχοθεραπευτών, ενσωματώνει όμως τις ιδέες τους σε ένα δικό του υπαρξιακό οικοδόμημα, βασική θεώρηση του οποίου είναι ότι ο άνθρωπος είναι ον φτιαγμένο να εξελίσσεται θετικά και να εξυψώνεται πνευματικά, αρκεί να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια που δεν επιτρέπουν αυτή τη θετική πορεία. Τα ψυχικά προβλήματα των σημερινών ανθρώπων είναι στην πλειοψηφία τους δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην ανθρώπινη επαφή, καθώς και αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα τρία μεγάλα υπαρξιακά θέματα: την ελευθερία, το θάνατο και το νόημα της ζωής. Ο Yalom δίνει, επίσης, μεγάλη έμφαση στις επιλογές και στην προσωπική ευθύνη. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κατηγορούν κάθε εξωγενή παράγοντα για τον προσωπικό εγκλωβισμό τους, αγνοώντας απλά ότι τα δεσμά τους είναι οι ίδιες οι επιλογές τους. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να βοηθήσει τον ασθενή( αν και ο Yalom αποφεύγει συνήθως τον όρο αυτό, προτιμώντας τον χαρακτηρισμό «συνταξιδιώτη») να λύσει τα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα της ζωής, να ξεπεράσει τα εμπόδια που αναστέλλουν την ψυχική του ανάπτυξη και να συνειδητοποιήσει τη δύναμη που έχει να καθορίζει τη ζωή του και να κάνει σωστές επιλογές. Ο Yalom δηλώνει ότι αντιμετώπιζε πάντα κάθε νέο ασθενή του με δέος για την προσωπική ιστορία που ήταν έτοιμος να του ξεδιπλώσει. Πιστεύει στη μοναδικότητα του κάθε ατόμου, γι’ αυτό και κατακρίνει σταθερά τις παγιωμένες μεθόδους και θεραπευτικές τεχνικές, υποστηρίζοντας ότι κάθε μοναδικό άτομο χρειάζεται και μία μοναδική θεραπεία.


Το ευρύ κοινό, ωστόσο, γνώρισε το συγγραφέα-Yalom, μέσω των πολυάριθμων διηγημάτων και μυθιστορημάτων του. Το 1974 εκδίδει το “ Everyday gets a little closer”, ένα πείραμα που έκανε με μία ασθενή του που βρισκόταν σε ψυχοθεραπεία, δείχνοντας την αναγκαιότητα της κατανόησης και την επικοινωνίας μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο. Το 1989 εκδίδεται το πολυαγαπημένο « O δήμιος του έρωτα», μια συλλογή δέκα διηγημάτων, που αποτελούν αληθινές περιπτώσεις ασθενών του συγγραφέα. Το πρώτο του best-seller έρχεται το 1992 και δεν είναι άλλο από το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται τις απαρχές της ψυχοθεραπείας, μέσα από μια φανταστική «ψυχανάλυση» ανάμεσα στον θρυλικό γιατρό Joseph Breuer και το Νίτσε. Ακολουθούν τα « Στο ντιβάνι»(1996), «Η μάνα και το νόημα της ζωής»(1999), «Το δώρο της ψυχοθεραπείας»(2001),«Η θεραπεία του Σοπενάουερ»(2005) και το πρόσφατο «Με το βλέμμα στον ήλιο: ξεπερνώντας τον τρόμο του θανάτου»(2008).


Το αναγνωστικό κοινό έχει αγαπήσει τα βιβλία του Yalom, γιατί εκτός από τη μαγευτική μυθοπλασία του και το συγγραφικό του ταλέντο, τις σελίδες τους διαπερνά μια συγκινητική αισιοδοξία, ευαισθησία και αγάπη για τον άνθρωπο. Το χιούμορ ,βεβαίως, έχει πάντα εξέχουσα θέση, ειδικότερα μέσω του αυτοσαρκασμού και της απόλυτης ειλικρίνειας του συγγραφέα τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους ασθενείς ή τους ήρωές του. Πολλά βιβλία του περιέχουν αποκαλυπτικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς ο ίδιος εξομολογείται πολλούς φόβους, όνειρα, σκέψεις και βιώματά του ( όχι πάντα και τόσο ευπρεπή!). Έχει γνωρίσει κάθε όψη της ανθρώπινης ζωής: ευτυχία και δυστυχία, νιάτα και γεράματα, θάνατο και αναγέννηση. Και μέσα από την πολύχρονη εμπειρία, έρευνα και «συνοδοιπορία» με τους ανθρώπους καταλήγει στο συμπέρασμα: « Για να ζήσεις τη ζωή στο μεδούλι της πρέπει να δεχτείς ότι τελειώνει. Για να πεθάνει κανείς καλά, πρέπει πρώτα να μάθει να ζει καλά».


Σήμερα ο Irvin Yalom είναι σχεδόν 80 χρονών, έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Συνεχίζει να εργάζεται, να δημιουργεί και να εμπνέει τις νέες γενιές ψυχοθεραπευτών. Θα αναρωτιέται κανείς γιατί στην αρχή χαρακτήρισα αυτόν τον άνθρωπο καλλιτέχνη. Καλλιτέχνης είναι αυτός που μπορεί από ένα απλό υλικό να δημιουργήσει κάτι νέο, όμορφο και δυνατό. Έτσι και αυτός. Μόνο που δεν εργάζεται ούτε με νότες ούτε με χρώματα. Δουλεύει με τους ανθρώπους, δουλεύει με τις ψυχές…

πηγή: ramnousia

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Οικογένεια, μαζί αλλά αλλιώτικα


[...]

Στην προηγούμενη συνάντησή μας με τους Μπράις είχαμε δουλέψει σκληρά παίρνοντας συχνά την πρωτοβουλία και διευθύνοντας τη συνέντευξη. Τώρα αλλάζαμε ξαφνικά  στάση, απαιτούσαμε, χωρίς να το λέμε, να προβάλει ενντότερη την παρουσία της η οικογένεια, ν αρχίσουν τα μέλη της να μιλάνε ο ένας στον άλλο.

Αν συνεχίζαμε όπως πρώτα, με ερωτήσεις, βολιδοσκοπήσεις , ερμηνείες, θα δημιουργούσαμε ένα επικίνδυνο  προηγούμενο δείχνοντας ότι παίρνουμε εμείς την ευθύνη να προωθήσουμε την αλλαγή. Δεν θα ήταν καθόλου τίμια συμπεριφορά απέναντι στην οικογένεια. Έπρεπε οι Μπράις να καταλάβουν απ την αρχή πως η πρωτοβουλία τους, η βούληση να παλέψουν, ν αγωνιστούν, να πιέσουν και να προσπαθήσουν, αποτελούσε ουσιαστικό συντελεστή για την καλή έκβαση της θεραπείας. Έτσι, βγαίνοντας ο Καρλ κι εγώ απότο στίβο, τους αναγκάζαμε, αρκετά σκληρά μάλιστα, ν αρχίσουν πάλι τις διασυνδέσεις μεταξύ τους. Η αναμονή μας ήταν κάτι σοβαρό και σπουδαίο.

Δεν πιέζουν έτσι όλοι οι θεραπευτές την οικογένεια να ανακαλύψει τη δική της πρωτοβουλία. Μερικοί πιστεύουν πως ηθεραπεία αποτελεί μια διδασκαλία, και πως ο θεραπευτής οφέιλει, σαν τον παραδοσιακό δάσκαλο, να κατευθύνει, να προσδιορίζει, να εμβ αθύνει και να εξηγέι, μ ένα λόγο να διδάσκει, σίγουρος κατά κανόνα για το αντικείμενό του. 

Εμείς όμως έχουμε πειστεί, πως η επιτυχημένη θεραπεία δεν είναι κάτι που "εφαρμόζεται" στην οικογένεια ή στο άτομο. Για μας η θεραπεία συνδέεται  με τη διαδικασία της ωρίμανσης, που πραγματοποιείται με τρόπο φυσικό στη ζωή των ανθρώπων και στις οικογένειες. Πιστεύουμε πως όλοι χωρίς εξαίρεση έχουν τη βούληση και την ανάγκη να επεκτείνουν και να εμπεδώσουν την πείρα τους. Και πως η οικογένεια, που ζητάει να θεραπευτεί, δεν είναι παρά ένα σύστημα, στο οποίο η λειτουργία αυτή έχει πάθει εμπλοκή.  Η θεραπεία είναι "παράγοντας"  καταλυτικός, που ελπίζουμε να βοηθήσει την οικογένεια να ελευθερώσει τις δικές της δυνάμεις. Βασιζόμαστε λοιπόν πάρα πολύ στην πρωτοβουλία της, με την πεποίθηση, πως να τα μέλη της δε μπορέσουν ν ανακαλύψουν την ικανότητά τους ν αλλάξουν, η θεραπεία δε θα χει αποτελέσματα με κάποια διάρκεια. Σαν το γονιό, που μαθαίνει το παιδί του να εξυπηρετείται μόνο του, έτσι κι εμείς, απ το ξεκίνημα κιόλας, ακόμη και σ αυτήν την αρχική σύγκρουση για την πρωτοβουλία, σκεφτόμαστε το τέλος της θεραπείας και αφήνουμε να εννοηθεί πως η οικογένεια πρέπει να μάθει να βρίσκει τις δικές της λύσεις, να εξυπηρετείται μόνη της, να μάθει πρώτα απ΄ όλα καθένας να φροντίζει για τη μοίρα του στη ζωή. 

Προσπαθούμε επίσης σ αυτό το πρώτο στάδιο της θεραπείας, ν αποφεύγουμε κάθε επανάληψη της αρχικής συνεδρίας.

Σ εκείνη τη συνέντευξη πήραμε εμείς την πρωτοβουλία , συγκεντρώσαμε την προσοχή μας στη δομή της οικογένειας , στο πλέγμα των σχέσεων, που καθένας θα συμφωνήσει ότι δε θα δυσκολευόταν να τη μαντέψει. Μαζέψαμε πληροφορίες ζητώντας απ την οικογένεια να μας πει, τι γινόταν σπίτι. Τώρα επιμέναμε ν αρχίσουν τα μέλη της να συνδέονται και να τσακώνονται μπροστά μας. Μεγάλωναν φανερά οι απαιτήσεις μας. Ζητούσαμε να δούμε τις αλληλεπιδράσεις τους, όχι ν ακούσουμε γι αυτές . Κι αυτό μεγάλωνε τη συνηθισμένη τους ένταση, τους τρόμαζε, καθώς συλλογίζονταν τις κατοπινές συνέπειες απ την απαίτησή μας κι αναρωτιόντουσαν, αν θα τολμήσουν να μας φανερώσουν την πραγματική διεργασία των σχέσεών τους . Ζητούσαμε να δούμε ΄΄ο,τι κανείς δεν είχε δει ως τότε. πώς καβγάδιζαν, πώς ζούσαν. 

Αύγουστος Νάπιερ, Καρλ Χουίτεκερ

"Οικογένεια, μαζί αλλά αλλιώτικα" 
(εκδ. Κεδρος) 


Carl Whitaker

Augustus Napier



Δύο αναγνωρισμένοι διεθνώς οικογενειακοί θεραπευτές, ο Αύγουστος Νάπιερ και ο Καρλ Χουίτεκερ, σας καλούν στο γραφείο τους για να παρακολουθήσετε τη θεραπευτική περιπέτεια των Μπράις. Πρόκειται για μια συνηθισμένη οικογένεια που αποτελείται από τον πατέρα Ντέιβιντ, δικηγόρο, την Κάρολιν, νοικοκυρά, αποξενωμένη από τον άντρα της, εξοργισμένη με τα παιδιά τους, την Κλώντια, επαναστατημένη έφηβο στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, τον νεαρό Ντόναλντ - "καλή είναι η οικογένειά μου, δε λέω, μόνο που... έχει τα χάλια της!" - και τη Λώρα, έξι χρονών, που καταλαβαίνει περισσότερα από τους μεγάλους.
Η οικογένεια σπαράζεται από ακατανόητες γι' αυτή δυνάμεις, που μολαταύτα είναι πολύ συνηθισμένες και απειλούν με διάλυση πολλές οικογένειες σήμερα. Οι θεραπευτές συμβουλεύουν και καθοδηγούν για την ανακάλυψη του κρυμμένου εχθρού και την εξουδετέρωσή του. Και, συχνά, ύστερα από μερικές συγκλονιστικές σκηνές του οικογενειακού δράματος, κλείνουν για μια στιγμή την αυλαία, για να μας εξηγήσουν επιστημονικά, μα απλά, καταστάσεις, διεργασίες και αντιδράσεις, αλλά και τους λόγους για την ανεπάρκεια της παλιάς, καθιερωμένης ψυχαναλυτικής θεραπευτικής μεθόδου.

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Άλφρεντ Άντλερ (1870-1937)

 


Ο Άλφρεντ Άντλερ γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1870 στη Βιέννη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος δημητριακών, μετανάστης από την Ουγγαρία, και τα εισοδήματα της εργασίας του επέτρεπαν στην οικογένεια να ζει μια άνετη μεσοαστική ζωή. Ο Άλφρεντ ήταν το τρίτο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας (πέντε αγόρια και δύο κορίτσια), εκ των οποίων το μεγαλύτερο ήταν αγόρι και το δεύτερο ήταν κορίτσι. Ο ίδιος ως παιδί ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο και ασθενικό. Υπέφερε από ραχίτιδα και σπασμούς της γλωττίδας, προβλήματα που τον έθεταν σε σοβαρό κίνδυνο ασφυξίας και θανάτου όποτε φώναζε ή έκλαιγε. Αλλά και άλλες εμπειρίες κατά την παιδική του ηλικία τον είχαν θέσει σε άμεση επαφή με την εμπειρία και το φόβο του θανάτου. Ήταν μόλις τριών ετών όταν ο μικρότερος αδερφός του πέθανε στο διπλανό μόλις κρεβάτι από εκείνον. Ένα χρόνο αργότερα ο ίδιος εκδήλωσε πνευμονία και κινδύνευσε να πεθάνει. Αλλά και δύο φορές κατά την παιδική του ηλικία ξέφυγε από τον έλεγχο της μητέρας του και χάθηκε στους δρόμους. Οι φυσικές αδυναμίες που αντιμετώπιζε λόγω της κατάστασης της υγείας του έκαναν τους γονείς του υπερπροστατευτικούς μαζί του και η μητέρα του τον φρόντιζε πάντα ιδιαίτερα. Αργότερα ένιωσε να «εκθρονίζεται» από τη γέννηση του μικρότερου αδερφού του. Ζήλευε όμως πολύ και το μεγαλύτερο αδερφό του, Σίγκμουντ, και οι σχέσεις τους ήταν πάντα τεταμένες κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα από την πάλη του να ξεπεράσει την αδυναμία που βίωνε λόγω των προβλημάτων υγείας αλλά και το αίσθημα κατωτερότητας που αυτά του δημιουργούσαν. Οι γιατροί συνιστούσαν πάντα καθαρό αέρα για τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του, γι’ αυτό και οι γονείς του τον ενθάρρυναν να παίζει έξω από το σπίτι. Η επαφή με το παιχνίδι και τα άλλα παιδιά τού έδιναν δύναμη και θάρρος και άρχισε έτσι να αποκτά ένα ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον. Πράγματι, η ζωή του ως παιδί στους δρόμους της συνοικίας Πέντσινγκ (τη σημερινή 13η συνοικία της Βιέννης) του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες. Ο ίδιος πάντα έλεγε αργότερα ότι την «ανθρωπογνωσία» του την οφείλει «στην καριέρα του ως παιδί στους δρόμους»! Οι αναμνήσεις από τα παιχνίδια αυτά ήταν πολύ ευχάριστες και σε όλη του τη ζωή αναζητούσε πάντα την παρέα και την υποστήριξη των άλλων στις δύσκολες στιγμές.

Η σχέση με τον πατέρα του ήταν ιδιαίτερα στενή και τρυφερή και τον θυμόταν πάντα να του λέει στους περιπάτους τους στα πάρκα της Βιέννης: «Άλφρεντ, μην είσαι ευκολόπιστος». Πράγματι, διερευνούσε πάντα επισταμένα οποιαδήποτε δήλωση ή πληροφορία πριν την δεχτεί χωρίς καμία αμφιβολία. Μια άλλη ανάμνηση από την παιδική του ηλικία, την οποία του άρεσε να διηγείται σε παιδιά που αντιμετώπιζαν προβλήματα στο σχολείο, ήταν σχετική με τη σχολική του απόδοση. Επρόκειτο για μια χρονιά κατά την οποία είχε πράγματι χάσει το ενδιαφέρον του για το σχολείο και είχε επίσης αποτύχει και στο μάθημα των μαθηματικών. Ο δάσκαλός του συνέστησε στον πατέρα του να τον στείλει για μαθητεία σε κάποιον υποδηματοποιό καθώς έκρινε ότι θα ήταν δύσκολο να καταφέρει ακόμη και να αποφοιτήσει από το σχολείο. Ο πατέρας του μόνο γέλασε όταν το άκουσε αυτό και εξέφρασε αποδοκιμασία για τα λόγια του δασκάλου. Αλλά κι ο ίδιος πήρε θάρρος και υπερηφάνεια από τη στάση του πατέρα του και αποφάσισε να δείξει στο δάσκαλό του τι μπορούσε πραγματικά να κάνει. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέβαλλε όλες του τις δυνάμεις για να αναπληρώσει τα κενά και σχεδόν έγινε πρώτος στην τάξη του στα μαθηματικά. Έκτοτε δεν αντιμετώπισε ξανά δυσκολίες στην απόδοσή του στο σχολείο.

Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε από νεαρή ηλικία τον έκαναν να «ανακοινώσει» σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών την απόφασή του να γίνει γιατρός για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να πολεμήσει θανατηφόρες ασθένειες. Η απόφασή του αυτή δεν άλλαξε κατά την πορεία και έτσι εισήχθη στην Ιατρική Σχολή της Βιέννης από την οποία αποφοίτησε το 1895. Η άποψη και η δεοντολογία του περί του ιατρικού επαγγέλματος διαμορφώθηκαν από σημαντικούς δασκάλους που γνώρισε οι οποίοι τόνιζαν ότι ο γιατρός πρέπει πάντα να αντιμετωπίζει τον ασθενή ως «ολότητα» και όχι μόνο ως μια συγκεκριμένη ασθένεια. Επίσης, ότι κάθε γιατρός, «αν θέλει να γίνει ένας καλός γιατρός, πρέπει πρώτα να γίνει ένας καλός άνθρωπος». Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων τον έλκυε ιδιαίτερα η ανθρωπιστική πλευρά του σοσιαλισμού που τόνιζε την ισότητα και τη συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων και τη διατήρηση της δημοκρατικής παράδοσης μέσα στην κοινωνία. Έγινε και ο ίδιος ένας ένθερμος υποστηρικτής του κοινού μέσου ανθρώπου και αγωνίστηκε ενάντια στην καταπίεση των μαζών καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων συνδέθηκε με μια ομάδα σοσιαλιστών φοιτητών μεταξύ των οποίων γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του, τη Ράισα Τιμόφεβνα Απστάιν (Raissa Timofeyewna Epstein), κοινωνική ακτιβίστρια από τη Ρωσία που σπούδαζε στη Βιέννη. Παντρεύτηκαν το 1897 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τη Βαλεντίνα (1898), την Αλεξάνδρα (1901), τον Κούρτ (1905) και τη Νέλλη (1909). Δύο από τα παιδιά του Άλφρεντ Άντλερ, η Αλεξάνδρα και ο Κούρτ, ακολούθησαν επίσης την επιστήμη της Ψυχιατρικής και διακρίθηκαν στο επάγγελμά τους.

Ο Άντλερ ξεκίνησε την καριέρα του στην Ιατρική ως οφθαλμίατρος αλλά σύντομα στράφηκε προς τη γενική παθολογία και άρχισε να λειτουργεί το ιατρείο του σε μια χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής τάξης συνοικία της Βιέννης. Εκεί κοντά λειτουργούσε και ένα γνωστό πάρκο ψυχαγωγίας-τσίρκο. Πολλοί ασθενείς του ήταν άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτό το τσίρκο, καλλιτέχνες και ακροβάτες, και οι ασυνήθιστες δυνάμεις αλλά και αδυναμίες αυτών των καλλιτεχνών τον οδήγησαν σε ιδιαίτερες παρατηρήσεις και νέες ιδέες σχετικά με τις έννοιες «σωματικής ελαττωματικότητας», του «αισθήματος κατωτερότητας» και της «υπεραναπλήρωσης». Πολλοί από αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους περιέγραφαν ότι είχαν ανακαλύψει αλλά και αναπτύξει τις ιδιαίτερες δυνάμεις τους βάσει μιας αίσθησης αδυναμίας ή και ασθένειας που είχαν βιώσει κατά την παιδική τους ηλικία. Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν εξαιρετικά σημαντικές για τον Άντλερ και τον οδήγησαν στο να εστιάσει ιδιαίτερα στην έννοια της «υπεραναπλήρωσης».

Ο Άντλερ έγινε ένας ιδιαίτερα δημοφιλής παθολόγος, υπόδειγμα εξυπηρετικού και καλόκαρδου οικογενειακού γιατρού. Δούλευε πάντα πολύ σκληρά γιατί αγαπούσε τη δουλειά του και τους ανθρώπους, αλλά και γιατί πάντα ένιωθε ότι «πρέπει» να προσπαθεί για να αναπληρώνει την αίσθηση αδυναμίας που είχε βιώσει από πολύ νωρίς στη ζωή του. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον του άρχισε να στρέφεται προς την Ψυχιατρική και το 1901 δέχτηκε επίσημη πρόσκληση συμμετοχής στις ομάδες επιστημονικών συζητήσεων που διοργάνωνε ο Σίγκμουντ Φρόιντ.

*ΑΝΤΛΕΡ & ΦΡΟΪΝΤ
Η σχέση με το Σίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε ουσιαστικά όταν ο ίδιος άρχισε να τοποθετείται δημόσια και να υπερασπίζεται τις απόψεις του Φρόιντ σχετικά με την ερμηνευτική των ονείρων, απόψεις οι οποίες είχαν δεχτεί μέχρι τότε ιδιαίτερα δυσμενή κριτική από τον τοπικό Τύπο. Το 1901 έλαβε επίσημα μια επιστολή από το Φρόιντ που τον προσκαλούσε να συμμετέχει σε μια σειρά επιστημονικών συζητήσεων. Οι συναντήσεις αυτές πραγματοποιούνταν κάθε Τετάρτη («Wednesday Society») στο σπίτι του Φρόιντ και αποτελούσαν ουσιαστικά την απαρχή δημιουργίας του ψυχαναλυτικού κινήματος. Εννέα χρόνια αργότερα, το 1910, ο Άντλερ, ως ένα από τα παλαιότερα μέλη, έγινε πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρίας της Βιέννης. Παρέμεινε μέλος της εταιρίας μέχρι το 1911 οπότε εκείνος και μια ομάδα υποστηρικτών του επίσημα αποσχίστηκαν από τη φροϊδική ψυχανάλυση (είχε προηγηθεί ο Καρλ Γιούνγκ). Η αποσκίρτηση αυτή φάνηκε να εξυπηρετεί τόσο τον Άντλερ όσο και το Φρόιντ καθώς είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια ιδιαίτερα τεταμένη σχέση μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους ο Άντλερ διατηρούσε συχνά τις δικές του απόψεις για διάφορα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα, οι οποίες όμως διέφεραν σημαντικά από εκείνες του Φρόιντ. Συχνά επίσης αναφέρεται βιβλιογραφικά ότι ο Άντλερ ήταν μαθητής του Φρόιντ, κάτι το οποίο αποτελεί ένα μύθο. Ήταν συνάδελφοι, μάλιστα ο ίδιος ο Άντλερ όταν κάποτε θέλησε να πείσει ένα δημοσιογράφο (1929) γι’ αυτό, δεν δίστασε να του δείξει ένα αντίγραφο της επιστολής που του είχε στείλει ο Φρόιντ το 1901. Ήθελε έτσι να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν ήταν μαθητής του Φρόιντ αλλά ότι εκείνος τον είχε αναζητήσει και προσκαλέσει επίσημα προκειμένου να συζητήσουν τις επιστημονικές τους απόψεις.

Παρά τις διαφορές τους ο Άντλερ διατηρούσε πάντα μια βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό για το Φρόιντ. Όπως προαναφέρθηκε, είχε υποστηρίξει ιδιαίτερα τις απόψεις του Φρόιντ σχετικά με τα όνειρα και την ερμηνεία τους καθώς και την επιστημονική μέθοδο μελέτης και κλινικής προσέγγισής τους. Όμως οι διαφορές που είχαν προκύψει μεταξύ τους σε πολλά άλλα ζητήματα ήταν σημαντικές. Κατά τον Άντλερ, επικρατούσα αναπτυξιακή δύναμη του ανθρώπου δεν ήταν η λίμπιντο. Ο Άντλερ επικεντρωνόταν κυρίως στην κοινωνική σφαίρα και επιρροή, την οποία θεωρούσε εξίσου σημαντική με την ενδοψυχική κατάσταση του ατόμου. Η αίσθηση που αναπτύσσεται από το αίσθημα αδυναμίας/ κατωτερότητας ξεπερνά την επίδραση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης και της σεξουαλικότητας και η επίδραση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης αποτελούν τόσο σημαντικούς παράγοντες που ξεπερνούν την επίδραση της λίμπιντο. Παράλληλα, ο Φρόιντ δεν συμμεριζόταν τις σοσιαλιστικές απόψεις και τοποθετήσεις του Άντλερ.

Μετά την αποσκίρτηση από το ψυχαναλυτικό κίνημα ο Άντλερ ίδρυσε την Εταιρία Ατομικής Ψυχολογίας το 1912. Η επιστημονική ομάδα του Άντλερ αρχικά συμπεριελάμβανε ορθόδοξους οπαδούς του Νίτσε (Nietzsche) που πίστευαν ότι οι ιδέες του Άντλερ περί της δύναμης και του αισθήματος κατωτερότητας ήταν πιο κοντά σε αυτές του Νίτσε παρά στου Φρόιντ.

*Η ΑΝΤΛΕΡΙΑΝΗ ΣΧΟΛΗ
Μετά την αποσκίρτηση από το ψυχαναλυτικό κίνημα ο Άντλερ γνώρισε σημαντική επιτυχία και αναγνώριση στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια νέα θεωρία προσωπικότητας και μια ανεξάρτητη σχολή ψυχοθεραπείας. Ταξίδεψε πολύ δίνοντας διαλέξεις για ένα διάστημα μεγαλύτερο των 25 ετών προωθώντας συστηματικά την κοινωνικά προσανατολισμένη ψυχολογική θεωρία του. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ένα κίνημα στην ψυχολογία που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ή ακόμη και να υπερκεράσει άλλα, υποστηρίζοντας πάντα την αδιάσπαστη ενότητα και ολιστική θεώρηση της ψυχικής υγείας και την ιδέα της κοινωνικής ισότητας.

Κεντρικό ζήτημα της θεωρίας του ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου να υπερκεράσει το αίσθημα μειονεξίας/ σύμπλεγμα κατωτερότητας και ήταν ένας από τους πρώτους ψυχοθεραπευτές που αγνόησε το ψυχαναλυτικό ντιβάνι προτιμώντας τις δύο πολυθρόνες κατά την ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Αυτή η διάταξη, κατά τον ίδιο, επέτρεπε στο θεραπευτή και το θεραπευόμενο να παρευρίσκονται και να συνομιλούν ως ίσοι. Οι κλινικές παρεμβάσεις του Άντλερ έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της πρόληψης, ιδιαίτερα όσον αφορά σημαντικά προβλήματα εξελικτικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι καλύτεροι μέθοδοι πρόληψης κατά τον Άντλερ είναι η ενθάρρυνση και η προαγωγή του κοινωνικού ενδιαφέροντος και η καλλιέργεια του αισθήματος του «ανήκειν» μέσα στην οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία.

Η δημοτικότητά του οφειλόταν κυρίως στο ότι οι ιδέες του ενέπνεαν αισιοδοξία και ήταν απλές και κατανοητές στο ευρύ κοινό. Επίσης ο ίδιος έγραφε συχνά για το ευρύ κοινό, σε αντίθεση με το Φρόιντ και το Γιούνγκ οι οποίοι έγραφαν σχεδόν αποκλειστικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο.

Οι προσπάθειες μετάδοσης της θεωρίας του διακόπησαν με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου, περισσότερο από ποτέ, φάνηκε η σημασία της έννοιας του κοινωνικού ενδιαφέροντος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Άντλερ υπηρέτησε ως γιατρός στον Αυστριακό στρατό. Μεταπολεμικά η φήμη του αυξήθηκε και πάλι σημαντικά. Από το 1921 ταξίδευε συχνά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ δίνοντας διαλέξεις σχετικά με τη Ατομική Ψυχολογία και το 1927 έγινε επίτιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia. Από το 1930 άρχισε να δημιουργεί ένα σημαντικό αριθμό κλινικών για την καθοδήγηση των παιδιών στα δημόσια σχολεία της Βιέννης και άρχισε να εκπαιδεύει δασκάλους, κοινωνικούς λειτουργούς, ιατρούς και άλλους επαγγελματίες. Ο Άντλερ ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την εκπαίδευση των επαγγελματιών μέσω ζωντανών επιδείξεων με γονείς και παιδιά μπροστά σε ευρύ κοινό. Οι κλινικές που ίδρυσε αυξήθηκαν σταδιακά σε αριθμό και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και ο ίδιος ήταν πραγματικά ακούραστος στο να δίνει διαλέξεις και να κάνει γνωστό το έργο του.

Βασικές αρχές Ατομικής Ψυχολογίας 
 Ο Άλφρεντ Άντλερ είναι ο θεμελιωτής της Ατομικής Ψυχολογίας και θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος αυτός αφορά κυρίως το ενδιαφέρον του για την κατανόηση της ολότητας της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι μόνο απομονωμένων πλευρών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μια από τις έννοιες της λέξης «άτομο», κατά τον Άντλερ, είναι «ενιαία ή αδιάσπαστη ενότητα» και η έννοια αυτή αντιπροσώπευε περισσότερο από όλα το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σχετικά με την Ατομική Ψυχολογία. Δυστυχώς, η μετάφραση του όρου είναι ατυχής και μοιάζει να αφορά τη μελέτη του ανθρώπου ως άτομο και όχι ως μέλος μιας ευρύτερης ομάδας. Η θεωρία του Άντλερ όμως είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικο-ψυχολογική στη βάση της: το άτομο, κατά τον Άντλερ, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στα πλαίσια της συμμετοχής και αλληλεπίδρασής του με άλλα μέλη της κοινωνίας.

εδώ μαζί με τον Ferdinand Bimbaum
Κατά την Ατομική Ψυχολογία η ανάπτυξη του ανθρώπου και η εξέλιξη της προσωπικότητας ρυθμίζονται βάσει του αισθήματος μειονεξίας που βιώνει το άτομο και της τάσης του καθ’ όλη την πορεία της ζωής του να αναπληρώσει αυτό το συναίσθημα. Το άτομο προσπαθεί να αποκτήσει κύρος, δύναμη και αναγνώριση. Η επιθυμία αυτή προσκρούει σε διάφορα ατομικά ή κοινωνικά εμπόδια και άλλοτε συνειδητά ή ασυνείδητα αναπτύσσεται ένα αίσθημα αδυναμίας για το ξεπέρασμα των εμποδίων που ονομάζεται αίσθημα μειονεξίας. Το αίσθημα μειονεξίας, ενισχυόμενο και από τυχόν υπάρχοντα σωματικά ελαττώματα ή αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και ταπεινωτικές εμπειρίες, δημιουργεί στο άτομο το σύμπλεγμα κατωτερότητας, και αυτό πλέον καθορίζει και ρυθμίζει τη συμπεριφορά και την πορεία της ζωής του.

Το άτομο που αναπτύσσεται και διακατέχεται από το σύμπλεγμα κατωτερότητας διαμορφώνει μια εικόνα για τον εαυτό του ότι είναι «αδύναμο» και ότι δεν διαθέτει δυνάμεις και προσόντα για να πορευτεί στη ζωή του. Έτσι, αναζητά διαφορετικούς ή έμμεσους τρόπους για να μπορέσει να λάβει αναγνώριση και επιβεβαίωση και διαμορφώνει μια τάση αναπλήρωσης και διαμόρφωσης ενός προσωπικού πλάνου/ σχεδίου ζωής.

Το προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής αποτελεί τον προσανατολισμό και τη μεθοδολογία που αναπτύσσει το άτομο προκειμένου να ξεπεράσει τα εμπόδια και να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα της αναγνώρισης και της απόκτησης κύρους και δύναμης. Κατά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία δίνεται πάντα ιδιαίτερη σημασία στο προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής του ατόμου. Αυτό κρίνεται ως «υγιές» και «επικερδές» για το άτομο όταν τα προβλήματα που παρουσιάζονται αντιμετωπίζονται με τις υπάρχουσες προσωπικές δυνατότητες και δυνάμεις και με θεμιτά μέσα. Αντιθέτως, κρίνεται ως «λανθασμένο» και «άρρωστο» όταν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρησιμοποιούνται διαρκώς μηχανισμοί άμυνας που οδηγούν το άτομο σε μια λανθασμένη εικόνα για τον εαυτό του.

Το προσωπικό πλάνο/ σχέδιο ζωής του ατόμου επηρεάζεται από τους ακόλουθους σημαντικούς παράγοντες:

-Τη σειρά γέννησης μέσα στην οικογένεια
Η αντλεριανή προσέγγιση είναι η μοναδική ψυχοθεραπευτική θεωρία και πρακτική που δίνει ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις ανάμεσα στα αδέρφια και στη θέση που έχει ένα άτομο μέσα στην οικογένεια. Ο Άντλερ υποστηρίζει ότι υπάρχουν πέντε «ψυχολογικές θέσεις»: το άτομο να είναι το μεγαλύτερο σε ηλικία από τα αδέρφια του, να είναι το δεύτερο παιδί από δύο μόνο αδέρφια, να είναι το μεσαίο, να είναι το μικρότερο σε ηλικία και, τέλος, να είναι το μοναδικό παιδί. Ο Άντλερ τονίζει ότι η σειρά γέννησης δεν είναι από μόνη της τόσο σημαντική όσο η ερμηνεία που δίνει κάθε άτομο σχετικά με τη θέση του μέσα στην οικογένεια. Η αντλεριανή ψυχολογία θεωρεί ότι τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι είναι κοινωνικά στη φύση τους και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις ενδο-οικογενειακές σχέσεις.

Ο Άντλερ παρατηρεί ότι πολλοί άνθρωποι συχνά απορούν που τα παιδιά της ίδιας οικογένειας διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Τελικά, όμως, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα παιδιά της ίδιας οικογένειας έχουν διαμορφωθεί στο ίδιο περιβάλλον. Αν και μοιράζονται κοινές πλευρές στον αστερισμό της οικογένειας, η ψυχολογική κατάσταση κάθε παιδιού είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων παιδιών λόγω της σειρά της γέννησής τους και της ερμηνείας που δίνουν τα ίδια σε αυτή.

-Τη σωματική ελαττωματικότητα
Η καλή σωματική διάπλαση και εμφάνιση ενισχύει το αυτοσυναίσθημα και διαμορφώνει ένα «υγιές» πλάνο/ σχέδιο ζωής, ενώ τα σωματικά ελαττώματα οδηγούν σε αίσθημα μειονεξίας και κατωτερότητας και την υιοθέτηση ενός εσφαλμένου πλάνου/ σχεδίου ζωής, το οποίο εμπεριέχει στοιχεία εγκατάλειψης των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, ή στοιχεία φόβου και επιθετικότητας.

-Το κοινωνικό ενδιαφέρον Το κοινωνικό ενδιαφέρον αποτελεί ίσως την πιο σημαντική και χαρακτηριστική ιδέα του Άντλερ. Ο όρος αναφέρεται στην επίγνωση του ατόμου ότι αποτελεί ένα κομμάτι της ανθρώπινης κοινότητας και στη στάση που υιοθετεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κόσμο γύρω του στην ευρύτερη κοινότητα. Ο όρος αναφέρεται επίσης στον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα. Η διαδικασία της κοινωνικοποίησης που ξεκινά από την παιδική ηλικία περιλαμβάνει την προσπάθεια να βρει το άτομο τη θέση του στην κοινωνία και την ανάγκη του να έχει μια αίσθηση ότι ανήκει κάπου και συμβάλλει δημιουργικά στο σύνολο. Ο βαθμός στον οποίο μοιραζόμαστε με τους άλλους και ενδιαφερόμαστε για το συμφέρον τους αποτελεί δείκτη ψυχικής υγείας. Κατά τον Άντλερ, καθώς αναπτύσσεται το κοινωνικό ενδιαφέρον το αίσθημα κατωτερότητας και αποξένωσης του ατόμου μειώνεται σε ένταση. Τα άτομα που δεν αναπτύσσουν κοινωνικό ενδιαφέρον αποθαρρύνονται και καταλήγουν να νιώθουν σαν να ζουν στην «άχρηστη» πλευρά της ζωής.

Τύποι προσωπικότητας
Το 1945 ο Adler εισήγαγε την τυπολογία του περί της προσωπικότητας (τύποι προσωπικότητας). Ο τρόπος με τον οποίο κάθε άτομο αντιμετωπίζει το αίσθημα αδυναμίας/ κατωτερότητας και η επιτυχία ή η αποτυχία του να βγει από αυτή την κατάσταση δημιουργούν τον ιδιαίτερο τύπο κάθε ατόμου:

Κυριαρχικός τύπος: Εμφανίζει μεγάλο βαθμό δραστηριοποίησης για την επίτευξη του στόχου του. Παρουσιάζει, όμως, έλλειψη κοινωνικού ενδιαφέροντος, γεγονός που τον κάνει να φέρεται με έναν αντικοινωνικό τρόπο.

Δεκτικός τύπος: Παρουσιάζει έλλειψη δραστηριοποίησης και κοινωνικού ενδιαφέροντος, δηλαδή του πραγματικού ενδιαφέροντος για τους άλλους ανθρώπους, ενώ αναμένει από τους άλλους να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Πρόκειται για το άτομο που έχει χάσει την αυτονομία του, δεν γνωρίζει πως μπορεί να κάνει πράγματα για τον εαυτό του και, όταν έρχεται αντιμέτωπο με κάποια δυσκολία, απαιτεί διαρκώς από τους άλλους. 

Αποφευκτικός τύπος: Πρόκειται για τον τύπο προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα σε σημαντικούς τομείς της ζωής του. Η δραστηριοποίηση, η ενεργητικότητα και το αίσθημα κοινωνικότητας δεν είναι και τόσο ανεπτυγμένα. Το ίδιο το άτομο ανέπτυξε αυτά τα στοιχεία προσωπικότητας ως αποτέλεσμα της «ψυχρότητας» που ένιωσε κάποια στιγμή να υφίσταται στην κοινωνία, στοιχείο που ανέμενε ότι θα υφίσταται για πάντα. Γι’ αυτό και προσπαθεί «να αποδράσει» και να διατηρήσει μια απόσταση ασφαλείας από τους άλλους ανθρώπους.

Κοινωνικά χρήσιμος τύπος: Χαρακτηρίζεται από δραστηριοποίηση και ενεργητικότητα, στοιχεία που λειτουργούν αρμονικά με τις ανάγκες των άλλων γύρω του και είναι θετικά/ ευεργετικά για όλους.

Επίλογος
Ο Άλφρεντ Άντλερ ακολουθούσε πάντα ένα ιδιαίτερα φορτωμένο πρόγραμμα εργασίας αλλά έβρισκε πάντα χρόνο για να ασχολείται με τα αγαπημένα του χόμπι, όπως ήταν η μουσική και το τραγούδι, αλλά και η παρέα των φίλων του. Αγνόησε όμως τη συμβουλή των φίλων του να ελαττώσει τους ρυθμούς της δουλειάς του και συνέχισε να ακολουθεί το υπερφορτωμένο πρόγραμμά του, να κάνει περιοδείες και να κουράζεται πολύ. Ένα πρωινό, στις 28 Μαϊου 1937, βαδίζοντας στους δρόμους της σκωτσέζικης πανεπιστημιούπολης του Αμπερντίν προκειμένου να δώσει μια διάλεξή του, έπεσε, «χτυπημένος» από καρδιακή προσβολή. Εκείνη την ημέρα, μια ομάδα ακροατών είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει μια σειρά θερινών μαθημάτων Ατομικής Ψυχολογίας. Μάταια όμως περίμενε το δάσκαλό της. Ο Άλφρεντ Άντλερ δεν υπήρχε πια στη ζωή… Σε ηλικία 67 ετών, στο αποκορύφωμα ουσιαστικά των επιτυχιών του στις ΗΠΑ, ο Άντλερ αποχώρησε από τη ζωή, πρώτος από τους τρεις μεγάλους θεμελιωτές της σύγχρονης ψυχολογίας. Έπειτα από δυόμισι χρόνια, το 1939, τον ακολούθησε και ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης, ο Σίγκμουντ Φρόιντ….

Η Ατομική Ψυχολογία του Άντλερ συνάντησε ευρεία αποδοχή και επέδρασε σημαντικά σε όλους της τομείς της επιστήμης της Ψυχολογίας. Η θεωρία του ήταν δημοφιλής σε νέους φοιτητές ψυχολογίας αλλά και επαγγελματίες και η σημαντική επίδρασή της γίνεται φανερή και στα έργα των Έρικ Φρομ (Erich Fromm), Άμπραχαμ Μάσλοου (Abraham Maslow), Ρόλο Μαίη (Rollo May), Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney), Τζούλιαν Ρόττερ (Julian Rotter), Καρλ Ρότζερς (Carl Rogers) κά. Διεθνείς επιστημονικές οργανώσεις σήμερα συνεχίζουν να προωθούν και να προεκτείνουν το έργο του σε όλο τον κόσμο και διάφορες σχολές, ειδικευμένες στην Αντλεριανή Ψυχολογία, υφίστανται και διδάσκουν τη θεωρία και κλινική πρακτική της Ατομικής Ψυχολογίας.

Η πιο συνηθισμένη κριτική που αφορά το έργο του Άντλερ αναφέρεται κυρίως στον τρόπο γραφής και παρουσίασης της θεωρίας του. 
Όπως αναφέρεται, ο Άντλερ έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να αφιερώσει το χρόνο του για τη διαμόρφωση της θεωρίας του και στο να διδάξει τους άλλους τις βασικές ιδέες της Ατομικής Ψυχολογίας. Έτσι έδωσε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρακτική και στη διδασκαλία και όχι τόσο στην οργάνωση και παρουσίαση μιας καλά ορισμένης και συστηματικής θεωρίας. Συνεπώς, ο τρόπος γραφής που παρουσιάζεται στο έργο του είναι συχνά δύσκολος. Επίσης πολλές από τις ιδέες του φαίνονται απλουστευτικές και μη εμπεριστατωμένες.


Σήμερα, η Ατομική Ψυχολογία έχει αναπτυχθεί περισσότερο και έχει βελτιωθεί σε σημαντικές πτυχές της θεωρίας της. Πολλές όμως από τις αρχικές έννοιες της θεωρίας του Άντλερ έχουν διατυπωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολο να επικυρώσουν εμπειρικά τις βασικές υποθέσεις της θεωρίας. Ορισμένες βασικές ιδέες ήταν ευρείες στη φύση τους και φτωχά ορισμένες, όπως οι έννοιες για την πάλη για ανωτερότητα, για τη δημιουργική δύναμη του εαυτού και το σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ο Άντλερ είχε επικριθεί ουσιαστικά γιατί στήριξε ένα σημαντικό μέρος της θεωρίας του σε μια ψυχολογία κοινής λογικής και σε ιδέες υπεραπλουστευμένων συμπλεγμάτων.

Άρθρο της  Ειρήνης Τζελέπη  από εδώ

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ο θάνατος του "δεν μπορώ"


Η τέταρτη τάξη της Ντόνα έμοιαζε με πολλές άλλες τάξεις που είχα δει στο παρελθόν. Οι μαθητές κάθονταν σε πέντε σειρές θρανίων, με έξι θρανία κάθε σειρά. Η έδρα του δασκάλου ήταν μπροστά κι έβλεπε προς τους μαθητές. Στον πίνακα ανακοινώσεων ήταν γραμμένη η μαθητική εργασία. Από πολλές απόψεις φαινόταν ένα συνηθισμένο, παραδοσιακό δημοτικό σχολείο. Ωστόσο, κάτι έδειχνε διαφορετικό εκείνη τη μέρα που μπήκα μέσα για πρώτη φορά. Κάποια έξαψη φαινόταν να υποβόσκει.




 Η Ντόνα ήταν παλιά δασκάλα σε μια μικρή πόλη του Μίτσιγκαν και συμμετείχε εθελοντικά στο πανεθνικό πρόγραμμα επιμόρφωσης του προσωπικού που είχα ξεκινήσει και προωθήσει εγώ ο ίδιος. Η σχετική εκπαίδευση επικεντρωνόταν σε θέματα γλωσσικής έκφρασης που θα έκαναν τους μαθητές να νιώθουν ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους και ν’ αναλαμβάνουν την ευθύνη της ζωής τους. Η δουλειά της Ντόνα ήταν να παρευρίσκεται στα μαθήματα και να εποπτεύει την εφαρμογή των όσων διδάσκονταν. Η δική μου δουλειά ήταν να επισκέπτομαι τις τάξεις και να ενθαρρύνω την εφαρμογή.

Κάθισα σε μια άδεια θέση στο πίσω μέρος της τάξης και παρακολουθούσα. Τα παιδιά προσπαθούσαν να κάνουν αυτό που τους είχε ανατεθεί, να συμπληρώσουν μια σελίδα τετραδίου με διάφορες σκέψεις και ιδέες. Η δεκάχρονη μαθήτρια που βρισκόταν δίπλα μου, γέμιζε τη σελίδα της με τη φράση «Δεν Μπορώ».

«Δεν μπορώ να κλοτσήσω ψηλά την μπάλα του ποδοσφαίρου».
«Δεν μπορώ να κάνω διαίρεση με μεγαλύτερους από τριψήφιους αριθμούς».
«Δεν μπορώ να κερδίσω τη συμπάθεια της Ντέμπι».

Η σελίδα της είχε γεμίσει κατά το ήμισυ και δεν έδειχνε πρόθεση να σταματήσει. Συνέχιζε να γράφει με αποφασιστικότητα και επιμονή.
Περπάτησα κατά μήκος του διαδρόμου, ρίχνοντας ματιές στα γραφόμενα των μαθητών. Έγραφαν όλοι προτάσεις που αναφέρονταν σε πράγματα που δεν μπορούσαν να κάνουν.

«Δεν μπορώ να κάνω δέκα κάμψεις ».
«Δεν μπορώ να βάλω καλάθι από την αριστερή άκρη του γηπέδου».
«Δεν μπορώ να φάω μόνο ένα μπισκότο».

Η όλη ιστορία μου άναψε την περιέργεια κι έτσι αποφάσισα να ρωτήσω τη δασκάλα τι συνέβαινε. Όταν την πλησίασα, είδα πως κι αυτή ήταν απασχολημένη γράφοντας κάτι. Θεώρησα καλό να μην τη διακόψω.

«Δεν μπορώ να πείσω τη μητέρα του Τζον να παρευρεθεί στη συνεδρίαση των δασκάλων».
«Δεν μπορώ να πείσω την κόρη μου να βάζει βενζίνη στο αυτοκίνητο».
«Δεν μπορώ να πείσω τον Άλαν να χρησιμοποιεί λόγια κι όχι τις γροθιές του».
Αφού ματαιώθηκε η προσπάθεια μου να μάθω γιατί οι μαθητές και η δασκάλα ασχολούνταν με την αρνητική φράση “Δεν Μπορώ” κι όχι με τη θετική “Μπορώ”, γύρισα στη θέση μου και συνέχισα να παρατηρώ και να περιμένω. Οι μαθητές έγραφαν για αλλά δέκα λεπτά. Μερικοί γέμισαν μια σελίδα και σταμάτησαν. Άλλοι άρχισαν να γράφουν σε δεύτερη.

«Συμπληρώστε την πρόταση που γράφετε και σταματήστε», ήταν η εντολή που έδωσε η Ντόνα για να δηλώσει το τέλος της συγκεκριμένης εργασίας. Μετά, τους είπε να διπλώσουν τις κόλλες τους στη μέση και να τις φέρουν στην έδρα. Όταν οι μαθητές έφτασαν στην έδρα, έβαλαν τις προτάσεις τους με τα “Δεν Μπορώ” σ’ ένα άδειο κουτί παπουτσιών.

‘Οταν τελείωσαν όλα τα γραπτά των μαθητών, η Ντόνα έβαλε και το δικό της. Έκλεισε το κουτί με το καπάκι του, το έβαλε κάτω από τη μασχάλη της και βγαίνοντας από την αίθουσα άρχισε να προχωρεί στο διάδρομο. Οι μαθητές ακολούθησαν τη δασκάλα τους κι εγώ ακολούθησα τους μαθητές.

Στα μισά του διαδρόμου, η πομπή σταμάτησε. Η Ντόνα μπήκε στο δωμάτιο του φύλακα, έψαξε εκεί λίγη ώρα και μετά βγήκε μ’ ένα φτυάρι. Με το φτυάρι στο ένα χέρι και το κουτί των παπουτσιών στο άλλο, οδήγησε τους μαθητές έξω από το σχολείο και τους πήγε στην πιο απόμακρη γωνία της αυλής. Εκεί άρχισαν να σκάβουν.
Επρόκειτο να θάψουν τα “Δεν Μπορώ” τους. Το σκάψιμο πήρε πάνω από δέκα λεπτά, γιατί οι περισσότεροι από τους μαθητές ήθελαν να σκάψουν κι αυτοί. ‘Οταν ο λάκκος κόντευε να φτάσει το ένα μέτρο βάθος, το σκάψιμο σταμάτησε. Το κουτί με τα “Δεν Μπορώ”, τοποθετήθηκε στο βάθος του λάκκου και σκεπάστηκε γρήγορα με χώμα.
Τριάντα ένα δεκάχρονα και εντεκάχρονα παιδιά στάθηκαν γύρω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Το καθένα απ’ αυτά είχε τουλάχιστον μια σελίδα με “Δεν Μπορώ” στο κουτί που ήταν θαμμένο σ’ ένα μέτρο βάθος. Το ίδιο και η δασκάλα τους.

Εκείνη τη στιγμή η Ντόνα είπε: «Αγόρια και κορίτσια, παρακαλώ πιαστείτε χέρι χέρι και υποκλιθείτε». Οι μαθητές υπάκουσαν. Σχημάτισαν αμέσως έναν κύκλο γύρω από τον τάφο με τα χέρια τους ενωμένα. Χαμήλωσαν τα κεφάλια και περίμεναν. Η Ντόνα άρχισε να λέει τον επικήδειο.
«Αγαπητοί φίλοι, συγκεντρωθήκαμε όλοι εδώ σήμερα για να τιμήσουμε τη μνήμη του “Δεν Μπορώ”. Όσο βρισκόταν μαζί μας πάνω στη γη άγγιξε τη ζωή του καθενός μας, μερικών πιο πολύ απ’ ότι άλλων. Το όνομα του, δυστυχώς, έχει αναφερθεί σε κάθε δημόσιο κτίριο —σε σχολεία, σε δημαρχεία, στις αίθουσες της Βουλής και, ναι, ακόμα και στο Προεδρικό Μέγαρο.

»Δώσαμε στο “Δεν Μπορώ” ένα τελευταίο τόπο ανάπαυσης και μια ταφόπετρα με επιτύμβια επιγραφή. Μένουν ζωντανά τ’ αδέρφια του: “Μπορώ”, “Θα το κάνω”, και “Ξεκινώ τώρα αμέσως”. Δεν είναι τόσο πολύ γνωστά, όσο το διάσημο αδέρφι τους και σίγουρα δεν είναι ακόμα τόσο δυνατά και ρωμαλέα. Ίσως κάποια μέρα, με τη δική σας βοήθεια, να ασκήσουν μεγαλύτερη επίδραση στον κόσμο. Ας αναπαυτεί το “Δεν Μπορώ” εν ειρήνη και όλοι οι παρόντες ας συνεχίσουν τη ζωή τους, τραβώντας μπροστά χωρίς αυτό. Αμήν».

Καθώς παρακολουθούσα τον επικήδειο, σκεφτόμουν ότι αυτά τα παιδιά δε θα ξεχνούσαν ποτέ αυτήν τη μέρα. Η ενέργεια ήταν συμβολική, μια μεταφορά από τη ζωή. Ήταν μια εμπειρία που θα έμενε στο συνειδητό και στο υποσυνείδητο τους για πάντα.

Η καταγραφή ενός αριθμού “Δεν Μπορώ”, η ταφή και ο επικήδειος ήταν σπουδαία ενέργεια από μέρους της δασκάλας. Και δεν τελείωσε ακόμα. Με το τέλος του επικήδειου πήγε τους μαθητές πίσω στην τάξη όπου είχαν γιορτή.

Γιόρτασαν το θάνατο του “Δεν Μπορώ” με μπισκότα, ποπκόρν και χυμούς φρούτων. Ως μέρος της τελετουργίας, η Ντόνα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, απ’ αυτό που χρησιμοποιούν οι κρεοπώλες και το χρησιμοποίησε σαν ταφόπετρα. Έγραψε πάνω πάνω “Δεν Μπορώ” και στη μέση “Αναπαύσου Eν ειρήνη”. Μετά, πρόσθεσε την ημερομηνία στο κάτω μέρος.



Η χάρτινη ταφόπετρα έμεινε κρεμασμένη στην τάξη της Ντόνα μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Στις σπάνιες περιπτώσεις που ένας μαθητής ξεχνούσε κι έλεγε: “Δεν Μπορώ”, η Ντόνα απλά έδειχνε το “Δεν Μπορώ” στη “χάρτινη ταφόπετρα”. Τότε ο μαθητής θυμόταν πως το “Δεν Μπορώ” είχε πεθάνει κι άλλαζε διατύπωση της πρότασης του.


Δεν ήμουν ένας από τους μαθητές της Ντόνα. Αυτή ήταν μαθήτρια μου. Εκείνη τη μέρα όμως, πήρα απ’ αυτήν ένα μάθημα που δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Τώρα, χρόνια μετά, κάθε φορά που ακούω τη φράση “Δεν μπορώ”, έρχεται στο νου μου εκείνη η κηδεία που έκαναν οι μαθητές της τετάρτης δημοτικού. Όπως και οι μαθητές, έτσι κι εγώ, θυμάμαι πως το “Δεν μπορώ” είναι νεκρό.



Απόσπασμα από το "Βάλσαμο για την ψυχή"  του Jack Canfield

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Το άγχος του θανάτου



Θεωρώ υποχρέωσή μου να μεταφέρω σ’ αυτό άρθρο, το νόημα της θαυμάσιας ομιλίας του ψυχιάτρου υπαρξιακά και ψυχαναλυτικά προσανατολισμένου Irvin D. Υalom, καθώς και του βιβλίου του στον «Κήπο του Επίκουρου» ή «Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου».

«Κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο, ούτε το θάνατο»
(Francis delaRoche).
Κι αυτό είναι αλήθεια.
Οι υπαρξιστές ψυχίατροι και φιλόσοφοι πιστεύουν ότι η ψυχοπαθολογία του ατόμου πηγάζει από το εμφανές ή απωθημένο άγχος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου μπορεί να πάρει τη μορφή μιας διάχυτης ανησυχίας ή να γίνει ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα.
Για άλλους πάλι, κατά τον Yalom, ο φόβος του θανάτου ξεσπάει σ’ ένα τρόμο, που αρνείται κάθε ευτυχία και επιτυχία, ανοίγοντας μια θανάσιμη πληγή.
Ο συγγραφέας με τον τίτλο του βιβλίου του «Στον κήπο του Επίκουρου», αναγνωρίζει τον αρχαίο φιλόσοφο Επίκουρο ως τον πρώτο υπαρξιακό ψυχοθεραπευτή.

Ο Επίκουρος στην πραγματικότητα, δεν υποστήριζε την αισθητική απόλαυση αλλά πολύ περισσότερο τον απασχολούσε η κατάκτηση της γαλήνης.
Ο φιλόσοφος θεραπεύει την ψυχή. Και στ’ αλήθεια, η φιλοσοφία είναι το βάλσαμο, που μπορεί να μαλακώσει την ανθρώπινη δυστυχία που πηγάζει από την ενατένιση του θανάτου.
Αυτή η ενατένιση εμπεριέχει φόβο για την ανυπαρξία, αγωνία για τη μοναξιά, τρόμο για τον σκοτεινό δρόμο που θα ακολουθήσει η ψυχή του ανθρώπου, την ενδεχόμενη τιμωρία, το σκοτάδι, τη θρησκευτική αγωνία, την απώλεια της συνειδητότητας.

Στην αντιρροπιστική δράση του, για να ξεπεράσει ο άνθρωπος το φόβο του θανάτου, περιλαμβάνονται συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με την αναζήτηση της αιωνιότητας μέσω της θρησκευτικότητας, της υστεροφημίας, της απόκτησης πλούτου και δύναμης ή κοινωνικής καταξίωσης. Όμως, το άγχος του θανάτου είναι παρόν, καραδοκεί σε κάποια κρυφή ρεματιά του μυαλού μας.
Όλα αυτά τα λόγια και οι πεποιθήσεις του μεγάλου ψυχιάτρου, που αναφέρουμε, είναι στηριγμένα σε στοχασμούς των αρχαίων φιλοσόφων και ιδιαίτερα του Επίκουρου.

Η συνάντηση με το θάνατο, λέει ο μεγάλος δάσκαλος, δεν καταλήγει υποχρεωτικά σε απόγνωση που θα στερήσει τη ζωή από κάθε σκοπό. Αντίθετα, είναι μία εμπειρία που θα μας ξυπνήσει και θα μας οδηγήσει σε μια ζωή πιο πλήρη.
«Κοιτάξτε το θάνατο κατάματα».
Στην ουσία, ο θάνατος είναι μια αυταπάτη. Οι υπαρξιστές φιλόσοφοι λένε «όπου είναι ο θάνατος, δεν είμαι εγώ και όπου είμαι εγώ, δεν υπάρχει ο θάνατος».
Φυσικά αυτό προϋποθέτει την αντίληψη ότι και το σώμα και η ψυχή είναι θνητά.

Όμως ο συγγραφέας έχει μια θαυμάσια ιδέα για την αθανασία.
Είναι η ιδέα των κυματισμών.
Η λέξη κυματισμός αναφέρεται στο γεγονός ότι ο καθένας από μας παράγει συχνά, χωρίς συνειδητή πρόθεση, ομόκεντρους κύκλους επιρροής, που επηρεάζουν άλλους ανθρώπους για πολλά χρόνια και για πολλές γενιές. Η επίδραση, δηλαδή που έχουμε στους άλλους ανθρώπους, μεταβιβάζεται στους άλλους σαν να πέφτει ένα πετραδάκι σε μια λιμνούλα και δημιουργεί κυματισμούς.
Οι κυματισμοί αφήνουν πάντα πίσω μας κάτι από την εμπειρία της ζωής μας. Έτσι, προκύπτει αθανασία όχι φυσικά για την υλική μας υπόσταση, αλλά για την προσωπική μας εμπειρία.
Θα πρόσθετα ότι σε ενεργειακό επίπεδο, η θεωρία των κυματισμών μπορεί να λάβει τη μορφή μιας αέναης μετατροπής και διατήρησης της δικής μας φυσικής δραστηριότητας.
Εξασφαλίζει μια μορφή αθανασίας. Ο εγκέφαλός μας παράγει ηλεκτρικά δυναμικά που μεταφέρονται με τον προφορικό λόγο στην ακουστική αντίληψη του άλλου συνομιλητή μας, εγγράφονται μνημονικά στο δικό του εγκέφαλο, ενσωματώνονται στη διάνοιά του και η εμπειρία μας αποκτά έτσι μια μεταφυσική δραστηριότητα και προβολή στο μέλλον εξασφαλίζοντας μία μορφή «αθανασίας» για τη σκέψη και εμπειρία μας.

O Υalom θεωρεί ότι μπορεί να ξεπεράσουμε τον τρόμο του θανάτου μέσα από τον ανθρώπινο σύνδεσμο.
Η μοναξιά αυξάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αγωνία του θανάτου.
Και ο πολιτισμός μας ορθώνει δυστυχώς, παραπέτασμα σιωπής και απομόνωσης γύρω από τον άνθρωπο που πεθαίνει.
Εκτός από την ψυχολογική μοναξιά, τονίζει ο συγγραφέας, υπάρχει και η υπαρξιακή απομόνωση, που πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο άτομο και άλλους ανθρώπους. Το χάσμα αυτό πηγάζει από την πεποίθηση ότι ο καθένας είναι πεταμένος έτσι τυχαία μέσα στην «ύπαρξη» και πρέπει να βρει το δρόμο μόνος του.
Επίσης, πηγάζει από το ότι ο καθένας από μας ζει χωρίς ουσιαστική συντροφικότητα και αγάπη σ’ ένα κόσμο, που βιώνει ολομόναχος τα καθημερινά και υπαρξιακά προβλήματα της ζωής του.

Γεώργιος Kωμαΐτης-  Ψυχίατρος.
και η πηγή του άρθρου εδώ

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

"Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"



"Τί θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή - όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές;  Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ότι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε'σενα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν'αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και'γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία." 
 "Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα; "
 "Ναι, η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ' αρέσει ;"
 "Τη σιχαίνομαι" 
 "Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα. Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν'αντέχει το θάνατο ή να "συμβιβάζεται" μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!" 


 "Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!" 
 Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ.Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα. 
 "Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ' το 'χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;" 

 "Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;" 

"Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή" 

 "Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή" "Και τι σημαίνει αυτό;" ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.

 "Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;" 
 "Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση.Φρήντριχ!" 
 "Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους" αντέκρουσε ο Νίτσε.
 "Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;" 
"Για ν'αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!"

Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση. Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση τόσο χαιρόταν ο ασθενής. Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει , ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης- η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς...


Ίρβιν Γιάλομ 
απόσπασμα από το  Όταν έκλαψε ο Νίτσε
(εκδ Άγρα) 

Πρόσθετες πληροφορίες για τον Γιάλομ

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Τί στο καλό ξέρουμε;



Ένα βασικό στοιχείο και ουσία του έργου, βρίσκεται στον ίδιο του τον τίτλο... Τί στο καλό ξέρουμε;  (What the bleep we know?). 

Ίσως τελικά είναι πολλά αυτά που δε ξέρουμε, άλλωστε η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται και από το τι έχουμε ζήσει, καθώς και από την ποσότητα και ποιότητα της σκέψης μας.

Επομένως καλό θα είναι να μην συμπεριφερόμαστε ως γνώστες, αλλά απλά να διψάμε για γνώση, σκέψη και φαντασία, γιατί αυτά είναι που θα εξελίξουν την αντίληψη μας, και τον εαυτό μας.

Το ντοκιμαντέρ Τί στο καλό ξέρουμε;  (What the bleep we know?) αρχικά θέτει ερωτήματα του τύπου "τι είναι πραγματικότητα;", "πως την αντιλαμβανόμαστε", "γιατί είμαστε εδώ;", "που πάμε", κλπ.

Έπειτα, προσπαθεί να συνδέσει κβαντομηχανική με πνευματικότητα.

Από κει και πέρα, περνάει σε σχέση βιοχημείας και συμπεριφοράς και κάνει μια αρκετά καλή συσχέτιση τους με ανάγκες μας, με την ψυχολογία και την αντίληψή μας.

Τέλος, καταλήγει στο κατά πόσο οι σκέψεις μας μπορούν να επηρεάσουν το σώμα μας (mind over matter) αλλά και την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε σαν παρατηρητής.


Matrix και Ασιατική κουλτούρα
Στο σημείο αυτό είναι το πιο πνευματικό κομμάτι, που θα σας θυμίσει λίγο Star Wars, Matrix, Ασιατική κουλτούρα κλπ. Υπάρχουν τόσο στην Ασιατική κουλτούρα, όσο και στην αστροφυσική, πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε ακόμα.

Τελικά το ντοκιμαντέρ Τί στο καλό ξέρουμε;  (What the bleep we know?) είναι καλό γιατί σε βάζει να σκεφτείς. Έχει κάποια ωραία στοιχεία και αναπαραστάσεις με γραφικά, καθώς και την συμπαθή και εκφραστική βασική ηθοποιό.
Αυτό το ντοκιμαντέρ σαφώς έχει κάτι να πει. Αρκεί όμως να ψαχνόμαστε και εμείς από μόνοι μας. Άλλωστε τελικά αυτή είναι η ουσία. Να ψαχνόμαστε. Και το "ντοκιμαντέρ" πιστεύω θα το προκαλέσει αυτό σε κάποιους θεατές.
Άλλοι πάλι, θα πουν "εγώ ξέρω" και θα το παραμερίσουν, έχοντας χάσει τελείως την αξία του/νόημα του.

Σκηνοθεσία:
William Arntz, Betsy Chasse, Mark Vicente


Παίζουν:
Marlee Matlin, Elaine Hendrix, Barry Newman, Robert Bailey Jr., John Ross Bowie, Armin Shimerman, Robert Blanche


       [ Εδώ η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους ]




Το συγκεκριμένο φιλμ, πραγματεύεται τη σχέση της κβαντικής φυσικής με την καθημερινή μας ζωή, το πως αυτή επηρεάζεται από τα συναισθήματά μας και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την έννοια της πραγματικότητας. Επίσης, συνδέει τη θρησκεία και την υπόσταση του Θεού με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας και παράλληλα, μας περιγράφει τις αιτίες που μας οδηγούν να ζούμε σε δυστυχία και αδράνεια λόγω των εξαρτήσεών μας αλλά και τρόπους για να ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση πνευματικής στασιμότητας προς κάτι ποιοτικότερο.

Συγκεντρωτικά, μπορούμε να ταξινομήσουμε τα θέματα που πραγματεύεται το φιλμ ως εξής:


Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ:

Σχετικά πειράματα στον ανθρώπινο εγκέφαλο έχουν δείξει πως ο εγκέφαλος δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ αυτού που βλέπει σε πραγματικό χρόνο σε σχέση με αυτό που θυμάται. Δηλαδή, αν ζητηθεί από έναν άνθρωπο να κοιτάξει πχ ένα μήλο και μετά να κλείσει τα μάτια του και να φέρει αυτό το αντικείμενο στο μυαλό του, ο εγκέφαλος δεν θα μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά μεταξύ της όρασης σε πραγματικό χρόνο και της μνήμης ενός γεγονότος, αντικειμένου κλπ.

Παράλληλα, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η προσωπική συμμετοχή του παρατηρητή σε αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα, καθώς η έννοια της πραγματικότητας ορίζεται από τον τρόπο που ο παρατηρητής εξετάζει το γεγονός και το συνδέει-ταυτίζει με κάτι πραγματικό. Με απλά λόγια, υπάρχουν τόσες "πραγματικότητες" όσοι και οι παρατηρητές. Ο εγκέφαλός μας, λαμβάνει 400 δισεκατομμύρια πληροφοριών το δευτερόλεπτο αλλά τελικά αντιλαμβανόμαστε μόνον τις 2.000 από αυτές. Η επίγνωσή μας των 2.000 πληροφοριών αφορούν μόνο στο περιβάλλον, το σώμα μας, και τον χρόνο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως σαφώς κι έχουμε μερική και όχι πλήρη εικόνα της πραγματικότητας.

Όλα αυτά μας οδηγούν στο εύλογο ερώτημα του αν τελικά ο άνθρωπος ζει στην πραγματικότητα ή στην φαντασία, μιας και αυτό που μπορεί να αντιληφθεί από τα γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω του δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου. Αυτό, συνδέεται και επηρεάζεται από την προσωπική συμμετοχή του παρατηρητή, ο οποίος ρυθμίζει-δημιουργεί μία εκδοχή της πραγματικότητας μοναδική για κάθε παρατηρητή. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως το ανθρώπινο σώμα και δη ο ανθρώπινος εγκέφαλος, όσο τέλειος λειτουργικά κι αν μας φαίνεται, τελικά υστερεί σε σημαντικό βαθμό ως προς τον τρόπο, την ποσότητα και την ποιότητα που αντιλαμβάνεται και επεξεργάζεται τον κόσμο που μας περιβάλλει. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε (ως παρατηρητές) πως ο άνθρωπος ζει σε έναν φανταστικό κόσμο (γιατί τον αντιλαμβάνεται μερικά κι όχι ολοκληρωτικά) αλλά θα ήταν αντικειμενικότερο να συμπεράνουμε πως ο άνθρωπος έχει μία περιορισμένη αντίληψη της πλήρους πραγματικότητας και αυτό δεν οφείλεται μόνον στους περιορισμούς του εγκεφάλου (κάτι που θεωρητικά μπορεί να ξεπεραστεί) αλλά και στην καθοριστική επιρροή της ατομικότητας του ανθρώπου-παρατηρητή, κάτι που είναι αδύνατο να "ακυρωθεί" ως ανασταλτικός παράγοντας στην προσπάθεια της πλήρους και αντικειμενικής κατανόησης και αντίληψης της πραγματικότητας ως κοινή για όλους τους ανθρώπους.

Φαίνεται πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσει ο άνθρωπος να αντιληφθεί πλήρως και αντικειμενικά την πραγματικότητα του κόσμου στο σύνολό της, είναι το να "μεταστοιχειωθεί" σε ένα ‘υπερόν’ που θα έχει τη δυνατότητα να επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες που δέχεται. Πάντα όμως, η ατομικότητα του παρατηρητή θα αποτελεί το ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πλήρη αντίληψη και κατανόηση του κόσμου μας γιατί είναι αδύνατο ένας παρατηρητής να είναι απόλυτα ίδιος στις προδιαγραφές παρατήρησης σε σχέση με κάποιον άλλο παρατηρητή…


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ :

Από επιστημονικής πλευράς, τα συναισθήματα συνδέονται στενά με την παραγωγή συγκεκριμένων πρωτεϊνών στον υποθάλαμο (τμήμα του εγκεφάλου). Αυτές οι πρωτεΐνες αποτελούναι από μικρότερα τμήματα που ονομάζονται πεπτίδια. Με απλά λόγια, υπάρχουν χημικές ουσίες που εκκρίνονται ανάλογα με αυτό που βιώνουμε. Έτσι, υπάρχουν συγκεκριμένες χημικές ουσίες (πεπτίδια) που σχετίζονται με τη χαρά, τη λύπη, τον έρωτα, το μίσος, την απογοήτευση, την πείνα, τον θάνατο ενός αγαπημένου μας προσώπου, την παρατήρηση ενός πορφυρού ηλιοβασιλέματος, τη δυσφορία που μας προκαλεί μία αρρώστια ή ακόμα και με την ντροπή που μας προκαλεί ένα ατυχές στραβοπάτημα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο κλπ.

Στην ουσία, ο εγκέφαλός μας λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα και γίνεται κατανοητό πως τελικά κανείς μας δεν βλέπει την ίδια τη σκέψη. Αυτό που βλέπουμε στη νευροφυσική είναι ένα σύνολο από μικρές "αστραπές" ως μια καταιγίδα που μαίνεται γύρω από τα διάφορα τεταρτημόρια του εγκεφάλου. Αυτές είναι περιοχές που είναι χαρτογραφημένες στο σώμα και σε τι θα πρέπει να αντιδρά κάποιος. Έτσι, διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου φαίνεται πως εργάζονται και ενεργοποιούν τη σκέψη ανάλογα με το τι αντιλαμβανόμαστε. Έτσι, ο θυμός, ο φθόνος, το μίσος, η συμπόνοια, η αγάπη κλπ, ως συναισθήματα ξεκινούν με τη διαδικασία της σκέψης στα διάφορα τμήματα του εγκεφάλου και μετατρέπονται στο ανάλογο συναίσθημα (πεπτίδια) στον υποθάλαμο.

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, κατανοούμε πως ο εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να κατασκευάζει τα συναισθήματα που ορίζει το εκάστοτε αισθητηριακό γεγονός. Κάτι πολύ σημαντικό σε αυτή τη διαπίστωση είναι το γεγονός πως τα συναισθήματά μας επηρεάζουν και τις διάφορες σωματικές μας λειτουργίες. Έτσι λοιπόν κατανοούμε πως ανάλογα του είδους των συναισθημάτων που παράγουμε, ο οργανισμός μας ωφελείται ή καταπονείται αναλόγως.

Πιο πάνω, αναφέρθηκε επιστημονικώς η διαδικασία παραγωγής των συναισθημάτων από τον εγκέφαλο. Στην ουσία, αυτό που περιγράφτηκε είναι το πρώτο στάδιο που σχετίζεται με τα συναισθήματα, καθώς έχει διαπιστωθεί πως οι χημικές ουσίες που ταυτίζονται με τα συναισθήματα, έχουν συγκεκριμένες σημαντικές επιδράσεις στο σώμα μας. Έτσι, από τη στιγμή που βιώνουμε ένα συναίσθημα στον εγκέφαλό μας, ο υποθάλαμος αμέσως θα συναρμολογήσει το ανάλογο πεπτίδιο και στη συνέχεια το ελευθερώνει μέσω της υπόφυσης στο αίμα που κυκλοφορεί. Τη στιγμή που το πεπτίδιο ελευθερώνεται στην αιματική κυκλοφορία, βρίσκει το δρόμο του για διάφορα κέντρα σε διαφορετικά σημεία του σώματός μας. Κάθε μεμονωμένο κύτταρο στο σώμα μας, έχει συγκεκριμένους υποδοχείς στο εξωτερικό του. Κάθε κύτταρο μπορεί να έχει χιλιάδες υποδοχείς που προεξέχουν στην επιφάνειά του. Είναι ένα είδος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Όταν ένα πεπτίδιο συνδεθεί σε ένα υποδοχέα ενός κυττάρου τότε κυριολεκτικά, σαν ένα κλειδί που μπαίνει σε μια κλειδαριά, επικάθεται στην επιφάνεια του υποδοχέα, συνδέεται μαζί του και ενεργοποιεί κατά κάποιον τρόπο τον υποδοχέα και όπως περίπου ένα κουδούνι στη πόρτα που χτυπάει, στέλνει ένα συγκεκριμένο μήνυμα στο κύτταρο. Έτσι, το πεπτίδιο τελικά ενεργοποιεί μια ολόκληρη σειρά βιοχημικών γεγονότων, κάποια από τα οποία καταλήγουν ακόμα και σε αλλαγές του πυρήνα του κυττάρου.

Αναμφίβολα, κάθε κύτταρο είναι ζωντανό και κάθε κύτταρο έχει μία δική του συνείδηση, ιδιαίτερα αν ορίσουμε τη συνείδηση ως την οπτική γωνία ενός παρατηρητή. Υπάρχει λοιπόν πάντα η οπτική γωνία του κυττάρου. Στην πραγματικότητα, το κύτταρο είναι η μικρότερη μονάδα συνείδησης στο σώμα μας. Όλα αρχίζουν στο κύτταρο. Το κύτταρο είναι μια μηχανή παραγωγής πρωτεΐνης αλλά παίρνει τις εντολές του από τον εγκέφαλο. Ένα από τα αξιοσημείωτα για τους υποδοχείς των κυττάρων, είναι ότι αλλάζουν την ευαισθησία τους ανάλογα με το τι πληροφόρηση δέχονται. Εάν ένας υποδοχέας ενός συγκεκριμένου φαρμάκου ή κάποιας άλλης εσωτερικής ουσίας βομβαρδίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα με μεγάλη ένταση, κυριολεκτικά θα συρρικνωθεί. Θα υπάρχουν λιγότεροι σε αριθμό, ή θα αλλάξει δομή με τέτοιο τρόπο που είτε απευαισθητοποιείται είτε ελαττώνεται. Έτσι λοιπόν, το ίδιο ποσό φαρμάκου ή ενδογενούς ουσίας, θα προκαλέσει μια πολύ μικρότερη απόκριση. Εάν λοιπόν βομβαρδίζουμε το κύτταρο με την ίδια συμπεριφορά (άρα με το ίδιο πεπτίδιο) ξανά και ξανά σε καθημερινή βάση, όταν τελικά αυτό το κύτταρο τελικώς αποφασίσει να διαιρεθεί, όταν δημιουργεί ένα ακόμα μητρικό κύτταρο ή ένα θυγατρικό κύτταρο, αυτό το επόμενο κύτταρο θα έχει περισσότερους υποδοχείς για εκείνα τα συγκεκριμένα νευροπεπτίδια συναισθημάτων και λιγότερους υποδοχείς για βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, θρεπτικά συστατικά, ανταλλαγή υγρών και ακόμα και για την απελευθέρωση αποβλήτων ουσιών ή τοξινών.

Αυτές οι πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη σχέση κυττάρου και συναισθημάτων συνδέεονται καθοριστικά με αυτό που ονομάζουμε "εξάρτηση". Η εξάρτηση με απλά λόγια αφορά σε ένα σύνολο συναισθημάτων, τη δράση των οποίων δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Φέρνουμε στους εαυτούς μας καταστάσεις που θα επιβεβαιώσουν τις βιοχημικές ανάγκες των κυττάρων του σώματός μας, δημιουργώντας καταστάσεις που πληρούν τις χημικές μας ανάγκες. Ο εξαρτημένος πάντα θα χρειάζεται λίγο ακόμα περισσότερο, έτσι ώστε να έχει μια έξαρση ή για να "φτιαχτεί" με αυτό το οποίο αναζητούν χημικά.

Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία για την κατάσταση του να είμαστε ερωτευμένοι έχει να κάνει ακριβώς με τα συναισθήματα. Πως μπορεί λοιπόν κάποιος να πει πραγματικά ότι είναι ερωτευμένος με έναν συγκεκριμένο άνθρωπο; Μήπως τελικά είναι μόνον ερωτευμένος με την προσδοκία των συναισθημάτων στα οποία είναι εθισμένος; Γιατί, το ίδιο πρόσωπο που ερωτευόμαστε επειδή μας προκαλεί συγκεκριμένα συναισθήματα, θα μπορούσε να εκπέσει της εύνοιάς μας αν σταματήσει να μας προκαλεί αυτά τα συγκεκριμένα συναισθήματα που έχουμε ανάγκη (εθισμός). Αυτό ακριβώς εξηγεί και το γεγονός της ανάγκης αλλαγής ερωτικού συντρόφου όταν συμβεί μία αμετάκλητη ρήξη στη σχέση μας. Στην ουσία λοιπόν δεν ψάχνουμε συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο, ψάχνουμε τρόπους να ικανοποιήσουμε τον εθισμό μας.

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν καλά και κακά συναισθήματα. Τα συναισθήματα είναι απλώς η εκδήλωση της ζωής. Χρωματίζουν και κατηγοριοποιούν την αφθονία των εμπειριών μας. Παράλληλα κατανοούμε πως δεν υπάρχουν καλές και κακές εξαρτήσεις αλλά μόνον συγκεκριμένες επιδράσεις στο σώμα μας που τις κατατάσσουμε σε διάφορες κατηγορίες.


ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΛΗ:

Ένα πείραμα του Ιάπωνα επιστήμονα Masaru Emoto, απέδειξε πως συγκεκριμένες σκέψεις και συναισθήματα που προβάλλουμε σε μία ποσότητα νερού, θα έχουν ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κρυσταλλικής δομής του. Έτσι, μία θετική σκέψη ή ένα συναίσθημα όπως η αγάπη, αν προβληθεί σε ένα φιαλίδιο νερού, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η κρυσταλλική δομή αυτής της ποσότητας νερού θα αλλάξει και οι κρύσταλλοι θα αποκτήσουν σχήματα αρμονικά και όμορφα. Ας μην ξεχνάμε επίσης το ότι τα λουλούδια αναπτύσσονται καλύτερα όταν τους μιλάμε με ήρεμα και θετικά λόγια σαν να εκδηλώναμε την αγάπη μας προς αυτά.

Η συγκεκριμένη διαπίστωση έρχεται να δώσει την ακριβή ερμηνεία των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων στο σώμα μας. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται περίπου κατά 75% από νερό. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως τα συναισθήματα που παράγονται συστηματικά στον εγκέφαλό μας, έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση συγκεκριμένων αλλαγών στο σώμα μας. Γενικότερα, τα ‘θετικά’ συναισθήματα συμβάλλουν στην καλή και αρμονική λειτουργία του σώματός μας, ενώ τα ‘αρνητικά’ συναισθήματα συμβάλλουν στην εκδήλωση παθολογικών καταστάσεων. Είναι λοιπόν λογικό να ορίζουμε το stress ως την ασθένεια του αιώνα.


ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ:

Τα περισσότερα προβλήματα που η θρησκεία και τα διάφορα φιλοσοφικά κινήματα δημιούργησαν κατά το πέρας των αιώνων ήταν λάθη όπως πχ το ότι ο Θεός είναι ένα ξεκάθαρα ξεχωριστό ον από εμάς τον οποίο πρέπει να λατρεύουμε, να καλοκαρδίζουμε, να παρακαλούμε και να ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε μια αμοιβή στο τέλος της ζωής μας. Σίγουρα ο Θεός δεν έχει σχέση με αυτά τα πράγματα.

Οι άνθρωποι είναι εξωφρενικά υποταγμένοι στον έλεγχο της θρησκείας γιατί έχουν δημιουργήσει την έννοια της κοσμικής καταδίκης και τις έννοιες του σωστού και του λάθους. Εάν κάνουμε αυτό, θα μας τιμωρήσει ο Θεός. Εάν κάνουμε το άλλο, θα ανταμειφθούμε. Αυτό είναι πραγματικά μια πτωχή περιγραφή που προσπαθεί να χαράξει ένα μονοπάτι στη ζωή μας αλλά εάν το ακολουθήσουμε, τα αποτελέσματα θα είναι αξιοθρήνητα και η ζωή μας αυτό επιβεβαιώνει, γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καλό ή κακό. Κρίνουμε τα πράγματα πάρα πολύ επιφανειακά με αυτό τον τρόπο.

Κατανοούμε λοιπόν πως πρέπει απλά να αφουγκραστούμε τις εσωτερικές μας ανάγκες, να μιλήσουμε με τον εαυτό μας και με μεγάλη δόση αυτοελέγχου να βελτιώσουμε την έκφραση και την κατανόηση των όσων χειριζόμαστε στην καθημερινή ζωή μας. Υπάρχουν πράγματα που κάνουμε και ξέρουμε ότι θα μας βοηθήσουν να εξελιχθούμε και άλλα πράγματα που δεν θα με βοηθήσουν σε αυτό. Αλλά δεν υπάρχει καλό και κακό. Δεν υπάρχει τιμωρός Θεός που περιμένει να μας τιμωρήσει επειδή πράξαμε το ένα ή το άλλο.


ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΛΛΑΓΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ:

Είναι πολύ πιθανό ότι είμαστε τόσο συνηθισμένοι και απορροφημένοι στην καθημερινή ζωή μας, τόσο συνηθισμένοι στον τρόπο που δημιουργούμε τη ζωή μας, που δεχόμαστε την ιδέα ότι δεν έχουμε καθόλου έλεγχο πάνω σε αυτή και γινόμαστε απλά ακόλουθοι κάποιων καταστάσεων.

Ο μέσος άνθρωπος, ζει μία ζωή που θεωρεί βαρετή ή πεζή και αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι δεν κάνουμε καμία προσπάθεια να αποκτήσουμε γνώσεις και πληροφορίες που θα μας εμπνεύσουν και θα δόσουν νόημα στη ζωή μας. Οι άνθρωποι στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι τόσο υπνωτισμένοι από αυτά που τους περιβάλλουν διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης και διαμέσου των ανθρώπων που ζούνε και δημιουργούνε ιδανικά, που όλοι προσπαθούν να γίνουν αυτό που βλέπουν, όμως κανείς τελικά δεν μπορεί να γίνει αυτό που του ‘πουλάνε’ σε σχέση με την εξωτερική εμφάνισή μας και τους ορισμούς της ομορφιάς και του ανδρισμού. Έχουμε μάθει να μισούμε το σώμα μας όταν έχει περιττά κιλλά, να νοιώθουμε άρρωστοι όταν έχουν πέσει τα μαλλιά μας ή ακόμα και υπάνθρωποι όταν δεν έχουμε το αγγελικό πρόσωπο ενός μοντέλου. Όλα αυτά είναι αυταπάτες στις οποίες οι περισσότεροι άνθρωποι παραδίδονται και ζούνε τη ζωή τους στη μετριότητα και η επιθυμία τους μπορεί να μην βγει ποτέ στην επιφάνεια, ώστε να θελήσουν να γίνουν κάτι άλλο. Έτσι λοιπόν, οι άνθρωποι αρχικά παράγουν ένα αρνητικό συναίσθημα και στη συνέχεια εθίζονται σε αυτό μέσα από έναν περίεργο αγώνα για την κατάκτηση της απόλυτης ομορφιάς ή κάποιου άλλου προκατασκευασμένου ιδανικού, ενός αγώνα που ποτέ δεν θα κερδίσουν. Ενδόμυχα αυτό μας είναι γνωστό αλλά μετά από την πολυετή έκθεση στην αποτυχία προς αυτούς τους σκοπούς, καταντάμε να τρέφουμε την αποτυχία κι όχι την ανάγκη επίτευξης του σκοπού και μάλιστα εθιζόμαστε σε αυτή.

Αλλά εάν η πραγματική επιθυμία μας βγει στην επιφάνεια και ρωτήσουμε τους εαυτούς μας εάν υπάρχει κάτι περισσότερο που θέλουμε ή χρειαζόμαστε πέραν κι εκτός των προκατασκευασμένων ιδανικών, τότε πραγματικά θα βιώσουμε την αρχή της ‘μεταστοιχείωσής’ μας, την αρχή της ευδαιμονίας. Τότε στην ουσία επανακαλωδιώνουμε τον εγκέφαλό μας και αλλάζουμε τις νευρικές δομές του εγκεφάλου και αυτό τελικώς αλλάζει εμάς σαν ψυχοσωματική οντότητα.

Η πηγή του ανθρώπινου δράματος προσδιορίζεται κυρίως σε έναν ατελείωτο συνειρμό σκέψεων που κάνουμε σχετικά με τη ζωή μας: Εάν αλλάξω το μυαλό μου, θα αλλάξω τις επιλογές που κάνω; Εάν αλλάξω τις επιλογές μου, θα αλλάξει η ζωή μου; Γιατί δεν μπορώ να αλλάξω; Σε τι είμαι εθισμένος; Τι θα χάσω στο οποίο είμαι χημικά προσκολλημένος; Ποιο άτομο, χώρο, πράγμα, ή γεγονός στο οποίο είμαι χημικά προσκολλημένος (εθισμένος) δεν θέλω να χάσω, γιατί θα αναγκαστώ ίσως να βιώσω τα χημικά στερητικά συμπτώματα της διαδικασίας απεξάρτησης από αυτό;

Κατανοούμε λοιπόν πως το κλειδί στην επαναγέννησή μας κρύβεται στον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή μας και τελικά, αυτά που θέλουμε πραγματικά να αποτελούν τη ζωή μας, στο σύνολό τους ορίζουν τον ίδιο τον λόγο της ύπαρξής μας. Δεν υπάρχουμε γιατί κάποιος θεός ως υπέρτατο ον έχει αποφασίσει κάτι για εμάς και πρέπει να το εκπληρώσουμε. Υπάρχουμε ως ατομικότητες για να εξελιχθούμε και να βιώσουμε-ικανοποιήσουμε τις ανάγκες που πραγματικά κι εκ βαθέων αντιληφθήκαμε πως ζουν μέσα μας. Ο καθένας μας έχει έναν σκοπό που ζει σε αυτόν τον πλανήτη. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ζούμε για τους σκοπούς που επιλέξαμε εμείς ή για τους σκοπούς που επέλεξαν κάποιοι άλλοι.

Δυστυχώς, η καθημερινότητα μας δείχνει πως είμαστε δέσμιοι των προκατασκευασμένων ιδανικών και εξαρτημένοι από έναν τρόπο ζωής που αν τον αναλύσουμε, απέχει μακράν από αυτό που βαθιά μέσα μας ζει και περιμένει να αναπτυχθεί. Δυστυχούμε γιατί δεν ακούμε τον εαυτό μας, γιατί έχουμε αποτύχει στη διαδικασία της ενδοσκόπησης, γιατί στην ουσία φοβόμαστε να πάρουμε στα χέρια μας την ευθύνη των σκέψεων και των πράξεών μας. Όλες αυτές οι ανασφάλειες δημιούργησαν την ανάγκη να μας προστατεύει και να μας φροντίζει κάποιος άλλος, να σκέφτεται και να αποφασίζει για εμάς κάποιος άλλος χωρίς εμείς να έχουμε την ευθύνη των όσων μας συμβαίνουν. Αυτό έχει εφαρμογή είτε στα φιλοσοφικά-μεταφυσικά ζητήματα (θρησκεία), είτε στα αμιγώς κοινωνικά και βιοποριστικά ζητήματα (πχ ψηφίζουμε τις λιγότερο κακές κυβερνήσεις και αποδίδουμε σεβασμό σε εκείνον που ικανοποιεί τις ανάγκες μας). Συμπεραίνουμε λοιπόν πως σταδιακά και συστηματικά δίνουμε σε τρίτους την ευκαιρία-δικαίωμα να αποφασίζουν για εμάς, κάτι που σταδιακά μας φέρνει τη δυστυχία (γιατί δεν αντανακλά στις πραγματικκές μας ανάγκες) και τελικά η δυστυχία γίνεται τρόπος ζωής, γίνεται η καθημερινότητά μας.



Τι στο καλό ξέρουμε και Κβαντική φυσική
Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ:

Σε όλα τα ανωτέρω συμπεράσματα, η κβαντική φυσική προσεγγίζει τη σχέση μας με το σύμπαν μέσα από έναν κόσμο πιθανοτήτων, μέσα από διαδικασίες εύρεσης των πιθανών εξελίξεων των γεγονότων στο σύμπαν κι έρχεται να μας θυμίσει πως όλα είναι ένα, όλα συνδέονται μεταξύ τους και τίποτα δεν ορίζεται αν δεν συσχετιστεί με κάτι συναφές. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός πως η κβαντική φυσική, ορίζει την υπόσταση ενός αντικειμένου ως υπαρκτή αν κι εφόσον αυτό ενταχθεί στη διαδικασία της παρατήρησης.

Η συνείδησή μας επηρεάζει τους άλλους γύρω μας. Επηρεάζει τις υλικές ιδιότητες. Επηρεάζει το μέλλον μας. Συνδημιουργούμε το μέλλον μας, άρα είμαστε πολλά περισσότερα από αυτό που νομίζουμε. Μπορούμε να γίνουμε πολύ περισσότερα ακόμα και πέρα από αυτά. Μπορούμε να επηρεάσουμε το περιβάλλον μας, τους ανθρώπους. Εμείς και τα όσα μας περιβάλλουν δεν είμαστε ξέχωρα. Είμαστε μέλη ενός πράγματος. Συνδεόμαστε με όλα. Δεν είμαστε μόνοι μας.

Γνωρίζοντας ότι υπάρχει αυτή η διασύνδεση στο Σύμπαν, ότι είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ μας και ότι συνδεόμαστε με το Σύμπαν στο βασικό επίπεδό του, μπορούμε να δώσουμε μία καλή εξήγηση για την πνευματικότητα. Υπάρχει μία ισχυρή πεποίθηση ότι ο σκοπός μας εδώ, είναι να αναπτύξουμε το δώρο της 'προθέσεως' και να μάθουμε πως να είμαστε αποτελεσματικοί δημιουργοί. Είμαστε όλοι εδώ για να γίνουμε δημιουργοί. Είμαστε εδώ για να εισβάλλουμε στο διάστημα με ιδέες, με μεγάλες ιδέες. Είμαστε εδώ για να αξιοποιήσουμε τη ζωή μας, για να αναγνωρίσουμε τον κβαντικό εαυτό μας, να αναγνωρίσουμε το χώρο όπου πραγματικά έχουμε επιλογές και όταν κάποιος τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά, τότε λέμε ότι αυτός ο άνθρωπος φωτίστηκε...