Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ιβάν Παβλώφ [ 1849-1936 ]



 Ο Ιβάν Πέτροβιτς Παβλώφ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1849, στο Ριαζάν (Ryazan), μια αγροτική πόλη της κεντρικής Ρωσίας.


 Ήταν ο πρωτότοκος γιος ενός ιερέα της ενορίας του Ριαζάν, του Πέτερ Ντιμιτρίεβιτς Παβλώφ και της Βαρβάρας Ιβάνοβνα. Ο Πέτερ Παβλώφ διέφερε από άλλους ιερείς της εποχής του καθώς ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και είχε αρκετά μοντέρνες ιδέες για την εποχή του. Του άρεσε πολύ να ενημερώνεται και να μελετά για διάφορα ζητήματα και, όποτε η οικονομική κατάσταση της οικογένειας το επέτρεπε, αγόραζε βιβλία τα οποία αποτελούσαν πραγματικά «μικρά κειμήλια», «θησαυρούς» για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Ιβάν θυμόταν πάντα τον πατέρα του να τον συμβουλεύει να διαβάζει ένα βιβλίο δύο φορές έτσι ώστε να το κατανοεί καλύτερα και σε μεγαλύτερο βάθος.

Ο Πέτερ Παβλώφ έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και σεβασμού στην ενορία της πόλης του. Ήταν άνθρωπος σπανίων χαρισμάτων τα οποία, όπως συχνά έλεγε, είχε κληρονομήσει και ο γιος του, Ιβάν. Ήταν συνεπής με τον εαυτό του και με τους άλλους, επίμονος, είχε αποφασιστική θέληση αλλά και τρομερή φυσική δύναμη. Πράγματι, έτσι ακριβώς ήταν και ο Ιβάν Παβλώφ!

Όμως η ζωή του αγροτικού κλήρου εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα σκληρή, ειδικά για όσους εργάζονταν στα κατώτερα στρώματα ιεραρχίας της Εκκλησίας. Έπρεπε να αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση και η ζωή τους δεν διέφερε πολύ από οποιουδήποτε αγρότη της περιοχής. Η αγροτική εργασία άλλωστε ήταν και η βασική πηγή εισοδήματος της οικογένειας Παβλώφ. Παρόλα αυτά, ακόμη και οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δηλαδή ο συνδυασμός της σκληρής σωματικής εργασίας με τη διαρκή προσπάθεια πνευματικής καλλιέργειας, διαμόρφωσαν μια γενιά ανθρώπων δυνατών, υγιών και ενεργητικών, μέλος της οποίας ήταν και ο Ιβάν Παβλώφ.

Η μητέρα του, η Βαρβάρα Ιβάνοβνα, καταγόταν επίσης από οικογένεια κληρικών. Η υγεία της κατά τη νεότητά της ήταν εξαιρετική και την κληρονόμησαν και τα τρία πρώτα παιδιά της, ο Ιβάν, ο Ντιμίτρι και ο Πέτερ. Και οι τρεις αποφοίτησαν από το Εκκλησιαστικό Σχολείο του Ριαζάν και από το Πανεπιστήμιο και κατέλαβαν αργότερα υψηλές ακαδημαϊκές θέσεις. Μάλιστα, ο ένας έγινε αργότερα και βοηθός του Μεντελέγιεφ. Μετά όμως τη γέννηση των τριών πρώτων παιδιών της η Βαρβάρα Ιβάνοβνα αρρώστησε βαριά (αναφέρεται ότι επρόκειτο για ψυχική ασθένεια, γεγονός το οποίο αποτέλεσε ιδιαίτερο κίνητρο για τον Παβλώφ για τη διερεύνηση ειδικών περιπτώσεων Ψυχοπαθολογίας) και τα επόμενα έξι παιδιά που έφερε στον κόσμο πέθαναν σε νεαρή ηλικία από διάφορες επιδημίες. Τα τελευταία δύο, ο Σέργιος και η Λυδία, δεν ήταν τόσο «χαρισματικά» όσο οι τρεις πρώτοι γιοι της οικογένειας. Ο Σέργιος αποφοίτησε από το Εκκλησιαστικό Σχολείο και παρέμεινε στο Ριαζάν εργαζόμενος ως ιερέας. Πέθανε από τύφο κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης.

Ο Ιβάν μεγάλωσε με την παρέα των αδερφών του που τον συνόδευαν σε όλες του τις δραστηριότητες καθώς οι γονείς τους ήταν απασχολημένοι πολλές ώρες στην καθημερινή σκληρή εργασία τους. Είναι γεγονός ότι η οικογένεια Παβλώφ επέτρεπε σημαντική ελευθερία στα παιδιά της, στοιχείο το οποίο τα διαμόρφωσε σε αρκετά αυτόνομα και ανεξάρτητα άτομα. Έκαναν πολλούς φίλους στη γειτονιά, με τους οποίους έπαιζαν καθημερινά και ένα από τα πιο αγαπημένα τους παιχνίδια, με το οποίο ο Ιβάν συνέχισε να ασχολείται και σε μετέπειτα ηλικίες, ήταν το ρωσικό παιχνίδι gorodgee. Παράλληλα, ο νεαρός Ιβάν είχε από νεαρή ηλικία μια φυσική αρέσκεια και κλίση στη σωματική δραστηριότητα και άσκηση. Η κλίση αυτή μετατράπηκε αργότερα σε πραγματική λατρεία και πάθος για την άθληση και τα σπορ, και έτσι είχε γίνει πραγματικά, κατά τη φοίτησή του εκεί, η «ψυχή» του Physicians’ Gymnastic Society. O καθηγητής Παβλώφ έλεγε αργότερα ότι για τον ίδιο «το αίσθημα ευχαρίστησης που απολάμβανε μετά από επιτυχή μυική δραστηριότητα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τη χαρά που ένιωθε επιλύοντας ένα νοητικό πρόβλημα». Το αποκαλούσε, μάλιστα, χαρακτηριστικά «μυική ευχαρίστηση» (muscular gladness).

Είναι γεγονός ότι ο Ιβάν Παβλώφ μεγάλωσε σε μια οικογένεια στην οποία επικρατούσε ένα σοβαρό αλλά παράλληλα και φιλικό πνεύμα, και η ατμόσφαιρα αυτή συνέβαλε στην ανάπτυξη της σοβαρότητας αλλά και της αισιοδοξίας με την οποία αντιμετώπιζε πάντα τα ερωτήματα που συναντούσε στη ζωή του. Από παιδική ηλικία διαφαίνονταν στο μικρό Ιβάν, ή Βάνια όπως τον αποκαλούσαν, τα στοιχεία προσωπικότητας που θα τον συνόδευαν και στην ενήλικη επιτυχημένη σταδιοδρομία του. Όποτε επιχειρούσε κάτι, έβαζε όλη του την ψυχή σε αυτό μέχρι να επιτύχει το στόχο του: στο παιχνίδι, στην άθληση ή στη σχολική εργασία. Τον ίδιο ζήλο και ενθουσιασμό επεδείκνυε αργότερα και στις διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο ή στα εργαστήρια. Δεν τον απασχολούσε ο ανταγωνισμός, η υπερίσχυση έναντι των αντιπάλων του, όσο το να μπορεί σε καθετί να βάζει όλες τις δυνάμεις του, όλο του το «είναι», ώστε να το ολοκληρώνει με τον πιο τέλειο δυνατό τρόπο!


Εκπαίδευση
Ο Ιβάν Παβλώφ έμαθε για πρώτη φορά να γράφει και να διαβάζει από μια ηλικιωμένη κυρία σε ηλικία 7 ετών. Όμως στην ηλικία των 10 ετών είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα πέφτοντας από έναν τοίχο, γεγονός που καθυστέρησε τη σχολική του εκπαίδευση. Επέστρεψε στο σχολείο ένα χρόνο αργότερα, μαζί με τον νεώτερο αδερφό του Ντιμίτρι, στο Εκκλησιαστικό Σχολείο του Ριαζάν.

Μετά την αποφοίτησή του εισήχθη στο Ryazan Ecclesiastical Seminary καθώς πίστευε ότι θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του και θα γινόταν ιερέας. Στο σχολείο όμως είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μαθήματα διαφόρων κλάδων και, περισσότερο, μαθήματα που σχετίζονταν με τη Λογική ανάλυση και τις εφαρμογές της. Αυτά απέσπασαν το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντός του και άρχισε τότε για πρώτη φορά να συναρπάζεται από τη μαγεία των Θετικών Επιστημών. Ο ίδιος ανέφερε πάντα τον ενθουσιασμό που είχε αισθανθεί όταν διάβασε για πρώτη φορά τη ρωσική μετάφραση του G.H. Lewes «Practical Physiology». Πάντα ανακαλούσε με υπερηφάνεια το διάσημο αντίγραφο αυτού του βιβλίου που πέρασε από τα χέρια του όταν ο ίδιος ήταν μόλις 15 ετών.

Παράλληλα, ήταν τυχερός καθώς στο σχολείο του επικρατούσε ιδιαίτερη ελευθερία και δυνατότητα συζητήσεων μεταξύ μαθητών και καθηγητών σε πολλά ζητήματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι την ίδια περίοδο ο ίδιος εισερχόταν στην εφηβεία και ο ενθουσιασμός του διαβάζοντας γνωστά βιβλία περί του Δαρβίνου και της Φυσιολογίας καθώς και το σύγγραμμα του Σετσένωφ (Sechenov) «Ανακλαστικά του Εγκεφάλου» ήταν ασυγκράτητος, συνέτειναν στην απόφασή του να εγκαταλείψει από νωρίς την ιδέα του να γίνει ιερέας. Έτσι, το 1870, εγκατέλειψε οριστικά το Ecclesiastical Seminary για να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης.

Κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο πολλές σημαντικές εμπειρίες καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του. Εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον καθηγητή του στη Φυσιολογία, τον Τσιόν (Tsyon), ο οποίος έστρεψε και το ενδιαφέρον του προς την έρευνα. Κατά την αποφοίτησή του, το 1875, συνέχισε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία προκειμένου να αποκτήσει το πτυχίο Ιατρικής. Δεν επιθυμούσε να γίνει ιατρός αλλά να αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια για μια καριέρα στον ερευνητικό τομέα της Φυσιολογίας. Στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία εργάστηκε επί δύο συνεχή έτη ως βοηθός του καθηγητή Ουστίμοβιτς (Ustimovich) μελετώντας τις ειδικές διεργασίες του κυκλοφοριακού συστήματος, μελέτη που αργότερα αποτέλεσε τη βάση για πολλές δημοσιεύσεις του αλλά και το θέμα της διατριβής του για το πτυχίο της Ιατρικής.

Το 1880 αρραβωνιάστηκε με μια ελκυστική φοιτήτρια των Παιδαγωγικών, τη Σεραφίμα (Σάρα) Βασίλιεβνα Καρτσέφσκαγια, και ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι παρέμεινε στην Αγία Πετρούπολη και έπρεπε και οι δύο να εργάζονται σκληρά για να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις. Ήταν όμως, όπως φαίνεται, «τύχη» για την Επιστήμη ότι ο Ιβάν Παβλώφ έζησε με μια γυναίκα τόσο τρυφερή και καλή που του παρείχε ένα ζεστό και αξιαγάπητο σπιτικό. Ίσως να οφείλεται σε εκείνη το γεγονός ότι ο ίδιος περνούσε πάντα τα βράδια του στο ήσυχο σπίτι του, μελετώντας, σαν να έβρισκε ένα καταφύγιο γαλήνης σε αυτό. Αφηνε όμως πάντα σε εκείνη τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας, και επίσης σπάνια ταξίδευε μόνος του. Η σύζυγός του είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, σε ένα σχόλιό της το 1927, ότι «ο ίδιος δεν είχε αγοράσει ποτέ για τον εαυτό του ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια»!

Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά. Ο πρωτότοκος γιος τους, ο Βίρτσικ, πέθανε ξαφνικά σε μικρή ηλικία. Ακολούθησε η γέννηση τριών γιών, των Βλαδίμηρου, Βίκτωρα και Βσέβολοντ. Ο τελευταίος μάλιστα έγινε γνωστός φυσικός και καθηγητής Φυσικής στο Λένιγκραντ το 1925. Το ζευγάρι απέκτησε επίσης μια κόρη, τη Βέρα.



Σταδιοδρομία
Ο Ιβάν Παβλώφ έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής το 1883 και εργάστηκε από το 1884 έως το 1886 με δύο από τους πιο γνωστούς φυσιολόγους εκείνης της εποχής: το Λούντβιχ στη Λειψία και το Χάιντενχαϊν (Heidenhain) στο Μπρεσλάου. O Χάιντενχαϊν ασχολείτο με τη μελέτη των ειδικών διεργασιών της πέψης σε σκύλους κάνοντας χρήση ενός ειδικά «εξωτερικευμένου τμήματος» στομάχου του ζώου. Ουσιαστικά είχε ο ίδιος επινοήσει μια ειδική επέμβαση για τη δημιουργία ενός τέτοιου «σάκου», όπως τον αποκαλούσε, στο στομάχι, δεν είχε όμως βρει λύση στη διατήρηση της νευρολογικής λειτουργικής επάρκειας ενός τέτοιου απομονωμένου τμήματος του οργανισμού. Αργότερα ο Παβλώφ τελειοποίησε αυτή την επέμβαση η οποία μάλιστα καθιερώθηκε να αποκαλείται «ο σάκος των Χάιντενχαϊν-Παβλώφ» (Heidenhain-Pavlov pouch). Ο Παβλώφ εργάστηκε επίσης ως βοηθός του γνωστού κλινικού ιατρού Σ.Π. Μπότκιν (S.P. Botkin), ο οποίος χρησιμοποιούσε εκτεταμένα την πειραματική φαρμακολογία στις μελέτες του. Στο εργαστήριο αυτό ο Παβλώφ πραγματοποίησε τα γνωστά πειράματά του σχετικά με τη νευρολογική λειτουργία του καρδιακού συστήματος και την πρώτη μεγάλη του έρευνα σχετικά με τη λειτουργία των αδένων του πεπτικού συστήματος. Το 1888 ανακάλυψε το νευρολογικό υπόστρωμα ειδικών εκκρίσεων του παγκρέατος, αποτελέσματα τα οποία, επειδή ήταν δύσκολο να επαληθευτούν πειραματικά, ουσιαστικά αναγνωρίστηκαν επίσημα είκοσι χρόνια αργότερα.

Το 1890 εκλέχθηκε καθηγητής Φαρμακολογίας στη Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης. Στη θέση αυτή συνάντησε αρκετές δυσκολίες κυρίως μετά την ανοικτή σύγκρουσή του με τον καθηγητή του Πασούτιν (Pashootin), «έναν δεσποτικό άντρα στον οποίο οι περισσότεροι καθηγητές επεδείκνυαν αρκετή δουλοπρέπεια». Ο Παβλώφ εναντιωνόταν με τον πιο φανερό τρόπο στον καθηγητή και τελικά φαίνεται ότι «τιμωρήθηκε» για τη μη πειθαρχία του: η εκλογή του για τη θέση του καθηγητή Φυσιολογίας καθυστέρησε για δύο περίπου χρόνια και τελικά πραγματοποιήθηκε το 1897. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1924.

Το 1891 δημιουργήθηκε το πρώτο (ανά τον κόσμο) χειρουργικό τμήμα εργαστηρίου Φυσιολογίας στο Ινστιτούτο Πειραματικής Ιατρικής (Institute of Experimental Medicine) αποκλειστικά βάσει συστάσεων του καθηγητή Παβλώφ. Στο εργαστήριο αυτό ο Παβλώφ πραγματοποίησε όλα τα γνωστά πειράματα για τα οποία έμεινε στην Ιστορία και στο οποίο επίσης υφίσταντο, για πρώτη φορά, ειδικές ρυθμίσεις για τη φροντίδα των ζώων που χρησιμοποιούντο ως πειραματόζωα.

Το 1904 όμως ήταν η χρονιά που θα λάμβανε τη μεγαλύτερη τιμή όλων! Του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής για την ερευνητική του μελέτη σχετικά με τη λειτουργία των αδένων του πεπτικού συστήματος. Το πρώτο σύγγραμμα που περιελάμβανε τα δεδομένα αυτής της ερευνητικής εργασίας με τίτλο «The Works of the Digestive Glands», είχε δημοσιευτεί το 1897 και η πρώτη αγγλική μετάφραση κυκλοφόρησε το 1902. Το 1906 ο Ιβάν Παβλώφ εκλέχθηκε μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.

Η φήμη που απέκτησε όμως, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, δημιούργησε πολλούς εχθρούς δίπλα του! Μετά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ, οι επιθέσεις και η κριτική σχετικά με τη μελέτη των αδένων του πεπτικού συστήματος σταμάτησαν, άρχισε όμως πιο δριμεία κριτική σχετικά με την ερευνητική του εργασία για τα εξαρτημένα ανακλαστικά. Οι επικριτές του υποστήριζαν ότι «αυτή δεν είναι επιστημονική εργασία! Κάθε εκπαιδευτής σκύλων τα ήξερε αυτά εδώ και πολύ καιρό»! Η δυσαρέσκεια εναντίον του μεγάλωσε σε τέτοιο βαθμό που η συνέλευση της Στρατιωτικής Ιατρικής Ακαδημίας απέρριψε όλες τις διατριβές που προέρχονταν από το εργαστήριό του. Οι εχθροί του γίνονταν πλέον και πιο ενεργοί παρεμποδίζοντας και την εκλογή του ως προέδρου του Συλλόγου Ρώσων Ιατρών. Ο λόγος ήταν φυσικά ο υψηλός αριθμός δημοσιεύσεων από το εργαστήριό του.

Η φυσιολογία της πέψης
Ο Παβλώφ αφιέρωσε τα πρώτα δέκα χρόνια της ερευνητικής του εργασίας στο θέμα που είχε εξαρχής προσελκύσει το ενδιαφέρον του στην επιστήμη: τη μελέτη της πολυπλοκότητας του πεπτικού συστήματος. Μέχρι τότε η μελέτη της λειτουργίας της πέψης παρουσίαζε εξαιρετικές δυσκολίες κυρίως γιατί αφορούσε όργανα που ήταν «καλά κρυμμένα» και εξαιρετικά επιρρεπή σε χειρουργικά τραύματα. Οταν τα όργανα αυτά (πειραματόζωων) εκτίθονταν, λόγω χειρουργικής επέμβασης, εξωτερικά, σταματούσαν πλέον να λειτουργούν κανονικά. Έτσι, οι παρατηρήσεις που λαμβάνονταν είχαν πλέον ελάχιστη επιστημονική αξία. Η μεγάλη συνεισφορά του Παβλώφ έγκειται στο ότι μπόρεσε να παρατηρήσει τις φυσιολογικές πεπτικές λειτουργίες σε πειραματόζωα, μιμούμενος ουσιαστικά ένα σχεδόν απίθανο «φυσικό πείραμα» που είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα, στις αρχές του αιώνα!

Συγκεκριμένα, το 1822 ένας νεαρός Γαλλοκαναδός κυνηγός, ο Αλέξις Σαίν Μαρτέν, υπέφερε από μια πληγή από πυροβολισμό στο στομάχι του. Ο θεράποντας ιατρός του, ο Ουίλλιαμ Μπομόντ (1785-1853), θεώρησε ότι το τραύμα αυτό θα ήταν θανατηφόρο, παρόλα αυτά τον χειρούργησε υπό τις δεδομένες συνθήκες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ανέλπιστα ο ασθενής συνήλθε σύντομα, η τρύπα όμως στο τοίχωμα του στομάχου του παρέμεινε ως ένα ανοικτό «παράθυρο». Τότε ο Μπομόντ πρότεινε στον ασθενή του να συμμετέχει ως εθελοντής σε σχετικές έρευνες και έτσι μπόρεσε, για πρώτη φορά, να παρατηρήσει τι ακριβώς συνέβαινε στο εσωτερικό του στομάχου καθώς το υποκείμενό του κατανάλωνε τροφή, ή ο ίδιος τοποθετούσε ειδικά όργανα συλλογής, μέτρησης ή ανάλυσης των ουσιών που εκκρίνονταν από τις ειδικές λειτουργίες της πέψης. Μέχρι τότε, οι παρατηρήσεις του Μπομόντ ήταν οι μόνες που υπήρχαν σχετικά με τη φυσιολογική λειτουργία του πεπτικού συστήματος.

Ο Παβλώφ αποφάσισε να επαναλάβει τις παρατηρήσεις του Μπομόντ αλλά σε μια πιο εκλεκτική και ελεγχόμενη βάση: επιχείρησε να δημιουργήσει χειρουργικά «ανοίγματα» ή ειδικά συρίγγια σε διαφορετικά σημεία του πεπτικού συστήματος σκύλων. Η διαδικασία αυτή είχε επιχειρηθεί και από άλλους ερευνητές, φαίνεται όμως ότι ο Παβλώφ την πέτυχε για δύο σημαντικούς λόγους: ήταν ένας πολύ επιδέξιος χειρουργός που απεχθανόταν τη θέα του αίματος, γεγονός που ελαχιστοποιούσε την πρόκληση χειρουργικών τραυμάτων στα ζώα. Και, δεύτερον, ήταν ένας από τους πρώτους ερευνητές που εκτιμούσε ιδιαίτερα τη σημασία της αντισηπτικής Ιατρικής. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι πέθαιναν ακόμα από μολύνσεις στους χειρουργικούς θαλάμους, ο Παβλώφ κατάφερε να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την αντισηπτική καθαριότητα των επεμβάσεών του στα ζώα. Ετσι, παρά το γεγονός ότι ο πεπτικός σωλήνας αποτελούσε μια εξαιρετικά επικίνδυνη πηγή μολύνσεων, τα περισσότερα από τα ζώα που συμμετείχαν στις επεμβάσεις του συνέρχονταν άμεσα και συμμετείχαν σε υψηλό αριθμό πειραμάτων του.

Ο Παβλώφ δημιουργούσε τα ειδικά συρίγγια σε διαφορετικά σημεία του πεπτικού συστήματος και πραγματοποιούσε τα πειράματά του με συστηματικό τρόπο. Για παράδειγμα, αφού παρείχε στα ζώα διάφορα είδη τροφής, συνέλεγε, μετρούσε και ανέλυε χημικά τις ουσίες που εκκρίνονταν από διαφορετικά σημεία του πεπτικού συστήματος. Οι έρευνες αυτές και τα αποτελέσματά τους χάρισαν στον Ιβάν Παβλώφ το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1904, και ακόμη και σήμερα αναφέρονται σε σύγχρονα εγχειρίδια περί της φυσιολογίας της πέψης.

Μεταξύ των πεπτικών εκκρίσεων που μελέτησε ο Παβλώφ ήταν και η έκκριση του σάλιου και παρατήρησε πολύ νωρίς ότι ακόμη και μια σταγόνα τροφής ή αραιού διαλύματος οξέως στη γλώσσα ενός σκύλου παράγει άμεσα έκκριση υψηλής ποσότητας σάλιου. Όμως, το σημείο που άλλαξε την πορεία των πειραμάτων του ήταν όταν άρχισε να παρατηρεί τις «ψυχογενείς εκκρίσεις» («psychic secretions») των σκύλων που ήταν ήδη εκπαιδευμένοι σε μια διαδικασία ρουτίνας στο εργαστήριο: οι σκύλοι άρχιζαν να εκκρίνουν σάλιο ακόμη και κατά την προκαταρκτική διαδικασία τοποθέτησής τους στην ειδική πειραματική συσκευή, ή ακόμη και με την απλή θέαση του εκπαιδευτή τους. Έτσι, τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις πάνω στις οποίες ο Παβλώφ θα στήριζε το επόμενο σημαντικό βήμα των ερευνητικών του μελετών: τη μελέτη των εξαρτημένων ανακλαστικών.





Η μελέτη των εξαρτημένων αντανακλαστικών

Ο Παβλώφ είχε αναφερθεί για πρώτη φορά στη μελέτη των εξαρτημένων ανακλαστικών στην εργασία του για το Νόμπελ το 1904. Στη συνέχεια αφιέρωσε 32 χρόνια της ζωής του στη μελέτη αυτή, η οποία ουσιαστικά επικεντρωνόταν στο συστηματικό χειρισμό των τεσσάρων βασικών παραμέτρων ενός εξαρτημένου ανακλαστικού: το μη εξαρτημένο ερέθισμα, τη μη εξαρτημένη απόκριση, το εξαρτημένο ερέθισμα και την εξαρτημένη απόκριση.

Το μη εξαρτημένο ερέθισμα και η μη εξαρτημένη απόκριση αποτελούν ένα μη εξαρτημένο ανακλαστικό, δηλαδή μια αυτόματη, εσωτερική αντίδραση του οργανισμού που πρέπει να προυπάρχει προκειμένου να λάβει χώρα οποιοδήποτε είδος «μάθησης». Ο Καρτέσιος είχε περιγράψει ένα σχετικό μη εξαρτημένο ανακλαστικό: την αίσθηση της θερμότητας από τη φωτιά (μη εξαρτημένο ερέθισμα) και το αυτόματο τίναγμα του χεριού από την αίσθηση αυτή (μη εξαρτημένη απόκριση). Προηγούμενες έρευνες του Παβλώφ, όπως αναφέρθηκε, είχαν εστιάσει στα μη εξαρτημένα γαστρικά ανακλαστικά, π.χ., την έκκριση του σάλιου (μη εξαρτημένη απόκριση) με την απλή θέαση του εκπαιδευτή στο χώρο του εργαστηρίου (μη εξαρτημένο ερέθισμα).

Ο Παβλώφ είχε παρατηρήσει ότι ένα απλό εξαρτημένο ερέθισμα αποτελεί πάντα αρχικά ένα «ουδέτερο» ερέθισμα και δεν επιφέρει καμία έντονη αντίδραση, στη συνέχεια όμως αποκτά την ικανότητα να προκαλεί μια απόκριση όταν παρουσιαστεί αρκετές φορές ταυτόχρονα με το μη εξαρτημένο ερέθισμα. Για παράδειγμα, για τους σκύλους, η θέαση των φυλάκων τους ή η εμπειρία της τοποθέτησής τους στην ειδική πειραματική συσκευή καθίσταται σταδιακά ένα εξαρτημένο ερέθισμα όταν πραγματοποιείται αρκετές φορές ταυτόχρονα με το μη εξαρτημένο ερέθισμα της παροχής τροφής.

Ο τομέας των εξαρτημένων ανακλαστικών μελετήθηκε εκτεταμένα από τον Παβλώφ και τους συνεργάτες του. Πραγματοποιήθηκε σειρά μελετών μεταβάλλοντας πειραματικά τα είδη των παρουσιαζόμενων ερεθισμάτων αλλά και τις συνθήκες υπό τις οποίες παρουσιάζονταν, προκειμένου να παρατηρηθεί η ισχύς των εξαρτημένων ανακλαστικών που προέκυπταν.

Γενίκευση, διαφοροποίηση & πειραματική νεύρωση

Ένας σημαντικός αριθμός πειραμάτων έδειξε ότι εξαρτημένα ανακλαστικά προκύπτουν και από ερεθίσματα παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημα με το αρχικό αυθεντικό εξαρτημένο ερέθισμα, φαινόμενο το οποίο ο Παβλώφ ονόμασε Γενίκευση. Έτσι, όταν ένας ήχος συγκεκριμένου τόνου αποτελεί το αρχικό εξαρτημένο ερέθισμα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αλλά το τεστ παρόλα αυτά πραγματοποιείται με έναν ελαφρώς πιο υψηλό ή χαμηλό τόνο, ένα εξαρτημένο ερέθισμα προκύπτει παρόλα αυτά αλλά με ελαφρώς μικρότερη ισχύ. Οσο μεγαλύτερη είναι η διαφοροποίηση μεταξύ του εξαρτημένου ερεθίσματος και του ερεθίσματος του τεστ, τόσο πιο αδύναμη είναι και η γενικευμένη απόκριση. Αν στη συνέχεια το διαφοροποιημένο ερέθισμα συνεχίσει να εμφανίζεται όπως πριν, αλλά δεν επιβραβεύεται από ένα επακόλουθο μη εξαρτημένο ερέθισμα, ένα άλλο είδος μάθησης προκύπτει το οποίο ο Παβλώφ ονόμασε Διαφοροποίηση.

Η μεγάλη έκπληξη στην πειραματική διαδικασία επήλθε όταν προέκυψαν πειραματικές συνθήκες που ουσιαστικά έθεταν την ικανότητα των ζώων για διαφοροποίηση στα όριά της. Για παράδειγμα, σε ένα συγκεκριμένο πείραμα χρησιμοποιήθηκαν τα εξής διαφοροποιημένα ερεθίσματα: ένας κύκλος και μια έλλειψη. Το πείραμα ξεκινούσε με την παρουσίαση μιας πολύ μακριάς έλλειψης. Όταν ο σκύλος σταματούσε τη διαδικασία απόκρισής του (έκκριση σάλιου) σε αυτό, η διαδικασία «μεταστρεφόταν» άμεσα σε ένα άλλο το οποίο ήταν ελαφρώς λιγότερο μακρύ και έμοιαζε πιο πολύ με κύκλο. Όταν ο σκύλος κατάφερνε και πάλι με επιτυχία να διαφοροποιήσει αυτό το ερέθισμα από τον κύκλο, προστίθετο ένα άλλο που ήταν ακόμη πιο κυκλικό κοκ. Η διαδικασία, δηλαδή, περιελάμβανε σταδιακή μείωση της διαφοράς που υφίστατο μεταξύ των παρουσιαζόμενων ερεθισμάτων. Όταν όμως το ερέθισμα γινόταν σχεδόν κυκλικό, μια ξαφνική και δραματική αλλαγή εμφανιζόταν στη συμπεριφορά του ζώου. Ενώ μέχρι τότε ήταν ήρεμο και εύκολο στο χειρισμό, ξαφνικά έκανε έντονες προσπάθειες να διαφύγει και παρέμενε εξαιρετικά ανήσυχο όχι μόνο κατά την πειραματική διαδικασία αλλά και για πολλές ώρες αργότερα. Ουσιαστικά, τα ζώα τα οποία αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν αυτά τα αμφιλεγόμενα ερεθίσματα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα παρέμεναν διαταραγμένα για πολλές εβδομάδες ή και μήνες μετά το πείραμα. Όταν επανεξετάζονταν σε μερικά από τα ευκολότερα τεστ διαφοροποίησης που είχαν τα ίδια επιτύχει πριν την κρίσιμη δοκιμή, επίσης αποτύγχαναν. Ο Παβλώφ συνέδεσε άμεσα αυτό το είδος συμπεριφοράς με καταστάσεις υπερδιέγερσης λόγω άγχους και νευρικού κλονισμού σε ανθρώπους, και τις ονόμασε χαρακτηριστικά περιπτώσεις Πειραματικής Νεύρωσης.

Βάσει αυτών ο Παβλώφ κατέληξε ότι η Πειραματική Νεύρωση προκύπτει όταν τα ζώα αντιμετωπίζουν μια συγκρουσιακή αμφιλεγόμενη κατάσταση, την οποία δεν μπορούν με κανένα τρόπο να αποφύγουν, μεταξύ δύο ισχυρών αλλά ασύμβατων εξαρτημένων αποκρίσεων. Αυτή η βασική ιδέα οδήγησε τον Παβλώφ στη διατύπωση μιας νέας θεωρίας περί της λειτουργίας του εγκεφάλου.



Η θεωρία λειτουργίας του εγκεφάλου 

Ο Παβλώφ θεωρούσε τον εαυτό του φυσιολόγο και έτσι προσπάθησε να υποστηρίξει τα αποτελέσματα των μελετών του βάσει μιας θεωρίας Φυσιολογίας. Υποστήριξε ότι τα μη εξαρτημένα ανακλαστικά τίθενται σε λειτουργία βάσει ειδικών διασυνδέσεων μεταξύ των αισθητικών και κινητικών νεύρων της σπονδυλικής στήλης και των κατώτερων κέντρων του εγκεφάλου. Εξαρτημένα ανακλαστικά ουσιαστικά προκύπτουν όταν δημιουργούνται ειδικές νευρολογικές διασυνδέσεις στην περιοχή του εγκεφάλου συνδέοντας ερεθίσματα και αποκρίσεις σε νέους συνδυασμούς. Απόδειξη αυτής της ειδικής «διαμερισματοποίησης» του εγκεφάλου (cortical localization) όσον αφορά τα εξαρτημένα ανακλαστικά ουσιαστικά προκύπτει από ζώα τα οποία, αφού είχαν εκπαιδευτεί σε ορισμένα εξαρτημένα ανακλαστικά, υπέστησαν χειρουργική επέμβαση στο κρανίο. Τα ζώα αυτά παρέμειναν ζωντανά επί πολλά χρόνια με πλήρη ανάκτηση των μη εξαρτημένων ανακλαστικών τους, είχαν παρόλα αυτά χάσει όλα τα παλαιότερα αποκτηθέντα εξαρτημένα ανακλαστικά τους και δεν αποκτούσαν ποτέ νέα.

Ο Παβλώφ υποστήριξε ότι διαφορετικά εξαρτημένα ανακλαστικά διεγείρουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, αλλά οι περιοχές αυτές εντοπίζονται ως πλησιέστερες για παρόμοια ερεθίσματα παρά για διαφορετικά. Επίσης υπέθεσε ότι σε αυτές τις περιοχές υφίστανται δύο διαφορετικές οργανικές λειτουργίες που συμβάλλουν στη διαδικασία της εκπαίδευσης («μάθησης») στο εργαστήριο: η Διέγερση (excitation), που οδηγεί στην απόκτηση (ή γενίκευση) εξαρτημένων αποκρίσεων και η Αναστολή (inhibition) που καταστέλλει μια ήδη αποκτηθείσα απόκριση.

Περί το 1929, ο 80άχρονος πλέον Παβλώφ άρχισε να εφαρμόζει τα συμπεράσματα της θεωρίας του στον τομέα της ανθρώπινης Ψυχολογίας και να εξηγεί βάσει των θεωριών του ειδικές περιπτώσεις ανθρώπων που έπασχαν από νευρώσεις και ψυχώσεις. Γι’ αυτό το σκοπό μελέτησε, υπό την επίβλεψη ψυχιάτρων, την ψυχοπαθολογική συμπεριφορά ασθενών που νοσηλεύονταν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία και προσπάθησε να εξηγήσει τις ψυχιατρικές παθήσεις βάσει της θεωρίας του περί υπέρ/ υπό- λειτουργικότητας των διεργασιών της Διέγερσης και της Αναστολής, καταστολής ή υπό- λειτουργίας των εγκεφαλικών νευρώνων και άλλων παραμέτρων που είχε ανακαλύψει σχετικά με την Πειραματική Νεύρωση. Πρότεινε οργανικές θεραπείες γι’ αυτές τις διαταραχές, που αποσκοπούσαν σε ειδική χαλάρωση και άσκηση των εγκεφαλικών κυττάρων.

Μέχρι το 1930 ο Παβλώφ είχε καταλήξει ότι το διαφορετικό ταπεραμέντο πολλών ανθρώπων αποτελεί ουσιαστικά το αποτέλεσμα τριών διαφορετικών νευρολογικών διεργασιών: της ισχύος, της ισορροπίας και της κινητικότητας των ειδικών διεργασιών της Διέγερσης και της Αναστολής. Μεταξύ των ψυχώσεων τον ενδιέφερε περισσότερο η σχιζοφρένεια. Μεταξύ 1931 και 1936 παρακολούθησε συστηματικά σε ειδική Ψυχιατρική Κλινική τη συμπεριφορά 45 περιπτώσεων ασθενών που έπασχαν από σχιζοφρένεια. Ο ίδιος θεωρούσε ότι η σχιζοφρένεια αποτελεί το αποτέλεσμα «μιας υπέρμετρης νευρολογικής διέγερσης του εγκεφάλου ενός ατόμου που πάσχει ουσιαστικά από ένα αποδυναμωμένο νευρολογικό σύστημα». Αφιέρωσε σημαντική ερευνητική εργασία στην προσπάθεια εντοπισμού μιας αποτελεσματικής μεθόδου θεραπείας της σχιζοφρένειας. Πρότεινε τη «θεραπεία παρατεταμένου ύπνου» για καταστολή και μείωση της νευρολογικής Διέγερσης του οργανισμού.


Η επίδραση του Παβλώφ


Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του Παβλώφ στιγματίστηκαν ιδιαίτερα από κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στη Ρωσία.
Σε αντίθεση με άλλους επιστήμονες, παρέμεινε στη χώρα του μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917 και, παρότι διαφώνησε ευθέως με τις μαζικές διώξεις και εκτελέσεις, ακόμη και διαμαρτυρόμενος εγγράφως στο Στάλιν ή αρνούμενος στον Μπουχάριν την είσοδό του στο εργαστήριό του, συνέχισε τις έρευνές του μέχρι τα βαθιά γεράματα με την υποστήριξη του καθεστώτος. Το κομμουνιστικό καθεστώς είχε πραγματικά εκτιμήσει το έργο του, του παρείχε κάθε διευκόλυνση στα πειράματά του και τον χρηματοδοτούσε αφειδώς.

Εργάστηκε εντατικά και σκληρά στις νέες ψυχιατρικές του μελέτες μέχρι τις 21 Φεβρουαρίου 1936, όταν ξαφνικά αρρώστησε μετά από εντατική εργασία στο εργαστήριό του. Τα συμπτώματά του σύντομα χειροτέρεψαν σε πνευμονία και ο ίδιος άρχισε χαρακτηριστικά να κάνει συστηματικές παρατηρήσεις της διανοητικής και ψυχικής του κατάστασης. Το απόγευμα της 27ης Φεβρουαρίου είπε στο γιατρό του: «Το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά. Ψυχαναγκαστικά συναισθήματα και ακούσιες κινήσεις του σώματός μου εκδηλώνονται. Η διαδικασία του θανάτου μου έχει ήδη ξεκινήσει...». Μια ώρα μετά από αυτή την τελευταία επιστημονική του παρατήρηση, ο 86άχρονος Παβλώφ απεβίωσε.

Μέχρι τη στιγμή του θανάτου του ο Παβλώφ είχε καταστεί ήδη ένας Σοβιετικός εθνικός ήρωας και μια πόλη είχε ήδη πάρει το όνομά του. Η κυβέρνηση δεν είχε μόνο προστατέψει συστηματικά, χρηματοδοτήσει και αναγνωρίσει τη δουλειά του, δεν είχε μόνο αναγνωρίσει την αξία του ως ενός αξιότιμου αντιπροσώπου της σοβιετικής επιστήμης, αλλά και ως έναν προωθητή μιας υλιστικής θεωρίας που μπορούσε να θέσει τις βάσεις μιας μαρξιστικής Ψυχολογίας.

Μέχρι την ημέρα του θανάτου του η φήμη του είχε ήδη διαδοθεί και στις ΗΠΑ, όπου η «μη ψυχολογική» προσέγγισή του σε θέματα Ψυχοπαθολογίας είχε αρχίσει να συναντά τεράστια απήχηση σε μια ομάδα νέων ερευνητών που αποκαλούνταν συμπεριφοριστές. Η νέα αυτή προσέγγιση θα αποτελούσε αργότερα το νέο μεγάλο ρεύμα στο χώρο της Ψυχολογίας: την επιστημονική Πειραματική Ψυχολογία και τον αμερικανικό συμπεριφορισμό, και η θεωρία του περί ανακλαστικών θα επαναδιατυπωνόταν και θα χρησιμοποιείτο ως βάση για την περιγραφή των νέων νόμων της μάθησης περί της θετικής και αρνητικής ενίσχυσης.

Ο Δρ Παβλώφ πέθανε στο Λένιγκραντ στις 27 Φεβρουαρίου 1936. Μετά το θάνατό του, το εργαστήριό του στη Μόσχα διατηρήθηκε με μεγάλη προσοχή και μετατράπηκε σε ιστορικό αξιοθέατο.
άρθρο της Ειρήνης Τζελέπη από εδώ

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Modulatio [ 2 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων



Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου
καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοὶ
ὁ ποιμαίνων ἐν κρίνοις.

ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.


Marc Chagall

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο.
Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα, ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα. Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος.
Τὰ πιὸ ἀσήμαντα καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.


Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης.
Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος.
Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας.
Χῶρος ἀχώρητος ἡ ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο.
Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ χάρη στὸν Ἄλλον.
Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας.
Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου.



Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"




2. MODULATIO: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ

Ἀλλαγὴ τονικῆς κλίμακας κατὰ τὴν ἐξέλιξη μιᾶς μελωδίας. Οἱ ἁπλούστερες μετατροπὲς εἶναι ἀπὸ μείζονα τρόπο σὲ ἐλάσσονα καὶ ἀντίστροφα, καθὼς καὶ ἡ μετάβαση στὶς τονικότητες δεσπόζουσα ἢ ὑποδεσπόζουσα καὶ τὶς παράλληλες πρὸς αὐτὲς ἐλάσσονες.

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.



Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο




Η διαπρεπής ψυχίατρος Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος


Η επιστήμονας που κατανόησε και απενοχοποίησε τον θάνατο

Η γυναίκα που αποφάσισε να συνοδεύσει τον ετοιμοθάνατο ασθενή στα τελευταία του στάδια, βοηθώντας τον να αποδεχτεί το οριστικό του τέλος, έμελλε να καθελκύσει στον ψυχολογικό στίβο ένα μοντέλο για τη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων του πένθους, αλλάζοντας δραστικά το τρόπο που έβλεπε τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και η κοινωνία τον θάνατο.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει πενθεί για τη ζωή του, προσπαθώντας να κρατηθεί με νύχια και με δόντια απ' ό,τι μπορεί να βρει, αγωνιώντας και αγκομαχώντας. Η Κιούμπλερ-Ρος έβαλε σκοπό να το αλλάξει αυτό, ανακουφίζοντας την υπαρξιακή αγωνία και φέρνοντας τον ασθενή σε κατάσταση αποδοχής.

Το μνημειώδες βιβλίο της του 1969 «On Death and Dying» θα δονούσε συθέμελα τα οικοδομήματα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, ρίχνοντας το βάρος σε έναν τομέα που φαινόταν να έχει αγνοηθεί καθοριστικά: την πορεία μέχρι τον θάνατο. 

Το περίφημο μοντέλο της των 5 σταδίων από τα οποία διέρχεται ο ψυχισμός του ετοιμοθάνατου (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή) θα γινόταν έκτοτε σταθερή αναφορά των επαγγελματιών της Υγείας στην προσπάθειά τους να να προσεγγίσουν το πένθος, τη θλίψη, την απώλεια, την τραγωδία και την τραυματική εμπειρία. 

Ο θάνατος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος...



Πρώτα χρόνια



Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ γεννιέται στις 8 Ιουλίου 1926 στη Ζυρίχη της Ελβετίας ως τρίδυμη. Λίγο έλειψε να χαθεί στη γέννα, καθώς το μωρό ζύγιζε μόλις 1 κιλό, οι προσπάθειες των γιατρών ωστόσο θα την κρατούσαν στη ζωή. 



Η Ελίζαμπεθ ανακάλυψε την κλίση της στην ιατρική από μικρή ηλικία, συνάντησε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του πατέρα της στην απόφασή της να γίνει γιατρός. Σε ηλικία 16 ετών, ο πατέρας τής δίνει τελεσίγραφο: ή θα εργαζόταν ως γραμματέας στην οικογενειακή επιχείρηση ή θα γινόταν μαία. 




Αψηφώντας τις οικογενειακές επιταγές, η έφηβη Ελίζαμπεθ εγκαταλείπει το σπίτι της και περιπλανιέται, κάνοντας μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Είναι βέβαια και τα ζοφερά χρόνια του Β' Παγκοσμίου, με την ίδια να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς. Μετά τον πόλεμο, βρίσκεται και πάλι εθελοντικά σε κοινότητες που μαστίστηκαν από τις εχθροπραξίες, βοηθώντας όπως μπορούσε τους πληγέντες. 



Σε επίσκεψή της μάλιστα στο πολωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ, επηρεάζεται από την εικόνα των εκατοντάδων πεταλούδων που είχαν σκαλίσει οι όμηροι στους τοίχους. Τα στερνά αυτά έργα τέχνης των μελλοθάνατων εγγράφονται στη μνήμη της και επηρεάζουν τη σκέψη της για τη ζωή και τον θάνατο. 



Σπουδές ιατρικής


Το 1951, αποφασισμένη να ακολουθήσει την κλίση της, επιστρέφει στη Ζυρίχη και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Στα φοιτητικά έδρανα γνωρίζει τον Αμερικανό Εμάνιουελ Ρόμπερτ Ρος, επίσης σπουδαστή ιατρικής, με τον οποίο ερωτεύονται παράφορα. 




Τοειδύλλιο καταλήγει σε γάμο το 1958, τον επόμενο χρόνο της αποφοίτησής τους, με το ζευγάρι να αποφασίζει τελικά να εγκατασταθεί στην Αμερική. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη, γίνονται αμφότεροι δεκτοί στο κοινοτικό νοσοκομείο του Γκλεν Κόουβ. Η Ελίζαμπεθ αποφασίζει κατόπιν να πάρει ειδικότητα στην ψυχιατρική και γίνεται τελικά ψυχίατρος στο πολιτειακό νοσοκομείο του Μανχάταν. 







Συμβολή στην ψυχολογία



Το 1962, η Κιούμπλερ-Ρος και ο άντρας της μετακομίζουν στο Ντένβερ για να διδάξει η Ελίζαμπεθ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Η ψυχολογική στήριξη των ετοιμοθάνατων ασθενών την έχει απασχολήσει ήδη από νεαρή ηλικία, με την ίδια να ενοχλείται όταν διαπιστώνει ότι στο πρόγραμμα σπουδών της ιατρικής σχολής απουσιάζει εκκωφαντικά οποιοδήποτε μάθημα ή έστω αναφορά στον θάνατο.

Αντικαθιστώντας μάλιστα συνάδελφο καθηγητή, η Κιούμπλερ-Ρος φέρνει στην τάξη ένα 16χρονο κορίτσι που πέθαινε από λευχαιμία, ζητώντας από τους φοιτητές να τη ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Οι σπουδαστές περιορίστηκαν φυσικά σε ερωτήσεις για τη σωματική της κατάσταση και την εξέλιξη της νόσου, παραλείποντας εντελώς τον παράγοντα «άνθρωπος». Ταραγμένη η κοπέλα, ξεσπά σε κλάματα και αρχίζει να μιλά για τα θέματα που την απασχολούσαν, όπως το γεγονός ότι δεν θα έφτανε ποτέ στην ενηλικίωση ή θα έχανε τον σχολικό χορό της αποφοίτησης κ.λπ. Η Κιούμπλερ-Ρος συνειδητοποίησε ότι η απουσία στην ιατρική εκπαίδευση ακαδημαϊκών θεμάτων που άπτονται του θανάτου ήταν εγκληματική.

Μετακομίζοντας στο Σικάγο το 1965 για τα νέα διδακτικά της καθήκοντα στο πανεπιστήμιο της πολιτείας, σχηματίζει ένα μικρό γκρουπ από φοιτητές θεολογίας για να συζητηθούν εκτενέστερα τα θέματα που αφορούν στον θάνατο. Σύντομα ο μικρός κύκλος σπουδαστών θα μετατραπεί σε σειρά σεμιναρίων με εκατοντάδες συμμετοχές, στα οποία παρουσιάζονται ζωντανές συνεντεύξεις με ετοιμοθάνατους και πάσχοντες από ανίατες ασθένειες. 


Ο εκτεταμένος κύκλος συνεντεύξεων και η ερευνητική της δουλειά θα κατέληγαν στο περίφημο πλέον δοκίμιό της «On Death and Dying» του 1969, στο οποίο και περιγράφει το μοντέλο της για τη θλίψη, που αναγνωρίζει 5 στάδια από τα οποία περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τελικά τον θάνατο (ή την απώλεια): άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Η καθέλκυση στον επιστημονικό στίβο των 5 αυτών φάσεων θα έφερνε τα πάνω-κάτω στην ψυχολογία, με σφοδρότατες κριτικές και δριμείες ενστάσεις, αν και αργότερα η θεωρία της Κιούμπλερ-Ρος θα γινόταν ευρύτερα αποδεκτή και θα ανανέωνε καθοριστικά μια σειρά από κλάδους. 
Το περιοδικό Life φιλοξενεί άρθρο για το μοντέλο της Κιούμπλερ-Ρος τον Νοέμβριο του 1969,
κάνοντάς τη ιδιαίτερα γνωστή και εκτός επιστημονικού κόσμου. Η υποδοχή της θεωρίας της και οι συζητήσεις που ξεσήκωνε επηρέασαν σαφώς την απόφαση της ψυχιάτρου να επικεντρώσει έκτοτε την καριέρα της στη στήριξη των ανθρώπων που έπασχαν από ανίατες ασθένειες αλλά και τις οικογένειές τους. 

Από την άλλη βέβαια, ο ξεσηκωμός του επιστημονικού κατεστημένου ενάντια στη θεωρητική της εργασία θα άφηνε το στίγμα του στην καριέρα της. Αηδιασμένη από την υποδοχή και τις αντιδράσεις, εγκαταλείπει την ακαδημαϊκή καριέρα και δεν επιστρέφει ποτέ πια στην πανεπιστημιακή έδρα: ιδιωτεύει σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «το μεγαλύτερο μυστήριο της επιστήμης», τον θάνατο...


Γραπτά και κοινωνικό έργο

Στη διάρκεια της καριέρας της, η Κιούμπλερ-Ρος έγραψε περισσότερα από 20 δοκίμια για τον θάνατο και τον τρόπο διαπραγμάτευσής του, φωτίζοντας μια πτυχή της ιατρικής και ψυχολογικής πειθαρχίας που παρέμενε εν πολλοίς στο περιθώριο. Η ίδια ταξίδεψε ακούραστα στα πέρατα του κόσμου, μεταφέροντας το μήνυμα της ανακουφιστικής φροντίδας σε ασθενείς τελικού σταδίου, μέσω σεμιναρίων και workshop.


Με τα χρήματα που αποκόμισε από τα βιβλία και τα σεμινάριά της, χρηματοδότησε την ανέγερση του Shanti Nilaya, του εκπαιδευτικού κέντρου που ίδρυσε στην Καλιφόρνια το 1977. Την ίδια εποχή, ιδρύει το περίφημο Elisabeth Kübler-Ross Center, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του '80 θα μετεγκατασταθεί στο κτήμα της στη Βιρτζίνια. 





Η σημαντικότερη συμβολή της είναι βέβαια η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου περίθαλψης ασθενών, του hospice: πρόκειται για ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, με το βάρος να ρίχνεται στην ψυχολογική στήριξη και την προσπάθεια αποδοχής εκ μέρους του ετοιμοθάνατου του οριστικού του τέλους.



Η Κιούμπλερ-Ρος θα είναι μάλιστα από τους πρώτους που θα δουλέψουν εκτεταμένα με τους ασθενείς του AIDS κατά το πρώτο κύμα εκδήλωσης της επιδημίας. Προσπάθησε να λειτουργήσει ακόμα και hospice για τη φροντίδα των ασθενών του ΗIV, συνάντησε ωστόσο δριμεία αντίθεση από το στίγμα που ενείχε η νόσος... 



Θάνατος και κληρονομιά



Για κάποιον που ασχολήθηκε τόσο εκτενώς με τον θάνατο, η μετάβαση της Κιούμπλερ-Ρος από τη ζωή στον θάνατο δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Η ίδια αποσύρεται στην Αριζόνα το 1995 έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών που την αφήνουν παράλυτη και καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. «Είμαι σαν αεροπλάνο που έφυγε από τη φυσούνα αλλά δεν απογειώθηκε ποτέ», θα δηλώσει στην εφημερίδα Los Angeles Times, για να συνεχίσει: «προτιμώ είτε να επιστρέψω στη θύρα είτε να πετάξω ψηλά».



Το 2002, η Κιούμπλερ-Ρος μετακομίζει σε hospice, όπου και πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου 2004, από φυσικά αίτια, περιβαλλόμενη από τα δύο παιδιά της, τα δύο εγγόνια της και τους αναρίθμητους οικείους της. Λίγο πριν από τον θάνατό της μάλιστα, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο της σύγγραμμα για το πένθος («On Grief and Grieving»), που θα κυκλοφορούσε το 2005, κοινή εργασία με τον David Kessler. 



Η κληρονομιά της Κιούμπλερ-Ρος δεν θα πέθαινε ωστόσο μαζί της. Η ψυχίατρος που άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για τον θάνατο και τη συνοδεία του ασθενούς στο τελικό στάδιο της νόσου του, προωθώντας ενεργά την αποτελεσματικότερη ψυχολογική θεραπεία του ετοιμοθάνατου, άφησε έργο που θα επηρέαζε τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και το παγκόσμιο υγειονομικό σύστημα...


 Πηγή

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Καρλ Γιουνγκ [1875 -1961 ]


Ο Κάρολος Γουσταύος Γιουνγκ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο μικρό χωριό Κέσβιλ, κοντά στη λίμνη Κωνσταντία της βορειοανατολικής Ελβετίας. Πήρε το όνομά του από τον παππού του για τον οποίο φημολογείτο ότι ήταν παράνομο παιδί του Γκαίτε. Ο ίδιος, αν και ενοχλείτο από αυτή τη φημολογία, παράλληλα υπερηφανευόταν για τη φημισμένη καταγωγή του.

Ο πατέρας του, Παύλος Αχιλλέας Γιουνγκ, ήταν ιερέας της Ελβετικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας. Η επαφή του Καρλ με τη θρησκεία ήταν έντονη από εξαιρετικά νεαρή ηλικία, καθώς στην οικογένεια, εκτός από τον πατέρα του, υπήρχαν ακόμη οκτώ θείοι του που ήταν ιερείς: δύο αδελφοί του πατέρα του και έξι της μητέρας του. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά: «Όπως τους έβλεπα από μικρός, ντυμένους στα μαύρα μακριά ράσα και τις γυαλιστερές μπότες τους, έμοιαζαν κυριολεκτικά σαν να περιφρουρούν τα σύνορα μεταξύ ζωής και θανάτου». Η εμφάνισή τους τον φόβιζε ιδιαίτερα και η σοβαρότητά τους τον πίεζε φορτικά στην καθημερινότητά του. Παράλληλα, αρκετοί συγγενείς της μητέρας του, Έμιλ Πράισβερκ (Emilie Preiswerk), είχαν έντονη ενασχόληση και με παραψυχικά φαινόμενα. Αλλά και το ζήτημα του θανάτου δεν απουσίαζε από τo περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε ο μικρός Καρλ, καθώς πριν από τη γέννηση του ιδίου είχαν πεθάνει δύο αδέλφια του σε βρεφική ηλικία. Το γεγονός αυτό καθόρισε τη ζωή της οικογένειας αλλά και τη συμπεριφορά της μητέρας του απέναντί του, η οποία έγινε ιδιαίτερα αγχώδης και νευρική. Όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών, η μητέρα του ασθένησε από μια νευρική (συναισθηματική) διαταραχή και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για αρκετούς μήνες. Ο αποχωρισμός αυτός είχε τεράστια επίδραση στο μικρό Καρλ ο οποίος έκτοτε έγινε ιδιαίτερα αμφιθυμικός απέναντί της αλλά και προς όλες τις εκπροσώπους του γυναικείου φύλου.

Οι εσωτερικές αλλά και οι εξωτερικές αντιξοότητες που αντιμετώπιζε ήταν πολλές. Όταν δεν άντεχε τις ατέλειωτες λογομαχίες και συγκρούσεις μεταξύ των γονέων του, κατέφευγε στη σοφίτα του σπιτιού του, όπου συναντούσε το μικρό «φίλο» και «σύντροφο» που είχε ο ίδιος κατασκευάσει: μια μικρή ξύλινη κούκλα η οποία, ντυμένη όπως ήταν στα μαύρα, έμοιαζε με κληρικό. Σε αυτήν μιλούσε και αποκάλυπτε όλα τα μυστικά του. Της έγραφε σημειώματα, σε μικρά ρολό από χαρτί, τα οποία φυλούσε σε ένα ειδικό σημείο της σοφίτας. Με το μικρό του «φίλο» περνούσε ατελείωτες ώρες, πραγματοποιώντας ειδικές τελετές και τελετουργίες τις οποίες είχε επινοήσει ο ίδιος.

Ο μικρός Καρλ έπαιζε πάντα μόνος του, αφού η αδελφή του γεννήθηκε όταν ο ίδιος ήταν εννέα ετών. Η γέννησή της δεν τον ενθουσίασε καθόλου, καθώς του φάνηκε αρχικά σαν «ένα άσχημο και ζαρωμένο πλάσμα». Την αγνόησε για πολύ καιρό και συνέχισε να παίζει μόνος του και να απομονώνεται στις προσωπικές του ενασχολήσεις. Διάβαζε πολύ, κυρίως βιβλία που τον ενδιέφεραν προσωπικά και όχι τα σχολικά. Τα ιδιόρρυθμα, όμως, για την ηλικία του ενδιαφέροντά του αλλά και η έντονη εσωστρέφειά του, προκάλεσαν δυσκολίες στη συναναστροφή με τους συμμαθητές του: ο Γιουνγκ φαινόταν «διαφορετικός» και «παράξενος». Η τάση για λιποθυμικά επεισόδια που ανέπτυξε σε ηλικία 12 ετών, η οποία τον κράτησε μακριά από το σχολείο για έξι μήνες, ήταν πιθανόν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν περνούσε και τόσο καλά στο σχολείο. Στο σπίτι μπορούσε να απομονώνεται και να διαβάζει βιβλία της αρεσκείας του. Μια ημέρα όμως άκουσε τον πατέρα του να ανησυχεί πραγματικά για την κατάσταση της υγείας του και να αναφέρει σε έναν φίλο του: «Οι γιατροί δεν γνωρίζουν πια τι συμβαίνει… Τι θα γίνει αν δεν είναι κάτι θεραπεύσιμο; Έχω χάσει ό, τι είχα και δεν είχα». Τότε μόνο συνειδητοποίησε την πραγματικότητα και έκτοτε η «αρρώστια» του εξαφανίστηκε ως δια μαγείας...

Ο Γιουνγκ περιγράφει χαρακτηριστικά τις συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία. Είχε αναπτύξει δύο παράλληλες ζωές, δύο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως τις αποκαλούσε: την προσωπικότητα Νο1, που ήταν ντροπαλή και ένιωθε πάντα μειονεκτικά, και την προσωπικότητα Νο2, που ήταν δυνατή και απέπνεε τη σπουδαιότητα και την τάση για εξουσία ενός ώριμου άντρα. Η μοναξιά του συχνά ανακουφιζόταν από αυτό το σύστημα διάσπασης του εαυτού του. Όπως αναφέρει, «η συσχέτισή μου με τον κόσμο είχε έτσι ήδη προδιαγραφεί. Σήμερα, όπως και τότε, είμαι πάντα μοναχικός».

Δεν ήταν ένα συνηθισμένο αγόρι, όπως βέβαια δεν έμελλε να εξελιχθεί και σε έναν συνηθισμένο άντρα! Ήταν ευαίσθητος και έξυπνος, δεν καταλάβαινε αλλά ούτε και τον καταλάβαιναν οι γονείς, οι δάσκαλοι ή οι συμμαθητές του, όπως δεν τους καταλάβαινε και εκείνος. Για αυτό και αποσυρόταν από τον κόσμο των ανθρώπων και βασιζόταν περισσότερο σε δικές του προσωπικές εσωτερικές εμπειρίες που τον βοηθούσαν να κατανοεί καλύτερα τον κόσμο. Αυτές, άλλωστε, αποτύπωσε και σε όλες τις μετέπειτα έννοιες της πολύπλοκης θεωρίας του.

Σπουδές & σταδιοδρομία

Τελειώνοντας το σχολείο είχε την επιθυμία να σπουδάσει Αρχαιολογία, αλλά η κατεύθυνση αυτή δεν υπήρχε στο πανεπιστήμιο της πόλης του και οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν σε άλλο πανεπιστήμιο. Εναλλακτικά, προτίμησε να εισαχθεί στο γειτονικό Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και να σπουδάσει Ιατρική. Η ειδικότητα της Ψυχιατρικής, μάλιστα, συνδύαζε τις δύο αντίθετες κλίσεις μέσα του: το ενδιαφέρον του για τις Φυσικές Επιστήμες και την εμμονή του με θρησκευτικά, υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Η ενασχόληση με τη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων κατέστη, άλλωστε, κυρίαρχο θέμα σε όλη τη μετέπειτα θεωρία του.

Carl Jung 1910
Περιθωριακή φυσιογνωμία από τα φοιτητικά του χρόνια, διέθετε εντούτοις σημαντική διανοητική δύναμη που τον καθιστούσε πόλο έλξης της φοιτητικής αδελφότητας «Zofingia», στην οποία συμμετείχε, ή έδινε και ο ίδιος διαλέξεις για θεολογικά και ψυχολογικά ζητήματα. Παράλληλα, ανέπτυξε και μια ιδιαίτερη ενασχόληση: έκανε πειράματα πνευματισμού σε ειδικές συγκεντρώσεις με συγγενείς του, κυρίως με την εξαδέλφη του Χελένε Πράισβερκ (Helene Preiswerk). Η ενασχόληση με τον πνευματισμό και τα μυστικιστικά φαινόμενα αποτελούσε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον του. Ακολουθώντας τη συμβουλή του καθηγητή του Ευγένιου Μπλώυλερ (Eugen Bleuler), έκανε τα πειράματα και τις παρατηρήσεις του θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Ψυχολογία και Παθολογία των Αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων» (1902). Η μελέτη αυτή έθεσε τις βάσεις για την καλλιέργεια ορισμένων βασικών ιδεών και θεωρημάτων του συστήματος Αναλυτικής Ψυχολογίας που ανέπτυξε αργότερα, συγκεκριμένα ότι το ασυνείδητο περιέχει «συμπλέγματα» που εκδηλώνονται σε όνειρα ή οράματα και αποτελούν ομάδες συσχετιζόμενων, συχνά απωθημένων ιδεών ή ενορμήσεων. Η ανάπτυξη και η συνοχή της προσωπικότητας του ανθρώπου διαμορφώνεται βάσει των συμπλεγμάτων αυτών, στο επίπεδο του ασυνειδήτου.

Το 1900 αποφοίτησε και έλαβε θέση βοηθού του Μπλώυλερ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Burghoelzli της Ζυρίχης. Εκεί άρχισε την έντονη ερευνητική ενασχόλησή του με τη μελέτη της σχιζοφρένειας. Η εκτεταμένη μελέτη πολλών σχιζοφρενών ασθενών τον οδήγησε στη διαμόρφωση ενός από τα βασικότερα θεωρήματά του, του «συλλογικού ασυνειδήτου». Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις των ασθενών του ήταν όμοιες κατά πολύ με το περιεχόμενο πολλών μύθων και φαντασιώσεων που συνόδευαν τους ανθρώπους σε σύγχρονες αλλά και αρχαίες κοινωνίες. Ο ίδιος πίστευε ότι το υλικό που του αποκάλυπταν υπερέβαινε κατά πολύ τη συλλογή αναμνήσεων μόνο από την παιδική ή την ενήλικη ζωή τους. Υπήρχε και ένα «συλλογικό ασυνείδητο», από το οποίο ανέσυραν πολλά από τα βιώματά τους. Το 1906 δημοσίευσε την εργασία «Psychology of Dementia Praecox», μια ψυχαναλυτική μελέτη και πρόταση θεραπείας της σχιζοφρένειας βασιζόμενη στα συμπεράσματά του.

Κατά το ίδιο διάστημα, είχε διαμείνει οικιοθελώς επί έξι μήνες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο για να διευκολύνει τις παρατηρήσεις του. Τον είχε απορροφήσει η έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και λόγου και παράλληλα ήθελε να διερευνήσει τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες όσων έπασχαν από αυτή την ασθένεια. Τα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του τον οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ειδικού τεστ που εισήγαγε ο ίδιος, του «τεστ λεκτικού συνειρμού» (word association test). Κατά τη διεξαγωγή αυτού του τεστ, παρουσιάζεται στον ασθενή μια σειρά λέξεων, ανά μία κάθε φορά, και εκείνος πρέπει να απαντήσει με την πρώτη τυχαία λέξη που του έρχεται στο μυαλό. Εάν διστάζει ή αμφιταλαντεύεται πριν απαντήσει, ή αν εκφράζει κάποιο έντονο συναίσθημα, η συγκεκριμένη λέξη έχει μάλλον «χτυπήσει» σε κάποιο ασυνείδητο «σύμπλεγμα» του ψυχισμού του. Η έρευνα για τη μέθοδο του λεκτικού συνειρμού δημοσιεύτηκε σε πολλά αμερικανικά επιστημονικά περιοδικά και τον κατέστησε ιδιαίτερα γνωστό και στις ΗΠΑ. Μάλιστα, η αντίστοιχη μέθοδος χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ και για το νομικό καθορισμό γεγονότων, και το Clark University της Μασσαχουσέτης του απένειμε ειδικά, το 1909, τιμητικό διδακτορικό δίπλωμα στα Νομικά. Η εργασία του «Studies in Word-Association» αποτέλεσε την αφορμή και για την πρώτη επαφή και γνωριμία του με το Σίγκμουντ Φρόιντ. Ο Γιουνγκ ταξίδεψε στη Βιέννη για να τον συναντήσει. Επρόκειτο για μια σημαντική συνάντηση που θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας βαθιάς και έντονης φιλίας και συνεργασίας, η οποία, όμως, έμελλε να διαρκέσει μόνον έξι χρόνια.


Η οικογενειακή του ζωή
Το 1903, ο Γιουνγκ νυμφεύθηκε την Έμμα Ράουσενμπαχ (Emma Rauschenbach) με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Η ευκατάστατη οικογένεια της Έμμας και η οικονομική άνεση που «εισέβαλε» ξαφνικά στη ζωή του με αυτό το γάμο υποδαύλιζαν ιδιαίτερα τα αμφίθυμα συναισθήματά του. Ο ίδιος μιλούσε πάντα αρνητικά για το θεσμό του γάμου και τη δημιουργία οικογένειας υποστηρίζοντας πάντα τη μοναδική σημασία της ατομικότητας και της ανεξαρτησίας του ανθρώπου. Μάλιστα, τον χαρακτήριζε και μια φυσική αποστροφή σχετικά με την ανατροφή παιδιών την οποία ξεπέρασε με την πάροδο του χρόνου. Η Έμμα πέρασε αρκετές δύσκολες στιγμές δίπλα του, κυρίως λόγω των εξωσυζυγικών σχέσεων που διατηρούσε με άλλες γυναίκες. Η μακρόχρονη εξωσυζυγική του σχέση με την Τόνι Βολφ (Toni Wolff) σχεδόν διέλυσε το γάμο τους. Η Έμμα τελικά αποδέχτηκε την κατάσταση, αλλά δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη με το γεγονός ότι η Βολφ ήταν και συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους στο δείπνο της Κυριακής.

Ο ίδιος ο Γιούνγκ δεν μιλούσε και δεν έγραφε ποτέ για την οικογενειακή ζωή με τη σύζυγό του, τις τέσσερις κόρες του και το γιό του. Δεν έκανε καμία αναφορά σχετικά με τα σεξουαλικά του συναισθήματα και τη συμπεριφορά του. Τόνιζε, όμως, πάντα ότι ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να έχει μια φυσιολογική σπιτική οικογενειακή ζωή προκειμένου να εξισορροπεί τον παράξενο εσωτερικό του κόσμο των ονείρων, των φαντασιώσεων και των απόκρυφων μυστικιστικών εμπειριών: «Η οικογένεια και το επάγγελμά μου παρέμεναν η βάση στην οποία μπορούσα πάντα να επιστρέψω, επιβεβαιώνοντας ότι είμαι ένα υπάρχον, συνηθισμένο άτομο».

Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε κοντά στη λίμνη του Κούσναχτ (Küsnacht), στη Ζυρίχη. Εκεί διέμεινε σε ένα πανέμορφο σπίτι, δίπλα στη λίμνη, στο οποίο ο Γιουνγκ δεχόταν και τους ασθενείς του, πολλούς επώνυμους και επιτυχημένους ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Στο κατώφλι του σπιτιού είχε αναρτηθεί το εξής απόφθεγμα: “Vocatus atque non vocatus dues aderit” («Είτε καλείται είτε δεν καλείται, ο Θεός είναι παρών».)


Η σχέση με το Φρόιντ & την Ψυχανάλυση

Όπως αναφέρθηκε, η γνωριμία του Γιουνγκ με το Φρόιντ έμελλε να θέσει τις βάσεις μιας έντονης φιλίας και συνεργασίας σχετικά με βασικά ζητήματα της ψυχανάλυσης. Ο Γιουνγκ άρχισε την ψυχιατρική του πρακτική και τη μετέπειτα ερευνητική εργασία του ενστερνιζόμενος τη θεωρία και την τεχνική της ψυχανάλυσης. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε σύντομα στα μάτια του Φρόιντ έναν βασικό συνεργάτη και πιθανό διάδοχο και συνεχιστή του ψυχαναλυτικού κινήματος. Ο χαρακτήρας του Γιουνγκ, όμως, αλλά και τα αποτελέσματα των προσωπικών του ερευνών άρχισαν σταδιακά να τροποποιούν τις απόψεις του και να τον απομακρύνουν από την ψυχανάλυση. Ο ίδιος, άλλωστε ήταν ένα εξαιρετικά αυτόνομο και ανεξάρτητο άτομο και δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί για πολύ καιρό να θεωρείται «υποτελής» του Φρόιντ, ή ακόμη και ο «μεγάλος γιος» ή ο «εκλεκτός πρίγκιπάς του». Η βασικότερη διαφωνία μεταξύ τους όμως άρχισε να προκαλείται σχετικά με βασικά θεωρητικά ζητήματα της ψυχανάλυσης και, συγκεκριμένα, με την υπέρτατη έμφαση που απέδιδε ο Φρόιντ στη σημασία του σεξουαλικού ενστίκτου. Ο Γιουνγκ δεν μπορούσε να δεχτεί ότι αυτή η τάση αποτελεί το μοναδικό παράγοντα καθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επίσης, είχε κουραστεί ιδιαίτερα από την έντονη ενασχόληση του Φρόιντ με την παθολογική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο ίδιος είχε μελετήσει και άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς και είχε ταξιδέψει πολύ. Είχε επίσης πολλές γνώσεις Μυθολογίας, Θεολογίας και Φιλοσοφίας και ήταν εξαίρετος γνώστης του συμβολισμού πολύπλοκων μυστικιστικών παραδόσεων. Αν κάποιος μπορούσε πράγματι να κατανοήσει το ασυνείδητο και την τάση του να «αποκαλύπτεται» σε συμβολική μορφή, αυτός ήταν ο Γιουνγκ. Για εκείνον, το ασυνείδητο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα προσωπικών αλλά και αρχέγονων μακρόχρονων εμπειριών. Έτσι, ήθελε να αναπτύξει ένα σύστημα ψυχολογικής θεωρίας που θα επικεντρωνόταν στις πνευματικές και μυστικιστικές ανάγκες του ανθρώπου. Κατ’ ουσίαν, αυτό αποτελούσε και έναν πρόδρομο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας και ο Γιουνγκ πίστευε πως η αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου επέρχεται μέσω της ανακάλυψης του πνευματικού του εαυτού.

Οι έρευνές του, λοιπόν, τον οδήγησαν μακριά από την έμφαση του Φρόιντ στην ψυχοσεξουαλική αιτιότητα της νεύρωσης και της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, και στη θεμελίωση της δικής του προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας, ως απάντηση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση του Φρόιντ. Σε αντίθεση με την ψυχανάλυση, η Αναλυτική Ψυχολογία υποτιμούσε τη σημασία της σεξουαλικότητας και των παιδικών ενδοψυχικών συγκρούσεων στη θεραπεία των νευρώσεων, και επικεντρωνόταν περισσότερο σε πρόσφατες ενδοψυχικές συγκρούσεις του ασθενή.

Η έκδοση του βιβλίου του Γιουνγκ «Symbols of Transformation» σήμανε και την οριστική ρήξη στη σχέση των δύο ανδρών. Ο ίδιος, σαν να το γνώριζε αυτό, και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του ένιωθε ιδιαίτερα νευρικός. Μάλιστα δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του το οποίο τιτλοφόρησε, ίσως όχι τυχαία, «Η θυσία». Για τον ίδιο, η ρήξη με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση αποτελούσε πράγματι μια μεγάλη θυσία!


Προσωπική κρίση

Όταν τερματίστηκε η σχέση του με το Φρόιντ και την ψυχανάλυση, ο Γιουνγκ περιέπεσε σε μια κατάσταση σύγχυσης και εσωτερικής αβεβαιότητας. Παραιτήθηκε από τη θέση του λέκτορα στο πανεπιστήμιο στο οποίο δίδασκε καθώς θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να διδάσκει σε μια τόσο διαταραγμένη και αποπροσανατολισμένη διανοητική και ψυχική κατάσταση. Επακολούθησε μια «κενή» περίοδος κατά την οποία δεν μπορούσε να μελετήσει, να γράψει ή να διερευνήσει. Άρχισε να αφιερώνει το διάστημα αυτό στη διερεύνηση του δικού του ασυνειδήτου, αναλύοντας τα όνειρα και τα οράματά του.

Από αυτό το εσωτερικό μοναχικό ταξίδι επανήλθε κατά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, με νέα όμως δεδομένα για τη θεωρία του, η οποία έτεινε πλέον να λάβει μια ολοκληρωμένη μορφή. Νέες έννοιες, όπως τα αρχέτυπα, εισήχθησαν οι οποίες σε συνδυασμό με την κατανόηση περί συμβολισμού των ονείρων ή άλλων δημιουργικών διεργασιών έθεταν τις βάσεις της νέας κλινικής προσέγγισης, της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Την περίοδο αυτή έγραψε και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του, το «Ψυχολογικοί Τύποι» («Psychological Types»), στο οποίο περιγράφει τις διαφορές θεωρητικών τοποθετήσεων σχετικά με το Φρόιντ αλλά και τον Άλφρεντ Άντλερ, γνωστό ψυχαναλυτή της εποχής που επίσης αποσχίσθηκε από το Φρόιντ. Σε αυτό επίσης περιγράφει για πρώτη φορά μια χαρακτηρολογική ταξινόμηση της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένης της γνωστής διάκρισής του μεταξύ εσωστρέφειας και εξωστρέφειας. Κατά το Γιουνγκ, η εξωστρέφεια αποτελεί μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα έξω, ενώ η εσωστρέφεια μεταστροφή της λιβιδινικής ενέργειας προς τα μέσα. Κάθε άνθρωπος διαθέτει και τους δύο αυτούς μηχανισμούς ψυχικής λειτουργίας και ο συλλογικά επικρατέστερος καθορίζει αν το άτομο θα καταστεί εσωστρεφές ή εξωστρεφές.

Κατά το Γιουνγκ, η συνείδηση του ανθρώπου διαθέτει διάφορους μηχανισμούς λειτουργίας και προσαρμογής, σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι η διαίσθηση, η σκέψη, η αίσθηση και η συναίσθηση. Στην καθημερινότητα, ο άνθρωπος βασίζεται και χρησιμοποιεί την πιο ανεπτυγμένη από αυτές, ενώ διευρύνει διαρκώς τα όριά του αναπτύσσοντας και εξελίσσοντας και όλες τις άλλες. Το ασυνείδητο αποκαλύπτεται ευκολότερα μέσω της λιγότερο ανεπτυγμένης λειτουργίας.

Την περίοδο εκείνη ο Γιουνγκ άρχισε να ταξιδεύει πιο συστηματικά. Επισκέφτηκε την Τυνησία και την Έρημο της Σαχάρας. Τον ενδιέφερε πάντα η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής των πρωτόγονων ανθρώπων, και τώρα πλέον ήταν σε θέση να τον παρατηρήσει από κοντά. Δεν γνώριζε τη γλώσσα τους, για αυτό και παρατηρούσε έντονα τις κινήσεις και τις χειρονομίες τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Ένιωθε ιδιαίτερα ικανοποιημένος και διαφωτισμένος από αυτή την πρώτη αφρικανική του εμπειρία.
Πριν από την επόμενη επίσκεψή του στην Αφρική έμαθε σουαχίλι. Έλαβε μέρος σε ένα σαφάρι στην καρδιά της Αφρικής και το ταξίδι αυτό αποτέλεσε μια μοναδική εμπειρία που τον έφερε σε επαφή με την πρωτόγονη αντίληψη και το «συλλογικό ασυνείδητο». Σχετικές αναμνήσεις αναφέρονται σε πολλά κείμενά του.
Ο Γιουνγκ το 1911

Ταξίδεψε επίσης στο Νέο Μεξικό για να γνωρίσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Ινδιάνων Πουέμπλο, τις οποίες οι ίδιοι απέκρυπταν με μεγάλη μυστικότητα. Η άμεση διερεύνηση δεν τον βοήθησε, για αυτό και δοκίμασε μια πιο έμμεση μέθοδο: μιλούσε για διάφορα ζητήματα και παρακολουθούσε τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις. Όταν το πρόσωπό τους εξέφραζε κάποιο συναίσθημα, γνώριζε ότι είχε «θίξει» κάποιο σημαντικό ζήτημα. Επρόκειτο για μια προσαρμογή της γνωστής μεθόδου του λεκτικού συνειρμού στη γνωριμία του με άλλους πολιτισμούς!

Ο Γιουνγκ είχε επίσης πάντα ένα έντονο ενδιαφέρον για τις ανατολικές θρησκείες και μυθολογίες και τα ταξίδια του στην Ινδία και την Κεϋλάνη ενίσχυσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του και διεύρυναν τις γνώσεις του. Έγραψε αρκετά για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων της Ανατολής και της Δύσης, όπως αυτές εκφράζονται στα έθιμα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις πρακτικές και τους μύθους. Επισήμαινε ότι η ψυχική λειτουργία των ανθρώπων της Ανατολής είναι βασικά εσωστρεφής, ενώ των ανθρώπων της Δύσης εξωστρεφής.

Ένας φίλος του, γνώστης της κινεζικής κουλτούρας, του γνώρισε το I Τσινγκ (Ι Ching), αρχαίο κείμενο μαντείας και προφητείας. Του γνώρισε επίσης την Αλχημεία, τομέα στον οποίο επικεντρώθηκε και μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον επί πολλά χρόνια. Το βιβλίο του «Ψυχολογία και Αλχημεία», που δημοσιεύτηκε το 1944, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του.


Η Θεωρία των συμβόλων

Κατά το Γιουνγκ, η δημιουργία και έκφραση των συμβόλων αποτελεί κλειδί για την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. Το σύμβολο αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο έκφρασης του αγνώστου και του ασυνειδήτου. Σκοπός του ήταν η διερεύνηση της ομοιότητας μεταξύ συμβόλων που εντοπίζονται σε θεολογικά, μυθολογικά και μαγικά συστήματα διαφόρων πολιτισμών και εποχών.

Προκειμένου να επεξηγήσει παρόμοια σύμβολα διαφορετικών πολιτισμών και εποχών αναφέρεται σε δύο επίπεδα του ασυνειδήτου: το «ατομικό ασυνείδητο», το οποίο εμπεριέχει οτιδήποτε το άτομο έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά έχει ξεχαστεί ή απωθηθεί, και στο «συλλογικό ασυνείδητο» το οποίο εμπεριέχει μνημονικά ίχνη κοινά σε όλο το ανθρώπινο είδος.

Τα περιεχόμενα του «συλλογικού ασυνειδήτου» αποκαλούνται «αρχέτυπα» και αποτελούν πρωτότυπα, αυθεντικά μοντέλα, βάσει των οποίων άλλα όμοια πράγματα διαμορφώνονται και διαπλάθονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τα αρχέτυπα αποτελούν μια από τις κεντρικότερες έννοιες στη θεωρία του Γιουνγκ και ο ίδιος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ερευνώντας και γράφοντας για αυτά. Μελέτησε πολλά σημαντικά αρχέτυπα, όπως αυτό της «μάνας», αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά, όπως της «γέννησης», του «θανάτου», της «μητέρας γης», του «Θεού» κλπ. Πολύπλοκα αρχέτυπα εντοπίζονται σε όλα τα μυθολογικά και θεολογικά συστήματα.

Κατά το Γιουνγκ, ορισμένα αρχέτυπα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της δομής της προσωπικότητας. Αυτά είναι:

-Περσόνα (ή προσωπείο)
Η περσόνα αποτελεί τη δημόσια εικόνα, τη μάσκα την οποία ο άνθρωπος φορά πριν δείξει τον εαυτό του στον εξωτερικό κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αφορά την «καλή εντύπωση» που επιθυμεί να παρουσιάζει στους άλλους, μπορεί όμως να αποτελεί και τη λανθασμένη εντύπωση που δημιουργεί προκειμένου να διαχειριστεί τη γνώμη και τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων.

-Άνιμα/ Άνιμους
Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες έχουν μέσα τους στοιχεία και του αντίθετου φύλου. Κάθε άντρας έχει και μια θηλυκή πλευρά και κάθε γυναίκα έχει ασυνείδητα αρσενικά χαρακτηριστικά. Το θηλυκό αρχέτυπο στον άντρα αποκαλείται άνιμα, ενώ το αρσενικό αρχέτυπο στη γυναίκα αποκαλείται άνιμους.

-Σκιά
Πρόκειται για τη σκοτεινή, καταπιεσμένη πλευρά του εαυτού, την οποία ο άνθρωπος έχει απορρίψει και «αποκρύπτει» από τους άλλους. Η σκιά συμβολίζει αδυναμίες, φόβους, θυμό που έχει συσσωρευθεί.

-Ο εαυτός
Ο «εαυτός» είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχέτυπα. Αποτελεί την έσχατη ένωση της προσωπικότητας και συμβολίζεται από τον κύκλο, το σταυρό και τις φιγούρες μαντάλα που άρεσαν ιδιαίτερα στο Γιουνγκ.

Προς το τέλος της ζωής του, ο Γιουνγκ διευκρίνισε ότι τα βαθύτερα στρώματα του ασυνειδήτου λειτουργούν ανεξάρτητα από τους νόμους του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας. Το γεγονός αυτό δίνει έναυσμα και λειτουργία στα λεγόμενα παραψυχικά φαινόμενα.


Επίλογος
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του, ο Γιουνγκ συνέχισε να αναπτύσσει και να εμβαθύνει τη θεωρία του λαμβάνοντας ερεθίσματα και υλικό μελέτης τόσο από την κλινική του πρακτική, όσο και από τη μελέτη ευρέων και ποικίλων θεμάτων όπως η αλχημεία, η αστρολογία, η μυθολογία, η μαντεία, η τηλεπάθεια, η γιόγκα, ο πνευματισμός, τα παραμύθια, ο θρησκευτικός συμβολισμός, τα οράματα, τα όνειρα, οι ανατολικές θρησκείες.

Παρόλα αυτά, έχει επικριθεί ιδιαίτερα για το έντονο ενδιαφέρον του για όλα αυτά τα «ύποπτα» επιστημονικά θέματα. Οι επικρίσεις όμως αυτές δεν ευσταθούν. Ο Γιουνγκ προσέγγιζε αυτά τα ζητήματα όχι ως οπαδός ή πιστός, αλλά ως ψυχολόγος. Το κεντρικό ερώτημα για εκείνον ήταν τι αποκαλύπτουν αυτά τα θέματα σχετικά με τον ανθρώπινο νου και ψυχισμό, ειδικότερα στο επίπεδο της ψυχικής λειτουργίας που ο ίδιος αποκαλούσε «συλλογικό ασυνείδητο». Ο ίδιος γνώριζε πολύ νωρίς κατά την επιστημονική του καριέρα ότι το ασυνείδητο εκδηλώνεται στην πιο καθαρή του μορφή στα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, τους βερμπαλισμούς, τις παραισθήσεις και τα οράματα των ασθενών. Αργότερα ανακάλυψε ότι στους ψυχικά υγιείς ανθρώπους το ασυνείδητο εκδηλώνεται σαφέστερα στα λεγόμενα μυστικιστικά φαινόμενα, στο θρησκευτικό συμβολισμό, τη μυθολογία, την αστρολογία και τα όνειρα. Ως μελετητής αλλά και «μαθητής» του ασυνειδήτου, λοιπόν, έπρεπε να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πηγές, ανεξάρτητα από το πόσο «ύποπτες» ή «αποδεκτές» επιστημονικά ήταν, προκειμένου να μελετήσει αυτό που θεωρούσε εκείνος τόσο βασικό: το ασυνείδητο. Δεν ακολουθούσε την παράδοση και το κατεστημένο, παρέμενε όμως πάντα επιστήμονας στην αντιμετώπιση και το χειρισμό των δύσκολων αυτών ζητημάτων.

Η θεωρία της Αναλυτικής Ψυχολογίας επίσης θεωρείται σχετικά ασυνήθης και ιδιόμορφη συγκρινόμενη με άλλες θεωρίες για την προσωπικότητα. Θεωρείται επίσης εξαιρετικά δύσκολη στην κατανόηση, όντας σε πολλά σημεία της πολύπλοκη, παράξενη και μυστήρια. Αυτό, βέβαια, οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι ο Γιουνγκ μελετούσε και ανέσυρε το υλικό του από διάφορους ευρείς τομείς (όπως η Ψυχολογία, η Ψυχιατρική, η Φιλολογία, η Φιλοσοφία, η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, η Αρχαιολογία, η Θεολογία, η Μυθολογία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Αλχημεία και η Αστρολογία), στην προσπάθειά του να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Λίγοι ερευνητές ή αναγνώστες είχαν το υπόβαθρο για να αξιολογήσουν υλικό από τόσα διαφορετικά πεδία, και έτσι μπορούσαν εύκολα να παρερμηνεύσουν, να παραβλέψουν ή και να αγνοήσουν τη θεωρία του, αντί να προσπαθήσουν να έλθουν σε επαφή με τον απίστευτα μεγάλο αριθμό πολύπλοκων ιδεών που αποτελούσαν ένα αναπόσπαστο μέρος της. Μια άλλη δυσκολία έγκειται επίσης στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Γιουνγκ δεν έγραφε καθαρά. Χρησιμοποιούσε συχνά συμβατικούς όρους με ιδιοσυγκρατικό τρόπο, χωρίς να επεξηγεί πλήρως αυθαίρετες μεταστροφές νοημάτων ή πολύπλοκων εννοιών.

Ο Γιουνγκ πέρασε ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Συνταξιοδοτήθηκε το 1946 και άρχισε να αποσύρεται από τη δημόσια ζωή μετά το θάνατο της συζύγου του το 1955. Μεταξύ των τελευταίων δημοσιεύσεών του συγκαταλέγονται τα έργα: «Aion» (1951), «Answer to Job» (1952) και «Mysterium Coniunctionis» (1955-56). Πέθανε σε ηλικία 85 ετών, στις 6 Ιουνίου του 1961, στη Ζυρίχη.
Οι τελευταίες του λέξεις, μαγνητοφωνημένες κατά την αυτοβιογραφική του αφήγηση από την Ανιέλα Γιάφφε (Aniela Jaffe), είναι οι ακόλουθες:
 «Ας έχουμε ένα πραγματικό καλό κόκκινο κρασί απόψε»!

Ειρήνη Τζελέπη από εδώ

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Appoggiatura [ 3 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων





Ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με,
ἧραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ...
...πάντες κατέχοντες ρομφαίαν
δεδιδαγμένοι πόλεμον.

Justyna Kopania


Η «ΒΛΑΒΗ» ἔρχεται ἀναπάντεχα. Ὅμως ἔρχεται πάντοτε μιὰ «βλάβη» νὰ ἀνακόψει τὴ λειτουργία τοῦ θαύματος. Γλυστράει ἀδιόρατα μέσα στὴ ζωή, σὰν τὸ φίδι στὰ φυλλώματα τοῦ παραδείσου.

Κάποια ἀσήμαντη ἀστοχία τοῦ Ἄλλου, κάποια παράλειψη, μιὰ ἀνεπάρκεια στὴ συμπεριφορά, μιὰ ὑστερόβουλη κίνηση, μιὰ ἐλλειπτικὴ ἀνταπόκριση στὴ δική μου δίψα. Καὶ ἀνοίγουν ξαφνικὰ τὰ μάτια μου στὴν ἀντίστροφη ἀποκάλυψη: Ὁ Ἄλλος βρίσκεται ἀπρόσμενα σὲ ἀπόσταση, ὑποταγμένος σὲ χῶρο καὶ χρόνο. Εἶναι μακριά, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν. Σὲ σχέση μὲ τὸν δικό μου πόθο γιὰ ζωή, μοιάζει λιγοστός, ἄτολμος, φειδωλός.
Καὶ μαζί του μικραίνουν ὅλα ξαφνικά, ξαναγίνονται ἀντι-κείμενα προκλητικὰ γιὰ μετρήσεις καὶ ὑπολογισμούς.


Ἂν εἴχαμε πραγματικὰ ἀγαπήσει -ἂν μᾶς εἶχε χαριστεῖ κάποια ἐλάχιστη πραγματικὴ αὐτοπαραίτηση- ἴσως στὴν πρώτη ρήξη νὰ διακρίνουμε κάτι καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας ὑστερήματα. Στὴν καινούργια τώρα ἔκπληξη τῆς ἀπόστασης ἀνακαλύπτουμε μὲ δέος καὶ πλῆθος δικές μας ἀστοχίες, λαθεμένες ἐκφράσεις τοῦ πόθου, ὑστεροβουλίες, ἐλλείψεις ἀνταπόκρισης στὴ δίψα τοῦ Ἄλλου.
Καὶ μοιάζει ἀπίστευτο. Αὐτὸς ἦταν λοιπὸν ὁ ἔρωτάς μου; Ἄφησα τόσο κενὸ μοναξιᾶς στὴν ψυχὴ τοῦ Ἄλλου, ποὺ ἄμετρα ἀγαπῶ καὶ ποθῶ; Εἶναι τελικὰ ἀδιαπέραστο τὸ τεῖχος ποὺ ὀρθώνει ἀνάμεσα στοὺς ἐρωτευμένους ὁ τρόπος τῆς φύσης, ἡ θωράκιση τοῦ ἐγώ;

Ὅμως τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ μὴ βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τὸν ἔρωτα τὸν προδίνει μόνο ὁ Ἄλλος. Ἔβαλε λιγότερα στὸ παιχνίδι -σὲ σχέση μὲ τὸ τί προσφέρει, ἀπολαμβάνει περισσότερα.
Ἀρχίζω νὰ μετράω, νὰ λογαριάζω. Καὶ οἱ λογαριασμοὶ μὲ βγάζουν πάντα ἀδικημένο, ἄρα δικαιοῦμαι νὰ ἀντιδρῶ, νὰ μεμψιμοιρῶ, νὰ γίνομαι ἐπιθετικός, νὰ μεταλλάζω τὴν προδομένη μου στοργὴ σὲ ἀπαίτηση.

Κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀντιδράσει μὲ τὶς δικές του μετρήσεις καὶ τοὺς δικούς του λογαριασμούς, τότε ἡ ρήξη εἶναι ἄγρια, θηριώδης. Δὲν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται ἡ ζωή -ὅλα ἢ τίποτα. Ἀκόμα κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀποτραβηχτεῖ σιωπηλὸς στὴ θλίψη του, ἀφήσει ἔκθετες τὶς πληγές του, δὲν ἔχω μάτια νὰ δῶ, δὲν μπορῶ νὰ πονέσω γιὰ τὴν ὀδύνη του, ἐξακολουθῶ νὰ μετράω μόνο τὴ δική μου.
Δὲν ἔχει δίκιο νὰ εἶναι θλιμμένος, μόνο ἐγὼ ἔχω αὐτὸ τὸ δίκιο.


Στὴν πρώτη αἴσθηση τῆς ρήξης ὁ ἔρωτας γίνεται μιὰ ἀπελπισμένη ἐπιθετικότητα.   Ἀναμοχλεύει τὸ παρελθόν, ἀναξέει πληγές, βυθίζει ἀνελέητα τὸ μαχαίρι στὴ μνήμη.   Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ ἀποτυχία μου νὰ ζήσω, εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μου, ἡ κόλασή μου. Ἴσως παλεύει κι αὐτός, σφαδάζει, ζεῖ τὴ δική του παγερὴ μοναξιά. Κάποια ἐλάχιστη τρυφεράδα ἀπὸ μένα, ἕνα χάδι καὶ πάλι, ἕνας λόγος γλυκός, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀναστήσει. Μὰ ἐγὼ στὸ πρόσωπό του βλέπω μόνο τὸ δικό μου κενό, καὶ τὰ μόνα λόγια τῆς καρδιᾶς εἶναι τὸ παράπονό μου:
Ἐμένα ποιός μὲ ρωτάει, ποιός μετράει τὴ δική μου ἀνάγκη καὶ ὀδύνη;

Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴ ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι. Ἀντιμαχία πάντοτε παράλογη, ὅμως μὲ ὅπλο στὴ θηριώδη ἀναμέτρηση πάντοτε τὴ λογική. Ὁ καθένας μὲ τὴ δική του τετράγωνη λογική, ἀράγιστη καὶ ἀμετακίνητη στὶς βεβαιότητές της.

Σὲ αὐτὸ τὸν σπαραγμὸ ὁδηγεῖται νομοτελειακὰ κάθε ἔρωτας.
Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀπο-γοήτευση -τὸ τέλος τῆς γοητείας ποὺ ἀσκοῦσε πάνω μας ἡ ψευδαίσθηση τῆς πληρωματικῆς σχέσης. Εἶναι ἡ ἀσυνείδητη πίκρα γιὰ τὸ ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπελπισία γιὰ τὸ ἀκατόρθωτο τῆς ἀμοιβαίας ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴ ζωή.
Ἐρωτευόμαστε σὰν τὶς χελῶνες, θωρακισμένοι ἀνεπίγνωστα στὸ ἄθραυστο κέλυφος τῆς θνητότητας, δηλαδὴ τοῦ ἐγώ. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ ἔρωτα ὁ καθένας ἀπὸ μόνος του, ὁ Ἄλλος εἶναι μόνο ἡ ἀφορμή. Ὥσπου νὰ συντριβοῦν οἱ ἀσύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στὰ ἀράγιστα κελύφη.



Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"


3. ΑΡΡOGGIATURA: ΕΠΕΡΕΙΣΗ (ἐπὶ καὶ ἐρείδομαι)

Μουσικὸ ποίκιλμα ποὺ συνίσταται στὴν ἐκφορά, πρὶν ἀπὸ τὸν κυρίως ἁρμονικὸ φθόγγο καὶ σὲ βάρος τοῦ ὁλικοῦ του χρόνου, ἑνὸς φθόγγου δυσαρμονίας, ποὺ λειτουργεῖ ὡς προσαγωγή.