Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο Πόνος


Είναι οδυνηρό να μεγαλώνεις 
Αν θέλει κανείς να μιλήσει για το Ταξίδι της Ζωής δεν γίνεται να αποφύγει να αναφερθεί στον Πόνο. Ο Πόνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ανθρώπινης Φύσης και αυτό ίσχυε από τον Κήπο της Εδέμ. Η ιστορία του Κήπου της Εδέμ είναι, φυσικά, ένας μύθος. Αλλά όπως όλοι οι μύθοι, είναι μια ενσάρκωση της αλήθειας. Και ανάμεσα στις πολλές αλήθειες που μας μεταφέρει ο μύθος του Κήπου της Εδέμ, είναι και η ιστορία του πως εμείς οι άνθρωποι αποκτήσαμε συνείδηση. Όταν φάγαμε το μήλο από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού, αποκτήσαμε συνείδηση και, εξαιτίας αυτής, αποκτήσαμε ενοχές. Έτσι κατάλαβε ο Θεός ότι είχαμε φάει το μήλο – γίναμε ξαφνικά ντροπαλοί. 
Ένα λοιπόν από τα πράγματα που μας λέει αυτός ο μύθος είναι ότι το να είσαι ντροπαλός, να έχεις κάποια συστολή, είναι βαθιά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Είχα την ευκαιρία, χάρη στην καριέρα μου του ψυχιάτρου, και πιο πρόσφατα του συγγραφέα και ομιλητή, να συναντήσω ένα μεγάλο αριθμό από υπέροχους και βαθιά σκεπτόμενους ανθρώπους και όλοι τους διέθεταν αυτή τη συστολή. Μερικοί από αυτούς δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους συνεσταλμένο, αλλά καθώς αρχίσαμε να το συζητάμε, συνειδητοποίησαν ότι ήταν. Και οι ελάχιστοι άνθρωποι που έχω συναντήσει που δεν ήταν συνεσταλμένοι, ήταν άτομα που είχαν πληγωθεί με κάποιον τρόπο και είχαν χάσει κάτι από την ανθρωπιά τους. 
Είναι ανθρώπινο να είσαι συνεσταλμένος και γίναμε συνεσταλμένοι στον Κήπο της Εδέμ, όταν αποκτήσαμε επίγνωση του εαυτού μας σαν ξεχωριστή οντότητα. Χάσαμε την αίσθηση ότι είμαστε ένα με τη φύση και το υπόλοιπο σύμπαν. Και η απώλεια αυτής της αίσθησης της ενότητας με την υπόλοιπη δημιουργία συμβολίζεται με το διωγμό μας από τον Παράδεισο. Όταν εκδιωχθήκαμε από τον Παράδεισο, διωχθήκαμε για πάντα. 

Δεν μπορούμε ποτέ να επιστρέψουμε στην Εδέμ. 
Αν θυμάστε την ιστορία, ο δρόμος είναι κλεισμένος από Χερουβείμ και ένα φλεγόμενο σπαθί. 
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Μπορούμε, μόνο να προχωρήσουμε μπροστά. 
Το να γυρίσουμε στην Εδέμ θα ήταν σαν να προσπαθούμε να γυρίσουμε στη μήτρα της μητέρας μας, στη νηπιακή ηλικία. Αφού δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στη μήτρα, πρέπει να μεγαλώσουμε. Μπορούμε μόνο να προχωρήσουμε μπροστά μέσα από την έρημο της ζωής, μέσα από ξερά και άγονα εδάφη προς όλο και βαθύτερα επίπεδα συνείδησης και επίγνωσης. 

Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική αλήθεια επειδή, μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατάχρησης ουσιών, πηγάζει από την προσπάθεια να ξαναγυρίσουμε στην Εδέμ. Στα πάρτι που πηγαίνουμε, χρειαζόμαστε συνήθως τουλάχιστον εκείνο το ένα ποτό που θα περιορίσει την αμηχανία που νιώθουμε και θα μας βοηθήσει να μην είμαστε πια τόσο συνεσταλμένοι. Και πραγματικά βοηθάει, έτσι δεν είναι; Και αν πάρουμε τη σωστή ποσότητα οινοπνεύματος ή μαριχουάνας ή κοκαΐνης ή κάποιου συνδυασμού τους, για λίγα λεπτά ή λίγες ώρες, μπορεί να ανακτήσουμε προσωρινά αυτή τη χαμένη αίσθηση της ενότητας με το σύμπαν. Μπορεί να ξαναβρούμε αυτή την υπέροχα ζεστή και απαλή αίσθηση ότι είμαστε και πάλι ένα με τη φύση. Φυσικά, το συναίσθημα αυτό δεν διαρκεί ποτέ και το τίμημα που πληρώνουμε συνήθως δεν αξίζει τον κόπο. 

Ο μύθος, λοιπόν, είναι αλήθεια. 
Πραγματικά, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην Εδέμ. 
Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, στην έρημο. 
Αλλά το ταξίδι αυτό είναι δύσκολο και η συνείδηση συχνά προκαλεί πόνο. Και γι’ αυτό, οι περισσότεροι άνθρωποι σταματούν το ταξίδι τους όσο πιο γρήγορα μπορούν. Βρίσκουν ένα σημείο που τους φαίνεται ασφαλές, χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο, και μένουν εκεί, αντί να προχωρήσουν στην οδυνηρή έρημο, που είναι γεμάτη κάκτους και αγκάθια και κοφτερές πέτρες! Ακόμα και αν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάποτε ακούσει ότι «τα πράγματα που πονούν, διδάσκουν» (για να δανειστώ τη φράση του Benjamin Franklin), η εκπαίδευση της ερήμου είναι τόσο οδυνηρή που τη σταματούν όσο νωρίτερα μπορούν.


Εποικοδομητικός πόνος 


Αν είμαι πρόθυμος να μιλήσω για τον πόνο, δεν σημαίνει ότι είμαι μαζοχιστής. Αντιθέτως. 
Δεν βλέπω καμία απολύτως αρετή και αξία στον μη εποικοδομητικό πόνο. Αν έχω πονοκέφαλο, το πρώτο πράγμα του κάνω είναι να πάω στην κουζίνα και να πάρω ένα παυσίπονο. Δεν θεωρώ πως ένας συνηθισμένος πονοκέφαλος έχει καμία αξία. Αλλά υπάρχει εποικοδομητικός πόνος. Και η διαφορά ανάμεσα στον μη εποικοδομητικό και τον εποικοδομητικό πόνο, είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να μάθει κανείς. Ο μη εποικοδομητικός πόνος, σαν τον πονοκέφαλο, είναι κάτι από τον οποίο πρέπει να απαλλαγείς. Τον εποικοδομητικό πόνο πρέπει να τον αντέξεις και να τον δουλέψεις. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τους όρους «νευρωτικός πόνος» και «υπαρξιακός πόνος». 
Και να πώς κάνω αυτή τη διάκριση. Μπορεί να θυμάστε ότι πριν από περίπου σαράντα χρόνια, όταν οι θεωρίες του Freud είχαν αρχίσει να διαδίδονται και να παρερμηνεύονται – όπως συμβαίνει πολύ συχνά –, υπήρχαν ορισμένοι πρωτοπόροι γονείς, που, έχοντας ακούσει ότι οι ενοχές μπορεί να έχουν κάποια σχέση με τη νεύρωση, αποφάσισαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τέτοιον τρόπο που να μην έχουν ενοχές. Τι απαίσιο πράγμα για να κάνει κανείς στο παιδί του! Οι φυλακές μας είναι γεμάτες ανθρώπους που είναι εκεί ακριβώς επειδή δεν έχουν ενοχές, ή δεν έχουν αρκετές ενοχές. 
Χρειαζόμαστε ένα ποσοστό ενοχών για να ζούμε μέσα στην κοινωνία. Και αυτό είναι που αποκαλώ υπαρξιακή ενοχή, δηλαδή υπαρξιακό πόνο. 
Βιάζομαι να τονίσω, ωστόσο, ότι η υπερβολικά πολλή ενοχή, αντί να κάνει καλό, κάνει κακό. Αυτή είναι η νευρωτική ενοχή, δηλαδή ο νευρωτικός, άχρηστος πόνος. Είναι σαν να περιφέρεστε σε ένα γήπεδο του γκολφ με ογδόντα επτά μπαστούνια αντί για δεκατέσσερα, που είναι ο αριθμός που χρειάζεστε για να παίξετε γκολφ. Είναι περιττό βάρος και πρέπει να απαλλαγείτε από αυτό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν για να το κάνετε χρειάζεστε ψυχοθεραπεία, τότε πρέπει να αρχίσετε ψυχοθεραπεία. Η νευρωτική ενοχή είναι περιττή, άχρηστη, και δυσκολεύει το ταξίδι σας στην έρημο. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την ενοχή, αλλά και για άλλες μορφές συναισθηματικού πόνου, όπως το άγχος, για παράδειγμα, το οποίο μπορεί να είναι είτε υπαρξιακό είτε νευρωτικό. Το θέμα είναι να καταλάβετε τι από τα δύο είναι. 

Υπάρχει ένας πολύ απλός αν και σκληρός τρόπος για να αντιμετωπίσετε το συναισθηματικό πόνο της ζωής. Είναι μια διαδικασία τριών βημάτων. 
Πρώτα απ’ όλα, κάθε φορά που υποφέρετε συναισθηματικά, ρωτήστε τον εαυτό σας: 
«Είναι ο πόνος μου – το άγχος ή η ενοχή μου – υπαρξιακός ή νευρωτικός; Ο πόνος αυτός προωθεί την ανάπτυξή μου ή την περιορίζει;» 
Πιθανότατα, στο δέκα τοις εκατό των περιπτώσεων, δεν θα είστε σε θέση να απαντήσετε σε αυτή την ερώτηση. Αλλά στο ενενήντα τοις εκατό των περιπτώσεων, αν κάνετε αυτή την ερώτηση στον εαυτό σας, η απάντηση θα είναι ξεκάθαρη. Αν, για παράδειγμα, έχετε αγχωθεί σχετικά με τη φορολογική σας δήλωση, γιατί κάποτε την καθυστερήσατε και πληρώσατε μεγάλο πρόστιμο, σας βεβαιώ ότι το άγχος που νιώθετε είναι υπαρξιακό. Είναι κατάλληλο για την περίσταση και σας σπρώχνει να ετοιμάσετε εγκαίρως τη δήλωσή σας. Από την άλλη μεριά, αν αποφασίσετε ότι το άγχος που νιώθετε είναι νευρωτικό, και περιορίζει την ανάπτυξή σας, τότε το δεύτερο βήμα είναι να κάνετε στον εαυτό σας την εξής ερώτηση: «Πώς θα φερόμουν αν δεν είχα αυτό το άγχος ή την ενοχή;» 
Και το τρίτο βήμα, είναι να φερθείτε σαν να μην το είχατε. 
Όπως λένε οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί (οργάνωση που ιδρύθηκε από αλκοολικούς και βοηθάει τους αλκοολικούς να ξεπεράσουν τον εθισμό τους), «Φέρσου Σαν Να», ή «Προσποιήσου το και θα γίνει».


Πρωτοέμαθα τον κανόνα αυτόν όταν προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τη συστολή μου. 

Είναι ανθρώπινο να είσαι συνεσταλμένος και ντροπαλός, αλλά μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με τρόπους που είναι είτε νευρωτικοί είτε υπαρξιακοί. Πολλές φορές, παρακολουθώντας κάποια διάλεξη, ένιωθα πως ήθελα να κάνω μια ερώτηση, να ζητήσω κάποια πληροφορία ή να κάνω κάποιο σχόλιο – δημοσίως ή κατ’ ιδίαν στον ομιλητή μετά τη διάλεξη. Αλλά πάντα συγκρατιόμουν γιατί ήμουν πολύ συνεσταλμένος και φοβόμουν την απόρριψη ή τη γελοιοποίηση. Κάποτε, έκανα στον εαυτό μου την κρίσιμη ερώτηση: «Ο τρόπος αυτός με τον οποίο αντιμετωπίζεις τη συστολή σου προωθεί την ανάπτυξή σου ή σου την περιορίζει;» Αμέσως έγινε σαφές ότι την περιόριζε. Και τότε είπα στον εαυτό μου: «Λοιπόν, Σκότι, πώς θα φερόσουν αν δεν ήσουν τόσο ντροπαλός; Πώς θα φερόσουν αν ήσουν βασίλισσα της Αγγλίας ή Πρόεδρος των ΗΠΑ;» Η απάντηση ήταν ολοφάνερη, θα πλησίαζα τον ομιλητή και θα έλεγα αυτό που ήθελα να πω. Τότε είπα στον εαυτό μου: «Εντάξει, λοιπόν, πήγαινε και φέρσου ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Προσποιήσου το και θα γίνει. Φέρσου σαν να μην ήσουν συνεσταλμένος». 
Παραδέχομαι ότι αυτό είναι κάτι τρομακτικό αλλά, εδώ μπαίνει το θέμα του θάρρους. 

Ένα από τα πράγματα που πάντα με εκπλήσσουν είναι πόσο λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι είναι θάρρος. 
Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι θάρρος είναι η έλλειψη φόβου. Η έλλειψη φόβου δεν είναι θάρρος, είναι κάποιο είδος βλάβης στον εγκέφαλο, θάρρος είναι η ικανότητα να προχωράς παρά το φόβο ή παρά τον πόνο. 
Όταν το κάνεις αυτό, ανακαλύπτεις ότι το ξεπέρασμα του φόβου όχι μόνο σε κάνει πιο δυνατό, αλλά είναι και ένα μεγάλο βήμα προς την ωριμότητα. 




Τι ακριβώς είναι η ωριμότητα; 
Όταν έγραψα το «Ο Δρόμος ο Λιγότερο Ταξιδεμένος», παρόλο που περιέγραψα αρκετούς ανώριμους ανθρώπους, ποτέ δεν έδωσα ξεκάθαρο ορισμό της ωριμότητας. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανώριμους ανθρώπους είναι ότι περιφέρονται παθητικά γκρινιάζοντας ότι η ζωή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις τους. 

Όπως λέει και ο Richard Bach, στις Ψευδαισθήσεις «διαφώνησε για τις αδυναμίες σου και αναμφίβολα τις έχεις». Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει τους λίγους που είναι πραγματικά ώριμοι είναι ότι το θεωρούν δική τους ευθύνη – ακόμα και ευκαιρία- να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής. 

Για να προχωρήσετε πολύ μέσα στην έρημο, πρέπει να είστε διατεθειμένοι να αντιμετωπίσετε υπαρξιακό πόνο και να τον ξεπεράσετε. Η συνείδηση της ύπαρξής μας και των όσων μας συμβαίνουν, είναι η αιτία του πόνου μας επειδή, φυσικά, αν δεν είχαμε συνείδηση, δεν θα νιώθαμε πόνο. 

Ένα από τα πράγματα που κάνουμε για τους ανθρώπους για να τους απαλλάξουμε από τον μη εποικοδομητικό, περιττό, σωματικό πόνο, είναι να τους κάνουμε αναισθησία, ώστε να χάνουν τις αισθήσεις τους και να μην αισθάνονται τον πόνο. Αλλά ενώ η συνείδηση είναι η αιτία του πόνου μας, είναι επίσης και αιτία της σωτηρίας μας, επειδή σωτηρία είναι η διαδικασία της απόκτησης όλο και μεγαλύτερης συνείδησης και επίγνωσης. 
Όταν έχουμε όλο και μεγαλύτερη επίγνωση, προχωρούμε όλο και πιο βαθιά στην έρημο αντί, να χωνόμαστε σε μια τρύπα όπως οι άνθρωποι που επιλέγουν να μην εξελιχθούν. 

Οάσεις στην έρημο 
Η συνείδηση φέρνει μεγαλύτερο πόνο, αλλά φέρνει επίσης και μεγαλύτερη χαρά. Γιατί καθώς προχωρείτε βαθύτερα στην έρημο – αν προχωρήσετε αρκετά – θα αρχίσετε να ανακαλύπτετε μικρές οάσεις που δεν είχατε δει ποτέ άλλοτε. Και αν προχωρήσετε ακόμα περισσότερο, μπορεί να ανακαλύψετε φλέβες νερού κάτω από την άμμο, ή, αν προχωρήσετε ακόμα περισσότερο, ίσως να συναντήσετε το πεπρωμένο σας και να εκπληρώσετε την αποστολή σας στον πλανήτη αυτό.

Χρειαζόμαστε παρηγοριά και ενθάρρυνση καθώς παλεύουμε με τη δική μας έρημο. 
Χρειαζόμαστε ενθάρρυνση και παρηγοριά στο ταξίδι μας, αλλά αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι αστραπιαίες λύσεις. Έχω δει πολλούς ανθρώπους που κυριολεκτικά σκοτώνουν ο ένας τον άλλο με στιγμιαίες λύσεις στο όνομα της επούλωσης. Το κάνουν αυτό για πολύ εγωκεντρικούς λόγους. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι ο Ρικ είναι φίλος μου και υποφέρει. Επειδή είναι φίλος μου, ο πόνος του με κάνει κι εμένα να νιώθω άσχημα. Αυτό που θέλω λοιπόν είναι να «κάνω καλά» τον Ρικ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Θέλω να του δώσω κάποια εύκολη απάντηση του τύπου «Λυπάμαι που πέθανε η μητέρα σου, αλλά μη στενοχωριέσαι. Πήγε στον παράδεισο». Ή: «Θεέ μου, είχα κι εγώ αυτό το πρόβλημα κάποτε και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να το βάλεις στα πόδια». Τις περισσότερες φορές, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για κάποιον που υποφέρει, είναι, αντί να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τον πόνο του στα γρήγορα, να καθίσουμε δίπλα του και να τον μοιραστούμε μαζί του. 
Πρέπει να μάθουμε να ακούμε και να αντέχουμε τον πόνο των άλλων. Αυτό αποτελεί μέρος τού να γίνουμε περισσότερο συνειδητοί άνθρωποι. Και όσο περισσότερο συνειδητοί γινόμαστε, τόσο περισσότερο βλέπουμε τα παιχνίδια που παίζουν οι άλλοι άνθρωποι και τις αμαρτίες και τους χειρισμούς τους, αλλά επίσης συνειδητοποιούμε περισσότερο το φορτίο που κουβαλούν και τις στενοχώριες τους. Καθώς αναπτυσσόμαστε και ωριμάζουμε ψυχικά, είμαστε σε θέση να αντέξουμε όλο και περισσότερο από τον πόνο των άλλων και τότε συμβαίνει το πιο καταπληκτικό πράγμα. Όσο περισσότερο πόνο είμαστε πρόθυμοι να αντέξουμε, τόσο περισσότερη χαρά θα αρχίσουμε να βιώνουμε. Και αυτό ακριβώς είναι τα καλά νέα, που κάνουν το ταξίδι να αξίζει τον κόπο. 


Αγάπη για τον εαυτό και αυτοεκτίμηση 

«Ταπεινοφροσύνη είναι η γνώση του εαυτού όπως ακριβώς είναι». 
Αυτή είναι μια παράφραση από ένα βιβλίο που γράφτηκε από έναν ανώνυμο καλόγερο του δέκατου τέταρτου αιώνα, με τον τίτλο «Το Σύννεφο του να Μην Ξέρεις» (Cloud of Unknowing). 
Είναι βαθιά λόγια και πολύ σημαντικά για την αναζήτηση της αυτογνωσίας. Για παράδειγμα, αν σας έλεγα ότι είμαι απαίσιος συγγραφέας, αυτό δεν θα ήταν ταπεινοφροσύνη. Παρόλο που δεν είμαι ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου, πάντως είμαι αρκετά καλός. Μια τέτοια δήλωση λοιπόν, θα ήταν αυτό που συνηθίζω να αποκαλώ «ψευδο- ταπεινοφροσύνη». Από την άλλη μεριά, αν σας έλεγα ότι παίζω πολύ καλό γκολφ, αυτό θα ήταν το άκρον άωτον της αλαζονείας, γιατί η αλήθεια είναι πως είμαι μέτριος κατά τον ηπιότερο χαρακτηρισμό. 

Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι πάντα ρεαλιστική. 
Είναι πολύ σημαντικό για μας να είμαστε ρεαλιστές, να έχουμε αληθινή γνώση του εαυτού μας όπως πραγματικά είναι, και να είμαστε ικανοί να αναγνωρίζουμε τόσο τα καλά, όσο και τα κακά στοιχεία μας. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αγάπη για τον εαυτό μας και στην αυτοεκτίμηση. 
Παρόλο που η αγάπη για τον εαυτό μας (η οποία προτείνω ότι είναι κάτι καλό) και η αυτοεκτίμηση (η οποία προτείνω ότι είναι κάτι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο) συχνά μπλέκονται και συγχέονται, επειδή δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες λέξεις για το φαινόμενο που θα αναλύσω παρακάτω, δεν παύουν να είναι διαφορετικές έννοιες. Ελπίζω ότι τελικά το πρόβλημα θα λυθεί με τη δημιουργία νέων λέξεων, αλλά επί του παρόντος, πρέπει να αρκεστούμε στις παλιές. Πρώτα απ’ όλα, τι εννοώ όταν μιλάω για αγάπη για τον εαυτό;

Την εποχή που δούλευα ως ψυχίατρος στο στρατό, η διοίκηση ενδιαφερόταν για τα στοιχεία που έκαναν κάποιους ανθρώπους επιτυχημένους κι έτσι είχαν συγκεντρώσει μια ντουζίνα επιτυχημένα άτομα από διάφορους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν άντρες και γυναίκες γύρω στα σαράντα που ήταν όλοι ιδιαίτερα επιτυχημένοι. Είχαν πάρει προαγωγές πριν από τους συνομηλίκους τους και ταυτόχρονα ήταν αρκετά δημοφιλείς. Εκείνοι που είχαν οικογένειες είχαν μια επιτυχημένη οικογενειακή ζωή και τα παιδιά τους τα πήγαιναν καλά στο σχολείο και έδειχναν ευτυχισμένα. Τα άτομα αυτά έμοιαζαν να έχουν το άγγιγμα του Μίδα – ό,τι έπιαναν γινόταν χρυσός. Τους μελέτησαν σε διάφορα επίπεδα, άλλοτε ατομικά και ομαδικά. Σε κάποιο σημείο, τους ζητήθηκε να γράψουν σε ένα χαρτί – και δεν είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν μεταξύ τους γι’ αυτό – τα τρία πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή τους με σειρά προτεραιότητας. 

Δύο πράγματα ήταν αξιοσημείωτα ως προς τον τρόπο που η ομάδα αντιμετώπισε το ερώτημα αυτό. Το ένα ήταν η σοβαρότητα με την οποία το πήραν. Ο πρώτος που επέστρεψε το χαρτί του, χρειάστηκε σαράντα ολόκληρα λεπτά για να το κάνει, και κάποιοι αφιέρωσαν περισσότερο από μια ώρα, παρόλο που ήξεραν ότι οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει. Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο ήταν ότι ενώ οι δεύτερες και οι τρίτες επιλογές τους παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία, η πρώτη τους επιλογή ήταν ίδια. Και οι δώδεκα είχαν γράψει: «Ο εαυτός μου». Όχι «Η αγάπη». Όχι «Ο Θεός». Όχι «Η οικογένειά μου». Αλλά «Ο εαυτός μου». Και αυτό, προτείνω, ήταν μια έκφραση ώριμης αγάπης για τον εαυτό. Η αγάπη για τον εαυτό υπονοεί φροντίδα, σεβασμό, υπευθυνότητα και γνώση του εαυτού. Αν δεν αγαπά κανείς τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει άλλους. Αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε την αγάπη για τον εαυτό με τον εγωκεντρισμό. Τα επιτυχημένα αυτά άτομα ήταν στοργικοί σύζυγοι και γονείς και καλοσυνάτοι προϊστάμενοι. 

Τώρα, τι είναι αυτοεκτίμηση; Περίπου οκτώ ή εννέα χρόνια μετά την εμπειρία μου με τη μελέτη αυτή, είχα την ευκαιρία να βρεθώ κοντά σε έναν άνθρωπο του ψεύδους – και όπως θα θυμάστε, ίσως, ορίζω τους ανθρώπους του ψεύδους σαν ουσιαστικά κακούς. Είναι δύσκολο να πλησιάσεις τέτοιους ανθρώπους, αλλά εγώ πλησίασα αρκετά αυτό τον άνθρωπο ώστε να μπορώ να τον ρωτήσω, «Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου;» Και ποια λέτε πως ήταν η απάντησή του; «Η αυτοεκτίμησή μου». Παρατηρήστε πόσο κοντά είναι αυτές οι απαντήσεις. Τα δώδεκα επιτυχημένα άτομα είχαν γράψει, «Ο εαυτός μου», και εκείνος είπε, «Η αυτοεκτίμησή μου». Πιστεύω ότι η απάντησή του ήταν σωστή αν σκεφτεί κανείς πώς λειτουργούν οι άνθρωποι του ψεύδους. Η αυτοεκτίμησή τους είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή τους. Θα κάνουν τα πάντα, θα πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους. Αν υπάρχει κάτι που απειλεί την αυτοεκτίμησή τους, αν υπάρχει κάποια ένδειξη για το γεγονός ότι δεν είναι τέλειοι, ή κάτι που μπορεί να τους κάνει να αισθανθούν άσχημα για τον εαυτό τους, αντί να το χρησιμοποιήσουν για να βελτιωθούν, θα προσπαθήσουν να το εξαλείψουν, να το ξεχάσουν. Και από εκεί πηγάζει η κακή συμπεριφορά τους. Γιατί τους είναι απαραίτητο να διαφυλάξουν την αυτοεκτίμησή τους πάση θυσία. 

Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στο να επιμένουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν κάτι σημαντικό (το οποίο είναι αγάπη για τον εαυτό μας) και στο να επιμένουμε να αισθανόμαστε πάντα καλά για τον εαυτό μας (το οποίο συνεπάγεται ότι πρέπει να διαφυλάττουμε πάντα την αυτοεκτίμησή μας). Το να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά είναι σημαντικό για την αυτογνωσία μας. 
Προκειμένου να είμαστε καλοί, υγιείς άνθρωποι, πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα τού να βάζουμε στην άκρη την αυτοεκτίμησή μας μια φορά στο τόσο, του να μη νιώθουμε πάντα τόσο καλά για τον εαυτό μας. Αλλά πρέπει πάντα να αγαπάμε τον εαυτό μας και να θεωρούμε ότι ο εαυτός μας έχει αξία, παρόλο που δεν πρέπει πάντα να τον εκτιμούμε. ''


Scott Peck  από το "Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος συνεχίζεται " 
(εκδ. Κέδρος) 



Η αντιμετώπιση και η λύση ψυχολογικών μας προβλημάτων είναι μια επώδυνη διαδικασία, που οι περισσότεροι από μας προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Η αποφυγή όμως αυτή καταλήγει σε μεγαλύτερη οδύνη και σε ανικανότητα για πνευματική και διανοητική ανάπτυξη. Βασιζόμενος στην τεράστια επαγγελματική πείρα του, ο ψυχίατρος Δρ Σκοτ Πεκ μας υποδεικνύει το δρόμο που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε για να αντιμετωπίσουμε και να λύσουμε τα προβλήματά μας με τη λιγότερο επώδυνη διαδικασία, και συγχρόνως να φτάσουμε σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτογνωσίας.

Ο Δρ ΠΕΚ ασχολείται ιδιαίτερα με τη φύση της αγάπης στις ανθρώπινες σχέσεις: πώς να αναγνωρίζουμε την πραγματική αρμονία, πώς να διακρίνουμε την εξάρτηση από την αγάπη, πώς να αποκτήσουμε ατομικότητα, πως να ευαισθητοποιηθούμε ως γονείς.

Το βιβλίο του Ο δρόμος ο λιγότερος ταξιδεμένος είναι, για μια σειρά ετών, το πρώτο στη λίστα των μπεστ-σέλερ του είδους του στις Η.Π.Α. και στις άλλες αγγλόφωνες χώρες. Με αξιοθαύμαστο τρόπο ενσωματώνει παραδοσιακές ψυχολογικές και πνευματικές καταστάσεις. Το αποτέλεσμα μάς δίνει ένα βιβλίο που μπορεί να μας μάθει πώς να αγκαλιάζουμε την πραγματικότητα και να αποκτήσουμε την απαραίτητη γαλήνη και πληρότητα στη ζωή μας.


(από το οπισθόφυλλο)

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Το πείραμα του Μίλγκραμ


Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή. Το 1961, ο εικοσιεφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων.

Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.
Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».

Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.

Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»

Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)

«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.



Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:

«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.
Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.


 Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;

Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος». Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές». Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.



Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές. Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα. Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.



Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
(Περισσότερα για το πείραμα του Μίλγκραμ μπορείτε να διαβάσετε στο υπέροχο βιβλίο της Lauren Slater: «Το κουτί της ψυχής», από τις εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Δέσποινα Αλεξανδρή, 2009)

Πηγή: sanejoker.blogspot.gr








*********
Το διαβόητο «Πείραμα της Φυλακής του πανεπιστημίου Στάνφορντ» 
διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή στο τμήμα Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Λίγες μέρες πριν την έναρξη του πειράματος η παρακάτω αγγελία εμφανίστηκε σε μια τοπική εφημερίδα της Καλιφόρνια:

«Άνδρες, φοιτητές πανεπιστημίου, ζητούνται για συμμετοχή σε μια ψυχολογική μελέτη για τη ζωή στη φυλακή. Αμοιβή 15 δολάρια την ώρα για μια περίοδο δύο εβδομάδων ξεκινώντας στις 14 Αυγούστου».

Περισσότεροι από εβδομηνταπέντε φοιτητές δήλωσαν συμμετοχή. Εικοσιτέσσερις από αυτούς τελικά επιλέχθηκαν και ορίστηκαν τυχαία να παίξουν το ρόλο είτε του «φυλακισμένου» είτε του «δεσμοφύλακα», σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, καθώς και ποινικού μητρώου.

Ο Ζιμπάρντο και η ομάδα του ξεκίνησαν το πείραμα για να εξετάσουν την ορθότητα της ιδέας ότι οι συνθήκες κακοποίησης στις φυλακές ανακύπτουν κυρίως εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των φυλακισμένων και των φρουρών τους. Για τον έλεγχο της υπόθεσης εφάρμοσαν μια σειρά από συμβάσεις με σκοπό να προκαλέσουν τον αποπροσανατολισμό και την αποπροσωποποίηση, την αποποίηση της ταυτότητάς των «κρατουμένων» καθώς και την ενίσχυση του αισθήματος εξουσίας των «δεσμοφυλάκων».

Κάτω από απόλυτα ρεαλιστικές συνθήκες, οι φυλακισμένοι ζούσαν κλειδωμένοι στα κελιά τους, υπό συνθήκες εξαθλίωσης, ψυχολογικής πίεσης, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο, φορώντας ένα κουρέλι-φόρεμα, χωρίς εσώρουχα και με ξυρισμένα κεφάλια. Από την άλλη, οι «φύλακες» δούλευαν σε βάρδιες, φορώντας στρατιωτικές στολές και ειδικά γυαλιά ηλίου που απέτρεπαν την απευθείας βλεματική επαφή. Κρατούσαν αστυνομικό γκλομπ και αποκαλούσαν τους «φυλακισμένους» αποκλειστικά με αριθμούς.

Το πείραμα γρήγορα κλιμακώθηκε και ο Ζιμπάρντο έχασε τον έλεγχό του. Οι φυλακισμένοι υπέφεραν -αλλά και αποδέχτηκαν- σαδιστικές κι εξευτελιστικές συμπεριφορές. Τα υψηλά επίπεδα στρες σταδιακά τους οδήγησαν από τη στάση εξέγερσης απέναντι στις συνθήκες, στην απώθηση της πραγματικότητας και την αποδοχή πειθήνιου ρόλου. Μέχρι το τέλος του πειράματος πολλοί είχαν φανερώσειέντονες συναισθηματικές ενοχλήσεις.

Το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ έληξε στις 20 Αυγούστου του 1971, έξι μέρες μετά την έναρξή του, αντί για δεκατέσσερις όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Εκείνη τη μέρα ο Ζιμπάρντο κάλεσε «φρουρούς» και «φυλακισμένους» για να ανακοινώσει ότι η «φυλακή» έκλεισε.

Τα αποτελέσματα του πειράματος φαίνεται πως καταδεικνύουν το ευεπηρέαστο και την υπακοή των ανθρώπων όταν τους παρασχεθεί μια νομιμοποιημένη ιδεολογία καθώς και κοινωνική και θεσμική υποστήριξη.

Γίνεται έτσι συμβατό με το επίσης πολύ γνωστό πείραμα του καθηγητή Μίλγκραμ, το οποίο έλαβε χώρα στα μέσα του εικοστού αιώνα στο πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ και σόκαρε τη φοιτητική και ακαδημαϊκή κοινότητα του πανεπιστημίουκαταδεικνύοντας ότι καθημερινοί άνθρωποι εκπλήρωναν εντολές -κάτω από εφάμιλλες συνθήκες «νομιμοποίησης»- που οδηγούσαν στη φαινομενική χορήγηση ισχυρότατων ηλεκτρικών σοκ σε άλλους συμμετέχοντες.

Το «πείραμα της φυλακής» και παραλλαγές του, πλέον είναι παράνομα στις ΗΠΑ.


Δείτε και  " Το πείραμα της φυλακής "


Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε..


Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.

Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει…
Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. 

Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;

Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. 

Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που του λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. 

Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. 
Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου!» 

Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.


Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.


Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.

Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.

Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.


Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.



Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων 
[εκδ  OPERA ]

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Μιλήστε για το νόημα της ζωής



Μιλήστε για το νόημα της ζωής

Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι ν’ αναζητούμε τη σημασία, ενώ έχουμε την ατυχία να είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Μια από τις κυριότερες ασχολίες μας είναι να εφεύρουμε ένα νόημα αρκετά στιβαρό, ώστε να στηρίξει μια ζωή, και να εκτελέσουμε τον περίπλοκο χειρισμό ν’ αρνηθούμε πως αυτό το νόημα είναι δικό μας δημιούργημα. Έτσι καταφέρνουμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα βρισκόταν «κάπου εκεί έξω» και μας περίμενε. Η συνεχής αναζήτηση μας για ουσιαστικά συστήματα νοήματος μάς ρίχνει συχνά σε κρίσεις νοήματος.

Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στη ψυχοθεραπεία επειδή έχουν ανησυχίες για το νόημα της ζωής τους, απ’ όσους νομίζουν οι θεραπευτές. Ο Γιούνγκ ανέφερε πως το ένα τρίτο των ασθενών του ερχόταν να τον δει γι’ αυτόν το λόγο. 
Αυτό για το οποίο παραπονιούνται μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές μορφές: για παράδειγμα, «Η ζωή μου δεν έχει συνοχή», «Δεν παθιάζομαι με τίποτα», «Γιατί ζω; Για ποιό σκοπό;» «Σίγουρα η ζωή θα έχει κάποιο βαθύτερο νόημα». «Νιώθω τόσο άδειος-βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι τόσο άχρηστος, τόσο χωρίς σκοπό». <<Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τί θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω».


Κάποτε είδα ένα όνειρο (το περιγράφω στο βιβλίο μου «Η μάνα και το νόημα της ζωής»), όπου, ενώ παρέπαια κοντά στο θάνατο σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, βρέθηκα ξαφνικά σε μια διαδρομή του Λούνα Παρκ (το Σπίτι του Τρόμου). Καθώς το τρενάκι ετοιμαζόταν να μπει στο μαύρο στόμα του θανάτου, είδα ξαφνικά τη νεκρή μητέρα μου ανάμεσα στους θεατές και της φώναξα: «Μάνα, μάνα πώς τα πήγα;»
Το όνειρο, και ιδίως αυτό που φώναξα- «Μάνα, μάνα, πώς τα πήγα;»- με απασχόλησε για πολύ καιρό, όχι λόγω των εικόνων θανάτου που περιείχε αλλά εξαιτίας των σκοτεινών υπονοούμενων που κουβαλούσε για το νόημα της ζωής. Αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν να έζησα όλη μου τη ζωή με πρωταρχικό σκοπό να κερδίσω την αποδοχή της μητέρας μου; Κι επειδή είχα μια ταραχώδη σχέση μαζί της και όσο ζούσε δεν έδινα μεγάλη αξία στην αποδοχή της, το όνειρο ήταν ακόμη πιο σαρκαστικό.

Η κρίση νοήματος που αναφαίνεται σε αυτό το όνειρο με ώθησε να εξερευνήσω τη ζωή μου με άλλο τρόπο. 
Σ’ ένα διήγημα που έγραψα αμέσως μετά, ξεκινούσα μια συζήτηση με το φάντασμα της μητέρας μου, για να θεραπεύσω το ρήγμα που υπήρχε ανάμεσά μας και για να καταλάβω πως το νόημα της ζωής της και το νόημα της δικής μου ζωής συμπλέκονταν και ταυτόχρονα συγκρούονταν.
Μερικά βιωματικά εργαστήρια χρησιμοποιούν κάποιες τεχνικές για να ενθαρρύνουν το διάλογο γύρω απ’ το νόημα της ζωής. Ίσως η πιο συνηθισμένη είναι να ρωτάει κανείς αυτούς που συμμετέχουν τί θα ήθελαν να γραφτεί στο τάφο τους. 
Οι περισσότερες τέτοιες ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής οδηγούν σε μια συζήτηση στόχων όπως είναι ο αλτρουισμός, ο ηδονισμός, η αφοσίωση σ’ ένα σκοπό, η παραγωγικότητα, η δημιουργικότητα, η αυτοπραγμάτωση. Πολλοί νιώθουν πως τα σχέδια για να κατακτήσει κανείς ένα νόημα για τη ζωή του αποκτούν μια βαθύτερη και ισχυρότερη σημασία αν υπερβαίνουν το εγώ-αν κατευθύνονται δηλαδή προς κάτι ή κάποιον έξω απ’ τον εαυτό τους, όπως η αγάπη για έναν σκοπό, για έναν άνθρωπο, για μια θεϊκή οντότητα.

Οι περισσότεροι νεαροί εκατομμυριούχοι της υψηλής τεχνολογίας που έχω δει συνεχίζουν να κάνουν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: ξεκινούν νέες εταιρείες, προσπαθούν να επαναλάβουν την επιτυχία τους. Γιατί; Λένε στον εαυτό τους πως το κάνουν για να αποδείξουν οτι δεν είναι τυχαίοι, ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, χωρίς συγκεκριμένο συνεργάτη ή καθοδηγητή. Υψώνουν τον πήχυ. Για να νιώσουν οτι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους είναι ασφαλείς, δεν τους φτάνουν πια ένα-δύο εκατομμύρια στην τράπεζα. Για να νιώσουν ασφαλείς χρειάζονται πια πέντε, δέκα, ακόμη και πενήντα εκατομμύρια. Όταν έχουν πια πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούν να ξοδέψουν, αντιλαμβάνονται το άσκοπό και παράλογο κυνηγητό του κέρδους αλλά δεν σταματούν.
Καταλαβαίνουν οτι κλέβουν χρόνο απ’ τις οικογένειές τους, απ’ ό,τι αγαπούν περισσότερο στον κόσμο αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να παίζουν αυτό το παιχνίδι. «Το χρήμα με περιμένει», μου λένε. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να απλώσω το χέρι μου να το πάρω». Νιώθουν υποχρεωμένοι να κλείνουν συνεχώς συμφωνίες.
Ένα μεγαλομεσίτης μού έλεγε οτι ένιωθε πως αν σταματούσε θα εξαφανιζόταν. Πολλοί φοβούνται την ανία-ακόμη και η παραμικρή υποψία ανίας τούς ξαναστέλνει με τα τέσσερα πίσω στο παιχνίδι. 
Ο Σοπενάουερ έλεγε οτι ποτέ δεν εκπληρώνεται το επιθυμείν- μόλις ικανοποιηθεί μια επιθυμία, εμφανίζεται αμέσως κάποια άλλη. Παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάποια πολύ σύντομη ανάπαυλα, κάποια εφήμερη περίοδος κορεσμού, αυτή μεταμορφώνεται αμέσως σε ανία. «Η ζωή κάθε ανθρώπου», έλεγε, «παραπαίει ανάμεσα στην οδύνη και την ανία».


Αντίθετα με τον τρόπο που προσεγγίζω άλλες υπαρξιακές έσχατες έγνοιες (το θάνατο, την απομόνωση, την ελευθερία), θεωρώ πως το νόημα της ζωής προσεγγίζεται καλύτερα με πλάγιο τρόπο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βυθιστούμε μέσα σ’ ένα από τα πολύ δυνατά νοήματα, ιδίως σ’ ένα που στηρίζεται στην υπέρβαση του εγώ. Αυτό που μετράει είναι η συμμετοχή, και το καλό που κάνουμε εμείς οι θεραπευτές είναι οτι επισημαίνουμε και βοηθάμε ν’ απομακρυνθούν τα εμπόδια προς μια τέτοια συμμετοχή. Η ενεργητική αναζήτηση νοήματος στη ζωή, όπως δίδασκε ο Βούδας, δεν μπορεί να μας μάθει πολλά. Ο άνθρωπος πρέπει να μπει στο ποτάμι της ζωής και ν’ αφήσει το ερώτημα αυτό να το πάρει το ρεύμα.



Irvin D. Yalom Το δώρο της Ψυχοθεραπείας

Ανοιχτή επιστολή σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους
Μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας
Εκδόσεις ΑΓΡΑ

περισσότερες πληροφορίες για τον Yalom, εδώ

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Από το ημερολόγιο ενός ψυχαναλυτή




Χτυπάει κάθε τόσο το τηλέφωνο ενός ψυχοθεραπευτή και από την άλλη άκρη της ασύρματης σύνδεσης ακούγεται μια δραματική φωνή που ζητάει βοήθεια. Ζει λέει μια τραγωδία. Έχει Αϋπνίες, αρνείται να δοκιμάσει ξανά νέες σχέσεις, δεν ξέρει αν πρέπει να πάρει ηρεμιστικά. Έχει χάσει τον εαυτό του, τον εαυτό της. Κάποια φορά, ερεθισμένη από την μελοδραματικότητα μιας ικεσίας να δεχτώ τη συνεδρία, ρώτησα πρόωρα: Ποιον εαυτό σας χάσατε;

Από την άλλη άκρη της γραμμής το πρόσωπο που καλούσε σιώπησε, ίσως θεώρησε ειρωνική την ερώτησή μου. Δεν ήταν. Ήταν μονάχα, όπως είπα, πρόωρη. Γιατί στην πορεία των αναλύσεων το ζητούμενο είναι πάντα ένα, το να καταλήξεις στο ίδιο, τόσο απλό όσο και αδιανόητο, ερώτημα προς τον αναλυόμενο:
Για ποιον εαυτό σου μιλάμε τόσες ώρες; Γνωρίζεις;

Ξαναμπαίνω στον πειρασμό να γλιστρήσω μέσα στα παρακλάδια του θέματος. Αλλά φοβάμαι, πως το θέμα είναι συχνότατα τα ίδια τα παρακλάδια, ή κρύβεται θαυμάσια από κάτω τους. Ας προσπαθήσω όμως να διηγούμαι πιο συμβατικά, με αρχή, μέση και τέλος, έτσι δηλαδή όπως δεν είναι η ζωή. Έχουμε συνηθίσει να νομίζουμε, πως έτσι συνεννοούμαστε καλύτερα, με σχήματα γραμμικά και διευκολυντικά.


Ο άντρας από το τηλέφωνο παρακαλά να τον δεχθώ όσο γίνεται πιο σύντομα, και σήμερα αν είναι δυνατόν, θα μου το χρωστάει. Ο ψυχικός πόνος μοιάζει με τον πονόδοντο, ζητά επιτακτική ανακούφιση, στη μεγάλη ανάγκη νάρκωση, αδύνατο να περιμένει. Μοιάζει, αλλά δεν είναι πονόδοντος. Ο πονόδοντος είναι σταθερός, ενώ ο ψυχολογικός πόνος κυκλοθυμικός, πάει κι έρχεται, εναλλάσσεται με άλλες κι άλλες αποφάσεις, ρέπει στην αμφιθυμία.
Κανονίζουμε να βρεθούμε δυο μέρες μετά διότι οι θεμιτές υπερβολές του, όπως τις εισπράττω, με ωθούν να πιστεύω πως αντέχει να περιμένει άλλα δυο εικοσιτετράωρα μέχρι να βρω κι εγώ μια άνεση στο πρόγραμμά μου. Προσπαθώ να μην έχω ενοχές για επί πλέον αγωνίες που επιβάλω σε ένα «ασθενή» που επιμένει στη ζωή του ανώριμος, άρα εσαεί και ματαίως ψευδοτραυματίας.
Έρχεται λίγο πριν την ώρα του το απόγευμα που ορίσαμε, κάθεται στην άκρη του καναπέ, ζητά να πιάνει ελάχιστο χώρο, να μην ενοχλεί, να υπονοεί την πληγωμένη του αυτοπεποίθηση, την ασημαντότητά του που καθόλου όμως δεν πιστεύει. Πιο πολύ τα κάνει για να μου γίνει συμπαθής, αξιαγάπητος, να υποχωρώ, να τον πιστεύω όπως θα μου τα εξιστορήσει, και να συμφωνήσω με τα δικά του συμπεράσματα που θέλει να μου εκθέσει. Έχει ήδη κάνει διάγνωση, φιλοσοφική και κοινωνική ανάλυση, ενίοτε και θεολογική πάνω στο δράμα του. Έχει κρίνει την άλλη, τους τρίτους που εμπλέκονται. Έχει καταλήξει για το τι θέλει να του προσφέρω ως θεραπεία. Εμένα με χρειάζεται όχι για κάποια καλή συμβουλή, αλλά για να επιβεβαιώσω με το επίσημο δίπλωμά μου τα όσα εκείνος από μόνος του ξέρει. Αν του τα ανατρέψω θα σοκαριστεί, θα θυμώσει, θα με βγάλει άχρηστο, θα σηκωθεί να φύγει. Ή θα παραμείνει και θα ξεκινήσει να κάνει δουλειά μπαίνοντας στη ζόρικη αλλά συναρπαστική περιπέτεια μιας αλήθειας. Η επαφή με την πραγματικότητα, είναι κατά τον Φρόιντ πάντα η γιατρειά μας. Το ξαναλέω. Η αλήθεια και μόνο η αλήθεια θα σας ελευθερώσει, βεβαίωνε αιώνες προ Φρόιντ ο Χριστός.

Έτσι κατά κανόνα ξεκινούν οι ψυχοθεραπείες μας και αναλόγως πορεύονται.

Υπάρχουν εξαιρέσεις, θετικότερες ή αρνητικότερες εκδοχές, όμως συνήθως έτσι αρχίζουμε να βλέπουμε ένα βασανισμένο ή αυτοβασανιζόμενο πλάσμα.
Εκτός από το βαρύ πλήγμα του ερωτικού χωρισμού, υπάρχει κάτι που κατατρώει τον κάθε χωρισμένο: Το ποιος πρόλαβε και έφυγε πρώτος από τον δεσμό. Ποιος εγκατέλειψε τον δεσμό τους. Ποιος είπε πρώτος το τελικό αντίο. Είναι ασύλληπτο το πόσο τυραννά ετούτη η πρωτιά εκείνον που δεν την πρόλαβε. Δεν γίνεται, ούτε μπορώ να περιγράψω το μέγεθος της οδύνης και της ντροπής που προξενεί, ούτε χρειάζεται άλλωστε, το γνωρίζουμε όλοι μας από τον εαυτό μας, από ένα ζοφερό κεφάλαιο της βιογραφίας μας.

Υπάρχουν άνθρωποι που πανικόβλητοι μήπως το ταίρι τους τούς εγκαταλείψει πρώτο, διαλύουν μια σχέση όταν κάτι στραβώνει, προκειμένου να αποφύγουν τη συμφορά να βρεθούν αποδιωγμένοι. Στερούνται άνευ λόγου την πιθανή επιτυχία μιας αγάπης από τρόμο μην τους απορρίψει εκείνη. Είναι οι αδύναμοι χαρακτήρες για τους οποίους ο πληγωμένος εγωισμός είναι κατά πολύ πιο αβάσταχτος από την πληγωμένη καρδιά. Η εικόνα τους πολύ σημαντικότερη από την εσωτερική ζωή τους. Για την εικόνα επιλέγουν ό,τι επιλέγουν, για την εικόνα θυσιάζονται και θυσιάζουν, λόγω εικόνας πάσχουν και τρελαίνονται.

Αρκετές φορές έχω ρωτήσει έναν εγκαταλελειμένο μάρτυρα: «Τι σε πονάει περισσότερο η καρδιά σου ή ο εγωισμός σου;» Κατά κανόνα μια τέτοια ερώτηση τους αγγίζει βαθύτατα, γιατί είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση, το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, πέφτουν σε περίσκεψη, ο μεγάλος πόνος που βιώνουν επιτάσσει να ανακουφιστεί, δέχονται κάθε πιθανότητα κι ας τους χαλάει τη βιτρίνα. Τι όντα θα είμασταν αν δεν πονούσαμε πότε-πότε!…

Έχω επανειλημμένως προσέξει πόσο καλό κάνει να πω σε έναν, σε μια, που προδόθηκε: «Μα δεν σε άφησε, τον άφησες κατά βάθος εσύ, εσύ τον ώθησες να σε χωρίσει. Για σκέψου το!»
Αμέσως ξαστερώνει το πρόσωπό τους, βρίσκουν πλήθος λόγους πως φταίνε οι ίδιοι μάλλον, δεν απορρίφθηκαν ακριβώς. Γιατί επιθυμούν να φταίνε, είναι ο ίδιοι που στην πραγματικότητα επέλεξαν τη διάλυση. Όταν «φταις» θα πει πως είχες εξουσία πάνω σε όσα συνέβησαν, είναι πολύ πιο ταπεινωτικό να σε βλάπτουν αδίκως, αποδεικνύεσαι εκτός από προδομένος και ηλίθιος.

Τελοσπάντων, γνωρίζω περιπτώσεις που ενώ το ένα μέρος του γάμου, ή όποιου δεσμού, επί χρόνια ευχόταν, προσευχόταν και προσπαθούσε να διαλύσει τον αποτυχημένο ήδη γάμο του, μόλις αντιλήφθηκε πως το ταίρι του ετοιμάζεται να τον χωρίσει, αλλάζει εντελώς ρότα και συναισθήματα. Οι περισσότεροι, όλοι μας περίπου, κατά βάθος θέλουμε μεν να χωρίσουμε, αλλά ο άλλος να μην το θέλει. Εμείς να ελευθερωνόμαστε, αλλά αυτός να υποφέρει, να τον λυπόμαστε, να εξομολογούμαστε στους φίλους τις βαριές μας ενοχές που τον πληγώνουμε, αλλά τι να κάνουμε… Δεν γινόταν αλλιώς, δεν πήγαινε άλλο…

Αν δεν εξελιχθεί έτσι περίπου ο χωρισμός, αν μάλιστα προλάβει να ζητήσει διαζύγιο πρώτος εκείνος που θεωρούμε θύμα μας, δεν αποκλείεται και να τον ερωτευτούμε ξανά από την αρχή. Ερωτευόμαστε πιο τρελά όσους δεν είναι του χεριού μας.

Γνωρίζω, επίσης, ανθρώπους που κατάφεραν να τα ξαναφτιάξουν με μια παλιά αγάπη που κάποτε τους εγκατέλειψε, με στόχο να την εγκαταλείψουν τούτη τη φορά εκείνοι. Στις δυο, όμως, από τις τρεις περιπτώσεις που ξέρω, η παλιά αγάπη ξαναπρόδωσε το παλιό θύμα της. Είναι να το έχεις στο αίμα σου!

Η καρδιά και ο εγωισμός, ενώ είναι εσωτερικοί τόποι εντελώς αλλιώτικοι και με την πυξίδα αλλού κι αλλού, καταφέρνουν να μπερδεύονται γλυκά, πικρά, και ανόητα. Μάλλον οφείλεται στο ότι ο εγωισμός είναι τέρας υποκριτικών ικανοτήτων, τόσο ικανών που πρώτους εξαπατά εμάς τους ίδιους που τον φέρουμε.

Γι’ αυτά κι αυτά, η ζήλεια είναι ο πιο επιδέξιος προξενητής.



Μάρω Βαμβουνάκη

από το "Σιωπάς για να ακούγεσαι"
εκδ. Ψυχογιός                         




Κανέναν μα κανέναν δεν μπορείς να κερδίσεις, ούτε καν ένα αφελές μικρούλι παιδί, εφόσον του αφαιρείς την ελευθερία τού να μη συμφωνήσει μαζί σου. Αν απαγορεύεις την ελευθερία στον άλλο, και βασιλιά να τον στέψεις δε θα διαρκέσει η λαμπερή συμφωνία σας. Σύντομα θα αισθανθεί δυσφορία, ότι κάπως παγιδεύτηκε και βρέθηκε εκεί που δε θέλει. Τα χρυσά κλουβιά τα ανακάλυψαν τύποι σαν τη γυναίκα της πρώτης ιστορίας μας, όμως, κλειδωμένο, ένα πουλί μαραίνεται. Ο Ελύτης γράφει πως γίνεται να φυλακίσεις ένα αηδόνι αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαϊδισμό του. Υπάρχουν όμως προσωπικότητες τόσο ανασφαλείς, εξαρτημένες και εξωφρενικά εγωιστικές, ώστε κρατούν κλειδωμένο το αηδόνι τους, έστω και άλαλο, έστω και νεκρό. Ξέρουν πολύ καλά άλλωστε την τέχνη να ταριχεύουν.

Όλοι μας έχουμε συναπαντηθεί με τέτοιους χαρακτήρες. Δεν είναι λίγοι και γνωρίζουν να πλέκουν ιστούς σαν την αράχνη. Όσο πιο εξαρτημένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι τόσο τσιμπάμε στους χειρισμούς τους. Ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος δεν τους ανέχεται, γρήγορα κάνει πέρα, σύντομα κόβει μαζί τους τις διαπραγματεύσεις. Όμως πόσοι είμαστε εντελώς ανεξάρτητοι; Όλοι έχουμε τις αναγκεμένες πληγές μας, τις μειονεξίες μας, τα παθήματα και τα πάθη μας. Όλοι κουβαλάμε στο αίμα μας τους πειρασμούς της τρέλας. Παρά ταύτα πάντα υπάρχει τρόπος να γιατρεύεσαι όταν όντως το αποφασίζεις, διότι η υγεία είναι πιο επιθετική και δυναμική από την αρρώστια.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Θεραπευτής και θεραπευόμενος ως ΄συνταξιδιώτες΄

Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες θεραπείας είναι η ιστορία του Ιωσήφ και του Δίωνα, δύο ονομαστών θεραπευτών που ζούσαν στη βιβλική εποχή, από το βιβλίο Magister Ludi του Herman Hesse.  Ήταν κι οι δυo πολύ αποτελεσματικοί, δούλευαν όμως με διαφορετικό τρόπο. Ο νεότερος, ο Ιωσήφ, θεράπευε προσφέροντας μια ακρόαση σιωπηλή και εμπνευσμένη. Οι προσκυνητές του είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη. Η οδύνη και η αγωνία που πλημμύριζαν τ’ αυτιά του εξαφανιζόταν σαν το νερό στην άμμο της ερήμου και οι μετανοούντες έφευγαν έπειτα αδειασμένοι και ήρεμοι. Ο Δίων απ’ την άλλη μεριά, ο μεγαλύτερος σε ηλικία θεραπευτής, ερχόταν σε ενεργητική αντιπαράθεση μ’ εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά του. Μάντευε τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Ήταν σπουδαίος δικαστής, τιμωρός, επικριτής και αναμορφωτής, και τους θεράπευε μέσω μιας ενεργητικής παρέμβασης. Συμπεριφερόταν στους μετανοούντες σαν σε παιδιά, έδινε συμβουλές, τους τιμωρούσε ορίζοντάς τους μετάνοιες, διέταζε προσκυνήματα και γάμους και υποχρέωνε εχθρούς να συμφιλιωθούν.

Οι δυό θεραπευτές δεν είχαν γνωριστεί ποτέ και για πολλά χρόνια δούλευαν ως ανταγωνιστές, ώσπου ο Ιωσήφ αρρώστησε ψυχικά, έπεσε σε μεγάλη απόγνωση και τον κατέκλυσαν σκέψεις αυτοκαταστροφής. Ανίκανος να θεραπεύσει τον εαυτό του με τις δικές του θεραπευτικές μεθόδους, πήρε το δρόμο για το Νότο να ζητήσει βοήθεια απ’ τον Δίωνα.
Στη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Ιωσήφ ξεκουράστηκε ένα βράδυ σε μιαν όαση, όπου έπιασε κουβέντα μ’ έναν μεγαλύτερο ταξιδιώτη. Όταν του μίλησε για το σκοπό και τον προορισμό του, ο ταξιδιώτης προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να βρει τον Δίωνα. Αργότερα, στη μέση του μεγάλου ταξιδιού τους, ο γέρος ταξιδιώτης του αποκάλυψε ποιός ήταν. Mirabile dictu: ήταν ο ίδιος ο Δίων – ο άνθρωπος που αναζητούσε ο Ιωσήφ.
Ο Δίων προσκάλεσε χωρίς να διστάσει τον νεαρό και απελπισμένο ανταγωνιστή του στο σπίτι του, όπου έζησαν και δούλεψαν μαζί για πολλά χρόνια. Στην αρχή του ζήτησε να εργαστεί ως υπηρέτης του. Αργότερα τον προήγαγε σε μαθητή του και αργότερα τον έκανε και ισότιμο συνεργάτη του. Έπειτα από πολλά χρόνια ο Δίων αρρώστησε και στο κρεβάτι του θανάτου του φώναξε τον νεαρό συνεργάτη του για να του εξομολογηθεί. Αναφέρθηκε στην τρομερή αρρώστια που είχε πάθει παλιά ο Ιωσήφ και στο ταξίδι του προς τον γέρο Δίωνα, για να ζητήσει βοήθεια. Αναφέρθηκε σ’ αυτό που ο Ιωσήφ είχε θεωρήσει θαύμα, δηλαδή στην καλή τύχη, συνταξιδιώτης του και οδηγός του να είναι τελικά ο ίδιος ο Δίων.
Τώρα που πέθαινε, είχε έρθει η ώρα να λύσει ο Δίων τη σιωπή του. Ομολόγησε στον Ιωσήφ πως κι εκείνος το είχε τότε θεωρήσει θαύμα, γιατί βρισκόταν κι ο ίδιος σε απόγνωση. Κι ο Δίων ένιωθε άδειος και απονεκρωμένος ψυχικά και, μη μπορώντας να βοηθήσει τον ευατό του, είχε ξεκινήσει για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα που συναντήθηκαν στην όαση, βρισκόταν καθ’ οδόν για να συναντήσει έναν διάσημο θεραπευτή ονόματι Ιωσήφ.


Ο μύθος του Έσσε με συγκινεί πάντα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τον θεωρώ βαθιά διαφωτιστική δήλωση για την παροχή και την αποδοχή βοήθειας, για την ειλικρίνεια και την υποκρισία και για τη σχέση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Οι δυo άνθρωποι έλαβαν σημαντική βοήθεια αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο νεότερος θεραπευτής βρήκε κάποιον που τον έθρεψε, τον γαλούχησε, τον δίδαξε, υπήρξε μέντορας και γονιός του. Ο μεγαλύτερος απ’ την άλλη μεριά, βοηθήθηκε υπηρετώντας κάποιον άλλο, έχοντας έναν μαθητή, ο οποίος του πρόσφερε την αγάπη ενός γιού, σεβασμό και βάλσαμο για την απομόνωσή του.

Καθώς ξανασκέφτομαι όμως την ιστορία, αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτοί οι δυό πληγωμένοι θεραπευτές δεν θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο. Ίσως να έχασαν την ευκαιρία για κάτι βαθύτερο, πιο αυθεντικό, πιο ισχυρά μεταλλακτικό. Ίσως η αληθινή θεραπεία να συνέβη στη σκηνή του θανάτου, όταν μπόρεσαν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους με την αποκάλυψη πως ήταν συνταξιδιώτες, πως ήταν απλοί άνθρωποι, υπερβολικά άνθρωποι. *

Τα είκοσι χρόνια μυστικότητας, όσο κι αν τους βοήθησαν, ίσως να εμπόδισαν και να απέτρεψαν ένα βαθύτερο είδος βοήθειας. Τι θα γινόταν, αν η επιθανάτια εξομολόγηση του Δίωνα είχε συμβεί είκοσι χρόνια νωρίτερα, αν ο θεραπευτής κι εκείνος που τον αναζητούσε είχαν ενωθεί για να αντιμετωπίσουν τα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση;

Όλ’ αυτά απηχούν τα γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή του Ρίλκε, όπου συμβουλεύει: “Έχε υπομονή με ό,τι δεν έχει επιλυθεί και προσπάθησε ν’ αγαπήσεις τα ίδια τα ερωτήματα”. 
Θα πρόσθετα: “Προσπάθησε ν’ αγαπήσεις κι εκείνους που ρωτούν”.



[*αναφορά στο ομώνυμο έργο του Νίτσε ]

[ ..........  ]


Ο Andre Malraux, ο  Γάλλος μυθιστοριογράφος, περιέγραψε κάποτε έναν ιερέα από την επαρχία, που συνόψισε τα όσα είχε διδαχτεί για την ανθρώπινη φύση ακούγοντας επί δεκαετίες τις εξομολογήσεις του κόσμου, ως εξής: 
¨Πρώτα απ’ όλα, οι άνθρωποι είναι πολύ πιο δυστυχισμένοι απ’ ότι φαντάζεται κανείς” και 
“δεν υπάρχει αυτό που λέμε πραγματικά ενήλικος άνθρωπος“. 
Όλοι μας – κι όταν λέω όλοι, εννοώ τόσο οι θεραπευτές όσο και οι θεραπευόμενοι – είναι μοιραίο να βιώσουμε όχι μόνο τη χαρά της ζωής, αλλά και το αναπόφευκτο σκοτάδι της: την απομυθοποίηση, τα γηρατειά, την αρρώστια, τη μοναξιά, την απώλεια, την έλλειψη νοήματος, τις οδυνηρές αποφάσεις και το θάνατο.

Κανείς δεν έχει διατυπώσει τα πράγματα πιο καθαρά και πιο ωμά από τον Γερμανό φιλόσοφο Αrthur Schopenhauer: 


Στη νεαρή μας ηλικία, καθώς φανταζόμαστε τη ζωή μας που έρχεται, είμαστε σαν παιδιά σ’ ένα θέατρο, πριν σηκωθεί η αυλαία, που κάθονται ενθουσιασμένα, και περιμένουν ανυπόμονα ν’ αρχίσει το έργο. Είναι ευτύχημα που δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί στην πραγματικότητα. Αν μπορούσαμε να το προβλέψουμε, τότε κάποιες φορές τα παιδιά αυτά θα έμοιαζαν με φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι στο θάνατο αλλά στη ζωή. Και προς το παρόν χωρίς επίγνωση του τι σημαίνει αυτή η καταδίκη τους.


Και αλλού:


Είμαστε σαν τα πρόβατα, που παίζουν μες στο λιβάδι μπροστά στα μάτια του σφαγέα, ενώ αυτός διαλέγει ποιο θα σφάξει πρώτο και ποιο δεύτερο. Έτσι κι εμείς στις καλές μας μέρες δεν έχουμε συναίσθηση του κακού που μπορεί να μας επιφυλάσσει το Πεπρωμένο – αρρώστια, φτώχεια, παραμόρφωση, τύφλωση, απώλεια της λογικής.


Παρόλο που η θέση του Σοπενάουερ χρωματίζεται έντονα από την προσωπική του δυστυχία, είναι δύσκολο ν’ αρνηθούμε ότι η απόγνωση είναι εγγενής στη ζωή κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. 

Πολλές φορές η γυναίκα μου κι εγώ διασκεδάζαμε σχεδιάζοντας φανταστικά δείπνα για ομάδες γνωστών μας που τους συνδέουν παρόμοιες τάσεις – για παράδειγμα τραπέζια για ανθρώπους καταβροχθιστικούς, για τρομερούς νάρκισσους, για βιρτουόζους της παθητικής επιθετικότητας ή αντίθετα, προγραμματίζοντας ένα “τραπέζι της χαράς” στο οποίο θα καλέσουμε μόνο τους αληθινά χαρούμενους ανθρώπους που έχουμε στην προσπάθειά μας να συμπληρώσουμε διάφορα ιδιόμορφα τραπέζια. Το μόνο τραπέζι που ποτέ δεν καταφέραμε να γεμίσουμε ολόκληρο ήταν το τραπέζι της χαράς. Κάθε φορά που βρίσκουμε μερικούς χαρούμενους από χαρακτήρα ανθρώπους και τους βάζουμε σε λίστα αναμονής, συνεχίζοντας την αναζήτηση μας ώσπου να συμπληρωθεί το τραπέζι, ανακαλύπτουμε ότι κάποια στιγμή ο ένας ή ο άλλος απ’ τους χαρούμενους καλεσμένους μας δέχεται ένα χτύπημα από κάποια μεγάλη αντιξοότητα της ζωής – συχνά μια σοβαρή ασθένεια είτε προσωπική του είτε του παιδιού ή του συντρόφου του.

Αυτή η τραγική αλλά ρεαλιστική άποψη της ζωής επηρεάζει από παλιά τη σχέση μου με όσους ζητούν τη βοήθειά μου. Παρόλο που υπάρχουν πολλοί όροι για την περιγραφή της θεραπευτικής σχέσης (“θεραπευόμενος/θεραπευτής”, “πελάτης/ειδικός”, “αναλυόμενος/αναλυτής”, “πελάτης/διευκολυντής*” ή το πιο πρόσφατο – και απείρως απωθητικό – “χρήστης/προμηθευτής**“), κανένας απ’ αυτούς δεν αποδίδει ακριβώς την αίσθησή μου για τη θεραπευτική σχέση. 

Αντίθετα, προτιμώ να σκέφτομαι τους ασθενείς μου κι εμένα ως συνταξιδιώτες, έναν όρο που καταργεί τις διακρίσεις ανάμεσα σ’ “εκείνους” (τους πάσχοντες) και σ’ “εμάς” (τους θεραπευτές). 
Στη διάρκεια της εκπαίδευσης μου άκουγα συχνά να μιλούν για τον “πλήρως αναλυμένο θεραπευτή”, προχωρώντας όμως στη ζωή μου και δημιουργώντας στενές σχέσεις με πολλούς συναδέλφους μου θεραπευτές, γνωρίζοντας σιγά σιγά τις αυθεντίες του κλάδου, και όταν πια με καλούσαν με τη σειρά μου να προσφέρω βοήθεια στους πρώην θεραπευτές μου και δασκάλους μου, όταν έγινα κι εγώ δάσκαλος και σεβάσμιο πρόσωπο, έφτασα να συνειδητοποιήσω πόσο μυθική είναι αυτή η έννοια. 
Είμαστε όλοι στην ίδια μοίρα και κανένας θεραπευτής – και κανένας άνθρωπος – δεν είναι άτρωτος από τις εγγενείς τραγωδίες της ύπαρξης

[ * “διευκολυντής” είναι η μετάφραση του “facilitator”, ορολογία της προσωποκεντρικής προσέγγισης του Carl Rogers
**“προμηθευτής υπηρεσιών ψυχικής υγείας” είναι η ορολογία που χρησιμοποιούν οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι διαχειριστές των οικονομικών της υγείας στη Β. Αμερική κυρίως. ]


Ίρβιν Γιάλομ 
απόσπασμα από το "Το δώρο της ψυχοθεραπείας" 
(εκδ Άγρα) 

Πρόσθετες πληροφορίες για τον Γιάλομ εδώ

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014


Ματθαίος Γιωσαφάτ:«Η αγάπη ξεκινάει από την ευγνωμοσύνη»



Ο άνθρωπος που έβαλε την ψυχοθεραπεία στο μέσο ελληνικό σπίτι, σε μια συνέντευξη στην Αμάντα Μιχαλοπούλου.
 
Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. Είναι υπεραπασχολημένος από τότε που έγινε «μισοδιάσημος», όπως λέει αυτοσαρκαστικά.
Μετά τη συνέντευξή του στο «Spiegel», δύο κανάλια της γερμανικής τηλεόρασης ζήτησαν να τον επισκεφτούν κι εκείνος αρνήθηκε. Δέχεται να μου μιλήσει επειδή διάβασε ένα μυθιστόρημά μου: η λογοτεχνία είναι η μεγάλη του αγάπη. 
 
Καθόμαστε σε αναπαυτικές πολυθρόνες, ο ένας απέναντι στον άλλον, στην κλασική απόσταση της ψυχοθεραπείας, με τη διαφορά ότι εγώ ρωτώ και εκείνος απαντά.
 
Στο βιβλίο του με τίτλο «Να παντρευτείς ή να μην παντρευτείς»  υποστηρίζει ότι υπάρχουν 12 είδη έρωτα, απολύτως αντίστοιχα της σχέσης που αναπτύξαμε με τη μητέρα μας στον πρώτο χρόνο της ζωής μας: «Ένας στερημένος άντρας περιμένει να πάρει από τη γυναίκα ό,τι δεν πήρε από τη μητέρα του, άλλος δημιουργεί εξαρτητική σχέση. Επιλέγεις κάποιον για να κυριαρχείς ή να σε κυριαρχούν. Κι αυτό δεν είναι αγάπη, είναι ανάγκη».
 
Θέλετε να πείτε ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη;
Στους ώριμους ανθρώπους υπάρχει. Έχουν δεχτεί τα δικά τους ελαττώματα και του συντρόφου τους, έχουν ζήσει την υπαρξιακή μοναξιά. Τον πρώτο χρόνο της ζωής τους έχουν πάρει αρκετή αγάπη από τη μητέρα τους κι έχουν δεχτεί ότι δεν μπορούν να τα έχουν όλα. Η αγάπη ξεκινάει από την ευγνωμοσύνη.
 
Δηλαδή;
Η ευγνωμοσύνη δημιουργεί συνθήκες ενδιαφέροντος για τον άλλον. Ο έρωτας διαρκεί πόσο; Έναν χρόνο;
Μετά ή μεταμορφώνεται σε αγάπη με στοιχεία ευγνωμοσύνης ή διαλύεται.
Οι εξαρτημένοι, οι στερημένοι από μητρική αγάπη, ονειρεύονται καρβέλια, μια ιδανική γυναίκα.
Ακριβώς όπως τα παιδιά πιστεύουν ότι η μάνα τους είναι όλος ο κόσμος.
 
Μιλάτε για το σύνδρομο Παναγίας- πόρνης, προφανώς – εξόχως ελληνικό σύνδρομο…
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Είχα κάποτε έναν σαραντάρη σε μια ομάδα. Είχε πάει μ’ ένα τσουβάλι γυναίκες και δεν έβρισκε μια να του ταιριάζει.
Γιατρέ, μου έλεγε, τι ζητάω; Μια γυναίκα τρυφερή, αλλά όχι αδύναμη. Να μου είναι πιστή, αλλά να είναι ελκυστική, να την κυνηγούν οι άλλοι άντρες. Τι ζητούσε; Την ιδανική μητέρα.
 
Θυμάμαι ένα σονέτο που έγραψα για τη μάνα μου στην εφηβεία, πώς τη σφίγγω στην αγκαλιά μου και μέσα στα μάτια της αναζητώ τη δική μου μορφή. Δεν βλέπετε πώς κοιτάζονται οι έφηβοι στα πάρκα; Σαν να είναι ο ένας η μητέρα του άλλου.
 
Να σας πω την αλήθεια, δεν βλέπω πια εφήβους να φιλιούνται στα πάρκα.
Δεν τους βλέπετε, επειδή σήμερα τα παιδιά κλειδώνονται στα δωμάτιά τους και βγάζουν τα μάτια τους. Παλιά εμείς δεν μπορούσαμε να φέρουμε την κοπέλα στο σπίτι, ξημεροβραδιαζόμασταν στα πάρκα.
Είχαμε αυνανιστικές φαντασιώσεις με τους σουηδούς πατεράδες που σου άνοιγαν το σπίτι τους.
Κλειδωνόσουν με την κόρη τους σ’ ένα δωμάτιο και μετά σου έλεγαν κι ευχαριστώ.
Σήμερα τα παιδιά είναι στερημένα, επειδή οι μητέρες τους δουλεύουν και παρατάνε τα μωρά στις νταντάδες.
Το παιδί έχει ανάγκη το χνότο της μάνας του, τη χροιά της φωνής της, τη "ρουτίνα" αυτή, ιδίως τον πρώτο χρόνο.
Με τη ρουτίνα εμπιστευόμαστε τον κόσμο, υποχωρεί η απειλή του αφανισμού.
Η καλή μάνα τραγουδάει συνεχώς το ίδιο τραγούδι. Εχετε παρατηρήσει ότι αν αλλάξεις τα λόγια ενός παραμυθιού, το παιδί σε διορθώνει; Χρειάζεται την ασφάλεια της αρχικής αφήγησης.
 
 
 
 
Ενοχοποιείτε την ελληνίδα μητέρα με αυτό που λέτε.
Κοιτάξτε, και η γυναίκα μου δούλευε όταν η κόρη μας ήταν μικρή, κι εγώ άλλαζα πάνες.
Όμως η Αθήνα κάηκε από τα βαριεστημένα παιδιά των βορείων προαστίων. Μεγάλωσαν με υπαρξιακό κενό και οικιακές βοηθούς.
Δεν αγάπησαν, επειδή δεν αγαπήθηκαν. Η επιθετικότητα είτε ενδοστρέφεται με αυτοκτονικές τάσεις, είτε καταλήγει σε βία.
Όσοι δεν αγαπήθηκαν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, προσπαθούν να χάσουν τα όρια, όπως στην αγκαλιά μιας μάνας.
Αλλοι το βρίσκουν αυτό στη θρησκευτική μεταρσίωση, άλλοι στα ναρκωτικά, άλλοι λένε “θρησκεία μου είναι ο Ολυμπιακός”.
 
Και ο πατέρας πού βρίσκεται σε όλη αυτή την ιστορία; Τι κάνει τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού του;
Ο πατέρας στηρίζει τη μάνα. Γίνεται η μητέρα της μητέρας του παιδιού του, παρέχοντας στοργή και τρυφερότητα άνευ όρων.
Στην πραγματικότητα, όμως, τι κάνει ο άντρας; Ζηλεύει που η μητέρα αφιερώνεται στο παιδί της, και συνήθως την απατά.
 
Απατούν περισσότερο οι άντρες από τις γυναίκες στον γάμο;
Το 92% των αντρών απατά. Και στις γυναίκες τα ποσοστά έχουν αυξηθεί, μιλάμε σήμερα για 70%.
Το αρσενικό ζώο είναι πολυγαμικό, η πολυγαμία είναι μέσα στη φύση του άντρα.
 
Εδώ θα διαφωνήσουμε.
Μα δεν το λέω εγώ, η επιστήμη το λέει και η στατιστική. Όταν πούμε ότι οι περισσότερες γυναίκες στην Ελλάδα είναι μελαχρινές, αυτό δεν είναι καλό ή κακό, είναι στατιστική.
Γιατί είναι πολυγαμικοί οι άντρες; Επειδή η μόνη άμυνα απέναντι στον θάνατο είναι τα γονίδια.
Η γυναίκα ξέρει ότι τα γονίδιά της έχουν πάει στο έμβρυο που κυοφορεί. Ο άντρας δεν ξέρει αν είναι δικό του το παιδί.
Στον κόσμο των ζώων τα αρσενικά κατασπαράζουν το ένα το άλλο για να κερδίσουν το θηλυκό. Ή πνίγουν το μωρό τους, επειδή έτσι το θηλυκό αποκτά ξανά οίστρο.
 
Είναι διαφορετικά τα θέματα που απασχολούν τις γυναίκες και τους άντρες που σας επισκέπτονται;
Οι άντρες έχουν συνήθως παράπονα από το σεξ, επειδή η γυναίκα χάνει το ερωτικό της ενδιαφέρον.
Οι γυναίκες λένε “δεν είναι τρυφερός, δεν μου φέρνει πια λουλούδια”.
Όμως, γιατί οι άντρες έχουν μυς; Για να υπερασπίζονται τη γυναίκα και το παιδί τους. Παλιά σκότωναν το ελάφι και το έσερναν στη σπηλιά. Σήμερα φέρνουν λεφτά, είναι στη φύση τους να κουβαλάνε.
 
Έχουν αλλάξει αυτά τα δεδομένα. Επιπλέον χτυπήθηκαν και οι άντρες από την ανεργία.
Ναι, αλλά αυτά είναι τα κυτταρικά χαρακτηριστικά που κληρονομήσαμε.
Πράγματι, έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Σήμερα, οκτώ στις δέκα φορές η γυναίκα ζητάει διαζύγιο, επειδή δουλεύει πια και δεν φοβάται. Οι γονείς μου είχαν έξι παιδιά, η μάνα μου ήταν αγράμματη – ακόμη κι αν ήθελε, πώς να ζητούσε διαζύγιο;
 
Έχει αλλάξει η ερωτική συμπεριφορά των Ελλήνων λόγω της οικονομικής κρίσης;
Τι σας λένε τα ζευγάρια που σας επισκέπτονται;
Η κρίση έχει εντείνει την ανασφάλεια. Οι πιο ανώριμοι προβάλλουν το πρόβλημά τους ο ένας στον άλλον.
Αλλά είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Εδώ σου λένε πάντα “ο άλλος φταίει”. Στην Αγγλία, που είχα δουλέψει, ο καθένας στο ζευγάρι αναλάμβανε τις ευθύνες του.
 
Μια αμερικανίδα συγγραφέας που είχε εκπονήσει διδακτορική διατριβή για την Ελλάδα, μού έλεγε ότι τα ελληνικά σίριαλ είναι γεμάτα επιθετικότητα, διεκδίκηση και πάθη.
Το πάθος δείχνει, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουμε, έλλειψη αισθήματος.
Τώρα, βέβαια, θα ήταν πολιτικά ορθό να σας πω ότι η κρίση φταίει για όλα. Η αλήθεια είναι πως όσοι είχαν προβλήματα από πριν, θα δουν τώρα μια αύξηση των συμπτωμάτων. Αν είσαι σχετικά υγιής, δεν παθαίνεις κατάθλιψη λόγω της κρίσης.
 
Για να το ξεκαθαρίσουμε, επειδή όλοι μεταχειρίζονται αυτόν τον όρο επιπόλαια. Τι είναι κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη μπορεί να είναι οργανική, να προέρχεται δηλαδή από τα γονίδια ή τις ορμόνες. Αλλά μπορεί να προέρχεται από τη στέρηση της μητέρας που σας έλεγα πριν, από ένα βαθύ αίσθημα απώλειας.
Καθώς τώρα έχουμε απώλεια της ελπίδας, της χαράς της ζωής και πραγματικές δυσκολίες, αναβιώνουν τα παλιά αισθήματα.
Δεν φταίει λοιπόν η κρίση, αλλά αυτό που κουβαλάμε μέσα μας.
Στην Κατοχή, που εγώ την έζησα, πέθαιναν τα αδύναμα παιδιά.
 
Στις νέες γενιές παρατηρείτε διαφορετικές συμπεριφορές;
Τα αγόρια σήμερα φοβούνται τα κορίτσια. Ενα κορίτσι 12 ή 14 ετών έχει συχνά ελευθεριάζουσα ερωτική συμπεριφορά.
Αρκεί να σας πω ότι το 15% των κοριτσιών αρχίζει την ερωτική του ζωή στα 12 και το 20% με 25% στα 14.
Τα κορίτσια θέλουν να τους πει το αγόρι “τι ωραία που είσαι” και επειδή δεν το λέει, γίνονται προκλητικά για να δημιουργήσουν σχέση.
 
Έρχονται αγόρια 20 ετών που κάνουν έρωτα μια φορά τον μήνα. Μπορεί να φταίει και το...Τσερνόμπιλ, οι τροφές που τρώμε, το κλίμα, τι να σας πω; Το σπέρμα των αγοριών, πάντως, έχει μικρότερη κινητικότητα, εξού και οι δυσκολίες σύλληψης.
 
Και η ψυχοπαθολογία της ελληνικής οικογένειας;
Βλέπουμε παιδιά που δυσκολεύονται να αποκοπούν από τη γονεϊκή οικογένεια και να την αντικαταστήσουν με τη νέα οικογένεια που φτιάχνουν.
Αυτό συνέβαινε παλαιότερα. Τώρα παρατηρούμε παλινδρόμηση σε τέτοιες συμπεριφορές λόγω της κρίσης.
Το ελληνικό σπίτι παρείχε ασφάλεια σε δύσκολες στιγμές, αλλά και οι γονείς χρησιμοποιούσαν τα παιδιά τους. Για να τα προφυλάξουν από τη ζωή τα μεγάλωναν εξαρτητικά και τα έκαναν ανώριμα.
Δεν υπήρχε ΙΚΑ – κοινωνικό κράτος για τους γονείς, ήταν τα παιδιά. "Να φροντίζεις τη μάνα σου", λένε στην Ελλάδα.
 
Βασανίζονται οι νέοι έτσι, επειδή ο δικός τους ρόλος είναι να προσφέρουν στα δικά τους παιδιά.
Εγώ κράτησα χρήματα στην άκρη, έχω πει στην κόρη μου να με βάλει σ’ ένα καλό γηροκομείο – και το εννοώ. Δείτε τι γίνεται στη φύση: οι γάτες από δύο μηνών είναι ανεξάρτητες.
 
Αλλά και στο εξωτερικό δεν συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Στην Αγγλία υπάρχουν καταπληκτικά γηροκομεία.
Πηγαίνουν οι ηλικιωμένοι θέατρο όλοι μαζί, ερωτεύονται σφόδρα.
Οι άνθρωποι που με ερωτεύτηκαν με το περισσότερο πάθος στη ζωή μου είναι η κόρη μου όταν ήταν τριών ετών και κάτι γριές στο γηροκομείο…
 
Επειδή γνωρίζετε τους Γερμανούς εξίσου καλά με τους Ελληνες, θα μπορούσατε να ερμηνεύσετε την ελληνογερμανική κρίση με ψυχολογικούς όρους;
Οι Γερμανοί είναι πρωκτικός λαός κι αυτό σημαίνει ανάγκη για εξουσία. Αντλούν μια καθαρά προτεσταντική ικανοποίηση δουλεύοντας, ενώ εμείς ζώντας. Σήμερα κυριαρχούν οικονομικά, αλλά αν το δούμε αντικειμενικά, κάθε χώρα κοιτάζει το συμφέρον της, επεκτείνεται.
Οι ισχυρές χώρες υποτάσσουν τις αδύναμες.
 
Η Ελλάδα, από την άλλη μεριά, δεν αντιμετώπισε ποτέ τον εαυτό της.
Τι κάναμε ως χώρα; Γιατί ανεχθήκαμε τόσο κλέψιμο;
Έχουμε πολύ επιθετική κουλτούρα. Στην κοινωνική μας ζωή είμαστε ατομικιστές και αγενέστατοι.
Δείτε πώς οδηγούμε, πώς εξυπηρετούμε τους ανθρώπους στα νοσοκομεία.
Είμαστε και καταθλιπτικός λαός. Απλώς καταπιέζουμε την κατάθλιψή μας και την εκφράζουμε υπομανιακά, ως άμυνα, με κέφι, χορό και φωνές.
Αλλά εμένα μ’ αρέσει η Ελλάδα, το κλίμα, το φως. Το καθαρό περίγραμμα των πραγμάτων. Η ελληνική γλώσσα.
 
Σε αυτή την ατμόσφαιρα που περιγράφετε, πώς θα μπορούσαμε να ξαναβρούμε το νόημα και τη χαρά της ζωής;
Αν ξέραμε το νόημα της ζωής, δεν θα χρειαζόμασταν τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Όταν ρώτησαν τον Φρόιντ για το νόημα της ζωής, εκείνος απάντησε: “Lieben und arbeiten”. Δηλαδή να αγαπάς και να εργάζεσαι. Δεν υπάρχει ευτυχία, μόνο στιγμές ευτυχίας.
Διαβάζεις ένα ωραίο μυθιστόρημα και ξανανιώθεις σαν να βρίσκεσαι στην αγκαλιά της μάνας σου. Αυτό κάνει η τέχνη.
 
Όταν ήμουν 22 ετών, θυμάμαι, γύριζα με οτοστόπ την Ιταλία.
Στο Ουφίτσι στάθηκα μπροστά στην Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Δίπλα μου στάθηκαν δύο Αμερικανίδες με σορτς, πανέμορφες.
Βρε ηλίθιε, λέω στον εαυτό μου, ολόκληρος Μποτιτσέλι κι εσύ κοιτάς τις κοπέλες; Όμως το μάτι μου εκεί.
Βλέπετε, ενώ βρίσκουμε καταφύγιο στην καλή ζωγραφική, στη λογοτεχνία, κατά βάθος όλοι έχουμε ανάγκη από μια αγκαλιά.
 
 
 
 
Πηγή : BHmagazino