Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει



Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας (ο υπαρξισμός)    προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους.

Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους.
Να σκέφτονται: «οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα. Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου. Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου. Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου. Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»




Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται.
Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα.
Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ. Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;
Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.




J. P. Sartre,  από το «Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός»,
[ εκδ. Αρσενίδης ]

"Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος γιατί δεν διάλεξε ο ίδιος την ύπαρξή του, αλλά εφ όσον βρίσκεται στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις του".

"Η ελευθερία θα πρέπει να θεωρηθεί σκοπός του ατόμου. Μόνο όμως αν συνοδεύεται από την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων".

Αυτή είναι η ουσία του Υπαρξισμού, και το κεντρικό σημείο ενός μεγάλου μέρους του έργου του μεγάλου φιλοσόφου και διανοητή.



-------


Στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’, αναφέρει την φράση του Ντοστογέφσκυ, ότι αν δεν υπήρχε Θεός θα επιτρέπονταν τα πάντα.
Εδώ, βρίσκεται κατά τον Σαρτρ το σημείο αφετηρίας του υπαρξισμού.
Πραγματικά τα πάντα επιτρέπονται αφού δεν υπάρχει θεός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εγκαταλελειμμένος, γιατί δεν βρίσκει ούτε μέσα ούτε έξω από τον εαυτό του μια δυνατότητα να αρπαχτεί από κάτι. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τίποτα το προκαθορισμένο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία.
Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

[ Εδώ η συνέχεια του άρθρου ]

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό



Αν αποφασίσω να γίνει φίλος μου ο Χοσέ, το κέντρο της ζωής μου, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Χοσέ, πάντα κάπου γύρω του θα τριγυρίζω.
Αν τα λεφτά που βγάζω είναι το κέντρο της ύπαρξής μου, η ύπαρξή μου θα περιστρέφεται γύρω από τα λεφτά. Το ίδιο συμβαίνει με την εξουσία, το σεξ ή τη δόξα.

Ο μόνος τρόπος για να μην περιστρέφεται η ζωή μου γύρω από κάτι ή κάποιον, είναι να γίνω ο ίδιος το κέντρο της ζωής μου. Το κέντρο του δικού μου κόσμου.
Κι όταν εγώ το ξέρω, και το ξέρει κι ο Χοσέ, τότε μπορούμε αυτός κι εγώ να είμαστε δυο κόσμοι που συναντιούνται: ο δικός μου με επίκεντρο εμένα, κι ο κόσμος του Χοσέ με επίκεντρο εκείνον.





Επίτρεψέ μου να σου πω τη δική μου εκδοχή αυτής της ιστορίας, που θεωρώ ότι έχει άμεση σχέση με το θέμα των καλών και των κακών ερώτων. Είναι από τις ωραιότερες και πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχω ακούσει ποτέ. Την έκανε γνωστή ένας αμερικάνος συγγραφέας ονόματι Ο’ Χένρι, που τη βρήκε μέσα σ’ ένα παλιό ελβετικό παραμύθι των Χριστουγέννων.

Η ιστορία μιλάει για ένα ωραίο νεαρό ζευγάρι σ’ ένα χωριουδάκι ξυλοκόπων κοντά σ’ ένα βουνό, που αρραβωνιάστηκαν όταν εκείνη ήταν δεκατριών κι εκείνος δεκαοχτώ. Εκείνος, καθώς είχε μάθει να κόβει ξύλα από μικρό παιδί, ήταν ψηλός, σβέλτος και μυώδης, κι εκείνη ήταν ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια.

Η ιστορία λέει λοιπόν, ότι οι δύο νέοι έφτασαν στον αρραβώνα με τις ευλογίες όλου του χωριού. Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνη έγινε δεκαοχτώ κι εκείνος είκοσι τριών, το χωριό ολόκληρο συμφώνησε να βοηθήσει τους δύο νέους να παντρευτούν.

Τους έκαναν δώρο μια ξύλινη καλύβα κι ένα μικρό κομμάτι γης με δέντρα για να μπορεί εκείνος να δουλέψει ως ξυλοκόπος. Παντρεύονται λοιπόν τα παιδιά και μετά το γάμο πάνε να ζήσουν εκεί, προς μεγάλη χαρά όλων, των ίδιων, των οικογενειών τους και του χωριού, που είχε βοηθήσει τόσο αυτή τη σχέση.

Ζουν εκεί όλες τις μέρες του χειμώνα, του καλοκαιριού, της άνοιξης και του Φθινοπώρου και χαίρονται πολύ που είναι μαζί. Πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα.
Αν του χαρίσει ένα καινούργιο τσεκούρι, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, γιατί του έχει ήδη πλέξει διάφορα ρούχα, με άλλες ευκαιρίες, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές…

Αποφασίζει να πάει στο χωριό για να δει μήπως βρει εκεί κάτι κι αρχίζει να τριγυρνάει στους δρόμους. Βέβαια, όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, το μοναδικό του χωριού, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, και κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το σκούπιζε, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, το ξανασκούπιζε, το χάιδευε για λίγο και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…»
Μπαίνει στο μαγαζί να ρωτήσει πόσο κάνει και μένει άναυδη ακούγοντας την απάντηση. Κάνει πολύ παραπάνω απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρείς επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει, αυτή όμως δεν μπορεί να περιμένει τόσο πολύ.


Φεύγει από το χωριό αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Καθώς δεν είχε μάθει να κάνει κάποια εργασία, στύβει το μυαλό της για να βρει μια λύση, ώσπου, περνώντας έξω από το κομμωτήριο του χωριού, βλέπει μια επιγραφή που λέει: «Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
«Αν έρθω σε τρείς μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;»
«Βέβαια» είναι η απάντηση.
«Τότε σε τρείς μέρες θα είμαι εδώ».
Επιστρέφει στο κοσμηματοπωλείο, λέει να της κρατήσουν την αλυσίδα και γυρίζει σπίτι της χωρίς να πει τίποτα.

Την ημέρα της επετείου, το ζευγάρι αγκαλιάζεται λίγο πιο σφιχτά απ’ ότι συνήθως, εκείνος φεύγει για τη δουλειά κι εκείνη κατεβαίνει στο χωριό.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, παίρνει τα λεφτά και πάει στο κοσμηματοπωλείο. Αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει εκείνος από τη δουλειά.
Αντίθετα από άλλες φορές που άναβε όλα τα φώτα για να τον περιμένει, απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει..

Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται σφιχτά και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στο χωριό. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της.
Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…



Αν πιστεύεις ότι η θυσία είναι το μέτρο της αγάπης, σε παρακαλώ να μην ξεχάσεις αυτήν την ιστορία. Η αγάπη δε μετριέται μόνο με το πόσο πολύ γινόμαστε θυσία για τον άλλον αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, με το πόσο μεγάλη χαρά μας δίνει η ύπαρξή του.

Αν σ’ αγαπάω, τότε πασχίζω να καλλιεργήσω τις συνθήκες, για να συνυπάρξουμε μέσα στην πιο μεγάλη χαρά: τη συνάντηση… 





Χόρχε Μπουκάι 
" Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό" 
εκδ Opera

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Intervallum [ 5 ]

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.




ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα - ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή, ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.

Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.

Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι.
Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα στὸν θάνατο.

Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία - ἄραγε, εἶναι μόνο ψευδαίσθηση;

Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων, ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;

Edvard Munch

Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο. Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;

Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου. Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης, ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.

Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος. Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.

Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου τῆς σχέσης.

Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε κάλλος. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται. Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.

«Ὑποκείμενο» τῆς φύσης καὶ ὑπαρκτική της πραγμάτωση, ἡ ἀτομική μας ὀντότητα. Ἐφήμερη καὶ φορέας τῆς φορᾶς γιὰ διαιώνιση. Ὁ ἔρωτας ὑποτάσσεται στὴν ἀδυσώπητη φορά, ἀποδείχνεται δίψα άποσπασματικὴ ἀτομικῆς ἡδονῆς, ψυχολογικὸ συμπλήρωμα γιὰ τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια. Μένοντας πάντοτε κάλεσμα ζωῆς. Ἀλλὰ παγιδευμένο στὸν θάνατο.

Χωρὶς ἄλλο, ἡ φροϋδικὴ σύνδεση ἔρωτα καὶ θανάτου οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε ποιητικὴ μεταφορά. Στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσης, ὁ θάνατος παγιδεύει τὸν ἔρωτα. Δίχως νὰ παύει ὁ ἔρωτας νὰ ἀντιμάχεται τὸν θάνατο.

Ἡ φροϋδικὴ σύνδεση μᾶς βόηθησε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὸ κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα ἀπὸ τὰ σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς. Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιὰ τὸ βρέφος ψηλάφηση τοῦ ἀντικείμενου πραγματικοῦ. Σχέση ἀφετηριακὰ ζωτική, ἀφοῦ δένεται στὴν αἴσθηση τοῦ βρέφους μὲ τὴν πρόσβαση στὴν τροφή, στὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.

Ἁφὴ καὶ στέρηση τοῦ μητρικοῦ σώματος: διαλεκτικὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀπώλειας, τοῦ ὅλα ἢ τίποτα. Ὅταν παίρνει τροφὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας, τὸ βρέφος τὰ ἔχει ὅλα, ἔχει τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης ποὺ εἶναι ζωή. Ἀντίθετα, τὸ κλάμα τῆς πείνας εἶναι κραυγὴ ἀπόγνωσης ἀπὸ μιὰν ὕπαρξη ποὺ νιώθει νὰ χάνεται. Χάνει τὴν ἁφὴ τῆς ζωῆς, κραυγάζει τὴ γεύση τοῦ ἄσχετου, το τίποτα. Ἡ σχέση μὲ τὴ μάνα εἶναι ἐρωτική, γιατὶ εἶναι ζωτική. Λήψη τροφῆς, δυνατότητα ζωῆς, δυναμικὴ πληρότητα σχέσης. Καὶ σὲ αὐτὴ τὴ δυναμικὴ σκοπεύει τελικὰ κάθε ἔρωτας.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο. Ἁφὴ τοῦ σώματος ποὺ συνιστᾶ ζωὴ καὶ ἀναιρεῖ τὸν θάνατο, τὰ χαρίζει ὅλα καὶ ἀποτρέπει τὸ τίποτα. Δυναμικὴ τῆς ζωῆς καὶ δὲν ὁριοθετεῖται ἀπὸ μόνη τὴν ἡδονὴ τῆς τροφῆς -ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία τοῦ βρέφους δὲν τελειώνει ἐκεῖ. Ἂν ἡ σωματικὴ ἡδονὴ δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς μητρικῆς παρουσίας (τὸν λόγο, τὸ χάδι, κάθε χειρονομία στοργῆς, κάθε πράξη φροντίδας), ἡ σχέση θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιβίωση, ὄχι τὴ ζωή. Τὸ παιδὶ δὲν θὰ ἔμπαινε ποτὲ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀφετηρία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ τροφή, πρωταρχικὸ «σημαῖνον» τοῦ ζωτικοῦ πόθου -πρὶν κι ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὅ,τι ὀνομάζουμε «σημαῖνον» εἶναι ἡ ριζικὰ πρωτογενὴς ἐμφάνιση τοῦ λόγου, ἡ κλήση - πρόκληση τοῦ πόθου.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο ἡ λήψη τῆς τροφῆς, εἶναι μιὰ λογικὴ σχέση. Καὶ εἶναι λογική, γιατὶ ἡ τροφὴ «σημαίνει» κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς θρέψης. «Λέει» τὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας.

«Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου». Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη συν-εννόησης ποὺ κάνει νὰ ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον. Ὁ λόγος δὲν εἶναι καταρχὴν μέσο ἢ ὄργανο χρηστικῆς ἐπικοινωνίας. Χρηστικὴ ἐπικοινωνία ἔχουν τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγο. Ἀφετηρία καὶ καταγωγὴ τοῦ λόγου εἶναι καταρχὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου. Ἡ παρουσία - δυνατότητα ἀνταπόκρισης στήν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία.

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ αἴτημα. Τὸ σημαῖνον «λέει» τὴν ἐπιθυμία δηλώνοντας τὴ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου σημαίνει κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεύρεσης, πέρα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς. Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, γιὰ νὰ σημάνει τὸν ἀφετηριακὸ τοῦ λόγου πόθο τῆς ζωῆς. «Ζωῆς ἀθάνατης, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ὄργανο, ζωῆς ἁπλοποιημένης καὶ ἀκατάλυτης».

Ἡ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου -δυνατότητα σχέσης, δηλαδὴ ζωῆς- εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο σημαῖνον, ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας. Λόγος ποὺ συγκροτεῖ τὸ ὑποκείμενο, τὸ φορέα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος, προϋπόθεση καὶ ἀφετηρία τῆς σχέσης, «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο. «Τὸ ὑποκείμενο γεννιέται ἐφόσον στὸ πεδίο τοῦ Ἄλλου ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον» - ἡ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο κάνοντας συγκεκριμένη τὴν ἀναφορικότητα τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του. Καὶ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς εἶναι ὁ λόγος.

Σπουδὴ τῆς γένεσης τοῦ λόγου. Καὶ ἀποκλείει τὰ ἐνδεχόμενα νὰ ταυτίσουμε τὸ ὑποκείμενο μὲ τὴν αἰσθητὴ ἀτομικότητα, τὴ σωματικὴ ὀντότητα, τὴν ἀτομικὴ διάνοια, τὴ συναισθηματικὴ ἱκανότητα. Πρὶν ἀπὸ τὴ σκέψη τὴν κρίση, τὴ φαντασία, εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ συγροτεῖ τὸ ὑποκείμενο σὲ ὕπαρξη λογική. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ὑποκείμενο εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ γεγονός, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἐρωτικὸ γεγονὸς εἶναι καὶ λογικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἐρωτικὴ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὸν λόγο καὶ αὐτὴ ἡ πραγματοποίηση συνιστᾶ τὸ ὑποκείμενο.

Πρῶτο σημαῖνον στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, ἡ ὑπόσχεση τῆς τροφῆς. Τροφὴ - ἁφὴ τοῦ μητρικοῦ σώματος, ἐρωτικὴ πληρότητα ζωτικῆς παρουσίας. Ὅμως, σημαίνουσα τροφὴ καὶ σημαινόμενη παρουσία δὲν εἶναι γιὰ τὸ βρέφος δεδομένα μόνιμα καὶ συνεχή. Ἡ παρουσία μεταλλάζει σὲ ἀπουσία, ἡ εὕρεση σὲ ἀπώλεια. Ἡ δίψα τῆς ζωῆς ἀρθρώνεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ ὑφάδι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διαλεκτικῆς. Αἰσθητὴ ἀμεσότητα σχέσης καὶ ἄσχετη μοναχικότητα, γεύση ζωῆς καὶ θανάτου.

Δίψα ζωῆς καὶ γεύση θανάτου, ἀλλὰ καὶ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ συμπλεγμένη μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν θάνατο. Στὸ ἴδιο πρωταρχικὸ ὑφάδι τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάγκη ὁρμέμφυτη τοῦ βρέφους νὰ μονιμοποιήσει τὴ παρουσία τῆς μητέρας, νὰ ἀκινητοποιήσει τὴ σχέση σὲ κατοχή. Νὰ ἔχει μόνιμα καὶ ἀδιάλειπτα δική του τὴν πηγὴ τῆς τροφῆς, τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Νὰ κατέχει τὴ μάνα, κι ὁ τρόπος νὰ τὴν κατέχει εἷναι νὰ τὴν καταβροχθίσει φανταστικά. Νὰ ὑποκαταστήσει τὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἰδιοποίησης· τὴ ζωτικὴ ἀναφορὰ μὲ τὴ φαντασιώδη αὐτοτέλεια. Πρῶτα βήματα στὴν κόψη τοῦ βίου, κι ἡ ὁρμὴ τοῦ θανάτου ἀντιμάχεται τὴ φορὰ τῆς ζωῆς.

Τὸ ἀδιάστατο τῆς μητρικῆς παρουσίας παραμένει μήτρα δυναμικὴ τοῦ σημαίνοντος. Ἀντιστέκεται στὴ θανατερὴ παγίωση τῆς ἐγωστρέφειας, μεταμορφώνει προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα τὴν ἀπαίτηση σὲ περιχώρηση.

Μεταποιεῖ τὴν ὁρμὴ σὲ ἐπιθυμία, τὸ ἀπρόσωπο ἀντικείμενο τῆς τροφῆς σὲ ὑποκείμενο ζωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἡ μάνα δὲν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, ἡ ἴδια μᾶς ἐντάσσει καὶ στὴ ζωή, μᾶς ἐγκεντρίζει στὸν ἔρωτα. Ἡ φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα, ὁρμὴ ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητρικὴ παρουσία στὴν προσωπικὴ πραγματοποίηση τῆς ζωῆς. Στὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς ὡς διάρκειας.

Στὸ μεταγενέστερο βίο, κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια» σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς. Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.

Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη» τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.

(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς: Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση. Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας, μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)

Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου. Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη. Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.

Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα. Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ, τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα - διεύρυνση καὶ διάνοιξη τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.

Θάνος Ανεστόπουλος


Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς, ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.

Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα -ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.


5. ΙΝΤΕRVALLUM: ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ἡ διαφορὰ ὕψους δύο φθόγγων ἢ ὁ λόγος τῶν συχνοτήτων τους. Οἱ τρόποι, οἱ κλίμακες, οἱ συγχορδίες ὁρίζονται ἀπὸ τὰ διαστήματα μεταξὺ τῶν φθόγγων ποὺ τὶς συγκροτοῦν.

Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Οι αποχωρισμοί στην ζωή μας




‘Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει . αν υπάρχει μια, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δυο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριο της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος της έτσι που να μην την βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε ν’ αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δωσ’ τους χώρο.

Ιταλο Καλβίνο ‘Οι αόρατες πόλεις’
Όταν τελειώνει κάτι στη ζωή μας, κλείνει ένας κύκλος και το αφήνουμε πίσω μας, στη λησμονιά του παρελθόντος. Ένας αποχωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Αποχωριζόμαστε όχι μόνο εκείνο με το οποίο συνδεθήκαμε, αλλά και το κομμάτι του εαυτού μας που εναποθέσαμε με φροντίδα σε αυτό που επιτρέψαμε να εισχωρήσει στη ζωή μας και να κατοικήσουμε μαζί με αυτό. Ένας κύκλος κλείνει, φτάνει στο τέλος του.
Ένα τέλος που θα το οριστικοποιήσει η απομάκρυνσή μας από αυτό.

Τα συναισθήματα αρνούνται να μας εγκαταλείψουν. Φόβος, αγωνία, «πήρα τη σωστή απόφαση, άραγε»; Αυτά τα συναισθήματα φωλιάζουν στην ψυχή μας και κάνουν πιο δύσκολο τον αποχωρισμό. Μήπως όμως δεν είναι απλά φόβος αλλά η ανάγκη μας να κρατηθούμε σε μια ύστατη προσπάθεια από αυτό; Γνωρίζουμε ότι ένα γεγονός που ζήσαμε δεν σβήνεται από τη μνήμη μας. Έχει συναισθήματα να το συνοδεύουν, που του δίνουν διάρκεια μέσα μας, και το απόσταγμα της εμπειρίας εγκαθίσταται σαν γνώση, για τη συνέχεια των επιλογών μας. Αγκιστρωνόμαστε όμως από το παρελθόν, όταν οι θύμησες του μάς γεμίζουν επώδυνα συναισθήματα που μας καθηλώνουν. Δυσκολευόμαστε να ξεφύγουμε από αυτό, γιατί η παραμονή στην επανάληψη, όσο αναδεύουμε την μνήμη, μας προκαλεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Αναλογιζόμενοι βέβαια αυτή την ασφάλεια ανακαλύπτουμε ότι δεν ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε. Τότε νιώθουμε μια πνιγηρή αίσθηση πόνου να μας περιτυλίγει, με ένα παράπονο, ένα «γιατί» να κατατρώγει τα σωθικά μας για την μακροχρόνια παραμονή μας σε καταστάσεις που εμπόδιζαν να αναδυθεί ο πραγματικός μας εαυτός, με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες μας. Δεσμευόμασταν και επενδύαμε σε καταστάσεις όπου δεν υπήρχαμε εμείς, παραμένοντας κρυμμένοι ακόμα και από τον εαυτό μας και προσαρμοζόμασταν σε αιτήματα άλλων από φόβο, από ενοχή, από μια υπέρμετρη ανάγκη να προσφέρουμε για να μη χάσουμε και επομένως να μην χαθούμε ολοσχερώς.

Αγκιστρωμένοι από το λίγο, τυλίγαμε το κουβάρι της ζωής μας και υφαίναμε στον αργαλειό της ζωής μας κεντήματα, όπου το άδειο των χρωμάτων κατάπινε την επιθυμία μας για δημιουργία, για φως, για ζωή. Παίρνοντας το πινέλο βάφαμε απεγνωσμένα το γκρίζο του κενού που απλωνόταν νωχελικά πάνω μας, εκλιπαρώντας μας να του δώσουμε μια θέση, για να βρει μια πατρίδα μέσα μας ώστε να αρχίσει να δημιουργεί μαζί μας, αλλά η σκέψη της θλίψης που θα ακολουθούσε την αποδοχή του, μάς έκανε να το αποδιώχνουμε προσπαθώντας μάταια να ξεγελάσουμε την αλήθεια μας.
separation-paulo-zerbato

Καλλιτέχνες στη φαντασίωσή μας, ζωγραφίζαμε τη ζωή μας και αποτυπώναμε στον καμβά των ονείρων, όλα όσα θα θέλαμε να ζήσουμε.
Και όσο η πραγματικότητα αναρριγούσε τρομαγμένη, τόσο η φαντασίωση αναλάμβανε να υπεραναπληρώσει το κενό, για να μη χαθούμε σε αυτό και μας καταπιεί αδυσώπητα. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από μια ψευδαίσθηση, αλλά όσο στηριζόμαστε σε αυτή, διαπιστώναμε ματαιωμένοι πως κάθε φορά που χάναμε την ισορροπία μας πλάθαμε δίχτυα από υλικά ανεδαφικών ονείρων. Προσπαθούσαμε να κρατηθούμε από αυταπάτες, ενώ ένα κενό μας αφάνιζε που απειλούσε τον πυρήνα του εαυτού μας και διατρυπούσε την φλούδα της αξίας μας. Προκειμένου να ορίσουμε τα συναισθήματα μας, για να μην τρεχοβολούν άτακτα και μας διαφεντεύουν, ανατρέχαμε σε κάτι κούφιο που δεν μπορούσε να μας γεμίσει, ενώ, όσο παραμέναμε εκεί, το άδειο αντηχούσε την οδύνη μας. Παραμέναμε μετέωροι, χωρίς να μπορούμε να στηριχτούμε σε ένα ιστό που τον φτιάχναμε από υλικά ξέπνοα, στερημένα από αγάπη, αδύναμα να εξάρουν τη φαντασία μας. Η φαντασία για να κυοφορήσει τα γεννήματά της χρειάζεται ένα περιβάλλον ασφάλειας, ώστε να μπορεί να απλωθεί ηδονικά, γνωρίζοντας πως τα φτερά της ελευθερίας της βρίσκουν ένα χώρο αποδοχής εμποτισμένο με αγάπη.

Όσο επιστρέφουμε στο πατάρι της μνήμης ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής μας και διαβάζοντας το από την αρχή, όσο βυθιζόμαστε στις σελίδες του, παρατηρούμε πως αυτές οι εικόνες ήταν πλάσματα της ουτοπίας. Καταφεύγαμε παρατεταμένα στη φαντασίωση μας, γιατί η πραγματικότητά μας παρέμενε ανολοκλήρωτη. Παρότι η επιθυμία μας ζητούσε τη στρογγυλάδα της για να γλιστρήσει στην καρδιά μας και να μας χαριστεί το δώρο της ζωής, παραμέναμε ματαιωμένοι να κοιτάμε έκθαμβοι το περιτύλιγμα το οποίο τελικά μας κέρδιζε, μια που το περιεχόμενο του ήταν άδειο.

Οτιδήποτε μας γεμίζει με πλέρια δύναμη το αφήνουμε στο χρονοντούλαπο της μνήμης με μια αίσθηση πληρότητας και ευχάριστης ζεστασιάς, γιατί αυτές οι ολόγιομες εικόνες αποθηκεύονται στην καρδιά μας και μας δείχνουν ένα δρόμο που μοσκοβολά από ζωή, όπου τον περπατάμε ελεύθεροι, αλαφρωμένοι από βάρη που θα μπορούσαν να κάνουν δυσκίνητα τα βήματά μας. Νιώθουμε γεμάτοι από ικανοποίηση, γιατί, ακόμα κι αν αυτές οι στιγμές κάποια στιγμή πάψουν να μας τροφοδοτούν, η αύρα τους μας συνοδεύει.


Οτιδήποτε όμως έμεινε ξεκρέμαστο και αδικαίωτο στο χρόνο επιστρέφει παραπονεμένο, ενώ εμείς το εξιδανικεύομε ώστε να ελέγξουμε τα συναισθήματα αποτυχίας που νιώθουμε, πασπαλίζοντας το με χρυσόσκονη, για να πάψει η οδύνη από τις θύμησες να αναβλύζει και να χύνει τη μελάνη της στο αίσθημα αξίας μας.
Ενώ άλλες φορές το μεταλλάσσουμε, του δίνουμε ένα αλλότριο χαρακτήρα, κοιτάζοντας το με ξένα μάτια, ώστε να ξορκίσουμε τον επώδυνό του χαρακτήρα, χάνοντας έτσι την αλήθεια μας.
Για να αντέξουμε, προβάλλουμε το μιαρό συναίσθημα σε όλους εκείνους που μας διακινούν συναισθήματα που ευφραίνουν την πραγματικότητά μας, πιστεύοντας πως εκείνοι νιώθουν τα συναισθήματα που κυριεύουν την ψυχή μας.
Καθετί που είναι παράταιρο με την ψεύτικη εικόνα που υιοθετήσαμε, ενοχοποιείται και καταδικάζεται ως ύποπτο. Ο θυμός για τις υποβολές που υπεστήκαμε, οι οποίες ακρωτηρίασαν το σώμα και τον ψυχισμό μας, μετατίθεται σε άλλους που δεν συμμετέχουν στο σκηνικό του δράματός μας. Η ψεύτικη εικόνα, που πλάσαμε για εμάς, γίνεται ο καθρέφτης με τον οποίο επιμένουμε να επικοινωνούμε με εκείνους που προσπαθούν να επικοινωνήσουν με την αλήθεια μας. Αυτό που υπεστήκαμε γίνεται ο μοχλός που μας κινεί ώστε να κάνουμε τον άλλο να αισθανθεί τις ίδιες δονήσεις πόνου με εμάς, για να δικαιολογήσουμε κατά βάθος το θύτη που παραβίασε την ψυχή μας και το ρόλο του θύματος που επί χρόνια συντηρούσαμε. Μεταθέτουμε αυτό που νιώθουμε για τα πρόσωπα που άλωσαν την ζωή μας σε άλλα πρόσωπα αναίτια του δράματός μας, για να εκλογικεύσουμε γιατί μια ολόκληρη ζωή ακολουθούσαμε μια πορεία ζωής γεμάτη λάθη επιμένοντας σε αυτήν και εκθειάζοντας την ως ιδανική. Σαν το μικρό παιδί που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα του η ιδέα πως έχει δικαίωμα στο λάθος, και ότι το λάθος δεν χαρακτηρίζει την αξία του και άρα δεν χρειάζεται να επιμένει σε καταστάσεις που αισθάνεται απόρριψη, νομίζοντας πως εκεί θα βρει το δίκιο του τελικά. Αποδίδει τα λάθη σε όλους εκείνους τους ήρωες των παραμυθιών, όπου αβασάνιστα τους αποδίδει χαρακτηριστικά που του θυμίζουν γνώριμες φιγούρες, που η συμπεριφορά τους ταλανίζει την ψυχή του γιατί έπληξαν την αξία του. Η συναισθηματική του ανάγκη το κρατά εξαρτημένο από εκείνους που νοθεύουν το παραμύθι του και κάνουν δυσδιάκριτη την πραγματικότητά του. Ακρωτηριασμένο συναισθηματικά δεν μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια του, γιατί κάθε προσπάθεια διαφυγής από τις στάχτες του ελλοχεύει το τρόμο της εγκατάλειψης, την αγωνία του κενού, το φόβο της μοναξιάς και του αφανισμού. Καταφεύγει, χωρίς δεξιότητες, στο παλάτι των ονείρων του, μικρύνοντας το ανάστημά του ώστε να χωρέσει από την πόρτα του υπηρετικού προσωπικού και να πάρει ένα αντίστοιχο ρόλο.


Όσο λοιπόν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του βιβλίου μας, παρατηρούμε τα χρώματα να ξεθωριάζουν, να αργοσβήνουν στα μάτια μας και να αποκαλύπτεται η τραγικότητα των εικόνων, οι οποίες απορροφήθηκαν σιγά-σιγά στη ψυχή μας.
Αυτό που αποφεύγαμε έρχεται να μας ανταμώσει, να μας θυμίσει πως αυτό που μας συντρόφεψε ήταν σμιλευμένο από οδύνη και εκείνο που μας διαπερνούσε ήταν η παγωνιά από εκείνες τις ματιές με το άδειο βλέμμα, που απορροφούσε σαν βάλτος την προσφορά μας.



 Όσο ερχόμαστε σε επαφή με την αλήθεια μας, αρχικά θυμώνουμε με τη ζωή μας, με εκείνες τις στιγμές που κύλησαν σα χιονοστιβάδα σαρώνοντας μας κάτω από το βάρος απανωτών ματαιώσεων, ενώ δεν προλάβαμε να σμιλέψουμε την άμυνά μας, ώστε να αποκρούσομε το κύμα που μας στροβίλιζε συνεχώς και χτυπούσε αλύπητα την αξία μας.
Οργιζόμαστε μόλις συνειδητοποιήσουμε αυτά που χάθηκαν αξόδευτα στο χρόνο, αυτά που μας προσπέρασαν χωρίς να τα ζήσουμε, γιατί ακολουθούσαμε μια παθητική στάση που την επιλέγαμε από λάθος, το οποίο μας συνόδευε από συνήθεια.
Αισθανόμαστε ένοχοι που παραμείναμε σε συνθήκες που τελμάτωσαν τα όνειρά μας και σύνθλιψαν την ελευθερία μας. Περπατούσαμε όμως σε ένα γνώριμο δρόμο, όπου ακολουθούσαμε τα μόνα οικεία σημάδια που γνωρίζαμε. Σιγά-σιγά έγινε ένας μονόδρομος, όπου καταφεύγαμε σε αυτόν ως το μόνο προσφιλές σημείο. Αυτός ο περιορισμός μίκρυνε την αξία μας και μας υποδείκνυε να κινηθούμε, σύμφωνα με την ιδέα που είχαμε για τον εαυτό μας.


Όσο αυτή η συναισθηματική δίνη μάς στροβιλίζει, δυσκολευόμαστε να έρθουμε σε επαφή με τις βαθύτερες επιθυμίες μας, για να μπορέσουμε να τις στηρίξουμε, να τις βοηθήσουμε να ανθίσουν, να δώσουν τους καρπούς τους, να παραδοθούμε σε μια καρποφορία, για να απολαύσουμε καθετί νέο που θα μπορούσε να μας αποφέρει.
Φοβόμαστε μήπως κάνουμε λάθος, μήπως ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας είναι πιο δύσκολος από εκείνον που αφήνουμε, μήπως μας εγκαταλείψουν οι άνθρωποι μας και δεν τα καταφέρουν χωρίς εμάς, μήπως εμείς δεν μπορέσουμε να χαράξουμε μόνοι μας πιο ανεμπόδιστους δρόμους. Παρατείνουμε το χρόνο όπου παραμένουμε σε αλλοτριωτικές καταστάσεις, ελπίζοντας να αλλάξουν οι άλλοι ή εμείς να μεταλλαχτούμε σε κάτι άλλο, προκειμένου να αλλάξει η έκβαση της κατάστασης που ζούμε. Και ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό.
Οι άνθρωποι που αληθινά μας αγαπούν δεν χάνονται από τη ζωή μας.
 Εκείνοι που μας αποδέχονται για αυτό που είμαστε και όχι για αυτό που θέλουν από μας, χαίρονται για τα βήματα απελευθέρωσής μας. Συνεχίζουν να είναι δίπλα μας και σεβόμενοι τη δική τους ελευθερία κάνουν και εκείνοι τις δικές τους αλλαγές προκειμένου να συμπορευτούν μαζί μας. Κι όσο αφορά στο συναίσθημά μας, όλες εκείνες οι συγκυρίες που ζήσαμε και αποξενωθήκαμε σε αυτές, όταν τις αφήνουμε, αισθανόμαστε σταδιακά μια βαθιά ανακούφιση για αυτό το αεράκι απελευθέρωσης, που αγαλλιάζει την ψυχή μας αποχαιρετώντας τις.
Ο άνθρωπος ή η κατάσταση χάνει σαν ιδέα την αρχική της διάσταση, απομυθοποιείται και διαφαίνονται τα μουντά της χρώματα, τα οποία μάς επισκίαζαν όσο παραμέναμε σε αυτήν.




Όταν λοιπόν φεύγουμε, όσο κι αν μας πονάει ο αποχωρισμός, η ηλιόλουστη μέρα φανερώνεται στα βήματά μας και με μια ανάσα γευόμαστε τον αέρα που κυλάει καθαρά μέσα μας χαρίζοντας σαφήνεια στη σκέψη μας, διαύγεια στο πνεύμα μας, καθαρότητα στη ματιά μας, ενώ η ψυχή μας αποζητά την σωτηρία της σε άλλες συναντήσεις που μας προσφέρουν την ουσία τους και νιώθουμε να κολυμπάμε μαζί τους σε μια λίμνη γαλήνης και ψυχικής ευφορίας. Όμορφα συναισθήματα μας περιβάλλουν και εξαγνισμένοι βουτάμε σε μια καθαρότητα συναισθημάτων, επικοινωνώντας με εκείνους που η παρουσία τους μάς τυλίγει με εμπιστοσύνη, ασφάλεια, αλήθεια, εντιμότητα.

Όταν αποχωρούμε από καταστάσεις, όπου μάταια επιμέναμε σε αυτές, ανασαίνουμε ελεύθερα γιατί διαπιστώνουμε ότι στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο αποχωριζόμαστε, είναι ο λάθος τρόπος με τον οποίο κοιτούσαμε επί χρόνια τον εαυτό μας.
Αυτή η ματιά μάς έστρεφε σε καταστάσεις που αντανακλούσαν τον παραμορφωτικό μας καθρέφτη. Οι υποβολές, οι προβολές και οι μεταθέσεις άλλων σε μας, έγιναν υλικά για να σμιλέψουμε κάτι ξένο προς εμάς, όπου όμως νομίζαμε πως ήταν αυθεντικό αντίγραφό μας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ένα κακέκτυπο το οποίο προσπαθούσαμε να μιμηθούμε.

Αποδεχόμενοι την ελευθερία μας, προσεγγίζουμε την αλήθεια μας την οποία ακολουθούμε πιστά δεσμευόμενοι μαζί της. Ο δρόμος της ζωής μας απλώνεται μπροστά μας και εμείς κινούμαστε σε αυτόν έχοντας ως χάρτη τις επιθυμίες μας, τα όνειρά μας, τους στόχους μας, τον αληθινό μας εαυτό.


Αγγελική Μπολουδάκη 

[ από το andikleidi.gr] 

Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

"Γιατί μας εμπνέει ο Γιάλομ"


Η  ψυχιατρική δεν είναι ένας απλός κλάδος της ιατρικής, παρ΄ ότι στις ημέρες μας κινδυνεύει και αυτή να συρρικνωθεί σε κάτι τέτοιο. Δεν έχει να κάνει μόνο με συμπτώματα και τις επιφανειακές ιάσεις τους. Με την ύπαρξή μας έχει να κάνει. Με τις δυσκολίες που αυτή συναντά στο ταξίδι του «υπάρχειν». Ο Γιάλομ είναι ένας ξεχωριστός αφηγητής αυτού του ταξιδιού. Εδώ και 45 χρόνια ο Γιάλομ διδάσκει, θεραπεύει, ερευνά αλλά και εμπνέει.
Και αυτό δεν το χρωστάει στη λογοτεχνία.

Μπορεί Ο δήμιος του έρωτα, το Οταν έκλαψε ο Νίτσε και Η θεραπεία του Σοπενάουερ να είναι τα πασίγνωστα πολυμεταφρασμένα λογοτεχνικά έργα του, δεν υπάρχουν όμως διαχωριστικά.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα συνεχές, ένα continuum, ανάμεσα στον λογοτεχνικό και στον επιστημονικό λόγο. Αν στόχος της επιστήμης είναι να συλλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό, το ίδιο ακριβώς, με έναν άλλον τρόπο, με μια άλλη οργάνωση της γλώσσας, πασχίζει να κάνει και η λογοτεχνία. Η ποιητικότητα δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνίας, μπορεί κάλλιστα να διατρέχει ένα αυστηρά επιστημονικό κείμενο, όπως και μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία.


Προτού λοιπόν γράψει λογοτεχνία, αξίζει να αναφερθούμε σε δύο πρώιμα έργα του Γιάλομ:
Η θεωρία και η πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας, που κυκλοφόρησε το 1970, και η Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, το 1980. Και τα δύο θεωρούνται κλασικά έργα. Σε αυτά, όπως και σε όλα τα καθαρά επιστημονικά έργα του, συναντάς αυτή την ποιητική διάσταση. Συναντάς, επιτρέψτε μου έναν νεολογισμό, την «ποιητική βιωματικότητα». Αυτή είναι που τον κάνει επιρρεπή σε μια «άλλη διαθεσιμότητα» απέναντι στον φοιτητή, στον ασθενή, στον αναγνώστη.

Να ζωντανεύει η αλήθεια

Το ζητούμενο κάθε φορά είναι η αλήθεια να ζωντανεύει. Να την αισθάνεσαι στον σφυγμό σου, να γίνεται κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη ιδέα. Και την αλήθεια αυτή όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως διαδικασία πασχίζει να την περάσει στους νέους θεραπευτές. Ο Γιάλομ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Ωστόσο οι ταμπέλες δεν του πάνε. Ο όρος «υπαρξιακός» στον βαθμό που αναφέρεται στον Γιάλομ δεν χαρακτηρίζει μια ειδική σχολή. Δεν είναι ένα θεραπευτικό σύστημα αλλά μια στάση απέναντι στη θεραπεία.

Η ανθρωπιστική ψυχολογία πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα πρόβαλλε ανάμεσα στον μπιχεβιορισμό και στην ψυχανάλυση ως μια τρίτη δύναμη. Μια δύναμη που υποστήριξε ότι οι υπάρχουσες ψυχολογικές θεωρίες ακρωτηριάζουν την ολότητα του ανθρώπινου όντος. Σε καθιστούν παθητικό έρμαιο είτε στις τυφλές επιταγές του ασυνειδήτου είτε στις επιταγές του εξωτερικού περιγύρου. Ως αντίδοτο οι οπαδοί της ανθρωπιστικής ή υπαρξιακής σχολής φέρνουν στο προσκήνιο τις έννοιες της «αυτοπραγμάτωσης», της «ελεύθερης βούλησης», της «αυτονομίας του ατόμου».


Τα δεδομένα της ύπαρξης

Για τον Γιάλομ «η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια δυναμική θεραπευτική προσέγγιση η οποία εστιάζει την προσοχή της σε αγωνίες που έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη». Ωστόσο η εσωτερική σύγκρουση που μας κατατρέχει, και εδώ είναι που διαφοροποιείται από τον Φρόιντ, δεν προέρχεται μόνο από την πάλη μας με καταπιεσμένες ενστικτικές ορμές ή με το υπερ εγώ μας ή με θραύσματα λανθάνουσας τραυματικής μνήμης αλλά και από την αναμέτρηση με τα δεδομένα της ύπαρξης. Υπάρχουν οι καθημερινές αγωνίες της ζωής μας: μοναξιά, αυτοπεριφρόνηση, ανικανότητα, ημικρανίες, σεξουαλικοί καταναγκασμοί, πένθος, καταστροφικές εμμονές, διακυμάνσεις της διάθεσης, κατάθλιψη...

Αυτά τα καθημερινά προβλήματα έχουν βαθιές ρίζες που φθάνουν ως τα θεμέλια της ύπαρξης.
Ο Γιάλομ αναφέρεται σε τέσσερα βασικά δεδομένα της ύπαρξης, σε έσχατες έγνοιες όπως τις αποκαλεί χρησιμοποιώντας τον όρο του θεολόγου Ρaul Τillich.

Είναι, πρώτον, το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους μας προσωπικά και γι΄ αυτό που αγαπάμε·δεύτερον, η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε·τρίτον, η έσχατη μοναχικότητά μας· και, τέλος,η απουσία νοήματος στη ζωή μας.

Με αυτά τα δεδομένα της ύπαρξης παλεύει ο θεραπευτής. Δεν είναι εύκολο να ζεις σήμερα. Πολλοί καταθέτουν τα όπλα και τρελαίνονται... Βυθίζονται στα σκοτάδια της κατάθλιψης, που σε λίγα χρόνια θα είναι η δεύτερη κατά σειρά οικουμενική ασθένεια. Οι περισσότεροι από εμάς βολεύονται σε μια σχεδόν καλή ζωή, αυτό που τόσο ωραία εκφράζει ο ποιητής «we go on living and partly living», ή σε μια ήπια απόγνωση, όπως έλεγε ο Φρόιντ.


Η αληθινή καρδιά

Η αληθινή καρδιά της ψυχοθεραπείας, σύμφωνα με τον Γιάλομ, είναι μια στοργική, βαθιά ανθρώπινη συνάντηση μεταξύ δύο προσώπων. «Η θεραπεία δεν πρέπει να καθορίζεται από τη θεωρία αλλά από τη σχέση»  μας λέει. Και φυσικά τινάζει από πάνω του τον στενάχωρο μανδύα του επιστημονισμού που διαπερνά τα σύγχρονα ρεύματα της αμερικανικής- και όχι μόνον- ψυχολογίας: την άκρατη αντικειμενικότητα, τον ψυχαναγκασμό της μέτρησης, το ουδέτερο αποστασιοποιημένο βλέμμα.
Να κοιτάς, δηλαδή, το φεγγάρι και να εκστασιάζεσαι όχι από το φως του αλλά από το δάχτυλο που το δείχνει. Συντάσσεται με φωνές όπως εκείνες του Μάσλοου, του Ρότζερς ή του Ρόλο Μέι, που ήταν και ο καθηγητής του. Οι ψυχοθεραπευτές αυτοί, σε διαρκή συνομιλία με φιλοσόφους όπως ο Χάιντεγκερ, ο Νίτσε, ο Βίτγκενσταϊν και ο Μερλό-Ποντί, ισχυρίζονται ο καθένας με τον τρόπο του πως εκείνο που ενδιαφέρει είναι ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Με το έργο του συνέβαλε στο να αποστασιοποιηθεί η ψυχολογία από ένα παρωχημένο όραμα επιστημονικότητας. Καλή επιστήμη δεν είναι εκείνη που προβλέπει ή ελέγχει καλά τα δεδομένα της, καλή είναι εκείνη που σου επιτρέπει να κατανοήσεις γιατί δεν μπορείς να προβλέψεις τα πράγματα που δεν μπορείς να προβλέψεις.
Ο Γιάλομ φανερώνει ότι η θεωρία αλλά και η πρακτική πολλών ψυμοιάζει με ένα στενό, στενόχωρο κοστούμι. Το φοράνε ακόμη και όταν κοιμούνται. Και πώς να κοιμηθείς και κυρίως πώς να ονειρευτείς με ένα τέτοιο κοστούμι; Θα πρέπει να τον ευχαριστήσουμε για τη δυνατότητα που έδωσε να βγάλουν οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας αυτό το κοστούμι. Ξέρετε πόσο καλύτερα μπορεί ένας θεραπευτής - και όχι μόνον-, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, μπορεί να κάνει τη δουλειά του όταν καταλάβει ότι ένα τέτοιο ξένο κοστούμι τού είναι εν τέλει άχρηστο και το πετάξει; 




Ενα μικρό λευκό αγόρι 

Ας πάμε περίπου 70 χρόνια πριν. Ενα αγόρι 8 ετών, το μοναδικό λευκό αγόρι στη φτωχογειτονιά των μαύρων στην Ουάσιγκτον. Σε ένα μανάβικο μέσα. Είναι των γονιών του. Τα παιδιά τον πειράζουν. Δεν είναι εύκολο να είσαι λευκός ανάμεσα σε μαύρους. Δεν είναι εύκολο να είσαι εβραίος. Καταφύγιο στα δύσκολα, ένα μαγικό όπλο, το διάβασμα, η λογοτεχνία. Καμιά φορά αυτό το «όχι εύκολο» είναι και ένα δώρο για να προχωρήσεις μπροστά. Το μικρό αγόρι για να αποφύγει τα πειράγματα και τις επιθέσεις κλείνεται στην πλησιέστερη βιβλιοθήκη της περιοχής για να διαβάσει Στίβενσον, Ντίκενς, Στάινμπεκ, Κίπλινγκ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι. Εκεί γεννιέται και καλλιεργείται το πάθος του για τη λογοτεχνία, που βέβαια δεν είναι άλλο από το πάθος του για τη ζωή. 

Για μια ζωή που αξίζει τον κόπο να τη ζεις. 


Ένα ερώτημα που θα μείνει ανοιχτό, έτσι για τους αφηγητές των παραμυθιών: Τι θα γινόταν ο Γιάλομ αν μεγάλωνε σε μια μεσοαστική γειτονιά του Μανχάταν, λευκός μεταξύ λευκών, και αν δεν τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του, αν δεν υπήρχε δημοτική βιβλιοθήκη, αν δεν υπήρχε σοφίτα στο μανάβικο των γονιών του για να χώνεται μέσα διαβάζοντας; 

Ανόητες παιδικές ερωτήσεις, θα μου πείτε, και ίσως να έχετε δίκιο. 

Φωτεινή Τσαλίκογλου 

πηγή


Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Notes de passage [ 4 ] - Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων



Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν
ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.


ΞΕΡΟΥΜΕ τί θέλουμε στὸν ἔρωτα, μοιάζει νὰ μὴν ξέρουμε τί μποροῦμε.
Θέλουμε: Ἀδιάπτωτη πάντοτε τὴ γοητεία τοῦ Ἄλλου, τὰ χαρίσματά του ἀμετάλλαχτα, πάντοτε νὰ προκαλοῦν τὸ πάθος τῆς ἀγάπης μας.
Θέλουμε: Νὰ μᾶς ἀγαπάει ἀπεριόριστα, δίχως ὑφέσεις, καὶ νὰ μᾶς ἀγαπάει ὅπως εἴμαστε. Νὰ ἀγαπάει καὶ τὰ λάθη μας, τὶς ἀστοχίες καὶ παραλείψεις μας. Νὰ ἀγαπάει, ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνέχεται, ἀκόμα καὶ τὴ θωράκιση τοῦ ἐγώ μας.



Κατερίνα Αλαβέρα "Έρωτας και Πόλεμος"

Ἡ λογική μας ὀρθή, ἡ μονόδρομη φορά της τὴν ὑπονομεύει. Σίγουρα, ὁ ἔρωτας τοῦ Ἄλλου εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ θωράκιση τοῦ δικοῦ μου ἐγώ.
Τὰ τείχη τῆς αὐτοάμυνας καταρρέουν ἀπὸ μόνα τους, ὅταν ὁ Ἄλλος μὲ ἀποδέχεται δίχως ἀντιστάσεις δικῆς του θωράκισης.
Ὅταν δὲν σκοντάφτω οὔτε στὸ δίκιο του, οὔτε στὴ λογική του, οὔτε στὴν ἐξυπνάδα του, οὔτε στὶς ἀρετές του, οὔτε στὶς ἀνάγκες του.


Ἡ ἐρωτικὴ ἀπαίτηση δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ μέτριο, τὸ μερικὸ καὶ ἀποσπασματικό. Στοχεύει στὴ ζωή, δηλαδὴ στὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Ὁ Ἄλλος νὰ δίνει, προτοῦ ζητήσουμε- νὰ μὴν μᾶς φέρει οὔτε μιὰ φορὰ στὴ θέση τοῦ ζήτουλα, νὰ μὴν μᾶς ταπεινώσει ποτὲ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴ δίψα μας.
Νὰ εἶναι αὐτὸς πάντα παράφορος, νὰ κάνει πάντα αὐτὸς τὸ πρῶτο βῆμα, νὰ μὴν εἶναι ποτὲ κουρασμένος, θλιμμένος, ἀδιάφορος.
Τὰ θέλουμε ὅλα αὐτά, μὰ τὰ θέλει ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὰ ἀπαιτεῖ στὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα, γιὰ νὰ καθίσει τὸν ἄλλον στὸ σκαμνί, νὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ, νὰ τὸν κατατροπώσει. Ἐσὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη σου;

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σπουδάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς στὴν ἀπάτη τοῦ ἔρωτα. Δὲν ὑπάρχει ἔρωτας ποὺ νὰ μὴν περνάει ἀπὸ φάσεις θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης καὶ ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς. Φάσεις ὄντως ζωῆς, ποὺ γίνονται ὅπλα τῆς φύσης γιὰ νὰ κερδίσει τὸν Ἄλλον, νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν κατέχει. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα περιχαρακώνει τὸ δίκιο της, φτιάχνει ὁρμητήρια γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ, ὅταν ὁ Ἄλλος ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται στὴ δική του αὐτονομία, στὴ δική του φυσικὴ ἀπαίτηση.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἢ ἀμοιβαῖα θυσιαστικός, ἢ σπαραγμὸς καὶ ρήξη - συμβιβασμὸς δὲν ὑπαρχει. Ἡ συμβατικὴ ἀνοχὴ δὲν συντηρεῖ τὸν ἔρωτα, οὔτε ὁ μαζοχισμὸς τῆς καρτερίας. Ὁ συμβιβασμὸς εἶναι μόνο ἀνελπιστία. Ἀντίθετα, ἡ ρήξη τρέφει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα ἑπόμενο θαῦμα ποὺ θὰ διαρκέσει. Ὁ ἑπόμενος Ἄλλος θὰ μὲ ἀποδεχθεῖ δίχως κρατούμενα, θὰ μὲ ἐρωτευθεῖ δίχως ὅρια. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζομαι τὴ ρήξη, βίαιη καὶ ἀνυποχώρητη. Γιὰ νὰ μὲ ἀποκαταστήσει ἀκέραιον στὴν παρθενία τῆς ἀναμονῆς. Κι ὅταν ὁ ἑπόμενος Ἄλλος ἐμφανιστεῖ, τὸ παιχνίδι ξαναρχίζει παγιδευμένο στὰ ἴδια γρανάζια τῆς ἀδυσώπητης φύσης μας.

Συχνὰ δὲν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας «δεσμός», ὅταν ἀρχίζει ὁ πειραματισμὸς γιὰ τὸν ἑπόμενο. Μὲ εἰλικρίνεια ἀναζήτησης - ὄχι γιὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια ἐφήμερων ἱκανοποιήσεων. Ποντάρω γιὰ τὴ ζωή, δὲν γίνεται νὰ παραιτηθῶ. Ἔστω καὶ μὲ τὴ γεύση τοῦ ἀνέφικτου, προχωρῶ στὴν ἑπόμενη δοκιμή, μὲ ἀνοιχτὴ καὶ αἱμάσσουσα τὴν προηγούμενη ρήξη. Τὴν χρειάζομαι αὐτὴ τὴ ρήξη γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν συντηρῶ μὲ ἀμείωτη ἐπιθετικότητα. Πρέπει νὰ φταίει ὁπωσδήποτε ὁ Ἄλλος ποὺ ἐγὼ ἀρχίζω καινούργιους πειραματισμούς, αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη, ἀλλιῶς δὲν δικαιώνονται οἱ πειραματισμοί μου. Ἡ ἐπιθετικότητα, ἡ συντήρηση τῆς ρήξης, μοῦ προσπορίζει βεβαιότητες παρθενικῆς ἑτοιμότητας γιὰ τὴν ἑπόμενη ἀπόπειρα «δεσμοῦ».

Κάθε καινούργιο ἐρωτικὸ ξεκίνημα, καὶ μιὰ καινούργια εὐφροσύνη αὐταπάτης. Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει καὶ πάλι γιορτή. Μοιάζει, γιατὶ ἀπὸ κάποια ἀδιόρατη γωνιὰ μορφάζει τώρα ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου. Ὅλα ξαναγίνονται ρίγος γιορτῆς, μὰ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη, εἶναι τέντωμα ἀναμονῆς. Πόσο θὰ ἀντέξει ὁ καινούργιος Ἄλλος νὰ εἶναι «συνοδός μου καὶ θεός μου», πόσο θὰ κρατήσει ἡ γιορτὴ πάνω στὸ τεντωμένο σχοινί. Κι ὅταν ἡ ἔνταση σπάσει καὶ πάλι, καὶ γίνει ὁ ἔρωτας ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιδικία γιὰ τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου, γιὰ τὸ φταίξιμό σου καὶ τὴν ὀδύνη μου, τότε μιὰ ἀκόμα φυγὴ σὲ καινούργια ἐρωτικὴ σχέση θὰ δώσει καὶ πάλι τὴν ἐλπίδα, πὼς ὅλα μποροῦν αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ εἶναι μόνιμα καὶ ἀμετάθετα. Σισύφεια σταύρωση στὸν πόθο τῆς ζωῆς.

Ἐπιδόσεις Σισύφων, βασανισμοὶ παραλλαγῶν σε μιαν ἀτέρμονη διαδοχὴ ἀπὸ καινούργια πάντοτε ἐρωτικὰ ξεκινήματα. Οἱ ἄνθρωποι σταματᾶμε τὴ ζωὴ στὴν ψευδαίσθηση, κλείνουμε πεισματικὰ τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Δὲν τολμᾶμε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπάτη, τὴν πλανερὴ ψευδαίσθηση.

Ἄραγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν δυὸ ἄνθρωποι ποὺ θὰ φυλάξουν τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα μὲ καθημερινὴ ταπεινὴ προσπάθεια νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ ἀδυσώπητος τρόπος τῆς φύσης; Εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἐρωτευμένοι δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ ζώντας τὴ μέθη τῆς γιορτῆς θὰ συνυπολογίζουν κάθε στιγμὴ τὴν ἀπάτη τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νὰ διαρκεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς ἔκπληξης μὲ καθημερινὴ ἄσκηση αὐταπάρνησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς;



4. ΝΟΤΕS DE PASSAGE: ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Φθόγγοι τῆς μελωδίας ξένοι πρὸς τὶς ἑκατέρωθεν συγχορδίες καὶ ποὺ συνδέουν βαθμηδὸν δυὸ φθόγγους τῶν ἑκατέρωθεν συγχορδιῶν.
Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"


Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.




Η φυλακή του "εγώ"




Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή. Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο τον και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκονδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.

Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα συγκαλά του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.

Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.

«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής.»

Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.
«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός.»
Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.
«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα.»
Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο. Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο.
«Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!»
«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού.»

Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:

«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;»
«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός.»
Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!»
Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:
«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».

Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο:
«Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.
«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;»
Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ο γέρος συνεχίζει:
«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη. Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας… Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!»
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.

————



Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.
Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».

Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα —δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο, όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή—, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.

Χόρχε Μπουκάι