Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο μηχανισμός της προβολής



Το μικρό παιδί χρειάζεται βοήθεια από τους γονείς του στο να συλλάβει, να οργανώσει, να αξιοποιήσει τα ερεθίσματα που δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, για να μπορέσει να κατακτήσει την ενότητα εκείνη που θα του προσφέρει την ψυχική ισορροπία, αλλά και την υγιή σύνδεση μεταξύ της πραγματικότητάς και του εαυτού του.

Χρειάζεται από τους γονείς του να τον καθησυχάσουν καταπραΰνοντας τα συναισθήματά του, κάθε φορά που στην επαφή του με το περιβάλλον κατακλύζεται από ερεθίσματα που είναι περίπλοκα για εκείνον, ώστε να μην μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα στον εξωτερικό κόσμο, θεωρώντας τον εχθρικό, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτά.

Ένα παιδί τρομάζει όταν νιώθει αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς του ή για άλλους σημαντικούς ανθρώπους κάθε φορά που τον ματαιώνουν ή του εναντιώνονται και αυτό που χρειάζεται, για να καθησυχαστεί, είναι οι γονείς του να κατανοήσουν τα συναισθήματά του ως φυσιολογικά. Αυτό που θα βοηθούσε ένα παιδί είναι η αποδοχή τόσο των θετικών όσο και των δύσκολων συναισθημάτων του, ώστε να μπορέσει να δώσει χώρο τόσο στην χαρά όσο και στην θλίψη ή στον θυμό του. Θα μπορέσει να δεχτεί όλα του τα συναισθήματα, όταν αισθανθεί ότι οι γονείς του δεν αγωνιούν με αυτά τα συναισθήματα και επομένως δεν θα αντιδρά σε αυτά με απόσυρση ή με εκδικητική επιθετικότητα.

Εάν οι γονείς δεν καταφέρουν να το κάνουν αυτό, τότε δημιουργείται στο παιδί η εντύπωση ότι τα συναισθήματα του είναι επικίνδυνα, οπότε θα τα απορρίπτει προβάλλοντας τα αλλού, θεωρώντας ότι οι άλλοι νιώθουν αυτά τα συναισθήματα και όχι ο ίδιος.
Ό,τι βιώνει ως επικίνδυνο θα το αποβάλλει από τον εαυτό του και θα το τοποθετεί στο περιβάλλον του ( εγώ εκτιμώ τον εαυτό μου, οι άλλοι δεν με εκτιμούν) ή σε άλλα πρόσωπα (δεν σε μισώ, εσύ με μισείς), προσπαθώντας να διατηρήσει, ότι βιώνει ως καλό, σε απόσταση ασφαλείας από ότι βιώνεται ως κακό και καταστροφικό, με αποτέλεσμα όμως έτσι να διασπάται ο ψυχικός του κόσμος και να νιώθει διχασμένος.

Αν σε έναν άνθρωπο δεν έγιναν επιτρεπτά τα συναισθήματά του από τους σημαντικούς του ανθρώπους, θεωρεί κάθε συναίσθημα που δεν έγινε αποδεκτό ως αρνητικό για τον ίδιο και προκειμένου να διαφυλάξει την θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του -γιατί αλλιώς θα συντριβεί η αυτοεκτίμησή του-  , τα εκτοξεύει αλλού.
Αυτό βέβαια θα έχει ως αντίκτυπο, ο άλλος, που του προβάλλει τα συναισθήματα του, να γίνεται μισητός, εχθρικός, απεχθής και να αποτελεί συγχρόνως πόλο έλξης και πόλο άπωσης ταυτόχρονα για τον ίδιο.

Ελκύεται από εκείνον, γιατί εφόσον προβάλει το δύσκολο συναίσθημά του σε αυτό το πρόσωπο, θα δημιουργεί σχέση, έστω συγκρουσιακή, μαζί του γιατί έτσι θα νιώθει ενωμένος με το μέρος του εαυτού του που αποβάλλει οπότε, για να μην χάσει την σύνδεση με τον εαυτό του και αποσχιστεί ψυχικά, εξαρτιέται από εκείνον και δεν μπορεί να τον αποχωριστεί.
Θα φανατίζεται όμως παράλληλα με το πρόσωπο στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματά του, γιατί όσο νιώθει κατακερματισμένος, η διαφορετικότητα του άλλου τον απειλεί, επειδή του θυμίζει την απόρριψη του εαυτού του από τους σημαντικούς ανθρώπους του όπως την βίωσε ή όπως φαντασιώθηκε πως την βίωσε, όταν τόλμησε να αισθανθεί διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που του επέτρεψαν εκείνοι. Δεν έχει αποδεχτεί την διαφορετικότητα των πλευρών του εαυτού του, ώστε να καταφέρει να τις ενώσει, και κάθε ιδέα ένωσης ξεσηκώνει μια θύελλα συναισθημάτων οδύνης που γίνεται τρόμος στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει τα ψήγματα της αποδοχής τους, αν εκείνος κάνει βήματα προόδου και διαφοροποιηθεί από εκείνους, οπότε, για να μην συντριβεί ψυχικά, ταυτίζεται με την απροθυμία των σημαντικών του προσώπων να αποδεχτούν τα συναισθήματα του.


Οι ρατσιστές για παράδειγμα εκδηλώνουν τα επιθετικά τους συναισθήματα σε όλους εκείνους που εκφράζουν ιδεώδη διαφορετικά από τα δικά τους, γιατί αισθάνονται απέχθεια και μίσος για όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού τους που βλέπουν ως όμοια σε εκείνους που επιτίθενται και τα οποία δεν μπορούν να τα αποδεχτούν, γιατί απορρίφτηκαν βίαια από τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους στο παρελθόν, οπότε προκειμένου να έχουν την εύνοια τους, υποτάσσονται παθητικά στα μοντέλα κυριαρχίας που έχουν διαμορφώσει, ενώ εκφράζουν την βία τους στους αδύναμους. Κάθε έκφραση αδυναμίας τους παραπέμπει σε συνθήκες μοναξιάς και οδύνης που βίωσαν, όταν συνθλίφτηκε η αυτοεκτίμησή τους κάτω από την μπότα της απόρριψης και για να μην συντριβούν ολοσχερώς, αρνούνται και αποδιώχνουν το συναίσθημα αδυναμίας τους, ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο και επιτίθενται σε καθετί που ανασκαλεύει τις μνήμες, τις στοιχειωμένες από το φόβο τους.


Κάθε άνθρωπος που έμεινε απροστάτευτος στο χείμαρρο των συναισθημάτων του, -γιατί κανείς δεν αποτέλεσε ένα φράγμα για εκείνον-, κρύβει ένα μικρό παραπονεμένο παιδί μέσα του, που κατέχεται από μειονεκτική αίσθηση για τον ίδιο, αλλά και για την ικανότητά του να αγαπιέται, οπότε εκείνος ο εαυτός αποφασίζει για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, τις προτιμήσεις του, τις στάσεις και συμπεριφορές του.
Ελκύεται από το όμοιο, που αυτό μπορεί να αφορά την μειονεκτική εικόνα του εαυτού του ή μπορεί να αφορά το όμοιο συναίσθημα τρόμου που βίωσε ως παιδί, κάτω από την ελλιπή συναισθηματική ανταπόκριση που αφάνισε την αξία του, ακόμα κι αν αυτό το όμοιο δεν το εξελίσσει, αλλά παραμένει σε αυτό γιατί νιώθει μια αίσθηση ασφάλειας, ψεύτικη μεν, αλλά τουλάχιστο το αίσθημα οικειότητας που αποπνέει αυτό το περιβάλλον δεν τον αποδιοργανώνει ριζικά.

Καθετί διαφορετικό τον φέρνει σε επαφή με μια θύελλα συναισθημάτων που βίωσε ως παιδί, τα οποία εξακοντίζονταν βίαια στον ψυχισμό του και εκείνο δεν βρήκε απάγκιο πουθενά, ώστε να μπορέσει να συνομιλήσει με τα συναισθήματά του, να τα καταγράψει ως φυσιολογικά. Η βία που ποτίστηκε τον καθορίζει στην ζωή του και την εξαπολύει σε οποιονδήποτε του θυμίζει την αδικία που βίωσε τότε.

Κάθε νέα εγγραφή τον διαταράσσει και η ορμή των συναισθημάτων που την ακολουθούν είναι τέτοια, που φοβάται πως μπορεί να προκαλέσει ρήγμα στο σύστημα ισορροπίας του. Καθένας, καθετί που θυμίζει ενότητα, εξέλιξη, απειλεί τον μονομερή κόσμο του που είναι γεμάτος μονόδρομους που έχει όμως μάθει τόσο καλά να τους περπατάει και ας αποτελούν τα αδιέξοδα του. Και όσο παραμένει εγκλωβισμένος εκεί, δεν μπορεί να διεκδικήσει την απελευθέρωσή του, γιατί αναλώνει αλλού την πολύτιμη ενέργεια του.

Εξαπολύει την ορμή των συναισθημάτων του σε όλους εκείνους που μοιάζουν ή που φαντασιώνεται πως μοιάζουν με εκείνους που τον εγκατέλειψαν στο περιθώριο της ύπαρξης του και μεταθέτει σε εκείνους τα αρνητικά συναισθήματα που δεν τολμά να τα στρέψει εκεί που τον αδίκησαν, σε εκείνους που του στέρησαν την ελπίδα να επικοινωνήσει την αλήθεια του, αλλά αυτός ο αδιάκοπος πόλεμος τον στερεί από την ευθύνη της ελευθερίας του, από την επαφή με την προσωπική του δύναμη, από την εξυγίανση της προσωπικότητάς του.

Καθένας μας κρύβει ένα κουβάρι στον ψυχισμό του, όπου, αν αγαπά τον εαυτό του και τους ανθρώπους του, καλείται να βρει την άκρη του και να ξετυλίξει το νόημα της ζωής του, τυλίγοντας το νήμα με τρόπο που θα του δώσει την έμπνευση να υφάνει ένα όμορφο πίνακα ζωής, στον οποίο η αξία του θα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για εκείνον.

Αν αγκαλιάσει κάθε πτυχή του με ενδιαφέρον και αγάπη, θα συνθέσει το παζλ της ενότητας του εαυτού του και θα επέλθει η ειρήνη στην ψυχή του, γιατί σύμμαχος του θα είναι η προσπάθεια του να αποδεχτεί κάθε δυνατή πλευρά του που θα τον οδηγήσει σε νικητήριες προσπάθειες, αλλά και κάθε αδύναμη που θα τον κάνει πιο βαθιά ανθρώπινο και θα τον φέρει πιο κοντά στην Αγάπη.


Αγγελική Μπολουδάκη
Ειδικός Ψυχικής Υγείας - Συγγραφέας
πηγή : Αντικλείδι ,

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ο έλεγχος, αποφυγή της ελευθερίας

"Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας την κάτι εύθραυστο. 

 Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, 

που με αυτήν τον κατακτάς..." - 

Μάνος Χατζηδάκις


Ο έλεγχος, με την έννοια της εναρμόνισης της λογικής με τα συναισθήματά μας, είναι ένας μηχανισμός προστασίας που μας χρειάζεται, γιατί ενεργοποιούμε την λογική μας σε κάθε κατάσταση που ζούμε, προστατεύοντας έτσι τα συναισθήματά μας και άρα ολάκερο τον εαυτό μας.

Όταν βιώνουμε συγκυρίες που μας προκαλούν έντονα συναισθήματα, δεν χάνουμε τον εαυτό μας σε αυτές, αλλά κρατάμε με μαεστρία το τιμόνι της ζωής μας, διατηρώντας την ωριμότητα μας, την ελευθερία μας, τη συνοχή και τη συνέχεια μας. Το κάθε γεγονός παραμένει διαφοροποιημένο από μας, οπότε μπορούμε να το διαχειριστούμε, όποια κι αν είναι η έκβασή του. Παρόλο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε την εξέλιξη των γεγονότων, μπορούμε, αν νιώθουμε ασφάλεια με τον εαυτό μας, να διατηρούμε την αξία μας και να αξιοποιούμε τα συναισθήματα μας στην κάθε στιγμή που ζούμε, ώστε να παίρνουμε υγιείς αποφάσεις για μας.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και χάνουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας σε αυτήν, είναι γιατί δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας πως μπορούμε να καταφέρουμε να κυβερνήσουμε αποτελεσματικά το σκάφος της λογικής μας στις αντίξοες συνθήκες. Φοβόμαστε πως η κάθε κατάσταση θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μέσα μας και τα συναισθήματά μας θα αποτελέσουν έρμαιο της, χωρίς να μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε. Νιώθουμε ανασφάλεια στην ιδέα πως οι άλλοι θα μας εγκαταλείψουν ή θα γίνουν εχθρικοί προς εμάς και προσπαθούμε να χειραγωγήσουμε τις αντιδράσεις τους, κάνοντας τα πάντα για εκείνους, αποτελώντας ακόμα και τον υποβολέα τους, στην προσπάθεια μας να κερδίσουμε την επιβεβαίωση πως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ελέγχουμε τα συναισθήματα μας μήπως μας πνίξουν, άρα ελέγχουμε και τους άλλους παραμένοντας προσκολλημένοι σε εκείνους, ώσπου σταδιακά χάνουμε την ελευθερία μας θυσιάζοντας την.


Sarolta Ban


Βλέπουμε τον εαυτό μας ως ένα καρυδότσουφλο, που επιπλέει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και φοβόμαστε πως η κάθε συγκυρία μπορεί να προκαλέσει κύματα συναισθημάτων βουλιάζοντας την ικανότητά μας να τα καταφέρουμε. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως την πραγματικότητα είμαστε ένα γερό σκάφος, όπου μπορούμε να επιπλεύσουμε, αντλώντας δύναμη από κάθε στιγμή που αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για μας, και από την οποία επιβεβαιώσαμε την αξία μας.


Τα παιδιά που μεγαλώνουν πρόωρα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της οικογένειας, γιατί οι γονείς τους αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους, επωμίζονται υπεράνθρωπα όλες τις ευθύνες σε μια σχέση, ενώ η φροντίδα για τον εαυτό τους τούς διαφεύγει. Αισθάνονται υπεύθυνοι για τις αντιδράσεις των άλλων, ενοχοποιώντας τον εαυτό τους αν κάτι δεν πάει καλά, και προσπαθούν αδιάκοπα να βρουν τρόπους να εξευμενίσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα ώστε να τους κερδίσουν, να σώσουν τους άλλους από τις επιπτώσεις που φαντάζονται πως θα έχουν σε εκείνους οι δικές τους αλλαγές.

Συναναστρέφονται λοιπόν με ανεύθυνους ανθρώπους, όπου αναλαμβάνουν το αίσθημα ανεπάρκειας και αδυναμίας τους υπηρετώντας τους, επαναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο που γαλουχήθηκαν, διαιωνίζοντας το αίσθημα παντοδυναμίας που τους κυρίευσε από παιδιά. Επειδή δεν έλαβαν ποτέ ολοκληρωτική αγάπη και προσοχή για αυτό που ήταν οι ίδιοι, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες τους, δεν πιστεύουν στην αξία τους και νιώθουν ανεπαρκείς, πιστεύοντας πως οι ίδιοι δεν έκαναν αρκετά για να κερδίσουν αυτήν την αγάπη. Επιβεβαιώθηκαν όσο πρόσφεραν και πιστεύουν πως, για να αισθανθούν κάποια ψήγματα χαράς, θα πρέπει να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για αυτό. Νιώθουν μειονεκτικά, αμφιβάλλουν για το πόσο καλοί είναι, φαντασιώνονται τον εαυτό τους ως μιαρό, που δεν έκανε αρκετά για να κερδίσει την αγάπη των σημαντικών τους ανθρώπων, οπότε κάνουν τα πάντα για να εξαγνιστούν. Επιρρίπτουν όμως παράλληλα ευθύνες στους άλλους για το ότι η σχέση είναι δυσλειτουργική, προβάλλοντας στους άλλους το δικό τους αίσθημα ανεπάρκειας. Παράλληλα αγνοούν τις αληθινές ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, όπως αγνοήθηκαν και οι δικές τους στο παρελθόν, αλλά τους επιβάλλουν τις δικές τους πιέζοντας τους για αυτό, όπως πιέστηκαν και εκείνοι να ανταποκριθούν σε ανάγκες άλλων. Κάθε φορά που δεσμεύονται με κάποιον ή με κάτι, εντείνεται η αβεβαιότητα, η οποία τους κατακλύζει κάθε φορά, γιατί τους κυνηγά η εικόνα της τελειότητας που έπλασαν τις ώρες της μοναξιάς τους και την οποία φαντάστηκαν ότι αν την είχαν, θα είχαν εκείνη την αγάπη, χωρίς όρους, η οποία δεν τους δόθηκε.


photo by Bryan Durushia



Η εικόνα για τον εαυτό τους δεν είναι ολοκληρωμένη, η αυτοεκτίμησή τους έχει πληγεί, άρα δεν πιστεύουν πως αξίζουν να ζήσουν γαλήνιες στιγμές.


Επιλέγουν σχέσεις και καταστάσεις που τους πληγώνουν, αλλά οι ίδιοι είναι τόσο εθισμένοι στον συναισθηματικό πόνο, γιατί έζησαν με αυτόν στον προσκέφαλό τους και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους, οπότε παραμένουν σε αυτές, όσο κι αν σκάβουν λαγούμια στην ψυχή τους. Επειδή η ψυχή τους έχει απορροφήσει οδύνη, αναζητούν επώδυνες συναισθηματικές εμπειρίες, που συντηρούν κι εντείνουν την αγωνία που νιώθουν. Όσο είναι σε αυτές, η σκέψη αποπροσανατολίζεται και ενώ υπάρχει ενθουσιασμός που την φουσκώνει η αίσθηση οικειότητας και η ιδέα του παντοδύναμου ελέγχου πως μέσα από αυτό το πρόσωπο θα εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο τα τραύματα και θα σβήσουν τα σημάδια από τις πληγές, σταδιακά αποκαλύπτεται πως το πρόσωπο αυτό δεν αποβαίνει ο λυτρωτής αλλά ο εφιάλτης τους, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα συναισθήματά τους και στοιχειώνει τα όνειρά τους. Προσκολλούνται όμως σε αυτούς τους ανθρώπους, νομίζοντας πως είναι η γέφυρα για να περάσουν στην αντίπερα όχθη, όπου ελπίζουν πως υπάρχει ένας Παράδεισος για εκείνους, αλλά τελικά αναβιώνουν τα ίδια συναισθήματα μαζί τους, μπαίνοντας σε ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο και για τους δυο τους, ώσπου έρχεται η κατάθλιψη να σκεπάσει με το θολερό της μανδύα τη ζωή τους.

Δεν ασχολούνται με σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και δεν αξιοποιούν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να πάρουν τις σωστές επιλογές για την βελτίωση της ζωής τους, αλλά ξοδεύουν την ενεργητικότητα τους με λάθος τρόπο.

Γεμίζουν με μια αίσθηση αποτυχίας κάθε φορά που ο σύντροφος ή η κατάσταση δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους, ενώ η ματαίωση σα θύελλα ανεμοδέρνει την ελπίδα τους, κάθε φορά που η προδοσία εξαργυρώνει την ανέλπιδη προσπάθεια τους. Έτσι η αυτοπεποίθηση τους μειώνεται συνεχώς, η θετική εικόνα του εαυτού τους συρρικνώνεται, τα συναισθήματα αποτυχίας τους κατακλύζουν, ενώ εξασθενούν τα ενδιαφέροντά τους, μέχρι που χάνονται σιγά-σιγά. Δεν απολαμβάνουν την χαρά, γιατί φοβούνται πως πάντα κάτι κακό θα συμβεί που θα ανατρέψει την αισιοδοξία τους και θα επιφέρει τον όλεθρο, οπότε η ελπίδα δεν βρίσκει μια γρίλια ελευθερίας να τους διαπεράσει και να τους φωτίσει. Αισθάνονται πως κάτι δεν πάει καλά με εκείνους, ντρέπονται για τον εαυτό τους, δεν προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, κι όταν το κάνουν κατακλύζονται από δυσβάσταχτα αμφιθυμικά συναισθήματα που επισκιάζουν την ικανοποίησή τους, γιατί υπόγειες κραυγές απαξίωσης γιγαντώνουν τους φόβους τους, που με τις φλόγες τους καίνε την επιθυμία τους.



Οι σπόροι της επιθυμίας τους φυτρώνουν σε μια Προκρούστεια κλίνη, όπου, όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που λαχταρούν είναι μεγαλύτερο από εκείνο που τους υπαγορεύει η σκιώδης τους εικόνα, το πετσοκόβουν αλύπητα, ενώ, αν είναι μικρότερο, το επικρίνουν αυστηρά, τραβώντας χωρίς έλεος τα άκρα του, να μεγαλώσει πρόωρα και ας συρρικνώνεται εκείνο τελικά κάτω από την αδίστακτη κριτική τους.

Σταδιακά έρχονται τα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα να τους αποδυναμώσουν, η συναισθηματική δυσφορία τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό τους, και ο αέρας ελευθερίας παύει να πνέει στις αποφάσεις τους. Αρχίζουν να αποφεύγουν ανθρώπους που διευκολύνουν το αίσθημα απελευθέρωσης μέσα τους, γιατί τους κάνουν να έρχονται σε επαφή με την αλήθεια τους και επιλέγουν εκείνους που τους ελέγχουν και τους κρατούν αιχμάλωτους στην παθητική τους στάση, εξουσιάζοντας τα συναισθήματά τους, όπως κάνουν και εκείνοι στα δικά τους. Η εύθραυστη ψυχική τους υγεία εντείνει την εξαρτητική τους διάθεση και εμφανίζονται συμπτώματα όπως λαιμαργία ή ανορεξία, εξάρτηση από το αλκοόλ, τα χάπια, ή κατατρύχονται από ψυχικές διαταραχές, οι οποίες επιδεινώνουν την σωματική τους υγεία. Όλη τους την ενέργεια την δίνουν στην εργασία τους, στην οποία δίνονται με μανιακό τρόπο, προσκολλιούνται σε ενδιαφέροντα που τους κρατάνε μακριά από το σπίτι τους, αισθάνονται μίσος και ζήλεια για όλους εκείνους που προσπαθούν για την ζωή τους με φυσιολογικό τρόπο. Ο παράλογος τρόπος σκέψης κλονίζει την ψυχική τους ισορροπία και παρουσιάζονται φαινόμενα, όπως παραλογισμός, ακαθόριστοι φόβοι, και είτε αδυνατούν να αντιδράσουν είτε η επιθετικότητα τους γίνεται βία που εκδηλώνεται με αυτοκαταστροφικό τρόπο ή εξαπολύεται στους άλλους από μίσος και οργή που προσπαθούν για την ζωή τους.

Οι ίδιοι δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής τους και παραμένουν εξαρτημένοι από συμπεριφορές που τους κρατούν υποταγμένους σε μια αδήριτη μοίρα που επαναλαμβάνεται, γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της αλλαγής του τρόπου σκέψης τους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ενώ αναλαμβάνουν τις ευθύνες των άλλων, στον εαυτό τους φέρονται ανώριμα, ίσως γιατί αυτό το παιδί μέσα τους δεν απόλαυσε ποτέ το παιγνίδι, οπότε κάθε φορά που η επιθυμία της φροντίδας, της χαράς, της ανεμελιάς του εαυτού τους τούς καλεί, την αντιμετωπίζουν ως μια ακόμη ευθύνη, οπότε έρχεται η εξουθένωση για να αναστείλει την απόφασή τους. Το νόημα της ζωής τους ασθενεί και συννεφιασμένες σκέψεις ρίχνουν το πέπλο σε κάθε αχτίδα φωτός, η οποία χρειάζεται πίστη για να προβάλει διάχυτα και να τους λούσει με ελπίδα για την ζωή τους.





Noell Oszvald




Όσο είναι σε αυτό τον κλειστό κύκλο αναζήτησης, αναζητούν την ένταση σε όλες τους τις σχέσεις, ακόμα και στις επαγγελματικές, όπου δίνουν αλόγιστα τον εαυτό τους, για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα μειονεξίας που τους κατακλύζουν και πλήττουν την εικόνα τους, ενώ υψώνουν δυσθεώρητα τείχη στα πρέπει τους, που λειτουργούν άναρχα και κραυγαλέα τιμωρητικά, αποκλείοντας την επιθυμία από την ζωή τους. Το παραμύθι της πεντάμορφης και του τέρατος τους συνοδεύει και επενδύουν την αγάπη τους εκεί όπου προσδοκούν στην αλλαγή, παρόλο που από την πρώτη ματιά φαίνεται ανέφικτη, ενώ ταυτόχρονα ο οίκτος τους εμποδίζει να αποδράσουν. Όσο η άρνηση και ο έλεγχος τους δυναστεύουν, δεν βρίσκει χώρο η αποδοχή να εισέλθει και να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, χωρίς την επιθυμία να την μεταβάλλουν και τέρπουν τον εαυτό τους με ψευδαισθήσεις που προσγειώνουν με κρότο τα όνειρά τους.

Η αποδοχή του εαυτού μας είναι η ύψιστη ελευθερία. Αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, με τις δυσκολίες μας, τις θετικές και αρνητικές μας πλευρές, τις επιλογές του παρελθόντος που μπορούν να γίνουν μαθήματα του παρόντος, είναι πολύ πιο εύκολο να σεβαστούμε τον εαυτό μας και να παραχωρήσουμε ελεύθερο χώρο στις επιθυμίες μας. Αν φιλιώσουμε με τον εαυτό μας και νιώσουμε περήφανοι για μας, ανακαλύπτουμε ένα πολύτιμο φίλο που θα είναι δίπλα μας σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Δεν θα νιώθουμε μόνοι μας, γιατί η αλήθεια μας θα συμπορεύεται μαζί μας και με αυτήν θα επικοινωνούμε με εκείνους που θα μπορούν να την δεχτούν. Κάθε φορά που θα παίρνουμε μια απόφαση, σεβόμενοι τον εαυτό μας και ακολουθώντας τις επιθυμίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε όμορφα με την επιθυμία μας, αυτό θα μας δυναμώνει και θα μας απελευθερώνει, γιατί μαθαίνουμε να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και σε αυτήν την απόφαση θα ελκύουμε ανθρώπους που αγαπάνε την αλήθεια μας, όπου ακόμα κι αν δεν είναι πολλοί, η ποιότητα της σχέσης που θα δημιουργούμε μαζί τους θα είναι ουσιαστική και πολύτιμη.

Αγγελική Μπολουδάκη
από το  Αντικλείδι 



[Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι ]

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Scherzo [ 8 ] - [ γη των ανθρώπων ]*

Ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν
ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.


ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ζωγραφιὰ στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Χιονισμένο τοπίο, τὸ τρένο γλυστράει σὲ νυχτωμένη κοιλάδα, θρόισμα στὴ γαλήνη. Φευγαλέες εἰκόνες, διάσπαρτα μικροχώρια, σπιθοβόλημα κάθε φωτισμένο παραθύρι. Πίσω ἀπὸ κάθε σπιθοβόλημα ἡ στέγη, φάντασμα εὐτυχίας: Μιὰ ζεστὴ λαχανόσουπα, μιὰ στοργικὴ ἀγκαλιὰ γιὰ τὸν ὕπνο, οἱ γείτονες φίλοι, κι ὁ σκύλος πιστὸς νὰ ξαγρυπνάει στὸ κατώφλι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἄγνωστη στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἴσως στὸ φευγαλέο σπιθοβόλημα νὰ ξαγρυπνάει ἡ ρήξη. Βουβὸς ἢ ἀνοιχτὸς σὰν πληγὴ σπαραγμός. Ζεστὴ λαχανόσουπα, ναί, πράξη ρουτίνας κι ἀγαναχτισμένη ὑποχρέωση. Στιβάζονται νὰ πλυθοῦν τὰ πιατικά, ἄχθος ἡ λάτρα κάθε μέρα. Ὁ σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «ἐγὼ νὰ τὰ προφταίνω ὅλα». Ἀβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι ἢ βλέμμα στοργῆς ὅλη μέρα. Ἔτσι, ποὺ ἡ τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στὸ κρεβάτι, σχεδὸν κωμική. Πρέπει νὰ ἐκλιπαρήσεις, κι αὐτὸ ταπεινώνει. Γενιὲς γενεῶν παραχωροῦν τὸν ἔρωτα συγκαταβατικά, μιὰ στιγμὴ ἡδονῆς τοῦ κορμιοῦ, τίποτε ἄλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀποκοιμιοῦνται. Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλὸς στὸ μαγγάνι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς, τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα: Σπιθοβόλημα εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια. Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων, προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.

Αυγή Τσολάκου


Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια, νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι. Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ. Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν διασκοπούμενη θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου.

Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου, κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές. Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.

Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης», τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες: θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ ἄλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.

Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύση μας - τὴ φύση ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.

8. SCHERΖΟ : «ΣΚΕΡΤΣΟ»
Ἐλαφρὸ μουσικὸ κομμάτι σὲ τριαδικὸ μέτρο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ
τὸ μενουέττο σὲ μιὰ σονάτα ἢ συμφωνία,
ἢ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοτελὲς ἔργο.


Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Το κελί



Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν.
Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. 

Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. 

Gilbert Garcin 
Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μια ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».



Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. 

Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, 

αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.


Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου 
[εκδ. Πλέθρον] – απόσπασμα. 


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

"Πλάθοντας ανθρώπους"


"Χρειαζόμαστε τέσσερεις αγκαλιές τη μέρα για να επιβιώσουμε,
οκτώ αγκαλιές για να συντηρηθούμε
και δώδεκα αγκαλιές τη μέρα για να αναπτυχθούμε"








Ως ερωτικό ον το παιδί που μεγαλώνει, μαθαίνει πολλά στο σπίτι, βλέποντας πώς οι γονείς του συμπεριφέρονται μεταξύ τους και με πόση ελευθερία και ειλικρίνεια ασχολούνται με θέματα του ερωτισμού και των δύο φύλων. Αν εσύ, ως γυναίκα, δεν εκτιμάς και δε βρίσκεις χαρά και ευχαρίστηση στον άντρα σου και στο σώμα του, πώς μπορείς να διδάξεις στην κόρη σου την εκτίμηση για τους άντρες; Το ίδιο συμβαίνει και με τον πατέρα. Με κάποιο τρόπο, αυτό το πέπλο μυστικότητας πρέπει να ανασηκωθεί απ’ όλο το σεξουαλικό ζήτημα, έτσι ώστε οι ενήλικες, που βγαίνουν απ’ τις οικογένειες, να είναι περισσότερο ολοκληρωμένοι. 

Ένα άλλο πράγμα που πρέπει να διδάσκεται είναι, πώς ταιριάζουν μεταξύ τους τ’ αρσενικά και τα θηλυκά, πώς βάζουν ο καθένας το δικό του ξεχωριστό εαυτό για να ενωθούν σ’ έναν καινούργιο δεσμό – ερωτικό, κοινωνικό, πνευματικό και συναισθηματικό. Στο παρελθόν ήταν πολύ εύκολο να βάζουμε να τσακώνονται τ’ αρσενικά και τα θηλυκά μεταξύ τους – η προαιώνια «πάλη των δύο φύλων». Πρόκειται για κάτι περιττό και δυσάρεστο. Πολλές οικογένειες μαθαίνουν τα θηλυκά τους να υποτάσσονται στα αρσενικά. Λένε στη γυναίκα πως ήρθε στη γη για να υπηρετεί το αρσενικό. Άλλες οικογένειες διδάσκουν στ’ αρσενικά τους ότι θα πρέπει πάντα να είναι υπηρέτες των θηλυκών: ότι πρέπει να τα προστατεύουν, να τα φροντίζουν, να σκέπτονται και να αισθάνονται γι’ αυτά και να μην τα κάνουν ποτέ να υποφέρουν. Μερικά παιδιά διδάσκονται ότι τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι ίδια από κάθε άποψη και αρνιούνται τις διαφορές τους. Σ’ άλλα πάλι λένε πως διαφέρουν σεξουαλικά από το άλλο φύλο, μα έχουν πολλά κοινά μ’ αυτό και μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά μαζί του.

[…]

Στα ερωτικά στερεότυπα, που καθορίζουν στις οικογένειες πολλά απ’ όσα διδάσκονται για τα δύο φύλα, το θηλυκό θεωρείται κατά τεκμήριο μαλακό, υποτακτικό και τρυφερό, όχι σκληρό και επιθετικό. Το αρσενικό υποτίθεται ότι πρέπει να είναι σκληρό κι επιθετικό, όχι υποχωρητικό και τρυφερό. Πιστεύω πως η τρυφερότητα και η σκληρότητα είναι ιδιότητες που χρειάζεται ο καθένας μας. Πώς μπορεί ένας άντρας να ταιριάξει με την τρυφερότητα της γυναίκας, αν δεν έχει κι ο ίδιος ανεπτυγμένη τρυφερότητα; Πώς μπορεί μία γυναίκα να ταιριάξει με τη σκληράδα του άνδρα, αν δεν την έχει ποτέ χρησιμοποιήσει στη δική της ζωή; Καθένας το καταλαβαίνει ότι μ’ αυτά τα στερεότυπα σαν μοντέλα, είναι φυσικό οι άντρες να θεωρούν τις γυναίκες αδύνατες και οι γυναίκες τούς άντρες σκληρούς και βίαιους. Πώς μπορείς να ταιριάξεις με κάποιον, αν σκέπετσαι μ’ αυτόν τον τρόπο;

Γενικά, οι άντρες ζουν λιγότερο απ’ τις γυναίκες κι αυτό νομίζω ότι κατά μέγα μέρος οφείλεται στο γεγονός πως οι άντρες καταπνίγουν τα τρυφερά συναισθήματά τους. Τα τρυφερά συναισθήματά μας είναι οι χυμοί της ύπαρξής μας, αλλά δεν επιτρέπεται ποτέ σ’ έναν άντρα να κλάψει ή να πονέσει. Για να το καταφέρει αυτό, αναγκάζεται να γίνει αναίσθητος. Αν οι κανόνες, που έχει δεχτεί, του απαγορεύουν και να θυμώνει, δε θα μπορεί, ακόμη και με τον πιο κατάλληλο τρόπο να δώσει διέξοξο ούτε στα επιθετικά του συναισθήματα. Τότε αυτά τα καταπιεσμένα συναισθήματα πάνε στο βάθος, κάνουν μεγάλες ζημιές στο σώμα του και τελικά παθαίνει υπέρταση και καρδιακές προσβολές. Έχω εγώ η ίδια δει πόσο δραστικά άλλαξαν άντρες που κατέφεραν να έρθουν σ’ επαφή με τα τρυφερά τους συναισθήματα. Σχεδόν όλοι μου είπαν ότι φοβόντουσαν τη βιαιότητά τους. Αφού όμως έμαθαν να εκτιμούν την τρυφερότητά τους, η επιθετικότητά τους μετατράπηκε σε εποικοδομητική ενέργεια και όχι σε καταστροφική μανία.

Κατά παρόμοιο τρόπο, όσες γυναίκες αισθάνονται ότι τους επιτρέπεται να δείχνουν μόνον τα τρυφερά συναισθήματά τους, νιώθουν ότι κινδυνεύουν συνέχεια να τσαλαπατηθούν. Παίρνουν λοιπόν άντρες για προστάτες κι αυτό το πληρώνουν μένοντας μέσα σ’ ένα συγκινησιακό ζουρλομανδύα. Για να διατηρήσουν κάποια αίσθηση σιγουριάς και ασφάλειας, καταντάνε ραδιούργες.

Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα αποξενώνονται από τα τρυφερά συναισθήματά τους, γίνονται επικίνδυνα ρομπότ. Αν αποξενωθούν από τα σκληρά συναισθήματά τους, γίνονται παράσιτα ή θύματα. Στην οικογένεια μαθαίνονται όλα αυτά.



Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – απόσπασμα







Αυτοεκτίμηση είναι η ικανότητα να δίνεις αξία στον εαυτό σου και να τον μεταχειρίζεσαι με αξιοπρέπεια, με αγάπη και αλήθεια.

Όποιος αγαπά είναι επιδεκτικός αλλαγής.

Ακεραιότητα, ειλικρίνεια, υπευθυνότητα, συμπόνια αποτελούν στοιχεία του χαρακτήρα σου.

Νιώθεις πως λογαριάζεσαι από τους άλλους, πως ο κόσμος είναι καλύτερος γιατί και εσύ είσαι μέρος του.

Πιστεύεις στις ικανότητές σου. Επιτρέπεις στον εαυτό σου να ζητήσεις βοήθεια από τους άλλους, πιστεύεις όμως παράλληλα ότι μπορείς να αποφασίζεις μόνος σου και ότι τελικά μέσα σου θα βρεις αστείρευτες πηγές βοήθειας.

Εκτιμάς τη δική σου αξία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεις και σέβεσαι την αξία των άλλων.

Νιώθεις εμπιστοσύνη και ελπίδα.

Οι κανόνες σου είναι σύμφωνοι με αυτό που αισθάνεσαι.

Η νόηση και τα συναισθήματά σου κατευθύνουν τις πράξεις σου.

Δέχεσαι ολόκληρο τον εαυτό σου σαν ανθρώπινο πλάσμα.

----


Virginia Satir, «Πλάθοντας Ανθρώπους» – απόσπασμα

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο Άνθρωπος είναι αυτό που κάνει



Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ή θεωρία μας (ο υπαρξισμός)    προξενεί φρίκη σε μερικούς ανθρώπους.

Γιατί συχνά ένα μόνο τρόπο έχουν για να αντέχουν την αθλιότητα τους.
Να σκέφτονται: «οι περιστάσεις υπήρξαν εναντίον μου. Τα πράγματα μού πήγανε κόντρα. Άξιζα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έγινα. Βέβαια, δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα ή τη μεγάλη φιλία, αλλά σ’ αυτό φταίει το γεγονός ότι δεν έλαχε να συναντήσω τον άντρα ή τη γυναίκα που να ήταν άξιοι για την αγάπη ή για τη φιλί μου. Δεν έγραψα πολύ καλά βιβλία και γι’ αυτό φταίει το ότι δεν είχα πολύ διαθέσιμο ελεύθερο καιρό στη διάθεσή μου. Δεν έκανα παιδιά για να τους αφιερωθώ, γιατί δεν βρήκα τον άνθρωπο που θα μπορούσα να φτιάξω μαζί του τη ζωή μου. Έμειναν λοιπόν αχρησιμοποίητες μέσα μου και είναι πάντα βιώσιμες ένα πλήθος από διαθέσεις, κλίσεις, δυνατότητες, που μου δίνουν μιαν αξία, την οποία ασφαλώς δεν μου επιτρέπει να επικαλεσθώ η σειρά των πράξεών μου.»




Στην πραγματικότητα όμως, για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει άλλος έρωτας απ’ αυτόν που οικοδομείται, πραγματώνεται.
Δεν υπάρχει δυνατότητα έρωτα παρά μόνο αυτή που εκδηλώνεται σε έναν έρωτα.
Δεν υπάρχει μεγαλοφυΐα παρά μόνο αυτή που εκφράζεται στα έργα τέχνης: η μεγαλοφυΐα του Προυστ είναι το σύνολο των έργων του Προυστ. Η μεγαλοφυΐα του Ρακίνα είναι η σειρά των τραγωδιών του και τίποτ’ άλλο. Γιατί να αποδίδουμε στον Ρακίνα τη δυνατότητα να γράψει μία νέα τραγωδία, αφού ακριβώς δεν την έγραψε;
Ο άνθρωπος στρατεύει τον εαυτό του στη ζωή, σχεδιάζει ο ίδιος τη φυσιογνωμία του, την προσωπικότητά του και πέρα απ’ αυτή την προσωπικότητα δεν υπάρχει τίποτα. Φυσικά, η σκέψη αυτή μπορεί να φανεί σκληρή σε κάποιον που δεν πέτυχε στη ζωή του. Απ’ την άλλη μεριά όμως, προδιαθέτει τους ανθρώπους να καταλάβουν πως μόνον η πραγματικότητα μετράει, πως το όνειρα, οι προσδοκίες, οι ευσεβείς πόθοι, οι ελπίδες, άλλο δεν κάνουν απ’ το να καθιστούν τελικά τον άνθρωπο ένα χαμένο, απογοητευμένο όνειρο, γεμάτο ελπίδες ανεκπλήρωτες, προσμονές ανώφελες. Τον καθορίζουν δηλαδή αρνητικά και όχι θετικά.




J. P. Sartre,  από το «Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός»,
[ εκδ. Αρσενίδης ]

"Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος γιατί δεν διάλεξε ο ίδιος την ύπαρξή του, αλλά εφ όσον βρίσκεται στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις του".

"Η ελευθερία θα πρέπει να θεωρηθεί σκοπός του ατόμου. Μόνο όμως αν συνοδεύεται από την αναγνώριση της ελευθερίας των άλλων".

Αυτή είναι η ουσία του Υπαρξισμού, και το κεντρικό σημείο ενός μεγάλου μέρους του έργου του μεγάλου φιλοσόφου και διανοητή.



-------


Στο βιβλίο του ‘Ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός’, αναφέρει την φράση του Ντοστογέφσκυ, ότι αν δεν υπήρχε Θεός θα επιτρέπονταν τα πάντα.
Εδώ, βρίσκεται κατά τον Σαρτρ το σημείο αφετηρίας του υπαρξισμού.
Πραγματικά τα πάντα επιτρέπονται αφού δεν υπάρχει θεός και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι εγκαταλελειμμένος, γιατί δεν βρίσκει ούτε μέσα ούτε έξω από τον εαυτό του μια δυνατότητα να αρπαχτεί από κάτι. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει τίποτα το προκαθορισμένο, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία.
Είμαστε μόνοι, ασυγχώρητα μόνοι. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος.

[ Εδώ η συνέχεια του άρθρου ]

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό



Αν αποφασίσω να γίνει φίλος μου ο Χοσέ, το κέντρο της ζωής μου, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Χοσέ, πάντα κάπου γύρω του θα τριγυρίζω.
Αν τα λεφτά που βγάζω είναι το κέντρο της ύπαρξής μου, η ύπαρξή μου θα περιστρέφεται γύρω από τα λεφτά. Το ίδιο συμβαίνει με την εξουσία, το σεξ ή τη δόξα.

Ο μόνος τρόπος για να μην περιστρέφεται η ζωή μου γύρω από κάτι ή κάποιον, είναι να γίνω ο ίδιος το κέντρο της ζωής μου. Το κέντρο του δικού μου κόσμου.
Κι όταν εγώ το ξέρω, και το ξέρει κι ο Χοσέ, τότε μπορούμε αυτός κι εγώ να είμαστε δυο κόσμοι που συναντιούνται: ο δικός μου με επίκεντρο εμένα, κι ο κόσμος του Χοσέ με επίκεντρο εκείνον.





Επίτρεψέ μου να σου πω τη δική μου εκδοχή αυτής της ιστορίας, που θεωρώ ότι έχει άμεση σχέση με το θέμα των καλών και των κακών ερώτων. Είναι από τις ωραιότερες και πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχω ακούσει ποτέ. Την έκανε γνωστή ένας αμερικάνος συγγραφέας ονόματι Ο’ Χένρι, που τη βρήκε μέσα σ’ ένα παλιό ελβετικό παραμύθι των Χριστουγέννων.

Η ιστορία μιλάει για ένα ωραίο νεαρό ζευγάρι σ’ ένα χωριουδάκι ξυλοκόπων κοντά σ’ ένα βουνό, που αρραβωνιάστηκαν όταν εκείνη ήταν δεκατριών κι εκείνος δεκαοχτώ. Εκείνος, καθώς είχε μάθει να κόβει ξύλα από μικρό παιδί, ήταν ψηλός, σβέλτος και μυώδης, κι εκείνη ήταν ξανθιά, με πολύ μακριά μαλλιά ως τη μέση της και υπέροχα γαλανά μάτια.

Η ιστορία λέει λοιπόν, ότι οι δύο νέοι έφτασαν στον αρραβώνα με τις ευλογίες όλου του χωριού. Ώσπου μια μέρα, όταν εκείνη έγινε δεκαοχτώ κι εκείνος είκοσι τριών, το χωριό ολόκληρο συμφώνησε να βοηθήσει τους δύο νέους να παντρευτούν.

Τους έκαναν δώρο μια ξύλινη καλύβα κι ένα μικρό κομμάτι γης με δέντρα για να μπορεί εκείνος να δουλέψει ως ξυλοκόπος. Παντρεύονται λοιπόν τα παιδιά και μετά το γάμο πάνε να ζήσουν εκεί, προς μεγάλη χαρά όλων, των ίδιων, των οικογενειών τους και του χωριού, που είχε βοηθήσει τόσο αυτή τη σχέση.

Ζουν εκεί όλες τις μέρες του χειμώνα, του καλοκαιριού, της άνοιξης και του Φθινοπώρου και χαίρονται πολύ που είναι μαζί. Πλησιάζει η πρώτη επέτειος του γάμου τους κι εκείνη νιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, για να του δείξει τη μεγάλη της αγάπη. Σκέφτεται να του κάνει ένα δώρο που θα έχει νόημα.
Αν του χαρίσει ένα καινούργιο τσεκούρι, αυτό θα έχει να κάνει με τη δουλειά του… Ένα πουλόβερ πλεγμένο από την ίδια δεν την ικανοποιεί, γιατί του έχει ήδη πλέξει διάφορα ρούχα, με άλλες ευκαιρίες, κι ένα ωραίο φαγητό πάλι, δεν της φαίνεται αρκετά μεγαλοπρεπές…

Αποφασίζει να πάει στο χωριό για να δει μήπως βρει εκεί κάτι κι αρχίζει να τριγυρνάει στους δρόμους. Βέβαια, όσο κι αν ψάχνει, δε βρίσκει και τίποτα σπουδαίο που να μπορεί ν’ αγοράσει με τα λιγοστά που βάζει στην άκρη από τα ρέστα.
Περνώντας έξω από ένα κοσμηματοπωλείο, το μοναδικό του χωριού, βλέπει στη βιτρίνα μια ωραία, χρυσή αλυσίδα. Αυτομάτως θυμάται πως υπάρχει ένα μόνο υλικό πράγμα που εκείνος λατρεύει και θεωρεί στ’ αλήθεια πολύτιμο: ένα χρυσό ρολόι που του είχε χαρίσει ο παππούς του πριν πεθάνει. Απ’ όταν ήταν παιδάκι, αυτό το ρολόι το φύλαγε σε μια παλιά θήκη που έχει πάντα δίπλα στο κρεβάτι, και κάθε βράδυ άνοιγε το συρτάρι του κομοδίνου, έβγαζε το ρολόι απ’ τη θήκη του, το σκούπιζε, το κούρδιζε λιγάκι, το άκουγε μέχρι να σταματήσει, το ξανασκούπιζε, το χάιδευε για λίγο και το έβαζε πάλι στη θήκη του.
Εκείνη σκέφτεται: «Τί θαυμάσιο δώρο θα ήταν αυτή η χρυσή αλυσίδα για κείνο το ρολόι…»
Μπαίνει στο μαγαζί να ρωτήσει πόσο κάνει και μένει άναυδη ακούγοντας την απάντηση. Κάνει πολύ παραπάνω απ’ όσο είχε φανταστεί κι απ’ όσα είχε ήδη μαζέψει. Θα έπρεπε να περιμένει τρείς επετείους για να μπορέσει να την αγοράσει, αυτή όμως δεν μπορεί να περιμένει τόσο πολύ.


Φεύγει από το χωριό αρκετά λυπημένη, και σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει, για να βρει τα λεφτά για την αλυσίδα. Καθώς δεν είχε μάθει να κάνει κάποια εργασία, στύβει το μυαλό της για να βρει μια λύση, ώσπου, περνώντας έξω από το κομμωτήριο του χωριού, βλέπει μια επιγραφή που λέει: «Αγοράζουμε φυσικά μαλλιά».
Καθώς εκείνη έχει τα ξανθά μαλλιά της ακόμα από την ηλικία των δέκα, μπαίνει αμέσως μέσα να ρωτήσει. Τα λεφτά που προσφέρουν φτάνουν, για ν’ αγοράσει τη χρυσή αλυσίδα και περισσεύουν, για να πάρει κι ένα κουτί όπου θα φυλάνε την αλυσίδα μαζί με το ρολόι. Χωρίς δισταγμό, λέει στην κομμώτρια:
«Αν έρθω σε τρείς μέρες για να σας πουλήσω τα μαλλιά μου, θα τ’ αγοράσετε;»
«Βέβαια» είναι η απάντηση.
«Τότε σε τρείς μέρες θα είμαι εδώ».
Επιστρέφει στο κοσμηματοπωλείο, λέει να της κρατήσουν την αλυσίδα και γυρίζει σπίτι της χωρίς να πει τίποτα.

Την ημέρα της επετείου, το ζευγάρι αγκαλιάζεται λίγο πιο σφιχτά απ’ ότι συνήθως, εκείνος φεύγει για τη δουλειά κι εκείνη κατεβαίνει στο χωριό.
Στο κομμωτήριο, της κόβουν κοντά τα μαλλιά, παίρνει τα λεφτά και πάει στο κοσμηματοπωλείο. Αγοράζει τη χρυσή αλυσίδα και το ξύλινο κουτί, επιστρέφει σπίτι, μαγειρεύει και περιμένει να έρθει το βράδυ και να γυρίσει εκείνος από τη δουλειά.
Αντίθετα από άλλες φορές που άναβε όλα τα φώτα για να τον περιμένει, απόψε ανάβει μόνο δύο κεριά και φοράει ένα μαντίλι στο κεφάλι, γιατί του αρέσουν τα μαλλιά της και δεν θέλει να καταλάβει πως τα έχει κόψει. Μετά, θα βρει χρόνο να του εξηγήσει..

Κι έρχεται εκείνος. Αγκαλιάζονται σφιχτά και λένε ο ένας στον άλλον πόσο πολύ αγαπιούνται. Τότε, παίρνει αυτή κάτω από το τραπέζι το ξύλινο κουτί που περιέχει τη χρυσή αλυσίδα για το ρολόι. Πάει κι εκείνος στο ντουλάπι και βγάζει ένα μεγάλο κουτί που το είχε φέρει στο σπίτι την ώρα που εκείνη έλειπε στο χωριό. Μέσα στο κουτί βρίσκονται δύο τεράστια διακοσμητικά χτενάκια για τα μαλλιά της.
Για να τα αγοράσει, είχε πουλήσει το χρυσό ρολόι του παππού…



Αν πιστεύεις ότι η θυσία είναι το μέτρο της αγάπης, σε παρακαλώ να μην ξεχάσεις αυτήν την ιστορία. Η αγάπη δε μετριέται μόνο με το πόσο πολύ γινόμαστε θυσία για τον άλλον αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, με το πόσο μεγάλη χαρά μας δίνει η ύπαρξή του.

Αν σ’ αγαπάω, τότε πασχίζω να καλλιεργήσω τις συνθήκες, για να συνυπάρξουμε μέσα στην πιο μεγάλη χαρά: τη συνάντηση… 





Χόρχε Μπουκάι 
" Απ την αυτοεκτίμηση στον εγωισμό" 
εκδ Opera