Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Η Λογική στην εξορία . Από το "Το Τέλος της Πίστης" του Sam Harris

Ένας νέος άνδρας μπαίνει στο λεωφορείο, την ώρα που ξεκινά από το τέρμα. Φορά ένα αδιάβροχο. Μέσα από το αδιάβροχο, είναι ζωσμένος με μία βόμβα. Οι τσέπες του είναι γεμάτες με καρφιά, με ρουλεμάν και με ποντικοφάρμακο.

Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο και πηγαίνει για το κέντρο της πόλης. Ο νεαρός κάθεται δίπλα σε ένα ζευγάρι μέσης ηλικίας. Θα περιμένει ως τη στιγμή που το λεωφορείο θα φτάσει στην επόμενη στάση. Το ζευγάρι που κάθεται δίπλα του φαίνεται ότι έχει βγει για να αγοράσει ένα καινούργιο ψυγείο. Η γυναίκα έχει αποφασίσει ποιο μοντέλο θέλει, αλλά ο άνδρας της φοβάται ότι θα είναι μάλλον υπερβολικά ακριβό. Της δείχνει ένα άλλο μοντέλο, στο φυλλάδιο που κοιτάνε οι δυο τους. Κοντεύουν να φθάσουν στην επόμενη στάση. Οι πόρτες του λεωφορείου ανοίγουν. Η γυναίκα παρατηρεί ότι το μοντέλο που προτείνει ο άνδρας της δεν θα χωράει στον κενό χώρο που υπάρχει κάτω από τα ντουλάπια της κουζίνας. Και άλλοι επιβάτες μπαίνουν και πιάνουν όλα τα ελεύθερα καθίσματα, ενώ άλλοι στέκονται όρθιοι στον διάδρομο.

Το λεωφορείο τώρα έχει γεμίσει. Ο νέος χαμογελά. Πατώντας ένα κουμπί εξοντώνει τον εαυτό του, το ζευγάρι που κάθεται δίπλα του, και άλλους είκοσι επιβάτες του λεωφορείου. Τα καρφιά, τα ρουλεμάν και το ποντικοφάρμακο προκαλούν κι άλλες απώλειες ανάμεσα στους περαστικούς και μέσα στα διπλανά αυτοκίνητα. Όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο...

Οι γονείς του νεαρού δεν αργούν να πληροφορηθούν τη μοίρα του. Αν και θλίβονται που έχασαν τον γιο τους, αισθάνονται συγχρόνως τρομερά υπερήφανοι για το κατόρθωμά του. Γνωρίζουν ότι έχει πάει στον Παράδεισο και ότι έχει ανοίξει τον δρόμο για να τον συναντήσουν εκεί αργότερα. Έχει επίσης στείλει τα θύματά του στην Κόλαση για πάντα. Είναι μία διπλή νίκη. Οι γείτονες βρίσκουν το γεγονός έναν σπουδαίο λόγο για να το γιορτάσουν και τιμούν τους γονείς του νέου, φέρνοντας ως δώρο τρόφιμα και μέλι.

Αυτά είναι τα γεγονότα. Αυτά είναι όσα γνωρίζουμε με βεβαιότητα για αυτόν τον νέο. Υπάρχει τίποτε άλλο που να μπορούμε να συμπεράνουμε από τη συμπεριφορά του; Ήταν αγαπητός στους συμμαθητές του στο σχολείο; Ήταν πλούσιος ή φτωχός; Είχε μέτρια ή υψηλή νοημοσύνη;
Οι πράξεις του δεν μας δίνουν καμία απολύτως ένδειξη. Είχε κάνει πανεπιστημιακές σπουδές; Μήπως είχε σπουδαίο μέλλον ως μηχανολόγος; Η συμπεριφορά του, πολύ απλά δεν μας δίνει καμία απάντηση σε ερωτήματα αυτού του είδους, όπως και σε πολλά άλλα παρόμοια.
Άρα, γιατί είναι τόσο εύκολο, τόσο αβασάνιστα εύκολο -θα μπορούσες σχεδόν να βάλεις στοίχημα- να υποψιασθεί κανείς ποια είναι η θρησκεία του;






Μία πεποίθηση, είναι ένας μοχλός, που όταν τον πιέσεις, μπορεί να μετακινήσει σχεδόν τα πάντα στη ζωή ενός ανθρώπου. Μήπως είσαι επιστήμονας; Φιλελεύθερος; Ρατσιστής; Αυτές είναι απλούστατα κατηγορίες πεποιθήσεων σε ενεργό δράση. Οι πεποιθήσεις σου καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο. Υπαγορεύουν τη συμπεριφορά σου. Καθορίζουν τις συναισθηματικές σου αντιδράσεις απέναντι σε άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Αν έχεις αμφιβολίες για αυτή τη θέση, σκέψου πώς η εμπειρία σου θα μεταβαλλόταν ξαφνικά αν έφθανες να πιστεύεις σε μία από τις παρακάτω θέσεις:

- Σου μένουν μόνο δύο εβδομάδες ζωής.

- Μόλις κέρδισες εκατό εκατομμύρια δολάρια στο λαχείο.

- Εξωγήινοι έχουν εμφυτεύσει έναν δέκτη στο κρανίο σου και ελέγχουν τις σκέψεις σου.

Αυτά είναι απλώς λόγια, ως τη στιγμή που θα τα πιστέψεις. Από τη στιγμή που τα πιστέψεις, γίνονται οργανικό μέρος του μηχανισμού του μυαλού σου και καθορίζουν τις επιθυμίες σου, τους φόβους, τις προσδοκίες και την επακόλουθη συμπεριφορά σου.

Φαίνεται όμως να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις πιο προσφιλείς μας πεποιθήσεις σε σχέση με τον κόσμο: Μας οδηγούν, αναπόδραστα, στο να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο. Μία ματιά στην ιστορία, ή σε κάποια εφημερίδα, αποκαλύπτει ότι κάποιες ιδέες που χωρίζουν μία ομάδα ανθρωπίνων υπάρξεων από μία άλλη, και τους ενώνουν μόνο για να αλληλοσφαγούν, έχουν κατά κανόνα τις ρίζες τους στη θρησκεία.
Φαίνεται ότι αν κάποτε το είδος μας αυτοκαταστραφεί μέσα από κάποιον πόλεμο, αυτό θα συμβεί όχι επειδή ήταν γραμμένο στα άστρα, αλλά επειδή ήταν γραμμένο στα βιβλία μας. Αυτά που σκοπεύουμε να πράξουμε σήμερα, σε σχέση με λέξεις όπως «Θεός», «Παράδεισος» και «αμαρτία», θα καθορίσουν το μέλλον μας.



Η κατάστασή μας είναι η ακόλουθη: Οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο πιστεύουν ότι ο Δημιουργός του σύμπαντος έχει γράψει ένα βιβλίο. Για κακή μας τύχη υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία, και όλα τους ισχυρίζονται ότι εκφράζουν κατ' αποκλειστικότητα την αλήθεια. Οι άνθρωποι τείνουν να οργανωθούν σε ομάδες, αναλόγως των αποκλειστικών ισχυρισμών που αποδέχονται -και λιγότερο με βάση τη γλώσσα, το χρώμα του δέρματος, τον τόπο γέννησης, ή άλλο φυλετικό κριτήριο. Το κάθε ένα από αυτά τα κείμενα παροτρύνει τους αναγνώστες να υιοθετήσουν μία σειρά από πίστεις και πρακτικές, από τις οποίες κάποιες είναι ακίνδυνες, πολλές όμως όχι.
Πάντως, όλες τους συμφωνούν με έναν αρρωστημένο τρόπο σ' ένα σημείο: Ο «σεβασμός» για άλλες πίστεις, ή για τις απόψεις των απίστων, δεν είναι μία στάση που ο Θεός εγκρίνει. Παρ' όλο που όλες οι θρησκείες έχουν επηρεασθεί από ένα πνεύμα οικουμενισμού, το κεντρικά δόγμα κάθε θρησκευτικής παράδοσης είναι ότι όλες οι άλλες είναι απλώς φορείς πλάνης ή, στην καλύτερη περίπτωση, έχουν επικίνδυνες ατέλειες. Επομένως, η μισαλλοδοξία είναι εγγενής σε κάθε πίστη. Από τη στιγμή που κάποιος πιστεύει -πιστεύει αληθινά- ότι κάποιες ιδέες μπορούν να οδηγήσουν σε αιώνια ευτυχία, ή στο αντίθετό της, δεν μπορεί να αποδεχθεί τη δυνατότητα να παραπλανηθούν άτομα που αγαπά από τις ενέργειες των απίστων. Η βεβαιότητα για τη μέλλουσα ζωή είναι απλώς ασύμβατη με την ανεκτικότητα στην παρούσα ζωή.

Παρατηρήσεις αυτού του είδους μάς θέτουν όμως αντιμέτωπους με ένα άμεσο πρόβλημα, διότι η άσκηση κριτικής στα πιστεύω ενός ανθρώπου θεωρείται ταμπού σε όλους τους τομείς της κουλτούρας μας. Αυτό το σημείο είναι ένα από τα λίγα στα οποία συμφωνούν οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι πολύ απλά πάνω από κάθε λογική συζήτηση. Η άσκηση κριτικής στα πιστεύω ενός ανθρώπου σχετικώς με τον Θεό και με τη μέλλουσα ζωή, θεωρείται άπρεπη με έναν τρόπο, που δεν είναι η άσκηση κριτικής στις ιδέες του για τη φυσική ή για την ιστορία. Και έτσι, όταν ένας μωαμεθανός βομβιστής αυτοκτονίας τινάζεται στον αέρα μαζί με καμία εικοσαριά αθώους σε έναν δρόμο της Ιερουσαλήμ, αποσιωπάται πάντοτε ο ρόλος που έπαιξε η πίστη του για την τέλεση της πράξης του. Τα κίνητρά του πρέπει να ήσαν πολιτικά, οικονομικά ή ακόμη και τελείως προσωπικά. Χωρίς την πίστη, απελπισμένα άτομα πάλι θα έκαναν φοβερά πράγματα. Η ίδια η πίστη αθωώνεται παντού και πάντοτε.

Αλλά η τεχνολογία έχει έναν τρόπο να δημιουργεί νέα ηθικά προστάγματα. Οι τεχνολογικές μας πρόοδοι στην τέχνη του πολέμου έχουν τελικώς καταστήσει τις θρησκευτικές μας διαφορές -και κατ' ακολουθίαν τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις- ανταγωνιστικές προς την επιβίωσή μας. Δεν μπορούμε πλέον να αγνοήσουμε το γεγονός ότι δισεκατομμύρια γείτονές μας πιστεύουν στη μεταφυσική του μαρτυρίου, ή στην κατά γράμμα αλήθεια του Βιβλίου της Αποκάλυψης, ή σε κάποια άλλη φανταστική ιδέα που ελλοχεύει στο μυαλό των πιστών -διότι οι γείτονές μας έχουν τώρα εξοπλισθεί με χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν την τελειωτική φάση της ευπιστίας μας. Λέξεις όπως «Θεός» και «Αλλάχ» πρέπει να πάρουν τον ίδιο δρόμο που πήραν οι όροι «Απόλλων» και «Βάαλ», αλλιώς θα καταστρέψουν τον κόσμο μας.

Ένας σύντομος περίπατος στο νεκροταφείο των κακών ιδεών, μάς δείχνει ότι οι επαναστάσεις στον τομέα των ιδεών είναι πραγματοποιήσιμες. Σκεφθείτε την περίπτωση της αλχημείας. Γοήτευσε τα ανθρώπινα μυαλά για πάνω από χίλια χρόνια, και όμως σήμερα όποιος ισχυρισθεί σοβαρά ότι είναι αλχημιστής αποκλείει αυτομάτως τον εαυτό του απ' οποιαδήποτε υπεύθυνη θέση μέσα στην κοινωνία μας. Οι θρησκείες που βασίζονται στην πίστη πρέπει να υποστούν την ίδια μοίρα και να περάσουν στη λήθη.

Ποια είναι η εναλλακτική λύση απέναντι στη θρησκεία, όπως τη γνωρίζουμε; Μας είναι γνωστή; Όπως φαίνεται, αυτή είναι μία λάθος ερώτηση. Η χημεία δεν υπήρξε μία εναλλακτική λύση για την αλχημεία. Ήταν μία πλήρης και γενική αντικατάσταση της αμάθειας, με όλα τα στολίδια της, από μία γνήσια γνώση. Θα ανακαλύψουμε ότι, όπως και στην περίπτωση της αλχημείας, το να μιλάμε για «εναλλακτικές» λύσεις για τη θρησκευτική πίστη, σημαίνει ότι είμαστε εκτός θέματος.

Φυσικά, όσοι πιστεύουν επικαλούνται μία ιστορική συνέχεια. Κάποιοι από αυτούς βρίσκουν παρηγοριά και έμπνευση σε μία συγκεκριμένη πνευματική παράδοση, αν και παραμένουν απολύτως πιστοί στις αρχές της ανοχής και της διαφορετικότητας, ενώ άλλοι θα ήσαν διατεθειμένοι να πυρπολήσουν τη γη, αν αυτό θα έθετε τέρμα στις αιρέσεις. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, μετριοπαθείς και ακραίοι θρησκευόμενοι και τα διαφορετικά τους πάθη και σχέδια δεν πρέπει να συγχέονται. Πάντως, οι μετριοπαθείς θρησκευόμενοι είναι οι ίδιοι φορείς ενός φοβερού δόγματος: Φαντάζονται ότι ο δρόμος για την ειρήνη θα ανοίξει, όταν καθένας από εμάς έχει μάθει να σέβεται τις αστήρικτες πεποιθήσεις των άλλων. Ελπίζω να μπορέσω να αποδείξω ότι αυτό καθαυτό το ιδεώδες της θρησκευτικής ανοχής -που ξεκινά από την αντίληψη ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να είναι ελεύθερη να πιστεύει ό,τι θελήσει σχετικώς με τον Θεό- είναι μία από τις κυριότερες δυνάμεις που μας οδηγούν προς την άβυσσο.

Αντιληφθήκαμε με μεγάλη καθυστέρηση τον βαθμό στον οποίο η θρησκευτική πίστη διαιωνίζει την απάνθρωπη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στον συνάνθρωπό του. Αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται περίεργο, διότι πολλοί από εμάς εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πίστη είναι ένα θεμελιώδες συστατικό της ανθρώπινης ζωής. Τώρα, δύο μύθοι διατηρούν την πίστη έξω από το βεληνεκές της λογικής κριτικής και μάλλον δείχνουν να ενισχύουν στον ίδιο βαθμό τον θρησκευτικό εξτρεμισμό και τη θρησκευτική μετριοπάθεια:

1) Οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε ότι υπάρχουν κάποια καλά πράγματα που αποκομίζουν οι άνθρωποι από τη θρησκευτική πίστη (για παράδειγμα, συνεκτικές κοινότητες, ηθική συμπεριφορά, πνευματική εμπειρία) που δεν βρίσκονται αλλού.

2) Πολλοί πιστεύουν επίσης ότι τα φοβερά πράγματα που γίνονται μερικές φορές στο όνομα της θρησκείας δεν είναι προϊόντα της πίστης αυτής καθαυτής αλλά των κατωτέρων ενστίκτων μας -δυνάμεων όπως η απληστία, το μίσος και ο φόβος- για τις οποίες οι ίδιες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν το καλύτερο (ή ακόμη και το μόνο) θεραπευτικό μέσο.

Συνδυαζόμενοι αυτοί οι δύο μύθοι φαίνεται να μας έχουν καταστήσει τελείως απρόσβλητους από κάθε αναλαμπή λογικότητας στις δημόσιες συζητήσεις μας.

Πολλοί μετριοπαθείς θρησκευόμενοι έχουν επιλέξει τον φαινομενικά υψηλόφρονα δρόμο του πλουραλισμού, διακηρύσσοντας την ίση αξία όλων των πίστεων, αλλά όταν το κάνουν αυτό δεν θυμούνται τους αμετακίνητα αποκλειστικούς ισχυρισμούς κάθε θρησκείας ότι μόνο εκείνη κατέχει την αλήθεια. Εφ' όσον ένας χριστιανός πιστεύει ότι μόνο οι βαπτισμένοι αδελφοί του θα σωθούν την Ημέρα της Κρίσεως, δεν είναι δυνατόν να «σέβεται» τις πεποιθήσεις των άλλων, διότι γνωρίζει ότι το πυρ της Κολάσεως αναζωπυρώνεται από ιδέες τέτοιου είδους και περιμένει τους πιστούς τους ακόμη και τώρα. Οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι διατηρούν αντιστοίχως αλαζονικές αντιλήψεις για τις δικές τους θρησκείες και επί ολόκληρους αιώνες επισημαίνουν τις εσφαλμένες θέσεις των άλλων δογμάτων. Περιττό να πούμε ότι αυτά τα ανταγωνιστικά συστήματα ιδεών δεν διαθέτουν καμία υλική απόδειξη για τους ισχυρισμούς τους.

Και όμως, διανοούμενοι διαφόρων ειδών, όπως ο X. Τζ· Γουέλς, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Καρλ Γιουνγκ, ο Μαξ Πλανκ, ο Φρίμαν Ντάισον και ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ, έχουν διακηρύξει ότι έχει τερματισθεί ο πόλεμος ανάμεσα στη λογική και στην πίστη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, δεν χρειάζεται να ταυτίζονται οι ιδέες μας για το σύμπαν. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ένας θεοσεβούμενος χριστιανός την Κυριακή, και ένας ενεργός επιστήμων τη Δευτέρα το πρωί, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για τη διαφοροποίηση που έγινε μέσα στο μυαλό του όσο κοιμόταν. Μπορεί, ας πούμε, να διατηρεί τη λογική του και συγχρόνως να την τρώει. Κάποιος μπορεί να σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, μόνο επειδή η Εκκλησία στη Δύση έχει εν μέρει χάσει την πολιτική της ισχύ. Σε μέρη της γης όπου οι διανοητές μπορεί ακόμη και σήμερα να λιθοβοληθούν διότι αμφισβητούν την αλήθεια του Κορανίου, η ιδέα του Γκουλντ για μία «αγαπημένη συνύπαρξη» ανάμεσα στην πίστη και στη λογική θα ήταν τελείως παρανοϊκή.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι βαθύτερες ανησυχίες των πιστών, είτε είναι μετριοπαθείς είτε ακραίοι, είναι ασήμαντες ή ακόμη και ότι παίρνουν λάθος κατεύθυνση. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι περισσότεροι από εμάς έχουν συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες που τώρα καλύπτονται -έστω εμμέσως και με ένα φοβερό τίμημα- από την κρατούσα θρησκεία. Και αυτές είναι ανάγκες που μία απλή κατανόηση του κόσμου μας, επιστημονική ή άλλη, δεν θα μπορέσει ποτέ να καλύψει. Υπάρχει σαφώς μία ιερή διάσταση στην ίδια μας την ύπαρξη, και το να συμφιλιωθούμε με αυτήν μπορεί θαυμάσια να αποτελεί τον υψηλότερο σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Αλλά θα ανακαλύψουμε ότι για να το πράξουμε δεν απαιτείται πίστη σε αναπόδεικτες θέσεις -όπως ότι ο Ιησούς γεννήθηκε από μία παρθένο ή ότι το Κοράνιο είναι ο λόγος του Θεού...


 Από το  «Το τέλος της πίστης» του  Σάμ Χάρις 

(Εκδόσεις «Ενάλιος», μετάφραση Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου)

-------
Ο Σαμ Χάρις είναι Αμερικανός συγγραφέας και επικριτής της θρησκείας. Ολα άρχισαν το 2006, όταν ο εκδότης W.W. Norton αποφάσισε να δώσει την ευκαιρία στον πτυχιούχο φοιτητή της νευρολογίας να δημοσιεύσει  το βιβλίο του «Το τέλος της πίστης» . Ο άγνωστος μέχρι τότε Σαμ Χάρις,  παιδί εβραίας μητέρα και κουάκερου πατέρα, θα εξέθετε τους κινδύνους και τον παραλογισμό που επιφυλάσσει η οργανωμένη θρησκεία.

Ο συγγραφέας δεν έδωσε περισσότερες πληροφορίες για το άτομό του ώστε να μη γίνει στόχος επιθέσεων, αλλά το βιβλίο έμεινε για 33 εβδομάδες στις λίστες μπεστ σέλερ των «New York Times»! Εξ αιτίας της κριτικής που ασκεί, έχει δεχτεί ακόμη και απειλές θανάτου, τόσο από μουσουλμάνους, όσο κι από χριστιανούς.

Η ομιλία που μπορείτε να  παρακολουθήσετε ΕΔΩ  πραγματοποιήθηκε το 2007, στα πλαίσια εκδήλωσης ιδεών, στο Aspen των ΗΠΑ, με τίτλο: «Πιστεύοντας το απίστευτο: Η σύγκρουση μεταξύ πίστης και λογικής στον σύγχρονο κόσμο».

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Soren Kierkegaard Ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος..




Ο Δανός φιλόσοφος, θεολόγος, θρησκευτικός συγγραφέας και ψυχολόγος Σόρεν Κίρκεγκοορ (Soren Aabye Kierkegaard)  θεωρείται ο πρώτος υπαρξιστής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε σημαντικά το ρεύμα του υπαρξισμού και την προτεσταντική θεολογία του 19ου αιώνα. Άσκησε δριμεία κριτική στο λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του, κατηγορώντας το για διαστρέβλωση των σημαντικότερων αποστολών της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ουσία του έργου στηρίζεται στην απεριόριστη απαίτηση και επίμοχθη δυσκολία της θρησκευτικής ύπαρξης γενικότερα και της χριστιανικής πίστης ειδικότερα.


Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1813 σε μια ευκατάστατη οικογένεια της Κοπεγχάγης. Γιος ενός ιδιαίτερα θρησκευόμενου συνταξιούχου εμπόρου, ο οποίος πίστευε ότι επειδή τιμωρείτο από την οργή του Θεού, κανένα από τα παιδιά του δε θα κατάφερνε να επιζήσει πέρα από τα 33 χρόνια, την υποτιθέμενη ηλικία του Ιησού. 
Αυτή η αρχική εμφάνιση της έννοιας της αμαρτίας και της μετάδοσής της από πατέρα σε γιο έθεσε το θεμέλιο για πολλά από τα έργα του Κίρκεγκοορ.





Ο πατέρας του Κίρκεγκαρντ πέθανε στις 9 Αυγούστου 1838 σε ηλικία 82 χρονών. Πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από τον Σόρεν να γίνει πάστορας. Επηρεασμένος βαθιά από την θρησκευτική πείρα και ζωή του πατέρα του, ένιωθε υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Ο Κίρκεγκαρντρ φοίτησε στο Σχολείο της Πολιτικής Αρετής. Το 1830, σε ηλικία 17 ετών, προχώρησε στις σπουδές θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, αλλά, ενώ βρισκόταν εκεί, όπως ο Χέγκελ στο έργο του οποίου άσκησε αυστηρή κριτική, στράφηκε περισσότερο προς τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.



Η αγωνία του την περίοδο αυτή αποτυπώνεται σε ένα ημερολόγιό του το 1835:




«Το ζήτημα είναι να βρω την αλήθεια που είναι αλήθεια για μένα, να βρω την ιδέα για την οποία μπορώ να ζω και να πεθάνω… 

Τι είναι αλήθεια παρά να ζεις για μια ιδέα;»



Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ δείχνουν ότι από τη ζωή του έλειπε ένας ανώτερος σκοπός. Περιέγραφε τον εαυτό του ως θεατή της ζωής, ως κάποιον που μαθαίνει για τις απόψεις και τις θεωρίες των άλλων, αλλά δεν συνεισφέρει τίποτα ο ίδιος στη γνώση.

Τον Σεπτέμβριο του 1940, ανακοινώνει τον αρραβώνα του με τη Ρεγγίνε Όλσεν, κόρη ενός δημόσιου υπαλλήλου από καλή οικογένεια. Με την καριέρα του να οδηγείται είτε προς την εκκλησία είτε στον ακαδημαϊκό χώρο, ένας σωστός γάμος θα καθιέρωνε τη θέση του στη δανική κοινωνία. Στα ημερολόγιά του, ωστόσο, γράφει ότι ο χρόνος που έμεινε αρραβωνιασμένος με τη Ρεγγίνε ήταν ο δυσκολότερος της ζωής του. Φαινόταν διχασμένος μεταξύ της ιδέας του γάμου και της ανάγκης του για μοναξιά.

Ένα χρόνο μετά, διαλύει τον αρραβώνα, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να παντρευτεί κάποιον άλλον. Θεωρείται πιθανό ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά άξιο, όπως επίσης και ότι δεν ήθελε να διαχειριστεί όλα εκείνα τα συναισθήματα που συνδέονται με τον έρωτα. Αρκετά αργότερα, αποκάλεσε τη διάλυση της σχέσης του με τη Ρεγγίνε ως «μια αυτοπροκαλούμενη πληγή» που του προκάλεσε μεγάλη μιζέρια. Ήθελε ωστόσο να είναι αποκομμένος από την κοινωνία και ένας γάμος δεν του το επέτρεπε αυτό.

Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα του, ο Κίρκεγκοορ αρχίζει να εξευγενίζει το στιλ γραφής του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο γράφει την «Έννοια της ειρωνείας», τη διατριβή του μάστερ του. Το ύφος του ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους καθηγητές του, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα. Η γραφή ήταν εξίσου περίπλοκη και ελικοειδής με τον συγγραφέα.

Αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα που του παρείχε η περιουσία του πατέρα του, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει ότι η καριέρα του θα είναι τελικά εκείνη ενός στοχαστή, ότι έπρεπε να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της εποχής του. Το επίκεντρο της φιλοσοφίας το 19ο αιώνα ήταν η Γερμανία. Το 1841  μεταβαίνει στο Βερολίνο, με σκοπό να παρακολουθήσει σειρά διαλέξεων του Friedrich Wilhelm Josephvon Schelling, ο οποίος ήταν γνωστός για την αντίθεσή του στις θέσεις του Χέγκελ. Ο Schelling υποστήριζε ότι ο Χέγκελ είχε επιχειρήσει να περιορίσει το απτό σε μια ατελείωτη αλληλουχία αντιλήψεων. Συνεπώς, ο Χέγκελ είχε αποτύχει να διαχωρίσει μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Επηρεασμένος, ο Κίρκεγκοορ αποφασίζει να επιστρέψει στην Κοπεγχάγη και να αναπτύξει τις δικές του ιδέες.

Η απάντηση στου Κίρκεγκοορ στον Χέγκελ ήταν το «Είτε-Είτε», που θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του. Το έργο εκδόθηκε σε 2 τόμους στις αρχές του 1843, καλύπτοντας ζητήματα φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και ψυχολογίας. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύει την «Επανάληψη». Τον Ιούνιο του 1844 εκδίδει τα «Φιλοσοφικά Ψιχία» και «Νόημα της Αγωνίας». Η περίοδος παραγωγικότητας θα κρατήσει αρκετά χρόνια. Τα περισσότερα έργα του δημοσιεύονται με ψευδώνυμο.





Ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε καφενείο. Ελαιογραφία από τον Κρίστιαν Ολάβιους, 1843



Το Δεκέμβριο του 1845, ένας γνωστός του ο P. L. Møller εκδίδει ένα δοκίμιο-κριτική στο έργο του Κίρκεγκοορ «Τα στάδια της Ύπαρξης» και την ίδια του τη προσωπική ζωή, αποκαλύπτοντας στοιχεία για τον αρραβώνα του και κατηγορώντας τον για σκληρότητα απέναντι στη Ρεγγίνε. Σε απάντηση, ο Κίρκεγκοορ  έγραψε μια απάντηση, στην οποία αποκάλυπτε το πρόσωπο πίσω από το δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Corsair, αλλά και ελαττώματα του χαρακτήρα του Møller. Ο Κίρκεγκοορ  μετατρέπεται στη συνέχεια σε έναν από τους αγαπημένους στόχους της εφημερίδας και διασύρεται δημοσίως. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη του για απομόνωση.

Προκαλώντας μια δημοφιλή εφημερίδα και την κοινή γνώμη κατ’ επέκταση, ο Κίρκεγκοορ ανακαλύπτει τη δύναμη που έχει ο εαυτός του, πως ο «εαυτός» είναι ανώτερος της ομάδας. Με τον Νίτσε να είναι μόλις ενός έτους το 1845, θεωρείται ότι ο Κίρκεγκοορ ήταν ο πρώτος υπαρξιστής, όταν εξέφρασε την άποψη ότι η ελεύθερη βούληση θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει αγωνία, ωστόσο, κάποιος πρέπει να αποδεχτεί τις συνέπειες αυτής της ελευθερίας.

Από το 1846 και έπειτα, ο Κίρκεγκοορ επικεντρώνεται στην υποκρισία του χριστιανικού κόσμου, ειδικότερα στην Εκκλησία και τον τρόπο που εφαρμόστηκε η χριστιανική θρησκεία στην κοινωνία. Στο έργο «Δύο Εποχές: Μια Λογοτεχνική Ανασκόπηση», παρατηρεί τη φύση της παρούσας εποχής και την απάθεια που επιδεικνύει προς τη ζωή. Εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τον μοντερνισμό λόγω του ότι προωθεί μια απαθή άποψη για τον κόσμο.



«Στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει η λογική και ότι τα άτομα έχουν αδειάσει από κάθε πάθος. Η τάση σήμερα είναι προς την κατεύθυνση της μαθηματικής ισότητας, έτσι ώστε από όλα τα σχολεία να παράγονται ομοιόμορφα άτομα», 



γράφει. Στρέφεται εναντίον του κομφορμισμού και της πολιτισμικής αφομοίωσης των ατόμων , στοιχεία τα οποία παράγουν ένα αδιάφορο κοινό, που το ονόμασε ΄όχλο΄ 


Μέρος της ανάλυσης του όχλου αποτελεί η συνειδητοποίηση του Κίρκεγκοορ ότι η χριστιανική εκκλησία, και πιο συγκεκριμένα η Εκκλησία της Δανίας, βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής και απαθλίωσης. Πίστευε ότι ο Χριστιανικός κόσμος «έχει χάσει το δρόμο του» αναφορικά με την χριστιανική πίστη, ότι ο χριστιανικός κόσμος πλέον αγνοεί, διαστρεβλώνει ή υπηρετεί μόνο στα λόγια τις αρχικές χριστιανικές διδασκαλίες. Θεώρησε καθήκον του σε αυτή την περίοδο της ζωής του να ενημερώσει τους άλλους σχετικά με τη ρηχότητα του αποκαλούμενου «Χριστιανικού τρόπου ζωής». Έγραψε αρκετές κριτικές για τον σύγχρονο Χριστιανισμό σε έργα του, όπως η Χριστιανική Πραγματεία, τα Έργα Αγάπης και οι Πραγματείες Διάπλασης Ποικίλων Πνευμάτων.

Γύρω στο 1848, άρχισε μια έντυπη επίθεση ενάντια στην κρατική Εκκλησία της Δανίας με βιβλία όπως οι Πρακτικές του Χριστιανισμού, Περί Αυτοεξέτασης και Κρίνετε οι Ίδιοι, τα οποία αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να καταδειχθεί η αληθινή φύση της Χριστιανοσύνης, με τον Ιησού ως πρότυπη μορφή. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του  αναλώθηκε σε μια διαρκή και απερίφραστη επίθεση κατά της κρατικής Εκκλησίας της Δανίας.

Στις 2 Οκτωβρίου 1855,  κατέρρευσε στο δρόμο υποφέροντας από παράλυση στα πόδια και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Φρέντερικς. Η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας του εκτενούς και κοπιαστικού συγγραφικού έργου και της συμμετοχής του σε δημόσιες αντιπαραθέσεις. Στους ελάχιστους δικούς του ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, δήλωσε:



«Επιθυμώ σφόδρα να πεθάνω· 

δεν έχω τη βεβαιότητα πως πέτυχα να εκπληρώσω την αποστολή μου. 

Οι άνθρωποι ακούν καλύτερα ό,τι λέγεται από έναν νεκρό παρά από έναν ζωντανό».

Στο διάστημα που παρέμεινε στο νοσοκομείο αρνήθηκε να μεταλάβει από ιερέα της Εκκλησίας, καθώς θεωρούσε τους ιερείς δημόσιους υπαλλήλους και όχι υπηρέτες του Θεού. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου στο Νοσοκομείο Φρέντερικς, πιθανόν λόγω κάποιας πάθησης στη σπονδυλική στήλη ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, από πνευμονική λοίμωξη.


«Είναι πράγματι αλήθεια ότι η φιλοσοφία λέει: η Ζωή πρέπει να γίνεται αντιληπτή προς τα πίσω. Αλλά αυτό κάνει κάποιον να ξεχάσει το άλλο ρητό, ότι πρέπει να τη ζούμε προς τα εμπρός. Όσο περισσότερο το αναλογίζεται κανείς αυτό, τόσο περισσότερο αποδεικνύεται ότι η ζωή στην προσωρινή ύπαρξη ουδέποτε γίνεται αρκετά κατανοητή, ακριβώς διότι σε καμία στιγμή δεν μπορώ να βρω απόλυτη ησυχία για να υιοθετήσω την προς τα πίσω θεώρηση» 



Σόρεν Κίρκεγκοορ. H ανακάλυψη του αληθινού ατόμου:

Το ερώτημα: Το ανθρώπινο άτομο έχει μεγαλύτερη αξία ή το είδος; Η συγκεκριμένη εκάστοτε ατομική ύπαρξη τίθεται πάνω από τη γενικότητα, από την καθολικότητα ή το αντίστροφο; Με βάση τη δυναμική του ερωτήματος, από την αρχαία εποχή έως και σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος, όχι σπάνια αντιθετικός, φιλοσοφικός προβληματισμός χωρίς αρχή και τέλος. Αυτό δείχνει ότι η ουσία του ατόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και προφανές. Απασχολεί σοβαρά τη φιλοσοφία και κάθε αντίστοιχη θεώρηση αποτελεί έναν σχετικό, όχι απόλυτο οδοδείκτη. Το να καταλαβαίνουμε νωρίς τον προορισμό μας, το να βρίσκουμε την αλήθεια που προσιδιάζει σε μας, την ιδέα που μας «κατευθύνει προς ένα αστέρι» (Χάιντεγκερ), όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν αντιπροσωπεύουν τα πράγματα, την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά τη μοναδικότητα της ατομικότητάς μας, την οντολογική μας συνθήκη και συνδέονται με μια καθορισμένη εκάστοτε μαρτυρία ζωής.

Μια τέτοια μαρτυρία ζωής είναι ο ίδιος.
Τι μαρτυρεί η ζωή του; Πως είχε μαζέψει όλη την καταιγίδα, τη σχετική με τον αφανισμό της ανθρώπινης-ατομικής ύπαρξης. 
Η ανθρώπινη ύπαρξη κινδυνεύει καθημερινά να αφανιστεί μέσα στην ανεξέλεγκτη εξωτερικότητα. 
Η ζωή μας είναι παγιδευμένη στη διχαστική και πολωτική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο Χέγκελ επιχείρησε να υπερβεί αυτή την αντίθεση μέσα από τον διαλεκτικό Λόγο του πνεύματος, του απόλυτου: Η αλήθεια είναι το όλο.

Ο Κίρκεγκοορ επιδίδεται σε έναν ενδοσκοπικό συλλογισμό γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν προορίζεται να είναι οικονομικό μέγεθος, εξάρτημα μηχανών και μηχανισμών, υπήκοος ενός σιδερόφρακτου συστήματος του κόσμου. Απεναντίας ανάγει την ουσία του στο άτομο, μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η ιστορία, ο χρόνος, ο ανθρώπινος κόσμος ως ολότητα.

Ο Κίργκεγκοορ τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αγωνία, έτσι όπως τη βίωνε ως αγωνία έναντι στο μηδέν και έναντι στο υπάρχειν. Τον διαχώριζε από το Εγώ άλλων φιλοσόφων που ύψωναν/υψώνουν συστήματα για θέα και όχι για οίκηση. Όπως έλεγε, δεν ωφελεί να κτίζει κανείς λαμπρά οικοδομήματα, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, και να μένει σε καλύβα. Με αυτό ήθελε να πει ότι πρέπει να οικούμε την αλήθεια άμεσα, βιωματικά και όχι να ομιλούμε αφηρημένα για αυτή. Πρέπει να έχουμε κοινό πεπρωμένο με την αλήθεια, να γινόμαστε οι ίδιοι αλήθεια.

Αλλά ποια αλήθεια;

Εκείνη του ζην όχι ως μιας βιολογικής διαπόρευσης, αλλά ως υποστασιακής εγρήγορσης, ως υψηλής αυτοσυνειδησίας, ως υπόστασης που τείνει διαρκώς να υπερβαίνει τον εαυτό της ως προφάνεια, ως αντι-κειμενικότητα. Η αλήθεια επομένως, για τον φιλόσοφο, δεν αφορά σε κάποιο διανοητικό, ιδεολογικό ή κοσμοθεωρητικό σχήμα που καθιστά το άτομο αντι-κείμενο, πράγμα, αλλά στον εαυτό της ως εκείνον τον εαυτό που το ανθρώπινο άτομο καλείται κάθε φορά να προτάσσει ως αίτημα ζωής.




Τα ημερολόγια του: Τα ημερολόγια του Κίρκεγκοορ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του ίδιου του Κίρκεγκοορ και του έργου του. Στα ημερολόγιά του περιλαμβάνονται πάνω από 7.000 χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες στις οποίες περιγράφονται σημαντικά γεγονότα, στοχασμοί, σκέψεις σχετικά με τα έργα του και σχόλια για καθημερινά ζητήματα. Η επιμέλεια και η έκδοση της πλήρους συλλογής των ημερολογίων στη δανική έγινε σε 13 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε 25 βιβλιοδετικές θήκες περιλαμβανομένων και των ευρετηρίων. Η πρώτη έκδοση των ημερολογίων στα αγγλικά έγινε από τον Αλεξάντερ Ντρου (Alexander Dru) το 1938.




Η Ρεγκίνε Όλσεν, ο έρωτας της ζωής του και η μούσα για το συγγραφικό του έργο

Τα ημερολόγιά του αποκαλύπτουν πολλές και διαφορετικές πτυχές του Κίρκεγκοορ και του έργου του και συμβάλουν ώστε να αποσαφηνιστούν πολλές από τις ιδέες του. Το καλαίσθητο και ποιητικό ύφος των ημερολογίων του ξεχωρίζει ανάμεσα στα συγγράμματά του. Ο Κίρκεγκοορ έπαιρνε στα σοβαρά τη συγγραφή των ημερολογίων του και μάλιστα έγραψε κάποτε ότι αποτελούσαν τον «πιο αξιόπιστο έμπιστό» του:


«Δεν έχω εκμυστηρευθεί ποτέ σε κανέναν. Ως συγγραφέας, το κοινό είναι κατά μία έννοια ο έμπιστός μου. Αλλά για να τιμήσω τη σχέση μου με το κοινό θα πρέπει, και πάλι, να θεωρήσω ως έμπιστούς μου τις επερχόμενες γενιές. Οι ίδιοι άνθρωποι που γελάνε με κάποιον τη μια στιγμή δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταυτόχρονα και έμπιστοί του.» — 

Σαίρεν Κίρκεγκοορ, Ημερολόγιο (4 Νοεμβρίου 1847)

Πολλοί από τους αφορισμούς που αποδίδονται στον Κίρκεγκοορ προέρχονται από τα ημερολόγιά του. Το ακόλουθο απόσπασμα αποτελεί έναν από τους αφορισμούς που παρατίθενται περισσότερο, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδη δήλωση για τις μελέτες του υπαρξισμού:


«Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια αλήθεια η οποία είναι αληθινή για εμένα, να βρεθεί η ιδέα για την οποία μπορώ να ζήσω και να πεθάνω». 

Αυτό το απόσπασμα γράφτηκε την 1η Αυγούστου 1835.


Αν και τα ημερολόγια του Κίρκεγκωρ φωτίζουν κάποιες πτυχές της ζωής και του έργου του, ο ίδιος προνόησε ώστε να μην αποκαλύψει πολλά πράγματα μέσω αυτών. Απότομες αλλαγές στη σκέψη του, επαναλαμβανόμενες φράσεις και ασυνήθιστες εναλλαγές, περιλαμβάνονται στις τακτικές του Κίρκεγκοορ που αποσκοπούν στην συσκότιση του αναγνώστη. Ως συνέπεια, υπάρχουν πολλές παραλλαγές και ερμηνείες των ημερολογίων του. Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητα που θα είχαν στο μέλλον τα ημερολόγιά του. 

Το 1849, ο Κίρκεγκοορ έγραψε:


«Μόνο ένας νεκρός μπορεί να τα καταφέρει με την κατάσταση της Δανίας. Η ακολασία, ο φθόνος, το κουτσομπολιό και η μετριότητα επικρατούν παντού. Αν επρόκειτο να πεθάνω τώρα το αποτέλεσμα της ζωής μου θα ήταν εξαιρετικό, πολλά από αυτά που απλά προχειρόγραψα στα ημερολόγιά μου θα γινόταν σημαντικά και θα είχαν μεγάλη επίδραση, διότι τότε οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί μου και να μου εκχωρήσουν αυτό που ήταν και είναι, δικαίωμά μου.» —
 Ημερολόγιο (Δεκέμβριος 1849)

Ο Χριστιανισμός γίνεται κενή θρησκεία: Συνεπώς, η πολιτική δομή της κρατικής Εκκλησίας είναι προσβλητική και επιζήμια για το άτομο, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει «Χριστιανός» χωρίς να γνωρίζει τι σημαίνει το να είναι κάποιος Χριστιανός. Είναι επίσης επιζήμιο για την ίδια τη θρησκεία καθώς υποβιβάζει τη Χριστιανοσύνη σε παράδοση του συρμού την οποία ενστερνίζονται άπιστοι «πιστοί», με τη «λογική της αγέλης».



«Αν η Εκκλησία είναι «ανεξάρτητη» από το Κράτος, είναι όλα εντάξει. Θα μπορούσα άμεσα να αποδεχθώ μια τέτοια κατάσταση. Αν όμως η Εκκλησία πρόκειται να χειραφετηθεί, τότε θα πρέπει να ρωτήσω: Με τι μέσα, με ποιον τρόπο; Ένα θρησκευτικό κίνημα θα πρέπει να υπηρετείται θρησκευτικά—διαφορετικά αποτελεί μια φενάκη! Κατά συνέπεια, η χειραφέτηση θα πρέπει να συμβεί μέσω μαρτυρίου—αιματηρά ή αναίμακτα. Το κόστος αυτής της εξαγοράς είναι η πνευματική νοοτροπία. Αλλά εκείνοι που εύχονται να γίνει η χειραφέτηση της Εκκλησίας με πολιτικά ή εγκόσμια μέσα (δηλ. χωρίς μαρτύριο), έχουν εισαγάγει μια αντίληψη της ανοχής τελείως σύμφωνη με εκείνη όλου του κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ανοχή ισοδυναμεί με την αδιαφορία, πράγμα που αποτελεί την πιο τρομερή προσβολή κατά της Χριστιανοσύνης. [...] 

Το δόγμα της κατεστημένης Εκκλησίας, η οργάνωσή της, είναι και τα δύο πράγματι πολύ καλά. 

Ω, υπάρχουν όμως και οι ζωές μας: πιστέψτε με, είναι πράγματι αξιολύπητες.»— 

 Ημερολόγιο (Ιανουάριος 1851)

Με βολές κατά της ανεπάρκειας και της διαφθοράς των Χριστιανικών εκκλησιών, ο Κίρκεγκοορ φαίνεται να προλαβαίνει φιλοσόφους όπως ο Νίτσε οι οποίοι έμελλε να ασκήσουν κριτική στην Χριστιανική θρησκεία.


«Ρωτάω: Τι νόημα έχει όταν συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν όλα όπως θα έπρεπε να είναι, αποκαλώντας τους εαυτούς μας Χριστιανούς σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, όταν τα πρότυπα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχουν στη ζωή μας; Την τρομακτική δυσαναλογία που αντιπροσωπεύει αυτή η κατάσταση πραγμάτων την έχουν αντιληφτεί πολλοί. Η μορφή που δίνουν στα πράγματα είναι η εξής: Η ανθρώπινη φυλή έχει ξεπεράσει τον Χριστιανισμό.»
Ημερολόγιο (19 Ιουνίου 1852)


Προέβλεψε την υστεροφημία του και προείδε ότι το έργο του θα γινόταν αντικείμενο έντονης μελέτης και έρευνας. Στα ημερολόγία του είχε γράψει:


«Η εποχή μας δε χρειάζεται κάποια μεγαλοφυία —έχει αρκετές μεγαλοφυίες, αλλά έναν μάρτυρα, ο οποίος για να διδάξει τους ανθρώπους να υπακούν θα γίνει ο ίδιος υπάκουος μέχρι θανάτου. Η εποχή μας χρειάζεται αφύπνιση. Έτσι, κάποια μέρα, όχι μόνο τα γραπτά μου αλλά όλη η ζωή μου, όλο το περίπλοκο μυστήριο του συστήματος [δηλ. το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Κίρκεγκοορ] θα μελετάται ξανά και ξανά. 
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που με βοηθάει ο Θεός και έτσι η τελευταία μου ευχή θα είναι όλα να είναι προς δόξαν Του.»


Στο ημερολόγιό του ο Κίρκεγκοορ έγραψε σχετικά με την αγάπη του για την Ρεγκίνε:


«Ω της καρδιάς μου δέσποινα, αποθησαυρισμένη στα πιο απρόσιτα κελιά του κάστρου της καρδιάς μου, ο νους μου όλος είν’ εκεί… ω άγνωστη θεά! Ναι, μπορώ να πιστέψω πράγματι στων ποιητών τους μύθους, πως, όταν πρωτοθωρεί κανείς τον έρωτά του, μοιάζει η όψη της να ‘ρχεται από παλιά, πως η αγάπη ολάκερη—σαν σύμπασα τη γνώση—είναι στη μνήμη ριζωμένη, πως κι η αγάπη είν’ κι αυτή προφήτισσα, του λόγου της 
[...] Μου φαίνεται πως και να σώρευα όλων των νιων το κάλλος, μόλις που θα κατάφερνα ν’ αγγίξω το δικό σου·
και πως, για νά βρω τον χαμένο μου τον τόπο, εκείνον που μου δαχτυλοδειχτεί το πιο βαθύ μυστήριο όλης της ύπαρξής μου, όλο τον κόσμο θα ’πρεπε να τονε περιπλεύσω· 
και την επόμενη στιγμή είσαι τόσο κοντά μου, πληρώνοντας το πνεύμα μου με τέτοια ισχύ και σθένος,
που γίνομαι άλλος άνθρωπος και νιώθω τι όμορφα που ’ναι να ’μαι εδώ.» — 
Ημερολόγιο (2 Φεβρουαρίου 1839)


Ο Κίρκεγκοορ τόνισε επίσης τη σημασία της προσωπικότητας του ατόμου και τη σχέση που έχει η προσωπικότητα του ατόμου με τον κόσμο καθώς στηρίζεται στην αντανάκλαση του ίδιου του εαυτού της και στην ενδοσκόπηση. Στο έργο του Ολοκλήρωση ενός Μη Επιστημονικού Υστερογράφου στα Φιλοσοφικά Ψιχία υποστηρίζει ότι «η υποκειμενικότητα είναι μια αλήθεια» και ότι «η αλήθεια είναι υποκειμενική». Αυτή η άποψη αφορά τη διάκριση μεταξύ τού τι είναι αντικειμενικά αληθές και της υποκειμενικής σχέσης του ατόμου (όπως, για παράδειγμα, αδιαφορία ή αφοσίωση) με αυτή την αλήθεια. Άτομα που με οποιοδήποτε τρόπο πιστεύουν τα ίδια πράγματα μπορεί να σχετίζονται με αυτά τα πιστεύω με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Δύο άτομα μπορεί να πιστεύουν αμφότερα ότι πολλοί γύρω τους είναι φτωχοί και χρειάζονται βοήθεια αλλά η επίγνωση αυτού του γεγονότος μπορεί να οδηγήσει μόνο τον ένα να πάρει την απόφαση να βοηθήσει ενεργά τους φτωχούς.

Εντούτοις, ο Κίρκεγκοορ κατά κύριο λόγο εξετάζει την υποκειμενικότητα σε σχέση με τα θρησκευτικά ζητήματα. Όπως ήδη σημειώθηκε, υποστηρίζει ότι η αμφιβολία αποτελεί στοιχείο της πίστης και ότι είναι αδύνατο να αποκτηθεί οποιαδήποτε αντικειμενική βεβαιότητα σχετικά με τις θρησκευτικές διδασκαλίες, όπως είναι η ύπαρξη του Θεού και η ζωή του Ιησού Χριστού. Το μέγιστο στο οποίο θα μπορούσε κανείς να αποβλέπει θα ήταν το συμπέρασμα ότι είναι πιθανό οι χριστιανικές διδασκαλίες να είναι αληθείς, αλλά αν ένα άτομο θα πίστευε αυτές τις διδασκαλίες μέχρι του σημείου που φαίνεται πιθανό ότι είναι αληθείς τότε αυτό το άτομο δεν θα ήταν καθόλου γνήσια θρησκευόμενο. Η πίστη συνίσταται στην υποκειμενική σχέση της απόλυτης αφοσίωσης με αυτές τις διδασκαλίες.

Οι τρεις σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης: 
Ο Κίρκεγκοορ παρουσιάζει στα έργα του τρεις κοσμοθεωρητικές κινήσεις: την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική. Με αυτές δηλώνει τρεις αντίστοιχους τρόπους, σφαίρες ή στάδια ύπαρξης που μπορεί να βιώνει ο άνθρωπος. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο άνθρωπος ανήκει αποκλειστικά σε μία από αυτές τις «σφαίρες ύπαρξης» καθώς σε διάφορες φάσεις ή στάδια της ζωής του μπορεί να μετακινείται από τη μία στην άλλη. 

Ο αισθητικός τύπος έχει την τάση «να ζει για τη στιγμή», για οτιδήποτε διασκεδαστικό, ενθουσιώδες ή ενδιαφέρον του προκύπτει. Η ζωή του στερείται σταθερότητας και προσήλωσης σε έναν μόνιμο σκοπό και αλλάζει πορεία κατά τη διάθεση ή την περίσταση.

Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός τέτοιου ατόμου, που πολύ πιθανόν το οδηγούν στη μοιρολατρία. Ο ηθικός τύπος παρουσιάζεται να επικεντρώνεται στην προσωπικότητά του και στην αυτογνωσιακή «επιλογή του εαυτού». Σε αντίθεση με τον αισθητικό τύπο ανθρώπου, η προσοχή του ηθικού τύπου είναι στραμμένη προς την ίδια του τη φύση, την ουσιώδη πραγματικότητά του ως ανθρώπινου όντος, το οποίο διαθέτει συγκεκριμένες ικανότητες, κλίσεις και πάθη. Έχει την τάση να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ενσυνείδητα και οικειοθελώς. Θέτει μια «υψηλή μορφή» ως πρότυπο και εργάζεται ώστε να το μιμηθεί. Όσον αφορά τον θρησκευτικό τύπο, αυτός θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί «το υψηλότερο πάθος του ανθρώπου». Αυτό προϋποθέτει ότι το άτομο είναι πλέον ηθικά ευαίσθητο και ώριμο για να βιώσει αυτό τον τρόπο ύπαρξης.

Η διάσταση που υφίσταται μεταξύ του ηθικού και θρησκευτικού τύπου γίνεται φανερή στην περίπτωση της απόπειρας να θυσιάσει ο Αβραάμ το γιο του. Για να ανταποκριθεί στη θεϊκή επιταγή θα έπρεπε όχι μόνο να ξεπεράσει τα πατρικά αισθήματα αγάπης αλλά και τη βαθιά ριζωμένη ηθική που απαγορεύει το φόνο ενός αθώου ανθρώπου. Ενώ ο Αγαμέμνων αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για το κοινό καλό και μπορεί να «ευφρανθεί στην ασφάλεια της καθολικότητας», ο «βασιλιάς της πίστης» Αβραάμ έχει υπερβεί το ηθικό στάδιο και την έλλογη σκέψη και συμπεριφορά και έθεσε τον εαυτό του σε «απόλυτη σχέση με το απόλυτο».

Σύμφωνα με αυτή την οπτική, τα ηθικά προστάγματα λαμβάνουν «εντελώς διαφορετική έκφραση». Αυτή η θρησκευτική πίστη βρίσκεται πέραν της αιγίδας των ανθρώπινων κριτηρίων περί της λογικής και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν οι συνέπειές της με αυτούς τους όρους. 


 Στο βιβλίο του «Φόβος και τρόμος» παρουσιάζει τη φύση της θρησκευτικής εμπειρίας υπό το φως του δράματος που έζησε ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό τη διαταγή να σκοτώσει τον γιο του Ισαάκ και υπακούοντας σε αυτήν ακολούθησε την πίστη του, ερχόμενος σε ρήξη με τους ανθρώπους και τους κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινωνικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Κίρκεγκορ, ο οποίος θεωρεί ότι το ανθρώπινο ον πελαγώνει στην προοπτική των αντιφατικών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά του τη στιγμή που πρέπει να πάρει μιαν απόφαση, ο Αβραάμ βρέθηκε τότε στην κόλαση του τρόμου και της αγωνίας, κυριαρχημένος από αβεβαιότητα και απελπισία.

«Αν η πεταλούδα είχε ξεχάσει εντελώς ότι είχε υπάρξει κάμπια,
θα μπορούσε ίσως στη συνέχεια να ξεχάσει ότι ήταν πεταλούδα και να γίνει ψάρι. 
Η βαθύτερη φύση δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό της 
και ποτέ δεν γίνεται τίποτε άλλο από αυτό που είναι». 

Το απόφθεγμα αυτό του Κίρκεγκοορ από τον «Φόβο και τρόμο» χαρακτηρίζει με τον ιδανικότερο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπινων όντων, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη φύση του

Αναφορικά με τις θρησκευτικές απόψεις του Κίρκεγκοορ, ο Σαρτρ προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού: Αν η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε συνάγεται από τη σημασία του όρου αισθητικός, ότι ένα ον με αισθήσεις δεν μπορεί να είναι πλήρες ή τέλειο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Σαρτρ στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν, ο Θεός θα ήταν pour-soi [ένα ον με αισθήσεις και συνειδητότητα] ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα και en-soi [ένα ον σε μη συνειδητή κατάσταση πληρότητας], το οποίο αποτελεί αντίφαση.

Ο Σαρτρ συμφωνεί με την ανάλυση του Κίρκεγκοορ ότι ο Αβραάμ ένιωσε έντονη ανησυχία (ο Σαρτρ την ονομάζει «αγωνία»), αλλά ο Σαρτρ δεν συμφωνεί με το ότι ο Θεός του είπε να το κάνει. Στη διάλεξή του, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αναφέρει:

«Ο άνθρωπος που ψεύδεται αυτοδικαιούμενος, λέγοντας ότι «κανένας δεν θα το κάνει», θα πρέπει να έχει ανήσυχη τη συνείδησή του, διότι το ψεύδος υπονοεί ότι υφίσταται μια ευρύτερη αξία την οποία αρνείται. Η προσπάθεια απόκρυψής της αποκαλύπτει την αγωνία του. Αυτή την αγωνία αποκάλεσε ο Κίρκεγκωρ «αγωνία του Αβραάμ». Είναι γνωστό το ιστορικό: Ένας άγγελος διέταξε τον Αβραάμ να θυσιάσει το γιο του· η υπακοή ήταν υποχρεωτική, αν πραγματικά ήταν άγγελος αυτός που είχε εμφανιστεί και του είχε πει: «Αβραάμ, θυσίασε το γιο σου». Αλλά οποιοσδήποτε θα βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση θα αναρωτιόταν, πρώτον, αν ήταν εκείνος πράγματι ένας άγγελος και δεύτερον, αν το ίδιο το άτομο είναι ο Αβραάμ. Ποιες είναι οι αποδείξεις;
Κάποια γυναίκα που πάσχει από παραισθήσεις λέει ότι την τηλεφωνούν και τις δίνουν εντολές. Ο γιατρός ρωτάει: «Ποιος είναι αυτός που σου μιλάει;» Εκείνη απαντάει: «Λέει ότι είναι ο Θεός». Τι θα αποδείκνυε, στην πραγματικότητα, σε αυτή τη γυναίκα ότι ήταν ο Θεός; Αν ένας άγγελος εμφανιζόταν σε εμένα, τι θα με έπειθε ότι είναι άγγελος; Ή, αν ακούω φωνές, ποιος μπορεί να αποδείξει ότι προέρχονται από τον ουρανό και όχι από την κόλαση, ή από το δικό μου υποσυνείδητο ή από κάποια παθολογική κατάσταση; Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι οι φωνές πράγματι απευθύνονται σε εμένα; — 

[Ζαν Πολ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός]




Μερικά αποφθέγματα του:

Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους -τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους

Οι άνθρωποι απαιτούν ελευθερία λόγου σαν αντιστάθμισμα στην ελευθερία σκέψης που σπάνια χρησιμοποιούν.

Το μίσος είναι η αγάπη που έχει ξεμεθύσει.

Πέρα από το γεγονός ότι η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών, είναι μάλλον το μόνο πραγματικά καλό.

Η κατάσταση των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών: μία άμαξα όπου ο οδηγός είναι Εβραίος, ο επιβάτης Χριστιανός, ενώ στο πορτ παγκάζ είναι στοιβαγμένος ο Μουσουλμάνος.

To πλήθος είναι το αντίθετο της αλήθειας

H αλήθεια είναι πάντα με το μέρος της μειοψηφίας

 Πόσο απίθανοι είναι οι άνθρωποι! Δεν κάνουν ποτέ χρήση των ελευθεριών που κατέχουν, αλλά διεκδικούν εκείνες που δεν κατέχουν.

  Αλίμονο, η θύρα της ευτυχίας δεν ανοίγει προς τα μέσα, και σε τίποτα δεν ωφελεί να πέσει κανείς πάνω της για να την παραβιάσει· ανοίγει προς τα έξω. 
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.


 Πηγές εδώ και εδώ

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ο μηχανισμός της προβολής



Το μικρό παιδί χρειάζεται βοήθεια από τους γονείς του στο να συλλάβει, να οργανώσει, να αξιοποιήσει τα ερεθίσματα που δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, για να μπορέσει να κατακτήσει την ενότητα εκείνη που θα του προσφέρει την ψυχική ισορροπία, αλλά και την υγιή σύνδεση μεταξύ της πραγματικότητάς και του εαυτού του.

Χρειάζεται από τους γονείς του να τον καθησυχάσουν καταπραΰνοντας τα συναισθήματά του, κάθε φορά που στην επαφή του με το περιβάλλον κατακλύζεται από ερεθίσματα που είναι περίπλοκα για εκείνον, ώστε να μην μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα στον εξωτερικό κόσμο, θεωρώντας τον εχθρικό, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτά.

Ένα παιδί τρομάζει όταν νιώθει αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς του ή για άλλους σημαντικούς ανθρώπους κάθε φορά που τον ματαιώνουν ή του εναντιώνονται και αυτό που χρειάζεται, για να καθησυχαστεί, είναι οι γονείς του να κατανοήσουν τα συναισθήματά του ως φυσιολογικά. Αυτό που θα βοηθούσε ένα παιδί είναι η αποδοχή τόσο των θετικών όσο και των δύσκολων συναισθημάτων του, ώστε να μπορέσει να δώσει χώρο τόσο στην χαρά όσο και στην θλίψη ή στον θυμό του. Θα μπορέσει να δεχτεί όλα του τα συναισθήματα, όταν αισθανθεί ότι οι γονείς του δεν αγωνιούν με αυτά τα συναισθήματα και επομένως δεν θα αντιδρά σε αυτά με απόσυρση ή με εκδικητική επιθετικότητα.

Εάν οι γονείς δεν καταφέρουν να το κάνουν αυτό, τότε δημιουργείται στο παιδί η εντύπωση ότι τα συναισθήματα του είναι επικίνδυνα, οπότε θα τα απορρίπτει προβάλλοντας τα αλλού, θεωρώντας ότι οι άλλοι νιώθουν αυτά τα συναισθήματα και όχι ο ίδιος.
Ό,τι βιώνει ως επικίνδυνο θα το αποβάλλει από τον εαυτό του και θα το τοποθετεί στο περιβάλλον του ( εγώ εκτιμώ τον εαυτό μου, οι άλλοι δεν με εκτιμούν) ή σε άλλα πρόσωπα (δεν σε μισώ, εσύ με μισείς), προσπαθώντας να διατηρήσει, ότι βιώνει ως καλό, σε απόσταση ασφαλείας από ότι βιώνεται ως κακό και καταστροφικό, με αποτέλεσμα όμως έτσι να διασπάται ο ψυχικός του κόσμος και να νιώθει διχασμένος.

Αν σε έναν άνθρωπο δεν έγιναν επιτρεπτά τα συναισθήματά του από τους σημαντικούς του ανθρώπους, θεωρεί κάθε συναίσθημα που δεν έγινε αποδεκτό ως αρνητικό για τον ίδιο και προκειμένου να διαφυλάξει την θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του -γιατί αλλιώς θα συντριβεί η αυτοεκτίμησή του-  , τα εκτοξεύει αλλού.
Αυτό βέβαια θα έχει ως αντίκτυπο, ο άλλος, που του προβάλλει τα συναισθήματα του, να γίνεται μισητός, εχθρικός, απεχθής και να αποτελεί συγχρόνως πόλο έλξης και πόλο άπωσης ταυτόχρονα για τον ίδιο.

Ελκύεται από εκείνον, γιατί εφόσον προβάλει το δύσκολο συναίσθημά του σε αυτό το πρόσωπο, θα δημιουργεί σχέση, έστω συγκρουσιακή, μαζί του γιατί έτσι θα νιώθει ενωμένος με το μέρος του εαυτού του που αποβάλλει οπότε, για να μην χάσει την σύνδεση με τον εαυτό του και αποσχιστεί ψυχικά, εξαρτιέται από εκείνον και δεν μπορεί να τον αποχωριστεί.
Θα φανατίζεται όμως παράλληλα με το πρόσωπο στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματά του, γιατί όσο νιώθει κατακερματισμένος, η διαφορετικότητα του άλλου τον απειλεί, επειδή του θυμίζει την απόρριψη του εαυτού του από τους σημαντικούς ανθρώπους του όπως την βίωσε ή όπως φαντασιώθηκε πως την βίωσε, όταν τόλμησε να αισθανθεί διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που του επέτρεψαν εκείνοι. Δεν έχει αποδεχτεί την διαφορετικότητα των πλευρών του εαυτού του, ώστε να καταφέρει να τις ενώσει, και κάθε ιδέα ένωσης ξεσηκώνει μια θύελλα συναισθημάτων οδύνης που γίνεται τρόμος στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει τα ψήγματα της αποδοχής τους, αν εκείνος κάνει βήματα προόδου και διαφοροποιηθεί από εκείνους, οπότε, για να μην συντριβεί ψυχικά, ταυτίζεται με την απροθυμία των σημαντικών του προσώπων να αποδεχτούν τα συναισθήματα του.


Οι ρατσιστές για παράδειγμα εκδηλώνουν τα επιθετικά τους συναισθήματα σε όλους εκείνους που εκφράζουν ιδεώδη διαφορετικά από τα δικά τους, γιατί αισθάνονται απέχθεια και μίσος για όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού τους που βλέπουν ως όμοια σε εκείνους που επιτίθενται και τα οποία δεν μπορούν να τα αποδεχτούν, γιατί απορρίφτηκαν βίαια από τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους στο παρελθόν, οπότε προκειμένου να έχουν την εύνοια τους, υποτάσσονται παθητικά στα μοντέλα κυριαρχίας που έχουν διαμορφώσει, ενώ εκφράζουν την βία τους στους αδύναμους. Κάθε έκφραση αδυναμίας τους παραπέμπει σε συνθήκες μοναξιάς και οδύνης που βίωσαν, όταν συνθλίφτηκε η αυτοεκτίμησή τους κάτω από την μπότα της απόρριψης και για να μην συντριβούν ολοσχερώς, αρνούνται και αποδιώχνουν το συναίσθημα αδυναμίας τους, ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο και επιτίθενται σε καθετί που ανασκαλεύει τις μνήμες, τις στοιχειωμένες από το φόβο τους.


Κάθε άνθρωπος που έμεινε απροστάτευτος στο χείμαρρο των συναισθημάτων του, -γιατί κανείς δεν αποτέλεσε ένα φράγμα για εκείνον-, κρύβει ένα μικρό παραπονεμένο παιδί μέσα του, που κατέχεται από μειονεκτική αίσθηση για τον ίδιο, αλλά και για την ικανότητά του να αγαπιέται, οπότε εκείνος ο εαυτός αποφασίζει για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, τις προτιμήσεις του, τις στάσεις και συμπεριφορές του.
Ελκύεται από το όμοιο, που αυτό μπορεί να αφορά την μειονεκτική εικόνα του εαυτού του ή μπορεί να αφορά το όμοιο συναίσθημα τρόμου που βίωσε ως παιδί, κάτω από την ελλιπή συναισθηματική ανταπόκριση που αφάνισε την αξία του, ακόμα κι αν αυτό το όμοιο δεν το εξελίσσει, αλλά παραμένει σε αυτό γιατί νιώθει μια αίσθηση ασφάλειας, ψεύτικη μεν, αλλά τουλάχιστο το αίσθημα οικειότητας που αποπνέει αυτό το περιβάλλον δεν τον αποδιοργανώνει ριζικά.

Καθετί διαφορετικό τον φέρνει σε επαφή με μια θύελλα συναισθημάτων που βίωσε ως παιδί, τα οποία εξακοντίζονταν βίαια στον ψυχισμό του και εκείνο δεν βρήκε απάγκιο πουθενά, ώστε να μπορέσει να συνομιλήσει με τα συναισθήματά του, να τα καταγράψει ως φυσιολογικά. Η βία που ποτίστηκε τον καθορίζει στην ζωή του και την εξαπολύει σε οποιονδήποτε του θυμίζει την αδικία που βίωσε τότε.

Κάθε νέα εγγραφή τον διαταράσσει και η ορμή των συναισθημάτων που την ακολουθούν είναι τέτοια, που φοβάται πως μπορεί να προκαλέσει ρήγμα στο σύστημα ισορροπίας του. Καθένας, καθετί που θυμίζει ενότητα, εξέλιξη, απειλεί τον μονομερή κόσμο του που είναι γεμάτος μονόδρομους που έχει όμως μάθει τόσο καλά να τους περπατάει και ας αποτελούν τα αδιέξοδα του. Και όσο παραμένει εγκλωβισμένος εκεί, δεν μπορεί να διεκδικήσει την απελευθέρωσή του, γιατί αναλώνει αλλού την πολύτιμη ενέργεια του.

Εξαπολύει την ορμή των συναισθημάτων του σε όλους εκείνους που μοιάζουν ή που φαντασιώνεται πως μοιάζουν με εκείνους που τον εγκατέλειψαν στο περιθώριο της ύπαρξης του και μεταθέτει σε εκείνους τα αρνητικά συναισθήματα που δεν τολμά να τα στρέψει εκεί που τον αδίκησαν, σε εκείνους που του στέρησαν την ελπίδα να επικοινωνήσει την αλήθεια του, αλλά αυτός ο αδιάκοπος πόλεμος τον στερεί από την ευθύνη της ελευθερίας του, από την επαφή με την προσωπική του δύναμη, από την εξυγίανση της προσωπικότητάς του.

Καθένας μας κρύβει ένα κουβάρι στον ψυχισμό του, όπου, αν αγαπά τον εαυτό του και τους ανθρώπους του, καλείται να βρει την άκρη του και να ξετυλίξει το νόημα της ζωής του, τυλίγοντας το νήμα με τρόπο που θα του δώσει την έμπνευση να υφάνει ένα όμορφο πίνακα ζωής, στον οποίο η αξία του θα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για εκείνον.

Αν αγκαλιάσει κάθε πτυχή του με ενδιαφέρον και αγάπη, θα συνθέσει το παζλ της ενότητας του εαυτού του και θα επέλθει η ειρήνη στην ψυχή του, γιατί σύμμαχος του θα είναι η προσπάθεια του να αποδεχτεί κάθε δυνατή πλευρά του που θα τον οδηγήσει σε νικητήριες προσπάθειες, αλλά και κάθε αδύναμη που θα τον κάνει πιο βαθιά ανθρώπινο και θα τον φέρει πιο κοντά στην Αγάπη.


Αγγελική Μπολουδάκη
Ειδικός Ψυχικής Υγείας - Συγγραφέας
πηγή : Αντικλείδι ,

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Ο έλεγχος, αποφυγή της ελευθερίας

"Μην υποτιμάτε την ευαισθησία, θεωρώντας την κάτι εύθραυστο. 

 Είναι η πιο σκληρή δύναμη του κόσμου, 

που με αυτήν τον κατακτάς..." - 

Μάνος Χατζηδάκις


Ο έλεγχος, με την έννοια της εναρμόνισης της λογικής με τα συναισθήματά μας, είναι ένας μηχανισμός προστασίας που μας χρειάζεται, γιατί ενεργοποιούμε την λογική μας σε κάθε κατάσταση που ζούμε, προστατεύοντας έτσι τα συναισθήματά μας και άρα ολάκερο τον εαυτό μας.

Όταν βιώνουμε συγκυρίες που μας προκαλούν έντονα συναισθήματα, δεν χάνουμε τον εαυτό μας σε αυτές, αλλά κρατάμε με μαεστρία το τιμόνι της ζωής μας, διατηρώντας την ωριμότητα μας, την ελευθερία μας, τη συνοχή και τη συνέχεια μας. Το κάθε γεγονός παραμένει διαφοροποιημένο από μας, οπότε μπορούμε να το διαχειριστούμε, όποια κι αν είναι η έκβασή του. Παρόλο που δεν μπορούμε να ελέγξουμε την εξέλιξη των γεγονότων, μπορούμε, αν νιώθουμε ασφάλεια με τον εαυτό μας, να διατηρούμε την αξία μας και να αξιοποιούμε τα συναισθήματα μας στην κάθε στιγμή που ζούμε, ώστε να παίρνουμε υγιείς αποφάσεις για μας.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και χάνουμε τον έλεγχο των συναισθημάτων μας σε αυτήν, είναι γιατί δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας πως μπορούμε να καταφέρουμε να κυβερνήσουμε αποτελεσματικά το σκάφος της λογικής μας στις αντίξοες συνθήκες. Φοβόμαστε πως η κάθε κατάσταση θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μέσα μας και τα συναισθήματά μας θα αποτελέσουν έρμαιο της, χωρίς να μπορέσουμε να τα διαχειριστούμε. Νιώθουμε ανασφάλεια στην ιδέα πως οι άλλοι θα μας εγκαταλείψουν ή θα γίνουν εχθρικοί προς εμάς και προσπαθούμε να χειραγωγήσουμε τις αντιδράσεις τους, κάνοντας τα πάντα για εκείνους, αποτελώντας ακόμα και τον υποβολέα τους, στην προσπάθεια μας να κερδίσουμε την επιβεβαίωση πως μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ελέγχουμε τα συναισθήματα μας μήπως μας πνίξουν, άρα ελέγχουμε και τους άλλους παραμένοντας προσκολλημένοι σε εκείνους, ώσπου σταδιακά χάνουμε την ελευθερία μας θυσιάζοντας την.


Sarolta Ban


Βλέπουμε τον εαυτό μας ως ένα καρυδότσουφλο, που επιπλέει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και φοβόμαστε πως η κάθε συγκυρία μπορεί να προκαλέσει κύματα συναισθημάτων βουλιάζοντας την ικανότητά μας να τα καταφέρουμε. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως την πραγματικότητα είμαστε ένα γερό σκάφος, όπου μπορούμε να επιπλεύσουμε, αντλώντας δύναμη από κάθε στιγμή που αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας για μας, και από την οποία επιβεβαιώσαμε την αξία μας.


Τα παιδιά που μεγαλώνουν πρόωρα αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της οικογένειας, γιατί οι γονείς τους αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους, επωμίζονται υπεράνθρωπα όλες τις ευθύνες σε μια σχέση, ενώ η φροντίδα για τον εαυτό τους τούς διαφεύγει. Αισθάνονται υπεύθυνοι για τις αντιδράσεις των άλλων, ενοχοποιώντας τον εαυτό τους αν κάτι δεν πάει καλά, και προσπαθούν αδιάκοπα να βρουν τρόπους να εξευμενίσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα ώστε να τους κερδίσουν, να σώσουν τους άλλους από τις επιπτώσεις που φαντάζονται πως θα έχουν σε εκείνους οι δικές τους αλλαγές.

Συναναστρέφονται λοιπόν με ανεύθυνους ανθρώπους, όπου αναλαμβάνουν το αίσθημα ανεπάρκειας και αδυναμίας τους υπηρετώντας τους, επαναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο που γαλουχήθηκαν, διαιωνίζοντας το αίσθημα παντοδυναμίας που τους κυρίευσε από παιδιά. Επειδή δεν έλαβαν ποτέ ολοκληρωτική αγάπη και προσοχή για αυτό που ήταν οι ίδιοι, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες τους, δεν πιστεύουν στην αξία τους και νιώθουν ανεπαρκείς, πιστεύοντας πως οι ίδιοι δεν έκαναν αρκετά για να κερδίσουν αυτήν την αγάπη. Επιβεβαιώθηκαν όσο πρόσφεραν και πιστεύουν πως, για να αισθανθούν κάποια ψήγματα χαράς, θα πρέπει να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για αυτό. Νιώθουν μειονεκτικά, αμφιβάλλουν για το πόσο καλοί είναι, φαντασιώνονται τον εαυτό τους ως μιαρό, που δεν έκανε αρκετά για να κερδίσει την αγάπη των σημαντικών τους ανθρώπων, οπότε κάνουν τα πάντα για να εξαγνιστούν. Επιρρίπτουν όμως παράλληλα ευθύνες στους άλλους για το ότι η σχέση είναι δυσλειτουργική, προβάλλοντας στους άλλους το δικό τους αίσθημα ανεπάρκειας. Παράλληλα αγνοούν τις αληθινές ανάγκες και επιθυμίες των άλλων, όπως αγνοήθηκαν και οι δικές τους στο παρελθόν, αλλά τους επιβάλλουν τις δικές τους πιέζοντας τους για αυτό, όπως πιέστηκαν και εκείνοι να ανταποκριθούν σε ανάγκες άλλων. Κάθε φορά που δεσμεύονται με κάποιον ή με κάτι, εντείνεται η αβεβαιότητα, η οποία τους κατακλύζει κάθε φορά, γιατί τους κυνηγά η εικόνα της τελειότητας που έπλασαν τις ώρες της μοναξιάς τους και την οποία φαντάστηκαν ότι αν την είχαν, θα είχαν εκείνη την αγάπη, χωρίς όρους, η οποία δεν τους δόθηκε.


photo by Bryan Durushia



Η εικόνα για τον εαυτό τους δεν είναι ολοκληρωμένη, η αυτοεκτίμησή τους έχει πληγεί, άρα δεν πιστεύουν πως αξίζουν να ζήσουν γαλήνιες στιγμές.


Επιλέγουν σχέσεις και καταστάσεις που τους πληγώνουν, αλλά οι ίδιοι είναι τόσο εθισμένοι στον συναισθηματικό πόνο, γιατί έζησαν με αυτόν στον προσκέφαλό τους και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους, οπότε παραμένουν σε αυτές, όσο κι αν σκάβουν λαγούμια στην ψυχή τους. Επειδή η ψυχή τους έχει απορροφήσει οδύνη, αναζητούν επώδυνες συναισθηματικές εμπειρίες, που συντηρούν κι εντείνουν την αγωνία που νιώθουν. Όσο είναι σε αυτές, η σκέψη αποπροσανατολίζεται και ενώ υπάρχει ενθουσιασμός που την φουσκώνει η αίσθηση οικειότητας και η ιδέα του παντοδύναμου ελέγχου πως μέσα από αυτό το πρόσωπο θα εξαφανιστούν με μαγικό τρόπο τα τραύματα και θα σβήσουν τα σημάδια από τις πληγές, σταδιακά αποκαλύπτεται πως το πρόσωπο αυτό δεν αποβαίνει ο λυτρωτής αλλά ο εφιάλτης τους, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα συναισθήματά τους και στοιχειώνει τα όνειρά τους. Προσκολλούνται όμως σε αυτούς τους ανθρώπους, νομίζοντας πως είναι η γέφυρα για να περάσουν στην αντίπερα όχθη, όπου ελπίζουν πως υπάρχει ένας Παράδεισος για εκείνους, αλλά τελικά αναβιώνουν τα ίδια συναισθήματα μαζί τους, μπαίνοντας σε ένα λαβύρινθο χωρίς διέξοδο και για τους δυο τους, ώσπου έρχεται η κατάθλιψη να σκεπάσει με το θολερό της μανδύα τη ζωή τους.

Δεν ασχολούνται με σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και δεν αξιοποιούν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να πάρουν τις σωστές επιλογές για την βελτίωση της ζωής τους, αλλά ξοδεύουν την ενεργητικότητα τους με λάθος τρόπο.

Γεμίζουν με μια αίσθηση αποτυχίας κάθε φορά που ο σύντροφος ή η κατάσταση δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματά τους, ενώ η ματαίωση σα θύελλα ανεμοδέρνει την ελπίδα τους, κάθε φορά που η προδοσία εξαργυρώνει την ανέλπιδη προσπάθεια τους. Έτσι η αυτοπεποίθηση τους μειώνεται συνεχώς, η θετική εικόνα του εαυτού τους συρρικνώνεται, τα συναισθήματα αποτυχίας τους κατακλύζουν, ενώ εξασθενούν τα ενδιαφέροντά τους, μέχρι που χάνονται σιγά-σιγά. Δεν απολαμβάνουν την χαρά, γιατί φοβούνται πως πάντα κάτι κακό θα συμβεί που θα ανατρέψει την αισιοδοξία τους και θα επιφέρει τον όλεθρο, οπότε η ελπίδα δεν βρίσκει μια γρίλια ελευθερίας να τους διαπεράσει και να τους φωτίσει. Αισθάνονται πως κάτι δεν πάει καλά με εκείνους, ντρέπονται για τον εαυτό τους, δεν προβάλλουν τα επιτεύγματά τους, κι όταν το κάνουν κατακλύζονται από δυσβάσταχτα αμφιθυμικά συναισθήματα που επισκιάζουν την ικανοποίησή τους, γιατί υπόγειες κραυγές απαξίωσης γιγαντώνουν τους φόβους τους, που με τις φλόγες τους καίνε την επιθυμία τους.



Οι σπόροι της επιθυμίας τους φυτρώνουν σε μια Προκρούστεια κλίνη, όπου, όταν συνειδητοποιήσουν πως αυτό που λαχταρούν είναι μεγαλύτερο από εκείνο που τους υπαγορεύει η σκιώδης τους εικόνα, το πετσοκόβουν αλύπητα, ενώ, αν είναι μικρότερο, το επικρίνουν αυστηρά, τραβώντας χωρίς έλεος τα άκρα του, να μεγαλώσει πρόωρα και ας συρρικνώνεται εκείνο τελικά κάτω από την αδίστακτη κριτική τους.

Σταδιακά έρχονται τα επαγγελματικά και οικονομικά προβλήματα να τους αποδυναμώσουν, η συναισθηματική δυσφορία τυλίγεται σαν βρόχος στο λαιμό τους, και ο αέρας ελευθερίας παύει να πνέει στις αποφάσεις τους. Αρχίζουν να αποφεύγουν ανθρώπους που διευκολύνουν το αίσθημα απελευθέρωσης μέσα τους, γιατί τους κάνουν να έρχονται σε επαφή με την αλήθεια τους και επιλέγουν εκείνους που τους ελέγχουν και τους κρατούν αιχμάλωτους στην παθητική τους στάση, εξουσιάζοντας τα συναισθήματά τους, όπως κάνουν και εκείνοι στα δικά τους. Η εύθραυστη ψυχική τους υγεία εντείνει την εξαρτητική τους διάθεση και εμφανίζονται συμπτώματα όπως λαιμαργία ή ανορεξία, εξάρτηση από το αλκοόλ, τα χάπια, ή κατατρύχονται από ψυχικές διαταραχές, οι οποίες επιδεινώνουν την σωματική τους υγεία. Όλη τους την ενέργεια την δίνουν στην εργασία τους, στην οποία δίνονται με μανιακό τρόπο, προσκολλιούνται σε ενδιαφέροντα που τους κρατάνε μακριά από το σπίτι τους, αισθάνονται μίσος και ζήλεια για όλους εκείνους που προσπαθούν για την ζωή τους με φυσιολογικό τρόπο. Ο παράλογος τρόπος σκέψης κλονίζει την ψυχική τους ισορροπία και παρουσιάζονται φαινόμενα, όπως παραλογισμός, ακαθόριστοι φόβοι, και είτε αδυνατούν να αντιδράσουν είτε η επιθετικότητα τους γίνεται βία που εκδηλώνεται με αυτοκαταστροφικό τρόπο ή εξαπολύεται στους άλλους από μίσος και οργή που προσπαθούν για την ζωή τους.

Οι ίδιοι δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη της αλλαγής τους και παραμένουν εξαρτημένοι από συμπεριφορές που τους κρατούν υποταγμένους σε μια αδήριτη μοίρα που επαναλαμβάνεται, γιατί δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη της αλλαγής του τρόπου σκέψης τους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ενώ αναλαμβάνουν τις ευθύνες των άλλων, στον εαυτό τους φέρονται ανώριμα, ίσως γιατί αυτό το παιδί μέσα τους δεν απόλαυσε ποτέ το παιγνίδι, οπότε κάθε φορά που η επιθυμία της φροντίδας, της χαράς, της ανεμελιάς του εαυτού τους τούς καλεί, την αντιμετωπίζουν ως μια ακόμη ευθύνη, οπότε έρχεται η εξουθένωση για να αναστείλει την απόφασή τους. Το νόημα της ζωής τους ασθενεί και συννεφιασμένες σκέψεις ρίχνουν το πέπλο σε κάθε αχτίδα φωτός, η οποία χρειάζεται πίστη για να προβάλει διάχυτα και να τους λούσει με ελπίδα για την ζωή τους.





Noell Oszvald




Όσο είναι σε αυτό τον κλειστό κύκλο αναζήτησης, αναζητούν την ένταση σε όλες τους τις σχέσεις, ακόμα και στις επαγγελματικές, όπου δίνουν αλόγιστα τον εαυτό τους, για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα μειονεξίας που τους κατακλύζουν και πλήττουν την εικόνα τους, ενώ υψώνουν δυσθεώρητα τείχη στα πρέπει τους, που λειτουργούν άναρχα και κραυγαλέα τιμωρητικά, αποκλείοντας την επιθυμία από την ζωή τους. Το παραμύθι της πεντάμορφης και του τέρατος τους συνοδεύει και επενδύουν την αγάπη τους εκεί όπου προσδοκούν στην αλλαγή, παρόλο που από την πρώτη ματιά φαίνεται ανέφικτη, ενώ ταυτόχρονα ο οίκτος τους εμποδίζει να αποδράσουν. Όσο η άρνηση και ο έλεγχος τους δυναστεύουν, δεν βρίσκει χώρο η αποδοχή να εισέλθει και να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, χωρίς την επιθυμία να την μεταβάλλουν και τέρπουν τον εαυτό τους με ψευδαισθήσεις που προσγειώνουν με κρότο τα όνειρά τους.

Η αποδοχή του εαυτού μας είναι η ύψιστη ελευθερία. Αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, με τις δυσκολίες μας, τις θετικές και αρνητικές μας πλευρές, τις επιλογές του παρελθόντος που μπορούν να γίνουν μαθήματα του παρόντος, είναι πολύ πιο εύκολο να σεβαστούμε τον εαυτό μας και να παραχωρήσουμε ελεύθερο χώρο στις επιθυμίες μας. Αν φιλιώσουμε με τον εαυτό μας και νιώσουμε περήφανοι για μας, ανακαλύπτουμε ένα πολύτιμο φίλο που θα είναι δίπλα μας σε όλες τις στιγμές της ζωής μας. Δεν θα νιώθουμε μόνοι μας, γιατί η αλήθεια μας θα συμπορεύεται μαζί μας και με αυτήν θα επικοινωνούμε με εκείνους που θα μπορούν να την δεχτούν. Κάθε φορά που θα παίρνουμε μια απόφαση, σεβόμενοι τον εαυτό μας και ακολουθώντας τις επιθυμίες που μας κάνουν να αισθανόμαστε όμορφα με την επιθυμία μας, αυτό θα μας δυναμώνει και θα μας απελευθερώνει, γιατί μαθαίνουμε να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και σε αυτήν την απόφαση θα ελκύουμε ανθρώπους που αγαπάνε την αλήθεια μας, όπου ακόμα κι αν δεν είναι πολλοί, η ποιότητα της σχέσης που θα δημιουργούμε μαζί τους θα είναι ουσιαστική και πολύτιμη.

Αγγελική Μπολουδάκη
από το  Αντικλείδι 



[Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’,
Εκδόσεις Αραξοβόλι ]

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Scherzo [ 8 ] - [ γη των ανθρώπων ]*

Ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν
ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.


ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ζωγραφιὰ στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Χιονισμένο τοπίο, τὸ τρένο γλυστράει σὲ νυχτωμένη κοιλάδα, θρόισμα στὴ γαλήνη. Φευγαλέες εἰκόνες, διάσπαρτα μικροχώρια, σπιθοβόλημα κάθε φωτισμένο παραθύρι. Πίσω ἀπὸ κάθε σπιθοβόλημα ἡ στέγη, φάντασμα εὐτυχίας: Μιὰ ζεστὴ λαχανόσουπα, μιὰ στοργικὴ ἀγκαλιὰ γιὰ τὸν ὕπνο, οἱ γείτονες φίλοι, κι ὁ σκύλος πιστὸς νὰ ξαγρυπνάει στὸ κατώφλι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἄγνωστη στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἴσως στὸ φευγαλέο σπιθοβόλημα νὰ ξαγρυπνάει ἡ ρήξη. Βουβὸς ἢ ἀνοιχτὸς σὰν πληγὴ σπαραγμός. Ζεστὴ λαχανόσουπα, ναί, πράξη ρουτίνας κι ἀγαναχτισμένη ὑποχρέωση. Στιβάζονται νὰ πλυθοῦν τὰ πιατικά, ἄχθος ἡ λάτρα κάθε μέρα. Ὁ σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «ἐγὼ νὰ τὰ προφταίνω ὅλα». Ἀβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι ἢ βλέμμα στοργῆς ὅλη μέρα. Ἔτσι, ποὺ ἡ τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στὸ κρεβάτι, σχεδὸν κωμική. Πρέπει νὰ ἐκλιπαρήσεις, κι αὐτὸ ταπεινώνει. Γενιὲς γενεῶν παραχωροῦν τὸν ἔρωτα συγκαταβατικά, μιὰ στιγμὴ ἡδονῆς τοῦ κορμιοῦ, τίποτε ἄλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀποκοιμιοῦνται. Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλὸς στὸ μαγγάνι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς, τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα: Σπιθοβόλημα εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια. Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων, προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.

Αυγή Τσολάκου


Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ, μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια, νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι. Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη, κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ. Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν διασκοπούμενη θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου.

Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου, κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές. Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.

Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης», τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες: θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ ἄλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.

Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύση μας - τὴ φύση ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.

8. SCHERΖΟ : «ΣΚΕΡΤΣΟ»
Ἐλαφρὸ μουσικὸ κομμάτι σὲ τριαδικὸ μέτρο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ
τὸ μενουέττο σὲ μιὰ σονάτα ἢ συμφωνία,
ἢ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοτελὲς ἔργο.


Χρήστος Γιανναράς  από το "Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων"

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Το κελί



Ένστικτο εδαφικότητας» το ονόμασαν.
Όταν απειλείται με διείσδυση ένας ζωτικός, ατομικός σου χώρος, εκλύεται πάντα επιθετικότητα. Όσο πιο στριμωγμένος και ασφυκτικός ο χώρος, τόσο μεγαλύτερη η επιθετικότητα. 

Οι ηθολόγοι το επιβεβαίωσαν στη συμπεριφορά των ζώων και οι ανθρωπολόγοι στη συμπεριφορά των ανθρώπων. Το κλειστό ίδρυμα της φυλακής υπήρξε ένα κατάλληλο φυσικό εργαστήριο για την πειραματική διερεύνηση του φαινομένου αυτού.

Έτσι κάπως γεννιέται η έχθρα για τον ξένο. 

Gilbert Garcin 
Έτσι κάπως προσλαμβάνεται ο «άλλος» ως «εχθρός» έτοιμος να οικειοποιηθεί τον δικό σου χώρο. Και ορθώνονται σύνορα και εκλογικεύονται τα στεγανά. Και εκλύεται μια ολόκληρη φαντασμαγορία πανικού. Ο χώρος ως προέκταση του εαυτού. Όποιος δεν ανήκει στον μικρόκοσμό μου, υποθάλπτει τον αφανισμό μου. Ας τον κρατήσουμε, λοιπόν, μακριά. Ας υψώσουμε απαραβίαστα οχυρά. Ας είμαστε μονίμως σε επιφυλακή. Ο «άλλος», ο τσιγγάνος, ο πρόσφυγας, ο Εβραίος, γίνεται απειλητικός «άλλος».



Ομογενής-αλλογενής, ομόφυλος – αλλόφυλος είναι οι μοιραίες διακρίσεις που δομούν τον κόσμο μας. Από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή του διάχυτου φόβου για τον λεπρό, τον τερατόμορφο, τον μάγο, τον αλχημιστή, το ίδιο παιχνίδι ατέρμονα επαναλαμβάνεται.

Αυτό που άλλαξε στο διάβα των αιώνων, δεν είναι η μάγισσα, αλλά ο περίγυρός της. 

Στ’ όνομα της «ιερής κοινότητας» εξακολουθεί να συντελείται ο αποκλεισμός του άλλου. Άλλοτε χάριν της Εκκλησίας και της διασφάλισης του αγίου θρησκευτικού συναισθήματος, σήμερα χάριν του έθνους συνήθως και της διασφάλισης μιας αγνής εθνικής ομοιογένειας.

Όσο ασήμαντη κι αν είναι η δύναμή της, η μειονότητα είναι εξ ορισμού ύποπτη και ικανή για κάθε ανίερη οικειοποίηση. Οτιδήποτε αποκλίνει από το πανίσχυρο ιδεώδες της πλειονότητας, μετασχηματίζεται ταχυδακτυλουργικά σε εστία κινδύνου και θανάσιμη απειλή για τον δικό μας χώρο. Έτσι, ο συμπυκνωμένος φόβος σταθερά ελλοχεύει πίσω από την παρουσία του «άλλου».

Κι όμως ο ένας φόβος κρύβει τον άλλον. Για άλλον τρόμο πάντα πρόκειται. Ο τωρινός δεν είναι παρά η μάσκα, το άλλοθι, το προσωπείο του άλλου τρόμου. Ενός βαθύτερου, σχεδόν αβυσσαλέου τρόμου, που έχει να κάνει μ’ ένα ασφυκτικό, μικρό κελί κι ένα κλειστό ίδρυμα υψίστης ασφαλείας. Εκεί είναι η ζωή μας. Ενάντια σ’ αυτόν τον τρόμο οχυρωνόμαστε, χρίζοντας εισβολείς τους «άλλους». Ο θεατός και εντοπίσιμος φόβος, είναι πάντα πιο ανακουφιστικός. Τον Εβραίο μπορείς να τον κάψεις, πώς όμως να πυρπολήσεις το κελί σου; Πώς να μείνεις άστεγος στην παγωνιά; Το κελί πνίγει αλλά και προστατεύει, συνθλίβει αλλά και καθησυχάζει.

Αυτός είναι, όμως, ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει, αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει όχι μ’ έναν πάταγο, ούτε μ’ ένα λυγμό, όπως θα ‘λεγε ο Έλιοτ, 

αλλά με μία σιωπή σε ένα λευκό κελί.


Φωτεινή Τσαλίκογλου

Ψυχο-λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου 
[εκδ. Πλέθρον] – απόσπασμα.