Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

''οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος''



«Η βασική συνθήκη της νευρωτικής αγάπης  έγκειται στο γεγονός ότι ο ένας ή και αμφότεροι οι “ερωτευμένοι” έχουν παραμείνει προσκολλημένοι σε μια γονική φιγούρα και μεταβιβάζουν τα αισθήματα, τις προσδοκίες και τους φόβους που είχαν άλλοτε απέναντι στον πατέρα ή τη μητέρα τους, στο πρόσωπο που αγαπούν τώρα, στην ενήλικη ζωή τους. 
Πρόκειται για άτομα τα οποία δεν απελευθερώθηκαν ποτέ από την παιδική τους εξάρτηση και αναζητούν το ίδιο αυτό πρότυπο στις απαιτήσεις που έχουν από τις σχέσεις τους κατά την ενήλικη ζωή τους.

Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο  έχει παραμείνει συναισθηματικά ένα παιδί άλλοτε δύο ετών, άλλοτε πέντε και άλλοτε δώδεκα, ενώ διανοητικά και κοινωνικά βρίσκεται στο επίπεδο της πραγματικής του ηλικίας. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αυτή η συναισθηματική ανωριμότητα οδηγεί σε διαταραχές όσον αφορά την κοινωνική αποτελεσματικότητα του ατόμου· στις λιγότερο σοβαρές, η σύγκρουση και η κρίση περιορίζονται στη σφαίρα των στενών προσωπικών σχέσεων.

Σε σχέση με την εξέταση της μητροκεντρικής  και της πατροκεντρικής προσωπικότητας, το ακόλουθο παράδειγμα για αυτό τον τύπο της νευρωτικής ερωτικής σχέσης που συναντάμε συχνά σήμερα έχει να κάνει με τους άντρες, οι οποίοι στη συναισθηματική τους ανάπτυξη έμειναν προσκολλημένοι σε μία νηπιακή εξάρτηση από τη μητέρα.


Salvador Dali


Αυτοί είναι οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος. Εξακολουθούν να αισθάνονται σαν μικρά παιδιά, αποζητούν τη μητρική προστασία, την αγάπη, τη θαλπωρή, τη φροντίδα και το θαυμασμό, θέλουν την άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αγάπη η οποία δεν τους προσφέρεται για κανέναν άλλο λόγο εκτός από το γεγονός πως τη χρειάζονται, ότι είναι παιδιά της μητέρας, ότι είναι ανίσχυροι. Τέτοιου είδους άντρες συχνά είναι πολύ τρυφεροί και γοητευτικοί, όταν προσπαθούν να κάνουν μία γυναίκα να τους αγαπήσει και παραμένουν έτσι ακόμη και όταν πετυχαίνουν το στόχο τους. Αλλά η σχέση τους με τη γυναίκα (όπως στην πραγματικότητα και με όλους τους άλλους ανθρώπους) παραμένει επιφανειακή και ανεύθυνη. Ο σκοπός τους είναι να αγαπηθούν, όχι να αγαπήσουν.

Κατά κανόνα, υπάρχει μια γερή δόση ματαιοδοξίας σε αυτό τον τύπο του άντρα και κρύβει μέσα του ιδέες μεγαλομανίας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Αν βρει την κατάλληλη γυναίκα, νιώθει ασφαλής, νιώθει σαν να είναι στην κορυφή του κόσμου και μπορεί να διαθέσει πολλή στοργή και πολλή γοητεία· αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τέτοιοι άντρες είναι συχνά τόσο απατηλοί. Διότι, όταν έπειτα από κάποιο διάστημα η γυναίκα παύει να ανταποκρίνεται στις φανταστικές τους προσδοκίες, αρχίζουν να εμφανίζονται συγκρούσεις και μνησικακίες.


Αν η γυναίκα δεν τους θαυμάζει συνεχώς, αν έχει αξιώσεις για μία δική της ζωή, αν θέλει κι εκείνη να την αγαπούν και να την προστατεύουν και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο άντρας νιώθει βαθιά πληγωμένος και απογοητευμένος και συνήθως δικαιολογεί αυτά του τα αισθήματα με τη σκέψη πως η γυναίκα του «δεν τον αγαπά, είναι εγωίστρια ή αυταρχική». 
Ο,τιδήποτε δεν αντιστοιχεί στη στάση μίας στοργικής μητέρας απέναντι σε ένα χαριτωμένο, γοητευτικό παιδί, εκλαμβάνεται ως απόδειξη έλλειψης αγάπης. Αυτοί οι άντρες συνήθως μπερδεύουν τη στοργική τους συμπεριφορά, την επιθυμία τους να ευχαριστήσουν, με την ειλικρινή αγάπη, κι έτσι φτάνουν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται μία μεγάλη αδικία· φαντάζονται τον εαυτό τους ως μεγάλο εραστή και παραπονιούνται πικρά για την αχαριστία της ερωτικής συντρόφου τους










Σε σπάνιες περιπτώσεις, ένα τέτοιο μητροκεντρικό άτομο κατορθώνει να λειτουργήσει χωρίς σοβαρά προβλήματα. Αν η μητέρα του το αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν υπερπροστατευτική (ίσως κυριαρχική αλλά όχι ισοπεδωτική), αν βρει μία γυναίκα που να ανήκει στον ίδιο αυτό μητρικό τύπο, αν τα ιδιαίτερα χαρίσματά του και τα ταλέντα του, τού επιτρέπουν να ασκεί γοητεία και να προκαλεί θαυμασμό (αυτή είναι μάλιστα η περίπτωση κάποιων επιτυχημένων πολιτικών), τότε “προσαρμόζεται καλά” με την κοινωνική έννοια, ακόμη και χωρίς ποτέ να φτάνει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας.

Όμως κάτω από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες – και βέβαια αυτές είναι πιο συχνές- η ερωτική του ζωή, αν όχι και η κοινωνική επίσης, θα είναι μία σοβαρή απογοήτευση. Κι όταν ένας άνθρωπος με τέτοια προσωπικότητα απομένει μόνος του, τότε εμφανίζονται συγκρούσεις και υψηλά επίπεδα άγχους ή κατάθλιψη. Σε μία ακόμη πιο σοβαρή παθολογική περίπτωση, η προσκόλληση στη μητέρα είναι βαθύτερη και περισσότερο ανορθολογική. Σε αυτό το επίπεδο η επιθυμία δεν είναι συμβολικά μιλώντας, να επιστρέψει το άτομο στην προστατευτική αγκαλιά της μητέρας ούτε στο μητρικό στήθος που το τρέφει, αλλά να επιστρέφει σε αυτό που όλα τα δέχεται και όλα τα αφανίζει -στην ίδια τη μήτρα. Αν η φύση της υγιούς προσωπικότητας είναι να αναπτυχθεί έξω από τη μήτρα, στον κόσμο, η φύση της σοβαρής διανοητικής διαταραχής που προκαλείται είναι να αποζητήσει το άτομο τη μήτρα για να απορροφηθεί από αυτήν και πάλι. Με άλλα λόγια, να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή.

Αυτό το είδος της προσκόλλησης προκύπτει συνήθως στην περίπτωση που και οι ίδιες οι μητέρες δένονται με το παιδί τους με έναν τέτοιο καταστροφικό και ολέθριο τρόπο. Κάποιες στο όνομα της αγάπης, κάποιες άλλες στο όνομα του καθήκοντος, θέλουν να κρατήσουν μέσα τους το παιδί, τον έφηβο, τον άντρα· δεν θα πρέπει να αναπνέει παρά μόνο μέσω αυτών και δεν θα πρέπει να μπορεί να αγαπά παρά μόνο σε ένα επιφανειακό, σεξουαλικό και μόνο επίπεδο, απαξιώνοντας όλες τις άλλες γυναίκες. Δεν θα πρέπει τελικά να μπορεί να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος παρά ένας αιώνιος ανάπηρος ή ένας “μητροκτόνος”.

Αυτή η όψη της μητέρας, η σαρωτική και καταστροφική, είναι η αρνητική όψη της μητρικής φιγούρας. Η μητέρα μπορεί να δώσει τη ζωή και μπορεί να πάρει τη ζωή.
Είναι εκείνη που θα αναγεννήσει αλλά κι εκείνη που θα αφανίσει- μπορεί να κάνει θαύματα με την αγάπη της, αλλά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τραυματίσει περισσότερο από όσο αυτή».


 Έριχ Φρομ, 

Από το   "Η Τέχνη της Αγάπης" , εκδόσεις Μπουκουμάνης.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Η Δόνηση της Σκέψης και ο Νόμος της Έλξης



Το Σύμπαν διέπεται από νόμο – από έναν μεγάλο νόμο. Οι εκδηλώσεις του είναι πολύμορφες, αλλά αν αντιμετωπιστούν σαν κάτι το τελειωτικό, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει παρά ένας μόνο νόμος. Έχουμε εξοικειωθεί με μερικές από τις εκδηλώσεις του, αλλά αγνοούμε σχεδόν ολοκληρωτικά κάποιες άλλες. Ωστόσο, εξακολουθούμε να μαθαίνουμε λίγο πιο πολύ, κάθε μέρα, και το πέπλο σιγά – σιγά ανασηκώνεται.


Μιλούμε με επιστημονική γνώση για το νόμο της βαρύτητας, αλλά αγνοούμε την ισότιμα θαυμαστή εκδήλωσή του, ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ. 

Έχουμε εξοικειωθεί μ’ αυτή τη θαυμάσια εκδήλωση του νόμου που προσελκύει και συγκροτεί 
τα άτομα από τα οποία η ύλη είναι συντεθειμένη – αναγνωρίζουμε τη δύναμη του νόμου που προσελκύει τα σώματα στη γη, που συγκροτεί τους κυκλικούς κόσμους στη θέση τους, αλλά κλείνουμε τα μάτια μας στον ισχυρό νόμο που φέρνει κοντά σε μας τα πράγματά που επιθυμούμε
 ή φοβόμαστε.

Όταν φτάσουμε στο σημείο να δούμε ότι η σκέψη είναι μια δύναμη, μια εκδήλωση της ενέργειας, έχοντας μια μαγνητική ικανότητα έλξης, τότε θ’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το γιατί και το από πού ενός πλήθους πραγμάτων, που μέχρι τώρα έμοιαζαν σκοτεινά σε μας. Δεν υπάρχει σπουδή που ν’ ανταμείβει τόσο καλά το σπουδαστή, για το χρόνο και τον κόπο του, όσο η μελέτη των λειτουργιών αυτού του ισχυρού νόμου του κόσμου της σκέψης – του νόμου της έλξης.


Όταν σκεφτόμαστε, στέλνουμε προς τα έξω δονήσεις μιας πολύ λεπτής αιθέριας ουσίας, που είναι τόσο πραγματικές, όσο κι οι δονήσεις που εκδηλώνουν το φως, ηθερμότητα, ο ηλεκτρισμός ή ο μαγνητισμός. 

Το γεγονός ότι αυτές οι δονήσεις δεν είναι φανερές στις πέντε αισθήσεις μας, δεν αποτελεί απόδειξη για το ότι δεν υπάρχουν. Ένας ισχυρός μαγνήτης στέλνει προς τα έξω δονήσεις κι ασκεί μια δύναμη ικανή να προσελκύσει ένα κομμάτι ατσάλι που ζυγίζει ογδόντα κιλά, αλλά ούτε μπορούμε να δούμε, να γευτούμε, να οσφρανθούμε, ν’ ακούσουμε ή να ψηλαφίσουμε αυτή την ισχυρή δύναμη. Αυτές οι δονήσεις της σκέψης, το ίδιο, δεν είναι δυνατό να γίνουν ορατές, δεν μπορούμε να τις γευτούμε, να τις οσφρανθούμε, να τις ακούσουμε ή να τις ψηλαφίσουμε με το συνηθισμένο τρόπο. Παρ’ όλο που είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αποδεδειγμένες περιπτώσεις ατόμων ιδιαίτερα ευαίσθητων στις ψυχικές εντυπώσεις που αντιλαμβάνονται τα ισχυρά κύματα σκέψης, και πάρα πολλοί από μας μπορούν να βεβαιώσουν ότι έχουν ξεκάθαρα αισθανθεί τις δονήσεις σκέψης των άλλων, τόσο ενώ υπάρχει η παρουσία του πομπού, όσο κι από απόσταση. Η τηλεπάθεια και τα συγγενικά της φαινόμενα δεν είναι μόνο όνειρα αργόσχολων.

Το φως κι η θερμότητα εκδηλώνονται από δονήσεις μιας πολύ πιο χαμηλής έντασης απ’ αυτές της σκέψης, αλλά η διαφορά βρίσκεται αποκλειστικά στο ποσοστό της δόνησης. Τα επιστημονικά χρονικά ρίχνουν ένα ενδιαφέρον φως πάνω στο πρόβλημα. Ο καθηγητής Ελίσα Γκραίη, ένας διάσημος επιστήμονας, λέει στο μικρό του βιβλίο «Τα θαύματα της φύσης»:

«Υπάρχει πολλή τροφή για εκμετάλλευση σχετικά με το θέμα της σκέψης κι οι θεωρητικοί λένε ότι υπάρχουν ηχοκύματα που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, και χρωματοκύματα φωτόςπου κανένα μάτι δεν μπορεί να δει. Το μακρύ, σκοτεινό, δίχως ήχους διάστημα ανάμεσα στις 40.000 και 400.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, και το άπειρο της κλίμακας πέρα από τις 700.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, όπου το φως σταματά, μέσα στο σύμπαν της κίνησης, είναι κάτι που μπορεί να μας υποβάλλει σε πολλές σκέψεις».

Ο Μ. Ουίλλιαμς, στο έργο του με τίτλο «Σύντομα Κεφάλαια Φυσικής», λέει:
«Δεν υπάρχει διαβάθμιση ανάμεσα στους πολύ γρήγορους κυματισμούς ή τρεμουλιάσματα που παράγει η αίσθησή μας του ήχου και στους πιο αργούς που μας δημιουργούν μια αίσθηση της πιο απαλής ζεστασιάς. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό ανάμεσά τους, αρκετά πλατύ για να συμπεριλάβει έναν άλλο κόσμο κίνησης, όπου όλα βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο μας του ήχου και στον κόσμο μας της θερμότητας του φωτός. Και δεν υπάρχει καμιά καλή δικαιολογία για να υποθέσει κανένας ότι η ύλη είναι ανίκανη για μια τέτοια ενδιάμεση δραστηριότητα, ή ότι αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να δημιουργήσει ενδιάμεσες αισθήσεις, φτάνει να υπάρξουν όργανα ικανά να συλλάβουν και να αισθητοποιήσουν τις κινήσεις τους».

Αναφέρθηκα στις παραπάνω επιστημονικές αυθεντίες απλά για να δώσω τροφή στη σκέψη σας, κι όχι για να προσπαθήσω να σας αποδείξω το γεγονός ότι οι δονήσεις της σκέψης υπάρχουν. 

Αυτό το τελευταίο γεγονός έχει απόλυτα διαπιστωθεί, προς ικανοποίηση του πλήθους ερευνητών του θέματος, και λίγη σκέψη θα σας δείξει ότι είναι κάτι που συνδυάζεται με τις δικές σας εμπειρίες.

Συχνά ακούμε να επαναλαμβάνεται η περίφημη δήλωση της πνευματικής επιστήμης, 

ότι «οι σκέψεις είναι πράγματα», και επαναλαμβάνουμε κι εμείς αυτές τις λέξεις 
χωρίς συνειδητά ν’ αντιλαμβανόμαστε ποιο ακριβώς είναι το νόημά τους. 
Αν κατανοήσουμε απόλυτα την αλήθεια αυτής της δήλωσης και τις φυσικές συνέπειες της αλήθειας που βρίσκεται πίσω απ’ αυτήν, θα πρέπει να έχουμε μαζί καταλάβει και πολλά πράγματα που μας είχαν φανεί σκοτεινά, και τότε θα ήμασταν ικανοί να χρησιμοποιήσουμε τη θαυμαστή δύναμη της σκέψης, ακριβώς όπως χρησιμοποιούμε την όποια άλλη εκδήλωση της ενέργειας.

Όπως έχω πει κιόλας, όταν σκεφτόμαστε βάζουμε σε κίνηση δονήσεις ενός πολύ υψηλού βαθμού, που είναι ακριβώς τόσο πραγματικές όσο κι οι δονήσεις του φωτός, της θερμότητας, του ήχου και του ηλεκτρισμού. 

Κι όταν κατανοούμε τους νόμους που κυβερνούν την παραγωγή και τη μεταβίβαση αυτών των δονήσεων, θα είμαστε ικανοί να τις χρησιμοποιήσουμε στην καθημερινή ζωή, ακριβώς όπως κάνουμε και με τις καλύτερα γνωστές μορφές ενέργειας. Αυτά που δεν μπορούμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να ζυγίσουμε ή να μετρήσουμε σε σχέση με τις δονήσεις αυτές δεν αποτελούν κι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν. 
Υπάρχουν κύματα ήχου που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, παρ’ όλο που μερικά απ’ αυτά αναμφίβολα καταγράφονται από το αυτί κάποιων εντόμων κι άλλα συλλαμβάνονται από ευαίσθητα όργανα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους ήχους που καταγράφονται από τα πιο ντελικάτα όργανα και στο όριο που το μυαλό του ανθρώπου, καθώς διαλογίζεται σύμφωνα με αναλογίες, ξέρει ότι είναι η μεθοριακή γραμμή μεταξύ των ηχητικών κυμάτων κι άλλων μορφών δονήσεων. Κι υπάρχουν κύματα φωτός που το ανθρώπινο μάτι δεν καταγράφει, ενώ μερικά απ’ αυτά συλλαμβάνονται από πολύ ευαίσθητα όργανα, και πολύ περισσότερα τόσο λεπτά ώστε δεν έχει ακόμη επινοηθεί όργανο που να τα συλλαμβάνει, παρ’ όλο που βελτιώσεις γίνονται κάθε χρόνο και το ανεξερεύνητο πεδίο προοδευτικά μειώνεται.

Καθώς νέα όργανα επινοούνται, νέες δονήσεις καταγράφονται απ’ αυτά – κι ωστόσο οι δονήσεις ήταν το ίδιο πραγματικές τόσο πριν από την επινόηση, όσο και μετά. Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε κανένα όργανο που να καταγράφει το μαγνητισμό. Τότε θα μπορούσε κανένας πολύ δικαιολογημένα ν’ αρνηθεί την ύπαρξη αυτής της ισχυρής δύναμης, επειδή θα ήταν κάτι που δε θα μπορούσαμε να το γευτούμε, να το ψηλαφίσουμε, να το οσφρανθούμε, να το ακούσουμε, να το ζυγίσουμε, να το μετρήσουμε ή και να το δούμε. Κι ωστόσο, ο ισχυρός μαγνήτης θα εξακολουθεί να στέλνει προς τα έξω κύματα δύναμης ικανά να προσελκύσουν κομμάτια ατσαλιού που να ζυγίζουν ογδόντα κιλά.

Η κάθε μορφή δόνησης χρειάζεται ένα δικής της μορφής όργανο για να καταγραφεί. 

Μέχρι τώρα ο ανθρώπινος εγκέφαλος μοιάζει να είναι το μοναδικό όργανο ικανό να καταγράψει κύματα σκέψης, παρόλο που οι αποκρυφιστές λένε ότι σ’ αυτό τον αιώνα οι επιστήμονες θα επινοήσουν μηχανισμούς ικανοποιητικά ευαίσθητους, ώστε να συλλαμβάνουν και να καταγράφουν τέτοιες εντυπώσεις. Κι από τις ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι τώρα φαίνεται ότι η επινόηση αυτή είναι κάτι που θα πρέπει να το περιμένουμε, την όποια στιγμή. Το αίτημα υπάρχει και αναμφίβολα θα ικανοποιηθεί γρήγορα. Αλλά γι’ αυτούς που έχουν πειραματιστεί μέσα στα πλαίσια της τηλεπάθειας, δε χρειάζεται καμιά παραπέρα απόδειξη, έξω από τ’ αποτελέσματα των ίδιων τους των πειραμάτων.



Στέλνουμε προς τα έξω σκέψεις μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, όλη την ώρα, και μαζεύουμε τ’ αποτελέσματα των σκέψεων αυτών. Όχι μόνο τα κύματα της σκέψης μας επηρεάζουν τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και προσελκύουν δύναμη – φέρνουν κοντά μας τις σκέψεις των άλλων, για πράγματα, περιστάσεις, ανθρώπους, «τύχη», σύμφωνα με το χαρακτήρα της σκέψης που επικρατεί περισσότερο στο μυαλό μας. Σκέψεις αγάπης θα μας φέρουν κοντά μας την αγάπη των άλλων. Περιστάσεις και συμβάντα ανάλογα με τη σκέψη. Ανθρώπους που κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Σκέψεις θυμού, μίσους, Ζήλειας, κακίας και πονηριάς, θα προσελκύσουν σ’ εμάς ένα πλήθος από συγγενικές σκέψεις που εκπέμπονται από το μυαλό των άλλων. Περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα κληθούμε να εκδηλώσουμε αυτές τις χυδαίες σκέψεις και θα τις δεχτούμε με τη σειρά μας από άλλους ανθρώπους που θα εκδηλώσουν δυσαρμονία. Μια ισχυρή σκέψη, ή μια σκέψη που συνεχίζεται για πολύ, θα μας καταστήσουν το κέντρο έλξης για ανάλογα κύματα σκέψεων από άλλους. Το όμοιο προσελκύει όμοια, στον κόσμο της σκέψης – κι όπως σπείρατε θα θερίσετε. Τα πουλιά του ίδιου είδους πετούν κοπαδιαστά μέσα στον κόσμο της σκέψης, οι κατάρες σαν τα κοτόπουλα μαζεύονται μέσα στο κοτέτσι και φέρνουν μαζί τούς φίλους τους.

Ο άντρας ή η γυναίκα που είναι γεμάτοι από αγάπη, βλέπουν την αγάπη παντού και προσελκύουν την αγάπη των άλλων. Ο άνθρωπος που μισεί, μέσα στην καρδιά του μαζεύει όλο το μίσος που μπορεί ν’ αντέξει. Ο άνθρωπος που σκέφτεται τους αγώνες γενικά ψάχνει να μπλεχτεί σ’ όλους τους αγώνες που θέλει, μέχρι που να χορτάσει. Κι έτσι πάει συνέχεια το πράγμα, ο καθένας παίρνει αυτό που επιδιώκει μέσα από τον ασύρματο τηλέγραφο του μυαλού. Ο άνθρωπος που ξυπνά το πρωί να νιώθει «μαύρα» όλα γύρω του, συνήθως καταφέρνει να δημιουργήσει την ίδια διάθεση σ’ όλη την οικογένεια, πριν τελειώσει το πρόγευμα. Η «γκρινιάρα» γυναίκα βρίσκει γενικά πολλές ευκαιρίες στη διάρκεια της μέρας για να ικανοποιήσει την τάση της για «γκρίνια».

Αυτό το ζήτημα της έλξης της σκέψης είναι πολύ σοβαρό. Όταν σταθείτε να το σκεφτείτε λίγο, θα δείτε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δημιουργεί το δικό του περίγυρο, παρόλο που κατηγορεί τους άλλους σχετικά μ’ αυτό. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που κατανόησαν αυτό το νόμο της θετικής ήρεμης σκέψης κι έτσι παρέμεναν απόλυτα απρόσβλητοι από τη δυσαρμονία που τους περιτριγύριζε. Ήταν σαν το δοχείο απ’ όπου το λάδι έχει χυθεί πάνω σε ταραγμένα νερά – παρέμεναν εξασφαλισμένοι κι ήρεμοι, ενώ η καταιγίδα μάνιαζε γύρω τους. Αν κάποιος μάθει τη λειτουργία αυτού του νόμου, δε θα βρεθεί ποτέ στο έλεος των πανίσχυρων καταιγίδων της σκέψης.

Έχουμε περάσει από την εποχή της σωματικής βίας και φυσικής δύναμης, στην εποχή της διανοητικής κυριαρχίας, και τώρα εισερχόμαστε σ’ ένα νέο και σχεδόν άγνωστο πεδίο, που είναι αυτό της ψυχικής δύναμης. Αυτό το πεδίο ενέργειας έχει τους γερά εγκαθιδρυμένους νόμους του, όπως ακριβώς έχουν και τ’ άλλα. 

Και θα πρέπει να γνωρίσουμε καλά αυτούς τους νόμους, αν δε θέλουμε να βρεθούμε φυλακισμένοι μέσα στα τείχη της αμάθειας και των άγονων προσπαθειών. Θα προσπαθήσω να σας καταστήσω ξεκάθαρες τις μεγάλες βασικές και θεμελιακές αρχές αυτού του νέου πεδίου ενέργειας που ανοίγεται μπροστά μας, έτσι που να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε τούτη τη μεγάλη δύναμη και να την εφαρμόσετε για νόμιμους κι αξιόλογους σκοπούς, ακριβώς όπως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και τις άλλες μορφές ενέργειας σήμερα.

William Atkinson  
από το "Η δόνηση της σκέψης και ο νόμος της Έλξης" 




Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Η εφηβεία της μέσης ηλικίας ή τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν & ζητούν εκδίκηση»



Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία.
Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…» Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.

Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. 

Ζουν τα δικά τους βάσανα.

Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε.

Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά;

Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι’ αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση.

Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ’ ένα φάκελο που γράφει απ’ έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ’ την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος…»

Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ’ εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ’ αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ’ αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.


[……] 


Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».



Μάρω Βαμβουνάκη
από το «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», 

εκδόσεις Ψυχογιός

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Συσσωρεύοντας μικρές αλλαγές..



Είδαμε ότι τα έμβια πράγματα είναι εξαιρετικά απίθανα και πολύ «καλοσχεδιασμένα» για να έχουν εμφανιστεί τυχαία. Πώς εμφανίστηκαν, τότε; Η απάντηση -η απάντηση του Δαρβίνου- είναι: με σταδιακούς, βαθμιαίους μετασχηματισμούς από απλές αφετηρίες, από αρχέγονες οντότητες που ήταν αρκετά απλές ώστε να έχουν εμφανιστεί τυχαία.

Κάθε διαδοχική αλλαγή στη βαθμιαία εξελικτική διαδικασία ήταν αρκετά απλή, σε σχέση με τον προκάτοχό της, ώστε να μπορεί να εμφανιστεί τυχαία. Ωστόσο, η διαδοχή των συσσωρευτικών βημάτων ως σύνολο αποτελεί μια διαδικασία κάθε άλλο παρά τυχαία, αν σκεφτούμε την πολυπλοκότητα του τελικού αποτελέσματος σε σχέση με την αφετηρία. Η συσσωρευτική διαδικασία κατευθύνεται από τη μη τυχαία επιβίωση. Ο σκοπός του κειμένου αυτού είναι να δείξει τη δύναμη που έχει αυτή η συσσωρευτική επιλογή, επειδή ακριβώς αποτελεί μια θεμελιωδώς μη τυχαία διαδικασία.

Αν περπατήσετε σε μια παραλία με βότσαλα, θα παρατηρήσετε ότι δεν έχουν τυχαία διάταξη. Τα μικρότερα συνήθως τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες ζώνες που διατρέχουν το μήκος της παραλίας, ενώ τα μεγαλύτερα καταλαμβάνουν διαφορετικές ζώνες ή λωρίδες. Τα βότσαλα είναι διαχωρισμένα, διατεταγμένα, επιλεγμένα. Μια φυλή που ζει κοντά στην παραλία μπορεί να απορήσει με αυτή την ένδειξη διάταξης στον κόσμο και να αναπτύξει κάποιο μύθο για να την εξηγήσει, αποδίδοντάς την ίσως στη νόηση ενός Μεγάλου Πνεύματος που βρίσκεται στον ουρανό και του αρέσει η τάξη. Εμείς μπορεί να χαμογελάσουμε υπεροπτικά ακούγοντας αυτή την προληπτική ιδέα και να εξηγήσουμε ότι η διάταξη δημιουργείται στην πραγματικότητα από τις τυφλές δυνάμεις της Φύσης, σ’ αυτή την περίπτωση από τα κύματα. Τα κύματα δεν έχουν σκοπούς και προθέσεις, δεν έχουν νόηση, ούτε τους αρέσει η τάξη. Απλώς μετακινούν τα βότσαλα, και τα μεγάλα βότσαλα αντιδρούν σ’ αυτή τη μετακίνηση με διαφορετικό τρόπο από τα μικρά, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε διαφορετικά σημεία της παραλίας. Έτσι, μια μικρή ποσότητα τάξης προκύπτει από την αταξία, χωρίς να την έχει σχεδιάσει καμία νόηση.

Τα κύματα και τα βότσαλα αποτελούν ένα απλό παράδειγμα συστήματος που παράγει αυτόματα μη τυχαιότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από τέτοια συστήματα. Το απλούστερο παράδειγμα που μπορώ να βρω είναι μια τρύπα. Μόνο τα αντικείμενα που είναι μικρότερα από αυτή μπορούν να περάσουν από μέσα της. Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρχει μια τυχαία συλλογή αντικειμένων πάνω από την τρύπα και κάποια δύναμη αρχίσει να τα τραντάζει και να τα μετακινεί τυχαία, έπειτα από λίγο τα αντικείμενα πάνω και κάτω από την τρύπα θα έχουν διαχωριστεί κατά μη τυχαίο τρόπο. Στο χώρο κάτω από την τρύπα θα βρίσκονται αντικείμενα μικρότερα από αυτήν, ενώ από πάνω της θα έχουν μείνει τα μεγαλύτερα. Η ανθρωπότητα, φυσικά, έχει εκμεταλλευτεί εδώ και πολύ καιρό αυτή την απλή αρχή για την παραγωγή μη τυχαιότητας, με τη χρήσιμη συσκευή που είναι γνωστή ως κόσκινο.



Το ηλιακό μας σύστημα αποτελεί μια σταθερή διάταξη πλανητών, κομητών και μεσοπλανητικής ύλης σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, και είναι ένα από τα πολλά παρόμοια τροχιακά συστήματα στο σύμπαν. Όσο πιο κοντά στον Ήλιο του βρίσκεται ένας πλανήτης, τόσο πιο γρήγορα πρέπει να κινείται για να εξουδετερώνει την έλξη και να παραμένει σε σταθερή τροχιά. Υπάρχει μόνο μία ταχύτητα στην οποία μπορεί να κινηθεί ο πλανήτης για να διατηρήσει την τροχιά του. Αν κινούνταν με οποιαδήποτε άλλη ταχύτητα, ή θα απομακρυνόταν στο διάστημα ή θα προσέκρουε στον Ήλιο ή θα έμπαινε σε άλλη τροχιά. Εξετάζοντας τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος διαπιστώνουμε ότι όλοι τους κινούνται ακριβώς με τη σωστή ταχύτητα ώστε να παραμένουν στη σταθερή τους τροχιά γύρω από τον Ήλιο. ‘Ένα εκπληκτικό θαύμα πρόνοιας και σχεδιασμού; Όχι, πρόκειται απλώς για ένα ακόμη φυσικό «κόσκινο». Είναι προφανές ότι όλοι οι πλανήτες που βλέπουμε να εκτελούν τροχιά γύρω από τον Ήλιο πρέπει να κινούνται με τη σωστή ταχύτητα για να παραμένουν στην τροχιά τους, αφού αλλιώς δεν θα τους βλέπαμε, επειδή δεν θα βρίσκονταν σ’ αυτή τη θέση! Ακόμη, είναι εξίσου προφανές ότι αυτό δεν αποτελεί ένδειξη συνειδητού σχεδιασμού• πρόκειται απλώς για άλλο ένα είδος κόσκινου.

Το «κόσκινο» σ’ αυτό το επίπεδο απλότητας δεν είναι από μόνο του αρκετό για να εξηγήσει τις τεράστιες ποσότητες μη τυχαίας τάξης που παρατηρούμε στα έμβια πράγματα -ούτε κατά διάνοια αρκετό. Θυμηθείτε την αναλογία της κλειδαριάς με τους συνδυασμούς. Το είδος της μη τυχαιότητας που μπορεί να παραχθεί από το απλό «κοσκίνισμα» αντιστοιχεί περίπου με το να ανοίξουμε μια κλειδαριά συνδυασμού που έχει μόνο έναν τροχό με αριθμούς: είναι εύκολο να βρεθεί ο σωστός αριθμός στην τύχη. Από την άλλη πλευρά, το είδος της μη τυχαιότητας που βλέπουμε στα έμβια συστήματα ισοδυναμεί με μια γιγάντια κλειδαριά συνδυασμών που έχει σχεδόν αμέτρητους τροχούς με αριθμούς. Η παραγωγή ενός βιολογικού μορίου όπως η αιμοσφαιρίνη (η κόκκινη χρωστική του αίματος) με απλό κοσκίνισμα, θα ισοδυναμούσε με το να πάρουμε όλα τα αμινοξέα που αποτελούν τους δομικούς λίθους της αιμοσφαιρίνης και να τα ανακατέψουμε στην τύχη, ελπίζοντας ότι το μόριο της αιμοσφαιρίνης θα σχηματιστεί εκ νέου εντελώς τυχαία. Η ποσότητα τύχης που θα χρειαζόταν για ένα τέτοιο κατόρθωμα είναι αδιανόητη και έχει χρησιμοποιηθεί από τον Isaac Asimov και άλλους σαν ένα αξιοπερίεργο και εντυπωσιακό στοιχείο.

Το μόριο της αιμοσφαιρίνης αποτελείται από τέσσερις αλυσίδες αμινοξέων πλεγμένες μεταξύ τους. Ας δούμε τη μία μόνο από αυτές τις τέσσερις αλυσίδες. Αποτελείται από 146 αμινοξέα. Στα έμβια αντικείμενα υπάρχουν 20 διαφορετικά είδη αμινοξέων. Ο αριθμός των δυνατών διατάξεων 20 διαφορετικών πραγμάτων σε αλυσίδες με 146 «κρίκους» είναι ασύλληπτα μεγάλος, και ο Asimov τον ονομάζει «αριθμό της αιμοσφαιρίνης». Είναι εύκολο να υπολογίσουμε την τιμή του, αλλά αδύνατο να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθός του. Ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας των 146 θέσεων μπορεί να είναι οποιοδήποτε από τα 20 δυνατά αμινοξέα. Ο δεύτερος κρίκος μπορεί και πάλι να είναι οποιοδήποτε από τα 20 αμινοξέα, επομένως ο αριθμός των δυνατών αλυσίδων με 3 κρίκους είναι 20 x 20, δηλαδή 400. Ο αριθμός των δυνατών αλυσίδων με 3 κρίκους είναι 20 x 20 x 20, δηλαδή 8.000. Ο αριθμός των δυνατών αλυσίδων με 146 κρίκους είναι το 20 πολλαπλασιασμένο επί τον εαυτό του 146 φορές. Ο αριθμός αυτός είναι ασύλληπτα μεγάλος. Το ένα εκατομμύριο γράφεται με μία μονάδα ακολουθούμενη από 6 μηδενικά. Για το ένα δισεκατομμύριο γράφουμε τη μονάδα ακολουθούμενη από 9 μηδενικά. Ο αριθμός που αναζητούμε, ο «αριθμός της αιμοσφαιρίνης», είναι κατά προσέγγιση ίσος με τη μονάδα ακολουθούμενη από 190 μηδενικά! Το αντίστροφο αυτού του αριθμού εκφράζει την πιθανότητα να σχηματιστεί το μόριο της αιμοσφαιρίνης κατά τύχη. Ας τονίσουμε,μάλιστα, ότι ένα μόριο αιμοσφαιρίνης αντιπροσωπεύει απειροελάχιστο ποσοστό της πολυπλοκότητας του έμβιου σώματος. Προφανώς, το απλό «κοσκίνισμα» από μόνο του δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να παραγάγει την ποσότητα τάξης που συναντούμε στο έμβιο αντικείμενο. Το κοσκίνισμα είναι ένα ουσιώδες συστατικό για την παραγωγή της έμβιας τάξης, αλλά απέχει πολύ από το να μπορεί να την εξηγήσει εξ ολοκλήρου. Χρειάζεται και κάτι άλλο. Για να το εξηγήσω αυτό, θα πρέπει να κάνω μια διάκριση ανάμεσα στην επιλογή «ενός βήματος» και στη «συσσωρευτική» επιλογή. Τα απλά κόσκινα που εξετάσαμε ως τώρα σ’αυτό το κεφάλαιο είναι όλα παραδείγματα επιλογής απλού βήματος. Η έμβια οργάνωση είναι προϊόν της συσσωρευτικής επιλογής.

Η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην επιλογή ενός βήματος και στη συσσωρευτική επιλογή είναι η εξής: στην επιλογή ενός βήματος, η διαλογή ή η επιλογή των αντικειμένων -είτε είναι βότσαλα είτε οτιδήποτε άλλο- γίνεται μόνο μία φορά. Από την άλλη πλευρά, στη συσσωρευτική επιλογή τα αντικείμενα «αναπαράγοντα», ή υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος με τον οποίο τα αποτελέσματα του ενός κοσκινίσματος μεταβιβάζονται σε ένα επόμενο κοσκίνισμα, τα αποτελέσματα του οποίου μεταβιβάζονται και πάλι σε ένα επόμενο κοσκίνισμα, και ούτω καθεξής. Τα αντικείμενα υποβάλλονται σε επιλογή διαλογής για πολλές διαδοχικές «γενιές». Το τελικό προϊόν μιας γενιάς επιλογής είναι η αφετηρία για την επόμενη γενιά επιλογής, και ούτω καθεξής• αυτή η διαδικασία συνεχίζεται για πολλές γενιές. Είναι φυσικό να δανειζόμαστε λέξεις όπως «αναπαράγονται» και «γενιά», οι οποίες μας θυμίζουν τα έμβια αντικείμενα, γιατί αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αντικειμένων που συμμετέχουν σε μια διαδικασία συσσωρευτικής επιλογής. Μπορεί στην πράξη να είναι τα μοναδικά με αυτή την ιδιότητα. Προς το παρόν, όμως, δεν θέλω να θεωρήσω δεδομένο αυτό το στοιχείο και να παρακάμψω το ερώτημα.

Μερικές φορές τα σύννεφα, καθώς οι άνεμοι τους δίνουν τυχαία σχήματα και μορφές, καταλήγουν να μοιάζουν με γνωστά αντικείμενα. Μια πολυδημοσιευμένη φωτογραφία την οποία τράβηξε ο πιλότος ενός μικρού αεροπλάνου δείχνει ένα σύννεφο που μοιάζει κάπως με το πρόσωπο του Ιησού να κοιτάζει από τον ουρανό. ‘Όλοι μας έχουμε δει σύννεφα που μας θυμίζουν κάτι: έναν ιππόκαμπο, λόγου χάρη, ή ένα χαμογελαστό πρόσωπο. Αυτές οι ομοιότητες έχουν δημιουργηθεί με επιλογή ενός βήματος, δηλαδή μέσα από μία και μοναδική σύμπτωση. Κατά συνέπεια, δεν είναι πολύ εντυπωσιακά. Η ομοιότητα των ζωδίων με τα ζώα από τα οποία έχουν πάρει το όνομα τους (Σκορπιός, Λέων, κλπ.) είναι πολύ μικρή, όσο μικρή είναι και η ακρίβεια των προβλέψεων των αστρολόγων. Η ομοιότητα δεν μας εντυπωσιάζει, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των βιολογικών προσαρμογών που προκύπτουν από τη συσσωρευτική επιλογή. Χαρακτηρίζουμε παράξενη, απίστευτη ή εντυπωσιακή την ομοιότητα, για παράδειγμα, ενός φυλλοφάγου εντόμου με ένα φύλλο ή μιας μάντεως με ένα μπουκέτο ροζ λουλουδιών. Η ομοιότητα ενός σύννεφου με μια νυφίτσα είναι απλώς διασκεδαστική, κάτι που μόλις αξίζει τον κόπο να δείξουμε στο σύντροφο μας. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό να αλλάξουμε γνώμη για το τι ακριβώς μας θυμίζει το σύννεφο.

Άμλετ. Βλέπεις εκείνο το σύννεφο που μοιάζει σχεδόν με καμήλα;                       Πολώνιος. Μα την πίστη μου, είναι πραγματικά σαν καμήλα.                                  Άμλετ. Εμένα μου φαίνεται ότι μοιάζει με νυφίτσα.                                         Πολώνιος. Το πάνω μέρος του είναι σαν της νυφίτσας.                                                  Άμλετ. Ή μήπως μοιάζει με φάλαινα;                                                              Πολώνιος. Μοιάζει πολύ με φάλαινα.

Δεν ξέρω ποιος ήταν ο πρώτος που είπε ότι ένας πίθηκος ο οποίος χτυπά στην τύχη τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής θα μπορούσε, αν είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, να γράψει όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι, φυσικά, η φράση «αν είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του». Ωστόσο, ας περιορίσουμε λίγο το έργο του πιθήκου μας. Ας υποθέσουμε ότι πρέπει να γράψει, όχι όλα τα έργα του Σαίξπηρ, αλλά μόνο τη σύντομη φράση «Εμένα μου φαίνεται ότι μοιάζει με νυφίτσα» (στα αγγλικά, «Methinks it is like a weasel»). Θα τον διευκολύνουμε ακόμη περισσότερο, δίνοντάς του μια γραφομηχανή με περιορισμένο πληκτρολόγιο, που να έχει μόνο τα 26 (κεφαλαία) γράμματα (της αγγλικής γλώσσας) και το πλήκτρο του διαστήματος. Πόσο χρόνο θα χρειαστεί για να γράψει αυτή τη μικρή πρόταση;



Η πρόταση έχει 28 γράμματα, επομένως ας θεωρήσουμε ότι ο πίθηκος κάνει μια σειρά από συγκεκριμένες «δοκιμές», χτυπώντας κάθε φορά 28 πλήκτρα. Αν γράψει τη φράση σωστά, το πείραμα τελειώνει. Αν όχι, του επιτρέπουμε άλλη μια «δοκιμή» των 28 χαρακτήρων. Δεν γνωρίζω κανέναν πίθηκο, ευτυχώς όμως η έντεκα μηνών κόρη μου είναι ένα πεπειραμένο σύστημα παραγωγής τυχαίων δεδομένων και έπαιζε με μεγάλη προθυμία το ρόλο του πιθήκου-δακτυλογράφου. Να τι έγραψε στον υπολογιστή:
UMMK JK CDZZ F ZD DSDSKSMS SS FMCV PU I DDRGLKDXRRDORDTE QDWFDVIOY UDSKZWDCCVYTH CHVY NMGNBAYTDFCCVD DRCDFYYYRM N DFSKD LD K WDWKJ J KAUIZMZI UXDKIDISFUMDKUDXI

Η κόρη μου είναι εξαιρετικά πολυάσχολη έτσι αναγκάστηκα να εισαγάγω στον υπολογιστή ένα πρόγραμμα που προσομοιώνει ένα μωρό ή έναν πίθηκο που γράφει στην τύχη:

WDLDMNLT DTJBKWIRZREZLMQCO PY YVMQKZPGJXWVHGLAWFVCHQYORYMWR SWTNUXMLCDLEUBXTQHNZVJ QFFU OVAODVYKDGXDEKYVMOGGS VTHZQZDSFZIHIVPHZPETPWVOVPMZGFGEWRGZRPBCTPGQMCKHFDBGW ZCCF

Και ούτω καθεξής. Δεν είναι δύσκολο να υπολογίσουμε πόσο χρόνο θα χρειαστεί ο υπολογιστής (ή ένα μωρό ή ένας πίθηκος) για να γράψει στην τύχη τη φράση METHINKS IT IS LIKE A WEASEL. Σκεφτείτε ποιος είναι ο συνολικός αριθμός των φράσεων αυτού του μήκους που θα μπορούσε να γράψει ο πίθηκος ή το μωρό ή ο υπολογιστής. Είναι ο ίδιος υπολογισμός που κάναμε και για την αιμοσφαιρίνη, και μας δίνει εξίσου μεγάλο αποτέλεσμα. Στην αγγλική γλώσσα υπάρχουν 27 γράμματα (μετρώντας και το «διάστημα» σαν ένα γράμμα) που μπορούν να καταλάβουν την πρώτη θέση. Επομένως, η πιθανότητα να γράψει ο πίθηκος το σωστό πρώτο γράμμα, δηλαδή το (M), είναι μία στις 27. Ως εκ τούτου, η πιθανότητα να βρει το δεύτερο γράμμα (E) με την προϋπόθεση ότι έχει επίσης πετύχει το πρώτο γράμμα (M), είναι 1/27 x 1/27, δηλαδή 1/729. Η πιθανότητα να γράψει σωστά την πρώτη λέξη (METHINKS) είναι 1/27 για καθένα από τα οκτώ γράμματα, δηλαδή είναι (1/27) x (1/27) x (1/27) … κ.λπ., οκτώ φορές, ή (1/27) στην 8η δύναμη. Η πιθανότητα να γράψει σωστά ολόκληρη τη φράση των 28 χαρακτήρων είναι (1/27) στην 28η δύναμη, δηλαδή (1/27) πολλαπλασιασμένο με τον εαυτό του είκοσι οκτώ φορές. Η πιθανότητα αυτή είναι πολύ πολύ μικρή, περίπου 1 στα 10 δωδεκάκις εκατομμύρια (η μονάδα ακολουθούμενη από 40 μηδενικά). Με άλλα λόγια, η φράση που ζητούμε θα αργήσει πολύ να γραφτεί, για να μην αναφερθούμε στα άπαντα του Σαίξπηρ.

Όλα αυτά αφορούν την επιλογή των τυχαίων παραλλαγών με ένα βήμα. Τι γίνεται όμως με τη συσσωρευτική επιλογή; Πόσο πιο αποτελεσματική μπορεί να είναι; Πολύ πιο αποτελεσματική περισσότερο ίσως από όσο θα νομίζαμε στην αρχή -μολονότι αυτό γίνεται σχεδόν προφανές αν το σκεφτούμε καλύτερα. Χρησιμοποιούμε και πάλι τον πίθηκο-υπολογιστή μας, αλλά με μια κρίσιμη διαφορά στο πρόγραμμα. Ξεκινάει και πάλι επιλέγοντας μια τυχαία σειρά από 28 γράμματα, όπως και πριν:

WDLMNLT DTJBKWIRZREZLMQCO P

Κατόπιν, αρχίζει να «αναπαράγει», έχοντας ως αφετηρία αυτή την τυχαία φράση. Την επαναλαμβάνει πολλές φορές, αλλά με κάποιο τυχαίο σφάλμα -«μετάλλαξη»- σε κάθε επανάληψη. Ο υπολογιστής εξετάζει τις μεταλλαγμένες χωρίς νόημα φράσεις, τους «απογόνους» της αρχικής φράσης, και επιλέγει εκείνη που, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, μοιάζει περισσότερο με τη φράση-στόχο, METHINKS IT IS LIKE A WEASEL. Σ’ αυτή την περίπτωση, από την επόμενη «γενιά» επιλέχθηκε η φράση:

WDLMNLT DTJBKWIRZREZLMQCO P

Όχι και πολύ μεγάλη βελτίωση! Εντούτοις, η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Παράγονται και πάλι μεταλλαγμένοι «απόγονοι» από τη φράση και επιλέγεται ένας νέος «νικητής». Αυτό συνεχίζεται για κάθε διαδοχική γενιά. Έπειτα από 10 γενιές, η φράση που επιλέχθηκε για «αναπαραγωγή» ήταν:

MDLDMNLS ITJISWHRZREZ MECS P

Έπειτα από 20 γενιές ήταν:

MELDINLS IT ISWPRKE Z WECSEL

Ήδη το μάτι φαντάζεται ότι βλέπει μια ομοιότητα με τη φράση-στόχο. ‘Έπειτα από 30 γενιές δεν υπάρχει αμφιβολία:

METHINGS IT ISWLIKE B WECSEL

Η γενιά 40 μας φέρνει σε απόσταση ενός γράμματος από το στόχο:

METHINKS IT IS LIKE I WEASEL

Ο στόχος επιτυγχάνεται τελικά στην 43η γενιά. Μια δεύτερη εκτέλεση του προγράμματος άρχισε με την τυχαία φράση

Y YVMQKZPFJXWVHGLAWFVCHQXYOPY,

πέρασε από τις εξής αλλαγές (παραθέτω και πάλι τη φράση μόνο κάθε δέκατης γενιάς):

Y YVMQKSPFTXWSHLIKEFV HQYSPYYETHINKSPITXISHLIKEFA WQYSEYMETHINKS IT ISSLIKE A WEFSEYMETHINKS IT ISBLIKE A WEASESMETHINKS IT ISJLIKE A WEASEOMETHINKS IT IS LIKE A WEASEP

και έφτασε στη φράση-στόχο στην 64η γενιά. Σε μια τρίτη εκτέλεση, το πρόγραμμα άρχισε με τη Φράση:

GEWRGZRPBCTPGQMCKHFDBGW ZCCF

και έφτασε στο METHINKS IT IS LIKE A WEASEL έπειτα από 41 γενιές επιλεκτικής «αναπαραγωγής».



Το ακριβές χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ο υπολογιστής για να φτάσει στο στόχο δεν έχει σημασία. Αν θέλετε να ξέρετε, ολοκλήρωσε την πρώτη δόκιμη όσο είχα βγει για μεσημεριανό φαγητό. Χρειάστηκε γύρω στη μισή ώρα. (Οι φανατικοί των υπολογιστών μπορεί να θεωρήσουν αυτό το διάστημα αδικαιολόγητα μεγάλο. Ο λόγος είναι ότι το πρόγραμμα ήταν γραμμένο σε BASIC, μια πολύ απλή γλώσσα προγραμματισμού, που δεν είναι γρήγορη. ‘Όταν το ξανάγραψα σε Pascal, χρειάστηκε 11 δευτερόλεπτα.)

 Οι υπολογιστές είναι λίγο πιο γρήγοροι από τους πιθήκους σ’ αυτά τα πράγματα, αλλά αυτή η διαφορά δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Εκείνο που έχει σημασία είναι η διαφορά ανάμεσα στο χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε με τη συσσωρευτική επιλογή και στο διάστημα που θα χρειαζόταν ο ίδιος υπολογιστής, λειτουργώντας με την ίδια ταχύτητα, για να φτάσει στη φράση-στόχο αν χρησιμοποιούσε την άλλη διαδικασία, της επιλογής ενός βήματος: περίπου 1 εννεάκις εκατομμύριο χρόνια (η μονάδα ακολουθούμενη από 30 μηδενικά). Αυτό το χρονικό διάστημα είναι περίπου 1 πεντάκις εκατομμύριο φορές (η μονάδα ακολουθούμενη από 18 μηδενικά) μεγαλύτερο από την ηλικία του σύμπαντος. Ουσιαστικά, θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι, σε σύγκριση με το χρονικό διάστημα που θα χρειαζόταν για να γράψει τη φράση-στόχο ένας πίθηκος ή ένας υπολογιστής προγραμματισμένος να παράγει τυχαία γράμματα, η μέχρι τώρα ηλικία του σύμπαντος είναι μια αμελητέα ποσότητα, τόσο μικρή ώστε θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται μέσα στα όρια του σφάλματος για έναν τέτοιο πρόχειρο υπολογισμό. Αντίθετα, το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε ο υπολογιστής για να φτάσει στον ίδιο στόχο δουλεύοντας τυχαία αλλά με τον περιορισμό της συσσωρευτικής επιλογής είναι μιας τάξης μεγέθους την οποία μπορούν να κατανοήσουν οι άνθρωποι, κάπου ανάμεσα στα 11 δευτερόλεπτα και στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται κανείς για να φάει.

Υπάρχει λοιπόν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συσσωρευτική επιλογή (στην οποία κάθε βελτίωση, όσο μικρή κι αν είναι, χρησιμοποιείται ως βάση για μελλοντικό «χτίσιμο») και στην επιλογή ενός βήματος (στην οποία κάθε νέα «δοκιμή» αποτελεί επιστροφή στην αρχή). Αν η εξελικτική διαδικασία ήταν υποχρεωμένη να στηριχτεί στην επιλογή ενός βήματος, δεν θα έφτανε ποτέ πουθενά. Αν, όμως, υπήρχε ένας τρόπος με τον οποίο οι τυφλές δυνάμεις της φύσης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες ώστε να λειτουργήσει η συσσωρευτική επιλογή, τα αποτελέσματα μπορεί να ήταν παράξενα και θαυμαστά. Πραγματικά, αυτό ακριβώς συνέβη στον πλανήτη μας, κι εμείς οι ίδιοι είμαστε ένα από τα πιο πρόσφατα, και ίσως το πιο παράξενο και θαυμαστό από αυτά τα αποτελέσματα.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι διαβάζουμε ακόμη βιβλία στα οποία υπολογισμοί σαν εκείνον που κάναμε για το μόριο της αιμοσφαιρίνης χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα εναντίον της θεωρίας του Δαρβίνου. Οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό, και που συχνά μπορεί να είναι ειδικοί στον δικό τους τομέα -την αστρονομία η οτιδήποτε άλλο- φαίνονται να πιστεύουν ειλικρινά ότι ο δαρβινισμός εξηγεί την οργάνωση των έμβιων όντων με βάση μόνο το τυχαίο, δηλαδή την «επιλογή ενός βήματος». Αυτή η πεποίθηση, ότι η δαρβινική εξέλιξη είναι «τυχαία», δεν είναι απλώς λαθεμένη• είναι εντελώς αντίθετη με την αλήθεια. Το τυχαίο είναι ένα δευτερεύον συστατικό στη συνταγή του Δαρβίνου. Το πιο σημαντικό συστατικό είναι η συσσωρευτική επιλογή, που είναι στην ουσία της μη τυχαία.

Στα σύννεφα δεν μπορεί να εφαρμοστεί συσσωρευτική επιλογή. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός με τον οποίο να μπορούν τα σύννεφα που έχουν κάποια συγκεκριμένα σχήματα να γεννούν θυγατρικά σύννεφα που να τους μοιάζουν. Αν υπήρχε τέτοιος μηχανισμός, αν ένα σύννεφο που μοιάζει με νυφίτσα ή καμήλα μπορούσε να παράγει μια σειρά από άλλα με το ίδιο περίπου σχήμα, θα ήταν δυνατό να λειτουργήσει η συσσωρευτική επιλογή. Φυσικά, μερικές φορές, τα σύννεφα χωρίζονται και σχηματίζουν «θυγατρικά» σύννεφα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για τη συσσωρευτική επιλογή. ‘Ένα άλλο απαραίτητο στοιχείο είναι ότι οι «απόγονοι» πρέπει να μοιάζουν στους «γονείς τους» περισσότερο απ’ όσο μοιάζουν σε οποιονδήποτε άλλο «γονέα» του «πληθυσμού». Προφανώς, αυτό το ζωτικό στοιχείο παρανοείται από μερικούς φιλοσόφους που τα τελευταία χρόνια έχουν ενδιαφερθεί για τη θεωρία της φυσικής επιλογής. Επιπλέον, οι πιθανότητες που έχει κάθε σύννεφο να επιβιώσει και να παραγάγει αντίγραφα του εαυτού του πρέπει να εξαρτώνται από το σχήμα του. Μπορεί σε κάποιον μακρινό γαλαξία να υπάρχουν τέτοιες συνθήκες, και το αποτέλεσμα, αν έχουν περάσει αρκετά εκατομμύρια χρόνια, να είναι μια αιθέρια, αέρινη μορφή ζωής. Αυτό θα γινόταν ίσως ένα καλό διήγημα επιστημονικής φαντασίας -θα μπορούσε να λέγεται Το Λευκό Σύννεφο-, αλλά για τον δικό μας σκοπό είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε ένα μοντέλο υπολογιστή σαν εκείνο που χρησιμοποιήσαμε για την προσομοίωση του πιθήκου που «γράφει» τα έργα του Σαίξπηρ.

Μολονότι το μοντέλο του πιθήκου-Σαίξπηρ είναι χρήσιμο αν θέλουμε να εξηγήσουμε τη διάφορα ανάμεσα στην επιλογή ενός βήματος και στη συσσωρευτική επιλογή, είναι ταυτόχρονα παραπλανητικό από ορισμένες σημαντικές απόψεις. Μια από αυτές είναι ότι σε κάθε γενιά επιλεκτικής «αναπαραγωγής» οι μεταλλαγμένες φράσεις-απόγονοι κρίνονται με βάση την ομοιότητά τους προς έναν μακρινό ιδανικό στόχο, τη φράση METHINKS IT IS LIKE A WEASEL. Η ζωή δεν είναι έτσι. Η εξέλιξη δεν έχει κανέναν μακροπρόθεσμο στόχο, καμία απώτερη τέλεια κατάσταση που να λειτουργεί ως κριτήριο επιλογής, αν και η ανθρώπινη ματαιοδοξία τρέφει την παράλογη ιδέα ότι το είδος μας είναι ο τελικός στόχος της εξέλιξης. Στην πραγματικότητα, το κριτήριο επιλογής είναι πάντοτε βραχυπρόθεσμο: ή η απλή επιβίωση ή, γενικότερα, η αναπαραγωγική επιτυχία. Αν φαίνεται εκ των υστέρων να έχει επιτευχθεί έπειτα από πολλούς αιώνες κάτι που μοιάζει με πρόοδο προς κάποιον μακρινό στόχο, αυτό είναι πάντοτε μια συμπτωματική συνέπεια της βραχυπρόθεσμης επιλογής σε πολλές γενιές. Ο «ωρολογοποιός», δηλαδή η συσσωρευτική φυσική επιλογή, δεν αποβλέπει στο μέλλον και δεν έχει κανέναν μακροπρόθεσμο στόχο.

Μπορούμε να τροποποιήσουμε το μοντέλο υπολογιστή, ώστε να λαμβάνει υπόψη του αυτό το στοιχείο. Μπορούμε ακόμη να το κάνουμε πιο ρεαλιστικό και από άλλες πλευρές. Τα γράμματα και οι λέξεις είναι καθαρά ανθρώπινες εκδηλώσεις, γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να δώσουμε στον υπολογιστή την εντολή να παράγει εικόνες. Έτσι, μπορεί να δούμε να εξελίσσονται ζωόμορφα σχήματα με τη συσσωρευτική επιλογή μεταλλαγμένων μορφών. Δεν θα προκαθορίσουμε το αποτέλεσμα ενσωματώνοντας στο πρόγραμμα κάποιες συγκεκριμένες αρχικές εικόνες ζώων. Θέλουμε τα σχέδια του υπολογιστή να προκύψουν αποκλειστικά ως αποτέλεσμα της συσσωρευτικής επιλογής τυχαίων μεταλλάξεων.

Στη ζωή, η μορφή κάθε ζώου παράγεται μέσα από την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Η εξέλιξη συντελείται επειδή σε διαδοχικές γενιές υπάρχουν ανεπαίσθητες διαφορές στην εμβρυϊκή ανάπτυξη. Αυτές οι διαφορές οφείλονται σε μεταβολές (μεταλλάξεις, δηλαδή το τυχαίο στοιχείο της διαδικασίας για το οποίο μίλησα) των γονιδίων που ελέγχουν την ανάπτυξη. Επομένως, στο μοντέλο υπολογιστή πρέπει να έχουμε κάτι αντίστοιχο με την εμβρυική ανάπτυξη και τα γονίδια που μπορούν να μεταλλάσσονται. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ικανοποιήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις σε ένα μοντέλο υπολογιστή. Διάλεξα έναν από αυτούς και έγραψα ένα πρόγραμμα που τον ενσωμάτωνε. Θα περιγράψω τώρα αυτό το μοντέλο, γιατί πιστεύω ότι είναι αποκαλυπτικό. Αν δεν ξέρετε τίποτε από υπολογιστές, να θυμάστε απλώς ότι είναι μηχανές που κάνουν αυτό ακριβώς που τους λες, αλλά που συχνά σε εκπλήσσουν με το αποτέλεσμα. Ένας κατάλογος εντολών για έναν υπολογιστή ονομάζεται πρόγραμμα.

Η εμβρυϊκή ανάπτυξη αποτελεί μια τρομερά πολύπλοκη διαδικασία που είναι αδύνατο να προσομοιωθεί ρεαλιστικά σε έναν μικρό υπολογιστή. Πρέπει να την αποδώσουμε με κάποια απλουστευμένη αναλογία. Πρέπει να βρούμε έναν απλό κανόνα σχεδιασμού εικόνων που θα μπορεί εύκολα να τον υπακούει ο υπολογιστής και ο οποίος θα μεταβάλλεται σύμφωνα με την επίδραση κάποιων «γονιδίων». Ποιον σχεδιαστικό κανόνα θα διαλέξουμε; Τα εγχειρίδια της επιστήμης των υπολογιστών περιγράφουν συχνά τη δύναμη του λεγόμενου «αναδρομικού» προγραμματισμού δίνοντας ως παράδειγμα μια απλή τεχνική που θυμίζει τη δενδροειδή ανάπτυξη. Ο υπολογιστής αρχίζει σχεδιάζοντας μια κατακόρυφη γραμμή. Μετά, η γραμμή χωρίζεται σε δύο διακλαδώσεις. Έπειτα, καθεμία από τις διακλαδώσεις χωρίζεται σε δύο υποδιακλαδώσεις. Κατόπιν, καθεμιά από τις υποδιακλαδώσεις χωρίζεται σε υπο-υποδιακλαδώσεις, και ούτω καθεξής. Ο προγραμματισμός αυτός ονομάζεται «αναδρομικός», επειδή ο ίδιος κανόνας (σ’ αυτή την περίπτωση ο κανόνας της διακλάδωσης) εφαρμόζεται σε όλα τα σημεία του αναπτυσσόμενου δέντρου. Όσο μεγάλο κι αν γίνει το δέντρο, ο ίδιος κανόνας διακλάδωσης θα συνεχίσει να εφαρμόζεται στις άκρες όλων των κλαδιών του.

Η αναδρομική διακλάδωση είναι επίσης μια καλή αναλογία της εμβρυικής ανάπτυξης φυτών και ζώων γενικά. Δεν εννοώ ότι τα έμβρυα των ζώων μοιάζουν με δέντρα που διακλαδίζονται• κάθε άλλο. Ωστόσο, όλα τα έμβρυα αναπτύσσονται με την κυτταρική διαίρεση. Τα κύτταρα διαιρούνται πάντοτε σε δύο θυγατρικά κύτταρα, και τα γονίδια ασκούν πάντοτε την τελική τους επίδραση στο σώμα επηρεάζοντας τοπικά τα κύτταρα και τα πρότυπα διακλάδωσης της κυτταρικής διαίρεσης. Τα γονίδια ενός ζώου δεν αποτελούν ποτέ ένα γενικό σχέδιο για όλο το σώμα. Όπως θα δούμε, μοιάζουν περισσότερο με συνταγή παρά με αυστηρά καθορισμένο σχέδιο, και μάλιστα με μια συνταγή που εφαρμόζεται όχι από το αναπτυσσόμενο έμβρυο στο σύνολό του, -αλλά από κάθε κύτταρο ή από κάθε τοπική ομάδα διαιρούμενων κυττάρων. Δεν αρνούμαι ότι το έμβρυο, και αργότερα ο ενήλικος, έχει μια συνολική μορφή μεγάλης κλίμακας. Αυτή όμως η συγκεκριμένη μορφή προκύπτει ως αποτέλεσμα των πολλών μικρών και τοπικών κυτταρικών επιδράσεων που ασκούνται σε όλο το αναπτυσσόμενο σώμα, και αυτές οι τοπικές επιδράσεις συνίστανται κατά κύριο λόγο σε διακλαδώσεις δύο κατευθύνσεων που έχουν τη μορφή κυτταρικών διαιρέσεων. Τα γονίδια ασκούν τις επιδράσεις τους στο ενήλικο σώμα επηρεάζοντας αυτά τα τοπικά συμβάντα.



Από το βιβλίο “Τυφλός Ωρολογοποιός” του R. Dawkins

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

''Δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω''



Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…

Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο.Μα τι τον κρατάει;Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”
Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα-ευτυχώς για μένα- ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.


Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.

Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄ όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…

Όλοι είμαστε λίγο- πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:

Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.

Αυτό μας συμβαίνει. Ζούμε μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός ανθρώπου που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.


Ο μοναδικός τρόπος να μάθουμε εάν μπορούμε, είναι να προσπαθήσουμε πάλι με όλη μας την ψυχή…!





Χόρχε Μπουκάι  από το βιβλίο: “Να σου πω μια ιστορία” 












Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Θυμός.. Αν θα ωριμάζεις μαζί του ή αν θ΄ αφεθείς να πεθαίνεις από λίγο κάθε φορά εξαιτίας του..



Από τη γέννηση ως το θάνατο, οι άνθρωποι δεν παύουν να βιώνουν άπειρα συναισθήματα
– φόβο, πόνο, ανημποριά, θυμό, χαρά, ζήλια και αγάπη – όχι γιατί είναι σωστά, αλλά γιατί απλώς τα νιώθουν. Το ν’ αφήσεις τον εαυτό σου να έρθει σ’ επαφή με κάθε πλευρά της οικογενειακής σου ζωής, μπορεί να προκαλέσει ριζικές βελτιώσεις της κατάστασης. Πιστεύω πως οτιδήποτε μπορεί να συζητηθεί και να γίνει αντιληπτό σαν κάτι ανθρώπινο.

Ας εξειδικεύσουμε το θέμα μας. Ας πάρουμε το θυμό.
Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως ο θυμός αποτελεί απαραίτητο ανθρώπινο συναίσθημα έκτακτης ανάγκης. Επειδή ο θυμός καμμιά φορά ξεσπάει με καταστροφικές πράξεις, ο κόσμος νομίζει πως ο ίδιος ο θυμός είναι καταστρεπτικός. Δεν καταστρέφει ο θυμός, μα η πράξη που προέρχεται απ’ αυτόν.

Ας εξετάσουμε ένα ακραίο παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σε φτύνω. Αυτό, πιθανόν εσύ να το νιώσεις σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Να το νιώσεις σαν επίθεση και να αισθανθείς άσχημα για τον εαυτό σου και θυμωμένος εναντίον μου. Μπορεί να θεωρήσεις τον εαυτό σου αντιπαθητικό (υπήρχε κανείς άλλος λόγος να σου επιτεθώ;) Αισθάνεσαι πληγωμένος, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, μόνος και ίσως χωρίς φίλους. Αν και φέρεσαι με θυμό, αισθάνεσαι πληγωμένος – πράγμα για το οποίο δεν έχεις παρά αμυδρή αντίληψη. Πώς θα δείξεις τι αισθάνεσαι; Τι θα πεις; Τι θα κάνεις;

Έχεις επιλογές. Μπορείς να με φτύσεις και συ. Μπορείς να με χτυπήσεις. Μπορείς να κλάψεις και να με παρακαλέσεις να μην το ξανακάνω. Μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις. Μπορείς να το βάλεις στα πόδια. Μπορείς να εκφραστείς με ειλικρίνεια και να μου πεις πόσο θυμωμένος είσαι. Τότε πιθανότατα θα μπορέσεις να έρθεις σ’ επαφή με την αίσθηση της προσβολής και να μου μιλήσεις γι’ αυτό. Τότε θα μπορέσεις να με ρωτήσεις πώς έγινε και σ’ έφτυσα.

Οι κανόνες σου θα σε οδηγήσουν με ποιο τρόπο να εκφράσεις την αντίδρασή σου. Αν οι κανόνες σου επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορείς να με ρωτήσεις και να καταλάβεις. Αν οι κανόνες σου δεν επιτρέπουν τις ερωτήσεις, μπορεί να μαντέψεις και ίσως να μαντέψεις λαθεμένα. Το φτύσιμο μπορεί να εκφράζει πολλά και διάφορα. Μπορείς να αναρωτηθείς: μ’ έφτυσε γιατί δεν της άρεσα; Επειδή είναι θυμωμένη μαζί μου; Επειδή νιώθει απογοητευμένη απ’ τον εαυτό της; Από κάποιο ακούσιο μυϊκό σπασμό; Μ’ έφτυσε γιατί ήθελε να την προσέξω; Αυτές οι πιθανότητες μπορεί να φαίνονται παρατραβηγμένες, αλλά για σκέψου τις λίγο. Δεν είναι καθόλου παρατραβηγμένες.

anger_by_liza23q-d7ejepx

Ας μιλήσουμε λίγο ακόμα για το θυμό γιατί είναι πολύ σημαντικός. Δεν είναι βίτσιο, αλλ’ ανθρώπινη συγκίνηση, άξια σεβασμού και χρήσιμη σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Κανένας άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του δίχως ν’ απαντήσει μερικές έκτακτες καταστάσεις κι όλους μάς έχει κάποτε κυριέψει ο θυμός.

Όποιος θέλει να θεωρείται Καλός Άνθρωπος (και ποιος δεν το θέλει;) προσπαθεί να συγκρατήσει το θυμό του. Κανέναν όμως δεν ξεγελάει. Έχεις ποτέ δει κάποιον φανερά θυμωμένο να προσπαθεί να μιλήσει σαν να μην τρέχει τίποτα; Τεντωμένοι οι μυώνες, τα χείλια σφιγμένα, κοφτή η ανάσα του, αλλαγμένο το χρώμα του, μισόκλειστα τα μάτια τους, καμιά φορά κι ολόκληρο το σώμα του τεντωμένο.

Όσο περνάει ο καιρός, το άτομο, που ο κανόνας του λέει πως ο θυμός είναι κακός ή επικίνδυνος, συγκεντρώνει την ένταση πιο βαθιά μέσα του. Οι μυώνες, το πεπτικό σύστημα, ο καρδιακός ιστός, τα τοιχώματα των αρτηριών και των φλεβών σκληραίνουν, παρόλο που το εξωτερικό φαίνεται ήρεμο, ψύχραιμο και συγκρατημένο. Μόνο ένα στιγμιαίο ατσάλινο βλέμμα ή κάποιοι σπασμοί στο αριστερό πόδι δείχνουν τι πραγματικά αισθάνεται το άτομο. Σύντομα εμφανίζονται όλες οι σωματικές εκδηλώσεις της αρρώστιας που προέρχεται από το εσωτερικό σφίξιμο, όπως είναι η δυσκοιλιότητα και η υψηλή πίεση. Έπειτ’ από ένα διάστημα, το άτομο δεν αντιλαμβάνεται πια το θυμό του, αλλά μόνο τον πόνο μέσα του. Τότε, μπορεί να πει ειλικρινά: «Δε θυμώνω. Μόνο που με πονάει η χολή μου«. Τα συναισθήματα αυτού του ατόμου έχουν θαφτεί βαθιά, λειτουργούν ακόμα, μα πέρα από την ακτίνα της συνειδητής αντίληψης.

Μερικοί άνθρωποι δε φτάνουν ως εκεί, αλλά δημιουργούν ένα βυτίο όπου αποθηκεύουν το θυμό τους. Το βυτίο γεμίζει και κάθε τόσο ξεσπάει με εκρήξεις για μικροπράγματα.

Πολλά παιδιά διδάσκονται πως είναι κακό να μαλώνει κανείς και να πληγώνει τους άλλους. Ο θυμός προκαλεί καβγάδες, άρα είναι «κακό πράγμα». Πάρα πολλοί δεχόμαστε το αξίωμα πως «για να μεγαλώσεις ένα καλό παιδί, να εξοστρακίσεις το θυμό». Είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογίσεις πόσο μπορεί να βλάψει το παιδί αυτού του είδους η διδασκαλία.

Αν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πιστεύει πως ο θυμός είναι ένα φυσιολογικό, ανθρώπινο συναίσθημα σε ορισμένες καταστάσεις, τότε θα μπορείς να τον σέβεσαι και να τον τιμάς, να τον παραδέχεσαι ελεύθερα σαν μέρος του εαυτού σου και να μάθεις πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να τον χρησιμοποιείς. Αν αντιμετωπίσεις τα συναισθήματα του θυμού σου και τα φανερώσεις καθαρά και με ειλικρίνεια στο «φταίχτη», πολύς από τον «ατμό» θα εξαφανιστεί μαζί με την ανάγκη για καταστρεπτική αντίδραση. Εσύ επιλέγεις και έτσι μπορείς να νιώσεις ότι εσύ κυβερνάς τον εαυτό σου. Και συνεπώς να αισθανθείς ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό σου. 


Οι σχετικοί κανόνες της οικογένειας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό, αν θα μπορέσεις ή όχι να ωριμάσεις μαζί με το θυμό σου ή αν θα αφεθείς να πεθαίνεις από λίγο κάθε φορά εξαιτίας του.


Virginia Satir, 
από το βιβλίο της "Πλάθοντας Ανθρώπους"                                           
 (εκδ. Κέδρος) 
Κεφάλαιο 9 «Οι Κανόνες που Ακολουθείς στη Ζωή»

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Η τέχνη της Αγάπης



… Στη σφαίρα των υλικών πραγμάτων το να δίνεις σημαίνει να είσαι πλούσιος. 
Πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που δίνει πολλά. 
Ο αποθησαυριστής που έχει την αγωνία και την έγνοια μη χάσει κάτι, είναι, από την ψυχολογική άποψη, ο φτωχός και ξεπεσμένος άνθρωπος, άσχετο με το πόσα έχει. Όποιος έχει τη δύναμη να δίνει από τον εαυτό του, από το δικό του είναι πλούσιος. Νιώθει τον εαυτό του σαν κάποιον που μπορεί να παρέχει από τον εαυτό του στους άλλους. 
Μόνο εκείνος που έχει στερηθεί απ’ όσα ξεπερνούν τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση , θα ήταν ανίκανος να χαρεί την πράξη της υλικής προσφοράς πραγμάτων. 
Αλλά η καθημερινή πείρα δείχνει ότι εκείνα που ένα άτομο θεωρεί σαν βασικές ανάγκες εξαρτώνται από το χαρακτήρα του όσο και από το τι πραγματικά κατέχει. Είναι γνωστό σε όλους μας πως οι φτωχοί είναι πιο πρόθυμοι να δίνουν από τους πλούσιους. Ωστόσο και η φτώχεια που ξεπερνά κάποιο όριο, μπορεί να κάνει την προσφορά αδύνατη και είναι τόσο εξευτελιστική, όχι μόνο εξαιτίας της άμεσης δυστυχίας αλλά εξαιτίας του ότι στερεί από το φτωχό τη χαρά της προσφοράς.

Ωστόσο η πιο σημαντική προσφορά δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. 


Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στο συνάνθρωπο του; 
Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του. 
Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει τον συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης. Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν. Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται. 
Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γι’ αυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους. 
Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: 
η αγάπη είναι μια δύναμη που δημιουργεί αγάπη. Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα. 


Αυτή η σκέψη έχει εκφραστεί πολύ όμορφα από τον Μαρξ: 
“Ας πάρουμε”, γράφει, “τον άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο σαν ανθρώπινη σχέση, και τότε δε μπορείς ν’ ανταλλάξεις την αγάπη παρά μόνο με εμπιστοσύνη κλπ. 
Αν θέλεις να χαρείς την τέχνη, πρέπει να είσαι καλλιτεχνικά διαπαιδαγωγημένος. 
Αν θέλεις να έχεις επιρροή στους άλλους, πρέπει να είσαι ένα τέτοιο άτομο που πραγματικά να ασκεί μια διεγερτική και προαγωγική επίδραση στους άλλους. 
Κάθε σχέση σου με τους ανθρώπους και τη φύση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της πραγματικής ατομικής σου ζωής που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της θέλησης σου. Αν αγαπάς χωρίς να προκαλείς αγάπη, δηλαδή αν η αγάπη δε φέρνει και στον άλλο την αγάπη, αν καθώς εκφράζεσαι στη ζωή σαν άνθρωπος που αγαπά δε γίνεσαι ταυτόχρονα και αγαπημένος, τότε η αγάπη σου είναι ανίκανη, είναι δυστυχία”

Αλλ’ όχι μόνο στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις. Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσα τους πηγαία και δημιουργικά.
Αγάπη είναι το ενεργητικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την ανάπτυξη αυτού που αγαπάμε.

Δε χρειάζεται ίσως να τονίσουμε ιδιαίτερα το ότι η ικανότητα να αγαπάς σαν μια πράξη προσφοράς εξαρτιέται από την ανάπτυξη του χαρακτήρα ενός ατόμου. Προϋποθέτει να έχει φτάσει κανείς σ’ ένα προσανατολισμό, σε μια αντίληψη ζωής ξεκάθαρα δημιουργική. Σ’ αυτή την αντίληψη, το άτομο έχει ξεπεράσει την εξάρτηση, τη ναρκισσιστική παντοδυναμία, την επιθυμία να εκμεταλλεύεται άλλους ή να αποθησαυρίζει, κι έχει αποκτήσει σταθερή πίστη στις δικές του ανθρώπινες δυνάμεις, και το θάρρος να στηρίζεται σ’ αυτές τις δυνάμεις για την πραγμάτωση των σκοπών του. Στο βαθμό που αυτές οι ιδιότητες λείπουν, φοβάται να δώσει τον εαυτό του και επομένως να αγαπήσει.
Αγαπά κανείς εκείνο για το οποίο μοχθεί και μοχθεί για κείνο που αγαπά.

Αλλά πέρα από το στοιχείο της προσφοράς, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης γίνεται φανερός στο ότι πάντα περιέχει ορισμένα βασικά στοιχεία που είναι κοινά σε όλες τις μορφές αγάπης. Αυτά τα στοιχεία είναι: φροντίδα, ευθύνη, σεβασμός και γνώση.



΄Εριχ Φρομ: 
από το βιβλίο "Η τέχνη της Αγάπης”, 
(εκδ. Μπουκουμάνης)