Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Το επίτευγμα των χεριών.(Κεφ 5)



Όταν η Μανταλένα Τζ. μπήκε στο Νοσοκομείο St. Benedict κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης, το 1980, ήταν εξήντα χρονών. Ήταν τυφλή εκ γενετής και έπασχε από παιδική εγκεφαλική παράλυση. Τη φροντίδα της είχε αναλάβει η οικογένειά της στο σπίτι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.


Με δεδομένο αυτό το ιστορικό και τη θλιβερή κατάσταση στην οποία την έβλεπα, σπαστική και αθετωσική, δηλαδή με ακούσιες και αυτόματες κινήσεις των δύο χεριών, και επιπλέον μία ελλειμματική ανάπτυξη των ματιών, περίμενα ότι θα ήταν καθυστερημένη και ανοϊκή.



Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Το εντελώς αντίθετο: μιλούσε άνετα, εύγλωττα, μια ομιλία που ευτυχώς η σπαστικότητα επηρέαζε ελάχιστα, αποκαλύπτοντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας υψηλού πνευματικού επιπέδου και ασυνήθιστης εξυπνάδας και παιδείας.



—Έχετε διαβάσει τρομερά πολύ, της είπα. Πρέπει να χειρίζεστε το Μπράιγ εξαιρετικά καλά.



—Όχι, καθόλου, μου απάντησε. Το διάβασμα γίνεται πάντα είτε από ομιλούντα βιβλία είτε από άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ να διαβάσω σε Μπράιγ ούτε μία λέξη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου, είναι εντελώς άχρηστα. Τα σήκωσε ψηλά με χλευασμό.



—Άχρηστα καταραμένα εξογκώματα από ζυμάρι — δεν τα νιώθω καν σαν μέλη μου.


Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Τα χέρια δε θίγονται συνήθως από την εγκεφαλική παράλυση — τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο: μπορεί να είναι κάπως σπαστικά ή αδύναμα ή παραμορφωμένα, αλλά συνήθως παραμένουν σε σημαντικό βαθμό λειτουργικά (αντίθετα με τα πόδια που μπορεί να είναι εντελώς παράλυτα — στη μορφή που ονομάζεται νόσος του Little ή διπλή παιδική ημιπληγία).


Τα χέρια της Μανταλένας ήταν ελαφρά σπαστικά και αθετωσικά, αλλά οι αισθητικές της ικανότητες —όπως το διαπίστωσα με μια γρήγορη εξέταση— ήταν εντελώς άθικτες: αναγνώριζε αμέσως και χωρίς λάθη την ελαφριά επαφή, τον πόνο, τη θερμοκρασία, την παθητική κίνηση των δαχτύλων της. Δεν υπήρχε ανωμαλία αυτής καθαυτής της στοιχειώδους αισθητικότητας, αλλά σε δραματική αντίθεση ερχόταν μια πολύ βαθιά διαταραχή της αντίληψης. Της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει ή να ταυτοποιήσει το οτιδήποτε: τοποθέτησα κάθε είδους αντικείμενο στα χέρια της, συμπεριλαμβανομένου και του ενός χεριού μου. Δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει και δεν έψαχνε καν έλειπαν οι ενεργητικές «ερευνητικές» κινήσεις των χεριών ήταν, πράγματι, τόσο ανενεργά, τόσο αδρανή, τόσο άχρηστα, όσο θα ήταν δυο «κομμάτια από ζυμάρι».



Είναι πολύ παράξενο, είπα μέσα μου. Τι νόημα να βγάλει κανείς από όλα αυτά; Δεν υπάρχει σημαντική αισθητική «έκπτωση». Τα χέρια της μοιάζουν να είναι απολύτως καλά, και εντούτοις, δεν είναι. Μπορεί, άραγε, αυτό να οφείλεται στο ότι δε χρησιμοποιούνται —ότι βρίσκονται «σε αχρηστία»— γιατί ποτέ της δεν τα χρησιμοποίησε;



Το γεγονός ότι ήταν πάντα, από τη γέννηση της, «προστατευμένη», ότι πάντα την «περιποιόνταν», την «κανάκευαν», την είχε ίσως αποτρέψει από την κανονική εξερευνητική χρήση των χεριών, που αποκτούν όλα τα μωρά μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής τους; Πάντα τη βοηθούσαν και έκαναν τα πάντα γι’ αυτή, σε σημείο που να έχει εμποδιστεί να αναπτύξει δυο φυσιολογικά χέρια; Και αν τελικά επρόκειτο γι’ αυτό —έμοιαζε παρατραβηγμένο, αλλά ήταν η μοναδική υπόθεση που μπορούσα να κάνω— θα μπορούσε τώρα, στα εξήντα της, να αποκτήσει αυτό που θα έπρεπε να έχει αποκτήσει στις πρώτες εβδομάδες ή στους πρώτους μήνες της ζωής της;









Υπήρχε κανένα προηγούμενο; Είχε ποτέ περιγραφεί ή δοκιμαστεί κάτι ανάλογο; Δεν το ήξερα, σκέφτηκα, όμως, αμέσως μία πιθανή παράλληλη περίπτωση — που περιγραφόταν από τους Leont’ev και Zaporozhets στο βιβλίο τους Rehabilitation of Hand Function (αγγλ. Μετάφραση 1960). Η κατάσταση που περιέγραφαν ήταν πολύ διαφορετική όσο αφορά την προέλευσή της: μία παρόμοια «αλλοτρίωση» των χεριών σε περίπου διακόσιους στρατιώτες μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό και μια χειρουργική επέμβαση — τα τραυματισμένα χέρια ένιωθαν «ξένα », «χωρίς ζωή», «άχρηστα», «κολλημένα», παρά το ότι από στοιχειώδη νευρολογική άποψη και από άποψη αισθητικότητας ήταν άθικτα.



Οι Leont’ev και Zaporozhets συζητούν την ιδέα της «αποσύνδεσης» των «γνωστικών συστημάτων» που επιτρέπουν κανονικά την πραγμάτωση της «γνώσης», ή της αντιληπτικής χρήσης των χεριών, σε τέτοιες περιπτώσεις σαν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού, χειρουργικής επέμβασης και ενός μεγάλου διαστήματος εβδομάδων —ή μηνών— αχρηστίας των χεριών που ακολουθούσε. Στην περίπτωση της Μανταλένας, παρότι το ίδιο το φαινόμενο ήταν πανομοιότυπο —«αχρηστία», «χωρίς ζωή», «αλλοτρίωση »— η διαφορά ήταν ότι διαρκούσε μία ολόκληρη ζωή. Δεν είχε μόνο να ξαναβρεί τα χέρια της, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύψει —να τα αποκτήσει, να τα βιώσει— από την αρχή: όχι μόνο να ξανακερδίσει ένα αποσυνδεδεμένο γνωστικό σύστημα, αλλά να κατασκευάσει από την αρχή ένα γνωστικό σύστημα που ποτέ της δεν είχε. Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο;



Οι τραυματισμένοι στρατιώτες, που περιγράφουν οι Leont’ev και Zaporozhets, πριν τον τραυματισμό τους είχαν φυσιολογικά χέρια. Αυτό που είχαν να κάνουν ήταν να «θυμηθούν» ό,τι είχε «ξεχαστεί» ή «αποσυνδεθεί » ή «αδρανοποιηθεί», εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Η Μανταλένα, αντίθετα, δε διέθετε μνημονικό ευρετήριο, γιατί δεν είχε ποτέ της χρησιμοποιήσει τα χέρια της — και αισθανόταν σαν να μην είχε χέρια ούτε μπράτσα. Δεν είχε φάει ποτέ της μόνη της, δεν είχε χρησιμοποιήσει μόνη την τουαλέτα, δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτοβοηθηθεί, αφήνοντας πάντοτε τους άλλους να τη βοηθούν. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια είχε συμπεριφερθεί σαν ένα ον χωρίς χέρια.



Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρόκληση που αντιμετωπίζαμε: μία ασθενής με άριστη στοιχειώδη αισθητικότητα στα χέρια αλλά, εμφανώς, χωρίς τη δύναμη να απαρτιώσει αυτές τις αισθήσεις στο επίπεδο των αντιλήψεων που σχετίζονταν με τον κόσμο και με τον εαυτό της χωρίς τη δύναμη να πει: «Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, θέλω, δρω» στο βαθμό που της το επέτρεπαν τα «άχρηστα» χέρια της.



Έπρεπε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως οι Leont’ev και Zaporozhets με τους δικούς τους ασθενείς) να καταφέρουμε να την κάνουμε να δράσει και να χρησιμοποιήσει τα χέρια της ενεργητικά και ελπίζαμε ότι κάνοντας το θα πετύχαινε την απαρτίωση. Όπως έλεγε ο Roy Campbell, «η απαρτίωση βρίσκεται στη δράση». Η Μανταλένα ήταν θετικά διατεθειμένη απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα γοητευμένη — αλλά προβληματισμένη και απαισιόδοξη.



«Πώς μπορώ να κάνω οτιδήποτε με τα χέρια μου», ρώτησε, «αφού είναι δύο κομμάτια στόκος;»










«Εν αρχή ην η πράξη», γράφει ο Γκαίτε και μπορεί να είναι πράγματι έτσι όταν αντιμετωπίζουμε ηθικά ή υπαρξιακά διλήμματα, αλλά όχι όταν φτάνουμε στις ρίζες της κίνησης και της αντίληψης. Εντούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα υπάρχει πάντα κάτι που ξεκινά από το μηδέν: ένα πρώτο βήμα (ή μία πρώτη λέξη όπως όταν η Helen Keller είπε «νερό»), μία πρώτη κίνηση, μία πρώτη αντίληψη, μία πρώτη ώθηση — ολοκληρωτική, απροσδόκητη, που εμφανίζεται «σαν κομήτης» εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα ή τίποτα που να είχε σημασία.



«Εν αρχή ην η ώθηση». Όχι μία πράξη, όχι ένα αντανακλαστικό, αλλά μία «ώθηση » που είναι ταυτόχρονα πιο εμφανής και πιο μυστηριώδης και από τα δύο… Δεν μπορούσαμε να πούμε στη Μανταλένα: «Κάν’ το!» αλλά μπορούσαμε να ελπίσουμε στην ύπαρξη μιας παρόρμησης· θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σ’ αυτή, να την επιδιώξουμε, θα μπορούσαμε ακόμα και να την προκαλέσουμε…


Σκέφτηκα το μωρό, καθώς προσπαθεί να φτάσει το στήθος της μητέρας του. «Πού και πού να αφήνετε το φαΐ της, δήθεν κατά λάθος, λίγο έξω από το πεδίο όπου μπορεί να φτάσει», πρότεινα στις νοσοκόμες.

«Μην την αφήσετε να πεινάσει, μην την πειράζετε, αλλά δείξτε λιγότερη από τη συνηθισμένη σας προθυμία όταν την ταΐζετε».

Και μία μέρα συνέβη αυτό που ποτέ δεν είχε συμβεί προηγουμένως: ανυπόμονη, πεινασμένη, αντί να περιμένει παθητικά και υπομονετικά, άπλωσε το χέρι της και ψηλαφητά βρήκε ένα μπέιγκελ* και το έφερε στο στόμα της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τα χέρια της, η πρώτη χειρωνακτική της πράξη μέσα σε εξήντα χρόνια, η πράξη που σηματοδότησε τη γέννηση της σαν «κινητικό άτομο» (ο όρος του Sherrington που καθορίζει το άτομο που κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από τις πράξεις του).

Σηματοδοτούσε ακόμα την πρώτη φορά που αντιλαμβανόταν κάτι με τα χέρια της και τη γέννηση της έτσι σαν «αντιληπτικό άτομο». Η πρώτη της αντίληψη, η πρώτη της αναγνώριση, ήταν αυτή ενός μπέιγκελ, ήταν η ανακάλυψη της έννοιας του μπέιγκελ, η «μπεϊγκελικότητα» — όπως η πρώτη αναγνώριση της Helen Keller, η πρώτη λέξη που πρόφερε ήταν η λέξη «νερό» (η «υδατότητα»).


Μετά από αυτή την πρώτη πράξη, αυτή την πρώτη αντίληψη, η πρόοδος υπήρξε εξαιρετικά γρήγορη. Όπως άπλωσε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ένα μπέιγκελ, έτσι τώρα άπλωνε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η πράξη του φαγητού τής έδειξε το δρόμο της αίσθησης, της εξερεύνησης των διαφόρων τροφών, δοχείων, εργαλείων κλπ. Καθώς η Μανταλένα υπήρξε τυφλή και «χωρίς χέρια» από τη γέννηση της, της έλειπαν οι απλούστερες εσωτερικές εικόνες (ενώ, τουλάχιστον, η Helen Keller διέθετε οπτικές εικόνες) και έτσι ήταν υποχρεωμένη, για να «αναγνωρίσει», να ακολουθεί κάποιο περίεργο, έμμεσο τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων και εικασίας. Αν δε διέθετε μια εξαιρετική εξυπνάδα και καλλιέργεια, με μία πληθωρική φαντασία που υποστηριζόταν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, από τις εικόνες των άλλων, εικόνες που της μετέφερε η γλώσσα, υποστηριζόταν από το λόγο, θα είχε παραμείνει τόσο εξαρτημένη και ανήμπορη, όσο και ένα μωρό.

Αναγνώριζε το μπέιγκελ σαν ένα στρογγυλό κέικ με μία τρύπα στη μέση· ένα πιρούνι σαν ένα μακρύ, επίπεδο αντικείμενο με πολλά μυτερά δόντια. Σιγά σιγά, όμως, αυτή η προκαταρκτική ανάλυση άφησε τη θέση της σε μία άμεση διαίσθηση και η ταυτότητα των αντικειμένων αναγνωριζόταν αμέσως και ο χαρακτήρας και η «φυσιογνωμία» τους έγιναν οικεία, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα από τη μοναδικότητα τους, σαν «παλιοί φίλοι». Η ανάπτυξη αυτού του είδους αναγνώρισης, όχι αναλυτικής αλλά συνθετικής και άμεσης, συμπορευόταν με μία δυνατή ευχαρίστηση και την όλο και πιο έντονη αίσθηση ότι ανακάλυπτε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, μυστήριο και ομορφιά.

Μαγευόταν από τα πιο κοινά αντικείμενα — τα αντικείμενα τη μάγευαν, την ερέθιζαν και της γεννούσαν μία επιθυμία να τα αναπαράγει. Ζήτησε πηλό και άρχισε να φτιάχνει μοντέλα: το πρώτο της μοντέλο, το πρώτο της γλυπτό, ήταν ένα κόκαλο για τα παπούτσια και ακόμα κι αυτό το απλό αντικείμενο ήταν κατά κάποιο τρόπο διαποτισμένο από μία ιδιόμορφη δύναμη και ένα χιούμορ, με ρέουσες, δυνατές, χοντρές καμπύλες που θύμιζαν τον πρώιμο Χένρυ Μουρ.

Ύστερα —και αυτό συνέβη μέσα στο μήνα κιόλας που ακολούθησε τις πρώτες της αναγνωρίσεις— η προσοχή της, η εκτίμηση της, πέρασε από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω υπήρχαν όρια στο ενδιαφέρον και στις εκφραστικές δυνατότητες των αντικειμένων, ακόμα και αν ήταν μεταμορφωμένα από ένα είδος αθώας, άδολης και συχνά κωμικής ιδιοφυίας. Είχε ανάγκη τώρα να εξερευνήσει το ανθρώπινο πρόσωπο και την ανθρώπινη μορφή, όταν ήταν ήρεμη και όταν βρισκόταν σε κίνηση.





Το να σε «ψηλαφίσει» η Μανταλένα ήταν μία ασυνήθιστη εμπειρία. Τα χέρια της, που ελάχιστο καιρό πριν ήταν αδρανή, πλαδαρά, τώρα έμοιαζαν φορτισμένα από μία υπερφυσική ζωντάνια και ευαισθησία. Δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι σε αναγνώριζε, σε έψαχνε λεπτομερειακά, με έναν τρόπο πιο έντονο και διερευνητικό από οποιαδήποτε οπτική εξονυχιστική έρευνα, αλλά σε «γευόταν» και σε αξιολογούσε αισθητικά με το μυαλό του και τη φαντασία του ένας γεννημένος καλλιτέχνης που μόλις είχε γεννηθεί. Ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην πλήρη αισθησιακή και πνευματική πραγματικότητα του κόσμου. Αυτές οι εξερευνήσεις της ήταν οι ίδιες μία εξωτερική πραγματικότητα που την ωθούσε προς την πράξη της αναπαράστασης και της αναπαραγωγής.

Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές, και μέσα σ’ ένα χρόνο ήταν μια ντόπια διασημότητα γνωστή σαν η Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Τα γλυπτά της ήταν συνήθως στο μισό ή στα τρία τέταρτα του φυσικού μεγέθους και αναπαριστούσαν απλές αλλά αναγνωρίσιμες μορφές με μία ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Για μένα, γι’ αυτή την ίδια, για όλους μας, ήταν μία βαθιά συγκινητική, μία εκπληκτική, μία σχεδόν θαυματουργή εμπειρία. Ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες της αντίληψης, που είχαν αποτύχει να αποκτηθούν φυσιολογικά στους πρώτους μήνες της ζωής κάποιου, θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του;

Ποιοι θαυμαστοί ορίζοντες όψιμης μάθησης, ποιες δυνατότητες μάθησης για τους ανάπηρους δε μας αποκαλύπτονται από το γεγονός αυτό! Και ποιος θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι σ’ αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, χωμένη στο καταφύγιο της, αδρανοποιημένη, υπερπροστατευμένη σ’ όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευαισθησίας (ανυποψίαστης γι’ αυτή, όσο και για τους άλλους) που θα φύτρωνε και θα άνθιζε σε μία σπάνια και όμορφη πραγματικότητα, αφού είχε παραμείνει κοιμισμένη, μαραμένη για εξήντα χρόνια;


* Μπέιγκελ: είδος στρογγυλού κέικ· γλυκό εβραϊκής προέλευσης. (Σ.τ.Μ.)





ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ


Όπως και να 'χει το πράγμα, έμελλε να ανακαλύψω αργότερα ότι η ιστορία της Μανταλένας δεν ήταν σε καμία περίπτωση μοναδική. 
Μέσα σ' ένα χρόνο συνάντησα έναν άλλο ασθενή (Σίμων Κ.) που έπασχε,επίσης, από εγκεφαλική παράλυση που συνδυαζόταν με μια βαθιά διαταραχή της όρασης. Ενώ ο κ. Κ. είχε φυσιολογική δύναμη και αίσθηση στα χέρια του, σπάνια τα χρησιμοποιούσε και είχε μια ασυνήθιστη ανικανότητα να χειρίζεται, να εξερευνά ή να αναγνωρίζει ο,τιδήποτε. 

Ευαισθητοποιημένοι από την περίπτωση της Μανταλένας, αναρωτηθήκαμε αν και αυτός δεν είχε μία ανάλογη «αγνωσία ανάπτυξης» — που να δέχεται, κατά συνέπεια, κάποια «θεραπεία». Και, πράγματι, γρήγορα είδαμε ότι αυτό που είχε επιτευχθεί με τη Μανταλένα μπορούσε να επαναληφθεί και με τον κ. Κ.
Μέσα σ' ένα χρόνο είχε αποκτήσει μια μεγάλη «επιδεξιότητα» σε όλα και απολάμβανε ιδιαίτερα την απλή ξυλουργική, το φορμάρισμα του κόντρα πλακέ και κομματιών ξύλου με τα οποία κατασκεύαζε απλά ξύλινα παιχνίδια. Δεν ένιωθε την παρόρμηση να κάνει γλυπτική, να φτιάξει απομιμήσεις — δεν ήταν ένας καλλιτέχνης από φυσικού του, όπως η Μανταλένα. Δεν έπαυε, όμως, μετά από μισό αιώνα που είχε περάσει ουσιαστικά χωρίς χέρια, να απολαμβάνει τη δυνατότητα του να τα χρησιμοποιεί.
Το σημείο αυτό είναι ίσως πιο αξιοσημείωτο, γιατί ο Σίμων είναι ελαφρά καθυστερημένος, ένας αξιαγάπητος αγαθιάρης, σε αντίθεση με τη γεμάτη πάθος και ταλέντο Μανταλένα, Γι' αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι έξω από το συνηθισμένο, μία Helen Keller, μία γυναίκα στο εκατομμύριο — αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δε θα μπορούσε να αποδοθεί στον αγαθό Σίμωνα. Και, εντούτοις, το ουσιαστικό επίτευγμα—το επίτευγμα των χεριών— αποδείχτηκε εξ ολοκλήρου δυνατό και γι'αυτόν, όπως και για εκείνη. Φαίνεται καθαρά ότι η εξυπνάδα, αυτή καθαυτή, δεν παίζει ρόλο στην υπόθεση — ότι το μόνο ουσιαστικό στοιχείο της είναι η χρήση.

Τέτοιες περιπτώσεις αγνωσίας, που οφείλεται σε μια ελλειμματική ανάπτυξη, είναι ίσως σπάνιες, βλέπει, όμως, κανείς συχνά περιπτώσεις επίκτητης αγνωσίας που χρησιμεύουν σαν παραδείγματα για την ίδια θεμελιώδη αρχή, την αρχή της χρήσης. 
Έτσι, βλέπω συχνά ασθενείς με σοβαρή νευροπάθεια κατανομής «γαντιών και περισκελίδων», όπως λέγεται, που οφείλεται στο διαβήτη. Εάν η νευροπάθεια είναι αρκετά σοβαρή, οι ασθενείς ξεπερνούν την αίσθηση του μουδιάσματος (που είναι  η συνηθισμένη παραισθησία σ' αυτές τις νευροπάθειες) και νιώθουν μία αίσθηση πλήρους κενού ή αποπραγματοποίησης. Τους συμβαίνει να αισθάνονται (όπως το έλεγε ένας ασθενής) «σαν άνθρωποι-κορμοί»  που τους «λείπουν» εντελώς τα χέρια και τα πόδια. Μερικές φορές νιώθουν ότι τα χέρια και τα πόδια τους καταλήγουν σε κολοβώματα, σαν κομμάτια «ζυμαριού» ή «γύψου» κολλημένα επάνω τους. Συνήθως αυτό το αίσθημα απο-πραγματοποίησης εμφανίζεται εντελώς απότομα... όπως και η αίσθηση της πραγματικότητας —αν αυτό συμβεί— επιστρέφει εξίσου απότομα. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε ένα κρίσιμο (λειτουργικά και οντολογικά) κατώφλι. 
Το να επιτευχθεί η χρήση των χεριών και των ποδιών είναι αποφασιστικής σημασίας γι' αυτούς τους ασθενείς ακόμα και, αν αυτό είναι απαραίτητο, να «ξεγελαστούν» και να νομίσουν ότι το πετυχαίνουν. 
Υπάρχει έτσι η πιθανότητα να συμβεί μία ξαφνική επανα-πραγματοποίηση — ένα απότομο άλμα στην υποκειμενική πραγματικότητα και «ζωή»... αρκεί να υπάρχει ένα αρκετό φυσιολογικό δυναμικό (αν η νευροπάθεια είναι ολική, αν τα ακραία τμήματα των νεύρων είναι εντελώς νεκρά, μία τέτοια επανα-πραγματοποίηση δεν είναι δυνατή).

Για ασθενείς με σοβαρή αλλά υφολική νευροπάθεια, μία χρήση σε μικρές δόσεις είναι κυριολεκτικά ζωτική, και είναι αυτό που κάνει όλη τη διαφορά ανάμεσα στον «άνθρωπο-κορμό» και στο λογικά λειτουργικό άνθρωπο (η υπερβολική χρήση, από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει την κόπωση της περιορισμένης νευρικής λειτουργίας και να οδηγήσει και πάλι σε μια απότομη απο-πραγματοποίηση).   Θα προσθέσουμε ότι αυτές οι υποκειμενικές αισθήσεις έχουν ακριβείς αντικειμενικές συνιστώσες: τοπικά, στους μυς του χεριού και του ποδιού υπάρχει «ηλεκτρική σιγή»· όσο αφορά την αίσθηση, υπάρχει απόλυτη έλλειψη κάθε «προκλητού δυναμικού» σε κάθε επίπεδο μέχρι τον αισθητικό φλοιό. Μόλις τα χέρια και τα πόδια αναβιώνουν με τη χρήση, υπάρχει μία πλήρης αναστροφή της ηλεκτρο-φυσιολογικής εικόνας.Ένα παρόμοιο αίσθημα «νεκρού» και «μη πραγματικού» έχει περιγραφεί προηγουμένως στο κεφάλαιο 3, «Η ασώματη γυναίκα».


 Oliver Sacks – H Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Το επίτευγμα των χεριών.
Από το βιβλίο , “O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”




Αποτέλεσμα εικόνας για ολιβερ σακς

Τρίτη 11 Απριλίου 2017



Ήταν το 1817 όταν ο βρετανός γιατρός Τζέιμς Πάρκινσον περιέγραψε για πρώτη φορά μια νευροεκφυλιστική νόσο που έβλεπε αυτός και μόνο αυτός.

Στην κλασική σήμερα εργασία του «Δοκίμιο στην τρομώδη παράλυση», ο οραματιστής γιατρός ανέλυσε συστηματικά το ιατρικό ιστορικό έξι ανθρώπων που είχαν τα συμπτώματα της νόσου που θα έπαιρνε τελικά το όνομά του. Ο ίδιος δεν είχε εξετάσει μάλιστα όλους τους ασθενείς, αλλά τους παρατηρούσε κατά τους καθημερινούς περιπάτους τους!

Ο σκοπός της έκθεσής του ήταν να χαρτογραφήσει τα συμπτώματα μιας πάθησης την οποία περιέγραφε κάπως έτσι: «Ακούσια τρομώδης κίνηση, η οποία μειώνει τη μυϊκή ισχύ σε σημεία του σώματος τα οποία δεν είναι σε δράση ακόμα και όταν υποστηρίζονται, με μια τάση ο κορμός να κλίνει προς τα εμπρός και να περνά από την βάδιση στο τρέξιμο: οι αισθήσεις και η νόηση παραμένουν ανεπηρέαστες».

Ήταν η πρώτη πράξη για την επιστημονική αναγνώριση της νόσου που ο Πάρκινσον ονόμασε «τρομώδη παράλυση» και λίγο αργότερα (το 1861-1862) άλλοι γιατροί, επηρεασμένοι από τη θεωρία του, θα μετονόμαζαν σε «Νόσο του Πάρκινσον» προς τιμήν του.

Σύντομα νέα συμπτώματα θα αναγνωρίζονταν (όπως το ανέκφραστο προσωπείο, ο τρόμος κατά την ηρεμία, η δυσκαμψία, η βραδυκινησία, η αστάθεια θέσης και η μυϊκή δυσκαμψία) και η νευρολογική πάθηση θα γινόταν παγκόσμια σταθερά στα ιατρικά χρονικά.

Κι όλα αυτά από την καινοτόμα έρευνα του γιατρού, γεωλόγου, παλαιοντολόγου και πολιτικού ακτιβιστή Πάρκινσον, που μπορεί σήμερα να είναι γνωστός αποκλειστικά για τη νόσο που φέρει το όνομά του, στην εποχή του ήταν όμως πολλά περισσότερα!

Η νόσος του Πάρκινσον αναγνωρίζεται σήμερα ως η δεύτερη συχνότερη χρόνια εκφυλιστική διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος, προσβάλλοντας εκατομμύρια ανθρώπους: μέχρι το 2030, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 8,7-9,3 εκατομμύρια ασθενείς σε όλο τον κόσμο.

Η Παγκόσμια Ημέρα Κατά της Νόσου του Πάρκινσον καθιερώθηκε το 1997 με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Νόσο του Πάρκινσον (EPDA) και την υποστήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Κι έτσι κάθε χρόνο στις 11 Απριλίου, ημερομηνία γέννησης του βρετανού γιατρού Τζέιμς Πάρκινσον, ο κόσμος μαθαίνει και ευαισθητοποιείται για τη νόσο που τόσο αλλάζει τις ζωές των ασθενών.

Παρά τη μνημειώδη για την ιατρική επιστήμη παρατήρησή του, ο Πάρκινσον ξεχάστηκε απ’ όλους και περιέπεσε στην αφάνεια για τουλάχιστον 40 χρόνια, μέχρι να κινητοποιηθεί η ιατρική κοινότητα και να αναγνωρίσει τόσο τη νόσο όσο και τον «πατέρα» της…



Πρώτα χρόνια



Ο Τζέιμς Πάρκινσον γεννιέται στις 11 Απριλίου 1755 σε προάστιο του Λονδίνου ως το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά ενός γνωστού φαρμακοποιού και πρακτικού χειρουργού της πρωτεύουσας. Για την παιδική του ηλικία δεν είναι τίποτα άλλο γνωστό και δεν ξέρουμε ούτε από πού πήρε το πτυχίο του στην ιατρική, καθώς τον ξαναβρίσκουμε πια το 1784, όταν το όνομά του συμπεριλαμβάνεται στους καταλόγους του Ιατρικού Συλλόγου του Λονδίνου ως χειρουργός.

Την προηγούμενη χρονιά, όπως μαθαίνουμε από τα δημοτολόγια, παντρεύτηκε τη Mary Dale (21 Μαΐου 1783), με την οποία θα αποκτήσουν 6 παιδιά. Ο Τζέιμς διαδέχτηκε κάποια στιγμή τον πατέρα του στο γνωστό χειρουργείο που εκείνος λειτουργούσε, αναλαμβάνοντας την πελατεία του.



Το 1883 θα εκδώσει την πρώτη ιατρική πραγματεία του και κατόπιν θα γράψει άλλο ένα δοκίμιο, αυτή τη φορά στη φυσική φιλοσοφία, αν και την εποχή αυτή τον ενδιαφέρει αποκλειστικά σχεδόν το ιατρικό λειτούργημα, καθώς το ιατρείο του ήταν πια τρανό στα πέρατα του Λονδίνου και οι δουλειές πήγαιναν αναπάντεχα καλά.

Την ίδια εποχή, αρχίζει να ενδιαφέρεται ολοένα και περισσότερο για τη γεωλογία και την παλαιοντολογία…

Πολιτικός ακτιβιστής και συνωμοσία για τον θάνατο του βασιλιά!



Σφοδρός οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης και των δημοκρατικών ιδεωδών, ο Πάρκινσον κήρυττε την ισότητα των τάξεων και την ανάγκη για καλύτερη ζωή των μη προνομιούχων. Η πρώιμη αυτή εποχή για την επιστημονική καριέρα του επισκιάστηκε έτσι από την εμπλοκή του σε πολυάριθμους κοινωνικούς αγώνες και επαναστατικούς σκοπούς, όντας πολέμιος της πολιτικής που ακολουθούσε η βρετανική κυβέρνηση. Συνέταξε έτσι αναρίθμητα επαναστατικά φυλλάδια (πάντα με το ψευδώνυμο Old Hubert), στα οποία καλούσε σε ριζική κοινωνική μεταρρύθμιση στο εσωτερικό της χώρας του.

Ήθελε την αλλαγή του τρόπου αντιπροσώπευσης στη Βουλή των Κοινοτήτων, υποστηρίζοντας θερμά την είσοδο του λαού στις τάξεις της, και καλούσε για καθολικό δικαίωμα ψήφου! Την ίδια στιγμή, ήταν μέλος σε πάμπολλες μυστικές πολιτικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η διαβόητη «London Corresponding Society for Reform of Parliamentary Representation», στην οποία εντάχθηκε το 1792. Δύο χρόνια αργότερα, το 1794, ο μυστικός όμιλος κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε να δολοφονήσει τον βασιλιά Γεώργιο Γ’!

Τον Οκτώβριο του 1794, ο γνωστός πια γιατρός ανακρίθηκε για την υπόθεση και ομολόγησε ότι ήταν μέλος της μυστικής εταιρίας, αλλά και άλλων πολλών, την ίδια στιγμή που παραδέχτηκε ότι ήταν ο συντάκτης τόσων και τόσων ανατρεπτικών κειμένων που καλούσαν τον λαό σε ειρηνική επανάσταση (ενδεικτικοί τίτλοι: «Επαναστάσεις χωρίς Αιματοχυσίες» και «Η Μεταρρύθμιση είναι προτιμότερη της Επανάστασης»).



Για την υπόθεση της δολοφονικής πλεκτάνης αθωώθηκε τελικά ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων και πλέον, πέρα από την πολιτική του δράση, ασχολήθηκε εκτενώς και με θέματα δημόσιας υγείας, ζητώντας ουσιαστικές παρεμβάσεις από το κράτος προς όφελος του φτωχού λαού…




Ο ακτιβιστής που έγινε γιατρός



Μεταξύ 1799-1807, ο Πάρκινσον στράφηκε πια περισσότερο στο λειτούργημά του εκδίδοντας αμέτρητες μελέτες ερευνητικής ιατρικής ειδικού ενδιαφέροντος: για την αρθρίτιδα (1805), για τη γάγγραινα (1807), για την περιτονίτιδα (1812) κ.λπ. Η εργασία του μάλιστα για την περιτονίτιδα είναι πιθανότατα η παλιότερη περιγραφή της πάθησης στα βρετανικά ιατρικά χρονικά!

Τα ιατρικά πονήματα του Πάρκινσον έγιναν δημοφιλή εγχειρίδια ιατρικής, την ίδια στιγμή που τα κείμενά του για τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας έτυχαν της δικής τους θερμής υποδοχής από την επιστημονική κοινότητα. Ο πολιτικός ακτιβισμός του που έψαχνε να αλλάξει τη θέση του γενικού πληθυσμού προς το καλύτερο έβρισκε πια έκφραση στην ευημερία των πολιτών μέσω των καλύτερων παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.



Ο ανθρωπισμός του βρήκε για άλλη μια φορά έκφραση το 1811, όταν επιδόθηκε σε μια προσωπική σταυροφορία για την καλύτερη μοίρα των ψυχασθενών, κάνοντας λόγο για νομική προστασία των τροφίμων των ασύλων φρενοβλαβών αλλά και των οικογενειών τους, μια πρόταση σαφώς πολύ μπροστά από την εποχή της…




Η Νόσος του Πάρκινσον



Πραγματική ιατρική ιστορία θα έγραφε όμως το 1817, όταν δημοσίευσε τη μνημειώδη πλέον μελέτη του για την «Τρομώδη Παράλυση», η οποία θα καθιέρωνε τις παρατηρήσεις του ως μια νέα κλινική οντότητα. Εκεί παρέχει την κλινική περιγραφή που περιγράψαμε στον πρόλογο, που είναι και ο πρώτος κλασικός ορισμός (αν και θεωρείται πλέον αρκετά περιοριστικός) για τη νευροεκφυλιστική νόσο.

Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο περίφημος γιατρός Σαρκό θα ανέσυρε την ξεχασμένη μελέτη του Πάρκινσον από τα ιατρικά χρονοντούλαπα και θα έδινε στις ακριβέστατες κλινικές παρατηρήσεις του την απαραίτητη επικαιροποίηση, αποκαλώντας πια το νευρολογικό σύνδρομο «Νόσο του Πάρκινσον».



Πέντε χρόνια πριν, το 1812, ο Πάρκινσον βοήθησε τον γιο του, επίσης χειρουργό, στην πρώτη περιγραφή μιας νόσου που θα γινόταν γνωστή ως σκωληκοειδίτιδα(!), γράφοντας άλλη μια φορά ιατρική ιστορία στην Αγγλία. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που περιγράφεται ως αιτία θανάτου η συγκεκριμένη νόσος… 




Ο γιατρός που έγινε παλαιοντολόγος



Σταδιακά, το ερευνητικό ενδιαφέρον του Πάρκινσον απομακρύνθηκε από την ιατρική καθώς πλέον τον απασχολούσε η Φύση. Ήταν ήδη εξάλλου μανιώδης συλλέκτης απολιθωμάτων και παλαιολιθικών δειγμάτων και κάποια στιγμή αποφάσισε να μελετήσει καλύτερα τους κλάδους της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας.

Το 1801 χτύπησε με ένα δοκίμιο για την παλαιοντολογία, το «Chemical Pocket», το οποίο έγινε αμέσως πρακτικό εγχειρίδιο για τους φοιτητές και τους ερασιτέχνες. Τα γραπτά του στράφηκαν έτσι στην παλαιοντολογία, καθώς ο νέος κλάδος, πέρα από την επιστημοσύνη του, του επέτρεπε να κάνει ταξίδια με την οικογένεια και τους φίλους του για να συλλέγουν δείγματα φυτών και απολιθώματα.



Στη δεύτερη μάλιστα έκδοση του παλαιοντολογικού συγγράμματός του καλεί τους παλαιοντολόγους σε γενική συστράτευση για την προαγωγή του κλάδου και την ενημέρωση του κοινού σε θέματα ειδικού ενδιαφέροντος. Προσπαθώντας ο ίδιος να μάθει περισσότερα για το νέο του πάθος, συνειδητοποίησε με έκπληξη την έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας στην αγγλική, γι’ αυτό και έγραψε το πρακτικό εγχειρίδιό του για την παλαιοντολογία, τομή τότε στα βρετανικά χρονικά.

Το 1804 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του κλασικού στον χώρο της παλαιοντολογίας πονήματός του «Οργανικά Απομεινάρια του Παλιού Κόσμου» (Organic Remains of the Former World), το οποίο ο σπουδαίος βιολόγος Γκίντεον Μάντελ χαρακτήρισε το 1850 ως «την πρώτη απόπειρα να δοθεί μια επιστημονική περιγραφή … συνοδευόμενη από εικόνες απολιθωμάτων», κάτι που είδε ως «ένα αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της βρετανικής παλαιοντολογίας».



Ο δεύτερος και τρίτος τόμος κυκλοφόρησαν το 1808 και το 1811 αντίστοιχα, με τον Πάρκινσον να διατηρεί πάντοτε το ιατρείο του και να ασκεί καθημερινά το λειτούργημα του γιατρού. Κατόπιν έγραψε μια σειρά ακόμα από δοκίμια γεωλογίας και παλαιοντολογίας, με τη συνεισφορά του στον κλάδο να λογίζεται πια κολοσσιαία…




Κατοπινά χρόνια



Αφού ανέτρεψε παραδεδομένες επιστημονικές πεποιθήσεις για τη γεωλογία και τον φλοιό της Γης(!), μελετώντας τα αγαπημένα του απολιθώματα αλλά και πλήθος πετρωμάτων, τον Νοέμβριο του 1797 συναντήθηκε με τους επιστήμονες φίλους του, μεταξύ αυτών και ο σπουδαίος εφευρέτης και χημικός σερ Χάμφρι Ντέιβι, και αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Γεωλογική Εταιρία του Λονδίνου!

Ο Πάρκινσον έγραφε στην επιθεώρηση του επιστημονικού θεσμού και καταπιανόταν με πολλά πια γεωλογικής υφής θέματα, τα οποία τα έκανε βιβλία μόλις ολοκλήρωνε τις μελέτες του. Έγραψε από πονήματα ορυκτολογίας μέχρι και μια σειρά ακόμα ειδικών θεμάτων της γεωλογικής επιστήμης, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην καθιέρωση αλλά και τη διάδοση του κλάδου.



Παρά το γεγονός ότι η Νόσος του Πάρκινσον παραμένει μια από τις γνωστότερες «επώνυμες» παθήσεις, ο ίδιος ο γιατρός πολύ λίγης προσοχής έτυχε από τη βρετανική ιατρική κοινότητα για την ανακάλυψή του. Κι ενώ ο Σαρκό την είχε ήδη ονομάσει «Νόσο του Πάρκινσον», θα έπρεπε ο αγγλοσαξονικός κόσμος να περιμένει το 1912 και το άρθρο του Αμερικανού J.G. Rowntree στο 23ο τεύχος της επιστημονικής επιθεώρησης «Bulletin of the Johns Hopkins Hospital» για να πληροφορηθεί από τον τίτλο του ακόμα:

«Γέννημα Άγγλος, θρέμμα Άγγλος, ξεχασμένος από τους Άγγλους και από τον κόσμο γενικότερα, αυτή ήταν η μοίρα του Τζέιμς Πάρκινσον».




Ο σπουδαίος γιατρός, κοινωνικός στοχαστής, παλαιοντολόγος και γεωλόγος Τζέιμς Πάρκινσον άφησε την τελευταία του πνοή στις 21 Δεκεμβρίου 1824 χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας ήδη αλλάξει, αν και εν αγνοία του, την ιστορία της ιατρικής…


Πηγή

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Το νόημα της ύπαρξης σε περιόδους κρίσης



– Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, πιστεύετε ότι εντείνεται και η υπαρξιακή κρίση;



Αν η νέα ηθική υπαγορεύει ότι πρέπει να ελπίζουμε ότι θα βρούμε την απαραίτητη δύναμη, το περαιτέρω βήμα που πρέπει να κάνουμε, και μπορεί να γίνει μέσα από την άσκηση της ανθρώπινης ελευθερίας μας, είναι να σκεφτόμαστε και να κάνουμε νέες επιλογές, ώστε διασφαλίσουμε ότι έχουμε τις δυνάμεις.

Για να γίνει αυτό δυνατό, θα πρέπει ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας να γνωρίσει τη δύναμη της φύσης, τους κανόνες της κοινωνίας, τις προτιμήσεις του μυαλού μας, τους νόμους της ζωής και να μάθουμε να ζούμε σε αρμονία με όλα αυτά.

Αυτή η εξερεύνηση της ζωής είναι κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε τυχαία ή ασυντόνιστα ή μόνοι μας. Πρέπει να βασιστεί σε πραγματικά γεγονότα και σε μια αληθινή κατανόηση του τι φέρνει η ζωή και πώς λειτουργεί ο κόσμος.


– Μπορούμε να μιλάμε για ατομική ευημερία όταν το κοινωνικό σύνολο νοσεί;


Δεν νομίζω ότι ένα πρόσωπο μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένο όταν είναι απομονωμένο ή όταν απορροφάται εγωιστικά από την επιδίωξη όλο και περισσότερων απολαύσεων. Δεν είναι αυτό δυνατόν, εφόσον όλοι είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό από το να μοιράζεσαι τα αγαθά. Δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από ένα άτομο, το οποίο, όπως και ο βασιλιάς Μίδας, μετατρέπει τα πάντα γύρω του σε χρυσό (ή ευτυχία) και συνειδητοποιεί ότι δεν έχει κανένα νόημα εάν δεν μπορεί να είναι φυσιολογικό και έχει γίνει ανίκανο να θρέψει τον εαυτό του.

Οι κοινωνίες βασίζονται στην αρχή της αλληλοσύνδεσης.
Νομίζω ότι ανακαλύπτουμε εκ νέου αυτή την αρχή για τον εαυτό μας όταν ζούμε σε μια κοινωνία η οποία παρακμάζει και όπου οι παλαιές αρχές του κέρδους και της οικονομικής ανάπτυξης δεν ισχύουν. Αυτό μακροπρόθεσμα δεν είναι κακό, αν οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι ν’ αρχίσουν να σκέφτονται ποια είναι τα πραγματικά σημαντικά πράγματα στη ζωή, όπως η δημιουργία και το μοίρασμα και ν’ ανακαλύπτουν ότι ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ ο ένας για τον άλλον και μπορούμε να είμαστε εφευρετικοί και να βρίσκουμε νέους τρόπους να νοηματοδοτήσουμε τον κόσμο.

– Πιστεύετε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αποπροσανατολιστεί όσον αφορά το λόγο ύπαρξής του;
Υπάρχει νόημα σ’ αυτό τον κόσμο, το οποίο δεν είναι στο χέρι μου να το επινοήσω ή να το ορίσω. Μπορώ να το βρω και να το αναγνωρίσω, αλλά όχι να δημιουργήσω ό,τι υπήρχε πολύ πριν από μένα, ανεξάρτητα από τις δράσεις και αντιδράσεις μου. Δεν έχει καμιά σημασία η παρουσία μου.

Το νόημα αποδεικνύεται ακριβώς επειδή υπάρχει το σκοτάδι και το φως. Όταν κοιτάζω κάτι βλέπω φως και σκιές. Οι αποχρώσεις είναι εξίσου μέρος του όλου, όσο και οι ανταύγειες του φωτός. Είναι ολόκληρη η σύνθεση της ζωής που είναι ικανοποιητική. Κι αυτό δεν απαιτεί υπερβολές ή θαύματα. Τα προϊόντα του κύκλου ζωής /θανάτου είναι παντού, πλούσια για περισυλλογή.

Πολλοί άνθρωποι γύρω μου και οι περισσότεροι από τους πελάτες μου επιθυμούν βαθιά την κατανόηση των εννοιών της ζωής με ένα νέο, πιο έντονο, πιο γόνιμο τρόπο από ποτέ. Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ότι έχουν υποβληθεί σε μια ρουτίνα χωρίς νόημα και ότι έχουν χάσει πολύ χρόνο και ενέργεια σε πράγματα που δεν έχουν αξία και τελικά είναι επιβλαβή για τους ίδιους.

Ο σύγχρονος πολιτισμός έχει ως στόχο την απόκτηση αγαθών και προϊόντων με τρόπο που δεν είναι τόσο ικανοποιητικός όσο φανταζόμασταν. Ο αποπροσανατολισμός συμβαίνει κυρίως όταν οι άνθρωποι κυνηγούν ακόμα τη χίμαιρα της περιουσίας και των ανέσεων, πριν ν’ ανακαλύψουν ότι τα εν λόγω αγαθά και οι εμπειρίες είναι υπερτιμημένα και, συχνά, δημιουργούν ένα φοβερό εθισμό που τους αποκόπτει από τον εσωτερικό τους εαυτό. Οι πολυτέλειες μπορεί να είναι τόσο αποχαυνωτικές για τους ανθρώπους, όσο και τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ, τα οποία δημιουργούν ανάγκες για συνεχή διέγερση, ενθουσιασμό κι ευχαρίστηση. Αλλά στο τέλος, οι επιδράσεις χάνονται και οι άνθρωποι αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται σχετικά με την προσπάθειά τους για την ευτυχία, η οποία έχει δύο διαστάσεις, και μια μονόπλευρη εξιδανίκευση για τα προϊόντα του πλούτου και της ευημερίας.
Συνεπώς, δεν είναι φοβερό όταν ένα άτομο έχει ν’ αντιμετωπίσει κάποιες αντιξοότητες. Αν και κανένας από εμάς δεν το αποζητά, συχνά όμως είναι η αρχή ενός πιο στοχαστικού τρόπου ζωής και μιας αναζήτησης για ένα βαθύτερο νόημα στη ζωή.



– Ποια είναι η θεωρία σας γύρω από την έννοια της ευτυχίας;


Η ευτυχία δεν είναι ένα αγαθό που μπορούμε να αγοράσουμε και να καταναλώσουμε. Είναι αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής κι αυτό δεν οδηγεί στην έκσταση ή απλά στο να αισθανόμαστε καλά όλη την ώρα. Προτιμώ να μιλήσω για την εκμάθηση των ανθρώπων ως προς το πώς να ζουν καλά, αντί να στοχεύουν στην ευτυχία τους και την ευημερία.

Το να ζει κανείς καλά δεν σημαίνει να απολαμβάνει την απλή αίσθηση της ευχαρίστησης ή την απουσία του πόνου, όσο παρήγορο, ευχάριστο κι επιθυμητό κι αν είναι. Η ευτυχία είναι μια ψυχική κατάσταση, η οποία απαιτεί να είμαστε ανοικτοί στον κόσμο, στους άλλους, στον εαυτό μας και στις ιδέες που μας εμπνέουν.

Απαιτεί να ζω με ζωτικότητα και με τα μάτια μου διάπλατα ανοιχτά, σε αναζήτηση του νοήματος και στην αναζήτηση των αξιών που αξίζει να ζω γι’ αυτές. Απαιτεί να είμαι προετοιμασμένος τόσο για την οδύνη και τον πόνο όσο και για την ευχαρίστηση εξίσου. Η στάση της ευτυχίας είναι περισσότερο στάση εκτίμησης παρά επίκρισης ή παραπόνου. Το να νιώθουμε την ευτυχία αντί να είμαστε ευτυχισμένοι σημαίνει να επικοινωνούμε με τον κόσμο όπως αυτός είναι, με τη ζωή όπως έρχεται.

Σ’ αυτή τη λειτουργία του είναι, η ματιά μου, εκείνη της ερασιτέχνη ζωγράφου, παρακολουθεί τον κόσμο γύρω και βλέπει την ανάπτυξη και την παρακμή σε ίσες αναλογίες και βρίσκει την ομορφιά και στις δυο καταστάσεις. Ως ερασιτέχνης τραγουδίστρια βρίσκω μελωδίες που πηγάζουν σαν από θαύμα από τα δέντρα και τα πουλιά και το θόρυβο από τα εργοστάσια και τα αυτοκίνητα εξίσου. Το δέρμα μου λάμπει, το αίμα μου κυλάει ομαλά, οι σκέψεις μου για τον επικείμενη θάνατο κάποιου που αγαπώ ή τον ήλιο που φωτίζει το δέντρο στον κήπο μου έχουν εξίσου την ίδια βαρύτητα, βρίσκονται εξίσου σε αρμονία με αυτό που είμαι.

Είναι μέρος της ζωής που ζω στο έπακρο. Δεν ζητώ ούτε έχω απαίτηση για οτιδήποτε να είναι διαφορετικό από αυτό που είναι και όμως, ξέρω ότι έχω έναν ρόλο στο να κάνω τα πράγματα όσο το δυνατόν καλύτερα. Ξέρω ότι το να ζω και να γίνω ο εαυτός μου μερικές φορές μπορεί να είναι σπουδαίο και άλλες απαίσιο και έχω συμφιλιωθεί μ’ αυτό, γιατί είμαι παιδί μιας ζωής που με κάνει να αισθάνομαι: ελπίδα και απελπισία με τη σειρά.

Εκτιμώ ό, τι κάνω, βελτιώνω ό, τι μπορώ, και αποδέχομαι ότι αρκετά συχνά πρέπει να αποδέχομαι ό,τι έρχεται. Δεν μπορώ να απαιτήσω μια αναδιοργάνωση και δεν μπορώ ν’ αποκτήσω μια ζωή μόνο με ευτυχία για όσο είμαι ζωντανός. Μόνο ο θάνατος φέρνει την ειρήνη και την ηρεμία με το τέλος των προβλημάτων και των συγκρούσεων.

Εκείνο που πρέπει να είμαστε σε θέση να κάνουμε είναι να πιστεύουμε πως ο,τιδήποτε είναι να έρθει είναι κατά κάποιο τρόπο σημαντικό και πως το αν αισθανόμαστε απελπισμένοι ή ότι έχουμε βρει τη θέση μας στο σύμπαν έχει μεγάλη διαφορά.

Για να πιστέψουμε ότι τελικά είναι δυνατόν να είμαστε σε αρμονία με τον κόσμο ή το σύμπαν και ότι μπορούμε να κάνουμε μια μικρή διαφορά στο πώς τα πράγματα λειτουργούν, είναι απαραίτητη η ηρεμία του μυαλού και το κουράγιο να συνεχίσουμε – χωρίς να έχει σημασία πόσο δύσκολο είναι ή πόσο πρόσκαιρη ευτυχία μάς στερεί.


– Πώς πιστεύετε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τις ψυχολογικές του κρίσεις;


Τελικά εναπόκειται στο κάθε άτομο ν’ αγωνιστεί για τη ζωή και να βρει τον δικό του τρόπο εξόδου από το αδιέξοδό του. Η δύναμη πηγάζει από το να επιλύει ο καθένας τα προβλήματά του και ν’ αντιμετωπίζει τις προκλήσεις μόνος του. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Και όσο περισσότερο μπαίνει κανείς μέσα σε μια καλή διαβίωση τόσο περισσότερο θα ευημερεί. Μερικές φορές βέβαια μπορεί να χρειαστεί μια χείρα βοηθείας για να βρει κάποιος τη σωστή κατεύθυνση, αν έχει χάσει τον δρόμο του κι έχει βρεθεί σε αδιέξοδο.

Αν θέλετε να μάθετε σχετικά με τη ζωή, βρείτε έναν θεραπευτή ο οποίος είναι πρόθυμος να διδάξει, αλλά και πρόθυμος να μάθει. Αν θέλετε να έχετε οφέλη ζώντας της ζωή σας ψάξτε για θεραπεία η οποία μπορεί να σας κάνει πιο δυνατούς και σοφούς, που δεν υπόσχεται την ουτοπία ή ευτυχία, αλλά που μπορεί να σας βοηθήσει να συνεχίσετε να τα αναζητάτε.

Η ποιότητα της ζωής δεν έχει να κάνει μόνο με την ευχαρίστηση και τη διαφώτιση, αν και αυτές οι εμπειρίες θα είναι σίγουρα μέρος του στόχου. Πάνω απ’ όλα σημαίνει να μάθει κανείς να ταξιδεύει, να είναι ανυποχώρητος απέναντι στις αντιξοότητες και τις δυσκολίες και ταυτόχρονα παραδομένος στους νόμους της ζωής, να είναι γαλήνιος με τους περιορισμούς και τις δυστυχίες, ενθουσιώδης και παθιασμένος με τα αγαθά που ψάχνουμε σ’ όλη μας τη ζωή. Πάνω απ ‘όλα έχει να κάνει με την κατανόηση των απαιτήσεων της ζωής. Πρόκειται για γνώση του σωστού και του λάθους, για τους εαυτούς μας, κι όχι επειδή ο νόμος ή ο θεός το απαιτούν από εμάς, αλλά επειδή εκτιμούμε πως το να κάνουμε το σωστό είναι η ίδια η ζωή. Το να μάθουμε να ζούμε και να πράττουμε με πιο ηθικό τρόπο, να συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας με σοφία και προθυμία μας δίνει ανεκτίμητα μαθήματα.




– Τι μπορεί να περιμένει κάποιος από την ψυχοθεραπεία;


Οι θεραπευτές πρέπει να διαθέτουν αυτοσυγκράτηση και θάρρος στον ίδιο βαθμό. Πρέπει να ξέρουν πότε πρέπει να ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση ενός ατόμου και πότε να την περιορίσουν. Πρέπει να είναι εξίσου ευαίσθητοι στην επιθυμία ενός ατόμου να μάθει να ελπίζει, αλλά και να μάθει ν’ αποδέχεται το αναπόφευκτο και ν’ αφήνει τον εαυτό του να αισθάνεται την απελπισία που έρχεται με την αποδοχή του αναπόφευκτου.

Είναι μεγάλη ευλογία να βρει κανείς έναν θεραπευτή ο οποίος είναι σκληρός και δυνατός όταν είναι απαραίτητο κι ευγενικός και γεμάτος κατανόηση όταν αρμόζει. Οι θεραπευτές πρέπει να κατανοούν ολόκληρη την παλέτα των ανθρώπινων συναισθημάτων και να τη συνδέουν με σύνεση με τις αξίες και τις πεποιθήσεις που εμπνέουν τη ζωή των ανθρώπων ή αντίθετα τους οδηγούν σε απόγνωση.

Η καλή υπαρξιακή θεραπεία επιτρέπει σ’ ένα άτομο να μάθει να σκέφτεται και να ζει για τον εαυτό του, χωρίς να καταπιέζεται από τις ερμηνείες της παθολογίας. Το ελευθερώνει από την επίκριση και το κάνει ξανασκεφτεί τη ζωή του εκ νέου. Κυρίως όμως, το κινητοποιεί ν’ αντιμετωπίσει τις προκλήσεις γενναία και ν’ αξιοποιήσει στο έπακρο τα ταλέντα του με αποφασιστικότητα, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για την κοινωνία.


– Είναι γνωστό ότι χρησιμοποιείτε τη φιλοσοφία στην ψυχοθεραπεία. Με ποιο τρόπο πιστεύετε ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία μπορεί να βοηθήσει;


Η φιλοσοφία, όπως η αγάπη της σοφίας, είναι το κλειδί για την αναζήτηση βαθύτερων νοημάτων στη ζωή. Φυσικά, η πηγή της δυτικής φιλοσοφίας βρίσκεται στην αρχαία αθηναϊκή φιλοσοφία, η οποία μας έδειξε τον δρόμο για έναν πιο ευγενικό, στοχαστικό, προσεγμένο τρόπο ζωής. Όταν μελέτησα τους κλασσικούς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μου στην Ολλανδία και διάβασα τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Σοφοκλή και ιδιαίτερα τον Πλάτωνα στα ελληνικά, ένιωσα έμπνευση ν’ αλλάξω τη δική μου ζωή και να βρω μια πορεία προς τη μεγαλύτερη αλήθεια. Μου φαινόταν ότι η σύγχρονη κοινωνία ήταν γεμάτη από σοφιστές, που προσπαθούσαν να ξεγελάσουν ο ένας τον άλλον και να κόψουν το δρόμο τους με τις έξυπνες παρατηρήσεις τους και τα σχέδιά τους για την επιτυχία. Ο Σωκράτης ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι τώρα, ένα πρότυπο για την τόλμη ν’ αμφισβητήσει κανείς ό,τι θεωρεί ως κανόνα μια κοινωνία και να σκέφτεται όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά ενθαρρύνοντας επίσης και άλλους να κάνουν το ίδιο. 

Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία η έναρξη της πρακτικής της υπαρξιστικής θεραπείας: η αναζήτηση της αλήθειας μέσω του διαλόγου και με την προσεκτική εξέταση της κοινής πραγματικότητας.
 Υπάρχουν πολλά που η φιλοσοφία έχει να προσφέρει στους θεραπευτές. Όχι μόνο η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά οι φιλόσοφοι ανά τους αιώνες και σ’ όλο τον κόσμο. Οι τελευταίοι είναι μερικοί από τους ανθρώπους που έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους προσπαθώντας να βρουν τι είναι καλό και τι κακό στον ανθρώπινο τρόπο ζωής. Όταν αγνοούμε τα ευρήματά τους, αγνοούμε και τον κίνδυνο που συνεπάγεται όταν χρειάζεται να καταλάβουμε αυτές τις έννοιες απ’ την αρχή.


– Στο βιβλίο σας «Η Ψυχοθεραπεία και η αναζήτηση της ευτυχίας» γράφετε για το μύθο της Πανδώρας και τη συνάφειά του με την ψυχοθεραπεία. Μπορείτε να μας εξηγήσετε κάποια πράγματα σχετικά μ’ αυτό;


Σ’ αυτό το βιβλίο δείχνω πώς όλα τα ανθρώπινα όντα πρέπει να δημιουργήσουν νόημα και πώς όλοι οι πολιτισμοί έχουν δημιουργήσει μύθους, πεποιθήσεις και αξίες, οι οποίες καθοδηγούν τη συμπεριφορά τους, τα ιδανικά και τις πράξεις τους.

Παίρνω το μύθο της Πανδώρας ως παράδειγμα ενός μύθου δημιουργίας, που είναι το θεμέλιο ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης σκέψης, αν και πλέον δεν αναγνωρίζεται ή ακόμη δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Φυσικά η ιστορία της Πανδώρας είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του Προμηθέα.

Αυτές είναι ιστορίες για να υπενθυμίζουμε στους ανθρώπους την τάση τους να θέλουν να έχουν μόνο τα καλά πράγματα στη ζωή: για να επωφεληθούν από τη φωτιά που μαγικά μάς επιτρέπει να δημιουργήσουμε πολλά πράγματα, αλλά για τα οποία, όμως, συχνά πρέπει να καταβάλλουμε ένα τίμημα που μπορεί να μην είμαστε πρόθυμοι να πληρώσουμε. Τα δώρα της Πανδώρας είναι πολλαπλά, αλλά στο κουτί της η σκοτεινή πλευρά είναι κλειδωμένη. Αργά ή γρήγορα κάποιος θα έρθει και θα ξεκλειδώσει τα μυστικά και θ’ αφήσει έξω τις Ερινύες και όλη η κόλαση θα ξεσπάσει.

Ίσως αυτό είναι αρκετά μια ταιριαστή μεταφορά για την οικονομική κατάρρευση του δυτικού κόσμου: όχι τόσο μια τιμωρία για την ύβρη μας και την προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε τους θεούς και να ζήσουμε μια ζωή με ευκολίες και πολυτέλειες, όσο άμεση συνέπεια της αυταπάτης του μεγαλείου και της απώλειας της συνειδητοποίησης των πραγμάτων που πραγματικά έχουν σημασία. Φυσικά, θα θυμάστε ότι στο κάτω μέρος του κουτιού της Πανδώρας, παρέμεινε η ελπίδα. Στις πιο σκοτεινές περιόδους η ελπίδα είναι το πιο σημαντικό. Αυτό είναι αρκετά απλό, επειδή μπορούμε να βασιστούμε στην ελπίδα, αν χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις της ζωής και δεν προσπαθούμε να τις διώξουμε μακριά για ν’ απολαμβάνουμε μόνο τα καλά και να μην έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα. Όταν τα κακά πράγματα βρίσκονται εκεί έξω, πραγματικά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Έχουμε να τ’ αντιμετωπίσουμε και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να φτιάξουμε τη ζωή μας για ακόμη μια φορά, αντί να τρέξουμε μακριά απ’ αυτή.


– Πείτε μας για τη «συναισθηματική πυξίδα» που έχετε κατασκευάσει. Πώς λειτουργεί στη ζωή μας;


Προκειμένου να υπάρχει μια βάση για τις μπερδεμένες αισθήσεις, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις διαισθήσεις που συχνά μας κατακλύζουν, έχω δημιουργήσει τη λεγόμενη συναισθηματική πυξίδα, ένα εργαλείο που μας βοηθά να καταλάβουμε που βρισκόμαστε σε σχέση με τις αξίες μας.
Έχω ακολουθήσει τις αρχές του Σπινόζα και εφαρμόζοντας το δικό του έργο και του Σαρτρ σχετικά με τα συναισθήματα, διαμόρφωσα ένα μέσο που υποδεικνύει τι σημαίνει κάθε συναισθηματική συμπεριφορά και μας λέει για το πού βρισκόμαστε σε σχέση με τον κόσμο, τους άλλους ανθρώπους, τον εαυτό μας και τους στόχους μας.

Όταν μαθαίνουμε να κατανοούμε τα συναισθήματά μας μπορούμε να βρούμε τον δρόμο μας πιο εύκολα. Στην πραγματικότητα μαθαίνουμε να τα θρέφουμε, καθώς κάθε συναίσθημα είναι ένα μήνυμα για τον εαυτό μας, και όχι να θεωρούμε -όπως μερικοί φιλόσοφοι ή ακόμη και θρησκευτικοί στοχαστές φοβούνταν- ότι είναι ένα εμπόδιο ή κίνδυνος για την ψυχική ευεξία μας.


– Τι αποκομίσατε από την πρόσφατη επίσκεψή σας στην Ελλάδα; Ποιες αρχές του υπαρξισμού μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να νοηματοδοτήσει την κατάσταση της κρίσης από την οποία διέρχεται αυτή την περίοδο η χώρα μας;


Η πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα ήταν πολύ ενθαρρυντική και μεταμορφωτική. Το να εργάζομαι με συναδέλφους που νοιάζονται τόσο πολύ για την εδραίωση νέων ιδεών και να δουλεύω με τους μαθητές τους σε μια στενή και αυθεντική συνεργασία, ήταν πολύ ευχάριστο.

Επίσης, βρήκα φανταστική την επίσκεψή μου στους Δελφούς και την Ακρόπολη, καθώς βυθίστηκα και πάλι στην κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και θυμήθηκα ό,τι αυτός σήμαινε, και τα καλά και τα κακά. Ο δρόμος προς τους Δελφούς ήταν καλυμμένος με πολύ χιόνι και δεν ήταν εύκολη η ανάβαση στο μαντείο!


Η Ελλάδα πρέπει να ανακάμψει μόνη της, δεν είναι πια μόνο ένας τόπος με ηλιόλουστες παραλίες και χαλαρό θερινό τουρισμό. Ίσως ο ελληνικός πολιτισμός είναι έτοιμος να γίνει πιο ρεαλιστικός και αντιμετωπίζοντας τα τρέχοντα προβλήματα, να βρει ένα νέο βάθος.


Αυτό είναι σίγουρα κάτι που ελπίζω να συμβεί: ότι οι άνθρωποι θα βρουν το απαραίτητο σθένος για ν’ αρχίσουν να δημιουργούν νέους τρόπους ζωής και ότι θα προσδιορίσουν νέους τρόπους συμβίωσης μέσα από αυτό το χρονικό διάστημα πίεσης κι εξαθλίωσης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο επίσης, σφίγγουμε τα ζωνάρια μας και υποφέρουμε με την οικονομική ύφεση. Νομίζω ότι είναι ένα σημάδι ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της εύκολης ευημερίας, τη στιγμή που θα μπορούσαμε να έχουμε κάποια πράγματα δεδομένα κα ν’ ακολουθούμε λάθος αξίες.

Έχω πολλές ελπίδες ότι εκείνοι οι άνθρωποι που είχαν τραφεί με τον επιφανειακό τρόπο ζωής, που κυνηγούσαν τα πλούτη και τις ευκολίες θα δείξουν το δρόμο και θα υποδείξουν τις νέες αξίες που θα μας βοηθήσουν να επιτύχουμε έναν πιο λιτό, αλλά πολυτιμότερο τρόπο ζωής. Η υπαρξιακή θεραπεία είναι φυσικά απόλυτα συμβατή με την πεποίθηση ότι η δυσκολία, αν και είναι αυστηρός δάσκαλος, μπορεί τελικά να μας διδάξει μερικά πολύ καλά μαθήματα.


– Στην προσωπική σας ζωή ποια αρχή της υπαρξιστικής θεωρίας σας έχει βοηθήσει περισσότερο;


Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι η ίδια η υπαρξιστικής θεωρία που μου έδωσε τη μεγαλύτερη βοήθεια στις περιόδους με τα μεγαλύτερα προβλήματα. Αυτό που μου έδωσε τη μεγαλύτερη συμπαράσταση όταν το είχα ανάγκη ήταν η εμπιστοσύνη ότι το σύμπαν και ο κόσμος είναι απολύτως αξιόπιστα και ότι, όσο εγώ συμπορευόμουν με την αλήθεια και τη δύναμη της ζωής, τελικά θα τα κατάφερνα.

Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες υπαρξιακές ιδέες μου έδωσαν κουράγιο ν’ αντιμετωπίσω τις δυσκολίες. Έτσι, για παράδειγμα η αντίληψη ότι αντιμετωπίζοντας το θάνατο, την αποτυχία, το άγχος και την αμφιβολία παίρνω μεγαλύτερη δύναμη απ’ τι να τα αποφεύγω, σίγουρα μ’ έχει βοηθήσει ν’ αντιμετωπίσω δύσκολες καταστάσεις και να είμαι συγκροτημένη. Το να κατανοώ τη δύναμη του παράδοξου και την ανάγκη ν’ αντιμετωπίζω πρόσωπο με πρόσωπο τους άλλους και όχι να φοβάμαι τις συγκρούσεις, έχουν γίνει επίσης οι κατευθυντήριες γραμμές μου.

Μια δυο φράσεις ενός απ’ τους αγαπημένους μου φιλοσόφους έχουν αποδειχτεί πολλές φορές σωτήριες για μένα. Τίποτε λιγότερο από την υπενθύμιση του μαντείου «γνώθι σαυτόν» ή την επισήμανση του Σωκράτη ότι δεν αξίζει να ζει κανείς απερίσκεπτη ζωή.




Συνέντευξη στη Δήμητρα Διδαγγέλου, Δημοσιογράφο – Ψυχολόγο


------------



Η Emmy van Deurzen είναι διευθύντρια στο «New School of Psychotherapy and Counselling» (ΝSPC) του Λονδίνου, όπου πραγματοποιεί μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Middlesex.


To 1988 ίδρυσε την Society for Existential Analysis (SEA) καθώς και το επιστημονικό περιοδικό Journal of Existential Analysis. Είναι συνιδρύτρια του International Collaborative of Existential Counsellors and Psychotherapists (ICECAP). Υπήρξε επίσης η πρώτη πρόεδρος του United Kingdom Council for Psychotherapy.


Είναι καθηγήτρια ψυχοθεραπείας στο «Schiller International University», επίτιμη καθηγήτρια στο «School of Health» και στο «Related Research του University of Sheffield», καθώς και επισκέπτρια καθηγήτρια στο «Middlesex University». Επίσης συνεργάζεται ως σύμβουλος ψυχοθεραπεύτρια με το «Dilemma Consultancy Ltd».





Το βιβλίο "Η Ψυχοθεραπεία και η Αναζήτηση της Ευτυχίας" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κοντύλι.


Ανάμεσα στα βιβλία της συμπεριλαμβάνονται το μπεστ σέλλερ «Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία και Συμβουλευτική στην Πράξη» (Existential Psychotherapy and Counselling in Practice – 2nd edition Sage, 2002), που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες καθώς και το βιβλίο «Η Ψυχοθεραπεία και η Αναζήτηση της Ευτυχίας» (Psychotherapy and the Quest for Happiness – Sage, 2009. Στα ελληνικά από τις εκδ. Κοντύλι). 

Το 2009 συνεργάστηκε στη συγγραφή του βιβλίου «Υπαρξιακή Εποπτεία» και η δεύτερη έκδοση του βιβλίου της «Καθημερινά Μυστήρια» (Everyday Mysteries) εκδόθηκε το 2010 από τον εκδοτικό οίκο Routledge, ενώ ο εκδοτικός οίκος Sage εκδίδει τώρα το βιβλίο της «Δεξιότητες στην Υπαρξιακή Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία».

-----

Πηγή :  ΕΔΩ 

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Διαλέγουμε αυτόν που μας μοιάζει



Μα γιατί ερωτευόμαστε;

-Συνήθως οι λόγοι που επικαλούμαστε για να εξηγήσουμε γιατί ερωτευτήκαμε ή και παντρευτήκαμε τον άνθρωπο που είναι δίπλα μας είναι προφανείς και κατανοητοί από το κοινωνικό πλαίσιο: ο χαρακτήρας, η μόρφωση, η εξωτερική εμφάνιση, η σεξουαλική επαφή, λόγοι οικονομικοί ή και κοινωνικοί.

Οι βαθύτεροι όμως λόγοι είναι καλά κρυμμένοι μέσα μας. Η επιλογή συντρόφου την οποία εμείς οι ψυχαναλυτές ονομάζουμε ανακλητική είναι η ωριμότερη, αυτή που οδηγεί στο μικρό ποσοστό του 10 με 20% που είναι οι ευτυχισμένοι γάμοι. εξηγεί ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής κ. Ματθαίος Γιωσαφάτ, ειδικός σε θέματα γάμου και οικογενειακής θεραπείας.

Τι σημαίνει αυτό; Όταν έχουμε μια καλή μαμά και περάσουμε καλά, μαθαίνουμε να συγχωρούμε και τα ελαττώματά της, όπως ένας ώριμος άνθρωπος. Αποδεχόμαστε λοιπόν και τα ελαττώματα του συντρόφου μας και φτιάχνουμε μια καλή σχέση. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε περάσει ομαλά και το οιδιπόδειο, δεν έχουμε μεγάλο άγχος αποχωρισμού, προδοσίας.

Αποδεχόμαστε, π.χ., ότι η μαμά έκανε κι άλλο παιδί. Ή ξέρω ως παιδί ότι μ” αγαπάει, αλλά ανακάλυψα ότι αγαπά και τον μπαμπά, αλλά κι εγώ αγαπάω τον μπαμπά, άρα όλοι αγαπιόμαστε! Οπότε θα κάνω κι εγώ το ίδιο όταν μεγαλώσω με το σύντροφό μου. Οι λόγοι λοιπόν της επιλογής του ερωτικού συντρόφου βασίζονται στη σχέση με τη μητέρα και τον πατέρα, τη δική τους σχέση και τη σχέση μας μαζί τους.

Αναζητώντας τη ρίζα του προβλήματος
-Οι περισσότεροι μεγαλώνουμε με μαμάδες που δεν είναι επαρκείς, με μαμάδες που δεν έχουν μάθει να προσφέρουν αγάπη, να καταλαβαίνουν τις ανάγκες του μωρού. Και το μωρό επικοινωνεί με μη λεκτική συμπεριφορά για να ζητήσει αυτά που του λείπουν, κλαίει, αρρωσταίνει, γρατσουνάει, κλοτσάει κ.λπ.

Στα ζευγάρια είναι πολύ έντονη αυτή η μεταβίβαση της πρώτης σχέσης, των πρώτων μη λεκτικών φόβων και συναισθημάτων. Γι” αυτό και τα ζευγάρια μαλώνουν, ιδιαίτερα αν ο πρώτος χρόνος δεν ήταν καλός, αν ήταν στερημένος από ζεστασιά, χάδια, αγκαλιές. Ξέρετε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να χαϊδέψουν τρυφερά ο ένας τον άλλο; Η επιλογή λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις κουβαλά πάρα πολλά πράγματα που δεν έχουν λυθεί μέσα μας.

Στόχος η επιθυμητή μητέρα

Τα προβλήματα της πρώτης μας σχέσης με τη μητέρα δημιουργούν και τους προβληματικούς έρωτες. Περιμένεις τότε όχι μόνο να βρεις μια κανονική γυναίκα, έναν κανονικό άντρα, αλλά ένα σύντροφο που θα την αντικαταστήσει σε καλύτερη έκδοση, θέλεις την επιθυμητή μητέρα. Αυτό δημιουργεί τον έρωτα, τον πιο παθιασμένο. Όχι όμως τον πραγματικό έρωτα.

Γιατί σε αυτή την περίπτωση ψάχνουμε ένα ιδανικό που θα μας αγαπήσει, θα μας εκτιμήσει γι αυτό που είμαστε, όπως έπρεπε να το κάνει η μαμά. Κι όσο πιο πολύ περιμένει κανείς την επιθυμητή μητέρα, τόσο πιο πολύ την εξιδανικεύει. Είναι μια ναρκισσιστική ανάγκη. Όταν ακούσετε: Μια μόνο γυναίκα με έχει καταλάβει, εσύ, οι άλλες ήταν όλες… να καταλάβετε ότι πρέπει να απομακρυνθείτε γρήγορα απ αυτόν τον άνθρωπο! Σας βάζει στοιχεία που πιθανώς δεν έχετε!

Διαλέγουμε αυτόν που μας μοιάζει

Έχετε σκεφτεί γιατί παραπονιόμαστε ότι τραβάμε μόνο προβληματικές περιπτώσεις στην ερωτική μας ζωή; Μήπως δεν φταίνε μόνο οι άλλοι;

-Γιατί δεν τράβηξες κανέναν άλλο; θα ρωτούσα εγώ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να ταιριάξουμε με κάποιον ωριμότερο ψυχικά από εμάς. Δεν θα συντονιστούμε. Και δεν έχει να κάνει ούτε με την ευφυϊα ούτε με την ικανότητά μας σε άλλους τομείς όπως το εργασιακό. Εκεί μπορεί να διαπρέπουμε. Άλλο όμως είναι η συναισθηματική ωριμότητα!


Ο πραγματικός έρωτας!

-Ο έρωτας κρατάει το πολύ ένα χρόνο. Ο ανακλητικός έρωτας, ο πρώτος για τον οποίο μιλήσαμε, που δεν είναι τόσο έντονος αρχικά, ωριμάζει σιγά σιγά. Αρχίζει ο ένας να ερωτεύεται τον άλλο με το χρόνο που του αφιερώνει και τον γνωρίζει. Αυτόν λέω εγώ πραγματικό έρωτα. Αντιλαμβάνομαι ότι ο άλλος είναι κάτι εξαιρετικό για μένα, γιατί με έπεισε και τον έπεισα γι αυτό.

Τα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης

-Για να έχεις μια καλή σχέση πρέπει να περάσεις τις ανάγκες του πρώτου έτους, τη μεγάλη εξάρτηση. Δεν πήρα πολλά από τη μάνα μου στον πρώτο χρόνο; Τότε ψάχνω μια γυναίκα – μαμά. Δεν δίνω και τόση σημασία στο σεξουαλικό. Κι αυτή η σχέση δεν πάει καλά γιατί διαλέγεις παρόμοιο τύπο συντρόφου. Στην αρχή φαίνεται ότι ο ένας θα φροντίσει τον άλλο και μετά και οι δυο περιμένουν τον άλλο να τους φροντίσει.

Στο δεύτερο έτος, το πρωκτικό στάδιο, το παιδί μαθαίνει με τη μάνα την αυτονομία, είναι η περίοδος της εναντίωσης. Αν δεν πάει καλά, αργότερα στη σχέση ο ένας θα προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλο! Το τρίτο στάδιο είναι το φαλλικό, όπου το σεξ πηγαίνει στα γεννητικά όργανα. Αν πάει κάτι στραβά, διαλέγεις μια γυναίκα που σου αρέσει σεξουαλικά, αλλά αυτό εξαντλείται γρήγορα. Κι από εκεί και πέρα έχεις άλλες ανάγκες που δεν σου τις καλύπτει.

Ο τέταρτος χρόνος που πάλι δεν πάει καλά είναι ο οιδιποδειακός, στάδιο που στην ανάπτυξη αντιστοιχεί γύρω στα 5 χρόνια του παιδιού. Εκεί υπάρχει πρόβλημα γιατί δεν θέλεις πολύ ερωτικά το σύντροφό σου. Αν καταφέρεις και πάρεις κάποιον που σου θυμίζει τη μαμά (ή τον μπαμπά), έχεις προβλήματα σεξουαλικά: στύσης, πρόωρης εκσπερμάτισης κλπ.

Ζήτημα ισορροπίας

-Μια καλή σχέση προϋποθέτει ότι έχουμε περάσει σχετικά ομαλά αυτά τα στάδια: θέλεις να έχεις ένα μίνιμουμ εξάρτησης, να έχεις αυτονομία, αλλά δεν σου αρέσει να πατάς τον άλλο στο λαιμό. Θέλεις να κάνεις σεξ και να σου αρέσει, δεν ικανοποιείσαι όμως μόνο με αυτό. Τότε η σχέση εξελίσσεται σε αγάπη, σε έρωτα και μπορεί να κρατήσει. Δεν περιμένεις τόσο πολλά από τον άλλο, ενώνεις δυο ζωές, οι οποίες όμως δεν γίνονται ποτέ μια!

Και τώρα τι κάνουμε;
-Μπορεί να ακούγονται λίγο απαισιόδοξα όλα αυτά, αλλά είναι η πραγματικότητα. Το πρώτο πράγμα που λέω είναι να βρεις μια καλή μαμά, με την ψυχοθεραπεία, ατομικά ή σε ομάδες, που βοηθούν πάρα πολύ τους ανθρώπους. Λέω επίσης κι έχω παρεξηγηθεί γι αυτό να μπορούν οι γυναίκες να είναι κοντά στο παιδί τους τον πρώτο χρόνο της ζωής του.

Προτείνω συχνά και κάτι που ακόμα μοιάζει ουτοπικό: να γίνονται μαθήματα ζωής από το δημοτικό στα σχολεία, υπό μορφή ομάδας με εκπαιδευμένους δασκάλους. Το άλλο βήμα είναι ο διάλογος, που είναι δύσκολο βέβαια. Πάντα είχαν οι άνθρωποι προβλήματα και πάντα έβρισκαν τρόπους να τα αντιμετωπίσουν. Πρέπει να είμαστε και λιγάκι αισιόδοξοι! ΄

Άλλο έρωτας, άλλο αγάπη

-Δυο άνθρωποι είναι καθρέφτης ο ένας για τον άλλο. Οι ερωτευμένοι κοιτάζονται και θαυμάζονται αυτό δεν είναι αγάπη! Είναι ένα πολύ ευχάριστο αίσθημα, που οδηγεί σχεδόν πάντα σε φασαρίες. Γιατί την επόμενη μέρα που θα τον/τη δείτε θα έχετε ήδη μια μικρή απογοήτευση. 

Στην πρώτη επαφή δεν ξέρουμε τίποτα για τον άλλο, όσο προχωρά η επαφή όμως αρχίζει η απο-εξιδανίκευση. Εκεί εμφανίζεται η εσωτερική παλινδρόμηση, που δηλώνει την τάση του ανθρώπου να υπαναχωρήσει φοβισμένος και να κλείσει τις πόρτες επικοινωνίας για τη νέα σχέση.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

''οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος''



«Η βασική συνθήκη της νευρωτικής αγάπης  έγκειται στο γεγονός ότι ο ένας ή και αμφότεροι οι “ερωτευμένοι” έχουν παραμείνει προσκολλημένοι σε μια γονική φιγούρα και μεταβιβάζουν τα αισθήματα, τις προσδοκίες και τους φόβους που είχαν άλλοτε απέναντι στον πατέρα ή τη μητέρα τους, στο πρόσωπο που αγαπούν τώρα, στην ενήλικη ζωή τους. 
Πρόκειται για άτομα τα οποία δεν απελευθερώθηκαν ποτέ από την παιδική τους εξάρτηση και αναζητούν το ίδιο αυτό πρότυπο στις απαιτήσεις που έχουν από τις σχέσεις τους κατά την ενήλικη ζωή τους.

Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο  έχει παραμείνει συναισθηματικά ένα παιδί άλλοτε δύο ετών, άλλοτε πέντε και άλλοτε δώδεκα, ενώ διανοητικά και κοινωνικά βρίσκεται στο επίπεδο της πραγματικής του ηλικίας. Στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, αυτή η συναισθηματική ανωριμότητα οδηγεί σε διαταραχές όσον αφορά την κοινωνική αποτελεσματικότητα του ατόμου· στις λιγότερο σοβαρές, η σύγκρουση και η κρίση περιορίζονται στη σφαίρα των στενών προσωπικών σχέσεων.

Σε σχέση με την εξέταση της μητροκεντρικής  και της πατροκεντρικής προσωπικότητας, το ακόλουθο παράδειγμα για αυτό τον τύπο της νευρωτικής ερωτικής σχέσης που συναντάμε συχνά σήμερα έχει να κάνει με τους άντρες, οι οποίοι στη συναισθηματική τους ανάπτυξη έμειναν προσκολλημένοι σε μία νηπιακή εξάρτηση από τη μητέρα.


Salvador Dali


Αυτοί είναι οι άντρες που ποτέ δεν αποκόπηκαν από το μητρικό στήθος. Εξακολουθούν να αισθάνονται σαν μικρά παιδιά, αποζητούν τη μητρική προστασία, την αγάπη, τη θαλπωρή, τη φροντίδα και το θαυμασμό, θέλουν την άνευ όρων μητρική αγάπη, μία αγάπη η οποία δεν τους προσφέρεται για κανέναν άλλο λόγο εκτός από το γεγονός πως τη χρειάζονται, ότι είναι παιδιά της μητέρας, ότι είναι ανίσχυροι. Τέτοιου είδους άντρες συχνά είναι πολύ τρυφεροί και γοητευτικοί, όταν προσπαθούν να κάνουν μία γυναίκα να τους αγαπήσει και παραμένουν έτσι ακόμη και όταν πετυχαίνουν το στόχο τους. Αλλά η σχέση τους με τη γυναίκα (όπως στην πραγματικότητα και με όλους τους άλλους ανθρώπους) παραμένει επιφανειακή και ανεύθυνη. Ο σκοπός τους είναι να αγαπηθούν, όχι να αγαπήσουν.

Κατά κανόνα, υπάρχει μια γερή δόση ματαιοδοξίας σε αυτό τον τύπο του άντρα και κρύβει μέσα του ιδέες μεγαλομανίας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Αν βρει την κατάλληλη γυναίκα, νιώθει ασφαλής, νιώθει σαν να είναι στην κορυφή του κόσμου και μπορεί να διαθέσει πολλή στοργή και πολλή γοητεία· αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τέτοιοι άντρες είναι συχνά τόσο απατηλοί. Διότι, όταν έπειτα από κάποιο διάστημα η γυναίκα παύει να ανταποκρίνεται στις φανταστικές τους προσδοκίες, αρχίζουν να εμφανίζονται συγκρούσεις και μνησικακίες.


Αν η γυναίκα δεν τους θαυμάζει συνεχώς, αν έχει αξιώσεις για μία δική της ζωή, αν θέλει κι εκείνη να την αγαπούν και να την προστατεύουν και, σε ακραίες περιπτώσεις, ο άντρας νιώθει βαθιά πληγωμένος και απογοητευμένος και συνήθως δικαιολογεί αυτά του τα αισθήματα με τη σκέψη πως η γυναίκα του «δεν τον αγαπά, είναι εγωίστρια ή αυταρχική». 
Ο,τιδήποτε δεν αντιστοιχεί στη στάση μίας στοργικής μητέρας απέναντι σε ένα χαριτωμένο, γοητευτικό παιδί, εκλαμβάνεται ως απόδειξη έλλειψης αγάπης. Αυτοί οι άντρες συνήθως μπερδεύουν τη στοργική τους συμπεριφορά, την επιθυμία τους να ευχαριστήσουν, με την ειλικρινή αγάπη, κι έτσι φτάνουν στο συμπέρασμα ότι υφίστανται μία μεγάλη αδικία· φαντάζονται τον εαυτό τους ως μεγάλο εραστή και παραπονιούνται πικρά για την αχαριστία της ερωτικής συντρόφου τους










Σε σπάνιες περιπτώσεις, ένα τέτοιο μητροκεντρικό άτομο κατορθώνει να λειτουργήσει χωρίς σοβαρά προβλήματα. Αν η μητέρα του το αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν υπερπροστατευτική (ίσως κυριαρχική αλλά όχι ισοπεδωτική), αν βρει μία γυναίκα που να ανήκει στον ίδιο αυτό μητρικό τύπο, αν τα ιδιαίτερα χαρίσματά του και τα ταλέντα του, τού επιτρέπουν να ασκεί γοητεία και να προκαλεί θαυμασμό (αυτή είναι μάλιστα η περίπτωση κάποιων επιτυχημένων πολιτικών), τότε “προσαρμόζεται καλά” με την κοινωνική έννοια, ακόμη και χωρίς ποτέ να φτάνει σε ένα υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας.

Όμως κάτω από λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες – και βέβαια αυτές είναι πιο συχνές- η ερωτική του ζωή, αν όχι και η κοινωνική επίσης, θα είναι μία σοβαρή απογοήτευση. Κι όταν ένας άνθρωπος με τέτοια προσωπικότητα απομένει μόνος του, τότε εμφανίζονται συγκρούσεις και υψηλά επίπεδα άγχους ή κατάθλιψη. Σε μία ακόμη πιο σοβαρή παθολογική περίπτωση, η προσκόλληση στη μητέρα είναι βαθύτερη και περισσότερο ανορθολογική. Σε αυτό το επίπεδο η επιθυμία δεν είναι συμβολικά μιλώντας, να επιστρέψει το άτομο στην προστατευτική αγκαλιά της μητέρας ούτε στο μητρικό στήθος που το τρέφει, αλλά να επιστρέφει σε αυτό που όλα τα δέχεται και όλα τα αφανίζει -στην ίδια τη μήτρα. Αν η φύση της υγιούς προσωπικότητας είναι να αναπτυχθεί έξω από τη μήτρα, στον κόσμο, η φύση της σοβαρής διανοητικής διαταραχής που προκαλείται είναι να αποζητήσει το άτομο τη μήτρα για να απορροφηθεί από αυτήν και πάλι. Με άλλα λόγια, να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή.

Αυτό το είδος της προσκόλλησης προκύπτει συνήθως στην περίπτωση που και οι ίδιες οι μητέρες δένονται με το παιδί τους με έναν τέτοιο καταστροφικό και ολέθριο τρόπο. Κάποιες στο όνομα της αγάπης, κάποιες άλλες στο όνομα του καθήκοντος, θέλουν να κρατήσουν μέσα τους το παιδί, τον έφηβο, τον άντρα· δεν θα πρέπει να αναπνέει παρά μόνο μέσω αυτών και δεν θα πρέπει να μπορεί να αγαπά παρά μόνο σε ένα επιφανειακό, σεξουαλικό και μόνο επίπεδο, απαξιώνοντας όλες τις άλλες γυναίκες. Δεν θα πρέπει τελικά να μπορεί να είναι ελεύθερος και ανεξάρτητος παρά ένας αιώνιος ανάπηρος ή ένας “μητροκτόνος”.

Αυτή η όψη της μητέρας, η σαρωτική και καταστροφική, είναι η αρνητική όψη της μητρικής φιγούρας. Η μητέρα μπορεί να δώσει τη ζωή και μπορεί να πάρει τη ζωή.
Είναι εκείνη που θα αναγεννήσει αλλά κι εκείνη που θα αφανίσει- μπορεί να κάνει θαύματα με την αγάπη της, αλλά και κανείς άλλος δεν μπορεί να τραυματίσει περισσότερο από όσο αυτή».


 Έριχ Φρομ, 

Από το   "Η Τέχνη της Αγάπης" , εκδόσεις Μπουκουμάνης.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Η Δόνηση της Σκέψης και ο Νόμος της Έλξης



Το Σύμπαν διέπεται από νόμο – από έναν μεγάλο νόμο. Οι εκδηλώσεις του είναι πολύμορφες, αλλά αν αντιμετωπιστούν σαν κάτι το τελειωτικό, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει παρά ένας μόνο νόμος. Έχουμε εξοικειωθεί με μερικές από τις εκδηλώσεις του, αλλά αγνοούμε σχεδόν ολοκληρωτικά κάποιες άλλες. Ωστόσο, εξακολουθούμε να μαθαίνουμε λίγο πιο πολύ, κάθε μέρα, και το πέπλο σιγά – σιγά ανασηκώνεται.


Μιλούμε με επιστημονική γνώση για το νόμο της βαρύτητας, αλλά αγνοούμε την ισότιμα θαυμαστή εκδήλωσή του, ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ. 

Έχουμε εξοικειωθεί μ’ αυτή τη θαυμάσια εκδήλωση του νόμου που προσελκύει και συγκροτεί 
τα άτομα από τα οποία η ύλη είναι συντεθειμένη – αναγνωρίζουμε τη δύναμη του νόμου που προσελκύει τα σώματα στη γη, που συγκροτεί τους κυκλικούς κόσμους στη θέση τους, αλλά κλείνουμε τα μάτια μας στον ισχυρό νόμο που φέρνει κοντά σε μας τα πράγματά που επιθυμούμε
 ή φοβόμαστε.

Όταν φτάσουμε στο σημείο να δούμε ότι η σκέψη είναι μια δύναμη, μια εκδήλωση της ενέργειας, έχοντας μια μαγνητική ικανότητα έλξης, τότε θ’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το γιατί και το από πού ενός πλήθους πραγμάτων, που μέχρι τώρα έμοιαζαν σκοτεινά σε μας. Δεν υπάρχει σπουδή που ν’ ανταμείβει τόσο καλά το σπουδαστή, για το χρόνο και τον κόπο του, όσο η μελέτη των λειτουργιών αυτού του ισχυρού νόμου του κόσμου της σκέψης – του νόμου της έλξης.


Όταν σκεφτόμαστε, στέλνουμε προς τα έξω δονήσεις μιας πολύ λεπτής αιθέριας ουσίας, που είναι τόσο πραγματικές, όσο κι οι δονήσεις που εκδηλώνουν το φως, ηθερμότητα, ο ηλεκτρισμός ή ο μαγνητισμός. 

Το γεγονός ότι αυτές οι δονήσεις δεν είναι φανερές στις πέντε αισθήσεις μας, δεν αποτελεί απόδειξη για το ότι δεν υπάρχουν. Ένας ισχυρός μαγνήτης στέλνει προς τα έξω δονήσεις κι ασκεί μια δύναμη ικανή να προσελκύσει ένα κομμάτι ατσάλι που ζυγίζει ογδόντα κιλά, αλλά ούτε μπορούμε να δούμε, να γευτούμε, να οσφρανθούμε, ν’ ακούσουμε ή να ψηλαφίσουμε αυτή την ισχυρή δύναμη. Αυτές οι δονήσεις της σκέψης, το ίδιο, δεν είναι δυνατό να γίνουν ορατές, δεν μπορούμε να τις γευτούμε, να τις οσφρανθούμε, να τις ακούσουμε ή να τις ψηλαφίσουμε με το συνηθισμένο τρόπο. Παρ’ όλο που είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αποδεδειγμένες περιπτώσεις ατόμων ιδιαίτερα ευαίσθητων στις ψυχικές εντυπώσεις που αντιλαμβάνονται τα ισχυρά κύματα σκέψης, και πάρα πολλοί από μας μπορούν να βεβαιώσουν ότι έχουν ξεκάθαρα αισθανθεί τις δονήσεις σκέψης των άλλων, τόσο ενώ υπάρχει η παρουσία του πομπού, όσο κι από απόσταση. Η τηλεπάθεια και τα συγγενικά της φαινόμενα δεν είναι μόνο όνειρα αργόσχολων.

Το φως κι η θερμότητα εκδηλώνονται από δονήσεις μιας πολύ πιο χαμηλής έντασης απ’ αυτές της σκέψης, αλλά η διαφορά βρίσκεται αποκλειστικά στο ποσοστό της δόνησης. Τα επιστημονικά χρονικά ρίχνουν ένα ενδιαφέρον φως πάνω στο πρόβλημα. Ο καθηγητής Ελίσα Γκραίη, ένας διάσημος επιστήμονας, λέει στο μικρό του βιβλίο «Τα θαύματα της φύσης»:

«Υπάρχει πολλή τροφή για εκμετάλλευση σχετικά με το θέμα της σκέψης κι οι θεωρητικοί λένε ότι υπάρχουν ηχοκύματα που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, και χρωματοκύματα φωτόςπου κανένα μάτι δεν μπορεί να δει. Το μακρύ, σκοτεινό, δίχως ήχους διάστημα ανάμεσα στις 40.000 και 400.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, και το άπειρο της κλίμακας πέρα από τις 700.000.000.000.000 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, όπου το φως σταματά, μέσα στο σύμπαν της κίνησης, είναι κάτι που μπορεί να μας υποβάλλει σε πολλές σκέψεις».

Ο Μ. Ουίλλιαμς, στο έργο του με τίτλο «Σύντομα Κεφάλαια Φυσικής», λέει:
«Δεν υπάρχει διαβάθμιση ανάμεσα στους πολύ γρήγορους κυματισμούς ή τρεμουλιάσματα που παράγει η αίσθησή μας του ήχου και στους πιο αργούς που μας δημιουργούν μια αίσθηση της πιο απαλής ζεστασιάς. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό ανάμεσά τους, αρκετά πλατύ για να συμπεριλάβει έναν άλλο κόσμο κίνησης, όπου όλα βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο μας του ήχου και στον κόσμο μας της θερμότητας του φωτός. Και δεν υπάρχει καμιά καλή δικαιολογία για να υποθέσει κανένας ότι η ύλη είναι ανίκανη για μια τέτοια ενδιάμεση δραστηριότητα, ή ότι αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να δημιουργήσει ενδιάμεσες αισθήσεις, φτάνει να υπάρξουν όργανα ικανά να συλλάβουν και να αισθητοποιήσουν τις κινήσεις τους».

Αναφέρθηκα στις παραπάνω επιστημονικές αυθεντίες απλά για να δώσω τροφή στη σκέψη σας, κι όχι για να προσπαθήσω να σας αποδείξω το γεγονός ότι οι δονήσεις της σκέψης υπάρχουν. 

Αυτό το τελευταίο γεγονός έχει απόλυτα διαπιστωθεί, προς ικανοποίηση του πλήθους ερευνητών του θέματος, και λίγη σκέψη θα σας δείξει ότι είναι κάτι που συνδυάζεται με τις δικές σας εμπειρίες.

Συχνά ακούμε να επαναλαμβάνεται η περίφημη δήλωση της πνευματικής επιστήμης, 

ότι «οι σκέψεις είναι πράγματα», και επαναλαμβάνουμε κι εμείς αυτές τις λέξεις 
χωρίς συνειδητά ν’ αντιλαμβανόμαστε ποιο ακριβώς είναι το νόημά τους. 
Αν κατανοήσουμε απόλυτα την αλήθεια αυτής της δήλωσης και τις φυσικές συνέπειες της αλήθειας που βρίσκεται πίσω απ’ αυτήν, θα πρέπει να έχουμε μαζί καταλάβει και πολλά πράγματα που μας είχαν φανεί σκοτεινά, και τότε θα ήμασταν ικανοί να χρησιμοποιήσουμε τη θαυμαστή δύναμη της σκέψης, ακριβώς όπως χρησιμοποιούμε την όποια άλλη εκδήλωση της ενέργειας.

Όπως έχω πει κιόλας, όταν σκεφτόμαστε βάζουμε σε κίνηση δονήσεις ενός πολύ υψηλού βαθμού, που είναι ακριβώς τόσο πραγματικές όσο κι οι δονήσεις του φωτός, της θερμότητας, του ήχου και του ηλεκτρισμού. 

Κι όταν κατανοούμε τους νόμους που κυβερνούν την παραγωγή και τη μεταβίβαση αυτών των δονήσεων, θα είμαστε ικανοί να τις χρησιμοποιήσουμε στην καθημερινή ζωή, ακριβώς όπως κάνουμε και με τις καλύτερα γνωστές μορφές ενέργειας. Αυτά που δεν μπορούμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να ζυγίσουμε ή να μετρήσουμε σε σχέση με τις δονήσεις αυτές δεν αποτελούν κι απόδειξη ότι δεν υπάρχουν. 
Υπάρχουν κύματα ήχου που κανένα ανθρώπινο αυτί δεν μπορεί ν’ ακούσει, παρ’ όλο που μερικά απ’ αυτά αναμφίβολα καταγράφονται από το αυτί κάποιων εντόμων κι άλλα συλλαμβάνονται από ευαίσθητα όργανα που έχει επινοήσει ο άνθρωπος. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους ήχους που καταγράφονται από τα πιο ντελικάτα όργανα και στο όριο που το μυαλό του ανθρώπου, καθώς διαλογίζεται σύμφωνα με αναλογίες, ξέρει ότι είναι η μεθοριακή γραμμή μεταξύ των ηχητικών κυμάτων κι άλλων μορφών δονήσεων. Κι υπάρχουν κύματα φωτός που το ανθρώπινο μάτι δεν καταγράφει, ενώ μερικά απ’ αυτά συλλαμβάνονται από πολύ ευαίσθητα όργανα, και πολύ περισσότερα τόσο λεπτά ώστε δεν έχει ακόμη επινοηθεί όργανο που να τα συλλαμβάνει, παρ’ όλο που βελτιώσεις γίνονται κάθε χρόνο και το ανεξερεύνητο πεδίο προοδευτικά μειώνεται.

Καθώς νέα όργανα επινοούνται, νέες δονήσεις καταγράφονται απ’ αυτά – κι ωστόσο οι δονήσεις ήταν το ίδιο πραγματικές τόσο πριν από την επινόηση, όσο και μετά. Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε κανένα όργανο που να καταγράφει το μαγνητισμό. Τότε θα μπορούσε κανένας πολύ δικαιολογημένα ν’ αρνηθεί την ύπαρξη αυτής της ισχυρής δύναμης, επειδή θα ήταν κάτι που δε θα μπορούσαμε να το γευτούμε, να το ψηλαφίσουμε, να το οσφρανθούμε, να το ακούσουμε, να το ζυγίσουμε, να το μετρήσουμε ή και να το δούμε. Κι ωστόσο, ο ισχυρός μαγνήτης θα εξακολουθεί να στέλνει προς τα έξω κύματα δύναμης ικανά να προσελκύσουν κομμάτια ατσαλιού που να ζυγίζουν ογδόντα κιλά.

Η κάθε μορφή δόνησης χρειάζεται ένα δικής της μορφής όργανο για να καταγραφεί. 

Μέχρι τώρα ο ανθρώπινος εγκέφαλος μοιάζει να είναι το μοναδικό όργανο ικανό να καταγράψει κύματα σκέψης, παρόλο που οι αποκρυφιστές λένε ότι σ’ αυτό τον αιώνα οι επιστήμονες θα επινοήσουν μηχανισμούς ικανοποιητικά ευαίσθητους, ώστε να συλλαμβάνουν και να καταγράφουν τέτοιες εντυπώσεις. Κι από τις ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι τώρα φαίνεται ότι η επινόηση αυτή είναι κάτι που θα πρέπει να το περιμένουμε, την όποια στιγμή. Το αίτημα υπάρχει και αναμφίβολα θα ικανοποιηθεί γρήγορα. Αλλά γι’ αυτούς που έχουν πειραματιστεί μέσα στα πλαίσια της τηλεπάθειας, δε χρειάζεται καμιά παραπέρα απόδειξη, έξω από τ’ αποτελέσματα των ίδιων τους των πειραμάτων.



Στέλνουμε προς τα έξω σκέψεις μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, όλη την ώρα, και μαζεύουμε τ’ αποτελέσματα των σκέψεων αυτών. Όχι μόνο τα κύματα της σκέψης μας επηρεάζουν τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και προσελκύουν δύναμη – φέρνουν κοντά μας τις σκέψεις των άλλων, για πράγματα, περιστάσεις, ανθρώπους, «τύχη», σύμφωνα με το χαρακτήρα της σκέψης που επικρατεί περισσότερο στο μυαλό μας. Σκέψεις αγάπης θα μας φέρουν κοντά μας την αγάπη των άλλων. Περιστάσεις και συμβάντα ανάλογα με τη σκέψη. Ανθρώπους που κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Σκέψεις θυμού, μίσους, Ζήλειας, κακίας και πονηριάς, θα προσελκύσουν σ’ εμάς ένα πλήθος από συγγενικές σκέψεις που εκπέμπονται από το μυαλό των άλλων. Περιστάσεις κάτω από τις οποίες θα κληθούμε να εκδηλώσουμε αυτές τις χυδαίες σκέψεις και θα τις δεχτούμε με τη σειρά μας από άλλους ανθρώπους που θα εκδηλώσουν δυσαρμονία. Μια ισχυρή σκέψη, ή μια σκέψη που συνεχίζεται για πολύ, θα μας καταστήσουν το κέντρο έλξης για ανάλογα κύματα σκέψεων από άλλους. Το όμοιο προσελκύει όμοια, στον κόσμο της σκέψης – κι όπως σπείρατε θα θερίσετε. Τα πουλιά του ίδιου είδους πετούν κοπαδιαστά μέσα στον κόσμο της σκέψης, οι κατάρες σαν τα κοτόπουλα μαζεύονται μέσα στο κοτέτσι και φέρνουν μαζί τούς φίλους τους.

Ο άντρας ή η γυναίκα που είναι γεμάτοι από αγάπη, βλέπουν την αγάπη παντού και προσελκύουν την αγάπη των άλλων. Ο άνθρωπος που μισεί, μέσα στην καρδιά του μαζεύει όλο το μίσος που μπορεί ν’ αντέξει. Ο άνθρωπος που σκέφτεται τους αγώνες γενικά ψάχνει να μπλεχτεί σ’ όλους τους αγώνες που θέλει, μέχρι που να χορτάσει. Κι έτσι πάει συνέχεια το πράγμα, ο καθένας παίρνει αυτό που επιδιώκει μέσα από τον ασύρματο τηλέγραφο του μυαλού. Ο άνθρωπος που ξυπνά το πρωί να νιώθει «μαύρα» όλα γύρω του, συνήθως καταφέρνει να δημιουργήσει την ίδια διάθεση σ’ όλη την οικογένεια, πριν τελειώσει το πρόγευμα. Η «γκρινιάρα» γυναίκα βρίσκει γενικά πολλές ευκαιρίες στη διάρκεια της μέρας για να ικανοποιήσει την τάση της για «γκρίνια».

Αυτό το ζήτημα της έλξης της σκέψης είναι πολύ σοβαρό. Όταν σταθείτε να το σκεφτείτε λίγο, θα δείτε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δημιουργεί το δικό του περίγυρο, παρόλο που κατηγορεί τους άλλους σχετικά μ’ αυτό. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που κατανόησαν αυτό το νόμο της θετικής ήρεμης σκέψης κι έτσι παρέμεναν απόλυτα απρόσβλητοι από τη δυσαρμονία που τους περιτριγύριζε. Ήταν σαν το δοχείο απ’ όπου το λάδι έχει χυθεί πάνω σε ταραγμένα νερά – παρέμεναν εξασφαλισμένοι κι ήρεμοι, ενώ η καταιγίδα μάνιαζε γύρω τους. Αν κάποιος μάθει τη λειτουργία αυτού του νόμου, δε θα βρεθεί ποτέ στο έλεος των πανίσχυρων καταιγίδων της σκέψης.

Έχουμε περάσει από την εποχή της σωματικής βίας και φυσικής δύναμης, στην εποχή της διανοητικής κυριαρχίας, και τώρα εισερχόμαστε σ’ ένα νέο και σχεδόν άγνωστο πεδίο, που είναι αυτό της ψυχικής δύναμης. Αυτό το πεδίο ενέργειας έχει τους γερά εγκαθιδρυμένους νόμους του, όπως ακριβώς έχουν και τ’ άλλα. 

Και θα πρέπει να γνωρίσουμε καλά αυτούς τους νόμους, αν δε θέλουμε να βρεθούμε φυλακισμένοι μέσα στα τείχη της αμάθειας και των άγονων προσπαθειών. Θα προσπαθήσω να σας καταστήσω ξεκάθαρες τις μεγάλες βασικές και θεμελιακές αρχές αυτού του νέου πεδίου ενέργειας που ανοίγεται μπροστά μας, έτσι που να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε τούτη τη μεγάλη δύναμη και να την εφαρμόσετε για νόμιμους κι αξιόλογους σκοπούς, ακριβώς όπως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον ατμό, τον ηλεκτρισμό και τις άλλες μορφές ενέργειας σήμερα.

William Atkinson  
από το "Η δόνηση της σκέψης και ο νόμος της Έλξης" 




Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Η εφηβεία της μέσης ηλικίας ή τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν & ζητούν εκδίκηση»



Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία.
Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ…» Όλα συνηγορούν σ’ αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν.

Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. 

Ζουν τα δικά τους βάσανα.

Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε.

Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά;

Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι’ αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση.

Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ’ ένα φάκελο που γράφει απ’ έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ’ την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος…»

Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ’ εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ’ αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ’ αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.


[……] 


Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε – συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι’ αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ’ τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».



Μάρω Βαμβουνάκη
από το «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», 

εκδόσεις Ψυχογιός