Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου..



Στην εφημερίδα, το ωροσκόπιό σας σάς προειδοποιεί (μαζί με άλλα τριακόσια εκατομμύρια πρόσωπα που γεννήθηκαν κάτω από τον ίδιο αστερισμό), για την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Και πράγματι, γλιστράτε και χτυπάτε. Ήταν να το περιμένετε! Σε τελευταία ανάλυση, η αστρολογία δεν λέει μπούρδες…
           Αλλά είναι όντως έτσι; Παίρνετε όρκο ότι θα πέφτατε ακόμα κι αν δεν είχατε διαβάσει αυτή την πρόβλεψη; Ή αν δεν πιστεύατε καθόλου στην αστρολογία; Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση εκ των υστέρων.

Ο φιλόσοφος Καρλ Πόππερ έχει αναπτύξει την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι – για να απλοποιήσουμε λιγάκι- οι ενέργειες του Οιδίποδα για να αποφύγει την πραγματοποίηση της φρικτής προφητείας, είναι αυτές ακριβώς που οδήγησαν στην μοιραία επιβεβαίωση του χρησμού.   Βλέπουμε εδώ μια άλλη δυνατή εφαρμογή της συμπεριφοράς αποφυγής: κάτω από κάποιες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει εκεί ακριβώς απ’ όπου είχε σκοπό να ξεφύγει. Ποιες είναι αυτές οι συνθήκες;

        Πρώτον, χρειάζεται μία πρόβλεψη, με την πλατειά έννοια του όρου, δηλαδή: αναμονή, ανησυχία και πίστη ή έστω υποψία ότι τα γεγονότα θα ακολουθήσουν μία συγκεκριμένη ροή. 

Δεν έχει καμία σημασία αν αυτή η προσμονή θα δημιουργηθεί μέσα μας από πεποιθήσεις που μας μεταδόθηκαν από άλλους, ή εάν θα είναι προϊόν αυθυποβολής.
       Δεύτερον, η προσμονή αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν μία απλή πιθανότητα, αλλά σαν μία έγκυρη αναγγελία ενός σίγουρου γεγονότος που απαιτεί μια άμεση συμπεριφορά αποφυγής.
       Τρίτον, αυτή η τελευταία υπόθεση θα είναι τόσο πιο προφανής όσο θα την συμμερίζεται ο πολύς κόσμος και θα είναι τόσο πιο πιστευτή όσο περισσότερο θα είναι σε αρμονία με την κοινή λογική, τους κοινωνικούς κανόνες και τις εμπειρίες του παρελθόντος. 

Π.χ., αρκεί να εδραιώσουμε μέσα μας την πεποίθηση – άσχετα αν είναι δικαιολογημένη ή παράλογη – ότι οι άνθρωποι γύρω μας κουτσομπολεύουν και μας κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη μας.
Με βάση αυτά τα…”γεγονότα” η κοινή λογική θα μας επιβάλλει να δυσπιστούμε πλέον με τους ανθρώπους. Και, εφ’ όσον καμουφλάρουν τις ενέργειές τους κάτω από ένα λεπτό πέπλο, θα λάβουμε τα μέτρα μας και θα τους παρατηρούμε προσεκτικά, δίνοντας “σημασία στη λεπτομέρεια”.
Με τέτοιες αφετηρίες, είναι μόνο ζήτημα χρόνου να τους τσακώσουμε μια μέρα να ψιθυρίζουν, να πνίγουν μικρά γελάκια, να κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλο και να κουνούν συνωμοτικά τα κεφάλια τους. Η προφητεία θα έχει πραγματοποιηθεί και θα μπορούμε να φωνάζουμε θριαμβευτικά όσο και πικρά: “Το ήξερα εγώ”! 

Η επιτυχία είναι εγγυημένη, στο βαθμό που καταφέρνουμε να αγνοούμε τελείως τη δικιά μας συμβολή στην εξέλιξη της κατάστασης αυτής.[..]     Όταν αυτό το παιχνίδι των διαπροσωπικών σχέσεων συνεχιστεί για αρκετό καιρό θα είναι πια αδύνατο (κι άλλωστε χωρίς σημασία), να εντοπίσουμε ποιος το ξεκίνησε: ήταν άραγε η καχύποπτη συμπεριφορά μας, (που έφτανε στα όρια της γελοιότητας), που “τσίγκλισε” τους γύρω μας, ή μήπως ήταν η συμπεριφορά τους που ξύπνησε τις υποψίες μας;

            Αυτές οι προβλέψεις που πραγματοποιούνται, διαθέτουν μια αληθινά μαγική δύναμη για να δημιουργούν μια “πραγματικότητα” και, γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικές για τον σκοπό μας.    Έχουν επίλεκτη θέση στο οπλοστάσιο όλων αυτών που κυνηγούν τη δυστυχία, είτε σε καθαρά ατομικό επίπεδο, είτε σε κοινωνικό – συνολικό.   

Η ιστορία δείχνει, για παράδειγμα, πως όταν οι εθνικές ή κοινωνικές μειοψηφίες δεν μπορούν, στα πλαίσια μίας απαγορευτικής κοινωνίας, να ασχοληθούν με “νόμιμες” δραστηριότητες (γεωργία, βιοτεχνία, κλπ) επειδή η πλειοψηφία τους θεωρεί πολίτες β’ κατηγορίας, τεμπέληδες, πλεονέκτες, και, προ πάντων, “διαφορετικούς”, θα προσαρμοστούν και θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους δουλεύοντας σαν ρακοσυλλέκτες, τοκογλύφοι, λαθρέμποροι, κλπ. Μ’ αυτές τις δραστηριότητες, γίνονται τα αποβράσματα της “καλής κοινωνίας”, που φυσικά, έχει όλα τα δίκαια όταν τους κρατάει στο περιθώριο!

         Όσο περισσότερα απαγορευτικά σήματα βάλει στους δρόμους η τροχαία, τόσο περισσότερες παραβάσεις θα γίνουν κι αυτό θα δικαιολογήσει τη λήψη περισσότερων ακόμα απαγορευτικών μέτρων, αφού οι οδηγοί είναι τόσο κακοί. 

         Όσο μια χώρα αισθάνεται και απειλείται από μια άλλη, τόσο εξοπλίζεται,   αναγκάζοντας τη γειτονική της χώρα να πάρει κι αυτή ανάλογα αμυντικά μέτρα, που θα θεωρηθούν σαν πρόσθετες αποδείξεις για τις πολεμοχαρείς διαθέσεις της . Είναι πια θέμα χρόνου να ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, που όλοι πλέον περιμένουν
          Όσο θα αυξάνουν οι φόροι για να καλύψουν την φοροδιαφυγή (είτε αυτή είναι αληθινή είτε φανταστική), τόσοι περισσότεροι τίμιοι πολίτες θα γίνονται φοροφυγάδες. Κάθε πρόβλεψη για μελλοντική έλλειψη (σωστή ή όχι) ενός καταναλωτικού αγαθού, παρασύρει τις νοικοκυρές να αγοράσουν τόσα αποθέματα, ώστε στο τέλος να δημιουργηθεί όντως η έλλειψη που είχε προαναγγελθεί. Η πρόβλεψη κάθε γεγονότος  έχει ένα τελικό αποτέλεσμα: αυτό ακριβώς που είχε προβλεφθεί.


Απαραίτητη προϋπόθεση είναι, όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, να πεισθούμε ή ν’ αφήσουμε να μας πείσουν για ένα αναπόφευκτο μελλοντικό γεγονός και να θεωρήσουμε ότι η πραγματοποίησή του είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή μας. (Γι’ αυτό, ίσως, οι πνευματιστικές συγκεντρώσεις με μέντιουμ αποτυγχάνουν όταν παρευρίσκεται ένας άπιστος.)

Σαν νέοι Οιδίποδες, μπορούμε να πετύχουμε με σιγουριά το αποτέλεσμα που θέλαμε να αποφύγουμε.




Paul Watzlawick,(1921-2007)

από το εκπληκτικό  "Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου" 
εκδ Αλήστου Μνήμης 



To "Φτιάξε την δυστυχία σου μόνος σου" 
είναι κείμενο χιουμοριστικό μεν, σοβαρότατο δε, 
και πρόκειται για ένα "εγχειρίδιο της δυστυχίας"(!) που έγινε, εκτός από τα πανεπιστήμια της Αμερικής, μπεστ-σέλλερ στην Ιταλία και Γαλλία. 
Ανήκει στην εποχή του παροξυσμού των εγχειρίδιων όπως: Φτιάξε το αυτοκίνητο μόνος σου, φτιάξε τους φίλους σου κ.ά. 
Η Δυστυχία, κατά τον Πωλ Βατζλάβικ, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστεύεσαι στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Χρειάζεται κρατική παρέμβαση, λέει ο συγγραφέας. Παράλληλα όμως κινείται και στο ατομικιστικό επίπεδο. "Συν Αθηνά και χείρα κίνει".
Γιατί εντάξει, το Κράτος, η Εξουσία, η Οικογένεια, οι Μπάτσοι, οι Δάσκαλοι, οι Φίλοι, οι Σύζυγοι, η Ατμοσφαιρική Ρύπανση, η Ανεργία, η Πλήξη, το Έιτζ είναι διαδεδομένο εργάζονται συστηματικά και μεθοδικά και μας εξασφαλίζουν την Δυστυχία, που ως γνωστόν,  αποφέρει πολύ μεγαλύτερη ένταση και πάθος, πολύ πιο ραφινάτα και ποιητικά συναισθήματα απ' ότι η πρόσκαιρη κι αμφιλεγόμενη Ευτυχία.


Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Αγάπη




Έχω μια πολύ βαθιά εντύπωση πως το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, -είναι η απάθεια. Είναι το να μη δίνεις δεκάρα για τίποτα. Αν κάποιος με μισεί αυτό θα πει ότι πρέπει να νιώθει κάτι για μένα, αλλιώς δεν θα μπορούσε να με μισήσει. Έτσι, υπάρχει κάποιος τρόπος να έρθω σε επαφή μαζί του. Αν δεν σας αρέσει το σκηνικό όπου ζείτε, αν είσαστε δυστυχισμένοι, αν είσαστε μοναχικοί, αν νιώθετε ότι τίποτα αξιόλογο δεν σας συμβαίνει, αλλάξτε το σκηνικό σας. Φτιάξτε ένα καινούριο. Φροντίστε να έχετε γύρω σας άλλους ηθοποιούς. Γράψτε ένα καινούριο θεατρικό έργο. Και αν δεν είναι καλό αυτό, παρατήστε το και γράψτε ένα άλλο. Υπάρχουν εκατομμύρια θεατρικά έργα,-τόσα όσα κι οι άνθρωποι. 
Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε, “Έχεις το πινέλο και τα χρώματά σου, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα”. 
Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο και πρέπει να του παραχωρήσουμε την ελευθερία να τον ακολουθεί. Υπάρχουν χιλιάδες δρόμοι προς την αγάπη. Κι ο καθένας θα βρει το δικό του δρόμο, αν ακούσει τον εαυτό του. 
Μην αφήσετε κανέναν να σας επιβάλλει τον δικό του τρόπο.

Leo Buscaglia  από το ” Να ζεις, ν αγαπάς και να μαθαίνεις”



Ο Έμερσον μιλώντας για ένα απλό αγριόχορτο, είπε ότι πρόκειται για “ένα φυτό του οποίου οι αρετές δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί”. Αναρωτιέμαι πόσους ανθρώπους έχουμε περιφρονήσει σαν αγριόχορτα, επειδή, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, μας φάνηκε ότι δεν άξιζαν την αγάπη και την προσοχή μας.
Οι άνθρωποι με τους οποίους επιλέγουμε να συνδεθούμε είναι προφανώς προσωπικές επιλογές, και έτσι πρέπει να είναι. Έχω την αίσθηση ωστόσο, ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων και πολύ λιγότερο περιορισμένος αν εξετάζαμε πιο προσεκτικά τις ταμπέλες και τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε για να κρατήσουμε αποστάσεις από τους άλλους. Αν το κάναμε, μάλλον θ΄ανακαλύπταμε ότι αυτές οι βολικές κατηγοριοποιήσεις βασίζονται σε απαρχαιωμένες κασέτες που συνεχίζουν να παίζουν μέσα στο κεφάλι μας.


Στην προσπάθειά μας να εντάξουμε σε κατηγορίες τους ανθρώπους, καταλήγουμε να ελαχιστοποιήσουμε την αξία τους ή να τους αποκλείουμε για λόγους εντελώς αβάσιμους: χρησιμοποιούμε ως κριτήριο την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το χρώμα της επιδερμίδας, τη θρησκεία, την εθνικότητα…οτιδήποτε για να κρατηθούμε μακριά από όσους είναι διαφορετικοί από εμάς.
Αυτό, φυσικά, μας απαλλάσσει από τον κόπο να αναπτύσσουμε ανεξάρτητη, αυτόνομη σκέψη και να αξιολογούμε κάθε άτομο ως ξεχωριστή και άξια σεβασμού προσωπικότητα. Είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντάμε να αξίζουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη προσοχή απ΄όση τους δίνουμε.

Και ποιός ξέρει; Μπορεί να ξαφνιαστούμε ανακαλύπτοντας ότι τελικά δεν είναι αγριόχορτα, αλλά μάλλον λουλούδια, κι εμείς παραλείπαμε να σταθούμε για να τα εκτιμήσουμε….
 

Leo Buscaglia  από το ”Γεννημένοι να αγαπάμε”






Κάποιοι από εμάς, πιστεύουμε ακράδαντα ότι μπορούμε να ξεφορτωθούμε τα προβλήματα αν μετακομίσουμε, κάνουμε παρέα με καινούργιους ανθρώπους, αλλάξουμε δουλειά ή πάμε διακοπές. Ξεχνάμε προφανώς ότι, όπου κι αν πάμε, παίρνουμε μαζί και τον εαυτό μας.
Είναι αδύνατο να ξεφύγουμε απ΄ αυτό που είμαστε. Αν είμαστε απελπισμένοι στην Αθήνα, θα είμαστε απελπισμένοι και στη Θεσσσαλονίκη. Αν νοιώθουμε μοναξιά και αποξένωση στον Πειραιά, θα νοιώθουμε το ίδιο στη Ρόδο ή στα Χανιά και στην Κέρκυρα.
Όταν αλλάζουμε σκηνικό, αυτό μπορεί να κάνει για λίγο τα πράγματα καλύτερα. Μετά όμως θα έρθουμε πάλι αντιμέτωποι με τις ίδιες εναλλακτικές συμπεριφορές, τις ίδιες στάσεις, τα ίδια συναισθήματα.
Το ίδιο ισχύει και όταν ψάχνουμε για καινούγιο/ α σύντροφο. Δεν αργούμε ν’ αποφασίσουμε ότι κάναμε κακή επιλογή, γι΄αυτό σταματάμε τη μουσική και αλλάζουμε παρτενέρ. Voila! Είμαστε ξανά ευτυχισμένοι για ένα διάστημα. Αλλά σε κάθε νέα σχέση κουβαλάμε τα προβλήματά μας, τους φόβους και τους περιορισμούς μας. Σύντομα ξαναβρισκόμαστε εκεί απ΄όπου ξεκινήσαμε, αγχωμένοι, δυστυχείς και ψάχνοντας για περισσότερα.

Στις μέρες μας είναι τόσο απλό να δώσουμε τέλος σε μια σχέση, ώστε φαίνεται να υπάρχει μικρό κίνητρο ακόμα και για να προσπαθήσουμε να τη βελτιώσουμε. Το βρίσκουμε ευκολότερο να κλείσουμε πίσω μας την πόρτα και να ξαναδοκιμάσουμε την τύχη μας.
Αν αναζητάμε πραγματικά -όπως όλοι λέμε- την αγάπη που θα αντέχει στο χρόνο, την αγάπη που θα μας προσφέρει ικανοποίηση και βαθιά χαρά, 
μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το πετύχουμε.

Οι αλλαγές πρέπει να γίνουν μέσα μας, όχι έξω μας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Leo Buscaglia  από το ”Γεννημένοι να αγαπάμε”
 

Vlad Artazov



Ίσως το διαφορετικό είναι ότι μεγαλώσαμε όλοι μέσα σε θερμοκήπια.

Μας προστάτεψαν από τη ζωή. Δεν μας άφησαν να δούμε τί είναι η ζωή -σαν η ζωή να ήταν κάτι άσχημο κι επικίνδυνο κι έπρεπε να μεγαλώσουμε σε σκεπαστούς κήπους γεμάτους λουλούδια και θαύματα. Μόνο στην εφηβεία ανοίγουμε την πόρτα με ανυπομονησία και διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε εξοπλισμένοι για να επιζήσουμε στην πραγματικότητα.

Δεν αντέχουμε τον πόνο, γι’ αυτό καταπίνουμε χάπια, ναρκωτικά, γινόμαστε αναίσθητοι, μεθάμε. Φοβόμαστε να ζήσουμε κι ακόμη πιο πολύ φοβόμαστε να πεθάνουμε. Κατηγορούμε το παρελθόν, λατρεύουμε να κατηγορούμε το παρελθόν, κι όλο τον κόσμο της εποχής εκείνης, αλλά νιώθουμε ανίκανοι να κάνουμε κάτι για το παρόν ή το μέλλον. Βλέπουμε τους άλλους με καχυποψία κι ακόμη πιο πολύ τον εαυτό μας.

Έχουμε ξεχάσει πώς να ακούμε τις φωνές μας. Δεν συντονιζόμαστε με αυτό που έρχεται από εμάς. Χάνουμε το παρόν, το αφήνουμε να μας ξεφεύγει. Δεν ξέρουμε ότι δική μας είναι η εκλογή, ότι μπορούμε να εκλέξουμε τη χαρά. Μας λείπουν οι στόχοι και δεν καταλαβαίνουμε γιατί ζούμε. Ποτέ δε ρωτάμε τον εαυτό μας: ¨Τί κάνω εδώ τώρα¨;

Ο ρόλος σου στον κόσμο είναι απλώς να πιάνεις τόπο;


Leo Buscaglia  από το ”Να ζεις, ν αγαπάς και να μαθαίνεις”





Leo Buscaglia..   o "δάσκαλος της αγάπης" όπως τον αποκαλούσαν πειραχτικά. 

"Συνήθως μου ζητούν να καμουφλάρω κάπως το θέμα ή τουλάχιστον να προσθέσω και κάτι άλλο.  Ας πούμε  η αγάπη, κόμμα, σαν αναμορφωτής της συμπεριφοράς.  Έτσι ακούγεται πολύ επιστημονικό και δεν τρομάζει κανέναν.  Το ίδιο γίνεται και στο Πανεπιστήμιο, όταν πηγαίνω για το μάθημά μου περί αγάπης, οι διάφοροι συνάδελφοι χασκογελάνε και με σκουντάνε πονηρά, καθώς περπατάω στους διαδρόμους και ρωτάνε: "Τι γίνεται, έχει κανα εργαστήριο το Σάββατο;"  τους βεβαιώνω πως δεν κάνω εργαστήρια. 
Θα θελα να σας πω για το ξεκίνημα αυτής της ιδέας [...]  Μόλις ειχα παρατήσει τη δουλειά μου σαν Διευθυντής Ειδικής Εκπαίδευσης κρίνοντας πως δεν κάνω για διοικητικός, πως ήμουνα δάσκαλος και ήθελα να ξαναγυρίσω στην τάξη . Κάθισα, κι ο πρύτανης μου είπε: "Μπουσκάλια, τι θα θελες να κάνεις σε πέντε χρόνια; " Του απάντησα αμέσως και χωρίς δισταγμό "Να διδάσκω σε μια τάξη το μάθημα της αγάπης" . Έγινε μια σιωπή, μια παύση. Μετά ο πρύτανης έβηξε λίγο και μου είπε: ¨Και τι άλλο;" 
Δυο χρόνια αργότερα δίδασκα πραγματικά μια τέτοια τάξη. Στην αρχή είχα είκοσι μαθητές. Τώρα έχω διακόσιους, κι α΄λλοι εξακόσιοι είναι γραμμένοι στη λίστα αναμονής
[..]
όμως ποτέ δεν έχω συναντήσει ένα μάθημα που να ξεκινά απ το δημοτικό και να φτάνει ως το Πανεπιστήμιο με κεντρικό θέμα π.χ. το "ποιος είμαι" ή "ποια είναι η ευθύνη μου απέναντι στον άνθρωπο" ή , αν θέλετε "Αγάπη" .  Απ όσο ξέρω είμαι ο μοναδικός καθηγητής που είναι αρκετά τρελός ώστε να το διδάσκει .. 




Leo Buscaglia (1924-1998)
 

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Μια επικίνδυνη Μέθοδος ''A Dangerous Method''



''Αυτό που δεν πρόκειται ποτέ ν αποδεχθεί (ο Φρόιντ) 
είναι ότι αυτά που καταλάβαμε δε μας οδήγησαν πουθενά . 
Πρέπει να προχωρήσουμε σε ανεξερεύνητο έδαφος . Πρέπει να πάμε πίσω, στις πηγές των όσων πιστεύουμε . 
Δε θέλω απλώς ν ανοίξω την πόρτα και να δείξω στον ασθενή την αρρώστια του , ενώ κάθεται κουλουριασμένος σα ζώο. 
Θέλω να βρω έναν τρόπο να βοηθήσω τον ασθενή ν ανακαλύψει τον εαυτό του .
Να τον στείλω σ΄ένα ταξίδι, στο τέλος του οποίου να τον περιμένει το άτομο 
που ήθελε πάντα να είναι ..''


Σαγηνευμένος από την πρόκληση μιας δύσκολης περίπτωσης, ο ανήσυχος Δρ. Καρλ Γιουνγκ
αναλαμβάνει ως ασθενή του την ανισόρροπη, αλλά γοητευτική Σαμπίνα Σπιλράιν. Το "όπλο" του Γιουνγκ είναι η μέθοδος του δασκάλου του, του πασίγνωστου Σίγκμουντ Φρόιντ. Και οι δύο άντρες μαγεύονται από την Σαμπίνα. Στην "παρέα" προστίθεται και ο Ότο Γκρος, ένας ασθενής που είναι αποφασισμένος να ξεπεράσει κάθε όριο.Ο Γιουνγκ παραδίνεται στον πόθο για την ασθενή του και μια παθιασμένη σχέση ξεκινά. Η Σαμπίνα γίνεται ο καταλύτης στις εμπνευσμένες θεωρίες του. Παράλληλα, ο Φρόιντ προχωρά ένα βήμα παραπέρα, εισχωρώντας ακόμα βαθύτερα στο μυαλό της νεαρής γυναίκας.

Σκηνοθέτης:  David Cronenberg
Χώρα προέλευσης: Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία, Καναδάς
Έτος: 2011

Ηθοποιοί: 
Viggo Mortensen, Keira Knightley, Michael Fassbender, Vincent Cassel, Sarah Gadon

Σενάριο:  Christopher Hampton, John Kerr









«Η αυγή του 20ου αιώνα ήταν μια πολύ παράξενη εποχή» πιστεύει ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. 
«Ο κόσμος θεωρούσε ότι η πολιτισμική έκρηξη που είχε ξεσπάσει άλλαζε τα πράγματα και οι κοινωνίες όδευαν προς το καλύτερο, ότι ο άνθρωπος επιτέλους ήταν το ζώο που μεταμορφωνόταν σιγά-σιγά σε άγγελο. Όμως την ίδια εποχή, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ με την θεωρία της ψυχανάλυσης κατέρριψε όλες αυτές τις υποθέσεις μιλώντας πρώτος για το υποσυνείδητο και τα όσα κρύβονται εκεί. O A’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν άργησε να έρθει και ο κόσμος προσγειώθηκε ξανά στην πραγματικότητα…»

Τα επικίνδυνα χωράφια της ανθρώπινης ψυχής ,όπου δύσκολα μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει, είναι άλλωστε η αρένα της «Επικίνδυνης μεθόδου» («A dangerous method»), τελευταίας ταινίας του Ντέιβιντ Κρονενμπεργκ. Το φιλμ του 68χρονου καναδού σκηνοθέτη που προβάλλεται εντός συναγωνισμού στο φεστιβάλ της Βενετίας μας μεταφέρει στις αρχές του 20ού αιώνα και με αφετηρία την κλινική Burgholzi της Ζυρίχης εξετάζει την σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον 29χρονο ,τότε, ψυχίατρο Καρλ Γιουνγκ (Μάικλ Φασμπέντερ) με την 18χρονη ασθενή του Σαμπίνα Σπίλρεϊν (Κίρα Νάιτλι) στην οποία δοκιμάζει τις μεθόδους της ψυχανάλυσης επηρεασμένος από τις θεωρίες του ειδώλου του, του Ζίγκμουντ Φρόιντ (Βίγκο Μόρτενσεν).

Όμως ο Γιούνγκ ήταν ένας άνθρωπος όπως όλοι μας με αποτέλεσμα να επιτρέψει στον εαυτό του να παραβεί τον κανόνα που απαγορεύει σε έναν γιατρό να εμπλακεί συναισθηματικά, πόσο μάλλον ερωτικά με τον ασθενή. Η σεξουαλική σχέση του Γιουνγκ με την Σπίλρεϊν, η οποία εξελίχθηκε η ίδια σε ψυχίατρο, είναι ο πυρήνας της ταινίας που εξετάζει τις ανασφάλειες, τις αντίθετες απόψεις και τον παιδικό τελικά χαρακτήρα των ψυχαναλυτών που ενδεχομένως να έχουν παρόμοια προβλήματα με τους ίδιους τους ασθενείς τους!

«Η μεγαλύτερη δυσκολία σε μια ταινία εποχής είναι να καταλάβεις τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεσαι» είπε ο Κρόνενμπεργκ. «Νομίζω ότι με την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, το μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου έχει αλλάξει ριζικά. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο, σήμερα, να γυρίσεις σωστά μια ταινία για τον Μέγα Αλέξανδρο, για τον απλούστατο λόγο ότι ο σύγχρονος κόσμος θα πρέπει πια να εκλαμβάνει τους αρχαίους ως μια κοινωνία εξωγήινων».

Γι’ αυτό άλλωστε όλοι στο πάνελ της ταινίας μίλησαν για την εξαιρετική συνδρομή του (απόντος από την Βενετία) θεατρικού συγγραφέα Κρίστοφερ Χάμπτον που στηρίχθηκε στην αλληλογραφία των Φρόιντ - Γιουνγκ για το θέμα της Σπίλρεϊν. Από αυτήν την αλληλογραφία άλλωστε άρχισε η σχέση τους η οποία ,ωστόσο, δεν είχε καλή συνέχεια διότι για διαφόρους λόγους ο μάθητής εν τέλει ψυχράνθηκε με τον δάσκαλο.


[πηγή : http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=417595]



(Κ. Γιουνγκ και Σαμπίνα Σπιλράιν ) 

 -Εξήγησέ μου αυτή την αναλογία που κάνεις ανάμεσα στο ένστικτο του sex και στο ένστικτο του θανάτου. 
- Ο καθηγητής Φρόιντ ισχυρίζεται ότι η σεξουαλική ορμή … προκύπτει από μια απλή προτροπή προς την τέρψη. Αν έχει δίκιο, το ερώτημα είναι γιατί αυτή η ορμή … τόσο συχνά καταπιέζεται; 
- Είχες μια θεωρία που αφορούσε την ώθηση προς την καταστροφή … και την αυτοκαταστροφή, που σε κάνει να χάνεσαι. 
- Λοιπόν, ας υποθέσουμε ότι θεωρούμε τη σεξουαλικότητα … ως συγχώνευση, του να χάνεσαι, όπως λες … αλλά του να χάνεσαι μέσα στον άλλον … με άλλα λόγια να καταστρέφεις τη δική του ατομικότητα. Το «εγώ», σε αυτοάμυνα, δεν θα αντισταθεί αυτόματα σ’ αυτή την ώθηση; 
- Εννοείς για ιδιοτελείς όχι για κοινωνικούς λόγους; 
- Ναι. Λέγω ότι ίσως η αληθινή σεξουαλικότητα … απαιτεί την καταστροφή του εγώ. 
- Με άλλα λόγια, το αντίθετο από ότι προτείνει ο Φρόιντ. 

[...]

( Σίγκμουντ Φρόιντ και Σαμπίνα Σπιλράιν ) 

- Ξέρεις η διατριβή σου … οδήγησε σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις … που είχαμε ποτέ στην Ψυχαναλυτική Κοινότητα. Πιστεύεις πραγματικά ότι η σεξουαλική ορμή … είναι μια δαιμονική και καταστρεπτική δύναμη; 
- Ναι, το ίδιο όπως και μια δημιουργική δύναμη, με την έννοια ότι μπορεί να … παραχθεί, από την καταστροφή δύο ατομικοτήτων, ένα νέο ον. Όμως, το άτομο πρέπει πάντα να ξεπερνάει την αντίσταση εξαιτίας … της αυτό-εκμηδενιζόμενης φύσης της σεξουαλικής πράξης. 
- Πάλεψα εναντίον αυτής της ιδέας για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά υποθέτω … ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος άρρηκτης σχέσης μεταξύ sex και θανάτου..''


                ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~   ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~   ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~   ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~



Η Σαμπίνα Σπιλράιν ήταν μια από τις πρώτες γυναίκες ψυχαναλύτριες, μια πρωτοπόρος στο χώρο της παιδοψυχολογίας. Παρά ταύτα, σπάνια αναφέρεται στην Ιστορία της ψυχανάλυσης, παρά το γεγονός πως το 1912 παρουσίασε στην Ψυχαναλυτική Κοινωνία τη θεωρία της πως η σεξουαλική ορμή περιέχει το ένστικτο της καταστροφής, αλλά και το ένστικτο της μεταμόρφωσης. Στην παρουσίαση αυτή, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που αποδεικνύουν πως η Σαμπίνα επηρέασε το έργο του Γιουνγκ και του Φρόιντ – από τις ιδέες του Γιουνγκ για τα αρχέτυπα του θηλυκού στους άντρες και του αρσενικού στις γυναίκες (μεταμόρφωση), μέχρι τη θεωρία του Φρόιντ για το ένστικτο του σεξ και το ένστικτο του θανάτου.

Ο Φρόιντ αναγνώρισε αργότερα, σε ένα από τα βιβλία του, το ότι η Σαμπίνα τον οδήγησε στο μονοπάτι της σκέψης. Ο Γιουνγκ, ίσως λόγω της φύσης της σχέσης τους, δεν παραδέχθηκε ποτέ δημοσίως πως οι ιδέες της επηρέασαν τη σκέψη του. Μόνο όταν ανακαλύφθηκε το ιατρικό ιστορικό της Σαμπίνα, τα προσωπικά της ημερολόγια και η αλληλογραφία της με τον Γιουνγκ και τον Φρόιντ, τα οποία έχουν πλέον εκδοθεί, ήταν πλέον φανερό πως ενέπνευσε τις ιδέες και των δύο αντρών.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο Πόνος


Είναι οδυνηρό να μεγαλώνεις 
Αν θέλει κανείς να μιλήσει για το Ταξίδι της Ζωής δεν γίνεται να αποφύγει να αναφερθεί στον Πόνο. Ο Πόνος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ανθρώπινης Φύσης και αυτό ίσχυε από τον Κήπο της Εδέμ. Η ιστορία του Κήπου της Εδέμ είναι, φυσικά, ένας μύθος. Αλλά όπως όλοι οι μύθοι, είναι μια ενσάρκωση της αλήθειας. Και ανάμεσα στις πολλές αλήθειες που μας μεταφέρει ο μύθος του Κήπου της Εδέμ, είναι και η ιστορία του πως εμείς οι άνθρωποι αποκτήσαμε συνείδηση. Όταν φάγαμε το μήλο από το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Κακού, αποκτήσαμε συνείδηση και, εξαιτίας αυτής, αποκτήσαμε ενοχές. Έτσι κατάλαβε ο Θεός ότι είχαμε φάει το μήλο – γίναμε ξαφνικά ντροπαλοί. 
Ένα λοιπόν από τα πράγματα που μας λέει αυτός ο μύθος είναι ότι το να είσαι ντροπαλός, να έχεις κάποια συστολή, είναι βαθιά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Είχα την ευκαιρία, χάρη στην καριέρα μου του ψυχιάτρου, και πιο πρόσφατα του συγγραφέα και ομιλητή, να συναντήσω ένα μεγάλο αριθμό από υπέροχους και βαθιά σκεπτόμενους ανθρώπους και όλοι τους διέθεταν αυτή τη συστολή. Μερικοί από αυτούς δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους συνεσταλμένο, αλλά καθώς αρχίσαμε να το συζητάμε, συνειδητοποίησαν ότι ήταν. Και οι ελάχιστοι άνθρωποι που έχω συναντήσει που δεν ήταν συνεσταλμένοι, ήταν άτομα που είχαν πληγωθεί με κάποιον τρόπο και είχαν χάσει κάτι από την ανθρωπιά τους. 
Είναι ανθρώπινο να είσαι συνεσταλμένος και γίναμε συνεσταλμένοι στον Κήπο της Εδέμ, όταν αποκτήσαμε επίγνωση του εαυτού μας σαν ξεχωριστή οντότητα. Χάσαμε την αίσθηση ότι είμαστε ένα με τη φύση και το υπόλοιπο σύμπαν. Και η απώλεια αυτής της αίσθησης της ενότητας με την υπόλοιπη δημιουργία συμβολίζεται με το διωγμό μας από τον Παράδεισο. Όταν εκδιωχθήκαμε από τον Παράδεισο, διωχθήκαμε για πάντα. 

Δεν μπορούμε ποτέ να επιστρέψουμε στην Εδέμ. 
Αν θυμάστε την ιστορία, ο δρόμος είναι κλεισμένος από Χερουβείμ και ένα φλεγόμενο σπαθί. 
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Μπορούμε, μόνο να προχωρήσουμε μπροστά. 
Το να γυρίσουμε στην Εδέμ θα ήταν σαν να προσπαθούμε να γυρίσουμε στη μήτρα της μητέρας μας, στη νηπιακή ηλικία. Αφού δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στη μήτρα, πρέπει να μεγαλώσουμε. Μπορούμε μόνο να προχωρήσουμε μπροστά μέσα από την έρημο της ζωής, μέσα από ξερά και άγονα εδάφη προς όλο και βαθύτερα επίπεδα συνείδησης και επίγνωσης. 

Αυτή είναι μια εξαιρετικά σημαντική αλήθεια επειδή, μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατάχρησης ουσιών, πηγάζει από την προσπάθεια να ξαναγυρίσουμε στην Εδέμ. Στα πάρτι που πηγαίνουμε, χρειαζόμαστε συνήθως τουλάχιστον εκείνο το ένα ποτό που θα περιορίσει την αμηχανία που νιώθουμε και θα μας βοηθήσει να μην είμαστε πια τόσο συνεσταλμένοι. Και πραγματικά βοηθάει, έτσι δεν είναι; Και αν πάρουμε τη σωστή ποσότητα οινοπνεύματος ή μαριχουάνας ή κοκαΐνης ή κάποιου συνδυασμού τους, για λίγα λεπτά ή λίγες ώρες, μπορεί να ανακτήσουμε προσωρινά αυτή τη χαμένη αίσθηση της ενότητας με το σύμπαν. Μπορεί να ξαναβρούμε αυτή την υπέροχα ζεστή και απαλή αίσθηση ότι είμαστε και πάλι ένα με τη φύση. Φυσικά, το συναίσθημα αυτό δεν διαρκεί ποτέ και το τίμημα που πληρώνουμε συνήθως δεν αξίζει τον κόπο. 

Ο μύθος, λοιπόν, είναι αλήθεια. 
Πραγματικά, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην Εδέμ. 
Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, στην έρημο. 
Αλλά το ταξίδι αυτό είναι δύσκολο και η συνείδηση συχνά προκαλεί πόνο. Και γι’ αυτό, οι περισσότεροι άνθρωποι σταματούν το ταξίδι τους όσο πιο γρήγορα μπορούν. Βρίσκουν ένα σημείο που τους φαίνεται ασφαλές, χώνουν το κεφάλι τους στην άμμο, και μένουν εκεί, αντί να προχωρήσουν στην οδυνηρή έρημο, που είναι γεμάτη κάκτους και αγκάθια και κοφτερές πέτρες! Ακόμα και αν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάποτε ακούσει ότι «τα πράγματα που πονούν, διδάσκουν» (για να δανειστώ τη φράση του Benjamin Franklin), η εκπαίδευση της ερήμου είναι τόσο οδυνηρή που τη σταματούν όσο νωρίτερα μπορούν.


Εποικοδομητικός πόνος 


Αν είμαι πρόθυμος να μιλήσω για τον πόνο, δεν σημαίνει ότι είμαι μαζοχιστής. Αντιθέτως. 
Δεν βλέπω καμία απολύτως αρετή και αξία στον μη εποικοδομητικό πόνο. Αν έχω πονοκέφαλο, το πρώτο πράγμα του κάνω είναι να πάω στην κουζίνα και να πάρω ένα παυσίπονο. Δεν θεωρώ πως ένας συνηθισμένος πονοκέφαλος έχει καμία αξία. Αλλά υπάρχει εποικοδομητικός πόνος. Και η διαφορά ανάμεσα στον μη εποικοδομητικό και τον εποικοδομητικό πόνο, είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που πρέπει να μάθει κανείς. Ο μη εποικοδομητικός πόνος, σαν τον πονοκέφαλο, είναι κάτι από τον οποίο πρέπει να απαλλαγείς. Τον εποικοδομητικό πόνο πρέπει να τον αντέξεις και να τον δουλέψεις. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τους όρους «νευρωτικός πόνος» και «υπαρξιακός πόνος». 
Και να πώς κάνω αυτή τη διάκριση. Μπορεί να θυμάστε ότι πριν από περίπου σαράντα χρόνια, όταν οι θεωρίες του Freud είχαν αρχίσει να διαδίδονται και να παρερμηνεύονται – όπως συμβαίνει πολύ συχνά –, υπήρχαν ορισμένοι πρωτοπόροι γονείς, που, έχοντας ακούσει ότι οι ενοχές μπορεί να έχουν κάποια σχέση με τη νεύρωση, αποφάσισαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τέτοιον τρόπο που να μην έχουν ενοχές. Τι απαίσιο πράγμα για να κάνει κανείς στο παιδί του! Οι φυλακές μας είναι γεμάτες ανθρώπους που είναι εκεί ακριβώς επειδή δεν έχουν ενοχές, ή δεν έχουν αρκετές ενοχές. 
Χρειαζόμαστε ένα ποσοστό ενοχών για να ζούμε μέσα στην κοινωνία. Και αυτό είναι που αποκαλώ υπαρξιακή ενοχή, δηλαδή υπαρξιακό πόνο. 
Βιάζομαι να τονίσω, ωστόσο, ότι η υπερβολικά πολλή ενοχή, αντί να κάνει καλό, κάνει κακό. Αυτή είναι η νευρωτική ενοχή, δηλαδή ο νευρωτικός, άχρηστος πόνος. Είναι σαν να περιφέρεστε σε ένα γήπεδο του γκολφ με ογδόντα επτά μπαστούνια αντί για δεκατέσσερα, που είναι ο αριθμός που χρειάζεστε για να παίξετε γκολφ. Είναι περιττό βάρος και πρέπει να απαλλαγείτε από αυτό όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν για να το κάνετε χρειάζεστε ψυχοθεραπεία, τότε πρέπει να αρχίσετε ψυχοθεραπεία. Η νευρωτική ενοχή είναι περιττή, άχρηστη, και δυσκολεύει το ταξίδι σας στην έρημο. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την ενοχή, αλλά και για άλλες μορφές συναισθηματικού πόνου, όπως το άγχος, για παράδειγμα, το οποίο μπορεί να είναι είτε υπαρξιακό είτε νευρωτικό. Το θέμα είναι να καταλάβετε τι από τα δύο είναι. 

Υπάρχει ένας πολύ απλός αν και σκληρός τρόπος για να αντιμετωπίσετε το συναισθηματικό πόνο της ζωής. Είναι μια διαδικασία τριών βημάτων. 
Πρώτα απ’ όλα, κάθε φορά που υποφέρετε συναισθηματικά, ρωτήστε τον εαυτό σας: 
«Είναι ο πόνος μου – το άγχος ή η ενοχή μου – υπαρξιακός ή νευρωτικός; Ο πόνος αυτός προωθεί την ανάπτυξή μου ή την περιορίζει;» 
Πιθανότατα, στο δέκα τοις εκατό των περιπτώσεων, δεν θα είστε σε θέση να απαντήσετε σε αυτή την ερώτηση. Αλλά στο ενενήντα τοις εκατό των περιπτώσεων, αν κάνετε αυτή την ερώτηση στον εαυτό σας, η απάντηση θα είναι ξεκάθαρη. Αν, για παράδειγμα, έχετε αγχωθεί σχετικά με τη φορολογική σας δήλωση, γιατί κάποτε την καθυστερήσατε και πληρώσατε μεγάλο πρόστιμο, σας βεβαιώ ότι το άγχος που νιώθετε είναι υπαρξιακό. Είναι κατάλληλο για την περίσταση και σας σπρώχνει να ετοιμάσετε εγκαίρως τη δήλωσή σας. Από την άλλη μεριά, αν αποφασίσετε ότι το άγχος που νιώθετε είναι νευρωτικό, και περιορίζει την ανάπτυξή σας, τότε το δεύτερο βήμα είναι να κάνετε στον εαυτό σας την εξής ερώτηση: «Πώς θα φερόμουν αν δεν είχα αυτό το άγχος ή την ενοχή;» 
Και το τρίτο βήμα, είναι να φερθείτε σαν να μην το είχατε. 
Όπως λένε οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί (οργάνωση που ιδρύθηκε από αλκοολικούς και βοηθάει τους αλκοολικούς να ξεπεράσουν τον εθισμό τους), «Φέρσου Σαν Να», ή «Προσποιήσου το και θα γίνει».


Πρωτοέμαθα τον κανόνα αυτόν όταν προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τη συστολή μου. 

Είναι ανθρώπινο να είσαι συνεσταλμένος και ντροπαλός, αλλά μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με τρόπους που είναι είτε νευρωτικοί είτε υπαρξιακοί. Πολλές φορές, παρακολουθώντας κάποια διάλεξη, ένιωθα πως ήθελα να κάνω μια ερώτηση, να ζητήσω κάποια πληροφορία ή να κάνω κάποιο σχόλιο – δημοσίως ή κατ’ ιδίαν στον ομιλητή μετά τη διάλεξη. Αλλά πάντα συγκρατιόμουν γιατί ήμουν πολύ συνεσταλμένος και φοβόμουν την απόρριψη ή τη γελοιοποίηση. Κάποτε, έκανα στον εαυτό μου την κρίσιμη ερώτηση: «Ο τρόπος αυτός με τον οποίο αντιμετωπίζεις τη συστολή σου προωθεί την ανάπτυξή σου ή σου την περιορίζει;» Αμέσως έγινε σαφές ότι την περιόριζε. Και τότε είπα στον εαυτό μου: «Λοιπόν, Σκότι, πώς θα φερόσουν αν δεν ήσουν τόσο ντροπαλός; Πώς θα φερόσουν αν ήσουν βασίλισσα της Αγγλίας ή Πρόεδρος των ΗΠΑ;» Η απάντηση ήταν ολοφάνερη, θα πλησίαζα τον ομιλητή και θα έλεγα αυτό που ήθελα να πω. Τότε είπα στον εαυτό μου: «Εντάξει, λοιπόν, πήγαινε και φέρσου ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Προσποιήσου το και θα γίνει. Φέρσου σαν να μην ήσουν συνεσταλμένος». 
Παραδέχομαι ότι αυτό είναι κάτι τρομακτικό αλλά, εδώ μπαίνει το θέμα του θάρρους. 

Ένα από τα πράγματα που πάντα με εκπλήσσουν είναι πόσο λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι είναι θάρρος. 
Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι θάρρος είναι η έλλειψη φόβου. Η έλλειψη φόβου δεν είναι θάρρος, είναι κάποιο είδος βλάβης στον εγκέφαλο, θάρρος είναι η ικανότητα να προχωράς παρά το φόβο ή παρά τον πόνο. 
Όταν το κάνεις αυτό, ανακαλύπτεις ότι το ξεπέρασμα του φόβου όχι μόνο σε κάνει πιο δυνατό, αλλά είναι και ένα μεγάλο βήμα προς την ωριμότητα. 




Τι ακριβώς είναι η ωριμότητα; 
Όταν έγραψα το «Ο Δρόμος ο Λιγότερο Ταξιδεμένος», παρόλο που περιέγραψα αρκετούς ανώριμους ανθρώπους, ποτέ δεν έδωσα ξεκάθαρο ορισμό της ωριμότητας. Αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό που χαρακτηρίζει τους περισσότερους ανώριμους ανθρώπους είναι ότι περιφέρονται παθητικά γκρινιάζοντας ότι η ζωή δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις τους. 

Όπως λέει και ο Richard Bach, στις Ψευδαισθήσεις «διαφώνησε για τις αδυναμίες σου και αναμφίβολα τις έχεις». Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει τους λίγους που είναι πραγματικά ώριμοι είναι ότι το θεωρούν δική τους ευθύνη – ακόμα και ευκαιρία- να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής. 

Για να προχωρήσετε πολύ μέσα στην έρημο, πρέπει να είστε διατεθειμένοι να αντιμετωπίσετε υπαρξιακό πόνο και να τον ξεπεράσετε. Η συνείδηση της ύπαρξής μας και των όσων μας συμβαίνουν, είναι η αιτία του πόνου μας επειδή, φυσικά, αν δεν είχαμε συνείδηση, δεν θα νιώθαμε πόνο. 

Ένα από τα πράγματα που κάνουμε για τους ανθρώπους για να τους απαλλάξουμε από τον μη εποικοδομητικό, περιττό, σωματικό πόνο, είναι να τους κάνουμε αναισθησία, ώστε να χάνουν τις αισθήσεις τους και να μην αισθάνονται τον πόνο. Αλλά ενώ η συνείδηση είναι η αιτία του πόνου μας, είναι επίσης και αιτία της σωτηρίας μας, επειδή σωτηρία είναι η διαδικασία της απόκτησης όλο και μεγαλύτερης συνείδησης και επίγνωσης. 
Όταν έχουμε όλο και μεγαλύτερη επίγνωση, προχωρούμε όλο και πιο βαθιά στην έρημο αντί, να χωνόμαστε σε μια τρύπα όπως οι άνθρωποι που επιλέγουν να μην εξελιχθούν. 

Οάσεις στην έρημο 
Η συνείδηση φέρνει μεγαλύτερο πόνο, αλλά φέρνει επίσης και μεγαλύτερη χαρά. Γιατί καθώς προχωρείτε βαθύτερα στην έρημο – αν προχωρήσετε αρκετά – θα αρχίσετε να ανακαλύπτετε μικρές οάσεις που δεν είχατε δει ποτέ άλλοτε. Και αν προχωρήσετε ακόμα περισσότερο, μπορεί να ανακαλύψετε φλέβες νερού κάτω από την άμμο, ή, αν προχωρήσετε ακόμα περισσότερο, ίσως να συναντήσετε το πεπρωμένο σας και να εκπληρώσετε την αποστολή σας στον πλανήτη αυτό.

Χρειαζόμαστε παρηγοριά και ενθάρρυνση καθώς παλεύουμε με τη δική μας έρημο. 
Χρειαζόμαστε ενθάρρυνση και παρηγοριά στο ταξίδι μας, αλλά αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι αστραπιαίες λύσεις. Έχω δει πολλούς ανθρώπους που κυριολεκτικά σκοτώνουν ο ένας τον άλλο με στιγμιαίες λύσεις στο όνομα της επούλωσης. Το κάνουν αυτό για πολύ εγωκεντρικούς λόγους. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι ο Ρικ είναι φίλος μου και υποφέρει. Επειδή είναι φίλος μου, ο πόνος του με κάνει κι εμένα να νιώθω άσχημα. Αυτό που θέλω λοιπόν είναι να «κάνω καλά» τον Ρικ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Θέλω να του δώσω κάποια εύκολη απάντηση του τύπου «Λυπάμαι που πέθανε η μητέρα σου, αλλά μη στενοχωριέσαι. Πήγε στον παράδεισο». Ή: «Θεέ μου, είχα κι εγώ αυτό το πρόβλημα κάποτε και το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να το βάλεις στα πόδια». Τις περισσότερες φορές, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για κάποιον που υποφέρει, είναι, αντί να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τον πόνο του στα γρήγορα, να καθίσουμε δίπλα του και να τον μοιραστούμε μαζί του. 
Πρέπει να μάθουμε να ακούμε και να αντέχουμε τον πόνο των άλλων. Αυτό αποτελεί μέρος τού να γίνουμε περισσότερο συνειδητοί άνθρωποι. Και όσο περισσότερο συνειδητοί γινόμαστε, τόσο περισσότερο βλέπουμε τα παιχνίδια που παίζουν οι άλλοι άνθρωποι και τις αμαρτίες και τους χειρισμούς τους, αλλά επίσης συνειδητοποιούμε περισσότερο το φορτίο που κουβαλούν και τις στενοχώριες τους. Καθώς αναπτυσσόμαστε και ωριμάζουμε ψυχικά, είμαστε σε θέση να αντέξουμε όλο και περισσότερο από τον πόνο των άλλων και τότε συμβαίνει το πιο καταπληκτικό πράγμα. Όσο περισσότερο πόνο είμαστε πρόθυμοι να αντέξουμε, τόσο περισσότερη χαρά θα αρχίσουμε να βιώνουμε. Και αυτό ακριβώς είναι τα καλά νέα, που κάνουν το ταξίδι να αξίζει τον κόπο. 


Αγάπη για τον εαυτό και αυτοεκτίμηση 

«Ταπεινοφροσύνη είναι η γνώση του εαυτού όπως ακριβώς είναι». 
Αυτή είναι μια παράφραση από ένα βιβλίο που γράφτηκε από έναν ανώνυμο καλόγερο του δέκατου τέταρτου αιώνα, με τον τίτλο «Το Σύννεφο του να Μην Ξέρεις» (Cloud of Unknowing). 
Είναι βαθιά λόγια και πολύ σημαντικά για την αναζήτηση της αυτογνωσίας. Για παράδειγμα, αν σας έλεγα ότι είμαι απαίσιος συγγραφέας, αυτό δεν θα ήταν ταπεινοφροσύνη. Παρόλο που δεν είμαι ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου, πάντως είμαι αρκετά καλός. Μια τέτοια δήλωση λοιπόν, θα ήταν αυτό που συνηθίζω να αποκαλώ «ψευδο- ταπεινοφροσύνη». Από την άλλη μεριά, αν σας έλεγα ότι παίζω πολύ καλό γκολφ, αυτό θα ήταν το άκρον άωτον της αλαζονείας, γιατί η αλήθεια είναι πως είμαι μέτριος κατά τον ηπιότερο χαρακτηρισμό. 

Η αληθινή ταπεινοφροσύνη είναι πάντα ρεαλιστική. 
Είναι πολύ σημαντικό για μας να είμαστε ρεαλιστές, να έχουμε αληθινή γνώση του εαυτού μας όπως πραγματικά είναι, και να είμαστε ικανοί να αναγνωρίζουμε τόσο τα καλά, όσο και τα κακά στοιχεία μας. Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αγάπη για τον εαυτό μας και στην αυτοεκτίμηση. 
Παρόλο που η αγάπη για τον εαυτό μας (η οποία προτείνω ότι είναι κάτι καλό) και η αυτοεκτίμηση (η οποία προτείνω ότι είναι κάτι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο) συχνά μπλέκονται και συγχέονται, επειδή δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες λέξεις για το φαινόμενο που θα αναλύσω παρακάτω, δεν παύουν να είναι διαφορετικές έννοιες. Ελπίζω ότι τελικά το πρόβλημα θα λυθεί με τη δημιουργία νέων λέξεων, αλλά επί του παρόντος, πρέπει να αρκεστούμε στις παλιές. Πρώτα απ’ όλα, τι εννοώ όταν μιλάω για αγάπη για τον εαυτό;

Την εποχή που δούλευα ως ψυχίατρος στο στρατό, η διοίκηση ενδιαφερόταν για τα στοιχεία που έκαναν κάποιους ανθρώπους επιτυχημένους κι έτσι είχαν συγκεντρώσει μια ντουζίνα επιτυχημένα άτομα από διάφορους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν άντρες και γυναίκες γύρω στα σαράντα που ήταν όλοι ιδιαίτερα επιτυχημένοι. Είχαν πάρει προαγωγές πριν από τους συνομηλίκους τους και ταυτόχρονα ήταν αρκετά δημοφιλείς. Εκείνοι που είχαν οικογένειες είχαν μια επιτυχημένη οικογενειακή ζωή και τα παιδιά τους τα πήγαιναν καλά στο σχολείο και έδειχναν ευτυχισμένα. Τα άτομα αυτά έμοιαζαν να έχουν το άγγιγμα του Μίδα – ό,τι έπιαναν γινόταν χρυσός. Τους μελέτησαν σε διάφορα επίπεδα, άλλοτε ατομικά και ομαδικά. Σε κάποιο σημείο, τους ζητήθηκε να γράψουν σε ένα χαρτί – και δεν είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν μεταξύ τους γι’ αυτό – τα τρία πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή τους με σειρά προτεραιότητας. 

Δύο πράγματα ήταν αξιοσημείωτα ως προς τον τρόπο που η ομάδα αντιμετώπισε το ερώτημα αυτό. Το ένα ήταν η σοβαρότητα με την οποία το πήραν. Ο πρώτος που επέστρεψε το χαρτί του, χρειάστηκε σαράντα ολόκληρα λεπτά για να το κάνει, και κάποιοι αφιέρωσαν περισσότερο από μια ώρα, παρόλο που ήξεραν ότι οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει. Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο ήταν ότι ενώ οι δεύτερες και οι τρίτες επιλογές τους παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία, η πρώτη τους επιλογή ήταν ίδια. Και οι δώδεκα είχαν γράψει: «Ο εαυτός μου». Όχι «Η αγάπη». Όχι «Ο Θεός». Όχι «Η οικογένειά μου». Αλλά «Ο εαυτός μου». Και αυτό, προτείνω, ήταν μια έκφραση ώριμης αγάπης για τον εαυτό. Η αγάπη για τον εαυτό υπονοεί φροντίδα, σεβασμό, υπευθυνότητα και γνώση του εαυτού. Αν δεν αγαπά κανείς τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει άλλους. Αλλά δεν πρέπει να συγχέουμε την αγάπη για τον εαυτό με τον εγωκεντρισμό. Τα επιτυχημένα αυτά άτομα ήταν στοργικοί σύζυγοι και γονείς και καλοσυνάτοι προϊστάμενοι. 

Τώρα, τι είναι αυτοεκτίμηση; Περίπου οκτώ ή εννέα χρόνια μετά την εμπειρία μου με τη μελέτη αυτή, είχα την ευκαιρία να βρεθώ κοντά σε έναν άνθρωπο του ψεύδους – και όπως θα θυμάστε, ίσως, ορίζω τους ανθρώπους του ψεύδους σαν ουσιαστικά κακούς. Είναι δύσκολο να πλησιάσεις τέτοιους ανθρώπους, αλλά εγώ πλησίασα αρκετά αυτό τον άνθρωπο ώστε να μπορώ να τον ρωτήσω, «Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή σου;» Και ποια λέτε πως ήταν η απάντησή του; «Η αυτοεκτίμησή μου». Παρατηρήστε πόσο κοντά είναι αυτές οι απαντήσεις. Τα δώδεκα επιτυχημένα άτομα είχαν γράψει, «Ο εαυτός μου», και εκείνος είπε, «Η αυτοεκτίμησή μου». Πιστεύω ότι η απάντησή του ήταν σωστή αν σκεφτεί κανείς πώς λειτουργούν οι άνθρωποι του ψεύδους. Η αυτοεκτίμησή τους είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή τους. Θα κάνουν τα πάντα, θα πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους. Αν υπάρχει κάτι που απειλεί την αυτοεκτίμησή τους, αν υπάρχει κάποια ένδειξη για το γεγονός ότι δεν είναι τέλειοι, ή κάτι που μπορεί να τους κάνει να αισθανθούν άσχημα για τον εαυτό τους, αντί να το χρησιμοποιήσουν για να βελτιωθούν, θα προσπαθήσουν να το εξαλείψουν, να το ξεχάσουν. Και από εκεί πηγάζει η κακή συμπεριφορά τους. Γιατί τους είναι απαραίτητο να διαφυλάξουν την αυτοεκτίμησή τους πάση θυσία. 

Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στο να επιμένουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν κάτι σημαντικό (το οποίο είναι αγάπη για τον εαυτό μας) και στο να επιμένουμε να αισθανόμαστε πάντα καλά για τον εαυτό μας (το οποίο συνεπάγεται ότι πρέπει να διαφυλάττουμε πάντα την αυτοεκτίμησή μας). Το να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά είναι σημαντικό για την αυτογνωσία μας. 
Προκειμένου να είμαστε καλοί, υγιείς άνθρωποι, πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα τού να βάζουμε στην άκρη την αυτοεκτίμησή μας μια φορά στο τόσο, του να μη νιώθουμε πάντα τόσο καλά για τον εαυτό μας. Αλλά πρέπει πάντα να αγαπάμε τον εαυτό μας και να θεωρούμε ότι ο εαυτός μας έχει αξία, παρόλο που δεν πρέπει πάντα να τον εκτιμούμε. ''


Scott Peck  από το "Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος συνεχίζεται " 
(εκδ. Κέδρος) 



Η αντιμετώπιση και η λύση ψυχολογικών μας προβλημάτων είναι μια επώδυνη διαδικασία, που οι περισσότεροι από μας προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Η αποφυγή όμως αυτή καταλήγει σε μεγαλύτερη οδύνη και σε ανικανότητα για πνευματική και διανοητική ανάπτυξη. Βασιζόμενος στην τεράστια επαγγελματική πείρα του, ο ψυχίατρος Δρ Σκοτ Πεκ μας υποδεικνύει το δρόμο που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε για να αντιμετωπίσουμε και να λύσουμε τα προβλήματά μας με τη λιγότερο επώδυνη διαδικασία, και συγχρόνως να φτάσουμε σε ένα ανώτερο επίπεδο αυτογνωσίας.

Ο Δρ ΠΕΚ ασχολείται ιδιαίτερα με τη φύση της αγάπης στις ανθρώπινες σχέσεις: πώς να αναγνωρίζουμε την πραγματική αρμονία, πώς να διακρίνουμε την εξάρτηση από την αγάπη, πώς να αποκτήσουμε ατομικότητα, πως να ευαισθητοποιηθούμε ως γονείς.

Το βιβλίο του Ο δρόμος ο λιγότερος ταξιδεμένος είναι, για μια σειρά ετών, το πρώτο στη λίστα των μπεστ-σέλερ του είδους του στις Η.Π.Α. και στις άλλες αγγλόφωνες χώρες. Με αξιοθαύμαστο τρόπο ενσωματώνει παραδοσιακές ψυχολογικές και πνευματικές καταστάσεις. Το αποτέλεσμα μάς δίνει ένα βιβλίο που μπορεί να μας μάθει πώς να αγκαλιάζουμε την πραγματικότητα και να αποκτήσουμε την απαραίτητη γαλήνη και πληρότητα στη ζωή μας.


(από το οπισθόφυλλο)

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Το πείραμα του Μίλγκραμ


Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή. Το 1961, ο εικοσιεφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων.

Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.
Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».

Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.

Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»

Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)

«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.



Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:

«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.
Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.


 Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;

Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος». Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές». Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.



Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές. Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα. Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.



Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
(Περισσότερα για το πείραμα του Μίλγκραμ μπορείτε να διαβάσετε στο υπέροχο βιβλίο της Lauren Slater: «Το κουτί της ψυχής», από τις εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Δέσποινα Αλεξανδρή, 2009)

Πηγή: sanejoker.blogspot.gr








*********
Το διαβόητο «Πείραμα της Φυλακής του πανεπιστημίου Στάνφορντ» 
διεξήχθη το 1971 από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή στο τμήμα Ψυχολογίας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα. Λίγες μέρες πριν την έναρξη του πειράματος η παρακάτω αγγελία εμφανίστηκε σε μια τοπική εφημερίδα της Καλιφόρνια:

«Άνδρες, φοιτητές πανεπιστημίου, ζητούνται για συμμετοχή σε μια ψυχολογική μελέτη για τη ζωή στη φυλακή. Αμοιβή 15 δολάρια την ώρα για μια περίοδο δύο εβδομάδων ξεκινώντας στις 14 Αυγούστου».

Περισσότεροι από εβδομηνταπέντε φοιτητές δήλωσαν συμμετοχή. Εικοσιτέσσερις από αυτούς τελικά επιλέχθηκαν και ορίστηκαν τυχαία να παίξουν το ρόλο είτε του «φυλακισμένου» είτε του «δεσμοφύλακα», σε μια υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί για τους σκοπούς του πειράματος στο υπόγειο του κτιρίου του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε με βάση την απουσία ψυχολογικών και ιατρικών προβλημάτων, καθώς και ποινικού μητρώου.

Ο Ζιμπάρντο και η ομάδα του ξεκίνησαν το πείραμα για να εξετάσουν την ορθότητα της ιδέας ότι οι συνθήκες κακοποίησης στις φυλακές ανακύπτουν κυρίως εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των φυλακισμένων και των φρουρών τους. Για τον έλεγχο της υπόθεσης εφάρμοσαν μια σειρά από συμβάσεις με σκοπό να προκαλέσουν τον αποπροσανατολισμό και την αποπροσωποποίηση, την αποποίηση της ταυτότητάς των «κρατουμένων» καθώς και την ενίσχυση του αισθήματος εξουσίας των «δεσμοφυλάκων».

Κάτω από απόλυτα ρεαλιστικές συνθήκες, οι φυλακισμένοι ζούσαν κλειδωμένοι στα κελιά τους, υπό συνθήκες εξαθλίωσης, ψυχολογικής πίεσης, χωρίς προσωπικό χώρο και χρόνο, φορώντας ένα κουρέλι-φόρεμα, χωρίς εσώρουχα και με ξυρισμένα κεφάλια. Από την άλλη, οι «φύλακες» δούλευαν σε βάρδιες, φορώντας στρατιωτικές στολές και ειδικά γυαλιά ηλίου που απέτρεπαν την απευθείας βλεματική επαφή. Κρατούσαν αστυνομικό γκλομπ και αποκαλούσαν τους «φυλακισμένους» αποκλειστικά με αριθμούς.

Το πείραμα γρήγορα κλιμακώθηκε και ο Ζιμπάρντο έχασε τον έλεγχό του. Οι φυλακισμένοι υπέφεραν -αλλά και αποδέχτηκαν- σαδιστικές κι εξευτελιστικές συμπεριφορές. Τα υψηλά επίπεδα στρες σταδιακά τους οδήγησαν από τη στάση εξέγερσης απέναντι στις συνθήκες, στην απώθηση της πραγματικότητας και την αποδοχή πειθήνιου ρόλου. Μέχρι το τέλος του πειράματος πολλοί είχαν φανερώσειέντονες συναισθηματικές ενοχλήσεις.

Το πείραμα της φυλακής του Στάνφορντ έληξε στις 20 Αυγούστου του 1971, έξι μέρες μετά την έναρξή του, αντί για δεκατέσσερις όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Εκείνη τη μέρα ο Ζιμπάρντο κάλεσε «φρουρούς» και «φυλακισμένους» για να ανακοινώσει ότι η «φυλακή» έκλεισε.

Τα αποτελέσματα του πειράματος φαίνεται πως καταδεικνύουν το ευεπηρέαστο και την υπακοή των ανθρώπων όταν τους παρασχεθεί μια νομιμοποιημένη ιδεολογία καθώς και κοινωνική και θεσμική υποστήριξη.

Γίνεται έτσι συμβατό με το επίσης πολύ γνωστό πείραμα του καθηγητή Μίλγκραμ, το οποίο έλαβε χώρα στα μέσα του εικοστού αιώνα στο πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ και σόκαρε τη φοιτητική και ακαδημαϊκή κοινότητα του πανεπιστημίουκαταδεικνύοντας ότι καθημερινοί άνθρωποι εκπλήρωναν εντολές -κάτω από εφάμιλλες συνθήκες «νομιμοποίησης»- που οδηγούσαν στη φαινομενική χορήγηση ισχυρότατων ηλεκτρικών σοκ σε άλλους συμμετέχοντες.

Το «πείραμα της φυλακής» και παραλλαγές του, πλέον είναι παράνομα στις ΗΠΑ.


Δείτε και  " Το πείραμα της φυλακής "


Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε..


Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη.

Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.

Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει…
Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. 

Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;

Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. 

Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που του λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής του σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. 

Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. 
Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου!» 

Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.


Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.


Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.

Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.

Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.

Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.


Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.



Χόρχε Μπουκάι – Ο Δρόμος των Δακρύων 
[εκδ  OPERA ]

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Μιλήστε για το νόημα της ζωής



Μιλήστε για το νόημα της ζωής

Εμείς οι άνθρωποι φαίνεται πως είμαστε πλασμένοι ν’ αναζητούμε τη σημασία, ενώ έχουμε την ατυχία να είμαστε ριγμένοι μέσα σ’ ένα κόσμο κενό από εγγενές νόημα. Μια από τις κυριότερες ασχολίες μας είναι να εφεύρουμε ένα νόημα αρκετά στιβαρό, ώστε να στηρίξει μια ζωή, και να εκτελέσουμε τον περίπλοκο χειρισμό ν’ αρνηθούμε πως αυτό το νόημα είναι δικό μας δημιούργημα. Έτσι καταφέρνουμε να συμπεράνουμε πως το μήνυμα βρισκόταν «κάπου εκεί έξω» και μας περίμενε. Η συνεχής αναζήτηση μας για ουσιαστικά συστήματα νοήματος μάς ρίχνει συχνά σε κρίσεις νοήματος.

Πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στη ψυχοθεραπεία επειδή έχουν ανησυχίες για το νόημα της ζωής τους, απ’ όσους νομίζουν οι θεραπευτές. Ο Γιούνγκ ανέφερε πως το ένα τρίτο των ασθενών του ερχόταν να τον δει γι’ αυτόν το λόγο. 
Αυτό για το οποίο παραπονιούνται μπορεί να πάρει πολύ διαφορετικές μορφές: για παράδειγμα, «Η ζωή μου δεν έχει συνοχή», «Δεν παθιάζομαι με τίποτα», «Γιατί ζω; Για ποιό σκοπό;» «Σίγουρα η ζωή θα έχει κάποιο βαθύτερο νόημα». «Νιώθω τόσο άδειος-βλέπω τηλεόραση κάθε βράδυ κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι τόσο άχρηστος, τόσο χωρίς σκοπό». <<Ακόμα και τώρα, στα πενήντα μου, δεν ξέρω τί θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω».


Κάποτε είδα ένα όνειρο (το περιγράφω στο βιβλίο μου «Η μάνα και το νόημα της ζωής»), όπου, ενώ παρέπαια κοντά στο θάνατο σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, βρέθηκα ξαφνικά σε μια διαδρομή του Λούνα Παρκ (το Σπίτι του Τρόμου). Καθώς το τρενάκι ετοιμαζόταν να μπει στο μαύρο στόμα του θανάτου, είδα ξαφνικά τη νεκρή μητέρα μου ανάμεσα στους θεατές και της φώναξα: «Μάνα, μάνα πώς τα πήγα;»
Το όνειρο, και ιδίως αυτό που φώναξα- «Μάνα, μάνα, πώς τα πήγα;»- με απασχόλησε για πολύ καιρό, όχι λόγω των εικόνων θανάτου που περιείχε αλλά εξαιτίας των σκοτεινών υπονοούμενων που κουβαλούσε για το νόημα της ζωής. Αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν να έζησα όλη μου τη ζωή με πρωταρχικό σκοπό να κερδίσω την αποδοχή της μητέρας μου; Κι επειδή είχα μια ταραχώδη σχέση μαζί της και όσο ζούσε δεν έδινα μεγάλη αξία στην αποδοχή της, το όνειρο ήταν ακόμη πιο σαρκαστικό.

Η κρίση νοήματος που αναφαίνεται σε αυτό το όνειρο με ώθησε να εξερευνήσω τη ζωή μου με άλλο τρόπο. 
Σ’ ένα διήγημα που έγραψα αμέσως μετά, ξεκινούσα μια συζήτηση με το φάντασμα της μητέρας μου, για να θεραπεύσω το ρήγμα που υπήρχε ανάμεσά μας και για να καταλάβω πως το νόημα της ζωής της και το νόημα της δικής μου ζωής συμπλέκονταν και ταυτόχρονα συγκρούονταν.
Μερικά βιωματικά εργαστήρια χρησιμοποιούν κάποιες τεχνικές για να ενθαρρύνουν το διάλογο γύρω απ’ το νόημα της ζωής. Ίσως η πιο συνηθισμένη είναι να ρωτάει κανείς αυτούς που συμμετέχουν τί θα ήθελαν να γραφτεί στο τάφο τους. 
Οι περισσότερες τέτοιες ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ζωής οδηγούν σε μια συζήτηση στόχων όπως είναι ο αλτρουισμός, ο ηδονισμός, η αφοσίωση σ’ ένα σκοπό, η παραγωγικότητα, η δημιουργικότητα, η αυτοπραγμάτωση. Πολλοί νιώθουν πως τα σχέδια για να κατακτήσει κανείς ένα νόημα για τη ζωή του αποκτούν μια βαθύτερη και ισχυρότερη σημασία αν υπερβαίνουν το εγώ-αν κατευθύνονται δηλαδή προς κάτι ή κάποιον έξω απ’ τον εαυτό τους, όπως η αγάπη για έναν σκοπό, για έναν άνθρωπο, για μια θεϊκή οντότητα.

Οι περισσότεροι νεαροί εκατομμυριούχοι της υψηλής τεχνολογίας που έχω δει συνεχίζουν να κάνουν πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα: ξεκινούν νέες εταιρείες, προσπαθούν να επαναλάβουν την επιτυχία τους. Γιατί; Λένε στον εαυτό τους πως το κάνουν για να αποδείξουν οτι δεν είναι τυχαίοι, ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους, χωρίς συγκεκριμένο συνεργάτη ή καθοδηγητή. Υψώνουν τον πήχυ. Για να νιώσουν οτι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους είναι ασφαλείς, δεν τους φτάνουν πια ένα-δύο εκατομμύρια στην τράπεζα. Για να νιώσουν ασφαλείς χρειάζονται πια πέντε, δέκα, ακόμη και πενήντα εκατομμύρια. Όταν έχουν πια πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούν να ξοδέψουν, αντιλαμβάνονται το άσκοπό και παράλογο κυνηγητό του κέρδους αλλά δεν σταματούν.
Καταλαβαίνουν οτι κλέβουν χρόνο απ’ τις οικογένειές τους, απ’ ό,τι αγαπούν περισσότερο στον κόσμο αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να παίζουν αυτό το παιχνίδι. «Το χρήμα με περιμένει», μου λένε. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να απλώσω το χέρι μου να το πάρω». Νιώθουν υποχρεωμένοι να κλείνουν συνεχώς συμφωνίες.
Ένα μεγαλομεσίτης μού έλεγε οτι ένιωθε πως αν σταματούσε θα εξαφανιζόταν. Πολλοί φοβούνται την ανία-ακόμη και η παραμικρή υποψία ανίας τούς ξαναστέλνει με τα τέσσερα πίσω στο παιχνίδι. 
Ο Σοπενάουερ έλεγε οτι ποτέ δεν εκπληρώνεται το επιθυμείν- μόλις ικανοποιηθεί μια επιθυμία, εμφανίζεται αμέσως κάποια άλλη. Παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάποια πολύ σύντομη ανάπαυλα, κάποια εφήμερη περίοδος κορεσμού, αυτή μεταμορφώνεται αμέσως σε ανία. «Η ζωή κάθε ανθρώπου», έλεγε, «παραπαίει ανάμεσα στην οδύνη και την ανία».


Αντίθετα με τον τρόπο που προσεγγίζω άλλες υπαρξιακές έσχατες έγνοιες (το θάνατο, την απομόνωση, την ελευθερία), θεωρώ πως το νόημα της ζωής προσεγγίζεται καλύτερα με πλάγιο τρόπο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βυθιστούμε μέσα σ’ ένα από τα πολύ δυνατά νοήματα, ιδίως σ’ ένα που στηρίζεται στην υπέρβαση του εγώ. Αυτό που μετράει είναι η συμμετοχή, και το καλό που κάνουμε εμείς οι θεραπευτές είναι οτι επισημαίνουμε και βοηθάμε ν’ απομακρυνθούν τα εμπόδια προς μια τέτοια συμμετοχή. Η ενεργητική αναζήτηση νοήματος στη ζωή, όπως δίδασκε ο Βούδας, δεν μπορεί να μας μάθει πολλά. Ο άνθρωπος πρέπει να μπει στο ποτάμι της ζωής και ν’ αφήσει το ερώτημα αυτό να το πάρει το ρεύμα.



Irvin D. Yalom Το δώρο της Ψυχοθεραπείας

Ανοιχτή επιστολή σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους
Μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας
Εκδόσεις ΑΓΡΑ

περισσότερες πληροφορίες για τον Yalom, εδώ