Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Oliver Sacks. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Oliver Sacks. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο (Κεφ 1)





Ο δρ Π. ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός, πολύ γνωστός για χρόνια σαν τραγουδιστής και, αργότερα, σαν καθηγητής στο τοπικό Ωδείο. Εκεί, για πρώτη φορά, παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα στις σχέσεις του με τους φοιτητές του. 
Μερικές φορές, όταν ένας φοιτητής παρουσιαζόταν μπροστά του, ο δρ Π. δεν κατάφερνε να τον αναγνωρίσει ή, για την ακρίβεια, δεν αναγνώριζε το πρόσωπο του. 
Από τη στιγμή, όμως, που θα μιλούσε, μπορούσε να τον αναγνωρίσει από τη φωνή του. Τέτοια επεισόδια συνεχώς πολλαπλασιάζονταν προκαλώντας αμηχανία, σύγχυση, κάποιο φόβο και μερικές φορές το γέλιο. Γιατί όχι μόνο ο δρ Π. αποτύγχανε όλο και συχνότερα να δει τα πρόσωπα, αλλά άρχισε να βλέπει και πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καθώς  περπατούσε κεφάτα στο δρόμο, χτυπούσε χαϊδευτικά τους πυροσβεστικούς κρουνούς και τα παρκόμετρα, παίρνοντας τα για κεφάλια παιδιών,  υποκλινόταν με φιλοφρόνηση στα έπιπλα, λίγο ενοχλημένος που δεν του το ανταπέδιδαν. 

Στην αρχή αυτά τα περίεργα λάθη προκαλούσαν το γέλιο σαν αστεία, ακόμα και στον ίδιο το δρ Π. Δεν είχε πάντα, έτσι κι αλλιώς, μια ιδιόρρυθμη αίσθηση χιούμορ και δεν πέρναγε τον καιρό του με παράξενα ευφυολογήματα και χωρατά; Οι μουσικές του δυνατότητες παρέμεναν πάντα το ίδιο εντυπωσιακές. Δεν αισθανόταν άρρωστος, ποτέ δεν είχε αισθανθεί καλύτερα, και τα λάθη του ήταν τόσο παράλογα —και τόσο εφευρετικά— που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι σοβαρά ή να κρύβουν το οτιδήποτε σοβαρό. 

Η ιδέα πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» δε θα γεννιόταν παρά περίπου τρία χρόνια αργότερα, όταν του παρουσιάστηκε διαβήτης. Γνωρίζοντας πως ο διαβήτης προσβάλλει τα μάτια, ο δρ Π. συμβουλεύτηκε έναν οφθαλμίατρο που του πήρε το ιστορικό και εξέτασε προσεχτικά τα μάτια του.

— Τα μάτια σας δεν έχουν τίποτα, κατέληξε ο γιατρός, αλλά υπάρχει κάποιο πρόβλημα στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Δε χρειάζεστε τη δική μου βοήθεια, θα πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο.
Με αυτή, λοιπόν, την υπόδειξη ο δρ Π. έφτασε σε μένα.  

Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη συνάντησή μας είχε γίνει φανερό ότι δεν υπήρχε ίχνος άνοιας με τη συνηθισμένη της έννοια. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και γοητεία, που μιλούσε όμορφα και αβίαστα, με φαντασία και χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τον είχαν στείλει στην κλινική μας.   Και, εντούτοις, υπήρχε κάτι κάπως παράξενο. Καθώς μιλούσε με αντίκριζε, ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και, παρ' όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δύσκολο να εκφραστεί. Είχα την εντύπωση πως με αντίκριζε με τα
αυτιά του, όχι με τα μάτια του. Τα μάτια, αντί να με κοιτούν, να με «απορροφούν» φυσιολογικά, καθηλώνονταν σε διάφορα σημεία με τρόπο παράξενο και απότομο: πάνω στη μύτη μου, στο δεξί μου αυτί, χαμηλά στο μάγουλό μου, ψηλά στο δεξί μου μάτι, σαν να παρατηρούσε (ή σαν να μελετούσε) αυτά τα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, χωρίς, όμως, να βλέπει ολόκληρο το πρόσωπό μου, τις εκφράσεις μου όταν άλλαζαν, «εμένα» σαν σύνολο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το συνειδητοποίησα εκείνη ακριβώς τη στιγμή· υπήρχε μόνο κάτι παράδοξο που με βασάνιζε, κάποιο κενό στη φυσιολογική αλληλεπίδραση βλέμματος και έκφρασης. 
Με κοιτούσε, με ερευνούσε με το βλέμμα του και όμως...

— Τι νομίζετε ότι δεν πάει καλά; τον ρώτησα τελικά.

— Τίποτα που να με ενοχλεί, απάντησε χαμογελώντας, αλλά οι άλλοι δείχνουν να σκέφτονται ότι κάτι συμβαίνει με τα μάτια μου.

— Εσείς, όμως, δε νιώθετε ότι έχετε προβλήματα με την όραση σας;

—Όχι, όχι άμεσα, αλλά τυχαίνει να κάνω λάθη.

Έφυγα για λίγο από το δωμάτιο, για να μιλήσω στη γυναίκα του. Όταν επέστρεψα, ο δρ Π. καθόταν ήρεμα δίπλα στο παράθυρο, προσηλωμένος, ακούγοντας, μάλλον, παρά κοιτώντας έξω

— Κίνηση, είπε, ήχοι του δρόμου, μακρινά τρένα  συνθέτουν έναείδος συμφωνίας, δε νομίζετε; Γνωρίζετε την Pacific 234 του Honegger;

Τι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι σοβαρό; Άραγε θα μου επέτρεπε να τον εξετάσω;

— Ναι, φυσικά, δρ Sacks.  

Η ανησυχία μου εκτονώθηκε μέσα από την καταπραϋντική ρουτίνα της νευρολογικής εξέτασης και ίσως το ίδιο συνέβη και σ' αυτόν. Μυϊκή δύναμη, συντονισμός των κινήσεων, αντανακλαστικά, μυϊκός τόνος... 
Τη στιγμή που εξέταζα τα αντανακλαστικά του —υπήρχε κάποια ασήμαντη ανωμαλία στα αριστερά— συνέβη το πρώτο αλλόκοτο γεγονός.  Είχα βγάλει το αριστερό του παπούτσι και έξυνα το πέλμα του ποδιού του με ένα κλειδί —μια εξέταση αντανακλαστικού που μοιάζει ασήμαντη, αλλά είναι ουσιώδης— και μετά, ζητώντας συγνώμη για να βιδώσω το οφθαλμοσκόπιό μου, τον είχα αφήσει να το ξαναβάλει μόνος του. 
Ένα λεπτό αργότερα, με έκπληξη είδα ότι δεν το είχε βάλει ακόμα.

— Μπορώ να βοηθήσω; ρώτησα.

— Να βοηθήσετε σε τι; Να βοηθήσετε ποιον;

— Να βοηθήσω εσάς, για να βάλετε το παπούτσι σας.

— Α, έκανε, είχα ξεχάσει το παπούτσι, προσθέτοντας sotto voce: To  παπούτσι; Το παπούτσι; Έμοιαζε μπερδεμένος.

— Το παπούτσι σας, επανέλαβα. Ίσως θα 'πρεπε να το βάλετε.

Συνέχισε να κοιτάει κάτω, αν και όχι το παπούτσι, έντονα προσηλωμένος αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Τελικά το βλέμμα του εντοπίστηκε στο πόδι του:

— Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι;

Άκουσα λάθος; Είδε λάθος;

— Τα μάτια μου, εξήγησε και ακούμπησε το ένα χέρι στο πόδι του:  Αυτό
είναι το παπούτσι μου, έτσι δεν είναι;

—Όχι, δεν είναι, αυτό είναι το πόδι σας. Εκεί είναι το παπούτσι σας.

— Α, νόμιζα ότι αυτό ήταν το πόδι μου!  


Αστειευόταν; Ήταν τρελός; Ήταν τυφλός; Αν αυτό ήταν ένα από τα«παράξενα λάθη» του, ήταν το πιο παράξενο λάθος που είχα ποτέ συναντήσει.  Τον βοήθησα να βάλει το παπούτσι του (το πόδι του), για να  αποφύγω μεγαλύτερο μπέρδεμα. Ο ίδιος ο δρ Π. έμοιαζε ατάραχος, αδιάφορος και ίσως και να το διασκέδαζε κάπως. Συνέχισα την εξέτασή μου.  Η οπτική του οξύτητα ήταν καλή: δε δυσκολευόταν να δει μια καρφίτσα στο πάτωμα — αν και μερικές φορές την έχανε, αν ήταν τοποθετημένη στα αριστερά του.  Εντάξει, έβλεπε, αλλά τι έβλεπε; 
Άνοιξα ένα τεύχος του
National Geographic Magazine  και του ζήτησα να περιγράψει μερικές εικόνες.
Οι απαντήσεις του ήταν πολύ περίεργες. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, συλλαμβάνοντας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, απομονωμένα στοιχεία, όπως και προηγουμένως με το πρόσωπό μου. Ένα έντονο σημείο, κάποιο χρώμα, ένα σχήμα τραβούσαν την προσοχή του και του προκαλούσαν κάποιο σχόλιο, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συνελάμβανε τη σκηνή συνολικά. Δεν κατόρθωνε να δει το σύνολο, έβλεπε μόνο λεπτομέρειες που τις ξεχώριζε σαν να 'ταν τα φωτεινά σημεία στην οθόνη ενός ραντάρ. Ποτέ δε δημιουργούσε σχέση με την εικόνα σαν σύνολο, ποτέ δεν αντίκριζε, για να το πούμε έτσι, τη φυσιογνωμία της ίδιας της εικόνας. Δεν είχε καμιά απολύτως αίσθηση ενός τοπίου ή μιας σκηνής.
Του έδειξα το εξώφυλλο, μια συνεχή έκταση από αμμόλοφους της Σαχάρας.

— Τι βλέπετε εδώ; ρώτησα

— Βλέπω ένα ποτάμι, είπε. Και ένα μικρό πανδοχείο με τη βεράντα του πάνω από το νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε έξω στη βεράντα. Εδώ κι εκεί βλέπω χρωματιστές ομπρέλες ήλιου. 

Κοιτούσε —αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί κοίταγμα— ακριβώς επάνω από το εξώφυλλο, στον αέρα, και έπλαθε ανύπαρκτες μορφές, σαν η απουσία μορφών στη συγκεκριμένη εικόνα να τον είχε ωθήσει να φανταστεί το ποτάμι και τις βεράντες με τις χρωματιστές ομπρέλες.

Πρέπει να έδειξα εμβρόντητος, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι τα είχε μάλλον πάει καλά. Ένα μικρό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπο του.  Μετά, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψάχνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέλο του! 
Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα.
Αδυνατούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί, χρησιμοποιώντας τους όρους της συμβατικής νευρολογίας (ή νευροψυχολογίας). Σε μερικά σημεία ο δρ Π. παρουσιαζόταν ακέραιος, ενώ άλλα ήταν ολοκληρωτικά, ακατανόητα καταστραμμένα. ,
Πώς μπορούσε, από τη μια, να περνά τη γυναίκα του για καπέλο και, από την άλλη, να λειτουργεί, όπως εμφανώς συνέχιζε να το κάνει, σαν καθηγητής στο Ωδείο;Έπρεπε να σκεφτώ, να τον δω και πάλι, και να τον δω στο οικείο του περιβάλλον, στο σπίτι του.





Μερικές μέρες αργότερα επισκέφτηκα το δρ Π. και τη γυναίκα του,στο σπίτι τους, με τις παρτιτούρες των Dichterliebe  στο χαρτοφύλακα μου (ήξερα ότι αγαπούσε τον Σούμαν) και μια ποικιλία παράξενων αντικειμένων που θα μου χρησίμευαν για να εξετάσω την αντίληψη του.
Η κ. Π. με οδήγησε σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα που θύμιζε Βερολίνο fin-du-siecle. 
Ένα μεγαλόπρεπο παλιό Bosendorfer βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου και ολόγυρα υπήρχαν αναλόγια, όργανα, παρτιτούρες... Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν πίνακες, αλλά η μουσική σαφώς κυριαρχούσε. Ο δρ Π. μπήκε στο δωμάτιο, ελαφρά καμπουριαστός και αφηρημένος, προχώρησε με απλωμένο το χέρι προς το παλιό ρολόι του τοίχου, αλλά, ακούγοντας τη φωνή μου, διόρθωσε την κίνηση του και μου έδωσε το χέρι του. Χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε λίγο για τις τελευταίες συναυλίες και παραστάσεις. Δισταχτικά τον ρώτησα αν θα ήθελε να τραγουδήσει

.— Τα Dichterliebe !  αναφώνησε. Δεν μπορώ, όμως, πια να διαβάσω μουσική. Θα τα παίξετε εσείς;

Είπα ότι θα προσπαθούσα. Πάνω σ' αυτό το υπέροχο παλιό πιάνο,ακόμα και το δικό μου παίξιμο ακουγόταν σωστά, και ο δρ Π. ήταν ένας γέρος αλλά άπειρα μελωδικός Fischer-Dieskau που συνδύαζε ένα τέλειο αυτί με μια φωνή με την πιο κοφτερή μουσική ευστροφία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το Ωδείο δεν τον κρατούσε από φιλανθρωπία.
Οι κροταφικοί λοβοί του δρ Π. ήταν κατά τα φαινόμενα άθικτοι: είχε έναν υπέροχο μουσικό φλοιό. Τι δεν πήγαινε καλά, αναρωτήθηκα,στους βρεγματικούς και ινιακούς λοβούς του και ειδικότερα σε εκείνες τις περιοχές όπου εντοπίζονται οι διαδικασίες οι σχετικές με την όραση; Καθώς κουβαλάω διάφορα γεωμετρικά στερεά στη νευρολογική μου τσάντα, αποφάσισα να αρχίσω με αυτά.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα βγάζοντας το πρώτο από αυτά.

—Ένας κύβος, φυσικά.

— Και αυτό; ρώτησα κουνώντας μπροστά του ένα άλλο.

Ρώτησε αν μπορούσε να το εξετάσει, πράγμα το οποίο έκανε γρήγορα και συστηματικά.—Ένα δωδεκάεδρο, φυσικά. Και μην απασχολείστε με τα υπόλοιπα,θα βρω και το εικοσάεδρο.

Τα αφηρημένα σχήματα δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Τι συνέβαινε με τα πρόσωπα; Έβγαλα μια τράπουλα.Αναγνώρισε όλα τα χαρτιά στη στιγμή, μαζί και τους βαλέδες, τις ντάμες, τους ρηγάδες και τόν τζόκερ. Αλλά αυτά στο κάτω κάτω είναι στιλιζαρισμένα σχέδια και ήταν αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο έβλεπε πρόσωπα ή απλές μορφές. Αποφάσισα να του δείξω έναν τόμο με καρικατούρες που είχα στο χαρτοφύλακά μου. Εδώ, επίσης, τα πήγε γενικά καλά. Το πούρο του Ghurchill, η μύτη του Schnozzle: από τη στιγμή που έπιανε ένα χαρακτηριστικό-κλειδί, μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο. Αλλά τα σκίτσα είναι, επίσης, τυποποιημένα και σχηματικά. Έμενε να δει κανείς πώς θα τα κατάφερνε με αληθινά πρόσωπα, σε ρεαλιστική αναπαράσταση.

Άνοιξα την τηλεόραση, κρατώντας τον ήχο κλειστό, και έπεσα σε μια παλιά ταινία της Μπέτυ Ντέιβις. Διαδραματιζόταν μια ερωτική σκηνή.   Ο δρ Π. δεν αναγνώρισε την ηθοποιό, αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν στο ότι ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τις εκφράσεις του προσώπου της ή του προσώπου του παρτενέρ της, αν και, στη διάρκεια μιας και μοναδικής θυελλώδους σκηνής, αυτές οι εκφράσεις πέρασαν από το φλογερό πόθο σε πάθος, έκπληξη, αηδία και θυμό, για να καταλήξουν σε μια τρυφερή συμφιλίωση. 
Ο δρ Π. δεν έβγαζε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν πολύ ασαφής για το τι διαδραματιζόταν ή για το ποιος ήταν ποιος ή ακόμα για το αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Τα σχόλια του γι' αυτή τη σκηνή ήταν αυτά που θα έκανε ένας εξωγήινος.Έμενε μόνο μια περίπτωση: κάποιες από τις δυσκολίες του να συνδέονταν με τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτού του κόσμου από ζελατίνη, του κόσμου του Χόλιγουντ έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγνώριση προσώπων από την ίδια του τη ζωή. 





Στους τοίχους του διαμερίσματος υπήρχαν φωτογραφίες της οικογένειάς του, των συναδέλφων του, των μαθητών του, του ίδιου.  Μάζεψα μια στοίβα από αυτές και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς μου, του τις έδειξα. 
Αυτό που φαινόταν αστείο, σαν κάποια φάρσα, όταν μιλούσαμε για την ταινία, γινόταν τραγικό, όταν είχε να κάνει με την αληθινή ζωή. Γενικά δεν αναγνώρισε κανέναν: ούτε την οικογένειά του ούτε τους συναδέλφους του ούτε τους μαθητές του ούτε καν τον εαυτό του. Αναγνώρισε μόνο τον Άινσταϊν, επειδή απομόνωσε το χαρακτηριστικό μαλλί και το μουστάκι· το ίδιο συνέβη και με ένα ή δύο άλλα πρόσωπα.

— Α, ο Πωλ! είπε, όταν του έδειξα ένα πορτρέτο του αδελφού του.  Αυτό το τετράγωνο σαγόνι, αυτά τα μεγάλα δόντια... θα γνώριζα τον Πωλ οπουδήποτε.

Αλλά αναγνώριζε τον ίδιο τον Πωλ ή μόνο κάποια χαρακτηριστικά του, στα οποία και βασιζόταν για να κάνει μια λογική εκτίμηση όσο αφορά την ταυτότητα του προσώπου; Όταν δεν υπήρχαν ολοφάνερες ενδείξεις, ήταν εντελώς, απελπιστικά, χαμένος. Αλλά δεν ήταν απλώς η αναγνώριση, η γνώση, που ήταν προβληματική· υπήρχε κάτι το βαθιά λανθασμένο στο συνολικό τρόπο με τον οποίο ενεργούσε. 
Προσέγγιζε αυτά τα πρόσωπα —ακόμα και των κοντινών και αγαπητών του ανθρώπων— σαν να ήταν αφηρημένα παζλ ή τεστ. Δεν αποκτούσε σχέση με αυτά, δεν τα έβλεπε. Κανένα πρόσωπο δεν του ήταν οικείο,
δεν ήταν ιδωμένο σαν «εσύ», αλλά αναγνωριζόταν μόνο σαν ένα σύνολο χαρακτηριστικών, σαν «αυτό». Κατά συνέπεια, η συμβατική τυποποιημένη γνώση υπήρχε — ούτε ίχνος, όμως, προσωπικού στοιχείου. Και αυτό συνοδευόταν από αυτή την αδιαφορία ή την τύφλωση που είχε για τις εκφράσεις. 

Για όλους εμάς, ένα πρόσωπο είναι το ίδιο το άτομο που  κοιτάει προς τα έξω· βλέπουμε το άτομο διαμέσου του προσωπείου του (persona), της εικόνας που δείχνει προς τα έξω, διαμέσου του προσώπου του, δηλαδή. 
Αλλά για το δρ Π. δεν υπήρχε προσωπείο με αυτή την έννοια, κανένα εξωτερικό προσωπείο, και κανένα άτομο κρυμμένο πίσω από αυτό το προσωπείο.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι του, είχα σταματήσει και είχα αγοράσει ένα χτυπητό κόκκινο τριαντάφυλλο για την μπουτονιέρα μου. Το έβγαλα και του το έδωσα. Το πήρε σαν να ήταν βοτανολόγος ή μορφολογιστής που του έδιναν ένα σπάνιο δείγμα και όχι σαν κάποιος που του δίνουν απλώς ένα λουλούδι.

— Γύρω στις έξι ίντσες μήκος, σχολίασε. Μία καμπυλωτή κόκκινη φόρμα με ένα γραμμικό πράσινο στέλεχος.

— Ναι, είπα ενθαρρυντικά. Και τι νομίζετε ότι είναι, δρ Π.;

— Δεν είναι εύκολο να πει κανείς. (Έμοιαζε μπερδεμένος.) Λείπει η απλή συμμετρία των γεωμετρικών στερεών, αν και έχει μια δική του ανώτερη συμμετρία... Θα μπορούσε να είναι ένα φυτό με τους ανθούς  του ή ένα λουλούδι.

— Θα μπορούσε; ρώτησα.— Θα μπορούσε, με βεβαίωσε.

— Μυρίστε το, του πρότεινα φέρνοντάς τον και πάλι σε αμηχανία, λες και του είχα ζητήσει να μυρίσει κάποια ανώτερη συμμετρία.  Συμμορφώθηκε, παρ' όλα αυτά, με ευγένεια και το πλησίασε στη μύτη του. Ζωντάνεψε απότομα:

— Υπέροχο! αναφώνησε. Ένα πρώιμο τριαντάφυλλο. Τι ουράνια μυρωδιά!
Άρχισε να μουρμουρίζει: «Die Rose, die Lillie...» Έμοιαζε σαν η πραγματικότητα να του μεταβιβαζόταν μέσω της όσφρησης, όχι μέσω της όρασης.   Δοκίμασα ένα τελικό τεστ. Ήταν μια κρύα μέρα στην αρχή της άνοιξης και είχα αφήσει το παλτό μου και τα γάντια μου πάνω στον καναπέ.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα σηκώνοντας ένα γάντι.

— Μπορώ να το εξετάσω; ρώτησε και, παίρνοντάς το, άρχισε να το εξετάζει με τον ίδιο τρόπο που είχε εξετάσει τα γεωμετρικά σχήματα.

— Μία συνεχής επιφάνεια, ανακοίνωσε τελικά, αναδιπλωμένη στον εαυτό της. Μοιάζει να έχει, δίστασε, πέντε αποφύσεις, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη.

— Ναι, είπα επιφυλακτικά, μου δώσατε μια περιγραφή. Πείτε μου τώρα τι είναι.

— Κάποιο είδος θήκης;

— Ναι, είπα. Και τι θα μπορούσε να περιέχει αυτή η θήκη;

— Θα μπορούσε να περιέχει τα περιεχόμενά της! είπε ο δρ Π. γελώντας. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Θα μπορούσε να είναι ένα πουγκί για κέρματα, λόγου χάρη, για κέρματα πέντε μεγεθών. Θα μπορούσε ακόμ' ...

Διέκοψα αυτή την παράλογη ροή:
— Σας φαίνεται κάτι γνώριμο; Νομίζετε ότι θα μπορούσε να περιέχει, θα μπορούσε να ταιριάζει με ένα μέρος του σώματός σας; 

Καμιά λάμψη αναγνώρισης δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
(Αργότερα, εντελώς τυχαία, το έβαλε στο χέρι του και φώναξε: «Θεέ μου, μα είναι ένα γάντι!» Αυτό θυμίζει τον ασθενή του Kurt Goldstein, τον «Lanuti», που αναγνώριζε τα αντικείμενα μόνο όταν δοκίμαζε να τα χρησιμοποιήσει)

Κανένα παιδί δε θα είχε την ικανότητα να δει και να μιλήσει για «μια συνεχή επιφάνεια... αναδιπλωμένη στον εαυτό της», αλλά το οποιοδήποτε παιδί, το κάθε νήπιο θα αναγνώριζε αμέσως ένα γάντι σαν γάντι,θα το αντιμετώπιζε σαν κάτι οικείο, σαν κάτι που ταιριάζει με ένα χέρι.  Όχι ο δρ Π. Δεν αντιμετώπιζε τίποτα σαν οικείο. Οπτικά ήταν χαμένος σε έναν κόσμο αφηρημένων εννοιών, απογυμνωμένων από κάθε ζωή.Ήταν φανερό ότι είχε χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό οπτικό κόσμο, όπως είχε χάσει και το οπτικό του Εγώ. Μπορούσε να μιλάει  για αντικείμενα, αλλά δεν τα αντίκριζε καταπρόσωπο. Ο Hughlins Jackson λέει, μιλώντας για ασθενείς με αφασία και βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου, πως έχουν χάσει τη «θεωρητική» και «προτακτική» σκέψη και τους συγκρίνει με τα σκυλιά (ή, μάλλον, συγκρίνει τα σκυλιά με τους ασθενείς με αφασία). 
Ο δρ Π., από την άλλη, λειτουργούσε ακριβώς όπως λειτουργεί μία μηχανή. Όχι μόνο έδειχνε προς τον κόσμο την ίδια αδιαφορία που θα έδειχνε και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, αλλά—πράγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό— ανέλυε τον κόσμο όπως ένας υπολογιστής, μέσω χαρακτηριστικών-κλειδιών και σχηματικών σχέσεων.  Μπορούσε να αναγνωρίσει το σχήμα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο  «πορτρέτου-ρομπότ», χωρίς να συλλαμβάνει την ίδια την πραγματικότητα στο ελάχιστο.




Η εξέταση, που μέχρι στιγμής είχα κάνει, δε μου έλεγε τίποτα για τον εσωτερικό κόσμο του δρ Π. Ήταν δυνατό η οπτική του μνήμη και η φαντασία του να παρέμεναν άθικτες; Του ζήτησα να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει σε μια από τις πλατείες της πόλης από το βόρειο μέρος της, να τη διασχίζει στη φαντασία ή τη μνήμη του και να μου λέει τα κτήρια που θα πέρναγε περπατώντας. Απαρίθμησε τα κτήρια στα δεξιά του αλλά κανένα στα αριστερά του. Του ζήτησα μετά να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει στην πλατεία από το νότο. Και πάλι ανέφερε μόνο τα κτήρια που βρίσκονταν στα δεξιά του, παρόλο που ήταν ακριβώς αυτά που είχε παραλείψει προηγουμένως. Τα κτήρια που είχε προηγουμένως «δει» μέσα του δεν αναφέρονταν τώρα·πιθανώς δεν τα «έβλεπε» πια. Ήταν φανερό ότι οι δυσκολίες που είχε με την αριστερή του πλευρά αναφέρονταν τόσο στον εσωτερικό του,όσο και στον εξωτερικό κόσμο, διχοτομώντας τόσο την οπτική του μνήμη, όσο και τη φαντασία του.  
Τι συνέβαινε, σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με τις εσωτερικές του εικόνες, τη δυνατότητα εσωτερικής απεικόνισης; Έχοντας στο μυαλό μου τη σχεδόν ψευδαισθησιακή ένταση με την οποία ο Τολστόι αναπαριστά τους χαρακτήρες του και τους δίνει ζωή, ρώτησα το δρ Π. για την Άννα Καρένινα.
Θυμόταν τα γεγονότα χωρίς καμιά δυσκολία, κατείχε απόλυτα την πλοκή, αλλά παρέλειπε εντελώς τα οπτικά χαρακτηριστικά, τις περιγραφές και τις σκηνές οπτικής δράσης· θυμόταν τα λόγια των ηρώων αλλά όχι τα πρόσωπα τους· ενώ, όταν του το ζητούσα, μπορούσε να παραθέσει με την αξιοθαύμαστη μνήμη του, σχεδόν κατά λέξη, τις περιγραφές στο πρωτότυπο, γινόταν πια φανερό ότι γι' αυτόν ήταν εντελώς άδειες και δεν είχαν κανένα
αισθητηριακό, φαντασιακό ή συγκινησιακό περιεχόμενο. 
 Υπήρχε, λοιπόν, και μια εσωτερική αγνωσία
(Συχνά αναρωτήθηκα για τις οπτικές περιγραφές της Helen Keller κατά πόσο, δηλαδή,δεν είναι, παρ' όλη την ευγλωττία τους, κατά κάποιο τρόπο κενές με τον τρόπο του δρ Π.    Κατά πόσο μέσα από τη μεταφορά των εικόνων από τον απτικό χώρο στον οπτικό ή —ακόμα πιο εκπληκτικό— από το λεκτικό και το μεταφορικό χώρο στον αισθητηριακό και τον οπτικό, έφτανε σε μια τέτοια δύναμη οπτικής αναπαράστασης, αν και ο οπτικός της φλοιός δεν είχε ποτέ δεχτεί άμεσα ερεθίσματα από τα μάτια. Αλλά στην περίπτωση του δρ Π. ήταν ακριβώς ο φλοιός που είχε καταστραφεί, η οργανική προϋπόθεση κάθε εικονογραφικής αναπαράστασης. Είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό ότι δεν έβλεπε πια τα όνειρά του σε εικόνες, αλλά το «μήνυμα» των ονείρων μεταφερόταν με μη οπτικούς όρους )

Ήταν σαφές, όμως, ότι αυτό συνέβαινε μόνο με μερικά είδη νοερής απεικόνισης. Η απεικόνιση προσώπων και σκηνών, αφήγησης και πλοκής που αναφέρονταν στην όραση ήταν βαθιά διαταραγμένη, σχεδόν απούσα. Αλλά η απεικόνιση των σχημάτων ήταν άθικτη, ίσως και ενισχυμένη. Έτσι, όταν άρχισα μαζί του μια νοερή παρτίδα σκακιού, δεν είχε καμιά δυσκολία να αναπαραστήσει τη σκακιέρα ή τις κινήσεις και δε συνάντησε καμιά δυσκολία στο να με κατατροπώσει ολοκληρωτικά.
Ο Luria έλεγε για τον Zazetsky ότι είχε χάσει εντελώς την ικανότητα του να παίζει παιχνίδια, αλλά ότι η «παραστατική του φαντασία» ήταν άθικτη. Ο Zazetsky και ο δρ Π. ζούσαν σε κόσμους κατοπτρικούς. Αλλά η πιο θλιβερή διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι, όπως είπε ο Luria, οZazetsky «αγωνιζόταν για να ξανακερδίσει τις χαμένες του ικανότητες με την αδάμαστη επιμονή του καταδικασμένου», ενώ ο δρ Π. δεν αγωνιζόταν, γιατί δεν ήξερε τι είχε χαθεί, και στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν ότι κάτι είχε χαθεί, 
Αλλά ποιος ήταν ο πιο τραγικός καταραμένος: ο άνθρωπος που το ήξερε ή ο άνθρωπος που το αγνοούσε;

Όταν η εξέταση τέλειωσε, η κ. Π. μας φώναξε στο τραπέζι, όπου υπήρχε καφές και μια υπέροχη ποικιλία γλυκισμάτων. Λαίμαργα και μουρμουρίζοντας κάτι, ο δρ Π. όρμησε στα γλυκίσματα. Γοργά, με άνετες κινήσεις, χωρίς σκέψη, τράβηξε τους δίσκους προς το μέρος του και έπαιρνε γλυκίσματα από δω κι από κει και τα καταβρόχθιζε με ένα σχεδόν μελωδικό τρόπο, σαν να «τραγουδούσε» την τροφή του, μέχρις ότου ξαφνικά υπήρξε μια διακοπή: ένα βαρύ, επιτακτικό τακ τακ στην πόρτα. 
Αιφνιδιασμένος, ξαφνιασμένος, καθηλωμένος από τη διακοπή, ο δρ Π. σταμάτησε να τρώει και κάθισε παγωμένος, ακίνητος, στο τραπέζι με μια αδιάφορη, τυφλή σύγχυση στο πρόσωπο του. Κοιτούσε χωρίς πια να βλέπει το τραπέζι: δεν το αντιλαμβανόταν πλέον σαν ένα τραπέζι φορτωμένο με γλυκίσματα. 
Η γυναίκα του του έβαλε λίγο καφέ: το άρωμα ερέθισε τη μύτη του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα.Η μελωδία του γεύματος του συνεχίστηκε. Αναρωτιόμουνα πώς ήταν δυνατό να κάνει ο,τιδήποτε. Τι συνέβαινε όταν ντυνόταν, όταν πήγαινε στην τουαλέτα, όταν έκανε μπάνιο; Ακολούθησα τη γυναίκα του στην κουζίνα και τη ρώτησα πώς κατάφερνε, για παράδειγμα, να ντυθεί 

— Είναι ακριβώς όπως όταν τρώει, μου εξήγησε. Του βάζω τα συνηθισμένα του ρούχα στις συνηθισμένες τους θέσεις και ντύνεται χωρίς δυσκολία, τραγουδώντας μόνος του. Αλλά αν κάτι τον διακόψει, χάνει το νήμα και σταματά εντελώς, δε γνωρίζει τα ρούχα του ή και το ίδιο του το σώμα. Τραγουδά συνέχεια, τραγούδια του φαγητού, τραγούδια του μπάνιου, τραγούδια για τα πάντα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αν δεν το κάνει τραγούδι.
Ενώ μιλούσαμε, την προσοχή μου τράβηξαν οι πίνακες ζωγραφικής  στον τοίχο  

— Ναι, με πρόλαβε η κ. Π., ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος, όσο και τραγουδιστής. Η Σχολή εξέθετε τα έργα του κάθε χρόνο.Τους περιεργάστηκα αργά· ήταν τοποθετημένοι με χρονολογική σειρά. Όλη η πρώιμη δουλειά του ήταν νατουραλιστική και ρεαλιστική, με παραστατική διάθεση και ατμόσφαιρα, αλλά με προσεγμένη και ρεαλιστική λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι πίνακες γίνονταν λιγότερο παραστατικοί, λιγότερο συγκεκριμένοι, λιγότερο ρεαλιστικοί και νατουραλιστικοί, αλλά πολύ περισσότερο αφηρημένοι,ακόμα και γεωμετρικοί και κυβιστικοί. Στο τέλος, οι τελευταίοι του πίνακες γίνονταν παράλογοι, ή τουλάχιστον παράλογοι για μένα, απλές χαώδεις γραμμές και κηλίδες μπογιάς. Το σχολίασα στην κ. Π.

— Α, εσείς οι γιατροί είστε τόσο ακαλλιέργητοι! αναφώνησε. Δεν μπορείτε να δείτε την
καλλιτεχνική εξέλιξη, πώς εγκατέλειψε το ρεαλισμό της πρώιμης περιόδου του και προχώρησε στην αφηρημένη, τη μη παραστατική τέχνη;

Όχι, δεν είναι αυτό, είπα στον εαυτό μου (αλλά απέφυγα να το πω στην καημένη την κ. Π.). Πράγματι, είχε. μετακινηθεί από το ρεαλισμό στο μη παραστατικό, στο αφηρημένο, δεν ήταν, όμως, ο καλλιτέχνης που εξελισσόταν, αλλά η παθολογία που προχωρούσε, οδεύοντας προς μια βαθιά οπτική αγνωσία, μέσα στην οποία η παραστατική δύναμη και  η φαντασία, η έννοια του συγκεκριμένου και η έννοια της πραγματικότητας χάνονταν και καταστρέφονταν. Αυτός ο τοίχος με τους πίνακες ήταν μία τραγική παθολογική έκθεση, μια έκθεση που ανήκε στο χώρο της νευρολογίας και όχι της τέχνης.Και όμως αναρωτήθηκα αν η κ. Π. δεν είχε εν μέρει δίκιο. Γιατί συχνά υπάρχει ένας αγώνας, και κάποτε, ακόμη περισσότερο,  μια σύγκρουση που φέρνει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της παθολογίας και της δημιουργίας. Ίσως στη διάρκεια της κυβιστικής του περιόδου να συνυπήρχαν η καλλιτεχνική και η παθολογική ανάπτυξη και να συγκρούονταν για να γεννήσουν μια πρωτότυπη μορφή· χάνοντας στο χώρο του συγκεκριμένου, κέρδιζε στο χώρο του αφηρημένου, αναπτύσσοντας μια μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι σε όλα τα δομικά στοιχεία της γραμμής, τα όρια, το περίγραμμα, αποκτώντας μια δύναμη σύλληψης σχεδόν ανάλογη ενός Πικάσο, για να βλέπει και να ζωγραφίζει αυτά τα αφηρημένα σύνολα, ενσωματωμένα και κανονικά χαμένα μέσα στο συγκεκριμένο...
μολονότι, στους τελευταίους πίνακες, φοβόμουν ότι υπήρχε μόνο χάος και αγνωσία.

Επιστρέψαμε στο μεγάλο δωμάτιο της μουσικής, με το Bosendorfer   στη μέση, όπου ο δρ Π. μουρμούριζε πάντα πάνω από την τελευταία τάρτα.

— Λοιπόν, δρ Sacks, μου είπε, απ' ό,τι καταλαβαίνω με βρίσκετε ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μπορείτε να μου πείτε τι βρίσκετε ότι δεν πάει καλά και να μου συστήσετε κάτι;

— Δεν μπορώ να σας πω τι δεν πάει καλά, απάντησα, αλλά θα σας πω τι βρίσκω εντάξει. Είστε ένας εξαίρετος μουσικός και η μουσική είναι η ζωή σας. Σε μια περίπτωση σαν τη δική σας, αυτό που θα συνέστηνα θα ήταν μια ζωή που να αποτελείται ολοκληρωτικά από μουσική. Η μουσική υπήρξε το κέντρο της ζωής σας, τώρα κάντε ολόκληρη τη ζωή σας μουσική.

Αυτά συνέβησαν εδώ και τέσσερα χρόνια· ποτέ δεν τον ξαναείδα, συχνά, όμως, αναρωτήθηκα για το πώς αντιλαμβανόταν τον κόσμο, δεδομένης της περίεργης απώλειας της εικόνας, της παραστατικής δύναμης του, και, από την άλλη, της τέλειας διατήρησης μιας έξοχης μουσικότητας. 
Πιστεύω ότι η μουσική γι' αυτόν είχε πάρει τη θέση της εικόνας. Δεν είχε εικόνα του σώματός του, είχε μουσική του σώματος του: γι' αυτό μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με την ευχέρεια που είχε,αλλά σταμάταγε εντελώς μπερδεμένος, αν αυτή η «εσωτερική μουσική» σταματούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τον εξωτερικό του κόσμο*...
(Έτσι, όπως έμαθα αργότερα από τη γυναίκα του, αν και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους μαθητές του όσο έμεναν ακίνητοι, αν έμεναν απλές «εικόνες», τους αναγνώριζε ξαφνικά μόλις κινούνταν. «Αυτός είναι ο Καρλ!» φώναζε. «Γνωρίζω τις κινήσεις του, τη μουσική του κορμιού του»)


Στο βιβλίο του  ''Ο κόσμος σαν αναπαράσταση και βούληση,''
ο Σοπενάουερ χαρακτηρίζει τη μουσική σαν «καθαρή βούληση». 
Φαντάζομαι πόσο θα τον συνάρπαζε ο δρ Π., ένας άνθρωπος που είχε εντελώς χάσει τον κόσμο σαν αναπαράσταση, έχοντάς τον, όμως, διατηρήσει σαν μουσική ή σαν βούληση.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ευτυχώς μέχρι το τέλος, γιατί, παρά τη βαθμιαία πρόοδο της νόσου (ένας μεγάλος όγκος ή μια εκφυλιστική διαδικασία στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου του), ο δρ Π. έζησε και δίδαξε μουσική μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.


 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Πώς να εξηγήσει κανείς την παράδοξη αυτή ανικανότητα του δρ Π.να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει ένα γάντι σαν ένα γάντι; 
Είναι φανερό ότι αδυνατούσε να κάνει μια γνωστικής φύσης κρίση, αν και ήταν παραγωγικότατος σε γνωστικές υποθέσεις. Η «κρίση» είναι μια ιδιότητα διαισθητική, προσωπική, περιεκτική και συγκεκριμένη, «βλέπουμε» πώς στέκονται τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο και σε σχέση με τον εαυτό τους. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση, αυτή η συσχέτιση, έλειπαν στο δρ Π. (παρότι η κρίση του, σ' όλες τις άλλες σφαίρες, ήταν άμεση και φυσιολογική). 
Οφειλόταν αυτό στην έλλειψη οπτικής πληροφορίας ή σε μια ελαττωματική επεξεργασία της οπτικής πληροφορίας; (Αυτή την εξήγηση θα έδινε ένας κλασικός, μηχανιστής νευρολόγος.) Ή υπήρχε κάτι το λανθασμένο στην ίδια τη στάση του δρ Π.,ώστε να μην μπορεί να συμμετάσχει σ' αυτό που έβλεπε;
Αυτές οι εξηγήσεις, ή τρόποι εξήγησης, δεν αλληλαποκλείονται· θα μπορούσαν, από διαφορετικούς δρόμους, να συνυπάρχουν και να είναι και οι δύο αληθινές. Και αυτό είναι κάτι το αποδεκτό στην κλασική νευρολογία, είτε λέγεται ρητά είτε υπονοείται σιωπηρά: υπονοείται από τον Macrae, όταν θεωρεί ανεπαρκή την εξήγηση περί εκπτωτικών σχημάτων ή περί ελαττωματικής οπτικής επεξεργασίας και απαρτίωσης· διατυπώνεται ρητά από τον Goldstein, όταν μιλάει για την «αφαιρετική στάση». Αλλά η αφαιρετική στάση, που επιτρέπει την «κατηγοριοποίηση», επίσης δεν προσφέρει κάποια εξήγηση στην περίπτωση του δρ Π. και ίσως ούτε και η έννοια της «κρίσης» γενικά. Διότι ο δρ Π.είχε αφαιρετική στάση και στην πραγματικότητα αυτό ήταν και το μόνο που είχε. Και ακριβώς αυτή η παράλογη αφαιρετικότητα της στάσηςτου —παράλογη γιατί αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο - τον καθιστούσε ανίκανο να αντιλαμβάνεται την ταυτότητα ή τα επιμέρους, τον έκανε ανίκανο να κρίνει.

Περιέργως, η νευρολογία και η ψυχολογία, αν και μιλάνε για οτιδήποτε άλλο, σχεδόν ποτέ δε μιλάνε για «κρίση» και, εντούτοις, είναι ακριβώς η κατάρρευση της κρίσης (είτε σε ειδικούς τομείς, όπως συνέβαινε με το δρ Π. είτε συνολικότερα, όπως σε ασθενείς με σύνδρομο Korsakov ή σύνδρομο μετωπιαίου λοβού· βλέπε πιο κάτω τα κεφάλαια 12 και 13) που αποτελεί την ουσία τόσων πολλών νευροψυχολογικών διαταραχών. 

Η κρίση και η ταυτότητα μπορεί να υφίστανται σοβαρές διαταραχές, αλλά η νευροψυχολογία ποτέ δε μιλά γι' αυτές.  Και, εντούτοις, είτε από φιλοσοφική άποψη (την άποψη του Καντ) είτε από εμπειρική και εξελικτική άποψη, η κρίση είναι η πιο σημαντική ιδιότητα που διαθέτουμε. Ένα ζώο, ή ένας άνθρωπος, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς «αφαιρετική στάση», αλλά θα εξαφανιστεί σε πολύ μικρό χρόνο, αν στερηθεί την κρίση. Η κρίση πρέπει να θεωρείται σαν η  πρώτη ιδιότητα της ανώτερης ζωής ή του νου και, εντούτοις, αγνοείται  ή ερμηνεύεται λανθασμένα από την κλασική (υπολογιστική) νευρολογία. 

Και αν αναρωτηθούμε πώς ένας τέτοιος παραλογισμός είναι δυνατός, θα βρούμε την απάντηση στις βάσεις ή στην εξέλιξη της ίδιας της νευρολογίας. 
Γιατί η κλασική νευρολογία (σαν την κλασική φυσική)  υπήρξε πάντοτε μηχανιστική, από τα μηχανικά ανάλογα του Hughlins Jackson ως τις αναλογίες με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που προκρίνονται σήμερα.  Φυσικά ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή
και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα πάντα στην κλασική νευρολογία είναι σωστά. 

Αλλά οι ψυχικές διαδικασίες που συνιστούν το είναι και τη ζωή μας δεν είναι απλά αφαιρετικές και μηχανικές, αλλά είναι εξίσου προσωπικές, και σαν τέτοιες περιλαμβάνουν όχι μόνο την ταξινόμηση και την κατηγοριοποίηση, αλλά και τη διαρκή κρίση και το συναίσθημα. Αν αυτό λείπει, μετατρεπόμαστε σε υπολογιστικές μηχανές, όπως ήταν ο δρ Π. Και αν με την ίδια κίνηση απαλείψουμε το συναίσθημα και την κρίση, το προσωπικό στοιχείο, από τις γνωστικές επιστήμες, τις μειώνουμε σε κάτι τόσο ελαττωματικό, όσο ο δρ Π., και ελαχιστοποιούμε τη δυνατότητα σύλληψης του συγκεκριμένου και του πραγματικού.
Είναι κωμική όσο και τρομαχτική η αναλογία της σύγχρονης μας νευρολογίας και ψυχολογίας με τον καημένο το δρ Π. Το συγκεκριμένο και το πραγματικό μάς είναι αναγκαία, όπως και σε αυτόν,
και αποτυγχάνουμε να τα δούμε, όπως αποτύγχανε και αυτός. 
Οι γνωστικές μας επιστήμες υποφέρουν οι ίδιες από μια αγνωσία, στην ουσία της όμοια με αυτή του δρ Π. 

Ο δρ Π. μπορεί, λοιπόν, να χρησιμεύει σαν μια προειδοποίηση και μια παραβολή γι' αυτό που συμβαίνει σε μία επιστήμη όταν χάνει το κριτικό της στοιχείο, το ατομικό και το προσωπικό στοιχείο, και γίνεται ολοκληρωτικά αφαιρετική και υπολογιστική. 
Υπήρξε για μένα πάντα λυπηρό το γεγονός ότι, λόγω συνθηκών ανεξάρτητων από τη θέληση μου, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, είτε για να συνεχίσω τις παρατηρήσεις και την έρευνα, όπως αυτές που περιέγραψα εδώ, είτε απλώς για να εξακριβώσω την παθολογία της νόσου.   Έχει κανείς πάντα το φόβο ότι μία περίπτωση είναι «μοναδική», ειδικά αν είναι τόσο εξαιρετική σαν του δρ Π. 
Αισθάνθηκα, λοιπόν, μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση που συνδυαζόταν με ανακούφιση, όταν, αρκετά τυχαία, βρήκα, φυλλομετρώντας το περιοδικό  Brain του 1956, μία λεπτομερή περιγραφή μιας καταπληκτικά όμοιας 
νευροψυ-χολογικά και φαινομενολογικά περίπτωσης (ίδιας, θα έλεγα), παρότι η
  υποκείμενη παθολογία (ένας οξύς κρανιακός τραυματισμός) και οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι συγγραφείς μιλάνε για την περίπτωσή τους σαν «μοναδική στη γραπτή ιστορία αυτής της διαταραχής και προφανώς δοκίμασαν την ίδια έκπληξη με μένα μπροστά στα ίδια τους τα ευρήματα*   
Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο πρωτότυπο άρθρο των Macrae και Trolle (1956), του οποίου παραθέτω εδώ μία σύντομη παράφραση με αποσπάσματα από το πρωτότυπο.

* Μόνο αφού ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο, βρήκα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια  μάλλον εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από την οπτική αγνωσία γενικά και την προσωπα-γνωσία ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, είχα πρόσφατα τη μεγάλη ευχαρίστηση να συναντή-σω το δρ Andrew Kertesz ο οποίος δημοσίευσε μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς μελέτες ασθενών με τέτοιες αγνωσίες (βλ. για παράδειγμα το άρθρο του γύρω από την οπτική αγνωσία, Kertesz 1979). Ο δρ Kertesz μου ανέφερε την περίπτωση ενός αγρότη που είχε αναπτύξει μια προσωπαγνωσία που δεν του επέτρεπε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα των αγελάδων του, και ενός άλλου ασθενούς, υπαλλήλου στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που πήρε το είδωλό του στον καθρέφτη για το διόραμα ενός πιθήκου. Όπως στην περίπτωση του δρ Π., έτσι και με τον ασθενή των Macrae και Trolle, αυτό το τόσο παράλογο λάθος γίνεται ειδικά στην αντίληψη του έμψυχου. Οι A.R. και Η. Damasio (βλ. άρθρο στο Mesulam 1985. σελ. 259-288, ή βλ. παρακάτω στο υστερόγραφο του κεφαλαίου 8) έχουν αρχίσει μία  λεπτομερή μελέτη των αγνωσιών γενικά και της οπτικής διεργασίας γενικότερα 
Ο ασθενής τους ήταν ένας νέος άντρας 32 ετών, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, με ένα κώμα τριών εβδομάδων «...παραπονιόταν μόνο για μια ανικανότητα να αναγνωρίσει πρόσωπα ακόμα και τα πρόσωπα της γυναίκας και των παιδιών του». Ούτε ένα πρόσωπο δεν του ήταν «οικείο», αν και υπήρχαν τρία πρόσωπα που μπορούσε να αναγνωρίσει· ήταν συνάδελφοι από τη δουλειά του: ο ένας με ένα τικ στο μάτι, ο άλλος με μία μεγάλη κρεατοελιά στο μάγουλο και ο τρίτος «επειδή ήταν τόσο ψηλός και αδύνατος, που δεν έμοιαζε με κανέναν». 

Ο καθένας από αυτούς, συμπεραίνουν οι Macrae και Trolle, «αναγνωριζόταν αποκλειστικά από το μοναδικό έντονο χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε». Γενικά, όμως (όπως ο δρ Π.), αναγνώριζε τους γνώριμους του μόνο από τις φωνές τους. Δυσκολευόταν ακόμα και να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη, όπως με λεπτομέρειες περιγράφουν οι Macrae και Trolle: «Συχνά στην πρώιμη φάση της ανάρρωσης του, ιδιαίτερα όταν ξυριζόταν, ρωτούσε αν το πρόσωπο που τον κοιτούσε ήταν όντως το δικό του και αν και ήξερε, από τα φυσικά χαρακτηριστικά του, πως δεν μπορούσε να είναι κανένα άλλο, σε πολλές περιπτώσεις έκανε γκριμάτσες ή έβγαζε τη γλώσσα του «ίσα για να σιγουρευτεί». Μελετώντας προσεχτικά το πρόσωπό του στον καθρέφτη, άρχισε σιγά σιγά να το αναγνωρίζει αλλά «όχι στη στιγμή», όπως στο παρελθόν βασιζόταν στα μαλλιά και στο περίγραμμα του προσώπου, καθώς και σε δύο μικρές ελιές στο αριστερό του μάγουλο.
Γενικά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα αντικείμενα «με μια ματιά», αλλά έπρεπε να ψάξει και να μαντέψει από ένα ή δύο χαρακτηριστικά·κάπου κάπου οι εκτιμήσεις του ήταν παράλογα εσφαλμένες, Ιδιαίτερα,σημειώνουν οι συγγραφείς, υπήρχε δυσκολία με τα έμψυχα.  Από την άλλη μεριά, απλά σχηματικά αντικείμενα —ψαλίδι, ρολόι,κλειδί κ.λπ.— δεν παρουσίαζαν δυσκολίες. Οι Macrae και Trolle σημειώνουν επίσης:
 «Η 
τοπογραφική μνήμη του ήταν παράξενη: υπήρχε το φαινομενικό παράδοξο ότι μπορούσε να βρει το δρόμο του από το σπίτι του στο νοσοκομείο και γύρω από αυτό, αλλά δεν μπορούσε να δώσει τα ονόματα των δρόμων που συναντούσε στην πορεία (αντίθετα από το δρ Π., παρουσίαζε και κάποια αφασία) και δε φαινόταν να σχηματίζει εικόνα της τοπογραφίας»
Ήταν φανερό, επίσης, ότι οι οπτικές μνήμες που είχε για τους ανθρώπους, ακόμα και πολύ παλιά, πριν από το ατύχημα, ήταν σοβαρά εξασθενημένες· υπήρχε η ανάμνηση της συμπεριφοράς, ή ίσως κάποιας ιδιομορφίας, αλλά όχι της οπτικής εμφάνισης ή του προσώπου. Ανάλογα, όταν τον ρωτούσαν προσεχτικά, γινόταν φανερό ότι δεν έβλεπε πια εικόνες στα όνειρά του. 
Έτσι, όπως συνέβαινε και με το δρ. Π,  δεν ήταν μόνο η οπτική αντίληψη αλλά η οπτική φαντασία και μνήμη, ουσιαστικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις της οπτικής αναπαράστασης, που ήσαν καταστραμμένες σε αυτό τον ασθενή, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσαν το προσωπικό στοιχείο, το οικείο, το συγκεκριμένο.

Ένα τελευταίο, χιουμοριστικό σημείο. Εκεί όπου ο δρ Π. θα μπέρδευε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ο άρρωστος του Macrae, το ίδιο ανίκανος να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, είχε ανάγκη, για να την αναγνωρίσει, από ένα ιδιαίτερο οπτικό σημάδι,
όπως «...ένα ευδιάκριτο είδος ρούχου, όπως ένα μεγάλο καπέλο»



Kεφ 1 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, 
μτφ Κώστα Ποτάγας.
                                                                                                    Επόμενο Κεφάλαιο  







Oliver Sacks - Απώλειες



Οι βασικοί όροι της νευρολογίας είναι η λέξη «έλλειμμα» ή αλλιώς «έκπτωση» (και «εκπτωτικά συμπτώματα») και σημαίνουν μια διαταραχή ή μια ανεπάρκεια της νευρολογικής λειτουργίας: απώλεια της γλώσσας, απώλεια της μνήμης, απώλεια της όρασης, απώλεια της δεξιοτεχνίας, απώλεια της ταυτότητας και μυριάδες άλλων «εκπτωτικών καταστάσεων» και απωλειών εξειδικευμένων λειτουργιών (ή ιδιοτήτων). 


Για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες (ένας άλλος ευνοούμενος όρος της νευρολογίας) διαθέτουμε στερητικές λέξεις κάθε είδους —αφωνία, αφημία, αφασία, αλεξία, απραξία, αγνωσία, αμνησία, αταξία— μια λέξη για κάθε εξειδικευμένη νευρική ή ψυχική λειτουργία από την οποία, εξαιτίας της ασθένειας, του τραυματισμού ή μιας ελλειμματικής ανάπτυξης, μπορεί να βρεθούμε στερημένοι.
Η επιστημονική μελέτη της σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου άρχισε στα 1861, όταν ο Broca, στη Γαλλία, βρήκε ότι οι ειδικές δυσκολίες στην εκπομπή της ομιλίας, η αφασία, ακολουθούσαν συστηματικά την καταστροφή ενός ιδιαίτερου τμήματος του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο στη νευρολογία του εγκεφάλου η οποία κατέστησε δυνατή, με την πάροδο των δεκαετιών, τη «χαρτογράφηση» του και την απόδοση εξειδικευμένων δυνατοτήτων —γλωσσικών, διανοητικών, αντιληπτικών κ.ά.— σε εξίσου εξειδικευμένα «κέντρα» του εγκεφάλου. Προς το τέλος του αιώνα, όμως, είχε γίνει φανερό πια σε πιο οξείς παρατηρητές —και πάνω από όλους στον Freud, στο βιβλίο του Αφασία—  ότι αυτός ο τύπος χαρτογράφησης ήταν υπερβολικά απλός, καθώς όλες οι ψυχικές επιδόσεις έχουν μια εγγενή εσωτερική δόμηση και πρέπει να έχουν μια εξίσου πολύπλοκη φυσιολογική βάση.   
Ο Freud διαισθάνθηκε αυτή την αλήθεια,ειδικότερα όσο αφορά ορισμένες συγκεκριμένες διαταραχές της αναγνώρισης και της αντίληψης, διαταραχές για τις οποίες έπλασε τον όρο  «αγνωσία». Πίστευε ότι κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής κατανόησης της αφασίας ή της αγνωσίας θα απαιτούσε μια νέα και πιο σύνθετη επιστήμη.

Η νέα επιστήμη της μελέτης του εγκεφάλου/νου, που προείδε ο Freud, ήρθε στη ζωή στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου,στη Ρωσία, σαν μια από κοινού δημιουργία του Α. R. Luria (και του πατέρα του, R. Α. Luria), του Leontev, του Anokhin, του Bernstein και άλλων, που της έδωσαν το όνομα «Νευροψυχολογία». Η ανάπτυξη αυτής της άπειρα καρποφόρας επιστήμης υπήρξε το έργο ζωής του Α. R. Luria. Στη Δύση έφτασε με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αν σκεφτούμε την επαναστατική της σημασία. Η συστηματική της ανάπτυξη έγινε σε ένα μνημειώδες βιβλίο, το
Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του  ανθρώπου (Higher Cortical Functions in Man, αγγλική μετάφραση 1966) και, με έναν εντελώς αλλιώτικο τρόπο, σε μια βιογραφία ή «παθογραφία», στο
Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο (The Man with a Shattered World,  αγγλική μετάφραση 1972). 

Παρότι αυτά τα βιβλία ήταν σχεδόν τέλεια στο είδος τους, υπήρχε ένας ολόκληρος τομέας που ο Luria δεν άγγιξε. Στις Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου  εξετάζονται αποκλειστικά οι λειτουργίες που ανήκουν στη δικαιοδοσία του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου· ο Zazetsky αντίστοιχα, ο ήρωας του Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο, είχε μια τεράστια  βλάβη στο αριστερό του ημισφαίριο, ενώ το δεξιό ήταν άθικτο. 

Πράγματι, ολόκληρη η ιστορία της νευρολογίας και της νευροψυχολογίας μπορεί να συνοψιστεί στην ιστορία της έρευνας του αριστερού ημισφαιρίου.   Ένας σημαντικός λόγος για την παραμέληση του
δεξιού ή «ελάσσονος ημισφαιρίου», όπως ονομαζόταν πάντα, είναι η δυσκολία με την οποία τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε σχέση με την ευκολία επίδειξης των συνεπειών μιας οποιασδήποτε βλάβης με ποικίλη εντόπιση, πάντα, όμως, στο αριστερό ημισφαίριο. Γινόταν η υπόθεση, συνήθως σε έναν περιφρονητικό τόνο, ότι το δεξιό ημισφαίριο είναι πιο «πρωτόγονο» από το αριστερό που εθεωρείτο σαν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης εξέλιξης. Και κατά μια έννοια αυτό είναι σωστό: το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο πολύπλοκο και πιο εξειδικευμένο και αποτελεί ένα πολύ πρόσφατο απόκτημα της εξέλιξης των πρωτευόντων και ειδικά του ανθρώπινου εγκεφάλου. 

Από την άλλη μεριά, το δεξιό ημισφαίριο είναι εκείνο που έχει κάτω από τον έλεγχό του τις κρίσιμες εκείνες δυνάμεις με τις οποίες αναγνωρίζεται η πραγματικότητα, δυνάμεις απαραίτητες για την επιβίωση του κάθε ζωντανού οργανισμού. 

Το αριστερό ημισφαίριο, σαν ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος προσαρτημένος στο βασικό εγκέφαλο της δημιουργίας,προορίζεται για την επεξεργασία προγραμμάτων και σχηματικών συλλήψεων παρόμοια, η κλασική νευρολογία είχε σαν κύρια ασχολία της τις σχηματικές αναπαραστάσεις σε βάρος της πραγματικότητας, έτσι που όταν τελικά ήρθαν σε φως μερικά από τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, θεωρήθηκαν εντελώς αλλόκοτα.   Στο παρελθόν είχαν γίνει κάποιες απόπειρες —για παράδειγμα από τον Anton στη δεκαετία του 1890 και από τον Potzl στα 1928— προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του δεξιού ημισφαιρίου, αλλά και αυτές, εντελώς παράδοξα, αγνοήθηκαν. Σε ένα από τα τελευταία του βιβλία, το  The Working Brain,
ο Luria αφιέρωσε ένα σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον τμήμα στα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, καταλήγοντας:

«Αυτά τα ελλείμματα, που προς το παρόν δεν έχουν καθόλου μελετηθεί,μας οδηγούν σε ένα από τα πιο βασικά προβλήματα, το ρόλο του δεξιού ημισφαιρίου στην άμεση συνείδηση... Η μελέτη αυτού του τεράστιας σημασίας τομέα έχει μέχρι τώρα αγνοηθεί... Θα αναλυθεί λεπτομερώς σε μια ειδική σειρά άρθρων... που η δημοσίευση τους ετοιμάζεται».

Πράγματι, ο Luria έγραψε τελικά μερικά από αυτά τα άρθρα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του, όταν πια ήταν θανάσιμα άρρωστος. Δεν πρόλαβε να τα δει να δημοσιεύονται και ούτε άλλωστε δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Ρωσία. Τα έστειλε στον R. L. Gregory στην Αγγλία και θα δημοσιευτούν στο βιβλίο του Gregory  Oxford Companion to the Mind.

Στις βλάβες του δεξιού ημισφαιρίου, οι δυσκολίες που ο ασθενής αντιμετωπίζει στον εσωτερικό του κόσμο συμπορεύονται με τις εξωτερικές δυσκολίες. Σέ ασθενείς με ορισμένα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου δεν είναι απλά δύσκολο, είναι αδύνατο να αντιληφθούν την ίδια την ύπαρξη των προβλημάτων τους, μια παράξενη και ειδική κατάσταση που ο Babinski αποκάλεσε «ανοσαγνωσία». Είναι ιδιαίτερα δύσκολο, ακόμα και στον πιο οξυδερκή και ευαίσθητο παρατηρητή, να αναπαραστήσει την εσωτερική εικόνα, την «κατάσταση» στην οποία  βρίσκονται αυτοί οι ασθενείς, γιατί πρόκειται για κάτι σχεδόν ασύλληπτο, πολύ μακριά από οτιδήποτε γνώρισε ποτέ αυτός ο ίδιος. Αντίθετα,τα σύνδρομα του αριστερού ημισφαιρίου μπορεί κανείς να τα φανταστεί σχετικά εύκολα. 



Παρότι, λοιπόν, τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου είναι όσο συχνά και του αριστερού —δε θα υπήρχε κανένας λόγος να μην είναι—
συναντάμε μέσα στη νευρολογική και νευροψυχολογική  φιλολογία χίλιες περιγραφές συνδρόμων του αριστερού ημισφαιρίου για καθεμιά περιγραφή ενός συνδρόμου του δεξιού ημισφαιρίου. 

Μοιάζει σαν τέτοια σύνδρομα να ήταν ξένα προς το όλο κλίμα της νευρολογίας. Ξένα σε τέτοιο βαθμό, που να απαιτούν έναν εντελώς νέο τύπο νευρολογίας, μια «προσωποποιημένη» ή, όπως προτιμούσε να την αποκαλεί ο Luria, μια «ρομαντική» επιστήμη·
γιατί σε αυτά ακριβώς μας αποκαλύπτεται το φυσικό υπόστρωμα της προσωπικότητας, του Εγώ


Ο Luria πίστευε ότι η ιδανική εισαγωγή για μια επιστήμη αυτού του είδους θα ήταν μια ιστορία, το λεπτομερές ιστορικό ενός ανθρώπου με μια βαθιά διαταραχή του δεξιού ημισφαιρίου, ένα ιστορικό που θα ήταν το άμεσο συμπλήρωμα και ο αντίποδας του Ανθρώπου με το θρυμματισμένο κόσμο.

Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα μου έγραφε:

 «Δημοσιεύστε τέτοιες ιστορίες και αν ακόμα πρόκειται για απλά σκαριφήματα. Πρόκειται για ένα χώρο ιδιαίτερα εντυπωσιακό». 


Ομολογώ ότι αυτές οι διαταραχές μού κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, γιατί ανοίγουν δρόμους ή αποκαλύπτουν κόσμους που μόλις υποψιαζόμασταν προηγουμένως, οδηγώντας προς μια πιο ανοιχτή νευρολογία και ψυχολογία, τόσο διαφορετικές από τη μάλλον δύσκαμπτη και μηχανιστική νευρολογία του παρελθόντος.Το ενδιαφέρον μου, λοιπόν, απορροφήθηκε λιγότερο από τα ελλείμματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου και περισσότερο από τις νευρολογικές διαταραχές που προσβάλλουν το ίδιο το Εγώ.    Αυτές οι διαταραχές μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές ποσοτικά κατηγορίες,παίρνοντας τόσο την κατεύθυνση της αναστολής, όσο και της υπερβολικής έξαρσης μιας λειτουργίας, και φαίνεται λογικό να τις εξετάσουμε χωριστά. 

Πρέπει, όμως, να πούμε από την αρχή ότι μια ασθένεια δεν περιορίζεται ποτέ σε μια απλή έλλειψη ή μια υπερβολή, αλλά ότι υπάρχει πάντα μια αντίδραση από τη μεριά του οργανισμού ή του ατόμου που έχει προσβληθεί, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει, να αντικαταστήσει, να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη και να διατηρήσει την ταυτότητά του, όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα που μετέρχεται γι' αυτό: η μελέτη και η επέμβαση πάνω σε αυτά τα μέσα, όσο και πάνω στην πρωτογενή προσβολή του νευρικού συστήματος, αποτελούν ουσιαστικό μέρος του ρόλου μας σαν γιατρών. 

Ο Ivy McKenzie το υποστηρίζει με ιδιαίτερη δύναμη:

«Τι είναι άλλωστε αυτό που συνιστά μια "νοσολογική οντότητα" ή μια "νέα ασθένεια"; 

Ο γιατρός δεν ασχολείται, όπως ο φυσιοδίφης, με ένα ευρύ φάσμα διάφορων οργανισμών θεωρητικά προσαρμοσμένων με ένα μέσο τρόπο σε ένα μέσο περιβάλλον, αλλά με ένα και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο, σαν υποκείμενο τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του».


Αυτή η δυναμική, αυτός ο «αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας», όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα ή τα αποτελέσματα ενός τέτοιου αγώνα, έχει αναγνωριστεί από την ψυχιατρική εδώ και πολύ καιρό και, όπως και άλλα σημεία, συνδυάζεται ιδιαίτερα με τη δουλειά του  Freud. 


Για παράδειγμα, ο Freud έβλεπε τις παραισθήσεις της παράνοιας όχι σαν πρωτογενή φαινόμενα αλλά σαν απόπειρες (αν και σε λανθασμένο δρόμο) για την αποκατάσταση, για την ανακατασκευή ενός κόσμου παραμορφωμένου, εξαιτίας ενός πλήρους χάους. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, ο Ivy McKenzic έγραψε:

«Η παθολογική φυσιολογία του παρκινσονικού συνδρόμου αποτελεί τη μελέτη ενός οργανωμένου χάους, ενός χάους που προκύπτει στην αρχή από την καταστροφή σημαντικών ενοτήτων και οργανώνεται, στη συνέχεια, με τη διαδικασία της αποκατάστασης επάνω σε μια ασταθή βάση».



Το βιβλίο μου Awakenings  ήταν η έκθεση της μελέτης ενός «οργανωμένου χάους» που προκύπτει από μια μοναδική, αν και πολύμορφη,ασθένεια. Αυτά που ακολουθούν εδώ αποτελούν μια σειρά από παρόμοιες μελέτες γύρω από καταστάσεις «οργανωμένου χάους», προϊόντα μιας μεγάλης ποικιλίας ασθενειών.


Στο πρώτο μέρος, που ακολουθεί αμέσως, με τίτλο «Απώλειες», η πιο σημαντική για μένα περίπτωση είναι   «0 άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο», αυτή η ειδική μορφή οπτικής αγνωσίας. Η  σημασία της είναι θεμελιώδης. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν μια ριζική πρόκληση απέναντι σε ένα από τα πιο εδραιωμένα αξιώματα της κλασικής νευρολογίας: την ιδέα ότι η εγκεφαλική βλάβη, η κάθε  εγκεφαλική βλάβη, καταργεί την «αφηρημένη και κατηγορική στάση» (με τους όρους του Kurt Goldstein), μειώνοντας το άτομο στο επίπεδο του συγκινησιακού και του συγκεκριμένου. (Μια πολύ ανάλογη άποψη είχε διατυπωθεί από τον Hughlins Jackson στη δεκαετία του 1860.) 
Στην περίπτωση του δρ Π., όμως, συναντάμε το εντελώς αντίθετο,
έναν άνθρωπο που έχει χάσει ολοκληρωτικά (έστω και μόνο στη σφαίρα της όρασης) τη δυνατότητα αντίληψης του συγκινησιακού, του συγκεκριμένου, του προσωπικού, του «πραγματικού»... και έχει περιοριστεί στο αφηρημένο και το κατηγορικό, με συνέπειες ιδιαίτερα παράλογες. Τι θα έλεγαν ο Hughlins Jackson και ο Goldstein γι'αυτό;

Πολλές φορές  τους ζήτησα στη φαντασία μου να εξετάσουν το δρ Π., για να τους ρωτήσω μετά: «Λοιπόν, κύριοι! Τι λέτε τώρα;»



Όλιβερ  Σακς

η Εισαγωγή στο πρώτο μέρος  με τίτλο "Απώλειες"
 από το βιβλίο του
"Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο - και άλλες κλινικές ιστορίες"

εκδ Καστανιώτη
μτφ Κώστας Ποτάγας



Όλιβερ Σακς -Πρόλογος στο "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο- και άλλες κλινικές ιστορίες"




Το να μιλάς για αρρώστιες είναι μια διασκέδαση που θυμίζει τις «Χίλιες και Μια Νύχτες». 

WILLIAM OSLER


Ο γιατρός (αντίθετα από το φυσιοδίφη) ασχολείται... με έναν και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο σαν υποκείμενο, τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του.

IVY MCKENZIE





Πρόλογος


«Το τελευταίο πράγμα που βάζει κανείς γράφοντας ένα βιβλίο», παρατηρεί ο Πασκάλ, «είναι αυτό που θα έπρεπε να βάζει πρώτο».   Έτσι, έχοντας γράψει, συγκεντρώσει και δώσει μορφή σε αυτές τις παράξενες ιστορίες, έχοντας επιλέξει έναν τίτλο και δύο προμετωπίδες, πρέπει τώρα να εξετάσω αυτά που έκανα και γιατί τα έκανα.


Η διπλή προμετωπίδα και η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αποσπάσματα της —και τελικά η αντίθεση που ο Ivy McKenzie επισημαίνει ανάμεσα στο γιατρό και το φυσιοδίφη— αντιστοιχεί σε μια προσωπική μου διττότητα: στο ότι αισθάνομαι εγώ ο ίδιος ταυτόχρονα γιατρός και φυσιοδίφης· και ότι ενδιαφέρομαι εξίσου για τις αρρώστιες και για τους ανθρώπους· ίσως, επίσης, γιατί είμαι εξίσου, αν και ατελώς, θεωρητικός και δραματουργός, είμαι εξίσου φτιαγμένος για το επιστημονικό και το ρομαντικό, και βρίσκω συνεχώς και τα δυο στην ανθρώπινη κατάσταση,όσο και στην κατάσταση της αρρώστιας που αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης κατάστασης· και τα ζώα αρρωσταίνουν, αλλά μόνο ο άνθρωπος πέφτει ολόκληρος μέσα στην αρρώστια.   
Η δουλειά μου, η ζωή μου, περιστρέφονται γύρω από τον άρρωστο,αλλά οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους με οδηγούν σε σκέψεις που ίσως σε άλλες καταστάσεις να μην έκανα. Σε τέτοιο βαθμό, που είμαι αναγκασμένος να ρωτήσω, όπως ο Νίτσε: «Όσο αφορά την αρρώστια: δε νιώθουμε σχεδόν τον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτή;» και να αντιλαμβάνομαι τις ερωτήσεις που ανακινεί σαν θεμελιώδεις για την κατανόηση της φύσης.

Σε μόνιμη βάση οι ασθενείς μου με ωθούν σε ερωτήματα και τα ερωτήματα μου με πιέζουν να γυρίσω σε ασθενείς και έτσι, στις ιστορίες ή μελέτες που ακολουθούν, υπάρχει μία διαρκής κίνηση από το ένα στο άλλο.


Μελέτες, σύμφωνοι· γιατί, όμως, διηγήσεις ή περιγραφές περιπτώσεων; 


Ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιστορική αντίληψη της ασθένειας, την ιδέα ότι η αρρώστια έχει μια πορεία από τα πρώτα σημεία που γνωστοποιούν την παρουσία της μέχρι την ακμή ή την κρίση της και την ευτυχή ή μοιραία λύση της. Ο Ιπποκράτης εισήγαγε έτσι το ιστορικό περιπτώσεως, μία περιγραφή, μία απεικόνιση, της φυσικής ιστορίας της νόσου, που εκφράζει ακριβώς η παλιά λέξη «παθολογία». Αυτού του τύπου οι ιστορίες είναι πράγματι μία μορφή φυσικής ιστορίας, αλλά δε μας λένε τίποτα για το άτομο και τη δική του ιστορία· δε μεταφέρουν τίποτε από το πρόσωπο, την εμπειρία του ίδιου του ατόμου, καθώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του και αγωνίζεται για την επιβίωσή του ενάντια σ' αυτή. Δεν υπάρχει «-υποκείμενο» σε ένα περιορισμένο ιστορικό· τα μοντέρνα ιστορικά αναφέρονται στο υποκείμενο με μια βιαστική φράση («θήλυ, τρισωμία 21, με αλφισμό») που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ποντίκι του εργαστηρίου, όσο και σε ένα ανθρώπινο ον. 

Για να ξαναδώσουμε στο ανθρώπινο ον την κεντρική του θέση —το ανθρώπινο υποκείμενο που υποφέρει, βασανίζεται, μάχεται— πρέπει να εμβαθύνουμε ένα ιατρικό ιστορικό στο επίπεδο μιας αφήγησης ή ενός διηγήματος· τότε μόνο έχουμε στη διάθεση μας ένα «ποιος», όπως ένα «τι», ένα αληθινό πρόσωπο, έναν ασθενή σε σχέση με μια αρρώστια,στη σχέση του με το σώμα.

Η ουσία της ύπαρξης του ασθενή σχετίζεται απόλυτα με τις ανώτερες περιοχές της νευρολογίας, όπως και της ψυχολογίας· εδώ η εμπλοκή της προσωπικότητας του ασθενή είναι ουσιαστική, έτσι που η μελέτη της ασθένειας και της ταυτότητας του δεν μπορούν να αποσυνδεθούν. Τέτοιες διαταραχές, καθώς και η περιγραφή και μελέτη τους, συνεπάγονται στην πραγματικότητα μία νέα ειδικότητα που θα έπρεπε να αποκαλέσουμε «νευρολογία της ταυτότητας», γιατί ασχολείται με τις νευρολογικές θεμελιώσεις της προσωπικότητας, με το προαιώνιο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο μυαλό και το νου. Είναι πιθανό το χάσμα ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό να είναι εκ των πραγμάτων ανυπέρβλητο·
παρ' όλα αυτά, οι ιστορίες που αναφέρονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα και στα δυο —και αυτές με συναρπάζουν ιδιαίτερα και αυτές (σε γενικές γραμμές) παρουσιάζω εδώ— μπορεί, παρ' όλα αυτά,να χρησιμεύουν στο να τα φέρουν πιο κοντά, να μας φέρουν ακριβώς επάνω στην τομή του φυσικού μηχανισμού και της ίδιας της ζωής, στη σχέση των φυσιολογικών διαδικασιών με τη βιογραφία.

Η παράδοση των πλούσια ανθρώπινων κλινικών διηγημάτων έφτασε την ακμή της στο 19ο αιώνα και ύστερα παρήκμασε με την επικράτηση μιας απρόσωπης νευρολογικής επιστήμης. 

Ο Luria έγραφε: «Η περιγραφική δύναμη, που ήταν τόσο κοινή στους μεγάλους νευρολόγους και ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, έχει τώρα σχεδόν εξαφανιστεί... Πρέπει να αναβιώσει». Οι τελευταίες του εργασίες, όπως το The Mind of a Mnemonist  και το  Τhe Man with a Shattered World,
είναι απόπειρες αναβίωσης αυτής της χαμένης παράδοσης. 

Έτσι, λοιπόν, τα ιστορικά που παρουσιάζονται σ' αυτό το βιβλίο ξαναγυρνούν στην παλιά παράδοση του 19ου αιώνα για την οποία μιλά ο Luria· στην παράδοση του πρώτου ιατρικού ιστορικού, του Ιπποκράτη· και στην οικουμενική και προ-ιστορική παράδοση την οποία ακολουθούσαν οι ασθενείς πάντα όταν διηγόνταν τις ιστορίες τους στους γιατρούς.

Οι κλασικοί μύθοι περιστρέφονται γύρω από αρχετυπικές μορφές, ήρωες, θύματα, μάρτυρες, πολεμιστές. Οι νευρολογικοί ασθενείς είναι όλα αυτά μαζί και —στις παράξενες διηγήσεις που περιλαμβάνει αυτό το βιβλίο— είναι και κάτι περισσότερο. 
Πώς μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε, μ' αυτούς τους μυθικούς και μεταφορικούς όρους, το «χαμένο ναυτικό» ή τις άλλες παράξενες μορφές αυτού του βιβλίου; Μπορούμε να πούμε πως είναι ταξιδιώτες σε αφάνταστες χώρες, χώρες για τις οποίες αλλιώς δε θα είχαμε την παραμικρή ιδέα ή σύλληψη. Να γιατί οι ζωές τους και τα ταξίδια τους έχουν για μένα μία ποιότητα μυθική, γιατί χρησιμοποίησα την εικόνα του Osler για τις Χίλιες και μια νύχτες  σαν προμετωπίδα και γιατί αισθάνομαι αναγκασμένος να μιλάω για διηγήματα και μύθους, όπως και για ιστορικά περιπτώσεων. Σε τέτοιες περιοχές το επιστημονικό και το μυθιστορηματικό έλκονται και τείνουν να συνυπάρξουν ο Luria αρεσκόταν να μιλά σ' αυτές τις περιπτώσεις για «ρομαντική επιστήμη». Συνυπάρχουν στην τομή του γεγονότος και του μύθου, στην τομή που χαρακτηρίζει (όπως στο βιβλίο μου Awakenings)
τις ζωές των ασθενών που εδώ γίνεται η διήγησή τους.  Αλλά τι γεγονότα!  Τι μύθοι!   Με τι θα μπορούσαμε να τους συγκρίνουμε; Δεν υπάρχουν κατάλληλα πρότυπα, μεταφορές ή μυθικά αρχέτυπα. Έφτασε, άραγε, ο καιρός για νέα σύμβολα, για νέα μυθικά πρότυπα;   Οχτώ από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου έχουν ήδη δημοσιευτεί. «Ο χαμένος ναυτικός», «Χέρια», «Οι Δίδυμοι» και  «Ο αυτιστικός καλλιτέχνης» στη  New York Review of Books  (1984 και 1985), και «Γουίτυ Τίκυ Ρέυ», «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» και «Αναπόληση» στη
London Review of Books  (1981,1983,1984), όπου μια συντομότερη εκδοχή του τελευταίου είχε τον τίτλο «Μουσικά αυτιά».  

«Με το αλφάδι» δημοσιεύτηκε στο The Sciences  (1985). Μία πολύ πρώιμη περιγραφή για μια από τις ασθενείς μου — που χρησίμευσε σαν«μοντέλο» για τη Ρόζα Ρ. στο Awakenings  και για την Ντέμπορα του ΑKind of Alaska, που ο Χάρολντ Πίντερ εμπνεύστηκε από αυτό το βιβλίο, βρίσκεται στην «Ακράτεια νοσταλγίας» (που δημοσιεύτηκε αρχικά σαν «Ακράτεια νοσταλγίας από τη χορήγηση L-Dopa» στο Lancet την άνοιξη του 1970). Από τα τέσσερα «Φαντάσματα» μου, τα δύο πρώτα είχαν δημοσιευτεί σαν κλινικές περιγραφές στην British Medical Journal (1984). Δύο σύντομα κομμάτια έχουν παρθεί από προηγούμενα βιβλία:«Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι» προέρχεται από το A Leg toStand On και οι «Οπτασίες της Χίλντεγκαρντ» από το Migraine.

Τα υπόλοιπα δώδεκα κομμάτια είναι αδημοσίευτα και εντελώς καινούρια και γράφτηκαν όλα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1984.Έχω ένα μεγάλο χρέος προς τους εκδότες μου: πρώτα προς τον Robert Silvers της New York Review of Books και τη Mary-Kay Wilmers του
London Review of Books-  ύστερα προς την Kate Edgar, τον Jim Silbermanτης Summit Books της Νέας Υόρκης και τον Colin Haycraft του Duckworth του Λονδίνου, που έκαναν τόσα πολλά για να πάρει το βιβλίο την τελική του μορφή.Ανάμεσα στους συναδέλφους μου νευρολόγους, πρέπει να εκφράσω την ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου στον αείμνηστο δρ James Purdon Martin, στον οποίο έδειξα τις μαγνητοσκοπήσεις της «Χριστίνας» και του «κ. MacGregor» και συζητήσαμε εξαντλητικά γι' αυτούς τους ασθενείς, η «Ασώματη γυναίκα» και «Με το αλφάδι» τού εκφράζουν αυτή τη βαθιά μου υποχρέωση· στο δρ Michael Kremer, τον παλιό μου διευθυντή στο Λονδίνο, ο οποίος σε απάντηση στο A Leg to Stand On (1984) περιέγραψε μια αντίστοιχη δική του περίπτωση· και οι δύο παρουσιάζονται στον «Ανθρωπο που έπεσε από το κρεβάτι»· στο δρ Donald Macrae, του οποίου την απίθανη περίπτωση οπτικής αγνωσίας, σχεδόν κωμικά όμοια με τη δική μου, ανακάλυψα τυχαία μόνο δύο χρόνια αφού είχα γράψει τη δική μου και αναφέρεται σαν υστερόγραφο στον «Ανθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο»· και, όλως ιδιαιτέρως, στη στενή μου φίλη και συνάδελφο, τη δρ Isabelle Rapin, στη Νέα Υόρκη, που συζήτησε πολλές περιπτώσεις μαζί μου· μου γνώρισε τη Χριστίνα (την «Ασώματη γυναίκα») και είχε γνωρίσει τον Ζοζέ, τον «Αυτιστικό καλλιτέχνη» για πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα παιδί

Επιθυμώ να αναφέρω την αλτρουιστική βοήθεια και γενναιοδωρία των ασθενών (και σε μερικές περιπτώσεις των συγγενών των ασθενών)των οποίων τις ιστορίες γράφω εδώ, που αν και γνώριζαν (όπως συχνά συνέβη) ότι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να βοηθηθούν άμεσα, μου επέτρεψαν, και πολλές φορές με ενθάρρυναν, να γράψω για τη ζωή τους,με την ελπίδα ότι άλλοι θα μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν και ίσως, μια μέρα, να θεραπευτούν.
Όπως και στο Awakenings, τα ονόματα και μερικές λεπτομέρειες πάνω στις συνθήκες είναι αλλαγμένα για λόγους προσωπικής και επαγγελματικής εμπιστοσύνης, αλλά σκοπός μου ήταν να διατηρήσω την ουσία, την «αίσθηση» που αποπνέει η ζωή τους.Τέλος θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου —πολύ περισσότερο από ευγνωμοσύνη— στο δικό μου μέντορα και γιατρό, στον οποίο και αφιερώνω αυτό το βιβλίο.





Νέα Υόρκη
O.W.S.
10 Φεβρουαρίου 1985




Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο χαμένος ναυτικός (Κεφ 2)






Ο χαμένος ναυτικός* 


"Πρέπει κανείς ν' αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για να αντιληφθεί ότι η μνήμη είναι αυτή που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δε θα ήταν ζωή... Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή,δεν είμαστε τίποτα... (Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή, όπως έκανε στη μητέρα μου...)"
 Λουίς Μπουνιουέλ**


Αυτό το συγκινητικό και τρομαχτικό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μπουνιουέλ βάζει θεμελιώδη ερωτηματικά — κλινικά, πρακτικά, υπαρξιακά, φιλοσοφικά: με τι μοιάζει η ζωή (αν μπορούμε να μιλήσουμε για ζωή), τι είδος κόσμου και τι είδος Εγώ εξακολουθεί να υπάρχει για έναν άνθρωπο που έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του και, μαζί μ' αυτό, το παρελθόν του και τις άγκυρες του στο χρόνο;


* Αφού έγραψα και δημοσίευσα αυτή την ιστορία, αρχίσαμε με το δρ Elkhonon Goldberg— ένα μαθητή του Luria και επιμελητή της πρωτότυπης (ρωσκής) έκδοσης του «The Neuro- psychology of Memory— μία προσεχτική και συστηματική νευροψυχολογική μελέτη αυτού του ασθενή.
Ο δρ Goldberg παρουσίασε μερικά από τα προκαταρκτικά μας ευρήματα σε συνέδρεια και ελπίζουμε σύντομα να εκδώσουμε μία πλήρη αναφορά.  Μία εξαίρετη και βαθύτατα συγκινητική ταινία γύρω από έναν ασθενή με μία βαθιά αμνησία [Αιχμάλωτος συνείδησης), που γυρίστηκε από το δρ Jonathan Miller, προβλήθηκεπριν από λίγο καιρό στην Αγγλία (Σεπτέμβριος 1986). Μία άλλη ταινία γυρίστηκε (από τον Hilary l.awson) γύρω από έναν προσωπαγνωσικό ασθενή (με πολλές ομοιότητες με το δρΠ).
Η συμβολή τέτοιων ταινιών για την κατανόηση αυτών των προβλημάτων είναι αποφασιστική, χάρη στη βοήθεια που προσφέρουν στη φαντασία: «Δεν μπορούμε να πούμε ό,τι μπορούμε να δείξουμε».

** Λουίς Μπουνιουέλ: H τελευταία πνοή. Ελληνική μετάφραση Μαρίας Μπαλάσκα, Οδυσσέας 1984



 Μου έφερε στο μυαλό έναν ασθενή μου που είναι παραδειγματικός  γι' αυτά τα  ερωτήματα:  ο Τζίμυ Γκ., ένας γοητευτικός, έξυπνος άντρας με ολοκληρωτική αμνησία, μπήκε στον Οίκο Ευγηρίας μας κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης στις αρχές του 1975 με τη συνοδεία ενός σιβυλλικού παραπεμπτικού σημειώματος που ανέφερε: «εγκαταλειμμένος, ανοϊκός, συγχυτικός χωρίς προσανατολισμό».

Ο Τζίμυ ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας με σγουρά γκρίζα πυκνά μαλλιά, όμορφος και γεμάτος υγεία, σαράντα εννέα χρονών. Ήταν καλοδιάθετος, φιλικός και ζεστός.

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Ωραίο πρωινό! Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Πολύ εγκάρδιος, ήταν πρόθυμος να μιλήσει και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μου. Μου είπε το όνομα και την ημερομηνία γέννησής του, καθώς και το όνομα της μικρής κωμόπολης του Κονέτικατ όπου είχε γεννηθεί. Την περιέγραψε με τρυφερές λεπτομέρειες και μου σχεδίασε ακόμα και ένα χάρτη της. Περιέγραψε τα σπίτια όπου είχε ζήσει  η οικογένειά του, θυμόταν ακόμα και τα νούμερα των τηλεφώνων τους.  Μου μίλησε για τα σχολικά του χρόνια, τους φίλους εκείνης της εποχής και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τα χρόνια που είχε περάσει στο ναυτικό: όταν κατατάχτηκε, στα 1943, ήταν δεκαεφτά χρονών και είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο. Καθώς ήταν γεννημένος μηχανικός, κρίθηκε κατάλληλος για τον ασύρματο και τα ηλεκτρονικά και έτσι, μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στο Τέξας, έγινε βοηθός χειριστής ασυρμάτου σε ένα υποβρύχιο. Θυμόταν τα ονόματα των διαφόρων υποβρυχίων όπου είχε υπηρετήσει, τις αποστολές που είχαν αναλάβει, τα λιμάνια που έπιαναν, τα ονόματα των συντρόφων του στο  πλοίο. Θυμόταν τον κώδικα Μορς και μπορούσε να τον χρησιμοποιεί για να στέλνει μηνύματα, καθώς και να δακτυλογραφεί άνετα και γρήγορα.  Είχε περάσει μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα νεότητα που την αναθυμόταν ζωηρά, με λεπτομέρειες και με τρυφερότητα. 

Αλλά απ' αυτό το σημείο και πέρα, για κάποιο περίεργο λόγο, οι αναμνήσεις του σταματούσαν. Ανακαλούσε και σχεδόν ξαναζούσε τις μέρες του πολέμου και τη θητεία του, το τέλος του πολέμου και τα σχέδιά του για το μέλλον.  Είχε συνδεθεί με το ναυτικό και σκεφτόταν να γίνει μόνιμος. Τελικά,όμως, σκέφτηκε ότι με μια οικονομική υποστήριξη και τον G. I. Bill  (η οικονομική βοήθεια στους παλιούς πολεμιστές των ΗΠΑ - ΣτΜ ) θα ήταν ίσως καλύτερα αν συνέχιζε τις σπουδές του στο Κολέγιο. 
0 μεγάλος του αδελφός παρακολουθούσε μία σχολή λογιστών και είχε ένα δεσμό με ένα κορίτσι, μία «καλλονή» από το Όρεγκον. 

Καθώς τα αναθυμόταν και τα ξαναζούσε, ο Τζίμυ είχε ζωηρέψει: φαινόταν σαν να μιλούσε όχι για το παρελθόν αλλά για το παρόν και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή στην ένταση της διήγησης των αναμνήσεών του, καθώς πέρασε από τις μέρες του σχολείου στις μέρες του ναυτικού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μίλαγε στον αόριστο, αλλά τώρα είχε περάσει στον ενεστώτα, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ένας τυπικός ιστορικός ενεστώτας, που χρησιμοποιούμε εμφατικά στη διήγηση, αλλά ένας πραγματικός ενεστώτας, αυτός της άμεσης εμπειρίας.
Μία ξαφνική, απίθανη υποψία με κυρίεψε.

- Τι χρονιά έχουμε, κύριε Γκ.; ρώτησα κρύβοντας την αμηχανία μου κάτω από ένα αδιάφορο ύφος.

- Σαράντα πέντε, αγαπητέ, Γιατί; 
Και συνέχισε, χωρίς διακοπή: 
Κερδίσαμε τον πόλεμο, ο Ρούσβελτ πέθανε, στην εξουσία είναι ο Τρούμαν. Ξεκινάνε νέοι, μεγάλοι καιροί.

-Και τότε εσείς, Τζίμυ, πόσων χρονών είστε;

Πήρε ένα αβέβαιο, περίεργο ύφος και δίστασε για ένα λεπτό, σαν να υπολόγιζε.

- Δηλαδή... νομίζω ότι είμαι δεκαεννιά, γιατρέ, θα γίνω είκοσι στα επόμενα γενέθλιά μου.

Βλέποντας τον γκριζομάλλη άντρα που έστεκε μπροστά μου, είχα μία παρόρμηση για την οποία ποτέ δε συγχώρησα τον εαυτό μου, και που θα ήταν το αποκορύφωμα της σκληρότητας, αν ο Τζίμυ είχε την οποιαδήποτε δυνατότητα να το θυμάται.

-Κοιτάχτε εδώ, είπα και έτεινα έναν καθρέφτη προς το μέρος του.   Κοιτάχτε στον καθρέφτη και πείτε μου τι βλέπετε. Μοιάζει για δεκαεννιάρης αυτός που βλέπετε στον καθρέφτη;

Χλόμιασε απότομα και γράπωσε την καρέκλα του από τα πλάγια.
-Χριστέ μου! ψιθύρισε. Χριστέ μου, τι γίνεται; Τι μου συνέβη; Είναι εφιάλτης; Τρελάθηκα; Πλάκα είναι;

Ήταν έξαλλος, πανικόβλητος.- Εντάξει, όλα είναι εντάξει, Τζίμυ, είπα προσπαθώντας να τον καταπραΰνω. Έγινε λάθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανησυχείς. Έλα!
Τον πήγα προς το παράθυρο.

- Δεν είναι μια πανέμορφη ανοιξιάτικη μέρα; Βλέπεις εκεί τα παιδάκια που παίζουν μπέιζμπολ;


Ξαναβρήκε το χρώμα του και χαμογέλασε, καθώς έφυγα στα κλεφτά,παίρνοντας μαζί μου τον αποκρουστικό καθρέφτη.  Ξαναμπήκα στο δωμάτιο σε δυο λεπτά. Ο Τζίμυ στεκόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας με ευχαρίστηση τα παιδιά που έπαιζαν μπέιζμπολ από κάτω. Στράφηκε, καθώς άνοιξα την πόρτα, και πήρε  μια χαρωπή έκφραση

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Όμορφο πρωινό! Θέλατε να μου μιλήσετε;Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Ούτε ίχνος αναγνώρισης στο ειλικρινές, ανοιχτό του πρόσωπο.

— Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, κύριε Γκ.; ρώτησα με αδιάφορο ύφος.  

—Όχι, δε νομίζω. Με μια τέτοια γενειάδα! Εσάς δε θα μπορούσα να σας ξεχάσω, γιατρέ!

— Γιατί με λέτε «γιατρό»;

— Μα καλά, είστε γιατρός, δεν είστε;

— Ναι, αλλά αν είναι η πρώτη φορά που με συναντάτε, πώς το ξέρετε;


— Μιλάτε σαν γιατρός.  Βλέπω ότι είστε γιατρός.

— Μάλιστα, έχετε δίκιο, είμαι. Είμαι ο νευρολόγος αυτού εδώ του μέρους.

— Νευρολόγος; Ε, τρέχει τίποτα με τα νεύρα μου; Και τι είναι «αυτό το μέρος»; Πού βρισκόμαστε «εδώ»; Τι είναι αυτό το μέρος εν πάση  περιπτώσει;

— Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα τώρα: πού νομίζετε ότι βρίσκεστε;

— Βλέπω αυτά τα κρεβάτια και αυτούς τους ασθενείς ολόγυρα. Μου φαίνεται σαν ένα είδος νοσοκομείου. Αλλά, διάβολε, τι μπορεί να κάνω εγώ στο νοσοκομείο και μάλιστα μ' όλους αυτούς τους γέρους, τόσο πιο μεγάλους από μένα. Αισθάνομαι καλά στην υγεία μου, είμαι δυνατός σαν ταύρος. Ίσως να δουλεύω εδώ... Δουλεύω; Και τι δουλειά κάνω;... Όχι, κουνάτε το κεφάλι σας, βλέπω στα μάτια σας ότι δε δουλεύω εδώ. Αν δε δουλεύω εδώ, πάει να πει ότι με έβαλαν εδώ. Είμαι ένας ασθενής, είμαι άρρωστος και δεν το ξέρω, γιατρέ; Είναι τελείως τρελό,με τρομάζει... Μήπως είναι κάποια φάρσα;

— Δεν ξέρετε τι συμβαίνει; Δεν ξέρετε καθόλου; Θυμάστε που μου μιλήσατε για τα παιδικά σας χρόνια στο Κονέτικατ,
για την εποχή που ήσασταν ασυρματιστής στα υποβρύχια; Και για τον αδελφό σας που έχει ένα δεσμό μ' ένα κορίτσι από το Όρεγκον;

— Ε, σωστά είναι αυτά που λέτε. Αλλά δε σας τα είπα εγώ, ποτέ στη ζωή μου δε σας έχω συναντήσει. Πρέπει να διαβάσατε ό,τι με αφορά στην καρτέλα μου.

- Εντάξει, είπα. Θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Πήγε κάποιος στο γιατρό του λέγοντας ότι υποφέρει από κενά στη μνήμη του. Ο γιατρός τού έκανε μερικές ερωτήσεις ρουτίνας και μετά του λέει: «Λοιπόν, αυτά τα κενά; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα κενά;» «Ποια κενά;» απάντησε απορημένος ο ασθενής. 
Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημά μου, είπε γελώντας ο Τζίμυ.  Μου φαίνεται ότι κάτι είχα προσέξει. Πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνάω πράγματα, μια στις τόσες, πράγματα που μόλις έχουν συμβεί. Παρ' όλα αυτά, το παρελθόν το θυμάμαι καθαρά. 
-Θα μου επιτρέψετε να σας εξετάσω, να σας υποβάλω σε μερικά τέστ;
-Βεβαίως, απάντησε ευγενικά. Ό,τι θέλετε.




Στα τεστ ευφυίας έδειξε καταπληκτικές ικανότητες. Ήταν πολύ οξυδερκής, παρατηρητικός και λογικός και δε συναντούσε καμία δυσκολία στη λύση πολύπλοκων προβλημάτων και γρίφων, καμία δυσκολία υπό τον όρο ότι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν γρήγορα. Αν χρειαζόταν πολλή ώρα, ξεχνούσε αυτό που έκανε. Ήταν γρήγορος και καλός στην τρίλιζα και στην ντάμα, πονηρός και επιθετικός, έτσι που μπόρεσε να με νικήσει εύκολα. Στο σκάκι, όμως, έχασε, γιατί οι κινήσεις  του παιχνιδιού ήταν πολύ αργές γι'
αυτόν.

Εξετάζοντας και πάλι τη μνήμη του, βρήκα μία ασυνήθιστα υπερβολική έκπτωση της πρόσφατης μνήμης σε τέτοιο σημείο, που καθετί που θα του έλεγε ή θα του έδειχνε κανείς θα το ξέχναγε σε λίγα δευτερόλεπτα. Για να το επιβεβαιώσω, έβγαλα το ρολόι μου, τη γραβάτα μου και τα γυαλιά μου και τα έβαλα πάνω στο γραφείο, τα σκέπασα και του ζήτησα να τα απομνημονεύσει. Ύστερα, αφού κουβέντιασα μαζι του για ένα λεπτό, τον ρώτησα  τι είχα βάλει κάτω από το κάλυμμα. Δε  θυμήθηκε κανένα απ' τα αντικείμενα, ούτε καν ότι του είχα ζητήσει να τα θυμηθεί. Επανέλαβα το τεστ βάζοντας τον αυτή τη φορά να γράψει τα ονόματα των τριών αντικειμένων. Και πάλι τα ξέχασε και έμεινε έκπληκτος όταν του έδειξα το χαρτί με αυτό που είχε γράψει, λέγοντας πως δεν είχε καμία ανάμνηση
του ότι είχε γράψει κάτι, παρότι αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα, και μόνο μετά του ήρθε μία απόμακρη    «ηχώ» του γεγονότος ότι τα είχε γράψει.
Μερικές φορές συγκρατούσε κάποιες απόμακρες αναμνήσεις, κάποια συγκεχυμένη ηχώ ή κάποια αίσθηση οικείου. Έτσι, πέντε λεπτά  αφού είχα παίξει τρίλιζα μαζί του, θυμήθηκε πως «κάποιος γιατρός» είχε παίξει μαζί του αυτό το παιχνίδι «λίγο καιρό πριν»· κατά πόσο αυτό το «λίγο καιρό πριν» ήταν λεπτά ή μήνες δεν είχε ιδέα. Σταμάτησε τότε και είπε: «Θα μπορούσατε να ήσασταν εσείς;» Όταν του είπα ότι ήμουν εγώ, φάνηκε να το διασκεδάζει. Αυτή η αμυδρή ευθυμία και μία κάποια αδιαφορία ήταν πολύ χαρακτηριστικές, όπως ήταν και οι συλλογισμοί στους οποίους τον οδηγούσε το γεγονός ότι ήταν τόσο αποπροσανατολισμένος και χαμένος στο χρόνο. 


Όταν ρωτούσα τον Τζίμυ για την εποχή του χρόνου, θα κοιτούσε αμέσως γύρω του για κάποια ένδειξη —ήμουν αρκετά προσεχτικός, ώστε να τραβήξω το ημερολόγιο από το γραφείο μου— και θα συμπέραινε την εποχή, χοντρικά, κοιτώντας από το παράθυρο.  Προφανώς δεν ήταν το ότι η μνήμη του αποτύγχανε να εγγράψει τα γεγονότα, αλλά ότι τα μνημονικά ίχνη ήταν σε τέτοιο σημείο φευγαλέα,που ήταν δυνατό να σβηστούν μέσα σ' ένα λεπτό, και συχνά σε ακόμα λιγότερο, ειδικά αν υπήρχαν ερεθίσματα που τον αποσπούσαν ή ερεθίσματα ανταγωνιστικά, ενώ οι ανώτερες διανοητικές και αντιληπτικές του ικανότητες παρέμεναν άθικτες.
Οι επιστημονικές γνώσεις του Τζίμυ ήταν αυτές ενός λαμπρού απόφοιτου του Λυκείου με μία ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Ήταν εξαίρετος στους αριθμητικούς (καθώς και στους αλγεβρικούς) υπολογισμούς, αλλά μόνο αν μπορούσαν να εκτελεστούν με αστραπιαία ταχύτητα. Αν υπήρχαν πολλές πράξεις και χρειαζόταν πολύς χρόνος, θα ξέχναγε σε ποιο σημείο βρισκόταν, ακόμα και την ίδια την ερώτηση. 
Γνώριζε τα φυσικά στοιχεία, τα συνέκρινε και μου έφτιαξε τον περιοδικό τους πίνακα, παραλείποντας τα υπερουράνια στοιχεία.

— Είναι πλήρης; τον ρώτησα όταν τελείωσε.
— Είναι πλήρης και ενημερωμένος, κύριε, απ' όσο γνωρίζω.
— Δεν ξέρετε κανένα στοιχείο μετά το ουράνιο;
— Αστειεύεστε; Υπάρχουν ενενήντα δύο στοιχεία και το ουράνιο είναι το τελευταίο.

Έκανα μία μικρή παύση και ξεφύλλισα ένα τεύχος του National Geographic
που ήταν πάνω στο τραπέζι.

— Πείτε μου τους πλανήτες, είπα, και κάτι γύρω απ' αυτούς.

Χωρίς δισταγμό, με σιγουριά, μου απαρίθμησε τους πλανήτες, τα ονόματά τους, τη χρονολογία της ανακάλυψής τους, την απόστασή τους από τον ήλιο, την εκτιμώμενη μάζα τους, το χαρακτήρα τους και τη βαρύτητά τους  

— Τι είναι αυτό; ρώτησα δείχνοντάς του μία φωτογραφία στο περιοδικό που κρατούσα.
— Είναι η σελήνη, απάντησε.
— Όχι, δεν είναι, του είπα. Είναι μία φωτογραφία της γης τραβηγμένη από τη σελήνη
— Γιατρέ, αστειεύεστε! Θα έπρεπε κάποιος να είχε ανεβάσει μία κάμερα εκεί πάνω!
— Φυσικά.
— Διάβολε! Με δουλεύετε. Πώς θα γινόταν αυτό; 

Εκτός κι αν ήταν ένας τέλειος ηθοποιός, ένας απατεώνας που υποκρινόταν μία έκπληξη που δεν αισθανόταν, αυτός ο διάλογος ήταν η πιο πειστική επίδειξη για το ότι είχε παραμείνει στο παρελθόν. Τα λόγια του, τα αισθήματά του, η αθώα απορία του, ο αγώνας του να βγάλει κάποιο νόημα από ό,τι έβλεπε ήταν η αντίδραση που θα είχε ένας έξυπνος νέος της εποχής του '40, αν ερχόταν αντιμέτωπος με το μέλλον, μ' αυτά που δεν είχαν ακόμα συμβεί και μ' αυτά που μόλις και μετά βίας μπορούσε να φανταστεί κανείς τότε. «Αυτό περισσότερο απ'οτιδήποτε άλλο», έγραφα στις σημειώσεις μου, «με πείθει ότι η διακοπή που συνέβη στη ζωή του γύρω στα 1945 είναι αυθεντική...    Ό,τι του έδειξα και του είπα του προκάλεσε την ίδια γνήσια κατάπληξη που θα είχε προκαλέσει σε έναν έξυπνο νέο της προ του Σπούτνικ περιόδου».

Βρήκα μία άλλη φωτογραφία στο περιοδικό και το γύρισα προς το μέρος του.

— Αυτό είναι ένα αεροπλανοφόρο, είπε. Υπερμοντέρνο σχέδιο. Δεν έχω δει ποτέ μου κάποιο που να του μοιάζει.
— Πώς λέγεται; ρώτησα.Έριξε μια ματιά, φάνηκε αμήχανος και είπε:
— Νίμιτς! 
— Συμβαίνει τίποτα;
— Και βέβαια συμβαίνει! απάντησε άγρια. Τα ξέρω όλα με το όνομά τους και 
δε γνωρίζω κανένα Νίμιτς...  Βέβαια υπάρχει ένας ναύαρχος Νίμιτς, αλλά δεν έχω ακούσει να έδωσαν το όνομά του σε κανένα αεροπλανοφόρο.
Θυμωμένα πέταξε κάτω το περιοδικό.  Άρχιζε να κουράζεται και γινόταν κάπως ευέξαπτος και αγχώδης κάτω από τη διαρκή πίεση της ελλειμματικότητάς του, της αντίφασης που ένιωθε και του φόβου που προκαλούσαν οι επιπτώσεις τους, και που δεν ήταν δυνατό να τα ξεχνά εντελώς. Τον είχα ήδη ωθήσει απερίσκεπτα σε πανικό και ένιωσα ότι ήταν καιρός να τελειώσουμε τη συνεδρία. Βηματίσαμε πάλι προς το παράθυρο και κοιτάξαμε το ηλιοφώτι-στο γήπεδο του μπέιζμπολ· καθώς κοιτούσε έξω, το πρόσωπό του ηρέμησε, ξέχασε το
Νίμιτς, τη δορυφορική φωτογραφία, όλες αυτές τις νύξεις για την κατάστασή του και όλα αυτά τα τρομερά και απορροφήθηκε από το παιχνίδι που έβλεπε. 
Ύστερα, καθώς ο αέρας έφερνε μία πικάντικη μυρωδιά από την τραπεζαρία, έγλειψε τα χείλη του και, λέγοντας: «Φαΐ!», χαμογέλασε και με χαιρέτησε.

Ένιωθα ένα σφίξιμο από τη συγκίνηση· σου ράγιζε την καρδιά, σε σάστιζε, ο παραλογισμός μιας ζωής χαμένης μέσα στη λήθη, σε αποσύνθεση.




«Σαν να ήταν», έγραψα στις σημειώσεις μου, «φυλακισμένος σε μία μοναδική στιγμή της ύπαρξης, αποκλεισμένος ολόγυρα από μία τάφρο,ένα χάσμα λησμονιάς... Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν (ή μέλλον), δεμένος επάνω σε μια στιγμή που συνεχώς μεταμορφώνεται, χωρίς περιεχόμενο και κανένα νόημα». 
Και στη συνέχεια, πιο πεζά:
«Η νευρολογική εξέταση είναι εντελώς φυσιολογική κατά τα λοιπά. Υπόθεση: πιθανό σύνδρομο Korsakov οφειλόμενο σε αλκοολική εκφύλιση των μαστοειδών σωματίων». 
Οι σημειώσεις μου ήταν ένα περίεργο μείγμα από γεγονότα και παρατηρήσεις, προσεχτικά και αναλυτικά καταγραμμένα,με ακατάσχετους στοχασμούς επάνω στην «έννοια» που μπορεί να έχουν τέτοια προβλήματα σε σχέση με το ποιος και τι και με το πού βρισκόταν αυτός ο καημένος· μέχρι ποιο σημείο μπορούσε, πράγματι,να μιλάει κανείς για μία «ύπαρξη», δεδομένης μιας τόσο απόλυτης έλλειψης μνήμης και της οποιασδήποτε συνέχειας.
Συνέχιζα να αναρωτιέμαι, σ' αυτές όπως και σε μετέπειτα σημειώσεις μου, εντελώς εξωεπιστημονικά, γύρω από την υπόθεση μίας «χαμένης ψυχής»· πώς θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει κάποια συνέχεια, κάποιες ρίζες σ΄αυτόν τον άνθρωπο χωρίς ρίζες, ή με αυτές τις απλησίαστες ρίζες που είχε στο μακρινό παρελθόν.   Αν ήταν δυνατή μια επανασύνδεση· αλλά πώς θα μπορούσε να επανασυνδεθεί και πώς θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε να το κάνει; Τι  ήταν η ζωή χωρίς κάποια σύνδεση; 

«Τολμώ να βεβαιώσω», έγραψε ο Hume, «ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα δεμάτι ή ένα συνονθύλευμα από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με  ασύλληπτη ταχύτητα και βρίσκονται σε διαρκή ρευστότητα και κίνηση»

Με κάποια έννοια, ο Τζίμυ ήταν πια περιορισμένος σε μία ύπαρξη «τύπου Hume»· δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο θα είχε συνεπαρθεί ο Hume βλέποντας στον Τζίμυ την ενσάρκωση της ίδιας του της φιλοσοφικής «χίμαιρας», την ανατριχιαστική μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε μία ασύνδετη, ασυνάρτητη ρευστότητα και αλλαγή.


Έψαξα για μια συμβουλή ή κάποια βοήθεια στην ιατρική βιβλιογραφία, μία βιβλιογραφία που, για κάποιο λόγο, ήταν κυρίως ρωσική, από την πρωτότυπη διατριβή του Korsakov (Μόσχα, 1887) πάνω σε ανάλογες περιπτώσεις απώλειας της μνήμης, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ονομάζονται «σύνδρομο Korsakov», μέχρι τη
Νευροψυχολογία της Μνήμης  του Luria (που μεταφράστηκε στα αγγλικά μόνο ένα χρόνο αφού είδα για πρώτη φορά τον Τζίμυ). 

Ο Korsakov έγραφε στα 1887:
«Υπάρχει μια σχεδόν αποκλειστική προσβολή της μνήμης των πρόσφατων γεγονότων κατά τα φαινόμενα οι πρόσφατες εντυπώσεις εξαφανίζονται ταχύτερα, ενώ οι πολύ παλιές εντυπώσεις ανακαλούνται σωστά,με τρόπο που η ευφυία του ασθενή, η οξύτητα της αντίληψής τους και η επινοητικότητά του παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες».

Στις λαμπρές αλλά φειδωλές παρατηρήσεις του Korsakov προστέθηκε ένας αιώνας περαιτέρω έρευνας, όπου η πλουσιότερη και βαθύτερη συμβολή ήταν αυτή του Luria. Ο Luria μπόρεσε να μιλήσει για το πάθος της ολοκληρωτικής απώλειας της μνήμης και στα γραπτά του η επιστήμη έγινε ποίηση. «Σε τέτοιους ασθενείς παρατηρούνται πάντα μεγάλες διαταραχές της οργάνωσης των εντυπώσεων που γεννούν τα γεγονότα και της διαδοχής τους στο χρόνο», έγραψε. «Κατά συνέπεια, χάνουν το σύνολο της εμπειρίας του χρόνου και ζουν πια σε έναν κόσμο που αποτελείται από μεμονωμένες εντυπώσεις». 
Ακόμα περισσότερο, όπως το σημειώνει ο Luria, το ξερίζωμα και η ακαταστασία των αναμνήσεων θα μπορούσε να επεκταθεί προς τα πίσω στο χρόνο «και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και σε αρκετά παλιά γεγονότα».

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που ο Luria περιγράφει στο βιβλίο του έπασχαν από μεγάλους εγκεφαλικούς όγκους που εκδηλώνονταν με το σύνδρομο Korsakov, αλλά αργότερα επεκτείνονταν και είχαν συχνά μοιραία κατάληξη. Ο Luria δε συμπεριέλαβε περιπτώσεις «απλού» συνδρόμου Korsakov με τη βασική περιορισμένη βλάβη που είχε περιγράψει ο Korsakov: μια καταστροφή των νευρώνων στα μικροσκοπικά αλλά κρίσιμης σημασίας μαστοειδή σωμάτια που προκαλεί το οινόπνευμα, ενώ το υπόλοιπο του εγκεφάλου παραμένει απολύτως άθικτο.Έτσι δεν υπήρχε δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης των περιπτώσεων του Luria.

Στην αρχή ο Τζίμυ με προβλημάτιζε βαθιά, είχα αμφιβολίες, ακόμα και υποψίες, γύρω από την κατά τα φαινόμενα απότομη διακοπή που εμφανιζόταν στα 1945, ένα σημείο, μία ημερομηνία που είχε και έναν καθοριστικό συμβολισμό. Σε μία μεταγενέστερη σημείωση έγραφα:
«Υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν ξέρουμε τι συνέβη τότε ή αργότερα...Πρέπει να γεμίσουμε αυτά τα χρόνα που "λείπουν"· διαμέσου του αδελφού ή του ναυτικού ή των νοσοκομείων που νοσηλεύτηκε... Μπορεί να είχε υποστεί κάποιο μεγάλο τραυματισμό εκείνη την εποχή, κάποιο μεγάλο εγκεφαλικό ή συγκινησιακό τραυματισμό στη μάχη, στον πόλεμο, και 
αυτό να τον επηρέασε έκτοτε;... Να σκεφτούμε ότι ο πόλεμος ήταν το "απόγειο" του, η τελευταία φορά που ήταν στ' αλήθεια ζωντανός, και η ύπαρξη του από τότε δεν είναι παρά μία μακριά πτώση;»*
* Στη συναρπαστική του ιστορία με βάση προφορικές διηγήσεις Ο καλός πόλεμος (1985) ο Studs Terkel μεταγράφει αναρίθμητες ιστορίες αντρών και γυναικών, ιδιαίτερα μάχιμων αντρών, που ένιωσαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σαν έντονα αληθινό —σαν την πιο αληθινή και σημαντική περίοδο της ζωής τους— και οτιδήποτε έκτοτε ωχριούσε σε σύγκριση μ' αυτό. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν την τάση να παραμένουν στην εποχή του πολέμου και να ξαναζούν τις μάχες του, τη συντροφικότητα, τη σιγουριά των ηθικών αξιών και την ένταση των συγκινήσεων. Αλλά αυτή η εμμονή στο παρελθόν και μια σχετική νωθρότητα στη στάση τους απέναντι στο παρόν —αυτή η συναισθηματική άμβλυνση σε σχέση με τα τωρινά συναισθήματα και τη μνήμη του παρόντος— δεν είναι τίποτα μπροστά στην οργανική αμνησία του Τζίμυ. Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα με τον Terkel: «Συνάντησα χιλιάδες ανθρώπους», μου είπε, «που αισθάνονται ότι από το '45 κι ύστερα απλώς βλέπουν τον καιρό να περνά, αλλά ποτέ δε συνάντησα κάποιον για τον οποίο ο χρόνος να σταμάτησε εντελώς, όπως για τον αμνησικό σας Τζίμυ»

Του κάναμε διάφορες εξετάσεις (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, σκάνερ του εγκεφάλου) που δεν έδωσαν καμία ένδειξη μαζικής καταστροφής του εγκεφάλου, αν και η ατροφία των μικροσκοπικών μαστοειδών σωματίων δε θα φαινόταν σε τέτοιες εξετάσεις. Το ναυτικό μάς έστειλε εκθέσεις που αποδείκνυαν ότι είχε μείνει στις τάξεις του μέχρι το 1965 και ότι εκείνη την εποχή είχε πλήρη κατοχή των ικανοτήτων του.   Ξεθάψαμε τότε μία σύντομη, απαίσια έκθεση από το νοσοκομείο Bellevue, με ημερομηνία του 1971, που έλεγε ότι «είχε πλήρη απώλεια του προσανατολισμού του... με ένα προχωρημένο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο που οφείλεται στο οινόπνευμα» (υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή μία κίρρωση του ήπατος). Από το Bellevue είχε σταλεί σε ένα άθλιο μέρος στο Village, που χαρακτηριζόταν σαν «νοσηλευτήριο», απ'όπου και τον είχε γλιτώσει —βρόμικο και πεινασμένο— το ίδρυμά μας στα 1975.

Εντοπίσαμε τον αδελφό του, για τον οποίο ο Τζίμυ μίλαγε πάντα σα να βρισκόταν στη σχολή λογιστών και να ήταν αρραβωνιασμένος με μία  κοπέλα από το Όρεγκον. Στην πραγματικότητα είχε παντρευτεί την κοπέλα από το Όρεγκον, είχε γίνει πατέρας και παππούς, και ασκούσε τη λογιστική εδώ και τριάντα χρόνια.   Εκεί που είχαμε ελπίσει σε ένα πλήθος πληροφοριών και περιμέναμε μία μεγάλη συγκίνηση από τον αδελφό του, δεχτήκαμε ένα ευγενικό αλλά κάπως πενιχρό γράμμα. Ήταν φανερό διαβάζοντας το —ιδιαίτερα διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές— ότι οι δύο αδελφοί είχαν ελάχιστα ιδωθεί από το 1943 και ύστερα ότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει,εν μέρει λόγω των επαγγελματικών αλλαγών και των μετακινήσεων και εν μέρει λόγω βαθιών (αν και όχι σε αποξενωτικό σημείο) διαφορών του χαρακτήρα.  

Ο Τζίμυ, φαίνεται, δεν είχε ποτέ του «νοικοκυρευτεί», «έπαιρνε πάντα ό,τι του έφερνε η τύχη» και ήταν «αδιόρθωτος πότης». Ο  αδελφός του έκανε την υπόθεση πως το ναυτικό τού είχε προσφέρει μία δομή, μία ζωή, και τα προβλήματα άρχισαν όταν το εγκατέλειψε,στα 1965.   Χωρίς τη συνηθισμένη του δομή και το αγκυροβόλιο του, ο Τζίμυ είχε σταματήσει να εργάζεται, άρχισε να «αποσυντίθεται» και να πίνει υπερβολικά. Στα μέσα και ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του'60 είχε παρουσιάσει κάποια διαταραχή της μνήμης, του τύπου Korsakov, αλλά όχι τόσο σοβαρή, ώστε να μην μπορεί να «τα βγάλει πέρα» με το συνηθισμένο νωχελικό του τρόπο. 
Στα 1970, όμως, ο αλκοολισμός του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο.  Γύρω στα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο αδελφός του έμαθε ότι είχε ξαφνικά πάθει μια κρίση, είχε «βγει εκτός εαυτού», είχε παρουσιάσει ένα διεγερτικό παραλήρημα και σύγχυση, και τότε ακριβώς μεταφέρθηκε στο Bellevue. Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα η διέγερση και το παραλήρημα κόπασαν, αλλά έμειναν βαθιά και παράξενα κενά μνήμης, ή «απώλεια μνήμης», για να χρησιμοποιήσουμε το ιατρικό ιδίωμα. 

Ο αδελφός του τον είχε επισκεφτεί εκείνη την εποχή —δεν είχαν συναντηθεί επί είκοσι χρόνια— και με τρόμο κατάλαβε ότι ο Τζίμυ όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε, αλλά του είπε: «Σταματήστε τα αστεία! Είσαστε αρκετά ηλικιωμένος για να είσαστε ο πατέρας μου. Ο αδελφός μου είναι νέος, μόλις τώρα πηγαίνει στη σχολή λογιστών».
Αυτές οι πληροφορίες αύξησαν τη σύγχυση μου. Γιατί ο Τζίμυ δε θυμόταν τα τελευταία του χρόνια στο ναυτικό; Γιατί δεν ανακαλούσε και δεν οργάνωνε τις αναμνήσεις του μέχρι το 1970; Δεν είχα ακούσει ποτέ ότι τέτοιοι ασθενείς μπορούσαν να παρουσιάσουν μία «παλίνδρομη αμνησία» (βλέπε το Υστερόγραφο). 

«Όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι», έγραψα τότε, «αν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο υστερικής αμνησίας ή αμνησικής φυγής· κατά πόσο δεν προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι υπερβολικά τρομαχτικό», και πρότεινα να τον δει η ψυχίατρός μας.





Η έκθεσή της ήταν διεισδυτική και λεπτομερής· η εξέταση περιελάμβανε μέχρι και ένα τεστ με νάτριο αμυτάλ,    Τεστ με sodium amytal: η ένεση μιας ναρκωτικής ουσίας με προκαθορισμένη τεχνική,ώστε να προκληθεί χαλάρωση και πτώση του συνειδησιακού επίπεδου, με συνέπεια άρση των αναστολών. (Σ.τ.Μ.)
με σκοπό την «απελευθέρωση» των οποιωνδήποτε αναμνήσεων θα μπορούσαν να παραμένουν καταπιεσμένες. Επιχείρησε, ακόμα, να υπνωτίσει τον Τζίμυ, ελπίζοντας να εκμαιεύσει τις αναμνήσεις που η υστερία καταπίεζε· η μέθοδος αυτή έχει συνήθως αποτέλεσμα σε περιπτώσεις υστερικής αμνησίας. Εδώ,όμως, απέτυχε, γιατί ο Τζίμυ δεν ήταν δυνατό να υπνωτιστεί, όχι εξαιτίας κάποιας «αντίστασης», αλλά εξαιτίας της ακραίας του αμνησίας που τον εμπόδιζε να παρακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο υπνωτιστής.
(Ο δρ Μ. Homonoff, που εργάστηκε στο τμήμα αμνησικών του νοσοκομείου Boston Veterans Administration, μου ανέφερε παρόμοιες δικές του εμπειρίες: θεωρεί ότι αυτό είναι απόλυτα χαρακτηριστικό των ασθενών με σύνδρομο Korsakov, σε αντίθεση με τους ασθενείς με υστερική αμνησία.)

«Δεν έχω καμία ένδειξη», έγραψε η ψυχίατρος, «οποιουδήποτε υστερικού ή "επιπρόσθετου" εκπτωτικού συμπτώματος. Στερείται τόσο των μέσων, όσο και του κινήτρου, για να δημιουργήσει ένα πλαστό προσωπείο. Η έκπτωση της μνήμης του είναι οργανική, μόνιμη και μη αναστρέψιμη, αν και είναι περίεργο το γεγονός ότι επεκτείνεται σε τέτοιο βάθος μέσα στο παρελθόν». 
Η άποψή της ήταν ότι «από τη στιγμή που του είναι αδιάφορο... που δεν εκδηλώνει κανένα ιδιαίτερο άγχος...δεν τίθεται το θέμα κάποιας αγωγής» και έτσι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να προσφέρει, ή οποιαδήποτε θεραπευτική «διέξοδος» ή κάποιο «πάτημα» που να της ήταν δυνατό να διακρίνει.

Σε αυτό το σημείο της αναζήτησής μου, πεπεισμένος πια ότι ήταν πράγματι ένα «καθαρό» σύνδρομο Korsakov, χωρίς την εμπλοκή άλλων παραγόντων, συναισθηματικών ή οργανικών, έγραψα στον Luria και ζήτησα τη γνώμη του. Στην απάντησή του μου μιλούσε για τον ασθενή του Bel, του οποίου η αμνησία είχε αναδρομικά ξεριζώσει δέκα χρόνια.

Κατά τη γνώμη του δεν ήταν απίθανο μία τέτοια παλίνδρομη αμνησία να απλώνεται στις περασμένες δεκαετίες ή και σε μία ολόκληρη ζωή.

«Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία», γράφει ο Μπουνιουέλ, «αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή». 
Η αμνησία του Τζίμυ, όμως, για οποιουσδήποτε λόγους, είχε σβήσει τη μνήμη και το χρόνο μέχρι το 1945 πάνω κάτω και μετά σταματούσε. Μερικές φορές του τύχαινε να θυμηθεί κάτι πολύ μεταγενέστερο, αλλά αυτή η ανάκληση θα ήταν αποσπασματική και χωρίς διάρθρωση μέσα στο χρόνο. Μία φορά, βλέποντας τη λέξη «δορυφόρος» στον τίτλο μιας εφημερίδας, είπε αδιάφορα ότι επρόκειτο να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα εκτόξευσης δορυφόρου, ενώ βρισκόταν στο πλοίο Chesapeake Bay,
ένα θραύσμα μνήμης που προερχόταν από τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του '60. 
Στην πράξη, όμως, το σημείο διακοπής του εντοπιζόταν στη διάρκεια των μέσων (ή του τέλους) της δεκαετίας του '40 και οτιδήποτε μεταγενέστερο ανακαλούσε ήταν αποσπασματικό και ασύνδετο.

Έτσι ήταν τα πράγματα το 1975 και έτσι παραμένουν σήμερα, εννέα χρόνια αργότερα.
Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι έπρεπε να κάνουμε; 
«Δεν υπάρχουν συνταγές σε μία τέτοια περίπτωση», έγραφε ο Luria. «Κάντε ό,τι σας υποδεικνύουν η εφευρετικότητα και η καρδιά σας. Υπάρχει ελάχιστη ή και καθόλου ελπίδα να ξαναβρεί τη μνήμη του. Αλλά ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση, ευαισθησίες, πνεύμα·αντικείμενα για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει η νευροψυχολογία. Εκεί, πέρα από το χώρο της απρόσωπης ψυχολογίας, είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή.Οι συνθήκες της δουλειάς σας ειδικά σας επιτρέπουν να κάνετε κάτι τέτοιο, γιατί δουλεύετε σε ένα άσυλο, που είναι σαν ένας μικρός κόσμος, πολύ διαφορετικό από τις κλινικές και τα ιδρύματα όπου εργάζομαι εγώ. Νευροψυχολογικά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μπορείτε να κάνετε· στο χώρο του Ατόμου, όμως, ίσως υπάρχουν πολλά που μπορείτε».

Ο Luria ανέφερε τον ασθενή του Kur που είχε μία σπάνια αυτοεπίγνωση, μέσα στην οποία η απελπισία ήταν ανάμεικτη με μία παράξενη ηρεμία. 

«Δεν έχω ανάμνηση του παρόντος», έλεγε ο Kur. «Δεν ξέρω τι έκανα ή από πού ήρθα μόλις τώρα... μπορώ να ανακαλέσω πολύ καλά  το παρελθόν μου, αλλά δεν έχω μνήμη του παρόντος μου». 
Όταν τον ρωτούσαν αν είχε ποτέ του δει το πρόσωπο που τον εξέταζε, απαντούσε: «Δεν μπορώ να πω ναι ή όχι, δεν μπορώ να βεβαιώσω ούτε να αρνηθώ ότι σας έχω δει». 
Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και με τονΤζίμυ. Όπως ο Kur, που παρέμεινε για πολλούς μήνες στο ίδιο νοσοκομείο, ο Τζίμυ άρχισε να αποκτά σιγά σιγά μία «οικειότητα»· έμαθε να βρίσκει το δρόμο του μέσα στο κτήριο, γύρω από την τραπεζαρία, να γνωρίζει το ίδιο του το δωμάτιο, τα ασανσέρ, τις σκάλες, και κατά κάποιο τρόπο αναγνώριζε μερικά πρόσωπα από το προσωπικό, παρότι τα μπέρδευε, και ίσως είχαν πράγματι κάποια ομοιότητα με πρόσωπα από το παρελθόν. Γρήγορα συνδέθηκε με την αδελφή του Οίκου
αναγνώριζε αμέσως τη φωνή της, τον ήχο των βημάτων της, αλλά έλεγε πάντα ότι ήταν μια συμμαθήτριά του από το Γυμνάσιο και έμεινε έκπληκτος όταν με άκουσε να τη φωνάζω «αδελφή».

— Α, στο καλό! αναφώνησε. Συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα.  Λοιπόν, αδελφή, ποτέ δε θα μπορούσα να μαντέψω ότι θα γινόσασταν  καλόγρια!

Από τότε που βρίσκεται στον Οίκο Ευγηρίας μας —από τις αρχές,δηλαδή, του 1975— ο Τζίμυ δεν κατόρθωσε ποτέ να αναγνωρίσει με συνέπεια κάποιον. Το μόνο πρόσωπο που αληθινά αναγνωρίζει είναι ο  αδελφός του κάθε φορά που τον επισκέπτεται από το Όρεγκον. Οι συναντήσεις αυτές είναι βαθιά συγκινητικές για όποιον βρεθεί μπροστά· οι μόνες αληθινά συγκινητικές συναντήσεις που έχει ο Τζίμυ. Αγαπά τον αδελφό του, τον αναγνωρίζει, αλλά   δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φαίνεται τόσο γέρος: 

  «Υποθέτω πως μερικοί άνθρωποι γερνάνε γρήγορα», λέει. 

Στην πραγματικότητα ο αδελφός του μοιάζει πολύ νεότερος από την ηλικία του και έχει εκείνο το είδος προσώπου και κατασκευής που αλλάζουν πολύ λίγο με τα χρόνια. Πρόκειται για συναντήσεις αληθινές και είναι για τον Τζίμυ ο μόνος σύνδεσμος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, χωρίς, όμως, κάποια έννοια ιστορικότητας ή συνέχειας. Αν κάνουν κάτι, είναι να τονίζουν —τουλάχιστον για τον  αδελφό του και για τους άλλους που τους βλέπουν μαζί— το γεγονός ότι ο Τζίμυ εξακολουθεί να ζει και να είναι απολιθωμένος μέσα στο παρελθόν.

Στην αρχή είχαμε όλοι μεγάλες ελπίδες για τη βοήθεια που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον Τζίμυ· ήταν τόσο ευχάριστος, τόσο συμπαθής και έξυπνος, που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δε θα ήταν δυνατό να του παρασχεθεί η οποιαδήποτε βοήθεια. Αλλά κανένας μας δεν είχε ποτέ αναλογιστεί ότι η αμνησία μπορούσε να 'ναι τόσο δυνατή, σαν ένας λάκκος όπου θα καταβαραθρώνονταν τα πάντα, η κάθε εμπειρία, το κάθε γεγονός, μέσα σε ένα απύθμενο βάθος, σε μία άπατη τρύπα της μνήμης που μπορούσε να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν τον είχα πρωτοδεί, είχα προτείνει να κρατάει ένα ημερολόγιο και να τον παρακινούν να κρατάει καθημερινά σημειώσεις από τις εμπειρίες του, τα αισθήματά του, τις σκέψεις του, τις αναμνήσεις του,τους συλλογισμούς του. Αυτές οι απόπειρες απέτυχαν, στην αρχή, γιατί διαρκώς έχανε το ημερολόγιο: έπρεπε με κάποιο τρόπο να μένει δεμένο επάνω του. Αλλά και αυτό το σύστημα απέτυχε: κράταγε ευσυνείδητα σύντομες καθημερινές σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τις προηγούμενες. 
Αναγνώριζε το γραφικό του χαρακτήρα και το ύφος του και έμενε πάντα κατάπληκτος, όταν ανακάλυπτε ότι την προηγούμενη μέρα είχε γράψει κάτι.   Κατάπληκτος —και αδιάφορος— γιατί ήταν ένας άνθρωπος που,στην πραγματικότητα, δεν είχε «προηγούμενη μέρα». Τα γραπτά του παρέμεναν ασύνδετα και χωρίς τη δυνατότητα να του προσφέρουν κάποια ενότητα, χωρίς τη δύναμη να δώσουν οποιαδήποτε έννοια χρόνου  ή  συνέχειας.  Εκτός αυτού, ήταν τετριμμένες —«Αυγά για πρωινό», «Είδα το ματς στην τηλεόραση»— και ποτέ δεν έφταναν σε κάποιο βάθος. Αλλά τάχα υπήρχε κάποιο βάθος σ' αυτό τον άνθρωπο χωρίς αναμνήσεις, κάποιο βάθος διαρκούς συναισθήματος και σκέψης, ή είχε άραγε περιοριστεί σε ένα είδος επιφανειακής κατασκευής σαν το επινόημα του Hume, μία απλή διαδοχή άσχετων εντυπώσεων και γεγονότων;

Ο Τζίμυ είχε, και ταυτόχρονα δεν είχε, επίγνωση αυτής της βαθιάς,τραγικής απώλειας από την οποία έπασχε, της απώλειας του εαυτού  του.
(Αν κάποιος χάσει ένα πόδι ή ένα μάτι, το ξέρει, ξέρει ότι έχει   χάσει  ένα  πόδι  ή ένα μάτι· αλλά αν έχει χάσει έναν ολόκληρο εαυτό—τον εαυτό του— δεν μπορεί να το ξέρει, επειδή δεν είναι πια παρών  για  να  το  ξέρει.) 

 Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, να κάνω μαζί του λογική συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα.Στην αρχή έδειχνε απόγνωση για το ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αρρώστους τη στιγμή που, όπως έλεγε, ο ίδιος δεν αισθανόταν άρρωστος.Τι αισθανόταν, όμως; Είχε δυνατή κατασκευή και ήταν σωματώδης, είχε ένα είδος ζωώδους δύναμης και ενέργειας αλλά και μία παράξενη αδράνεια, μια παθητικότητα, και (όπως όλοι παρατήρησαν) μία «αδιαφορία»· έδινε σ' όλους μας την ακατανίκητη εντύπωση πως «κάτι έλειπε», παρόλο που ακόμα και αυτό, αν το αντιλαμβανόταν, το δεχόταν με μία παράξενη «αδιαφορία». 




Μία μέρα τον ρώτησα όχι πια για τη μνήμη του ή για το παρελθόν αλλά για τα πιο απλά και τα πιο στοιχειώδη συναισθήματα:
— Πώς αισθάνεστε;
— Πώς αισθάνομαι; επανέλαβε και έξυσε το κεφάλι του. Δεν μπορώ  να πω ότι αισθάνομαι άρρωστος. Δεν μπορώ και να πω, όμως, ότι αισθάνομαι καλά. Δεν μπορώ να πω γενικά ότι αισθάνομαι κάτι, οτιδήποτε.
— Είστε δυστυχισμένος; ξαναρώτησα.
— Δεν μπορώ να το πω
— Χαίρεστε τη ζωή;
— Δεν μπορώ να το πω.

Δίστασα φοβούμενος ότι το πήγαινα πολύ μακριά, ότι κινδύνευα να  απογυμνώσω έναν άνθρωπο μέχρι το βάθος, μέχρι κάποιο κρυφό σημείο, να εκμαιεύσω κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, κάτι που θα απελευθέρωνε μία αφόρητη απελπισία.

— Δεν απολαμβάνετε τη ζωή; επανέλαβα διστάζοντας κάπως. Τι αισθάνεστε τότε για τη ζωή;
— Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω οτιδήποτε.
— Νιώθετε ζωντανός, παρ' όλα αυτά;
— Ζωντανός;  Όχι αληθινά. Δεν έχω νιώσει ζωντανός εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Μια έκφραση άπειρης στενοχώριας και παραίτησης κάλυπτε το πρόσωπό του.  Αργότερα, έχοντας διαπιστώσει την ικανότητά του και την ευχαρίστηση που του έδιναν τα γρήγορα παιχνίδια και οι γρίφοι, καθώς και τη δύναμη που είχαν να τον «κρατάνε», τουλάχιστον για όσο διαρκούσαν, και να του επιτρέπουν να έχει, έστω και για λίγο, μια αίσθηση συντροφικότητας και άμιλλας —δεν παραπονιόταν για μοναξιά, αλλά έμοιαζε τόσο μόνος· δεν εξέφραζε ποτέ του λύπη, αλλά έμοιαζε τόσο λυπημένος— πρότεινα να μπει στα προγράμματα αναψυχής του Οίκου.  Αυτό λειτούργησε καλύτερα, καλύτερα από το ημερολόγιο. Συμμετείχε στα παιχνίδια με ζωηράδα και ταχύτητα, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να του προσφέρουν οποιοδήποτε κίνητρο: έλυσε όλα τα προβλήματα — που δεν παρουσίαζαν καμία δυσκολία γι' αυτόν ήταν ο καλύτερος και ο εξυπνότερος από οποιονδήποτε άλλον στα παιχνίδια. Και καθώς το αντιλαμβανόταν, γινόταν και πάλι νευρικός και ανήσυχος και περιπλανιόταν στους διαδρόμους, στενοχωρημένος και βαριεστημένος, δίνοντας μια αίσθηση προσβεβλημένης αξιοπρέπειας: τα παιχνίδια και τα αινίγματα ήταν για τα παιδιά, μια ψυχαγωγία. Έκδηλα και παθιασμένα γύρευε να κάνει κάτι: ήθελε να δρα, να υπάρχει, να αισθάνεται· και δεν μπορούσε· γύρευε κάποιο νόημα, γύρευε σκοπό. Με τα λόγια του Freud, γύρευε «Εργασία και Έρωτα».
Θα μπορούσε να κάνει μία «συνηθισμένη» δουλειά; Ο αδελφός του είχε πει ότι είχε «αποσυντεθεί», όταν σταμάτησε να εργάζεται το 1965.  Είχε δύο εντυπωσιακές ικανότητες, τον κώδικα Μορς και τη  δακτυλογράφηση.  Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα Μορς, εκτός και αν ανακαλύπταμε κάποια καινούρια χρήση τους μπορούσαμε, όμως,να χρησιμοποιήσουμε έναν καλό δακτυλογράφο, αν ξανάβρισκε τις παλιές του επιδόσεις, και αυτό θα μπορούσε να είναι μια αληθινή δουλειά,όχι μόνο ένα παιχνίδι. 
Πράγματι, ο Τζίμυ γρήγορα επανέκτησε την παλιά του ικανότητα και έφτασε να δακτυλογραφεί πολύ γρήγορα —του ήταν αδύνατο να το κάνει αργά— και σ' αυτό βρήκε ένα μέρος από τα κίνητρα και την ικανοποίηση που προσφέρει η δουλειά. Αλλά κι αυτό  δεν έπαυε να είναι παρά μία επιφανειακή δακτυλογράφηση· ήταν μονότονο, δεν είχε κανένα βάθος. Αυτό που δακτυλογραφούσε το δακτυλογραφούσε μηχανικά —δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νόημα— χτυπούσε απλώς τις σύντομες προτάσεις τη μία μετά την άλλη σε μία χωρίς νόημα σειρά.  Αυθόρμητα, όλοι είχαν την τάση να τον περιγράφουν σαν ένα θύμα  ενός πνευματικού ατυχήματος, σαν μία «χαμένη ψυχή»: ήταν τάχα δυνατό να είχε στ' αλήθεια «χάσει την ψυχή του», εξαιτίας μιας ασθένειας;   

«Νομίζετε ότι έχει ψυχή;» ρώτησα μια μέρα τις αδελφές. Η ερώτησή μου τις έκανε ν' ανατριχιάσουν, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν γιατί την έκανα. «Παρατηρήστε τον Τζίμυ όταν είναι στο παρεκκλήσι», μου είπαν, «και κρίνετε μόνος σας».
Το έκανα και συνταράχτηκα. Συγκινήθηκα βαθιά και εντυπωσιάστηκα, γιατί είδα μία ένταση, μια σταθερότητα προσοχής και μια συγκέντρωση που δεν είχα ποτέ μου δει προηγουμένως στον Τζίμυ, για τις οποίες δεν τον είχα ικανό. Τον παρατηρούσα να γονατίζει και να παίρνει τη μετάληψη στο στόμα του και δε μου ήταν δυνατό να αμφιβάλλω για την πληρότητα και για την ολοκλήρωση της θείας κοινωνίας, για την απόλυτη ευθυγράμμιση του πνεύματός
του με το πνεύμα της λειτουργίας.  Έμπαινε στο μυστήριο και έπαιρνε μέρος σ' αυτό με πληρότητα,με ένταση, με γαλήνη, με την ηρεμία της απόλυτης προσοχής και συγκέντρωσης. Τον συγκρατούσε, τον απορροφούσε ολοκληρωτικά ένα συναίσθημα. Δεν υπήρχε κενό μνήμης, δεν υπήρχε Korsakov εκείνη τη στιγμή, ούτε και έμοιαζε δυνατό ή μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρχει· γιατί δε βρισκόταν πια στο έλεος ενός ελαττωματικού και εύθραυστου μηχανισμού —της χωρίς νόημα διαδοχής των μνημονικών χναριών— αλλά ήταν απορροφημένος σε μία πράξη όπου συμμετείχε με όλο του το είναι, μία πράξη όπου τα αισθήματα και το νόημα βρίσκονταν σε μία οργανική ενότητα, είχαν μία συνέχεια τόσο συνεκτική, που δεν μπορούσε να υποστεί την οποιαδήποτε διακοπή.
Ήταν φανερό ότι ο Τζίμυ έβρισκε τον εαυτό του, έβρισκε τη συνέχεια και  την  πραγματικότητα μέσα στην απολυτότητα της πνευματικής προσοχής και πράξης. 
Οι αδελφές είχαν δίκιο: εδώ έβρισκε πράγματι την ψυχή του. 
Είχε δίκιο και ο Luria που τα λόγια του μου ξανάρχονταν τώρα: 

«Ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση,ευαισθησίες, πνεύμα... Εκεί... είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή». 

Η μνήμη, η διανοητική δραστηριότητα, ο νους από μόνος του δεν μπορούσαν να του προσφέρουν βάσεις· αλλά η πνευματική προσοχή και δράση μπορούσαν να τον συγκρατήσουν ολοκληρωτικά.Ίσως, όμως, η λέξη «πνεύμα» είχε πολύ στενή σημασία· το αισθητικό και το δραματικό συμμετείχαν εξίσου. 
Όταν είδα τον Τζίμυ στο παρεκκλήσι, άνοιξαν τα μάτια μου και προς άλλες περιοχές που εγκαλούν την ψυχή, όπου η ψυχή καταλαγιάζει και γαληνεύει, όπου βρίσκεται σε κοινωνία και προσοχή. Στο ίδιο βάθος απορρόφησης και προσοχής θα έπρεπε να μπορεί να φτάσει μέσα από τη μουσική και την τέχνη: παρατήρησα ότι δεν αντιμετώπιζε δυσκολία στην «παρακολούθηση» της μουσικής ή απλών θεατρικών έργων: κάθε στιγμή στη μουσική και στην τέχνη αναφέρεται, περιέχει άλλες στιγμές. Του άρεσε ακόμα η κηπουρική και είχε αναλάβει ένα μέρος της δουλειάς στον κήπο μας. Στην αρχή αντιμετώπιζε τον κήπο κάθε μέρα σαν να ήταν καινούριος· για κάποιο λόγο, όμως, του είχε γίνει πιο οικείος απ' ό,τι το εσωτερικό του ιδρύματος. Σχεδόν ποτέ δε χανόταν και δεν έχανε τον προσανατολισμό του στον κήπο· νομίζω πως του έφερνε στο μυαλό αγαπημένους κήπους που είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του από τα νιάτα του στο Κονέκτικατ. 
Ο Τζίμυ, που ήταν τόσο χαμένος στον «παρατατικό» χρόνο, στο χρόνο που συντίθεται από την παράθεση των γεγονότων, ήταν απόλυτα προσανατολισμένος στον μπερξονικό «τελικό» χρόνο· αυτό που γι' αυτόν ήταν φευγαλέο και αδυνατούσε να συγκρατήσει σαν φορμαλιστική δομή παρουσιαζόταν σαν απόλυτα σταθερό και άριστα ελεγχόμενο, όταν εμφανιζόταν σαν τέχνη ή σαν θέληση. Ακόμα καλύτερα, στην περίπτωση αυτή τα πράγματα άντεχαν και επιζούσαν. 
Αν τον Τζίμυ τον«συγκρατούσε» μία προσπάθεια, ένας γρίφος, ένα παιχνίδι ή ένας υπολογισμός, τον συγκρατούσαν στην πραγματικότητα για πολύ λίγο, με βάση ένα καθαρά διανοητικό κίνητρο, και αμέσως μόλις τελείωναν ξανάπεφτε στην άβυσσο του δικού του κενού, στην αμνησία του. Αν, όμως, εκείνο που τον συγκρατούσε ήταν μία συγκινησιακή και πνευματική εγρήγορση, όπως η ενατένιση της φύσης ή της τέχνης, η ακρόαση της μουσικής, η συμμετοχή στη λειτουργία στο παρεκκλήσι, η εγρήγορση, η διάθεση που όλα αυτά του προκαλούσαν, η γαλήνη τους θα έμεναν για λίγο και ο Τζίμυ θα έδειχνε μία περισυλλογή και μία ειρήνη που σπάνια βλέπαμε, αν τη βλέπαμε ποτέ τον υπόλοιπο καιρό στο ίδρυμα.

Έχουν περάσει πια εννιά χρόνια που γνωρίζω τον Τζίμυ και νευρο-ψυχολογικά δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Εξακολουθεί να παρουσιάζει το πιο απόλυτο σύνδρομο Korsakov, του είναι αδύνατο να συγκρατήσει μεμονωμένα θέματα για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα και έχει μία βαθιά αμνησία που φτάνει μέχρι το 1945. 
Αλλά από ανθρώπινη, από πνευματική άποψη, παρουσιάζεται μερικές στιγμές σαν ένας ολωσδιόλου διαφορετικός άνθρωπος· δεν είναι τότε αιωρούμενος,ανήσυχος, βαριεστισμένος και χαμένος αλλά βαθιά προσεχτικός απέναντι στην ψυχή και στην ομορφιά του κόσμου, πλούσιος σύμφωνα με όλες τις κατηγορίες του Κίρκεγκαρντ, καθώς και από κάθε αισθητική, ηθική, θρησκευτική ή δραματική άποψη. 

Όταν τον πρωτοσυνάντησα, είχα αναρωτηθεί μήπως ήταν καταδικασμένος σε κάποιο είδος ύπαρξης σαν σαπουνόφουσκα, όπως τη φανταζόταν ο Hume, μία αιώρηση που γλιστρά χωρίς νόημα επάνω στην επιφάνεια της ζωής. Με απασχολούσε, επίσης, το ερώτημα αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί η ασυναρτησία της ασθένειάς του, που θύμιζε τόσο αυτές τις συλλήψεις του Hume: η εμπειρική επιστήμη μού υπαγόρευε ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος τρόπος· όμως η εμπειρική επιστήμη, ο εμπειρισμός, δεν παίρνει υπόψη του την ψυχή, δεν παίρνει υπόψη του αυτό που καθορίζει και συνιστά την προσωπική ύπαρξη. Υπάρχει ίσως εδώ ένα φιλοσοφικό, όσο και κλινικό μάθημα: στο σύνδρομο Korsakov, ή στην άνοια, ή σε άλλες τέτοιες καταστροφικές διαδικασίες, όσο μεγάλη και αν είναι  η οργανική καταστροφή και η αποσύνθεση που πλησιάζει τον άνθρωπο στο διανοητικό κατασκεύασμα του Hume, παραμένει εντούτοις αμείωτη η δυνατότητα της επανενσωμάτωσης διαμέσου της τέχνης, διαμέσου της επικοινωνίας, της επαφής με το ανθρώπινο πνεύμα: και αυτό μπορεί να παραμένει άθικτο κάτω απ' ό,τι μοιάζει στην αρχή σαν μία ανέλπιδη κατάσταση απόλυτης νευρολογικής καταστροφής.


 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα πια ξέρω πως η παλίνδρομη αμνησία κάποιου βαθμού είναι πολύ κοινή, αν όχι ο κανόνας, σε περιπτώσεις συνδρόμου Korsakov.Το κλασικό σύνδρομο Korsakov —μία βαθιά και μόνιμη αλλά «καθαρή» καταστροφή της μνήμης, που προκαλείται από την τοξική επίδραση του οινοπνεύματος στα μαστοειδή σωμάτια— είναι σπάνια, ακόμα και στους πολύ μεγάλους πότες. Μπορεί, βέβαια, να συναντήσει κανείς το σύνδρομο Korsakov σε άλλες παθολογίες, όπως στους ασθενείς του Luria που είχαν εγκεφαλικούς όγκους. 

Μία ιδιαίτερα συναρπαστική μορφή ενός οξέος (και ευτυχώς παροδικού) συνδρόμου Korsakov περιγράφηκε καλά πριν από λίγο καιρό με το όνομα παροδική ολική αμνησία (transient global amnesia) που μπορεί να επέλθει εξαιτίας ημικρανιών, κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων ή ελλιπούς παροχής αίματος στον εγκέφαλο. Σε αυτή την κατάσταση παρουσιάζεται μία σοβαρή και ιδιόμορφη αμνησία που κρατάει λίγα λεπτά ή μερικές ώρες, ενώ ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει να οδηγεί το αυτοκίνητό του ή τις ιατρικές ή εκδοτικές του εργασίες με έναν εντελώς μηχανικό τρόπο. Αλλά κάτω από αυτή τη συνεχιζόμενη δραστηριότητα υπάρχει μία βαθιά αμνησία· κάθε πρόταση που προφέρεται ξεχνιέται μόλις λέγεται, το καθετί ξεχνιέται μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που το βλέπουμε, παρότι οι από μακρού εγκαταστημένες αναμνήσεις και οι καθημερινές συνήθειες είναι δυνατό να παραμένουν εντελώς άθικτες. (Μερικές πολύ αξιόλογες βιντεοταινίες ασθενών
κατά τη διάρκεια μιας παροδικής ολικής αμνησίας  γυρίστηκαν  πρόσφατα [1986]  από το δρ John Hodges στην Οξφόρδη.)
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί επιπλέον να υπάρχει και μία βαθιά παλίνδρομη αμνησία. Ο συνάδελφός μου, δρ Leon Protass, μου μίλησε για την περίπτωση ενός άντρα υψηλής νοημοσύνης που ήταν για μερικές ώρες ανίκανος να θυμηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του.Πράγματι είχε χάσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του αλλά, ευτυχώς,μόνο για μερικές ώρες. Τέτοιες προσβολές εξαφανίζονται απότομα και τελείως· παρ' όλα
αυτά  είναι ίσως οι πιο τρομαχτικές από τις «μικρές προσβολές», εξαιτίας της δύναμης που έχουν να καταργούν ή να σβήνουν ολόκληρες δεκαετίες μιας πλούσιας ζωής γεμάτης από επιτεύγματα και αναμνήσεις. 
Συνήθως τον τρόμο τον αισθάνονται οι άλλοι ο ίδιος ο ασθενής, χωρίς καμιά επίγνωση, αμνησικός για την αμνησία του,μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό που είχε αρχίσει, εντελώς αμέριμνος,και αργότερα μόνο να ανακαλύψει ότι έχασε όχι μόνο μία μέρα (όπως είναι συνηθισμένο με τα κοινά αλκοολικά «μπλάκαουτ») αλλά το μισό  μιας ζωής, χωρίς καν να το καταλάβει. 

Το γεγονός ότι μπορεί έτσι ξαφνικά να χάσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης ζωής προκαλεί έναν ιδιαίτερο, μεταφυσικό τρόμο.  Στα ηλικιωμένα άτομα η ζωή, η ανώτερη, πνευματική ζωή μπορεί να σταματήσει πρώιμα, εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων, γεροντικής άνοιας, εγκεφαλικών τραυματισμών κ.λπ., αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις παραμένει συνήθως μία συνείδηση της ζωής που έχει περάσει, η συνείδηση του παρελθόντος του αρρώστου. Το γεγονός αυτό γίνεται συνήθως αποδεκτό σαν κάποιο είδος αντισταθμίσματος: «Τουλάχιστον έζησα, γεύτηκα τη ζωή μου όσο μπορούσα, πριν τραυματιστώ στο κεφάλι,πριν από την προσβολή» κ.λπ. Αυτή η αίσθηση της «ζωής που έχει υπάρξει», που μπορεί να είναι μία παρηγοριά ή και ένα βάσανο, είναι ακριβώς η αίσθηση που εξαφανίζεται στην παλίνδρομη αμνησία. 

Η «τελική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή», για την οποία μιλάει ο Μπουνιουέλ, μπορεί να επέλθει, ίσως, στην τελική φάση μιας άνοιας, όχι όμως —σύμφωνα με την πείρα μου— απότομα με ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντίθετα, υπάρχει ένα είδος αμνησίας διαφορετικό —αν και συγκρίσιμο— που μπορεί να παρουσιαστεί απότομα· όχι,δηλαδή, η «ολική» αλλά μία «μερική» αμνησία.Σε έναν ασθενή, που είχα αναλάβει, μία ξαφνική θρόμβωση στην οπίσθια κυκλοφορία του εγκεφάλου προκάλεσε τον άμεσο θάνατο των οπτικών περιοχών του. Ο άρρωστός μου έμεινε αμέσως εντελώς τυφλός, χωρίς, όμως, να το καταλαβαίνει. Φαινόταν ότι ήταν τυφλός, αλλά δεν έκανε κανένα παράπονο. Η εξέταση και οι ερωτήσεις που του έγιναν έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι όχι μόνο ήταν «φλοιωδώς»τυφλός, «κεντρικά» τυφλός, εξαιτίας της βλάβης του οπτικού του φλοιού, αλλά και ότι είχε χάσει ολοκληρωτικά όλες τις οπτικές του εικόνες και τις οπτικές του αναμνήσεις· και, παρ' όλα αυτά, δεν είχε την παραμικρή ιδέα της οποιασδήποτε απώλειας. Στην πραγματικότητα εκείνο που είχε χάσει ήταν η ίδια η ιδέα τού να βλέπεις και όχι μόνο ήταν ανίκανος να περιγράψει οπτικά το οτιδήποτε, αλλά ερχόταν σε αμηχανία κάθε φορά που χρησιμοποιούσα λέξεις όπως «βλέπω» και «φως»
Στην ουσία είχε μεταβληθεί σε ένα μη οπτικό ον. 
Ολόκληρη η ζωή του, που τη χαρακτήριζε το ότι έβλεπε, η χρήση της όρασης, είχε στ' αλήθεια χαθεί. Ολόκληρη η οπτική ζωή του είχε σβηστεί, είχε σβηστεί μόνιμα τη στιγμή που του συνέβη αυτό το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μία τέτοια οπτική αμνησία και, ας πούμε, μία τέτοια τύφλωση στην τύφλωση, αμνησία για την αμνησία, στην πραγματικότητα είναι ένα «ολοκληρωτικό» σύνδρομο Korsakov που, όμως, περιορίζεται στην όραση.

Μία ακόμα πιο περιορισμένη, αλλά άλλο τόσο ολοκληρωτική, αμνησία μπορεί να παρουσιαστεί σε σχέση με τις ιδιαίτερες μορφές της αντίληψης, όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο, τον «άνθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε μία απόλυτη «προσωπαγνωσία» ή αγνωσία προσώπων. Ο ασθενής εκεί δεν ήταν μόνο ανίκανος να αναγνωρίζει πρόσωπα, αλλά ανίκανος και να φανταστεί ή να θυμηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο· στην πραγματικότητα είχε χάσει την ίδια την ιδέα του «προσώπου», όπως ο άλλος ασθενής μου, σε ακόμα πιο άσκημη κατάσταση, είχε χάσει τις ίδιες τις ιδέες του «βλέπειν» ή του «φωτός». 

Τέτοια σύνδρομα περιγράφηκαν από τονAnton στα 1890. Το τι, όμως, συνεπάγονται αυτά τα σύνδρομα —τουKorsakov και του Anton— το τι σημαίνουν και τι θα έπρεπε να σημαίνουν για τον κόσμο, τις ζωές, τις ταυτότητες των ασθενών που υποφέρουν από αυτά, πολύ σπάνια έχει γίνει αντικείμενο μελέτης ακόμα και μέχρι σήμερα.
Στην περίπτωση του Τζίμυ αναρωτηθήκαμε μερικές φορές με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε αν τον πηγαίναμε πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του —στην πραγματικότητα πίσω στις μέρες πριν από την αμνησία του— αλλά η μικρή κωμόπολη στο Κονέτικατ είχε γίνει με τα χρόνια μία πόλη σε πλήρη ανάπτυξη. 
Αργότερα είχα την ευκαιρία να μάθω τι θα είχε. συμβεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν και αυτό έγινε με κάποιον άλλο ασθενή με σύνδρομο Korsakov, τον Στίβεν P., ο οποίος είχε απότομα αρρωστήσει το 1980 και του οποίου η παλίνδρομη αμνησία έφτανε πίσω κατά δύο χρόνια ή κάπου τόσο. 

Σε αυτό τον ασθενή, ο οποίος είχε επιπλέον και σοβαρές επιληπτικές κρίσεις, σπαστικότητα και άλλα προβλήματα που απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, μερικές σπάνιες επισκέψεις στο σπίτι του, τα Σαββατοκύριακα, προκάλεσαν μία οδυνηρή κατάσταση. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν και τίποτα και βρισκόταν σχεδόν σε μια ασταμάτητη φρενίτιδα, εξαιτίας της απώλειας του προσανατολισμού του. Όταν, όμως, η γυναίκα του τον πήρε σπίτι τους, στο σπίτι του, που στην πραγματικότητα ήταν γι' αυτόν ένα «στεγανό» στο χρόνο, που παρέμενε στις μέρες πριν από την αμνησία του, αισθάνθηκε αμέσως σε γνώριμο μέρος. Αναγνώρισε τα πάντα, χτύπησε το βαρόμετρο, έλεγξε το θερμοστάτη, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, όπως συνήθιζε πάντα να κάνει. Μίλησε για τους γείτονες, τα μαγαζιά, την τοπική παμπ, έναν κοντινό κινηματογράφο, όπως αυτά ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 70. 
Οι παραμικρές αλλαγές στο σπίτι τον προβλημάτιζαν και του προκαλούσαν αγωνία. («Άλλαξες τις κουρτίνες σήμερα!» είπε μια μέρα στη γυναίκα του. «Πώς γίνεται αυτό; Τόσο ξαφνικά; Ήταν πράσινες σήμερα το πρωί». Ενώ στην πραγματικότητα πράσινες ήταν στα 1978.) Αναγνώρισε τα περισσότερα από τα γειτονικά σπίτια και μαγαζιά —είχαν αλλάξει πολύ λίγο ανάμεσα στα 1978 και στα 1983— αλλά σάστισε από την «αντικατάσταση» του κινηματογράφου. («Πώς θα μπορούσαν να τον κατεδαφίσουν και να χτίσουν ένα σούπερ μάρκετ στη θέση του  μέσα σε μία νύχτα;»)
Αναγνώρισε φίλους και γείτονες· αλλά τους βρήκε ανεξήγητα πιο γέρους απ' ό,τι τους περίμενε. («Ο γερο-τάδε! Στ' αλήθεια του φαίνονται τα χρόνια του. Ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει πριν Πώς γίνεται ξαφνικά σήμερα να δείχνουν όλοι την ηλικία τους;») Αλλά το πραγματικό δράμα, ο τρόμος, ήταν όταν η γυναίκα του τον έφερνε πίσω στο νοσοκομείο· τον έφερνε με ένα φανταστικό και ανεξήγητο τρόπο (έτσι ένιωθε) σε ένα παράξενο σπίτι που ποτέ του δεν είχε δει,  γεμάτο  ξένους,  και μετά τον εγκατέλειπε εκεί.  «Τι κάνεις;» ούρλιαζε τρομοκρατημένος και συγκεχυμένος. «Τι διάβολο
είναι αυτό το μέρος; Τι διάβολο συμβαίνει;» 

Αυτές οι σκηνές ήταν σχεδόν αφόρητες, όταν κανείς ήταν παρών, και θα πρέπει να φαίνονταν σαν τρέλα, ή σαν εφιάλτης, στον ίδιο. Ευτυχώς, το ξέχναγε το πολύ μέσα σε δυο λεπτά.Τέτοιοι ασθενείς, απολιθωμένοι στο παρελθόν, μπορούν να είναι προσανατολισμένοι μόνο μέσα στο σπίτι τους. Ο χρόνος γι' αυτούς έχει σταματήσει. 
Ακούω ακόμα τον Στίβεν Ρ. να ουρλιάζει με τρόμο και σύγχυση επιστρέφοντας, να ουρλιάζει για ένα παρελθόν που δεν υπάρχει  πια. Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε;  Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα στεγανό στο χρόνο, ένα φανταστικό κατασκεύασμα; 
Ποτέ μου δε γνώρισα άλλον ασθενή σε τέτοιο βαθμό αντιμέτωπο, τόσο αναστατωμένο από τον αναχρονισμό, εκτός από τη Ρόζα Ρ. που έχω περιγράψει στο βιβλίο μου
Awakenings (βλ. και το κεφάλαιο 16, «Ακράτεια νοσταλγίας»).

Ο Τζίμυ μπόρεσε τελικά να φτάσει σε μία ηρεμία· ο Ουίλιαμ (κεφάλαιο 12) περνάει τον καιρό του φτιάχνοντας μύθους· 
ο Στίβεν, όμως,υποφέρει πάντοτε από μία πληγή που χάσκει μες στο χρόνο, 
μία αγωνία που ποτέ δε θα κλείσει.

                                                ------------------




Kεφ 2 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, 

μτφ Κώστα Ποτάγας.



Προηγούμενο Κεφάλαιο                                                            Επόμενο Κεφάλαιο 
                                                                                              (Η Ασώματη Γυναίκα)