Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο χαμένος ναυτικός (Κεφ 2)






Ο χαμένος ναυτικός* 


"Πρέπει κανείς ν' αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για να αντιληφθεί ότι η μνήμη είναι αυτή που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δε θα ήταν ζωή... Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή,δεν είμαστε τίποτα... (Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή, όπως έκανε στη μητέρα μου...)"
 Λουίς Μπουνιουέλ**


Αυτό το συγκινητικό και τρομαχτικό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μπουνιουέλ βάζει θεμελιώδη ερωτηματικά — κλινικά, πρακτικά, υπαρξιακά, φιλοσοφικά: με τι μοιάζει η ζωή (αν μπορούμε να μιλήσουμε για ζωή), τι είδος κόσμου και τι είδος Εγώ εξακολουθεί να υπάρχει για έναν άνθρωπο που έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του και, μαζί μ' αυτό, το παρελθόν του και τις άγκυρες του στο χρόνο;


* Αφού έγραψα και δημοσίευσα αυτή την ιστορία, αρχίσαμε με το δρ Elkhonon Goldberg— ένα μαθητή του Luria και επιμελητή της πρωτότυπης (ρωσκής) έκδοσης του «The Neuro- psychology of Memory— μία προσεχτική και συστηματική νευροψυχολογική μελέτη αυτού του ασθενή.
Ο δρ Goldberg παρουσίασε μερικά από τα προκαταρκτικά μας ευρήματα σε συνέδρεια και ελπίζουμε σύντομα να εκδώσουμε μία πλήρη αναφορά.  Μία εξαίρετη και βαθύτατα συγκινητική ταινία γύρω από έναν ασθενή με μία βαθιά αμνησία [Αιχμάλωτος συνείδησης), που γυρίστηκε από το δρ Jonathan Miller, προβλήθηκεπριν από λίγο καιρό στην Αγγλία (Σεπτέμβριος 1986). Μία άλλη ταινία γυρίστηκε (από τον Hilary l.awson) γύρω από έναν προσωπαγνωσικό ασθενή (με πολλές ομοιότητες με το δρΠ).
Η συμβολή τέτοιων ταινιών για την κατανόηση αυτών των προβλημάτων είναι αποφασιστική, χάρη στη βοήθεια που προσφέρουν στη φαντασία: «Δεν μπορούμε να πούμε ό,τι μπορούμε να δείξουμε».

** Λουίς Μπουνιουέλ: H τελευταία πνοή. Ελληνική μετάφραση Μαρίας Μπαλάσκα, Οδυσσέας 1984



 Μου έφερε στο μυαλό έναν ασθενή μου που είναι παραδειγματικός  γι' αυτά τα  ερωτήματα:  ο Τζίμυ Γκ., ένας γοητευτικός, έξυπνος άντρας με ολοκληρωτική αμνησία, μπήκε στον Οίκο Ευγηρίας μας κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης στις αρχές του 1975 με τη συνοδεία ενός σιβυλλικού παραπεμπτικού σημειώματος που ανέφερε: «εγκαταλειμμένος, ανοϊκός, συγχυτικός χωρίς προσανατολισμό».

Ο Τζίμυ ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας με σγουρά γκρίζα πυκνά μαλλιά, όμορφος και γεμάτος υγεία, σαράντα εννέα χρονών. Ήταν καλοδιάθετος, φιλικός και ζεστός.

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Ωραίο πρωινό! Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Πολύ εγκάρδιος, ήταν πρόθυμος να μιλήσει και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μου. Μου είπε το όνομα και την ημερομηνία γέννησής του, καθώς και το όνομα της μικρής κωμόπολης του Κονέτικατ όπου είχε γεννηθεί. Την περιέγραψε με τρυφερές λεπτομέρειες και μου σχεδίασε ακόμα και ένα χάρτη της. Περιέγραψε τα σπίτια όπου είχε ζήσει  η οικογένειά του, θυμόταν ακόμα και τα νούμερα των τηλεφώνων τους.  Μου μίλησε για τα σχολικά του χρόνια, τους φίλους εκείνης της εποχής και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τα χρόνια που είχε περάσει στο ναυτικό: όταν κατατάχτηκε, στα 1943, ήταν δεκαεφτά χρονών και είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο. Καθώς ήταν γεννημένος μηχανικός, κρίθηκε κατάλληλος για τον ασύρματο και τα ηλεκτρονικά και έτσι, μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στο Τέξας, έγινε βοηθός χειριστής ασυρμάτου σε ένα υποβρύχιο. Θυμόταν τα ονόματα των διαφόρων υποβρυχίων όπου είχε υπηρετήσει, τις αποστολές που είχαν αναλάβει, τα λιμάνια που έπιαναν, τα ονόματα των συντρόφων του στο  πλοίο. Θυμόταν τον κώδικα Μορς και μπορούσε να τον χρησιμοποιεί για να στέλνει μηνύματα, καθώς και να δακτυλογραφεί άνετα και γρήγορα.  Είχε περάσει μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα νεότητα που την αναθυμόταν ζωηρά, με λεπτομέρειες και με τρυφερότητα. 

Αλλά απ' αυτό το σημείο και πέρα, για κάποιο περίεργο λόγο, οι αναμνήσεις του σταματούσαν. Ανακαλούσε και σχεδόν ξαναζούσε τις μέρες του πολέμου και τη θητεία του, το τέλος του πολέμου και τα σχέδιά του για το μέλλον.  Είχε συνδεθεί με το ναυτικό και σκεφτόταν να γίνει μόνιμος. Τελικά,όμως, σκέφτηκε ότι με μια οικονομική υποστήριξη και τον G. I. Bill  (η οικονομική βοήθεια στους παλιούς πολεμιστές των ΗΠΑ - ΣτΜ ) θα ήταν ίσως καλύτερα αν συνέχιζε τις σπουδές του στο Κολέγιο. 
0 μεγάλος του αδελφός παρακολουθούσε μία σχολή λογιστών και είχε ένα δεσμό με ένα κορίτσι, μία «καλλονή» από το Όρεγκον. 

Καθώς τα αναθυμόταν και τα ξαναζούσε, ο Τζίμυ είχε ζωηρέψει: φαινόταν σαν να μιλούσε όχι για το παρελθόν αλλά για το παρόν και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή στην ένταση της διήγησης των αναμνήσεών του, καθώς πέρασε από τις μέρες του σχολείου στις μέρες του ναυτικού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μίλαγε στον αόριστο, αλλά τώρα είχε περάσει στον ενεστώτα, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ένας τυπικός ιστορικός ενεστώτας, που χρησιμοποιούμε εμφατικά στη διήγηση, αλλά ένας πραγματικός ενεστώτας, αυτός της άμεσης εμπειρίας.
Μία ξαφνική, απίθανη υποψία με κυρίεψε.

- Τι χρονιά έχουμε, κύριε Γκ.; ρώτησα κρύβοντας την αμηχανία μου κάτω από ένα αδιάφορο ύφος.

- Σαράντα πέντε, αγαπητέ, Γιατί; 
Και συνέχισε, χωρίς διακοπή: 
Κερδίσαμε τον πόλεμο, ο Ρούσβελτ πέθανε, στην εξουσία είναι ο Τρούμαν. Ξεκινάνε νέοι, μεγάλοι καιροί.

-Και τότε εσείς, Τζίμυ, πόσων χρονών είστε;

Πήρε ένα αβέβαιο, περίεργο ύφος και δίστασε για ένα λεπτό, σαν να υπολόγιζε.

- Δηλαδή... νομίζω ότι είμαι δεκαεννιά, γιατρέ, θα γίνω είκοσι στα επόμενα γενέθλιά μου.

Βλέποντας τον γκριζομάλλη άντρα που έστεκε μπροστά μου, είχα μία παρόρμηση για την οποία ποτέ δε συγχώρησα τον εαυτό μου, και που θα ήταν το αποκορύφωμα της σκληρότητας, αν ο Τζίμυ είχε την οποιαδήποτε δυνατότητα να το θυμάται.

-Κοιτάχτε εδώ, είπα και έτεινα έναν καθρέφτη προς το μέρος του.   Κοιτάχτε στον καθρέφτη και πείτε μου τι βλέπετε. Μοιάζει για δεκαεννιάρης αυτός που βλέπετε στον καθρέφτη;

Χλόμιασε απότομα και γράπωσε την καρέκλα του από τα πλάγια.
-Χριστέ μου! ψιθύρισε. Χριστέ μου, τι γίνεται; Τι μου συνέβη; Είναι εφιάλτης; Τρελάθηκα; Πλάκα είναι;

Ήταν έξαλλος, πανικόβλητος.- Εντάξει, όλα είναι εντάξει, Τζίμυ, είπα προσπαθώντας να τον καταπραΰνω. Έγινε λάθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανησυχείς. Έλα!
Τον πήγα προς το παράθυρο.

- Δεν είναι μια πανέμορφη ανοιξιάτικη μέρα; Βλέπεις εκεί τα παιδάκια που παίζουν μπέιζμπολ;


Ξαναβρήκε το χρώμα του και χαμογέλασε, καθώς έφυγα στα κλεφτά,παίρνοντας μαζί μου τον αποκρουστικό καθρέφτη.  Ξαναμπήκα στο δωμάτιο σε δυο λεπτά. Ο Τζίμυ στεκόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας με ευχαρίστηση τα παιδιά που έπαιζαν μπέιζμπολ από κάτω. Στράφηκε, καθώς άνοιξα την πόρτα, και πήρε  μια χαρωπή έκφραση

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Όμορφο πρωινό! Θέλατε να μου μιλήσετε;Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Ούτε ίχνος αναγνώρισης στο ειλικρινές, ανοιχτό του πρόσωπο.

— Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, κύριε Γκ.; ρώτησα με αδιάφορο ύφος.  

—Όχι, δε νομίζω. Με μια τέτοια γενειάδα! Εσάς δε θα μπορούσα να σας ξεχάσω, γιατρέ!

— Γιατί με λέτε «γιατρό»;

— Μα καλά, είστε γιατρός, δεν είστε;

— Ναι, αλλά αν είναι η πρώτη φορά που με συναντάτε, πώς το ξέρετε;


— Μιλάτε σαν γιατρός.  Βλέπω ότι είστε γιατρός.

— Μάλιστα, έχετε δίκιο, είμαι. Είμαι ο νευρολόγος αυτού εδώ του μέρους.

— Νευρολόγος; Ε, τρέχει τίποτα με τα νεύρα μου; Και τι είναι «αυτό το μέρος»; Πού βρισκόμαστε «εδώ»; Τι είναι αυτό το μέρος εν πάση  περιπτώσει;

— Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα τώρα: πού νομίζετε ότι βρίσκεστε;

— Βλέπω αυτά τα κρεβάτια και αυτούς τους ασθενείς ολόγυρα. Μου φαίνεται σαν ένα είδος νοσοκομείου. Αλλά, διάβολε, τι μπορεί να κάνω εγώ στο νοσοκομείο και μάλιστα μ' όλους αυτούς τους γέρους, τόσο πιο μεγάλους από μένα. Αισθάνομαι καλά στην υγεία μου, είμαι δυνατός σαν ταύρος. Ίσως να δουλεύω εδώ... Δουλεύω; Και τι δουλειά κάνω;... Όχι, κουνάτε το κεφάλι σας, βλέπω στα μάτια σας ότι δε δουλεύω εδώ. Αν δε δουλεύω εδώ, πάει να πει ότι με έβαλαν εδώ. Είμαι ένας ασθενής, είμαι άρρωστος και δεν το ξέρω, γιατρέ; Είναι τελείως τρελό,με τρομάζει... Μήπως είναι κάποια φάρσα;

— Δεν ξέρετε τι συμβαίνει; Δεν ξέρετε καθόλου; Θυμάστε που μου μιλήσατε για τα παιδικά σας χρόνια στο Κονέτικατ,
για την εποχή που ήσασταν ασυρματιστής στα υποβρύχια; Και για τον αδελφό σας που έχει ένα δεσμό μ' ένα κορίτσι από το Όρεγκον;

— Ε, σωστά είναι αυτά που λέτε. Αλλά δε σας τα είπα εγώ, ποτέ στη ζωή μου δε σας έχω συναντήσει. Πρέπει να διαβάσατε ό,τι με αφορά στην καρτέλα μου.

- Εντάξει, είπα. Θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Πήγε κάποιος στο γιατρό του λέγοντας ότι υποφέρει από κενά στη μνήμη του. Ο γιατρός τού έκανε μερικές ερωτήσεις ρουτίνας και μετά του λέει: «Λοιπόν, αυτά τα κενά; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα κενά;» «Ποια κενά;» απάντησε απορημένος ο ασθενής. 
Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημά μου, είπε γελώντας ο Τζίμυ.  Μου φαίνεται ότι κάτι είχα προσέξει. Πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνάω πράγματα, μια στις τόσες, πράγματα που μόλις έχουν συμβεί. Παρ' όλα αυτά, το παρελθόν το θυμάμαι καθαρά. 
-Θα μου επιτρέψετε να σας εξετάσω, να σας υποβάλω σε μερικά τέστ;
-Βεβαίως, απάντησε ευγενικά. Ό,τι θέλετε.




Στα τεστ ευφυίας έδειξε καταπληκτικές ικανότητες. Ήταν πολύ οξυδερκής, παρατηρητικός και λογικός και δε συναντούσε καμία δυσκολία στη λύση πολύπλοκων προβλημάτων και γρίφων, καμία δυσκολία υπό τον όρο ότι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν γρήγορα. Αν χρειαζόταν πολλή ώρα, ξεχνούσε αυτό που έκανε. Ήταν γρήγορος και καλός στην τρίλιζα και στην ντάμα, πονηρός και επιθετικός, έτσι που μπόρεσε να με νικήσει εύκολα. Στο σκάκι, όμως, έχασε, γιατί οι κινήσεις  του παιχνιδιού ήταν πολύ αργές γι'
αυτόν.

Εξετάζοντας και πάλι τη μνήμη του, βρήκα μία ασυνήθιστα υπερβολική έκπτωση της πρόσφατης μνήμης σε τέτοιο σημείο, που καθετί που θα του έλεγε ή θα του έδειχνε κανείς θα το ξέχναγε σε λίγα δευτερόλεπτα. Για να το επιβεβαιώσω, έβγαλα το ρολόι μου, τη γραβάτα μου και τα γυαλιά μου και τα έβαλα πάνω στο γραφείο, τα σκέπασα και του ζήτησα να τα απομνημονεύσει. Ύστερα, αφού κουβέντιασα μαζι του για ένα λεπτό, τον ρώτησα  τι είχα βάλει κάτω από το κάλυμμα. Δε  θυμήθηκε κανένα απ' τα αντικείμενα, ούτε καν ότι του είχα ζητήσει να τα θυμηθεί. Επανέλαβα το τεστ βάζοντας τον αυτή τη φορά να γράψει τα ονόματα των τριών αντικειμένων. Και πάλι τα ξέχασε και έμεινε έκπληκτος όταν του έδειξα το χαρτί με αυτό που είχε γράψει, λέγοντας πως δεν είχε καμία ανάμνηση
του ότι είχε γράψει κάτι, παρότι αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα, και μόνο μετά του ήρθε μία απόμακρη    «ηχώ» του γεγονότος ότι τα είχε γράψει.
Μερικές φορές συγκρατούσε κάποιες απόμακρες αναμνήσεις, κάποια συγκεχυμένη ηχώ ή κάποια αίσθηση οικείου. Έτσι, πέντε λεπτά  αφού είχα παίξει τρίλιζα μαζί του, θυμήθηκε πως «κάποιος γιατρός» είχε παίξει μαζί του αυτό το παιχνίδι «λίγο καιρό πριν»· κατά πόσο αυτό το «λίγο καιρό πριν» ήταν λεπτά ή μήνες δεν είχε ιδέα. Σταμάτησε τότε και είπε: «Θα μπορούσατε να ήσασταν εσείς;» Όταν του είπα ότι ήμουν εγώ, φάνηκε να το διασκεδάζει. Αυτή η αμυδρή ευθυμία και μία κάποια αδιαφορία ήταν πολύ χαρακτηριστικές, όπως ήταν και οι συλλογισμοί στους οποίους τον οδηγούσε το γεγονός ότι ήταν τόσο αποπροσανατολισμένος και χαμένος στο χρόνο. 


Όταν ρωτούσα τον Τζίμυ για την εποχή του χρόνου, θα κοιτούσε αμέσως γύρω του για κάποια ένδειξη —ήμουν αρκετά προσεχτικός, ώστε να τραβήξω το ημερολόγιο από το γραφείο μου— και θα συμπέραινε την εποχή, χοντρικά, κοιτώντας από το παράθυρο.  Προφανώς δεν ήταν το ότι η μνήμη του αποτύγχανε να εγγράψει τα γεγονότα, αλλά ότι τα μνημονικά ίχνη ήταν σε τέτοιο σημείο φευγαλέα,που ήταν δυνατό να σβηστούν μέσα σ' ένα λεπτό, και συχνά σε ακόμα λιγότερο, ειδικά αν υπήρχαν ερεθίσματα που τον αποσπούσαν ή ερεθίσματα ανταγωνιστικά, ενώ οι ανώτερες διανοητικές και αντιληπτικές του ικανότητες παρέμεναν άθικτες.
Οι επιστημονικές γνώσεις του Τζίμυ ήταν αυτές ενός λαμπρού απόφοιτου του Λυκείου με μία ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Ήταν εξαίρετος στους αριθμητικούς (καθώς και στους αλγεβρικούς) υπολογισμούς, αλλά μόνο αν μπορούσαν να εκτελεστούν με αστραπιαία ταχύτητα. Αν υπήρχαν πολλές πράξεις και χρειαζόταν πολύς χρόνος, θα ξέχναγε σε ποιο σημείο βρισκόταν, ακόμα και την ίδια την ερώτηση. 
Γνώριζε τα φυσικά στοιχεία, τα συνέκρινε και μου έφτιαξε τον περιοδικό τους πίνακα, παραλείποντας τα υπερουράνια στοιχεία.

— Είναι πλήρης; τον ρώτησα όταν τελείωσε.
— Είναι πλήρης και ενημερωμένος, κύριε, απ' όσο γνωρίζω.
— Δεν ξέρετε κανένα στοιχείο μετά το ουράνιο;
— Αστειεύεστε; Υπάρχουν ενενήντα δύο στοιχεία και το ουράνιο είναι το τελευταίο.

Έκανα μία μικρή παύση και ξεφύλλισα ένα τεύχος του National Geographic
που ήταν πάνω στο τραπέζι.

— Πείτε μου τους πλανήτες, είπα, και κάτι γύρω απ' αυτούς.

Χωρίς δισταγμό, με σιγουριά, μου απαρίθμησε τους πλανήτες, τα ονόματά τους, τη χρονολογία της ανακάλυψής τους, την απόστασή τους από τον ήλιο, την εκτιμώμενη μάζα τους, το χαρακτήρα τους και τη βαρύτητά τους  

— Τι είναι αυτό; ρώτησα δείχνοντάς του μία φωτογραφία στο περιοδικό που κρατούσα.
— Είναι η σελήνη, απάντησε.
— Όχι, δεν είναι, του είπα. Είναι μία φωτογραφία της γης τραβηγμένη από τη σελήνη
— Γιατρέ, αστειεύεστε! Θα έπρεπε κάποιος να είχε ανεβάσει μία κάμερα εκεί πάνω!
— Φυσικά.
— Διάβολε! Με δουλεύετε. Πώς θα γινόταν αυτό; 

Εκτός κι αν ήταν ένας τέλειος ηθοποιός, ένας απατεώνας που υποκρινόταν μία έκπληξη που δεν αισθανόταν, αυτός ο διάλογος ήταν η πιο πειστική επίδειξη για το ότι είχε παραμείνει στο παρελθόν. Τα λόγια του, τα αισθήματά του, η αθώα απορία του, ο αγώνας του να βγάλει κάποιο νόημα από ό,τι έβλεπε ήταν η αντίδραση που θα είχε ένας έξυπνος νέος της εποχής του '40, αν ερχόταν αντιμέτωπος με το μέλλον, μ' αυτά που δεν είχαν ακόμα συμβεί και μ' αυτά που μόλις και μετά βίας μπορούσε να φανταστεί κανείς τότε. «Αυτό περισσότερο απ'οτιδήποτε άλλο», έγραφα στις σημειώσεις μου, «με πείθει ότι η διακοπή που συνέβη στη ζωή του γύρω στα 1945 είναι αυθεντική...    Ό,τι του έδειξα και του είπα του προκάλεσε την ίδια γνήσια κατάπληξη που θα είχε προκαλέσει σε έναν έξυπνο νέο της προ του Σπούτνικ περιόδου».

Βρήκα μία άλλη φωτογραφία στο περιοδικό και το γύρισα προς το μέρος του.

— Αυτό είναι ένα αεροπλανοφόρο, είπε. Υπερμοντέρνο σχέδιο. Δεν έχω δει ποτέ μου κάποιο που να του μοιάζει.
— Πώς λέγεται; ρώτησα.Έριξε μια ματιά, φάνηκε αμήχανος και είπε:
— Νίμιτς! 
— Συμβαίνει τίποτα;
— Και βέβαια συμβαίνει! απάντησε άγρια. Τα ξέρω όλα με το όνομά τους και 
δε γνωρίζω κανένα Νίμιτς...  Βέβαια υπάρχει ένας ναύαρχος Νίμιτς, αλλά δεν έχω ακούσει να έδωσαν το όνομά του σε κανένα αεροπλανοφόρο.
Θυμωμένα πέταξε κάτω το περιοδικό.  Άρχιζε να κουράζεται και γινόταν κάπως ευέξαπτος και αγχώδης κάτω από τη διαρκή πίεση της ελλειμματικότητάς του, της αντίφασης που ένιωθε και του φόβου που προκαλούσαν οι επιπτώσεις τους, και που δεν ήταν δυνατό να τα ξεχνά εντελώς. Τον είχα ήδη ωθήσει απερίσκεπτα σε πανικό και ένιωσα ότι ήταν καιρός να τελειώσουμε τη συνεδρία. Βηματίσαμε πάλι προς το παράθυρο και κοιτάξαμε το ηλιοφώτι-στο γήπεδο του μπέιζμπολ· καθώς κοιτούσε έξω, το πρόσωπό του ηρέμησε, ξέχασε το
Νίμιτς, τη δορυφορική φωτογραφία, όλες αυτές τις νύξεις για την κατάστασή του και όλα αυτά τα τρομερά και απορροφήθηκε από το παιχνίδι που έβλεπε. 
Ύστερα, καθώς ο αέρας έφερνε μία πικάντικη μυρωδιά από την τραπεζαρία, έγλειψε τα χείλη του και, λέγοντας: «Φαΐ!», χαμογέλασε και με χαιρέτησε.

Ένιωθα ένα σφίξιμο από τη συγκίνηση· σου ράγιζε την καρδιά, σε σάστιζε, ο παραλογισμός μιας ζωής χαμένης μέσα στη λήθη, σε αποσύνθεση.




«Σαν να ήταν», έγραψα στις σημειώσεις μου, «φυλακισμένος σε μία μοναδική στιγμή της ύπαρξης, αποκλεισμένος ολόγυρα από μία τάφρο,ένα χάσμα λησμονιάς... Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν (ή μέλλον), δεμένος επάνω σε μια στιγμή που συνεχώς μεταμορφώνεται, χωρίς περιεχόμενο και κανένα νόημα». 
Και στη συνέχεια, πιο πεζά:
«Η νευρολογική εξέταση είναι εντελώς φυσιολογική κατά τα λοιπά. Υπόθεση: πιθανό σύνδρομο Korsakov οφειλόμενο σε αλκοολική εκφύλιση των μαστοειδών σωματίων». 
Οι σημειώσεις μου ήταν ένα περίεργο μείγμα από γεγονότα και παρατηρήσεις, προσεχτικά και αναλυτικά καταγραμμένα,με ακατάσχετους στοχασμούς επάνω στην «έννοια» που μπορεί να έχουν τέτοια προβλήματα σε σχέση με το ποιος και τι και με το πού βρισκόταν αυτός ο καημένος· μέχρι ποιο σημείο μπορούσε, πράγματι,να μιλάει κανείς για μία «ύπαρξη», δεδομένης μιας τόσο απόλυτης έλλειψης μνήμης και της οποιασδήποτε συνέχειας.
Συνέχιζα να αναρωτιέμαι, σ' αυτές όπως και σε μετέπειτα σημειώσεις μου, εντελώς εξωεπιστημονικά, γύρω από την υπόθεση μίας «χαμένης ψυχής»· πώς θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει κάποια συνέχεια, κάποιες ρίζες σ΄αυτόν τον άνθρωπο χωρίς ρίζες, ή με αυτές τις απλησίαστες ρίζες που είχε στο μακρινό παρελθόν.   Αν ήταν δυνατή μια επανασύνδεση· αλλά πώς θα μπορούσε να επανασυνδεθεί και πώς θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε να το κάνει; Τι  ήταν η ζωή χωρίς κάποια σύνδεση; 

«Τολμώ να βεβαιώσω», έγραψε ο Hume, «ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα δεμάτι ή ένα συνονθύλευμα από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με  ασύλληπτη ταχύτητα και βρίσκονται σε διαρκή ρευστότητα και κίνηση»

Με κάποια έννοια, ο Τζίμυ ήταν πια περιορισμένος σε μία ύπαρξη «τύπου Hume»· δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο θα είχε συνεπαρθεί ο Hume βλέποντας στον Τζίμυ την ενσάρκωση της ίδιας του της φιλοσοφικής «χίμαιρας», την ανατριχιαστική μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε μία ασύνδετη, ασυνάρτητη ρευστότητα και αλλαγή.


Έψαξα για μια συμβουλή ή κάποια βοήθεια στην ιατρική βιβλιογραφία, μία βιβλιογραφία που, για κάποιο λόγο, ήταν κυρίως ρωσική, από την πρωτότυπη διατριβή του Korsakov (Μόσχα, 1887) πάνω σε ανάλογες περιπτώσεις απώλειας της μνήμης, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ονομάζονται «σύνδρομο Korsakov», μέχρι τη
Νευροψυχολογία της Μνήμης  του Luria (που μεταφράστηκε στα αγγλικά μόνο ένα χρόνο αφού είδα για πρώτη φορά τον Τζίμυ). 

Ο Korsakov έγραφε στα 1887:
«Υπάρχει μια σχεδόν αποκλειστική προσβολή της μνήμης των πρόσφατων γεγονότων κατά τα φαινόμενα οι πρόσφατες εντυπώσεις εξαφανίζονται ταχύτερα, ενώ οι πολύ παλιές εντυπώσεις ανακαλούνται σωστά,με τρόπο που η ευφυία του ασθενή, η οξύτητα της αντίληψής τους και η επινοητικότητά του παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες».

Στις λαμπρές αλλά φειδωλές παρατηρήσεις του Korsakov προστέθηκε ένας αιώνας περαιτέρω έρευνας, όπου η πλουσιότερη και βαθύτερη συμβολή ήταν αυτή του Luria. Ο Luria μπόρεσε να μιλήσει για το πάθος της ολοκληρωτικής απώλειας της μνήμης και στα γραπτά του η επιστήμη έγινε ποίηση. «Σε τέτοιους ασθενείς παρατηρούνται πάντα μεγάλες διαταραχές της οργάνωσης των εντυπώσεων που γεννούν τα γεγονότα και της διαδοχής τους στο χρόνο», έγραψε. «Κατά συνέπεια, χάνουν το σύνολο της εμπειρίας του χρόνου και ζουν πια σε έναν κόσμο που αποτελείται από μεμονωμένες εντυπώσεις». 
Ακόμα περισσότερο, όπως το σημειώνει ο Luria, το ξερίζωμα και η ακαταστασία των αναμνήσεων θα μπορούσε να επεκταθεί προς τα πίσω στο χρόνο «και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και σε αρκετά παλιά γεγονότα».

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που ο Luria περιγράφει στο βιβλίο του έπασχαν από μεγάλους εγκεφαλικούς όγκους που εκδηλώνονταν με το σύνδρομο Korsakov, αλλά αργότερα επεκτείνονταν και είχαν συχνά μοιραία κατάληξη. Ο Luria δε συμπεριέλαβε περιπτώσεις «απλού» συνδρόμου Korsakov με τη βασική περιορισμένη βλάβη που είχε περιγράψει ο Korsakov: μια καταστροφή των νευρώνων στα μικροσκοπικά αλλά κρίσιμης σημασίας μαστοειδή σωμάτια που προκαλεί το οινόπνευμα, ενώ το υπόλοιπο του εγκεφάλου παραμένει απολύτως άθικτο.Έτσι δεν υπήρχε δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης των περιπτώσεων του Luria.

Στην αρχή ο Τζίμυ με προβλημάτιζε βαθιά, είχα αμφιβολίες, ακόμα και υποψίες, γύρω από την κατά τα φαινόμενα απότομη διακοπή που εμφανιζόταν στα 1945, ένα σημείο, μία ημερομηνία που είχε και έναν καθοριστικό συμβολισμό. Σε μία μεταγενέστερη σημείωση έγραφα:
«Υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν ξέρουμε τι συνέβη τότε ή αργότερα...Πρέπει να γεμίσουμε αυτά τα χρόνα που "λείπουν"· διαμέσου του αδελφού ή του ναυτικού ή των νοσοκομείων που νοσηλεύτηκε... Μπορεί να είχε υποστεί κάποιο μεγάλο τραυματισμό εκείνη την εποχή, κάποιο μεγάλο εγκεφαλικό ή συγκινησιακό τραυματισμό στη μάχη, στον πόλεμο, και 
αυτό να τον επηρέασε έκτοτε;... Να σκεφτούμε ότι ο πόλεμος ήταν το "απόγειο" του, η τελευταία φορά που ήταν στ' αλήθεια ζωντανός, και η ύπαρξη του από τότε δεν είναι παρά μία μακριά πτώση;»*
* Στη συναρπαστική του ιστορία με βάση προφορικές διηγήσεις Ο καλός πόλεμος (1985) ο Studs Terkel μεταγράφει αναρίθμητες ιστορίες αντρών και γυναικών, ιδιαίτερα μάχιμων αντρών, που ένιωσαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σαν έντονα αληθινό —σαν την πιο αληθινή και σημαντική περίοδο της ζωής τους— και οτιδήποτε έκτοτε ωχριούσε σε σύγκριση μ' αυτό. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν την τάση να παραμένουν στην εποχή του πολέμου και να ξαναζούν τις μάχες του, τη συντροφικότητα, τη σιγουριά των ηθικών αξιών και την ένταση των συγκινήσεων. Αλλά αυτή η εμμονή στο παρελθόν και μια σχετική νωθρότητα στη στάση τους απέναντι στο παρόν —αυτή η συναισθηματική άμβλυνση σε σχέση με τα τωρινά συναισθήματα και τη μνήμη του παρόντος— δεν είναι τίποτα μπροστά στην οργανική αμνησία του Τζίμυ. Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα με τον Terkel: «Συνάντησα χιλιάδες ανθρώπους», μου είπε, «που αισθάνονται ότι από το '45 κι ύστερα απλώς βλέπουν τον καιρό να περνά, αλλά ποτέ δε συνάντησα κάποιον για τον οποίο ο χρόνος να σταμάτησε εντελώς, όπως για τον αμνησικό σας Τζίμυ»

Του κάναμε διάφορες εξετάσεις (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, σκάνερ του εγκεφάλου) που δεν έδωσαν καμία ένδειξη μαζικής καταστροφής του εγκεφάλου, αν και η ατροφία των μικροσκοπικών μαστοειδών σωματίων δε θα φαινόταν σε τέτοιες εξετάσεις. Το ναυτικό μάς έστειλε εκθέσεις που αποδείκνυαν ότι είχε μείνει στις τάξεις του μέχρι το 1965 και ότι εκείνη την εποχή είχε πλήρη κατοχή των ικανοτήτων του.   Ξεθάψαμε τότε μία σύντομη, απαίσια έκθεση από το νοσοκομείο Bellevue, με ημερομηνία του 1971, που έλεγε ότι «είχε πλήρη απώλεια του προσανατολισμού του... με ένα προχωρημένο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο που οφείλεται στο οινόπνευμα» (υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή μία κίρρωση του ήπατος). Από το Bellevue είχε σταλεί σε ένα άθλιο μέρος στο Village, που χαρακτηριζόταν σαν «νοσηλευτήριο», απ'όπου και τον είχε γλιτώσει —βρόμικο και πεινασμένο— το ίδρυμά μας στα 1975.

Εντοπίσαμε τον αδελφό του, για τον οποίο ο Τζίμυ μίλαγε πάντα σα να βρισκόταν στη σχολή λογιστών και να ήταν αρραβωνιασμένος με μία  κοπέλα από το Όρεγκον. Στην πραγματικότητα είχε παντρευτεί την κοπέλα από το Όρεγκον, είχε γίνει πατέρας και παππούς, και ασκούσε τη λογιστική εδώ και τριάντα χρόνια.   Εκεί που είχαμε ελπίσει σε ένα πλήθος πληροφοριών και περιμέναμε μία μεγάλη συγκίνηση από τον αδελφό του, δεχτήκαμε ένα ευγενικό αλλά κάπως πενιχρό γράμμα. Ήταν φανερό διαβάζοντας το —ιδιαίτερα διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές— ότι οι δύο αδελφοί είχαν ελάχιστα ιδωθεί από το 1943 και ύστερα ότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει,εν μέρει λόγω των επαγγελματικών αλλαγών και των μετακινήσεων και εν μέρει λόγω βαθιών (αν και όχι σε αποξενωτικό σημείο) διαφορών του χαρακτήρα.  

Ο Τζίμυ, φαίνεται, δεν είχε ποτέ του «νοικοκυρευτεί», «έπαιρνε πάντα ό,τι του έφερνε η τύχη» και ήταν «αδιόρθωτος πότης». Ο  αδελφός του έκανε την υπόθεση πως το ναυτικό τού είχε προσφέρει μία δομή, μία ζωή, και τα προβλήματα άρχισαν όταν το εγκατέλειψε,στα 1965.   Χωρίς τη συνηθισμένη του δομή και το αγκυροβόλιο του, ο Τζίμυ είχε σταματήσει να εργάζεται, άρχισε να «αποσυντίθεται» και να πίνει υπερβολικά. Στα μέσα και ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του'60 είχε παρουσιάσει κάποια διαταραχή της μνήμης, του τύπου Korsakov, αλλά όχι τόσο σοβαρή, ώστε να μην μπορεί να «τα βγάλει πέρα» με το συνηθισμένο νωχελικό του τρόπο. 
Στα 1970, όμως, ο αλκοολισμός του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο.  Γύρω στα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο αδελφός του έμαθε ότι είχε ξαφνικά πάθει μια κρίση, είχε «βγει εκτός εαυτού», είχε παρουσιάσει ένα διεγερτικό παραλήρημα και σύγχυση, και τότε ακριβώς μεταφέρθηκε στο Bellevue. Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα η διέγερση και το παραλήρημα κόπασαν, αλλά έμειναν βαθιά και παράξενα κενά μνήμης, ή «απώλεια μνήμης», για να χρησιμοποιήσουμε το ιατρικό ιδίωμα. 

Ο αδελφός του τον είχε επισκεφτεί εκείνη την εποχή —δεν είχαν συναντηθεί επί είκοσι χρόνια— και με τρόμο κατάλαβε ότι ο Τζίμυ όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε, αλλά του είπε: «Σταματήστε τα αστεία! Είσαστε αρκετά ηλικιωμένος για να είσαστε ο πατέρας μου. Ο αδελφός μου είναι νέος, μόλις τώρα πηγαίνει στη σχολή λογιστών».
Αυτές οι πληροφορίες αύξησαν τη σύγχυση μου. Γιατί ο Τζίμυ δε θυμόταν τα τελευταία του χρόνια στο ναυτικό; Γιατί δεν ανακαλούσε και δεν οργάνωνε τις αναμνήσεις του μέχρι το 1970; Δεν είχα ακούσει ποτέ ότι τέτοιοι ασθενείς μπορούσαν να παρουσιάσουν μία «παλίνδρομη αμνησία» (βλέπε το Υστερόγραφο). 

«Όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι», έγραψα τότε, «αν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο υστερικής αμνησίας ή αμνησικής φυγής· κατά πόσο δεν προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι υπερβολικά τρομαχτικό», και πρότεινα να τον δει η ψυχίατρός μας.





Η έκθεσή της ήταν διεισδυτική και λεπτομερής· η εξέταση περιελάμβανε μέχρι και ένα τεστ με νάτριο αμυτάλ,    Τεστ με sodium amytal: η ένεση μιας ναρκωτικής ουσίας με προκαθορισμένη τεχνική,ώστε να προκληθεί χαλάρωση και πτώση του συνειδησιακού επίπεδου, με συνέπεια άρση των αναστολών. (Σ.τ.Μ.)
με σκοπό την «απελευθέρωση» των οποιωνδήποτε αναμνήσεων θα μπορούσαν να παραμένουν καταπιεσμένες. Επιχείρησε, ακόμα, να υπνωτίσει τον Τζίμυ, ελπίζοντας να εκμαιεύσει τις αναμνήσεις που η υστερία καταπίεζε· η μέθοδος αυτή έχει συνήθως αποτέλεσμα σε περιπτώσεις υστερικής αμνησίας. Εδώ,όμως, απέτυχε, γιατί ο Τζίμυ δεν ήταν δυνατό να υπνωτιστεί, όχι εξαιτίας κάποιας «αντίστασης», αλλά εξαιτίας της ακραίας του αμνησίας που τον εμπόδιζε να παρακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο υπνωτιστής.
(Ο δρ Μ. Homonoff, που εργάστηκε στο τμήμα αμνησικών του νοσοκομείου Boston Veterans Administration, μου ανέφερε παρόμοιες δικές του εμπειρίες: θεωρεί ότι αυτό είναι απόλυτα χαρακτηριστικό των ασθενών με σύνδρομο Korsakov, σε αντίθεση με τους ασθενείς με υστερική αμνησία.)

«Δεν έχω καμία ένδειξη», έγραψε η ψυχίατρος, «οποιουδήποτε υστερικού ή "επιπρόσθετου" εκπτωτικού συμπτώματος. Στερείται τόσο των μέσων, όσο και του κινήτρου, για να δημιουργήσει ένα πλαστό προσωπείο. Η έκπτωση της μνήμης του είναι οργανική, μόνιμη και μη αναστρέψιμη, αν και είναι περίεργο το γεγονός ότι επεκτείνεται σε τέτοιο βάθος μέσα στο παρελθόν». 
Η άποψή της ήταν ότι «από τη στιγμή που του είναι αδιάφορο... που δεν εκδηλώνει κανένα ιδιαίτερο άγχος...δεν τίθεται το θέμα κάποιας αγωγής» και έτσι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να προσφέρει, ή οποιαδήποτε θεραπευτική «διέξοδος» ή κάποιο «πάτημα» που να της ήταν δυνατό να διακρίνει.

Σε αυτό το σημείο της αναζήτησής μου, πεπεισμένος πια ότι ήταν πράγματι ένα «καθαρό» σύνδρομο Korsakov, χωρίς την εμπλοκή άλλων παραγόντων, συναισθηματικών ή οργανικών, έγραψα στον Luria και ζήτησα τη γνώμη του. Στην απάντησή του μου μιλούσε για τον ασθενή του Bel, του οποίου η αμνησία είχε αναδρομικά ξεριζώσει δέκα χρόνια.

Κατά τη γνώμη του δεν ήταν απίθανο μία τέτοια παλίνδρομη αμνησία να απλώνεται στις περασμένες δεκαετίες ή και σε μία ολόκληρη ζωή.

«Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία», γράφει ο Μπουνιουέλ, «αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή». 
Η αμνησία του Τζίμυ, όμως, για οποιουσδήποτε λόγους, είχε σβήσει τη μνήμη και το χρόνο μέχρι το 1945 πάνω κάτω και μετά σταματούσε. Μερικές φορές του τύχαινε να θυμηθεί κάτι πολύ μεταγενέστερο, αλλά αυτή η ανάκληση θα ήταν αποσπασματική και χωρίς διάρθρωση μέσα στο χρόνο. Μία φορά, βλέποντας τη λέξη «δορυφόρος» στον τίτλο μιας εφημερίδας, είπε αδιάφορα ότι επρόκειτο να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα εκτόξευσης δορυφόρου, ενώ βρισκόταν στο πλοίο Chesapeake Bay,
ένα θραύσμα μνήμης που προερχόταν από τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του '60. 
Στην πράξη, όμως, το σημείο διακοπής του εντοπιζόταν στη διάρκεια των μέσων (ή του τέλους) της δεκαετίας του '40 και οτιδήποτε μεταγενέστερο ανακαλούσε ήταν αποσπασματικό και ασύνδετο.

Έτσι ήταν τα πράγματα το 1975 και έτσι παραμένουν σήμερα, εννέα χρόνια αργότερα.
Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι έπρεπε να κάνουμε; 
«Δεν υπάρχουν συνταγές σε μία τέτοια περίπτωση», έγραφε ο Luria. «Κάντε ό,τι σας υποδεικνύουν η εφευρετικότητα και η καρδιά σας. Υπάρχει ελάχιστη ή και καθόλου ελπίδα να ξαναβρεί τη μνήμη του. Αλλά ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση, ευαισθησίες, πνεύμα·αντικείμενα για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει η νευροψυχολογία. Εκεί, πέρα από το χώρο της απρόσωπης ψυχολογίας, είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή.Οι συνθήκες της δουλειάς σας ειδικά σας επιτρέπουν να κάνετε κάτι τέτοιο, γιατί δουλεύετε σε ένα άσυλο, που είναι σαν ένας μικρός κόσμος, πολύ διαφορετικό από τις κλινικές και τα ιδρύματα όπου εργάζομαι εγώ. Νευροψυχολογικά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μπορείτε να κάνετε· στο χώρο του Ατόμου, όμως, ίσως υπάρχουν πολλά που μπορείτε».

Ο Luria ανέφερε τον ασθενή του Kur που είχε μία σπάνια αυτοεπίγνωση, μέσα στην οποία η απελπισία ήταν ανάμεικτη με μία παράξενη ηρεμία. 

«Δεν έχω ανάμνηση του παρόντος», έλεγε ο Kur. «Δεν ξέρω τι έκανα ή από πού ήρθα μόλις τώρα... μπορώ να ανακαλέσω πολύ καλά  το παρελθόν μου, αλλά δεν έχω μνήμη του παρόντος μου». 
Όταν τον ρωτούσαν αν είχε ποτέ του δει το πρόσωπο που τον εξέταζε, απαντούσε: «Δεν μπορώ να πω ναι ή όχι, δεν μπορώ να βεβαιώσω ούτε να αρνηθώ ότι σας έχω δει». 
Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και με τονΤζίμυ. Όπως ο Kur, που παρέμεινε για πολλούς μήνες στο ίδιο νοσοκομείο, ο Τζίμυ άρχισε να αποκτά σιγά σιγά μία «οικειότητα»· έμαθε να βρίσκει το δρόμο του μέσα στο κτήριο, γύρω από την τραπεζαρία, να γνωρίζει το ίδιο του το δωμάτιο, τα ασανσέρ, τις σκάλες, και κατά κάποιο τρόπο αναγνώριζε μερικά πρόσωπα από το προσωπικό, παρότι τα μπέρδευε, και ίσως είχαν πράγματι κάποια ομοιότητα με πρόσωπα από το παρελθόν. Γρήγορα συνδέθηκε με την αδελφή του Οίκου
αναγνώριζε αμέσως τη φωνή της, τον ήχο των βημάτων της, αλλά έλεγε πάντα ότι ήταν μια συμμαθήτριά του από το Γυμνάσιο και έμεινε έκπληκτος όταν με άκουσε να τη φωνάζω «αδελφή».

— Α, στο καλό! αναφώνησε. Συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα.  Λοιπόν, αδελφή, ποτέ δε θα μπορούσα να μαντέψω ότι θα γινόσασταν  καλόγρια!

Από τότε που βρίσκεται στον Οίκο Ευγηρίας μας —από τις αρχές,δηλαδή, του 1975— ο Τζίμυ δεν κατόρθωσε ποτέ να αναγνωρίσει με συνέπεια κάποιον. Το μόνο πρόσωπο που αληθινά αναγνωρίζει είναι ο  αδελφός του κάθε φορά που τον επισκέπτεται από το Όρεγκον. Οι συναντήσεις αυτές είναι βαθιά συγκινητικές για όποιον βρεθεί μπροστά· οι μόνες αληθινά συγκινητικές συναντήσεις που έχει ο Τζίμυ. Αγαπά τον αδελφό του, τον αναγνωρίζει, αλλά   δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φαίνεται τόσο γέρος: 

  «Υποθέτω πως μερικοί άνθρωποι γερνάνε γρήγορα», λέει. 

Στην πραγματικότητα ο αδελφός του μοιάζει πολύ νεότερος από την ηλικία του και έχει εκείνο το είδος προσώπου και κατασκευής που αλλάζουν πολύ λίγο με τα χρόνια. Πρόκειται για συναντήσεις αληθινές και είναι για τον Τζίμυ ο μόνος σύνδεσμος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, χωρίς, όμως, κάποια έννοια ιστορικότητας ή συνέχειας. Αν κάνουν κάτι, είναι να τονίζουν —τουλάχιστον για τον  αδελφό του και για τους άλλους που τους βλέπουν μαζί— το γεγονός ότι ο Τζίμυ εξακολουθεί να ζει και να είναι απολιθωμένος μέσα στο παρελθόν.

Στην αρχή είχαμε όλοι μεγάλες ελπίδες για τη βοήθεια που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον Τζίμυ· ήταν τόσο ευχάριστος, τόσο συμπαθής και έξυπνος, που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δε θα ήταν δυνατό να του παρασχεθεί η οποιαδήποτε βοήθεια. Αλλά κανένας μας δεν είχε ποτέ αναλογιστεί ότι η αμνησία μπορούσε να 'ναι τόσο δυνατή, σαν ένας λάκκος όπου θα καταβαραθρώνονταν τα πάντα, η κάθε εμπειρία, το κάθε γεγονός, μέσα σε ένα απύθμενο βάθος, σε μία άπατη τρύπα της μνήμης που μπορούσε να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν τον είχα πρωτοδεί, είχα προτείνει να κρατάει ένα ημερολόγιο και να τον παρακινούν να κρατάει καθημερινά σημειώσεις από τις εμπειρίες του, τα αισθήματά του, τις σκέψεις του, τις αναμνήσεις του,τους συλλογισμούς του. Αυτές οι απόπειρες απέτυχαν, στην αρχή, γιατί διαρκώς έχανε το ημερολόγιο: έπρεπε με κάποιο τρόπο να μένει δεμένο επάνω του. Αλλά και αυτό το σύστημα απέτυχε: κράταγε ευσυνείδητα σύντομες καθημερινές σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τις προηγούμενες. 
Αναγνώριζε το γραφικό του χαρακτήρα και το ύφος του και έμενε πάντα κατάπληκτος, όταν ανακάλυπτε ότι την προηγούμενη μέρα είχε γράψει κάτι.   Κατάπληκτος —και αδιάφορος— γιατί ήταν ένας άνθρωπος που,στην πραγματικότητα, δεν είχε «προηγούμενη μέρα». Τα γραπτά του παρέμεναν ασύνδετα και χωρίς τη δυνατότητα να του προσφέρουν κάποια ενότητα, χωρίς τη δύναμη να δώσουν οποιαδήποτε έννοια χρόνου  ή  συνέχειας.  Εκτός αυτού, ήταν τετριμμένες —«Αυγά για πρωινό», «Είδα το ματς στην τηλεόραση»— και ποτέ δεν έφταναν σε κάποιο βάθος. Αλλά τάχα υπήρχε κάποιο βάθος σ' αυτό τον άνθρωπο χωρίς αναμνήσεις, κάποιο βάθος διαρκούς συναισθήματος και σκέψης, ή είχε άραγε περιοριστεί σε ένα είδος επιφανειακής κατασκευής σαν το επινόημα του Hume, μία απλή διαδοχή άσχετων εντυπώσεων και γεγονότων;

Ο Τζίμυ είχε, και ταυτόχρονα δεν είχε, επίγνωση αυτής της βαθιάς,τραγικής απώλειας από την οποία έπασχε, της απώλειας του εαυτού  του.
(Αν κάποιος χάσει ένα πόδι ή ένα μάτι, το ξέρει, ξέρει ότι έχει   χάσει  ένα  πόδι  ή ένα μάτι· αλλά αν έχει χάσει έναν ολόκληρο εαυτό—τον εαυτό του— δεν μπορεί να το ξέρει, επειδή δεν είναι πια παρών  για  να  το  ξέρει.) 

 Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, να κάνω μαζί του λογική συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα.Στην αρχή έδειχνε απόγνωση για το ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αρρώστους τη στιγμή που, όπως έλεγε, ο ίδιος δεν αισθανόταν άρρωστος.Τι αισθανόταν, όμως; Είχε δυνατή κατασκευή και ήταν σωματώδης, είχε ένα είδος ζωώδους δύναμης και ενέργειας αλλά και μία παράξενη αδράνεια, μια παθητικότητα, και (όπως όλοι παρατήρησαν) μία «αδιαφορία»· έδινε σ' όλους μας την ακατανίκητη εντύπωση πως «κάτι έλειπε», παρόλο που ακόμα και αυτό, αν το αντιλαμβανόταν, το δεχόταν με μία παράξενη «αδιαφορία». 




Μία μέρα τον ρώτησα όχι πια για τη μνήμη του ή για το παρελθόν αλλά για τα πιο απλά και τα πιο στοιχειώδη συναισθήματα:
— Πώς αισθάνεστε;
— Πώς αισθάνομαι; επανέλαβε και έξυσε το κεφάλι του. Δεν μπορώ  να πω ότι αισθάνομαι άρρωστος. Δεν μπορώ και να πω, όμως, ότι αισθάνομαι καλά. Δεν μπορώ να πω γενικά ότι αισθάνομαι κάτι, οτιδήποτε.
— Είστε δυστυχισμένος; ξαναρώτησα.
— Δεν μπορώ να το πω
— Χαίρεστε τη ζωή;
— Δεν μπορώ να το πω.

Δίστασα φοβούμενος ότι το πήγαινα πολύ μακριά, ότι κινδύνευα να  απογυμνώσω έναν άνθρωπο μέχρι το βάθος, μέχρι κάποιο κρυφό σημείο, να εκμαιεύσω κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, κάτι που θα απελευθέρωνε μία αφόρητη απελπισία.

— Δεν απολαμβάνετε τη ζωή; επανέλαβα διστάζοντας κάπως. Τι αισθάνεστε τότε για τη ζωή;
— Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω οτιδήποτε.
— Νιώθετε ζωντανός, παρ' όλα αυτά;
— Ζωντανός;  Όχι αληθινά. Δεν έχω νιώσει ζωντανός εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Μια έκφραση άπειρης στενοχώριας και παραίτησης κάλυπτε το πρόσωπό του.  Αργότερα, έχοντας διαπιστώσει την ικανότητά του και την ευχαρίστηση που του έδιναν τα γρήγορα παιχνίδια και οι γρίφοι, καθώς και τη δύναμη που είχαν να τον «κρατάνε», τουλάχιστον για όσο διαρκούσαν, και να του επιτρέπουν να έχει, έστω και για λίγο, μια αίσθηση συντροφικότητας και άμιλλας —δεν παραπονιόταν για μοναξιά, αλλά έμοιαζε τόσο μόνος· δεν εξέφραζε ποτέ του λύπη, αλλά έμοιαζε τόσο λυπημένος— πρότεινα να μπει στα προγράμματα αναψυχής του Οίκου.  Αυτό λειτούργησε καλύτερα, καλύτερα από το ημερολόγιο. Συμμετείχε στα παιχνίδια με ζωηράδα και ταχύτητα, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να του προσφέρουν οποιοδήποτε κίνητρο: έλυσε όλα τα προβλήματα — που δεν παρουσίαζαν καμία δυσκολία γι' αυτόν ήταν ο καλύτερος και ο εξυπνότερος από οποιονδήποτε άλλον στα παιχνίδια. Και καθώς το αντιλαμβανόταν, γινόταν και πάλι νευρικός και ανήσυχος και περιπλανιόταν στους διαδρόμους, στενοχωρημένος και βαριεστημένος, δίνοντας μια αίσθηση προσβεβλημένης αξιοπρέπειας: τα παιχνίδια και τα αινίγματα ήταν για τα παιδιά, μια ψυχαγωγία. Έκδηλα και παθιασμένα γύρευε να κάνει κάτι: ήθελε να δρα, να υπάρχει, να αισθάνεται· και δεν μπορούσε· γύρευε κάποιο νόημα, γύρευε σκοπό. Με τα λόγια του Freud, γύρευε «Εργασία και Έρωτα».
Θα μπορούσε να κάνει μία «συνηθισμένη» δουλειά; Ο αδελφός του είχε πει ότι είχε «αποσυντεθεί», όταν σταμάτησε να εργάζεται το 1965.  Είχε δύο εντυπωσιακές ικανότητες, τον κώδικα Μορς και τη  δακτυλογράφηση.  Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα Μορς, εκτός και αν ανακαλύπταμε κάποια καινούρια χρήση τους μπορούσαμε, όμως,να χρησιμοποιήσουμε έναν καλό δακτυλογράφο, αν ξανάβρισκε τις παλιές του επιδόσεις, και αυτό θα μπορούσε να είναι μια αληθινή δουλειά,όχι μόνο ένα παιχνίδι. 
Πράγματι, ο Τζίμυ γρήγορα επανέκτησε την παλιά του ικανότητα και έφτασε να δακτυλογραφεί πολύ γρήγορα —του ήταν αδύνατο να το κάνει αργά— και σ' αυτό βρήκε ένα μέρος από τα κίνητρα και την ικανοποίηση που προσφέρει η δουλειά. Αλλά κι αυτό  δεν έπαυε να είναι παρά μία επιφανειακή δακτυλογράφηση· ήταν μονότονο, δεν είχε κανένα βάθος. Αυτό που δακτυλογραφούσε το δακτυλογραφούσε μηχανικά —δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νόημα— χτυπούσε απλώς τις σύντομες προτάσεις τη μία μετά την άλλη σε μία χωρίς νόημα σειρά.  Αυθόρμητα, όλοι είχαν την τάση να τον περιγράφουν σαν ένα θύμα  ενός πνευματικού ατυχήματος, σαν μία «χαμένη ψυχή»: ήταν τάχα δυνατό να είχε στ' αλήθεια «χάσει την ψυχή του», εξαιτίας μιας ασθένειας;   

«Νομίζετε ότι έχει ψυχή;» ρώτησα μια μέρα τις αδελφές. Η ερώτησή μου τις έκανε ν' ανατριχιάσουν, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν γιατί την έκανα. «Παρατηρήστε τον Τζίμυ όταν είναι στο παρεκκλήσι», μου είπαν, «και κρίνετε μόνος σας».
Το έκανα και συνταράχτηκα. Συγκινήθηκα βαθιά και εντυπωσιάστηκα, γιατί είδα μία ένταση, μια σταθερότητα προσοχής και μια συγκέντρωση που δεν είχα ποτέ μου δει προηγουμένως στον Τζίμυ, για τις οποίες δεν τον είχα ικανό. Τον παρατηρούσα να γονατίζει και να παίρνει τη μετάληψη στο στόμα του και δε μου ήταν δυνατό να αμφιβάλλω για την πληρότητα και για την ολοκλήρωση της θείας κοινωνίας, για την απόλυτη ευθυγράμμιση του πνεύματός
του με το πνεύμα της λειτουργίας.  Έμπαινε στο μυστήριο και έπαιρνε μέρος σ' αυτό με πληρότητα,με ένταση, με γαλήνη, με την ηρεμία της απόλυτης προσοχής και συγκέντρωσης. Τον συγκρατούσε, τον απορροφούσε ολοκληρωτικά ένα συναίσθημα. Δεν υπήρχε κενό μνήμης, δεν υπήρχε Korsakov εκείνη τη στιγμή, ούτε και έμοιαζε δυνατό ή μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρχει· γιατί δε βρισκόταν πια στο έλεος ενός ελαττωματικού και εύθραυστου μηχανισμού —της χωρίς νόημα διαδοχής των μνημονικών χναριών— αλλά ήταν απορροφημένος σε μία πράξη όπου συμμετείχε με όλο του το είναι, μία πράξη όπου τα αισθήματα και το νόημα βρίσκονταν σε μία οργανική ενότητα, είχαν μία συνέχεια τόσο συνεκτική, που δεν μπορούσε να υποστεί την οποιαδήποτε διακοπή.
Ήταν φανερό ότι ο Τζίμυ έβρισκε τον εαυτό του, έβρισκε τη συνέχεια και  την  πραγματικότητα μέσα στην απολυτότητα της πνευματικής προσοχής και πράξης. 
Οι αδελφές είχαν δίκιο: εδώ έβρισκε πράγματι την ψυχή του. 
Είχε δίκιο και ο Luria που τα λόγια του μου ξανάρχονταν τώρα: 

«Ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση,ευαισθησίες, πνεύμα... Εκεί... είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή». 

Η μνήμη, η διανοητική δραστηριότητα, ο νους από μόνος του δεν μπορούσαν να του προσφέρουν βάσεις· αλλά η πνευματική προσοχή και δράση μπορούσαν να τον συγκρατήσουν ολοκληρωτικά.Ίσως, όμως, η λέξη «πνεύμα» είχε πολύ στενή σημασία· το αισθητικό και το δραματικό συμμετείχαν εξίσου. 
Όταν είδα τον Τζίμυ στο παρεκκλήσι, άνοιξαν τα μάτια μου και προς άλλες περιοχές που εγκαλούν την ψυχή, όπου η ψυχή καταλαγιάζει και γαληνεύει, όπου βρίσκεται σε κοινωνία και προσοχή. Στο ίδιο βάθος απορρόφησης και προσοχής θα έπρεπε να μπορεί να φτάσει μέσα από τη μουσική και την τέχνη: παρατήρησα ότι δεν αντιμετώπιζε δυσκολία στην «παρακολούθηση» της μουσικής ή απλών θεατρικών έργων: κάθε στιγμή στη μουσική και στην τέχνη αναφέρεται, περιέχει άλλες στιγμές. Του άρεσε ακόμα η κηπουρική και είχε αναλάβει ένα μέρος της δουλειάς στον κήπο μας. Στην αρχή αντιμετώπιζε τον κήπο κάθε μέρα σαν να ήταν καινούριος· για κάποιο λόγο, όμως, του είχε γίνει πιο οικείος απ' ό,τι το εσωτερικό του ιδρύματος. Σχεδόν ποτέ δε χανόταν και δεν έχανε τον προσανατολισμό του στον κήπο· νομίζω πως του έφερνε στο μυαλό αγαπημένους κήπους που είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του από τα νιάτα του στο Κονέκτικατ. 
Ο Τζίμυ, που ήταν τόσο χαμένος στον «παρατατικό» χρόνο, στο χρόνο που συντίθεται από την παράθεση των γεγονότων, ήταν απόλυτα προσανατολισμένος στον μπερξονικό «τελικό» χρόνο· αυτό που γι' αυτόν ήταν φευγαλέο και αδυνατούσε να συγκρατήσει σαν φορμαλιστική δομή παρουσιαζόταν σαν απόλυτα σταθερό και άριστα ελεγχόμενο, όταν εμφανιζόταν σαν τέχνη ή σαν θέληση. Ακόμα καλύτερα, στην περίπτωση αυτή τα πράγματα άντεχαν και επιζούσαν. 
Αν τον Τζίμυ τον«συγκρατούσε» μία προσπάθεια, ένας γρίφος, ένα παιχνίδι ή ένας υπολογισμός, τον συγκρατούσαν στην πραγματικότητα για πολύ λίγο, με βάση ένα καθαρά διανοητικό κίνητρο, και αμέσως μόλις τελείωναν ξανάπεφτε στην άβυσσο του δικού του κενού, στην αμνησία του. Αν, όμως, εκείνο που τον συγκρατούσε ήταν μία συγκινησιακή και πνευματική εγρήγορση, όπως η ενατένιση της φύσης ή της τέχνης, η ακρόαση της μουσικής, η συμμετοχή στη λειτουργία στο παρεκκλήσι, η εγρήγορση, η διάθεση που όλα αυτά του προκαλούσαν, η γαλήνη τους θα έμεναν για λίγο και ο Τζίμυ θα έδειχνε μία περισυλλογή και μία ειρήνη που σπάνια βλέπαμε, αν τη βλέπαμε ποτέ τον υπόλοιπο καιρό στο ίδρυμα.

Έχουν περάσει πια εννιά χρόνια που γνωρίζω τον Τζίμυ και νευρο-ψυχολογικά δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Εξακολουθεί να παρουσιάζει το πιο απόλυτο σύνδρομο Korsakov, του είναι αδύνατο να συγκρατήσει μεμονωμένα θέματα για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα και έχει μία βαθιά αμνησία που φτάνει μέχρι το 1945. 
Αλλά από ανθρώπινη, από πνευματική άποψη, παρουσιάζεται μερικές στιγμές σαν ένας ολωσδιόλου διαφορετικός άνθρωπος· δεν είναι τότε αιωρούμενος,ανήσυχος, βαριεστισμένος και χαμένος αλλά βαθιά προσεχτικός απέναντι στην ψυχή και στην ομορφιά του κόσμου, πλούσιος σύμφωνα με όλες τις κατηγορίες του Κίρκεγκαρντ, καθώς και από κάθε αισθητική, ηθική, θρησκευτική ή δραματική άποψη. 

Όταν τον πρωτοσυνάντησα, είχα αναρωτηθεί μήπως ήταν καταδικασμένος σε κάποιο είδος ύπαρξης σαν σαπουνόφουσκα, όπως τη φανταζόταν ο Hume, μία αιώρηση που γλιστρά χωρίς νόημα επάνω στην επιφάνεια της ζωής. Με απασχολούσε, επίσης, το ερώτημα αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί η ασυναρτησία της ασθένειάς του, που θύμιζε τόσο αυτές τις συλλήψεις του Hume: η εμπειρική επιστήμη μού υπαγόρευε ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος τρόπος· όμως η εμπειρική επιστήμη, ο εμπειρισμός, δεν παίρνει υπόψη του την ψυχή, δεν παίρνει υπόψη του αυτό που καθορίζει και συνιστά την προσωπική ύπαρξη. Υπάρχει ίσως εδώ ένα φιλοσοφικό, όσο και κλινικό μάθημα: στο σύνδρομο Korsakov, ή στην άνοια, ή σε άλλες τέτοιες καταστροφικές διαδικασίες, όσο μεγάλη και αν είναι  η οργανική καταστροφή και η αποσύνθεση που πλησιάζει τον άνθρωπο στο διανοητικό κατασκεύασμα του Hume, παραμένει εντούτοις αμείωτη η δυνατότητα της επανενσωμάτωσης διαμέσου της τέχνης, διαμέσου της επικοινωνίας, της επαφής με το ανθρώπινο πνεύμα: και αυτό μπορεί να παραμένει άθικτο κάτω απ' ό,τι μοιάζει στην αρχή σαν μία ανέλπιδη κατάσταση απόλυτης νευρολογικής καταστροφής.


 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα πια ξέρω πως η παλίνδρομη αμνησία κάποιου βαθμού είναι πολύ κοινή, αν όχι ο κανόνας, σε περιπτώσεις συνδρόμου Korsakov.Το κλασικό σύνδρομο Korsakov —μία βαθιά και μόνιμη αλλά «καθαρή» καταστροφή της μνήμης, που προκαλείται από την τοξική επίδραση του οινοπνεύματος στα μαστοειδή σωμάτια— είναι σπάνια, ακόμα και στους πολύ μεγάλους πότες. Μπορεί, βέβαια, να συναντήσει κανείς το σύνδρομο Korsakov σε άλλες παθολογίες, όπως στους ασθενείς του Luria που είχαν εγκεφαλικούς όγκους. 

Μία ιδιαίτερα συναρπαστική μορφή ενός οξέος (και ευτυχώς παροδικού) συνδρόμου Korsakov περιγράφηκε καλά πριν από λίγο καιρό με το όνομα παροδική ολική αμνησία (transient global amnesia) που μπορεί να επέλθει εξαιτίας ημικρανιών, κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων ή ελλιπούς παροχής αίματος στον εγκέφαλο. Σε αυτή την κατάσταση παρουσιάζεται μία σοβαρή και ιδιόμορφη αμνησία που κρατάει λίγα λεπτά ή μερικές ώρες, ενώ ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει να οδηγεί το αυτοκίνητό του ή τις ιατρικές ή εκδοτικές του εργασίες με έναν εντελώς μηχανικό τρόπο. Αλλά κάτω από αυτή τη συνεχιζόμενη δραστηριότητα υπάρχει μία βαθιά αμνησία· κάθε πρόταση που προφέρεται ξεχνιέται μόλις λέγεται, το καθετί ξεχνιέται μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που το βλέπουμε, παρότι οι από μακρού εγκαταστημένες αναμνήσεις και οι καθημερινές συνήθειες είναι δυνατό να παραμένουν εντελώς άθικτες. (Μερικές πολύ αξιόλογες βιντεοταινίες ασθενών
κατά τη διάρκεια μιας παροδικής ολικής αμνησίας  γυρίστηκαν  πρόσφατα [1986]  από το δρ John Hodges στην Οξφόρδη.)
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί επιπλέον να υπάρχει και μία βαθιά παλίνδρομη αμνησία. Ο συνάδελφός μου, δρ Leon Protass, μου μίλησε για την περίπτωση ενός άντρα υψηλής νοημοσύνης που ήταν για μερικές ώρες ανίκανος να θυμηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του.Πράγματι είχε χάσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του αλλά, ευτυχώς,μόνο για μερικές ώρες. Τέτοιες προσβολές εξαφανίζονται απότομα και τελείως· παρ' όλα
αυτά  είναι ίσως οι πιο τρομαχτικές από τις «μικρές προσβολές», εξαιτίας της δύναμης που έχουν να καταργούν ή να σβήνουν ολόκληρες δεκαετίες μιας πλούσιας ζωής γεμάτης από επιτεύγματα και αναμνήσεις. 
Συνήθως τον τρόμο τον αισθάνονται οι άλλοι ο ίδιος ο ασθενής, χωρίς καμιά επίγνωση, αμνησικός για την αμνησία του,μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό που είχε αρχίσει, εντελώς αμέριμνος,και αργότερα μόνο να ανακαλύψει ότι έχασε όχι μόνο μία μέρα (όπως είναι συνηθισμένο με τα κοινά αλκοολικά «μπλάκαουτ») αλλά το μισό  μιας ζωής, χωρίς καν να το καταλάβει. 

Το γεγονός ότι μπορεί έτσι ξαφνικά να χάσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης ζωής προκαλεί έναν ιδιαίτερο, μεταφυσικό τρόμο.  Στα ηλικιωμένα άτομα η ζωή, η ανώτερη, πνευματική ζωή μπορεί να σταματήσει πρώιμα, εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων, γεροντικής άνοιας, εγκεφαλικών τραυματισμών κ.λπ., αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις παραμένει συνήθως μία συνείδηση της ζωής που έχει περάσει, η συνείδηση του παρελθόντος του αρρώστου. Το γεγονός αυτό γίνεται συνήθως αποδεκτό σαν κάποιο είδος αντισταθμίσματος: «Τουλάχιστον έζησα, γεύτηκα τη ζωή μου όσο μπορούσα, πριν τραυματιστώ στο κεφάλι,πριν από την προσβολή» κ.λπ. Αυτή η αίσθηση της «ζωής που έχει υπάρξει», που μπορεί να είναι μία παρηγοριά ή και ένα βάσανο, είναι ακριβώς η αίσθηση που εξαφανίζεται στην παλίνδρομη αμνησία. 

Η «τελική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή», για την οποία μιλάει ο Μπουνιουέλ, μπορεί να επέλθει, ίσως, στην τελική φάση μιας άνοιας, όχι όμως —σύμφωνα με την πείρα μου— απότομα με ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντίθετα, υπάρχει ένα είδος αμνησίας διαφορετικό —αν και συγκρίσιμο— που μπορεί να παρουσιαστεί απότομα· όχι,δηλαδή, η «ολική» αλλά μία «μερική» αμνησία.Σε έναν ασθενή, που είχα αναλάβει, μία ξαφνική θρόμβωση στην οπίσθια κυκλοφορία του εγκεφάλου προκάλεσε τον άμεσο θάνατο των οπτικών περιοχών του. Ο άρρωστός μου έμεινε αμέσως εντελώς τυφλός, χωρίς, όμως, να το καταλαβαίνει. Φαινόταν ότι ήταν τυφλός, αλλά δεν έκανε κανένα παράπονο. Η εξέταση και οι ερωτήσεις που του έγιναν έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι όχι μόνο ήταν «φλοιωδώς»τυφλός, «κεντρικά» τυφλός, εξαιτίας της βλάβης του οπτικού του φλοιού, αλλά και ότι είχε χάσει ολοκληρωτικά όλες τις οπτικές του εικόνες και τις οπτικές του αναμνήσεις· και, παρ' όλα αυτά, δεν είχε την παραμικρή ιδέα της οποιασδήποτε απώλειας. Στην πραγματικότητα εκείνο που είχε χάσει ήταν η ίδια η ιδέα τού να βλέπεις και όχι μόνο ήταν ανίκανος να περιγράψει οπτικά το οτιδήποτε, αλλά ερχόταν σε αμηχανία κάθε φορά που χρησιμοποιούσα λέξεις όπως «βλέπω» και «φως»
Στην ουσία είχε μεταβληθεί σε ένα μη οπτικό ον. 
Ολόκληρη η ζωή του, που τη χαρακτήριζε το ότι έβλεπε, η χρήση της όρασης, είχε στ' αλήθεια χαθεί. Ολόκληρη η οπτική ζωή του είχε σβηστεί, είχε σβηστεί μόνιμα τη στιγμή που του συνέβη αυτό το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μία τέτοια οπτική αμνησία και, ας πούμε, μία τέτοια τύφλωση στην τύφλωση, αμνησία για την αμνησία, στην πραγματικότητα είναι ένα «ολοκληρωτικό» σύνδρομο Korsakov που, όμως, περιορίζεται στην όραση.

Μία ακόμα πιο περιορισμένη, αλλά άλλο τόσο ολοκληρωτική, αμνησία μπορεί να παρουσιαστεί σε σχέση με τις ιδιαίτερες μορφές της αντίληψης, όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο, τον «άνθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε μία απόλυτη «προσωπαγνωσία» ή αγνωσία προσώπων. Ο ασθενής εκεί δεν ήταν μόνο ανίκανος να αναγνωρίζει πρόσωπα, αλλά ανίκανος και να φανταστεί ή να θυμηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο· στην πραγματικότητα είχε χάσει την ίδια την ιδέα του «προσώπου», όπως ο άλλος ασθενής μου, σε ακόμα πιο άσκημη κατάσταση, είχε χάσει τις ίδιες τις ιδέες του «βλέπειν» ή του «φωτός». 

Τέτοια σύνδρομα περιγράφηκαν από τονAnton στα 1890. Το τι, όμως, συνεπάγονται αυτά τα σύνδρομα —τουKorsakov και του Anton— το τι σημαίνουν και τι θα έπρεπε να σημαίνουν για τον κόσμο, τις ζωές, τις ταυτότητες των ασθενών που υποφέρουν από αυτά, πολύ σπάνια έχει γίνει αντικείμενο μελέτης ακόμα και μέχρι σήμερα.
Στην περίπτωση του Τζίμυ αναρωτηθήκαμε μερικές φορές με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε αν τον πηγαίναμε πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του —στην πραγματικότητα πίσω στις μέρες πριν από την αμνησία του— αλλά η μικρή κωμόπολη στο Κονέτικατ είχε γίνει με τα χρόνια μία πόλη σε πλήρη ανάπτυξη. 
Αργότερα είχα την ευκαιρία να μάθω τι θα είχε. συμβεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν και αυτό έγινε με κάποιον άλλο ασθενή με σύνδρομο Korsakov, τον Στίβεν P., ο οποίος είχε απότομα αρρωστήσει το 1980 και του οποίου η παλίνδρομη αμνησία έφτανε πίσω κατά δύο χρόνια ή κάπου τόσο. 

Σε αυτό τον ασθενή, ο οποίος είχε επιπλέον και σοβαρές επιληπτικές κρίσεις, σπαστικότητα και άλλα προβλήματα που απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, μερικές σπάνιες επισκέψεις στο σπίτι του, τα Σαββατοκύριακα, προκάλεσαν μία οδυνηρή κατάσταση. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν και τίποτα και βρισκόταν σχεδόν σε μια ασταμάτητη φρενίτιδα, εξαιτίας της απώλειας του προσανατολισμού του. Όταν, όμως, η γυναίκα του τον πήρε σπίτι τους, στο σπίτι του, που στην πραγματικότητα ήταν γι' αυτόν ένα «στεγανό» στο χρόνο, που παρέμενε στις μέρες πριν από την αμνησία του, αισθάνθηκε αμέσως σε γνώριμο μέρος. Αναγνώρισε τα πάντα, χτύπησε το βαρόμετρο, έλεγξε το θερμοστάτη, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, όπως συνήθιζε πάντα να κάνει. Μίλησε για τους γείτονες, τα μαγαζιά, την τοπική παμπ, έναν κοντινό κινηματογράφο, όπως αυτά ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 70. 
Οι παραμικρές αλλαγές στο σπίτι τον προβλημάτιζαν και του προκαλούσαν αγωνία. («Άλλαξες τις κουρτίνες σήμερα!» είπε μια μέρα στη γυναίκα του. «Πώς γίνεται αυτό; Τόσο ξαφνικά; Ήταν πράσινες σήμερα το πρωί». Ενώ στην πραγματικότητα πράσινες ήταν στα 1978.) Αναγνώρισε τα περισσότερα από τα γειτονικά σπίτια και μαγαζιά —είχαν αλλάξει πολύ λίγο ανάμεσα στα 1978 και στα 1983— αλλά σάστισε από την «αντικατάσταση» του κινηματογράφου. («Πώς θα μπορούσαν να τον κατεδαφίσουν και να χτίσουν ένα σούπερ μάρκετ στη θέση του  μέσα σε μία νύχτα;»)
Αναγνώρισε φίλους και γείτονες· αλλά τους βρήκε ανεξήγητα πιο γέρους απ' ό,τι τους περίμενε. («Ο γερο-τάδε! Στ' αλήθεια του φαίνονται τα χρόνια του. Ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει πριν Πώς γίνεται ξαφνικά σήμερα να δείχνουν όλοι την ηλικία τους;») Αλλά το πραγματικό δράμα, ο τρόμος, ήταν όταν η γυναίκα του τον έφερνε πίσω στο νοσοκομείο· τον έφερνε με ένα φανταστικό και ανεξήγητο τρόπο (έτσι ένιωθε) σε ένα παράξενο σπίτι που ποτέ του δεν είχε δει,  γεμάτο  ξένους,  και μετά τον εγκατέλειπε εκεί.  «Τι κάνεις;» ούρλιαζε τρομοκρατημένος και συγκεχυμένος. «Τι διάβολο
είναι αυτό το μέρος; Τι διάβολο συμβαίνει;» 

Αυτές οι σκηνές ήταν σχεδόν αφόρητες, όταν κανείς ήταν παρών, και θα πρέπει να φαίνονταν σαν τρέλα, ή σαν εφιάλτης, στον ίδιο. Ευτυχώς, το ξέχναγε το πολύ μέσα σε δυο λεπτά.Τέτοιοι ασθενείς, απολιθωμένοι στο παρελθόν, μπορούν να είναι προσανατολισμένοι μόνο μέσα στο σπίτι τους. Ο χρόνος γι' αυτούς έχει σταματήσει. 
Ακούω ακόμα τον Στίβεν Ρ. να ουρλιάζει με τρόμο και σύγχυση επιστρέφοντας, να ουρλιάζει για ένα παρελθόν που δεν υπάρχει  πια. Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε;  Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα στεγανό στο χρόνο, ένα φανταστικό κατασκεύασμα; 
Ποτέ μου δε γνώρισα άλλον ασθενή σε τέτοιο βαθμό αντιμέτωπο, τόσο αναστατωμένο από τον αναχρονισμό, εκτός από τη Ρόζα Ρ. που έχω περιγράψει στο βιβλίο μου
Awakenings (βλ. και το κεφάλαιο 16, «Ακράτεια νοσταλγίας»).

Ο Τζίμυ μπόρεσε τελικά να φτάσει σε μία ηρεμία· ο Ουίλιαμ (κεφάλαιο 12) περνάει τον καιρό του φτιάχνοντας μύθους· 
ο Στίβεν, όμως,υποφέρει πάντοτε από μία πληγή που χάσκει μες στο χρόνο, 
μία αγωνία που ποτέ δε θα κλείσει.

                                                ------------------




Kεφ 2 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, 

μτφ Κώστα Ποτάγας.



Προηγούμενο Κεφάλαιο                                                            Επόμενο Κεφάλαιο 
                                                                                              (Η Ασώματη Γυναίκα)










  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου