Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ο λόγος του Προέδρου (Κεφ 9 )



Τι συνέβαινε; Ένας χείμαρρος γέλιων ερχόταν από την πτέρυγα των αφασικών τη στιγμή που άρχιζε ο λόγος του Προέδρου· και όμως περίμεναν όλοι τόσο πολύ να ακούσουν τον Πρόεδρο να μιλάει..

Να τος μπροστά μας ο γερο-γόης, ο ηθοποιός, με τη δουλεμένη του ρητορική, τους υστερισμούς του, τη συγκινησιακή του έλξη — και όλοι οι ασθενείς τραντάζονταν από τα γέλια. Δηλαδή, όχι όλοι: μερικοί έμοιαζαν ταραγμένοι, μερικοί έδειχναν σκανδαλισμένοι, ένας ή δύο έδειχναν ανήσυχοι — οι περισσότεροι, όμως, έδειχναν να διασκεδάζουν. Ο Πρόεδρος ήταν, όπως πάντα, συγκινητικός — αλλά προφανώς τους συγκινούσε με διάφορους περίεργους τρόπους, κυρίως τους προκαλούσε το γέλιο. Τι σκέφτονταν άραγε; Μήπως δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν; Ή μήπως, αντίθετα, τον καταλάβαιναν υπερβολικά καλά;


Έχει λεχθεί συχνά γι' αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι, αν και κανονικής νοημοσύνης, πάσχουν από τη σοβαρότερη αφασία αντίληψης ή από ολική αφασία, που τους καθιστά ανίκανους να καταλάβουν τις λέξεις σαν τέτοιες, ότι παρ' όλα αυτά καταλαβαίνουν τα περισσότερα από όσα ακούν. Οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους, οι νοσοκόμες, που τους ξέρουν καλά, δυσκολεύονται μερικές φορές να πιστέψουν ότι είναι αφασικοί. 


Αυτό συμβαίνει διότι, όταν τους απευθύνει κανείς το λόγο με φυσικό τρόπο, συλλαμβάνουν κάποια σημεία ή και το μεγαλύτερο κομμάτι του νοήματος. Και, φυσικά, όταν κάποιος μιλά, μιλά «φυσικά». Έτσι, για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη της αφασίας τους, πρέπει, σαν νευρολόγος, να φτάσει πολύ μακριά, να μιλήσει και να συμπεριφερθεί μη φυσικά, να αφαιρέσει όλες τις εξωλεκτικές ενδείξεις — τη χροιά της φωνής, τον τόνο, την υποβλητική έμφαση και τον κυματισμό, καθώς και όλες τις οπτικές ενδείξεις (τις εκφράσεις του προσώπου, τις xειρονομίες, ολόκληρο το προσωπικό ρεπερτόριο εκφράσεων και στάσεων, ασυνείδητα σε τεράστιο βαθμό): όλα αυτά πρέπει να παραλείπονται (πράγμα που θα σήμαινε την ολοκληρωτική απόκρυψη της προσωπικότητας, την ολοκληρωτική αποπροσωποποίηση της φωνής, και θα μπορούσε να φτάνει μέχρι και τη χρήση μιας συνθετικής φωνής από ηλεκτρονικό υπολογιστή), ούτως ώστε η ομιλία να περιορίζεται σε «καθαρές» λέξεις, να είναι ολοκληρωτικά στερημένη από αυτό που ο Frege ονόμαζε «χρώμα του ήχου» (Klangenfarben) ή «επίκληση». Με τους πιο ευαίσθητους ασθενείς, μόνο με ένα τέτοιο κατάφωρα τεχνητό, μηχανικό σύστημα ομιλίας —κάτι σαν τη φωνή του κομπιούτερ στο Star Trek— μπορεί κανείς να σιγουρευτεί εντελώς για την αφασία τους.



Γιατί όλα αυτά; 

Διότι η ομιλία —η φυσική ομιλία— δε συντίθεται μόνο από λέξεις ούτε (όπως σκεφτόταν ο Hughlins Jackson) μόνο από «προτάσεις». Συντίθεται από την έκφραση —την εκπομπή όλης της έννοιας μας μέσα από όλο μας το είναι— η κατανόηση της οποίας απαιτεί τη συμμετοχή άπειρα περισσότερων στοιχείων από την απλή aναγνώριση των λέξεων. Αυτό είναι και το νήμα που ακολουθούν για να κατανοήσουν την ομιλία οι αφασικοί, ακόμα και όταν αδυνατούν ολοκληρωτικά να αντιληφθούν τις λέξεις αυτές καθαυτές. 

Διότι αν οι λέξεις, οι λεκτικές κατασκευές, per se, δε μεταφέρουν τίποτα γι' αυτούς, η προφορική ομιλία φυσιολογικά κατακλύζεται από τη «χροιά», τυλιγμένη μέσα σε μία εκφραστικότητα που υπερκαλύπτει το λεκτικό μέρος, και ακριβώς αυτή η εκφραστικότητα, βαθιά, ποικίλη, περίπλοκη, λεπτή, παραμένει απολύτως άθικτη στην αφασία, αν και η κατανόηση των λέξεων έχει καταστραφεί. Άθικτη — και συχνά κάτι παραπάνω: υπερφυσικά ενισχυμένη...

Αυτό είναι, επίσης, φανερό —συχνά με εντυπωσιακό, κωμικό ή δραματικό τρόπο— σε όλους όσους εργάζονται ή ζουν κοντά στους αφασικούς: τις οικογένειες τους, τους φίλους ή τις νοσοκόμες και τους γιατρούς. Στην αρχή πιθανόν δε βλέπουμε τίποτα το περίεργο· μετά βλέπουμε ότι έχει γίνει μία μεγάλη αλλαγή, σχεδόν μία αναστροφή στον τρόπο κατανόησης της ομιλίας. Είναι αλήθεια ότι κάτι έχει χαθεί, κάτι έχει καταστραφεί, αλλά στη θέση του έχει εμφανιστεί κάτι άλλο, που έχει άπειρα ενισχυθεί, έτσι που —τουλάχιστον διαμέσου της συγκινησιακά φορτισμένης έκφρασης— η έννοια μπορεί και συλλαμβάνεται πλήρως, ακόμα και αν η κάθε λέξη παραμένει ακατανόητη. 
Αυτό, στο είδος μας, τον Homo Loquens [ Homo Loquens: ο ομιλών άνθρωπος, κατά το Homo Sapiens. (Σ.τ.Μ.)] παρουσιάζεται σαν μία σχεδόν πλήρης αναστροφή της συνηθισμένης τάξης πραγμάτων: μία αναστροφή, και ίσως και μία παλινδρόμηση προς κάτι πιο πρωτόγονο και πιο στοιχειώδες. 

Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ο Hughlins Jackson συνήθιζε να συγκρίνει τους αφασικούς με τα σκυλιά (μία σύγκριση που θα μπορούσε να σκανδαλίσει και τους δύο!), παρόλο που, όταν έκανε αυτή τη σύγκριση, σκεφτόταν μάλλον τις γλωσσικές τους αδυναμίες παρά την αξιοπρόσεχτη, και σχεδόν αλάθητη, αίσθηση που έχουν στη «χροιά»και στο συναίσθημα. Ο Henry Head, πιο ευαίσθητος σ' αυτό το σημείο ,στην πραγματεία του (1926) για την αφασία, μιλά για την «αίσθηση της χροιάς» (το «feeling-tone») και επισημαίνει το πόσο αυτή η αίσθηση είναι διατηρημένη, και συχνά ενισχυμένη, στους αφασικούς*


Από εκεί πηγάζει και το αίσθημα που έχω μερικές φορές —που έχουμε όλοι όσοι εργαζόμαστε πολύ κοντά στους αφασικούς— ότι δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα σε έναν αφασικό.
Δεν έχει τη δύναμη να συλλάβει τις λέξεις σας και έτσι δεν μπορείτε να τον ξεγελάσετε με αυτές· αυτό που συλλαμβάνει, όμως, το συλλαμβάνει με αλάθητη ακρίβεια, συγκεκριμένα, δηλαδή, την έκφραση που συνοδεύει τις λέξεις, αυτή τη συνολική, αυθόρμητη, ακούσια εκφραστικότητα που δεν μπορεί ποτέ να μιμηθεί ή να παραποιήσει κανείς, όπως μπορεί να κάνει με τις λέξεις μόνες τους τόσο εύκολα...

Είναι κάτι που εύκολα καταλαβαίνουμε όταν πρόκειται για τα σκυλιά, και συχνά τα χρησιμοποιούμε γι' αυτό το σκοπό, για την αποκάλυψη του ψέματος ή του δόλου ή προθέσεων που δεν είναι ξεκάθαρες, για να μας δείξουν ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε, ποιος είναι ακέραιος, ποιος δεν κρύβει κάτι, όταν εμείς —τόσο ευαίσθητοι στις λέξεις— δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ίδια μας τα ένστικτα. Αυτό που μπορούν να κάνουν τα σκυλιά το κάνουν και οι αφασικοί και, μάλιστα, σε ένα ανθρώπινο και αμέτρητα ανώτερο επίπεδο.


«Μπορεί κανείς να πει ψέματα με το στόμα», γράφει ο Νίτσε, «αλλά, παρ' όλα αυτά, η γκριμάτσα που τα συνοδεύει λέει την αλήθεια». 

Οι αφασικοί είναι υπερφυσικά ευαίσθητοι σε μία τέτοια γκριμάτσα, στην οποιαδήποτε ψευτιά ή ανακρίβεια της συνολικής εμφάνισης ή της στάσης. Και αν κάποιον δεν μπορούν να τον δουν —όπως στην ειδική περίπτωση των τυφλών αφασικών— διαθέτουν επιπλέον ένα αλάθητο αυτί για κάθε φωνητική απόχρωση, τον τόνο, το ρυθμό, τις εναλλαγές, τη μουσικότητα, ακόμα και τις λεπτότερες μεταβολές, τους κυματισμούς και τους τονισμούς, που μπορούν να δώσουν —ή να αφαιρέσουν— την αληθοφάνεια στη φωνή ενός ανθρώπου. Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η δύναμη τους να καταλαβαίνουν — η κατανόηση, χωρίς λέξεις, του αυθεντικού ή του ψεύτικου. Κατά συνέπεια ήταν οι γκριμάτσες, οι υστερίες, οι τεχνητές χειρονομίες και, πάνω απ'όλα, οι ψεύτικοι τόνοι και εναλλαγές της φωνής που ηχούσαν ψεύτικα γι' αυτούς τους ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση στις λέξεις, αλλά έχουν μία άπειρη ευαισθησία. Σ' αυτές ακριβώς τις χονδροειδείς, ακόμα και γελοίες (γι' αυτούς) ασυναρτησίες και ανακρίβειες ήταν που ανταποκρίνονταν οι αφασικοί μου ασθενείς, χωρίς να ξεγελιούνται και χωρίς να έχουν καν τη δυνατότητα να ξεγελαστούν από τις λέξεις.

Να γιατί γελούσαν με το λόγο του Προέδρου. 


Αν είναι αδύνατο να πούμε ψέματα σε έναν αφασικό, εξαιτίας της ειδικής του ευαισθησίας στην έκφραση και τη «χροιά» της φωνής, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με τους ασθενείς —αν υπάρχουν τέτοιοι— που στερούνται ακριβώς κάθε αίσθησης της έκφρασης και της «χροιάς», ενώ διατηρούν αναλλοίωτη τη δυνατότητα κατανόησης των λέξεων: ασθενείς ενός εντελώς αντιδιαμετρικού είδους. Έχουμε έναν αριθμό τέτοιων ασθενών, επίσης στην πτέρυγα των αφασικών, παρόλο που, τεχνικά, δεν έχουν αφασία, αλλά, στη θέση της, μία μορφή αγνωσίας, μία ιδιαίτερη αγνωσία που επονομάζεται «τονική αγνωσία» ή «απροσωδία». 

Γι' αυτούς τους ασθενείς δεν υπάρχουν πια οι εκφραστικές ιδιότητες της φωνής —ο τόνος της, η χροιά της, η αίσθηση της, ολόκληρος ο χαρακτήρας της— ενώ οι λέξεις (και οι γραμματικές κατασκευές) παραμένουν απόλυτα κατανοητές. Τέτοιες τονικές αγνωσίες (ή απροσωδίες) συνδυάζονται με βλάβες του δεξιού κροταφικού λοβού του εγκεφάλου, ενώ οι αφασίες που περιγράψαμε συνοδεύουν βλάβες του αριστερού κροταφικού λοβού. Ανάμεσα στους ασθενείς με απροσωδία που επίσης άκουγαν το λόγο του Προέδρου, στην πτέρυγα των αφασικών, ήταν και η Έμιλυ Ντ. που έπασχε από ένα γλοίωμα ( Νεοπλασία των υποστηρικτικών κυττάρων του νευρικού συστήματος, της γλοίας.(Σ.τ.Μ.)] στο δεξιό κροταφικό λοβό. 


Πρώην καθηγήτρια της αγγλικής φιλολογίας και ποιήτρια με κάποια φήμη, με μία σπάνια αίσθηση της γλώσσας και ισχυρές αναλυτικές και εκφραστικές δυνατότητες, η Έμιλυ Ν τ. ήταν σε θέση να αποδώσει την αντίθετη κατάσταση — πώς ο λόγος του Προέδρου ηχούσε σε κάποιον με απροσωδία. 


Η Έμιλυ Ντ. δεν μπορούσε πια να πει αν μία φωνή ήταν θυμωμένη, χαρούμενη, θλιμμένη — οτιδήποτε. Αφού οι φωνές ήταν πια ανέκφραστες γι' αυτή, ήταν υποχρεωμένη να κοιτά τα πρόσωπα των ανθρώπων, τις στάσεις και τις κινήσεις τους όταν μιλούσαν, και το έκανε με μία φροντίδα, μία ένταση που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της προηγουμένως. Αλλά και αυτό ήταν περιορισμένο, διότι έπασχε από ένα κακόηθες γλαύκωμα και έχανε γρήγορα την όραση της. Αυτό που βρήκε, λοιπόν, ότι της έμενε να κάνει ήταν να προσέχει πολύ έντονα τις λέξεις και τη χρήση των λέξεων και να επιμένει και οι γύρω της να κάνουν το ίδιο. Μπορούσε, όλο και λιγότερο, να παρακολουθεί μία ελεύθερη ομιλία ή την αργκό —που είναι μία ομιλία υπαινικτικού τύπου και φορτισμένου συγκινησιακά— και όλο και περισσότερο ζητούσε από τους συνομιλητές της να μιλάνε σε πρόζα— με «σωστές λέξεις στις σωστές θέσεις». Είχε βρει πως αυτή η «πρόζα» μπορούσε να αναπληρώνει, σε κάποιο βαθμό, την έλλειψη αντίληψης της χροιάς ή της αίσθησης της φωνής.
Ήταν ικανή, κατ' αυτό τον τρόπο, να διατηρήσει, ακόμα και να ενισχύσει, τη χρήση της «εκφραστικής» ομιλίας — όπου, όμως, η έννοια δινόταν εξ ολοκλήρου από την επιδέξια επιλογή των λέξεων και τη σχέση μεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερο ήταν χαμένη απέναντι στην «ποιητική» ομιλία (όπου η έννοια δίνεται ολοκληρωτικά από τη χρήση και την αίσθηση του τόνου).


Η Έμιλυ Ντ. άκουγε, επίσης, την ομιλία του Προέδρου ανέκφραστη και δεχόταν απ' αυτή ένα περίεργο μείγμα εντυπώσεων, άλλων ενισχυμένων και άλλων ελλειμματικών — στην αντίθετη ακριβώς αναλογία από αυτό των αφασικών μας.
Δεν τη συγκινούσε —καμία ομιλία δεν τη συγκινούσε πια— και ό,τι ήταν υπαινικτικό, αυθόρμητο ή ψεύτικο γλιστρούσε από πάνω της χωρίς να την αγγίξει. Χωρίς δυνατότητα συγκινησιακής αντίδρασης μπορούσε να παρασύρεται (όπως και εμείς οι υπόλοιποι) από το λόγο ή να μπαίνει μέσα του;
Με κανένα τρόπο. «Δενείναι πειστικός», είπε. «Δε μιλάει με καλή πρόζα. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις είναι λανθασμένος. Είτε έχει κάποια βλάβη στον εγκέφαλο του είτε έχει κάτι να κρύψει». 

Έτσι ο λόγος του Προέδρου δε λειτούργησε ούτε για την Έμιλυ Ντ., εξαιτίας της ενισχυμένης της αίσθησης της φορμαλιστικής χρήσης της γλώσσας, της ακρίβειας της πρόζας, όχι περισσότερο απ' ό,τι λειτούργησε για τους αφασικούς μας με την κώφωση τους στις λέξεις και με την ενισχυμένη αίσθηση της χροιάς της φωνής.


Εδώ, λοιπόν, ήταν το παράδοξο του λόγου του Προέδρου. Εμείς οι φυσιολογικοί, αναμφίβολα βοηθημένοι από την επιθυμία μας να εξαπατηθούμε, είχαμε πράγματι εξαπατηθεί για τα καλά [«Populus vult decipi, ergo decipiatur» - ο κόσμος θέλει να εξαπατηθεί, άσ' τον λοιπόν να εξαπατηθεί. (Γάιος Πετρώνιος 1ος μ.Χ. αιών , Ρωμαίος συγγραφέας )

Τόσο γοητευτικά συνδυάζονταν η απατηλή χρήση των λέξεων με τον απατηλό τόνο της ομιλίας, που μόνο αυτοί που είχαν εγκεφαλική βλάβη παρέμεναν άθικτοι, απρόσβλητοι από την απογοήτευση.


-------



* To «feeling-tone» είναι ένας αγαπημένος όρος του Head, τον οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο σε σχέση με την αφασία αλλά και σχετικά με τη συναισθηματική ποιότητα της αίσθησης, στις διάφορες αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί από θαλαμικές ή περιφερειακές διαταραχές. Ο Head δίνει την εντύπωση, πράγματι, ότι τείνει, σε όλο του το έργο, σχεδόν υποσυνείδητα προς τη διερεύνηση του «feeling-tone» — μπορούμε να πούμε προς μία νευρολογία του «feeling-tone», σε αντίθεση ή και συμπληρωματικά με μία κλασική νευρολογία που ασχολείται με την πρόταση και τη διαδικασία. Συμπτωματικά η έκφραση αυτή είναι κοινή στις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταξύ των Μαύρων του Νότου: μία κοινή, προσγειωμένη και απαραίτητη έκφραση, «You see there's such a thing as a feeling tone... And if you don't havethis, baby, you've had it» (προμετωπίδα στο βιβλίο του Studs Terkel (1967) Division Street: America που είναι βασισμένο σε προφορικές διηγήσεις)



Oliver Sacks
από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστα Ποτάγας. "




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου