Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Όλιβερ Σακς: Ο ποιητής της επιστήμης που ήθελε να ζήσει με πάθος την πορεία του προς το θάνατο


 Ολιβερ Σακς : 9 Ιουλίου 1933 - 30 Αυγούστου 2015




«Πριν  από ένα μήνα, ένιωθα πως ήμουν υγιής, σχεδόν έσφυζα από υγεία. Στα 81 μου κολυμπάω ακόμη ένα μίλι την ημέρα. Όμως η τύχη μου στέρεψε – πριν από λίγες εβδομάδες έμαθα πως έχω πολλαπλές μεταστάσεις στο συκώτι».







Με αυτά τα λόγια αποφάσισε ο καθηγητής νευρολογίας και συγγραφέας Όλιβερ Σακς να ανακοινώσει με κείμενο του στους New York Times ότι πάσχει από καρκίνο σε τελικό στάδιο.

Ο Σακς γεννήθηκε το 1933 στο Λονδίνο από μία εβραϊκή οικογένεια. 

Στα έξι του χρόνια εγκατέλειψε μαζί με τον αδερφό του Μάικλ την αγγλική πρωτεύουσα για να γλιτώσει από το Blitz, τη γερμανική επίθεση στο αγγλικό νησί. Έμεινε στο Midlands μέχρι το 1943. Όπως ο ίδιος μαρτυρεί στο βιβλίο  Uncle Tungsten, από μικρός ήταν ερωτευμένος με τη χημεία και την ιατρική, αγάπη την οποία είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. 

Σύντομα εγκατέλειψε τη Μεγάλη Βρετανία για τον Καναδά και έπειτα τη Νέα Υόρκη, πόλη στην οποία μένει από το 1965.






Το 1966 ο Σακς έκανε κάτι πραγματικά μεγάλο. Εργαζόμενος ως νευρολόγος στο νοσοκομείο Beth Abraham του Bronx, ήρθε σε επαφή με μία ιδιαίτερη ομάδα ασθενών, πολλοί από του οποίους ζούσαν για δεκαετίες σε κατάσταση «φυτού», ανίκανοι να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Θεώρησε πως αυτοί οι ασθενείς αποτελούσαν επιζώντες της μεγάλης επιδημίας της ασθένειας του ύπνου που εμφανίστηκε τα έτη 1916- 1927. Ο Σακς χρησιμοποίησε το πειραματικό φάρμακο L-dopa, το οποίο έδωσε τη δυνατότητα στους ασθενείς να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή.

Οι ασθενείς αυτοί αποτέλεσαν τους πρωταγωνιστές του βιβλίου Awakenings, ενός από τα πιο δημοφιλή βιβλία του Σακς, το οποίο έγινε ταινία και κόντεψε να αποσπάσει και αγαλματάκι του Όσκαρ με τις ερμηνείες του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Ρόμπιν Γουίλιαμς. 





Ο Σακς είναι περισσότερο γνωστός για τις εμπνευσμένες από την καριέρα του ιστορίες που κινούνται στα άκρα όρια της νευρολογικής εμπειρίας. Στα έργα του The Man Who Mistook His Wife for a Hat και An Anthropologist on Mars περιγράφει ασθενείς του να μάχονται για να ζήσουν σε συνθήκες που κινούνται από σύνδρομο Τουρέτ μέχρι τον αυτισμό , το πάρκινσον, τις παραισθήσεις της μουσικής, την επιληψία, τη σχιζοφρένεια, τη νοητική καθυστέρηση και τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Το περιοδικό The New Yorker φιλοξένησε συχνά συγγραφικά πονήματα του Σακς, ενώ οι New York Times τον χαρακτήρισαν «τιμημένο ποιητή της σύγχρονης ιατρικής». Οι εναργείς και συχνά λογοτεχνικές του περιγραφές ανθρώπων που μάχονται με νευρολογικές ασθένειες αποτυπώνουν με ένταση τους τρόπους με τους οποίους ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει τις έννοιες της αντίληψης, της μνήμης και της ατομικότητας.

Ο Σακς δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έζησε ποτέ με κάποια σύντροφο. Έχοντας αυτοχαρακτηριστεί ως εργένης, σε συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι δεν είχε σύντροφο για μεγάλα διαστήματα στη ζωή του και είχε περιγράψει την ντροπαλοσύνη του ως «ασθένεια».

Η ζωή του Σακς είναι μακρά και έντονη. Όμως πλέον, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι «πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο». «Από εμένα εξαρτάται να επιλέξω το πώς θα ζήσω τους μήνες που μου απομένουν. Πρέπει να ζήσω όσο πιο πλούσια, βαθιά και παραγωγικά μπορώ». 
 Συνοδοιπόρος του Σακς στο τελευταίο μέρος της ζωής του θα είναι τα λόγια του Ντέιβιντ Χιουμ, ενός από τους αγαπημένους του φιλοσόφους, ο οποίος, όταν έμαθε ότι ήταν άρρωστος σε ηλικία 65 ετών, έγραψε μια μικρή αυτοβιογραφία με τον τίτλο «My own Life». 
 Τον ίδιο τίτλο έδωσε και ο Σακς στο κείμενο του στους New York Times.

O Σακς χρησιμοποιεί μια φράση του Χιουμ για να περιγράψει το πως αισθάνεται πλέον απέναντι σε ό,τι τον περιβάλει : «είναι δύσκολο να είσαι πιο αποστασιοποιημένος στη ζωή από ότι είμαι εγώ τώρα». 
Όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο Σακς ότι έχει τελειώσει με τη ζωή. «Νιώθω έντονα ζωντανός και θέλω και ελπίζω στο χρόνο που μου απομένει να εμβαθύνω τις φιλίες μου, να αποχαιρετίσω αυτούς που αγαπώ, να γράψω περισσότερο, να ταξιδέψω, αν έχω το κουράγιο, να επιτύχω ανώτερα επίπεδα κατανόησης και επίγνωσης».

Χωρίς να κρύβει το φόβο που νιώθει, ο Σακς αναφέρει πως το συναίσθημα που τον κυριεύει είναι αυτό της «ευγνωμοσύνης». 

«Αγάπησα και αγαπήθηκα. Πήρα πολλά και έδωσα κάτι. Διάβασα και ταξίδεψα και σκέφτηκα και έγραψα. Είχα επικοινωνία με τον κόσμο, αυτή την ειδική επαφή που έχουν οι συγγραφείς και οι αναγνώστες. Πάνω απ’ όλα υπήρξα ον με ενσυναίσθηση, ζώο σκεπτόμενο πάνω σ’ αυτόν τον όμορφο πλανήτη και αυτό από μόνο του υπήρξε ένα τεράστιο προνόμιο και περιπέτεια».




Ο Σακς αποφάσισε να πει δημόσια ότι του απομένουν λίγοι μήνες ζωής. Το ίδιο είχε κάνει και ο Κρίστοφερ Χίτσενς, συγγραφέας και δημοσιογράφος του Vanity Fair και της Guardian που έπασχε από καρκίνο στις φωνητικές του χορδές. Πρόσφατα, ο Ρίτσαρντ Σμιθ, γιατρός και πρώην εκδότης του British Medical Journal δήλωσε ότι ο καρκίνος είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνει κανείς, αφού δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να αποχαιρετίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να ακούσουν καλή μουσική και ποίηση και να έρθουν αντιμέτωποι με τη θνησιμότητά τους. Κατά τον Σμιθ, ο πόνος του θανάτου μπορεί να γίνει υποφερτός με την «αγάπη, τη μορφίνη και το ουίσκι». Για αυτό καλεί τους ανθρώπους «να σταματήσουν να ξοδεύουν δισεκατομμύρια προσπαθώντας να θεραπευθούν από τον καρκίνο»



Ο Σακς θα πρέπει στα μάτια του Σμιθ να είναι ένας από τους πιο ευλογημένους ανθρώπους του κόσμου. Έζησα έντονα τη ζωή του και τώρα μπορεί με ηρεμία να «κλείσει τους λογαριασμούς του» και να αποχαιρετίσει τα αγαπημένα του πρόσωπα. Μπορεί να μην μας αρέσουν οι δημόσιες παραδοχές μίας ανίατης ασθένειας ή οι αλλόκοτες θέσεις ενός γιατρού που βλέπει τον καρκίνο ως προοπτική για έναν ωραίο θάνατο. Το σίγουρο είναι πως οι σκέψεις αυτές, πέρα από τη λειτουργία τους ως εργαλείο προσωπικής κάθαρσης, δίνουν μία διαφορετική διάσταση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το όμορφο και σύντομο παιχνίδι που λέγεται ζωή.

Τα βιβλία του Όλιβερ Σακς κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα και Καστανιώτη.



Θοδωρής Χονδρόγιαννος
από Εδώ 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Πώς γεννιέται το μίσος



Η ψυχολόγος Alice Miller (1923-2010) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της σωματικής τιμωρίας και της καταστροφικής της επίδρασης στα παιδιά. Έγραψε 13 βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και αξίζει να διαβαστούν.





Σύμφωνα με την Alice Miller, σε όλο τον κόσμο η βία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν το μυαλό τους δεν ήταν δομημένο και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, αλλά δύσκολα αντιληπτό από την κοινωνία.

Αναρωτώμενη για τις αιτίες του μίσους βρήκε την απάντηση μόνο όταν διερεύνησε διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία εκτέθηκαν σε φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν.

Alice Miller

Οι ταπεινώσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα χαστούκια, η σεξουαλική παρενόχληση, η παραμέληση, κλπ θεωρούνται όλες μορφές κακομεταχείρισης, γιατί τραυματίζουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του παιδιού, ακόμη και αν οι συνέπειές τους δεν είναι ορατές αμέσως.

Ωστόσο, ως ενήλικες, τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά ή θα υποφέρουν, ή θα γίνουν δήμιοι.

Αυτή η δυναμική της βίας μπορεί να εξελιχτεί ώστε ενήλικες, μία φορά κακοποιημένα παιδιά, να χτυπάνε τα δικά τους παιδιά και συχνά να αισθάνονται ευγνώμονες προς τους γονείς τους, οι οποίοι τους κακομεταχειρίστηκαν όταν ήταν μικρά και ανυπεράσπιστα.

Η άρνηση της κακοποίησης, κατά την συγγραφέα, οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι γονείς συνεχίζουν να παράγουν έντονο πόνο.

Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.

Διασαφηνίζει με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ, του Στάλιν, του Νίτσε, του Πικάσο, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Κάφκα, του Σίλερ, Ρεμπώ, Προυστ ή του Τζόυς πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολόγος σημειώνει ότι βρήκε επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.

Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.

Ωστόσο ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί.

Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.

Τι είναι αλήθεια το μίσος; Για τη συγγραφέα είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο.

Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς.

Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί, γράφει, από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.

«Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο. Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό ονομάζεται ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι.

[…]

Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.»

Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Κατά την άποψή της, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζει ως κακοποίηση νηπίων. Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστική για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.

Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν. Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν.

Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής: «Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της».

Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.

Μελέτες σε εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα σοβαρά παιδιά από τη Ρουμανία αποκάλυψαν εντυπωσιακές βλάβες σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η νευροβιολογική έρευνα καθιστά πιο εύκολο για μας να κατανοήσουμε τον τρόπο των ναζί, όπως ο Άιχμαν, ο Χίμλερ και άλλοι λειτούργησαν. Η αυστηρή εκπαίδευση υπακοής που υποβλήθηκαν σε πρόωρη παιδική ηλικία οδήγησε σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων, όπως η συμπόνια και ο οίκτος για τα βάσανα των άλλων.

Η Μίλερ δεν δέχεται την γενετική θεωρία της τρέλας. Ερμήνευσε την ψύχωση του Νίτσε ως αποτέλεσμα του πρωσικού τρόπου ανατροφής των παιδιών. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είχε έναν βίαιο πατέρα, αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον προστατεύσει από τον πατέρα του, αλλά, γράφει ότι του έδωσε μια ισχυρή αντίληψη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματά του θα ήταν αδιανόητα.

Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας, λέει η ψυχολόγος, δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας. Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται. Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλληση στην αυταπάτη και στο αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.

Στο έργο της «Το Δράμα του προικισμένου παιδιού», η Alice Miller επίσης θεωρεί ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν την «αγάπη» τους.

Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου.

Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Πρόκειται για την «δηλητηριώδη» παιδαγωγική (το κάνω για το καλό σου) που καταστρέφει ζωές.

Στα κείμενά της, η Miller κατηγόρησε τους ψυχολογικά βίαιους γονείς για την πλειοψηφία των νευρώσεων και ψυχώσεων. Υποστήριξε ότι όλες οι περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών προκαλούνται από την καταπίεση της οργής ​​και του πόνου, ως αποτέλεσμα των υποσυνείδητων παιδικών τραυμάτων που δεν επιλύθηκαν συναισθηματικά.

Οι άνθρωποι δεν προτιμούν να ξέρουν για τη δική τους θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας γιατί προκαλεί αφόρητο πόνο. Η μετατόπιση κατευθύνει ασυνείδητα το ανεπίλυτο τραύμα ενάντια σε άλλους (πόλεμος, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) στον εαυτό του (διατροφικές διαταραχές, εθισμό στα ναρκωτικά, κατάθλιψη) και στους απογόνους.

Επιβεβαίωσε αυτό που τόσο πολλοί θεώρησαν ότι δεν είναι αληθινό: ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν έμφυτα αλλά είχαν πραγματικές αιτίες, και ως εκ τούτου πραγματικές λύσεις. Ενθαρρύνει έτσι τους γονείς να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις συγκρούσεις τους και να γίνουν καλύτεροι γονείς. Οι άνθρωποι των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει υποστεί ζημιά κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι έχουν προστασία, σεβασμό, και αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια από τους γονείς τους, θα είναι – τόσο στα νιάτα τους και στην ενήλικη ζωή – ευφυείς συναισθηματικά.

Θα πάρουν ευχαρίστηση στη ζωή και δεν θα αισθάνονται καμία ανάγκη να βλάψουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όχι για να επιτεθούν στους άλλους.

Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας και δείχνουν κυρίως ότι μέσω αυτής της συνειδητοποίησης μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα της βίας.

Πώς γεννιέται το μίσος

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή μας: Έξι ιστορίες της Alice Miller, Εκδόσεις Ροές, 2013


Παναγιώτα Ψυχογιού, Διδάκτορας Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, Καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Πηγή: artinews.gr


Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ο λόγος του Προέδρου (Κεφ 9 )



Τι συνέβαινε; Ένας χείμαρρος γέλιων ερχόταν από την πτέρυγα των αφασικών τη στιγμή που άρχιζε ο λόγος του Προέδρου· και όμως περίμεναν όλοι τόσο πολύ να ακούσουν τον Πρόεδρο να μιλάει..

Να τος μπροστά μας ο γερο-γόης, ο ηθοποιός, με τη δουλεμένη του ρητορική, τους υστερισμούς του, τη συγκινησιακή του έλξη — και όλοι οι ασθενείς τραντάζονταν από τα γέλια. Δηλαδή, όχι όλοι: μερικοί έμοιαζαν ταραγμένοι, μερικοί έδειχναν σκανδαλισμένοι, ένας ή δύο έδειχναν ανήσυχοι — οι περισσότεροι, όμως, έδειχναν να διασκεδάζουν. Ο Πρόεδρος ήταν, όπως πάντα, συγκινητικός — αλλά προφανώς τους συγκινούσε με διάφορους περίεργους τρόπους, κυρίως τους προκαλούσε το γέλιο. Τι σκέφτονταν άραγε; Μήπως δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν; Ή μήπως, αντίθετα, τον καταλάβαιναν υπερβολικά καλά;


Έχει λεχθεί συχνά γι' αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι, αν και κανονικής νοημοσύνης, πάσχουν από τη σοβαρότερη αφασία αντίληψης ή από ολική αφασία, που τους καθιστά ανίκανους να καταλάβουν τις λέξεις σαν τέτοιες, ότι παρ' όλα αυτά καταλαβαίνουν τα περισσότερα από όσα ακούν. Οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους, οι νοσοκόμες, που τους ξέρουν καλά, δυσκολεύονται μερικές φορές να πιστέψουν ότι είναι αφασικοί. 


Αυτό συμβαίνει διότι, όταν τους απευθύνει κανείς το λόγο με φυσικό τρόπο, συλλαμβάνουν κάποια σημεία ή και το μεγαλύτερο κομμάτι του νοήματος. Και, φυσικά, όταν κάποιος μιλά, μιλά «φυσικά». Έτσι, για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη της αφασίας τους, πρέπει, σαν νευρολόγος, να φτάσει πολύ μακριά, να μιλήσει και να συμπεριφερθεί μη φυσικά, να αφαιρέσει όλες τις εξωλεκτικές ενδείξεις — τη χροιά της φωνής, τον τόνο, την υποβλητική έμφαση και τον κυματισμό, καθώς και όλες τις οπτικές ενδείξεις (τις εκφράσεις του προσώπου, τις xειρονομίες, ολόκληρο το προσωπικό ρεπερτόριο εκφράσεων και στάσεων, ασυνείδητα σε τεράστιο βαθμό): όλα αυτά πρέπει να παραλείπονται (πράγμα που θα σήμαινε την ολοκληρωτική απόκρυψη της προσωπικότητας, την ολοκληρωτική αποπροσωποποίηση της φωνής, και θα μπορούσε να φτάνει μέχρι και τη χρήση μιας συνθετικής φωνής από ηλεκτρονικό υπολογιστή), ούτως ώστε η ομιλία να περιορίζεται σε «καθαρές» λέξεις, να είναι ολοκληρωτικά στερημένη από αυτό που ο Frege ονόμαζε «χρώμα του ήχου» (Klangenfarben) ή «επίκληση». Με τους πιο ευαίσθητους ασθενείς, μόνο με ένα τέτοιο κατάφωρα τεχνητό, μηχανικό σύστημα ομιλίας —κάτι σαν τη φωνή του κομπιούτερ στο Star Trek— μπορεί κανείς να σιγουρευτεί εντελώς για την αφασία τους.



Γιατί όλα αυτά; 

Διότι η ομιλία —η φυσική ομιλία— δε συντίθεται μόνο από λέξεις ούτε (όπως σκεφτόταν ο Hughlins Jackson) μόνο από «προτάσεις». Συντίθεται από την έκφραση —την εκπομπή όλης της έννοιας μας μέσα από όλο μας το είναι— η κατανόηση της οποίας απαιτεί τη συμμετοχή άπειρα περισσότερων στοιχείων από την απλή aναγνώριση των λέξεων. Αυτό είναι και το νήμα που ακολουθούν για να κατανοήσουν την ομιλία οι αφασικοί, ακόμα και όταν αδυνατούν ολοκληρωτικά να αντιληφθούν τις λέξεις αυτές καθαυτές. 

Διότι αν οι λέξεις, οι λεκτικές κατασκευές, per se, δε μεταφέρουν τίποτα γι' αυτούς, η προφορική ομιλία φυσιολογικά κατακλύζεται από τη «χροιά», τυλιγμένη μέσα σε μία εκφραστικότητα που υπερκαλύπτει το λεκτικό μέρος, και ακριβώς αυτή η εκφραστικότητα, βαθιά, ποικίλη, περίπλοκη, λεπτή, παραμένει απολύτως άθικτη στην αφασία, αν και η κατανόηση των λέξεων έχει καταστραφεί. Άθικτη — και συχνά κάτι παραπάνω: υπερφυσικά ενισχυμένη...

Αυτό είναι, επίσης, φανερό —συχνά με εντυπωσιακό, κωμικό ή δραματικό τρόπο— σε όλους όσους εργάζονται ή ζουν κοντά στους αφασικούς: τις οικογένειες τους, τους φίλους ή τις νοσοκόμες και τους γιατρούς. Στην αρχή πιθανόν δε βλέπουμε τίποτα το περίεργο· μετά βλέπουμε ότι έχει γίνει μία μεγάλη αλλαγή, σχεδόν μία αναστροφή στον τρόπο κατανόησης της ομιλίας. Είναι αλήθεια ότι κάτι έχει χαθεί, κάτι έχει καταστραφεί, αλλά στη θέση του έχει εμφανιστεί κάτι άλλο, που έχει άπειρα ενισχυθεί, έτσι που —τουλάχιστον διαμέσου της συγκινησιακά φορτισμένης έκφρασης— η έννοια μπορεί και συλλαμβάνεται πλήρως, ακόμα και αν η κάθε λέξη παραμένει ακατανόητη. 
Αυτό, στο είδος μας, τον Homo Loquens [ Homo Loquens: ο ομιλών άνθρωπος, κατά το Homo Sapiens. (Σ.τ.Μ.)] παρουσιάζεται σαν μία σχεδόν πλήρης αναστροφή της συνηθισμένης τάξης πραγμάτων: μία αναστροφή, και ίσως και μία παλινδρόμηση προς κάτι πιο πρωτόγονο και πιο στοιχειώδες. 

Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ο Hughlins Jackson συνήθιζε να συγκρίνει τους αφασικούς με τα σκυλιά (μία σύγκριση που θα μπορούσε να σκανδαλίσει και τους δύο!), παρόλο που, όταν έκανε αυτή τη σύγκριση, σκεφτόταν μάλλον τις γλωσσικές τους αδυναμίες παρά την αξιοπρόσεχτη, και σχεδόν αλάθητη, αίσθηση που έχουν στη «χροιά»και στο συναίσθημα. Ο Henry Head, πιο ευαίσθητος σ' αυτό το σημείο ,στην πραγματεία του (1926) για την αφασία, μιλά για την «αίσθηση της χροιάς» (το «feeling-tone») και επισημαίνει το πόσο αυτή η αίσθηση είναι διατηρημένη, και συχνά ενισχυμένη, στους αφασικούς*


Από εκεί πηγάζει και το αίσθημα που έχω μερικές φορές —που έχουμε όλοι όσοι εργαζόμαστε πολύ κοντά στους αφασικούς— ότι δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα σε έναν αφασικό.
Δεν έχει τη δύναμη να συλλάβει τις λέξεις σας και έτσι δεν μπορείτε να τον ξεγελάσετε με αυτές· αυτό που συλλαμβάνει, όμως, το συλλαμβάνει με αλάθητη ακρίβεια, συγκεκριμένα, δηλαδή, την έκφραση που συνοδεύει τις λέξεις, αυτή τη συνολική, αυθόρμητη, ακούσια εκφραστικότητα που δεν μπορεί ποτέ να μιμηθεί ή να παραποιήσει κανείς, όπως μπορεί να κάνει με τις λέξεις μόνες τους τόσο εύκολα...

Είναι κάτι που εύκολα καταλαβαίνουμε όταν πρόκειται για τα σκυλιά, και συχνά τα χρησιμοποιούμε γι' αυτό το σκοπό, για την αποκάλυψη του ψέματος ή του δόλου ή προθέσεων που δεν είναι ξεκάθαρες, για να μας δείξουν ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε, ποιος είναι ακέραιος, ποιος δεν κρύβει κάτι, όταν εμείς —τόσο ευαίσθητοι στις λέξεις— δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ίδια μας τα ένστικτα. Αυτό που μπορούν να κάνουν τα σκυλιά το κάνουν και οι αφασικοί και, μάλιστα, σε ένα ανθρώπινο και αμέτρητα ανώτερο επίπεδο.


«Μπορεί κανείς να πει ψέματα με το στόμα», γράφει ο Νίτσε, «αλλά, παρ' όλα αυτά, η γκριμάτσα που τα συνοδεύει λέει την αλήθεια». 

Οι αφασικοί είναι υπερφυσικά ευαίσθητοι σε μία τέτοια γκριμάτσα, στην οποιαδήποτε ψευτιά ή ανακρίβεια της συνολικής εμφάνισης ή της στάσης. Και αν κάποιον δεν μπορούν να τον δουν —όπως στην ειδική περίπτωση των τυφλών αφασικών— διαθέτουν επιπλέον ένα αλάθητο αυτί για κάθε φωνητική απόχρωση, τον τόνο, το ρυθμό, τις εναλλαγές, τη μουσικότητα, ακόμα και τις λεπτότερες μεταβολές, τους κυματισμούς και τους τονισμούς, που μπορούν να δώσουν —ή να αφαιρέσουν— την αληθοφάνεια στη φωνή ενός ανθρώπου. Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η δύναμη τους να καταλαβαίνουν — η κατανόηση, χωρίς λέξεις, του αυθεντικού ή του ψεύτικου. Κατά συνέπεια ήταν οι γκριμάτσες, οι υστερίες, οι τεχνητές χειρονομίες και, πάνω απ'όλα, οι ψεύτικοι τόνοι και εναλλαγές της φωνής που ηχούσαν ψεύτικα γι' αυτούς τους ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση στις λέξεις, αλλά έχουν μία άπειρη ευαισθησία. Σ' αυτές ακριβώς τις χονδροειδείς, ακόμα και γελοίες (γι' αυτούς) ασυναρτησίες και ανακρίβειες ήταν που ανταποκρίνονταν οι αφασικοί μου ασθενείς, χωρίς να ξεγελιούνται και χωρίς να έχουν καν τη δυνατότητα να ξεγελαστούν από τις λέξεις.

Να γιατί γελούσαν με το λόγο του Προέδρου. 


Αν είναι αδύνατο να πούμε ψέματα σε έναν αφασικό, εξαιτίας της ειδικής του ευαισθησίας στην έκφραση και τη «χροιά» της φωνής, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με τους ασθενείς —αν υπάρχουν τέτοιοι— που στερούνται ακριβώς κάθε αίσθησης της έκφρασης και της «χροιάς», ενώ διατηρούν αναλλοίωτη τη δυνατότητα κατανόησης των λέξεων: ασθενείς ενός εντελώς αντιδιαμετρικού είδους. Έχουμε έναν αριθμό τέτοιων ασθενών, επίσης στην πτέρυγα των αφασικών, παρόλο που, τεχνικά, δεν έχουν αφασία, αλλά, στη θέση της, μία μορφή αγνωσίας, μία ιδιαίτερη αγνωσία που επονομάζεται «τονική αγνωσία» ή «απροσωδία». 

Γι' αυτούς τους ασθενείς δεν υπάρχουν πια οι εκφραστικές ιδιότητες της φωνής —ο τόνος της, η χροιά της, η αίσθηση της, ολόκληρος ο χαρακτήρας της— ενώ οι λέξεις (και οι γραμματικές κατασκευές) παραμένουν απόλυτα κατανοητές. Τέτοιες τονικές αγνωσίες (ή απροσωδίες) συνδυάζονται με βλάβες του δεξιού κροταφικού λοβού του εγκεφάλου, ενώ οι αφασίες που περιγράψαμε συνοδεύουν βλάβες του αριστερού κροταφικού λοβού. Ανάμεσα στους ασθενείς με απροσωδία που επίσης άκουγαν το λόγο του Προέδρου, στην πτέρυγα των αφασικών, ήταν και η Έμιλυ Ντ. που έπασχε από ένα γλοίωμα ( Νεοπλασία των υποστηρικτικών κυττάρων του νευρικού συστήματος, της γλοίας.(Σ.τ.Μ.)] στο δεξιό κροταφικό λοβό. 


Πρώην καθηγήτρια της αγγλικής φιλολογίας και ποιήτρια με κάποια φήμη, με μία σπάνια αίσθηση της γλώσσας και ισχυρές αναλυτικές και εκφραστικές δυνατότητες, η Έμιλυ Ν τ. ήταν σε θέση να αποδώσει την αντίθετη κατάσταση — πώς ο λόγος του Προέδρου ηχούσε σε κάποιον με απροσωδία. 


Η Έμιλυ Ντ. δεν μπορούσε πια να πει αν μία φωνή ήταν θυμωμένη, χαρούμενη, θλιμμένη — οτιδήποτε. Αφού οι φωνές ήταν πια ανέκφραστες γι' αυτή, ήταν υποχρεωμένη να κοιτά τα πρόσωπα των ανθρώπων, τις στάσεις και τις κινήσεις τους όταν μιλούσαν, και το έκανε με μία φροντίδα, μία ένταση που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της προηγουμένως. Αλλά και αυτό ήταν περιορισμένο, διότι έπασχε από ένα κακόηθες γλαύκωμα και έχανε γρήγορα την όραση της. Αυτό που βρήκε, λοιπόν, ότι της έμενε να κάνει ήταν να προσέχει πολύ έντονα τις λέξεις και τη χρήση των λέξεων και να επιμένει και οι γύρω της να κάνουν το ίδιο. Μπορούσε, όλο και λιγότερο, να παρακολουθεί μία ελεύθερη ομιλία ή την αργκό —που είναι μία ομιλία υπαινικτικού τύπου και φορτισμένου συγκινησιακά— και όλο και περισσότερο ζητούσε από τους συνομιλητές της να μιλάνε σε πρόζα— με «σωστές λέξεις στις σωστές θέσεις». Είχε βρει πως αυτή η «πρόζα» μπορούσε να αναπληρώνει, σε κάποιο βαθμό, την έλλειψη αντίληψης της χροιάς ή της αίσθησης της φωνής.
Ήταν ικανή, κατ' αυτό τον τρόπο, να διατηρήσει, ακόμα και να ενισχύσει, τη χρήση της «εκφραστικής» ομιλίας — όπου, όμως, η έννοια δινόταν εξ ολοκλήρου από την επιδέξια επιλογή των λέξεων και τη σχέση μεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερο ήταν χαμένη απέναντι στην «ποιητική» ομιλία (όπου η έννοια δίνεται ολοκληρωτικά από τη χρήση και την αίσθηση του τόνου).


Η Έμιλυ Ντ. άκουγε, επίσης, την ομιλία του Προέδρου ανέκφραστη και δεχόταν απ' αυτή ένα περίεργο μείγμα εντυπώσεων, άλλων ενισχυμένων και άλλων ελλειμματικών — στην αντίθετη ακριβώς αναλογία από αυτό των αφασικών μας.
Δεν τη συγκινούσε —καμία ομιλία δεν τη συγκινούσε πια— και ό,τι ήταν υπαινικτικό, αυθόρμητο ή ψεύτικο γλιστρούσε από πάνω της χωρίς να την αγγίξει. Χωρίς δυνατότητα συγκινησιακής αντίδρασης μπορούσε να παρασύρεται (όπως και εμείς οι υπόλοιποι) από το λόγο ή να μπαίνει μέσα του;
Με κανένα τρόπο. «Δενείναι πειστικός», είπε. «Δε μιλάει με καλή πρόζα. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις είναι λανθασμένος. Είτε έχει κάποια βλάβη στον εγκέφαλο του είτε έχει κάτι να κρύψει». 

Έτσι ο λόγος του Προέδρου δε λειτούργησε ούτε για την Έμιλυ Ντ., εξαιτίας της ενισχυμένης της αίσθησης της φορμαλιστικής χρήσης της γλώσσας, της ακρίβειας της πρόζας, όχι περισσότερο απ' ό,τι λειτούργησε για τους αφασικούς μας με την κώφωση τους στις λέξεις και με την ενισχυμένη αίσθηση της χροιάς της φωνής.


Εδώ, λοιπόν, ήταν το παράδοξο του λόγου του Προέδρου. Εμείς οι φυσιολογικοί, αναμφίβολα βοηθημένοι από την επιθυμία μας να εξαπατηθούμε, είχαμε πράγματι εξαπατηθεί για τα καλά [«Populus vult decipi, ergo decipiatur» - ο κόσμος θέλει να εξαπατηθεί, άσ' τον λοιπόν να εξαπατηθεί. (Γάιος Πετρώνιος 1ος μ.Χ. αιών , Ρωμαίος συγγραφέας )

Τόσο γοητευτικά συνδυάζονταν η απατηλή χρήση των λέξεων με τον απατηλό τόνο της ομιλίας, που μόνο αυτοί που είχαν εγκεφαλική βλάβη παρέμεναν άθικτοι, απρόσβλητοι από την απογοήτευση.


-------



* To «feeling-tone» είναι ένας αγαπημένος όρος του Head, τον οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο σε σχέση με την αφασία αλλά και σχετικά με τη συναισθηματική ποιότητα της αίσθησης, στις διάφορες αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί από θαλαμικές ή περιφερειακές διαταραχές. Ο Head δίνει την εντύπωση, πράγματι, ότι τείνει, σε όλο του το έργο, σχεδόν υποσυνείδητα προς τη διερεύνηση του «feeling-tone» — μπορούμε να πούμε προς μία νευρολογία του «feeling-tone», σε αντίθεση ή και συμπληρωματικά με μία κλασική νευρολογία που ασχολείται με την πρόταση και τη διαδικασία. Συμπτωματικά η έκφραση αυτή είναι κοινή στις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταξύ των Μαύρων του Νότου: μία κοινή, προσγειωμένη και απαραίτητη έκφραση, «You see there's such a thing as a feeling tone... And if you don't havethis, baby, you've had it» (προμετωπίδα στο βιβλίο του Studs Terkel (1967) Division Street: America που είναι βασισμένο σε προφορικές διηγήσεις)



Oliver Sacks
από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστα Ποτάγας. "




Υπόθεση Ταυτότητας - Όλιβερ Σακς (Κεφ 12)



Όλιβερ Σακς – Υπόθεση Ταυτότητας








— Τι θα πάρουμε σήμερα; λέει τρίβοντας τα χέρια του. Μισή λίβρα Βιρτζίνια, ένα ωραίο κομμάτι Νόβα;(Προφανώς με έβλεπε σαν έναν πελάτη· συχνά σήκωνε το τηλέφωνο της πτέρυγας του νοσοκομείου λέγοντας «Παντοπωλείο Τόμσον, ορίστε».)


— Ω, κ. Τόμσον! του φώναξα. Ποιος νομίζετε ότι είμαι;


— Α στο καλό, το φως φταίει, είναι κακό, σας πήρα για πελάτη. Μα είναι ο παλιός μου φίλος, ο Τομ Πίτκινς… Εγώ και ο Τομ (ψιθυρίζει στο αυτί της νοσοκόμας) πηγαίναμε πάντα στον ιππόδρομο μαζί.


— Κύριε Τόμσον, κάνετε πάλι λάθος.


— Όντως κάνω λάθος, συμφωνεί, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου. Γιατί θα φορούσες μια άσπρη μπλούζα, αν ήσουν ο Τομ; Είσαι ο Χίμυ, ο χασάπης κασέρ στη δίπλα πόρτα. Αν και δεν έχεις λεκέδες από αίμα στην μπλούζα σου. Πήγαν άσκημα οι δουλειές σήμερα; Μην ανησυχείς, μέχρι το τέλος της βδομάδας θα μοιάζεις με σφαγείο!


Νιώθοντας και εγώ ο ίδιος να παρασύρομαι σ’ αυτό το στρόβιλο των ταυτοτήτων, έδειξα το στηθοσκόπιο μου κουνώντας το στο λαιμό μου, απ’ όπου κρεμόταν.


—Ένα στηθοσκόπιο! φώναξε. Και ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Χίμυ! Εσείς οι μηχανικοί έχετε αρχίσει όλοι να παριστάνετε τους γιατρούς στα σοβαρά, μ’ αυτές τις άσπρες μπλούζες και τα στηθοσκόπια, σαν να σας χρειαζόταν ένα στηθοσκόπιο για να ακούσετε ένα αυτοκίνητο! Έτσι, λοιπόν, είσαι ο παλιός μου φίλος ο Μάνερς από το σταθμό της Μόμπιλ στο τέρμα του τετραγώνου. Έλα μέσα να πιεις το ουίσκι σου με κόκα…


Ο Ουίλιαμ Τόμσον έτριψε πάλι τα χέρια του με την κίνηση του μπακάλη και αναζήτησε τον πάγκο του. Καθώς δεν τον έβρισκε, με κοίταξε πάλι με απορία.


— Πού βρίσκομαι; είπε με ένα βλέμμα ξαφνικά τρομοκρατημένο. Νόμισα ότι ήμουνα στο μαγαζί μου, γιατρέ, θα ‘μουν αφηρημένος φαίνεται… Θέλετε να βγάλω την μπλούζα μου να μου πάρετε τα ακροαστικά ως συνήθως;


—Όχι, όχι ως συνήθως. Δεν είμαι ο συνηθισμένος σας γιατρός.


— Πράγματι, δεν είσαστε. Μπορούσα να το καταλάβω αμέσως! Δεν είσαστε ο συνηθισμένος μου γιατρός που μου χτυπά το στήθος. Και, μα το Χριστό, έχετε ένα μούσι! Μοιάζετε με τον Sigmund Freud. Μπας και τρελάθηκα, μουρλάθηκα;


—Όχι, κ. Τόμσον, δεν τρελαθήκατε. Έχετε μόνο μερικά προβλήματα με τη μνήμη σας, μερικές δυσκολίες να θυμάστε και να αναγνωρίζετε τους ανθρώπους.


— Ναι, η μνήμη μου μου κάνει μερικά κόλπα, παραδέχτηκε. Μερικές φορές κάνω λάθη, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο… Τι θα πάρετε τώρα, Νόβα ή Βιρτζίνια;


Έτσι γινόταν πάντα, κάθε φορά με παραλλαγές, με απρόοπτους αυτοσχεδιασμούς, πάντα ξαφνικούς, συχνά αστείους, κάποτε έξυπνους και τελικά τραγικούς. Ο κ. Τόμσον θα με αναγνώριζε —θα με αναγνώριζε λάθος, θα με ψευτοαναγνώριζε— σαν μια ντουζίνα διαφορετικούς ανθρώπους στη διάρκεια πέντε λεπτών. Θα πέρναγε ταχύτατα, ανετότατα, από μία εικασία, μία υπόθεση, μία πεποίθηση, στην επόμενη, χωρίς την παραμικρή ένδειξη αβεβαιότητας καμιά στιγμή· ποτέ δεν ήξερε ποιος ήμουν ή τι ήταν και πού ο ίδιος βρισκόταν: ένας πρώην μπακάλης, που έπασχε από ένα βαρύ σύνδρομο Korsakov, σε ένα νευρολογικό ίδρυμα.





Δε θυμόταν τίποτα για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Έχανε διαρκώς τον προσανατολισμό του. Άβυσσοι αμνησίας ανοίγονταν συνεχώς κάτω από τα πόδια του, τις γεφύρωνε, όμως, αμέσως με αυθόρμητες μυθοπλασίες και φανταστικές ιστορίες κάθε είδους. Για τον ίδιο, αυτές οι ιστορίες δεν ήταν φανταστικές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξαφνικά έβλεπε ή ερμήνευε τον κόσμο.


Μην μπορώντας ποτέ να ανεχτεί, να παραδεχτεί, ούτε για μια στιγμή, αυτή τη διαρκή ριζική αλλαγή και την ασυναρτησία που έμοιαζε να έχει ο κόσμος εξαιτίας της αμνησίας του, τη θέση τους έπαιρνε αυτή η παράξενη, παραληρηματική, ατελής συνοχή, καθώς ο κ. Τόμσον με τις ασταμάτητες, ασυνείδητες, ταχύτατες εφευρέσεις του αυτοσχεδίαζε συνεχώς έναν κόσμο γύρω του, έναν κόσμο από τις Χίλιες και μια Νύχτες, μία φαντασμαγορία, ένα όνειρο με ανθρώπους, μορφές και καταστάσεις που διαρκώς άλλαζε μια σειρά συνεχών καλειδοσκοπικών μεταλλαγών και μεταμορφώσεων. Για τον ίδιο τον κ. Τόμσον, όμως, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ένας ιστός από διαρκώς μεταβαλλόμενες, φευγαλέες φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις, αλλά αποτελούσαν έναν εντελώς κανονικό, σταθερό και τεκμηριωμένο κόσμο.





Για τον ίδιο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μία μέρα τού συνέβη να βγει και παρουσιάστηκε στο γραφείο της εισόδου σαν «αιδεσιμότατος Ουίλιαμ Τόμσον», ζήτησε να του βρουν ένα ταξί και έφυγε για όλη τη μέρα. Ο ταξιτζής, με τον οποίο μιλήσαμε αργότερα, μας είπε ότι ποτέ δεν του είχε τύχει ένας τόσο συναρπαστικός πελάτης, γιατί ο κ. Τόμσον του διηγόταν τη μία ιστορία μετά την άλλη, εκπληκτικές ιστορίες με ήρωα τον εαυτό του, γεμάτες από φανταστικές περιπέτειες. «Έμοιαζε να έχει πάει παντού, να έχει κάνει τα πάντα, να έχει συναντήσει τους πάντες. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορούσαν να έχουν συμβεί τόσα πράγματα σε μία και μοναδική ζωή», μας είπε. Του απαντήσαμε ότι «δεν είναι ακριβώς μία μοναδική ζωή, αλλά πρόκειται για κάτι περίεργο, για μια υπόθεση ταυτότητας»…


(Μία ιστορία εντελώς όμοια αναφέρει ο Luria στη Νευροψυχολογία της Μνήμης (1976),όπου ο μαγεμένος ταξιτζής κατάλαβε ότι ο εξωτικός πελάτης του ήταν άρρωστος μόνο όταν αυτός του έδωσε για κόμιστρο ένα φύλλο θερμοκρασίας του νοσοκομείου που κρατούσε. Μόνο τότε κατάλαβε ότι αυτή η Σεχραζάτ, που ύφανε 1001 παραμύθια, ήταν ένας «απ' αυτούς τους παράξενους ασθενείς» του Νευρολογικού Ινστιτούτου) 

Ο Τζίμυ Γκ.,ένας άλλος ασθενής με Korsakov που έχω περιγράψει εκτεταμένα στο κεφάλαιο 2, είχε
ηρεμήσει εδώ και πολύ καιρό, περνώντας την οξεία φάση του συνδρόμου, και έμοιαζε να έχει σταθεροποιηθεί σε μία κατάσταση όπου ήταν μόνιμα χαμένος (ή, ίσως, μέσα σε ένα διαρκές όνειρο που έμοιαζε με παρόν ή μέσα σε μία διαρκή αναπόληση του παρελθόντος).
Ο κ. Τόμσον όμως, μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο —το Korsakov  (σ.σ. η νόσος του) είχε εκδηλωθεί μόλις τρεις βδομάδες πριν, όταν παρουσιάστηκε ένας πολύ υψηλός πυρετός, έπεσε σε ένα παραλήρημα και σταμάτησε να αναγνωρίζει την οικογένεια του— και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε βρασμό, εξακολουθούσε να είναι χωμένος μέσα σε ένα σχεδόν φρενήρες μυθοπλαστικό παραλήρημα (αυτό που ονομάζεται μερικές φορές «ψύχωση του Korsakov», παρόλο που δεν πρόκειται καθόλου για ψύχωση) και δημιουργούσε ασταμάτητα έναν κόσμο και ένα Εγώ, για να μπορέσει να αναπληρώσει αυτό που συνεχώς ξεχνούσε και έχανε από μπροστά του. Αυτή η φρενίτιδα απαιτεί την ύπαρξη ιδιαίτερα λαμπρών δυνατοτήτων εφευρετικότητας και φαντασίας —μία πραγματική μυθοπλαστική φαντασία— γιατί ένας τέτοιος ασθενής πρέπει κυριολεκτικά να επινοεί τον εαυτό του (και τον κόσμο τον) σε κάθε στιγμή.


Ο καθένας από μας έχει μία ιστορία ζωής, μία εσωτερική αφήγηση, που η εξέλιξη της, η έννοια της είναι η ίδια η ζωή μας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο καθένας από μας κατασκευάζει και ζει μία «διήγηση» και ότι αυτή η διήγηση είναι εμείς, αποτελεί, την ταυτότητα μας. Αν θέλουμε να μάθουμε για κάποιον, ρωτάμε: «Ποια είναι η ιστορία του, η αληθινή εσωτερική ιστορία του;», γιατί ο καθένας μας είναι μία βιογραφία, μία ιστορία.


Ο καθένας από μας είναι μία ξεχωριστή διήγηση που κατασκευάζεται ασταμάτητα, ασυνείδητα, από εμάς, διαμέσου και μέσα μας, διαμέσου των προσλήψεων μας, των αισθημάτων μας ,των σκέψεων μας, των πράξεων μας· και άλλο τόσο, από το λόγο μας και τις προφορικές μας διηγήσεις. Βιολογικά, φυσιολογικά, δε διαφέρουμε πολύ ο ένας από τον άλλο- ιστορικά, όμως, σαν αφηγήσεις, ο καθένας μας είναι μοναδικός. Για να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας, να τον κατέχουμε και, αν χρειαστεί, να μπορούμε να επανακτήσουμε τον εαυτό μας, την ιστορία της ζωής μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να «συγκεντρώνουμε» τον εαυτό μας, να αναθυμόμαστε την εσωτερική πλοκή, την αφήγηση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη μίας τέτοιας αφήγησης, μίας συνεχούς εσωτερικής αφήγησης, για να διατηρεί την ταυτότητα του, το Εγώ του.

Η ζωτική ανάγκη αυτής της ιστορίας είναι, ίσως, το κλειδί για την κατανόηση της απελπισμένης μυθοπλασίας, της πολυλογίας του κ.Τόμσον. Στερημένος εντελώς κάποιας συνέχειας, μιας ομαλής, αδιάκοπης, εσωτερικής διήγησης, οδηγείται σε ένα είδος αφηγηματικής φρενίτιδας και από κει προέρχονται οι ασταμάτητες ιστορίες του, οι μυθοπλασίες του, η μυθομανία του. Ανίκανος να διατηρεί μια αυθεντική αφήγηση και μια συνέχεια, ανίκανος να συντηρεί έναν αυθεντικό εσωτερικό κόσμο, αναγκάζεται να πολλαπλασιάζει τις ψεύτικες αφηγήσεις μέσα σε μία ψευτοσυνέχεια, ψεύτικους κόσμους κατοικημένους από πλασματικούς ανθρώπους, από φαντάσματα.





Με τι μοιάζει αυτή η κατάσταση για τον ίδιο τον κ. Τόμσον;


Επιφανειακά, δίνει την εντύπωση ενός αστείρευτου κωμικού. Ο κόσμος λέει ότι «είναι καταπληκτικός». Υπάρχουν πράγματι πολλά στοιχεία φάρσας στην κατάσταση του που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια κωμική νουβέλα. Είναι κωμική, αλλά άλλο τόσο είναι τρομερή. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατά κάποιο τρόπο κατάσταση, χωμένος μέσα σε μία φρενίτιδα. Ο κόσμος εξαφανίζεται διαρκώς χάνοντας τη σημασία του, χάνεται.


Και αυτός είναι υποχρεωμένος να ψάχνει για κάποιο νόημα, να φτιάχνει ένα νόημα απελπισμένα, αδιάκοπα εφευρίσκοντας, βάζοντας γέφυρες νοήματος πάνω από αβύσσους μη νοήματος, πάνω από το χάος που συνεχώς χάσκει κάτω από τα πόδια του. Ο ίδιος, όμως, ο κ. Τόμσον το ξέρει αυτό το πράγμα, το νιώθει; Αφού οι άνθρωποι τον θεωρήσουν «αστείρευτο», «γελωτοποιό», «απίστευτα αστείο», αρχίζουν να ανησυχούν, ακόμα και να τρομοκρατούνται από κάτι που κουβαλάει επάνω του. «Δε σταματά ποτέ», λένε. «Μοιάζει με κάποιον που τρέχει σε μια κούρσα, έναν άνθρωπο που προσπαθεί να πιάσει κάτι που συνέχεια του ξεφεύγει».


Και, πράγματι, του είναι αδύνατο να σταματήσει να τρέχει, γιατί το ρήγμα που έχει στη μνήμη, στην ύπαρξη, στην έννοια, ποτέ δεν κλείνει, αλλά πρέπει να γεφυρώνεται, να «μπαλώνεται» κάθε δευτερόλεπτο. Και οι γέφυρες, τα μπαλώματα, παρ’όλη τους την ευφυΐα, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν γιατί είναι μυθοπλασίες, φανταστικές ιστορίες, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτυγχάνουν και να ταιριάζουν με την πραγματικότητα.


Αυτό το αισθάνεται τάχα ο κ. Τόμσον; Ή, αλλιώς, τι «αίσθηση της πραγματικότητας» έχει;


Βρίσκεται άραγε μέσα σε ένα συνεχές μαρτύριο, το μαρτύριο ενός ανθρώπου χαμένου μέσα στο εξωπραγματικό, που αγωνίζεται για να γλιτώσει, αλλά που όλο και βυθίζεται, εξαιτίας των ασταμάτητων εφευρέσεων, των ψευδαισθήσεων του, που είναι οι ίδιες εντελώς εξωπραγματικές;


Το σίγουρο είναι ότι δεν αισθάνεται άνετα, υπάρχει κάποια ένταση, που φαίνεται συνέχεια στο πρόσωπο του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου κάτω από ασταμάτητη εσωτερική πίεση· και κάποτε, όχι πολύ συχνά—γιατί ακόμα και αν υπάρχει, το κρύβει μία μάσκα—βγαίνει στην επιφάνεια ένα βλέμμα ανοιχτής, γυμνής και αξιολύπητης σύγχυσης.


Αυτό που, κατά κάποια έννοια, σώζει τον κ. Τόμσον και, κατά κάποια άλλη, έννοια τον καταδικάζει, είναι αυτή η καταναγκαστική ή αμυντική επιφανειακότητα της ζωής του: ο τρόπος της, ο τρόπος με τον οποίο στην πραγματικότητα η ζωή του μειώνεται σε μια επιφάνεια, αστραφτερή, λαμπυριστή, ιριδίζουσα, που διαρκώς αλλάζει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, περιορίζεται σε μια επιφάνεια, μια μάζα ψευδαισθήσεων, ένα παραλήρημα χωρίς βάθος.


Και πέρα απ’ όλα αυτά, δεν έχει καμία αίσθηση ότι έχει χάσει την ευαισθησία του, καμία αίσθηση ότι έχει χάσει το βάθος του, αυτό το ανεξιχνίαστο, μυστηριώδες βάθος με τα μυριάδες επίπεδα που καθορίζει με κάποιο τρόπο την ταυτότητα ή την πραγματικότητα. Αυτό εντυπωσιάζει όποιον βρέθηκε σε επαφή μαζί του έστω και για κάποιο μικρό διάστημα: κάτω από αυτή τη ροή λόγου, τη φρενίτιδα, θα λέγαμε, υπάρχει μία περίεργη απώλεια της ευαισθησίας, αυτής της ευαισθησίας ή της κρίσης που δίνει τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο «πραγματικό» και το «μη πραγματικό», το «αληθινό» και το «μη αληθινό» (δεν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για «ψέματα», μόνο για «μη αλήθεια»), το σημαντικό και το κοινό, το σχετικό και το άσχετο.


Αυτό που παράγεται σαν χείμαρρος μέσα στην ασταμάτητη μυθοπλασία του έχει τελικά μία παράξενη αίσθηση αδιαφορίας… σαν να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία το τι λέγεται ή το τι γίνεται από τον ίδιο ή από όποιον άλλο· σαν τίποτα πια να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία.


Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα μας παρουσιάστηκε ένα απόγευμα, όταν ο Ουίλιαμ Τόμσον, φλυαρώντας ακατάπαυτα για κάθε πρόσωπο που επιτόπου δημιουργούσε, στον ίδιο, διεγερμένο αλλά ομαλό και αδιάφορο, τόνο, όπως και στο υπόλοιπο του μονολόγου του, είπε: «Και να ο μικρός μου αδελφός, ο Μπομπ, που περνά μπροστά από το παράθυρο». Έμεινα εμβρόντητος όταν, ένα λεπτό αργότερα, ένας άντρας ξεπρόβαλε από την πόρτα και είπε: «Είμαι ο Μπομπ, είμαι ο μικρότερος αδελφός του, μου φαίνεται ότι με είδε να περνάω μπροστά από το παράθυρο». Τίποτα στον τόνο ή τον τρόπο του Ουίλιαμ, στο πληθωρικό αλλά αναλλοίωτο και αδιάφορο στιλ του μονολόγου του, δε με είχε προετοιμάσει για την πιθανότητα της… πραγματικότητας.


Ο Ουίλιαμ μίλησε για τον αδελφό του, που ήταν αληθινός , με τον ίδιο ακριβώς τόνο ή, μάλλον, την έλλειψη τόνου, με τον οποίο μίλαγε για το μη πραγματικό, και τώρα, έξαφνα, μέσα από τα φαντάσματα πρόβαλε μία πραγματική μορφή! Πέρα απ’ αυτό, όμως, δε μεταχειριζόταν το μικρότερο αδελφό του σαν «πραγματικό» —δεν έδειχνε καμία αληθινή συγκίνηση, η παρουσία του ούτε στο ελάχιστο δεν τον προσανατόλιζε ούτε τον απελευθέρωνε από το παραλήρημα του— αλλά, αντίθετα, άρχισε αμέσως να μεταχειρίζεται τον αδελφό του σαν να ήταν κι αυτός μη πραγματικός, εξαλείφοντας τον, χάνοντας τον κι αυτόν μέσα στο στρόβιλο του παραληρήματός του. ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που γινόταν στις σπάνιες αλλά βαθιά συγκινητικές στιγμές των συναντήσεων του Τζίμυ (βλ. κεφ 2) με το δικό του αδελφό, στιγμές στις οποίες έπαυε να είναι χαμένος.  Ο φτωχός ο Μπομπ ταραζόταν έντονα και επαναλάμβανε ανώφελα: "Με λένε Μπομπ, όχι Ρομπ, όχι Ντομπ"
Στη μέση των μυθοπλασιών του, ίσως από κάποιο νήμα μνήμης, από κάποια ανάμνηση συγγένειας ή ταυτότητας που κρατιόταν άθικτη (ή που του ξαναρχόταν για μια στιγμή), ο Ουίλιαμ μίλησε για το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Τζωρτζ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο, αμετάβλητο παρόντα, οριστικό χρόνο.


— Μα ο Τζωρτζ έχει πεθάνει εδώ και δεκαεννιά χρόνια! είπε ο Μπομπ εμβρόντητος.


— Ναι, ναι, ο Τζωρτζ είναι πάντα ο καλαμπουρτζής μας!


Ο Ουίλιαμ έλεγε τις εξυπνάδες του αγνοώντας;, όπως φαίνεται, ή μένοντας αδιάφορος στο σχόλιο του Μπομπ και συνέχισε να μιλά ασυνάρτητα για τον Τζωρτζ με το διεγερμένο, πεθαμένο του τρόπο, αναίσθητος στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, στην ορθότητα των πραγμάτων, στο καθετί, αναίσθητος, επίσης, στην έκδηλη θλίψη του ζωντανού αδελφού του που βρισκόταν μπροστά του. Αυτό ήταν που με έπεισε, πάνω απ’ όλα, ότι υπήρχε μία τελειωτική και ολοκληρωτική απώλεια της μύχιας πραγματικότητας του, της αίσθησης και του νοήματος, της ψυχής, μέσα στον Ουίλιαμ και με έκανε να ρωτήσω τις αδελφές, όπως τις είχα ρωτήσει για τον Τζίμυ Γκ.: "Νομίζετε πως ο Ουίλιαμ έχει ψυχή;  Ή έχει απουσιωθεί, έχει αδειάσει, έχει χάσει την ψυχή του λόγω της αρρώστειας; " 


Αυτή τη φορά όμως , έδειξαν τρομοκρατημένες από την ερώτηση μου, σαν κάτι τέτοιο να είχε ήδη περάσει από το μυαλό τους: δεν μπορούσαν να πουν: «Κρίνετε μόνος σας. Παρατηρήστε τον Γουίλυ στο παρεκκλήσι», γιατί τα ευφυολογήματα του, οι μυθοπλασίες του συνεχίζονταν ακόμα κι εκεί. Στον Τζίμυ Γκ. υπάρχει ένα απόλυτο πάθος, μία  θλιβερή συναίσθηση του ότι είναι χαμένος, που δεν αισθάνεται κανείς, ή δεν αισθάνεται άμεσα, στον ασυγκράτητο κ. Τόμσον. Ο Τζίμυ έχει 

συναισθηματικές μεταπτώσεις και ένα είδος μελαγχολικού συλλογισμού  (ή, τουλάχιστον, καημού), ένα βάθος, μία ψυχή που δε μοιάζει να διαθέτει ο κ. Τόμσον. Αναμφισβήτητα, όπως είπαν οι αδελφές, είχε μία ψυχή, μια αθάνατη ψυχή, με τη θεολογική έννοια· ο Παντοδύναμος θα τον βλέπει και θα τον αγαπά σαν άτομο ,  συμφωνούσαν, όμως, πως κάτι πολύ ανησυχητικό του είχε συμβεί, στο πνεύμα του, στο χαρακτήρα του, με τη συνηθισμένη, την ανθρώπινη έννοια.
Είναι επειδή ο Τζίμυ είναι «χαμένος» που  μπορεί να  σωθεί ή να βρεθεί, τουλάχιστον για λίγο, μέσα σε μία γνήσια συγκινησιακή σχέση. 
ΟΤζίμυ βρίσκεται σε απελπισία, σε μία ήρεμη απόγνωση (για να χρησιμοποιήσουμε ή να προσαρμόσουμε τον όρο του Κίρκεγκαρντ) και, κατά συνέπεια, έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας, της επαφής με τη βάση του, με το έδαφος της πραγματικότητας, του αισθήματος και της έννοιας που έχει χάσει, αλλά εξακολουθεί να αναγνωρίζει, εξακολουθεί πάντα να λαχταρά...


Για τον Ουίλιαμ, όμως, με τη λαμπρή, αστραφτερή του επιφάνεια, το ασταμάτητο αστείο με το οποίο υποκαθιστά τον κόσμο (και αν αυτό το αστείο καλύπτει μία απελπισία, αυτή την απελπισία δεν τη νιώθει), για τον Ουίλιαμ, με την έκδηλη αδιαφορία του για τη σχέση του με τον κόσμο και την πραγματικότητα πιασμένη μέσα σε μια ατέλειωτη φλυαρία, μπορεί να μην υπάρχει τίποτα το «λυτρωτικό», απολύτως τίποτα· οι μυθοπλασίες του, οι οπτασίες του, η έξαλλη αναζήτηση νοημάτων είναι το οριστικό εμπόδιο μπροστά στο οποιοδήποτε νόημα.


Παραδόξως, λοιπόν, το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ —της μυθοπλασίας που επιστρατευόταν για τη συνεχή υπερπήδηση της παντοτινά ανοιχτής αβύσσου της αμνησίας— το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ είναι ταυτόχρονα και η καταδίκη του. Αν, σκέφτεται κανείς, μπορούσε να μείνει σιωπηλός μόνο για μια στιγμή· αν μπορούσε μόνο να σταματήσει την αδιάκοπη φλυαρία και την κουβέντα· αν μπορούσε να αφήσει την απατηλή επιφάνεια των ψευδαισθήσεων, τότε (αχ, τότε!) μόνο η πραγματικότητα θα μπορούσε να περάσει· κάτι γνήσιο, κάτι βαθύ, κάτι αληθινό, κάτι που να τον αγγίζει, θα μπορούσε να μπει στην ψυχή του.


Γιατί δεν είναι η μνήμη που είναι το τελικό, «υπαρξιακό» θύμα εδώ  (παρότι η μνήμη του είναι ολοκληρωτικά καταστραμμένη)· δεν είναι μόνο η μνήμη που έχει τόσο αλλοιωθεί σ’ αυτόν, αλλά κάποια ύστατη ικανότητα αισθήματος που έχει φύγει· με αυτή την έννοια λέμε ότι «έχει χάσει την ψυχή του». 

Ο Luria μιλάει γι’ αυτή την αδιαφορία με τον όρο «ισοπέδωση» (αγγλικά: equalisation) και μερικές φορές μοιάζει να τη θεωρεί σαν την τελειωτική παθολογία, τον τελικό καταστροφέα κάθε κόσμου, του οποιουδήποτε Εγώ. Νομίζω ότι ασκούσε μία τρομαχτική γοητεία επάνω του και την ίδια στιγμή αποτελούσε γι’ αυτόν μία έσχατη θεραπευτική πρόκληση.

Γύρναγε σ' αυτό το θέμα ξανά και ξανά, μερικές φορές σε σχέση με το σύνδρομο Korsakov και τη μνήμη, όπως στη Νευροψυχολογία της Μνήμης,  πιο συχνά σε σχέση με τα σύνδρομα των μετωπιαίων λοβών, ειδικά στο Ανθρώπινος εγκέφαλος και ψυχολογικές διαδικασίες, που

περιέχει πολλές ολοκληρωμένες ιστορίες περιπτώσεων τέτοιων ασθενών, που μπορούν να συγκριθούν απολύτως στην τρομερή τους συνοχή και στα αποτελέσματα τους με τον «άνθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο», συγκρίσιμες και, κατά έναν τρόπο πιο τρομερές,  γιατί απεικονίζουν ασθενείς που δεν αντιλαμβάνονται ότι τους έχει συμβεί οτιδήποτε, ασθενείς που έχουν χάσει την ίδια τους την πραγματικότητα, χωρίς να το γνωρίζουν, ασθενείς που μπορεί να μην υποφέρουν, αλλά βρίσκονται στην αθλιότερη δυνατή κατάσταση. 
Ο Zazetsky  (στον Ανθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο)  περιγράφεται συνέχεια σαν ένας
αγωνιστής, πάντοτε με (ακόμα και παθιασμένη) συνείδηση της κατάστασης του και πάντοτε σε έναν αγώνα «με την επιμονή του καταδικασμένου», για να ξαναβρεί τη χρήση του καταστραμμένου του εγκεφάλου. 

Ο Ουίλιαμ, όμως (σαν τους ασθενείς του Luria με βλάβη του μετωπιαίου λοβού — βλέπε το επόμενο κεφάλαιο), είναι τόσο καταδικασμένος, που δεν το ξέρει καν, γιατί δεν είναι απλώς μια ιδιότητα ή μερικές ιδιότητες που έχουν καταστραφεί αλλά το ίδιο το κάστρο, το Εγώ, η ίδια η ψυχή. Ο Ουίλιαμ είναι «χαμένος», μ' αυτή την έννοια, πολύ περισσότερο από τον Τζίμυ, εξαιτίας της ζωντάνιας του ποτέ δε νιώθει κανείς, ή νιώθει σπάνια, ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα
πρόσωπο,
ενώ στον Τζίμυ υπάρχει καθαρά ένα πραγματικό, ηθικό ον, ακόμα και αν τον περισσότερο καιρό είναι αποσυνδεδεμένο. Στον Τζίμυ, τουλάχιστον, η επανασύνδεση είναι δυνατή,
η θεραπευτική πρόκληση μπορεί να συνοψιστεί στο «συνδέστε τον», μόνο αυτό.

Όλες μας οι προσπάθειες να «επανασυνδέσουμε» τον Ουίλιαμ απέτυχαν και, αντίθετα, αύξησαν τη μυθοποιητική πίεση. Αφότου, όμως,εγκαταλείψαμε τις προσπάθειες μας και τον αφήσαμε όπως είναι, του συμβαίνει να περπατά μερικές φορές στον ήσυχο κήπο που περιβάλλει το Ίδρυμα και που δε ζητά τίποτε από τον Ουίλιαμ. 

Η παρουσία των άλλων, των άλλων ανθρώπων, τον διεγείρει και τον ταράζει, τον εξαναγκάζει σε μία ατέλειωτη, φρενήρη κοινωνική φλυαρία, ένα πραγματικό παραλήρημα κατασκευής και αναζήτησης ταυτοτήτων. η παρουσία των φυτών, ένας ήσυχος κήπος, η μη ανθρώπινη τάξη, που δεν έχει κοινωνικές ή ανθρώπινες απαιτήσεις επάνω του, επιτρέπει σ’ αυτό το ταυτοτικό παραλήρημα να ηρεμήσει, να υποχωρήσει· με την ήσυχη μη ανθρώπινη αυτάρκεια και πληρότητα τους επιτρέπουν και σ’ αυτό τον ίδιο μία σπάνια γαλήνη και αυτάρκεια, προσφέροντας του (κάτω ή πέρα από όλες τις απλώς ανθρώπινες ταυτότητες και σχέσεις) μια βαθιά κοινωνία με την ίδια τη Φύση, χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου, και μαζί μ’ αυτό την αποκατεστημένη αίσθηση του να ανήκει στον κόσμο, του να είναι πραγματικός.
***


Όλιβερ Σακς 
Κεφάλαιο 12 από το  «O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο και άλλες κλινικές ιστορίες».
Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση: Κώστας Ποταγάς


Σχέδια: Richard Silvaggio


Πηγή : Αντικλείδι (εδώ) 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Εύη Πάσχου, Γιατί ξαναπαχαίνουμε ;



Ζήτησα να μιλήσω τελευταία γιατί θα ήθελα αυτά που θα πω να ακουστούν σαν «αντίβαρο» απέναντι στον καθαρό ιατρικό λόγο που ακούστηκε από τους συναδέλφους.
Η παχυσαρκία είναι εχθρός της υγείας και πρέπει να την καταπολεμήσουμε… Σωστά.
Η σωστή διατροφή είναι ο καλύτερος σύμμαχος της υγείας…
Σωστά.
Ποιος δεν επιθυμεί την υγειά του…;
Όμως μια ματιά γύρω μας, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη πραγματικότητα, ότι οι υπέρβαροι άνθρωποι πληθαίνουν συνεχώς… και ότι άνθρωποι που έχουν καταβάλει τεράστιες προσπάθειες και έχουν καταφέρει να αδυνατίσουν… και παραδέχονται ότι αισθάνονται θαυμάσια… και οι ιατρικές τους εξετάσεις αποδεικνύουν την υποχώρηση όλων των παθολογικών δεικτών που είχαν με τα παραπάνω κιλά… και κάνουν δηλώσεις για νέα ζωή… και συμμετέχουν σε διαφημίσεις για μεθόδους αδυνατίσματος… … … σε λίγο ή περισσότερο καιρό … ΞΑΝΑΠΑΧΑΙΝΟΥΝ…!!!
Πιο επιστημονικά :
Το Φεβρουάριο 2007 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό OBESITY το αποτέλεσμα της έρευνας μιας ομάδας επιστημόνων ( Christiansen T, Bruun JM, Madsen EL, Richelsen B) από το τμήμα Ιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Aarhus της Δανίας, με θέμα
Weight loss maintenance in severely obese adults after an intensive lifestyle intervention: 2- to 4-year follow-up.
το οποίο καταλήγει… « However, the results demonstrate that even with a multidisciplinary intensive setting with focus on diet, exercise, and psychological counseling, only 28% had maintained a weight loss above 10% after 4 years. This emphasizes that obesity is a chronic condition that needs additional strategies after a weight loss intervention in the efforts to maintain a sufficient weight loss. »
Ανάλογες έρευνες εμφανίζονται όλο και συχνότερα στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τα τελευταία χρόνια. Μέχρι στιγμής όλες καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα.
Όλα συγκλίνουν στη διαπίστωση, ότι η σχέση του ανθρώπου με το φαγητό είναι πολύπλοκη και πολυπαραγοντική.
Αυτό είναι το θέμα μου σήμερα. Για την ακρίβεια θέλω να θέσω κάποιους άξονες προβληματισμού γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με τη τροφή και κατ’ επέκταση γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με το σώμα του.
Θα γίνω λίγο «ο δικηγόρος του διαβόλου» απέναντι στις μεθόδους απώλειας βάρους.
Δύο κλινικά παραδείγματα :
Ένας ασθενής μου που έχει βάλει δακτύλιο μου εξήγησε ότι συνειδητοποίησε πως σιγά-σιγά άλλαξε τη διατροφή του και εκεί που δεν πολυσυμπαθούσε τα γλυκά, άρχισε να τρώει γλυκά με κρεμώδη υφή, τα οποία περνούσαν πιο εύκολα το στενό στόμιο του στομάχου… «Κατάλαβα, ότι το σώμα θέλει τις θερμίδες του…» ήταν το σχόλιό του ! Ένας άλλος ασθενής, ο οποίος σε πρώτη φάση έβαλε δακτύλιο και αδυνάτισε σημαντικά… ξαναπάχυνε χωρίς να βγάλει το δακτύλιο. Σε δεύτερη φάση έκανε εγχείρηση sleeve gastrectomy και μείωσε τον όγκο του στομάχου του μόνιμα… αλλά ανέπτυξε ένα πλήρες σύνδρομο βουλιμίας. Δηλαδή, έτρωγε όπως του άρεσε πάντοτε και μετά έκανε εμετό, γιατί το στομάχι του δεν μπορούσε να σηκώσει την ποσότητα της τροφής που το είχε φορτώσει…!
Το κίνητρο του πρώτου ασθενούς για να αδυνατίσει ήταν η ευθύνη απέναντι στα τρία μικρά παιδιά του… «να είμαι γερός για να τα μεγαλώσω». Το κίνητρο του δεύτερου ασθενούς ήταν αισθητικό «να αρέσω στις γυναίκες».
Σας αναφέρω αυτούς τους δύο ασθενείς γιατί σκιαγραφούν πολύ καθαρά ότι η παχυσαρκία είναι, εκτός των άλλων, ένα πολύπλοκο ψυχικό πρόβλημα.
Θα σταθώ στη φράση του πρώτου ασθενή : «Το σώμα θέλει τις θερμίδες του»
Κρατείστε αυτή τη φράση και επεξεργαστείτε την στο μυαλό σας σε όσα περισσότερα συμβολικά επίπεδα μπορείτε. Παίξτε μαζί της. Χρησιμοποιείστε τη φαντασία σας.
Θα χρειαστώ τη συμβολική σας σκέψη και τη φαντασία σας σαν σύμμαχο για να γίνω κατανοητή.
Δε θα σας μιλήσω για…




Θα σας μιλήσω για ανθρώπους καθημερινούς…
όπως…

Όλοι αυτοί οι παχουλοί άνθρωποι που σας δείχνω στις φωτογραφίες είναι αξιαγάπητοι, δημιουργικοί, ερωτικοί. Κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι διάνοιες ή διάσημοι… γενικά σημαντικοί. Φυσικά και δεν ξεφεύγουν από τα σωματικά προβλήματα που δημιουργεί η παχυσαρκία, αλλά ψυχικά βρίσκονται σε ισορροπία.


Το προφανές ερώτημα που διατυπώνεται μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι αν το σώμα και ο ψυχισμός αντιδρούν ως μια ενότητα, με την έννοια ότι ερεθίσματα από τη ψυχική σφαίρα μπορούν να πάρουν απάντηση από το σώμα και ερεθίσματα από το σώμα μπορούν να πάρουν απάντηση από τον ψυχισμό.
Οι επιστημονικές απόψεις συγκλίνουν ότι σώμα και ψυχισμός δεν ξεχωρίζουν στη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού.
Μπορούμε να αντιληφτούμε αυτή την ενότητα από δύο οπτικές γωνίες.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ
(«ΕΊΜΑΣΤΕ» με την έννοια του υπαρξιακού ΕΙΝΑΙ : σ’ αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ότι είμαι συμμετέχει και η εικόνα που έχω για το σώμα μου, όπως και η αίσθηση που μου δίνει η λειτουργία του… και αντίστροφα, το σώμα μου συμμετέχει στον τρόπο που λειτουργώ)
ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ
(με την έννοια ότι κατέχουμε το σώμα μας, όπως κατέχουμε ένα αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και σαν ένα αντικείμενο… δηλαδή να το αγαπήσουμε, να το μισήσουμε να το πονέσουμε, να το χαϊδέψουμε… ΄πως και να το χρησιμοποιήσουμε με κάθε τρόπο σαν να ήταν κάποιο άλλο πράγμα ή κάποιο άλλο πρόσωπο)
Προσπαθώ να διατυπώσω με λέξεις ασυνείδητες λειτουργίες, αλλά νομίζω ότι με καταλαβαίνετε.
Αυτές είναι οι βασικές σκέψεις πίσω από την απάντηση στην ερώτηση : ΓΙΑΤΙ ΞΑΝΑΠΑΧΑΙΝΟΥΜΕ;
Ξαναπαχαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε σε βάθος χρόνου με ένα ψυχικά ξένο προς εμάς σώμα.
Ξαναπαχαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να αντιδράσουμε ψυχικά με διαφορετικό τρόπο απέναντι σε έντονα ψυχικά ερεθίσματα… είτε χαράς, είτε λύπης, είτε φόβου, είτε ικανοποίησης…
Εάν δεν έχουμε ψυχικά άλλο τρόπο να αντιδράσουμε παρά περνώντας την ισορροπία και τη παρηγοριά μας μέσα από τη λήψη τροφής… θα ξαναπαχύνουμε!!!
Η ψυχική ισορροπία και η αίσθηση της ταυτότητας του εαυτού είναι πάντοτε σημαντικότεροι παράγοντες από τη σωματική υγεία.
Τροφή ως πραγματικότητα
Θρέψη ως σύμβολο
Θα πρότεινα να εξαιρέσουμε κοινωνίες πιο πρωτόγονες και φτωχές από εμάς, στις οποίες η τροφή και κατ’ επέκταση το ογκώδες βαρύ καλοθρεμμένο σώμα, είναι σημεία ευημερίας. ( Η αφρικανή γυναίκα που είναι παχιά τιμά τον άντρα της γιατί αποδεικνύει περίτρανα, ότι αυτός μπορεί να τη θρέψει)
Στη δική μας κοινωνία, εδώ και πολλά χρόνια, η λήψη τροφής δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη θρέψη αυτή καθ’ αυτή… αλλά συνδέεται με το συμβολικό επίπεδο της θρέψης (δηλαδή τη πληρότητα, την ικανοποίηση, την αναπλήρωση κάποιας απώλειας…)
Η λήψη τροφής είναι επίσης συνδεδεμένη με την επικοινωνία, τη συνεύρεση, τη σχέση… (διασκεδάζουμε τρώγοντας σε ταβέρνες… φτιάχνουμε ένα μεζέ για υποδεχτούμε τους φίλους μας…)


Μετακίνηση του σώματος
Ψυχική μετακίνηση
Παλαιότερα που οι άνθρωποι κινούσαν αναγκαστικά το σώμα τους με τις χειρονακτικές εργασίες, οι υπέρβαροι δεν ήταν πολλοί. Οι άνθρωποι αναγκαστικά καίγανε θερμίδες. Σήμερα με τη πρόοδο της τεχνολογίας δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κινήσουμε το σώμα μας για τις καθημερινές μας εργασίες. Αποκαλύφτηκε λοιπόν ότι οι άνθρωποι αδρανούν… ακινητοποιούνται πολύ εύκολα !
Αν μεταφέρουμε τις έννοιες της «κίνησης» και της «ακινησίας» σε ένα συμβολικό επίπεδο. Ανοίγεται μπροστά μας ένας ακόμα δρόμος κατανόησης του θέματός μας.
Πόσο εύκολα μπορούμε να μετακινηθούμε από τις αντιλήψεις μας, την ιδεολογία μας, τη στάση μας απέναντι στη ζωή, τις σχέσεις μας, τις ψυχικές μας επενδύσεις, τις ψυχικές μας άμυνες… ;
Αν ισορροπούμε ψυχικά και επικοινωνιακά μέσα σ’ ένα παχύ σώμα… πώς θα ζήσουμε με ένα άλλο;
Αν ισορροπούμε ψυχικά τρώγοντας… πώς θα διατηρήσουμε ένα λεπτό σώμα…;
Αύξηση σωματικού βάρους
Συμβολικό βάρος
Γιατί οι πολλοί άνθρωποι παχαίνουν μεγαλώνοντας;
Πέρα από τους καθαρά σωματικούς παράγοντες, που προϊούσης της ηλικίας συμβάλλουν στη μείωση του μεταβολισμού και στην αύξηση του βάρους του σώματος… μπορούμε να σκεφτούμε τη αύξηση βάρους σε ένα συμβολικό επίπεδο..;
Σ’ αυτό το σημείο θα επικαλεστώ τη τέχνη
«Αφροδίτη του Willendorf»
προϊστορικό αγαλματίδιο από το 20.000 π.Χ.Αποτέλεσμα εικόνας για παχυσαρκες αφροδίτες

Lucian Freud  Αποτέλεσμα εικόνας για Lucian Freud




Peter Paul Rubens  Αποτέλεσμα εικόνας για peter paul rubens bacchus




Το σώμα στη Τέχνη λειτουργεί σαν σύμβολο και σαν υποβολή νοήματος.
Θα σας ζητούσα να περιεργαστείτε αυτές τις φωτογραφίες και να αφήσουμε τη συζήτηση να αναδείξει τις σκέψεις όλων μας γύρω από το σύμβολο του πληθωρικού σώματος.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
Όλες οι φαντασίες που διεγέρθηκαν μέσα σας με τις φωτογραφίες είναι στοιχεία αυτού που ονομάζομε «Αντίληψη Εαυτού» και αποτελούν παραδείγματα για το πώς μπορεί να επενδυθεί ψυχικά το ανθρώπινο σώμα…
Θα σκέφτεστε, ότι με την εισήγησή μου υποστηρίζω… το «ΑΔΥΝΑΤΟΝ» του ΑΔΥΝΑΤΙΣΜΑΤΟΣ… Δεν είναι αλήθεια. Απλά θέλω να τονίσω, ότι η διατήρηση του αδυνατισμένου σώματος είναι κυρίως ψυχική υπόθεση.

Κάποιος αδυνατίζει με τον ίδιο τρόπο που κάποιος άλλος βγαίνει από τη κατάθλιψη ή ξεπερνά τις διαταραχές του πανικού…. Δηλαδή μέσα από επανατοποθέτηση στη ζωή και στις σχέσεις… μέσα από τροποποίηση των ψυχικών επενδύσεων, ώστε να μη χρειάζεται πια τους ίδιους αμυντικούς ψυχικούς μηχανισμούς.
Με άλλα λόγια για να μην ξαναπαχύνουμε απαιτείται ψυχική μετακίνηση τέτοια που θα μας επιτρέψει μια διαφορετική οργάνωση του Εαυτού μας.



(Κυπαρισσία 17 Μαρτίου 2007
Εκδήλωση : ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οι ψυχικές διαστάσεις της παχυσαρκίας
Γιατί ξαναπαχαίνουμε;
Εύη Πάσχου
ψυχίατρος)



Πηγή 


Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Το επίτευγμα των χεριών.(Κεφ 5)



Όταν η Μανταλένα Τζ. μπήκε στο Νοσοκομείο St. Benedict κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης, το 1980, ήταν εξήντα χρονών. Ήταν τυφλή εκ γενετής και έπασχε από παιδική εγκεφαλική παράλυση. Τη φροντίδα της είχε αναλάβει η οικογένειά της στο σπίτι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.


Με δεδομένο αυτό το ιστορικό και τη θλιβερή κατάσταση στην οποία την έβλεπα, σπαστική και αθετωσική, δηλαδή με ακούσιες και αυτόματες κινήσεις των δύο χεριών, και επιπλέον μία ελλειμματική ανάπτυξη των ματιών, περίμενα ότι θα ήταν καθυστερημένη και ανοϊκή.



Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Το εντελώς αντίθετο: μιλούσε άνετα, εύγλωττα, μια ομιλία που ευτυχώς η σπαστικότητα επηρέαζε ελάχιστα, αποκαλύπτοντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας υψηλού πνευματικού επιπέδου και ασυνήθιστης εξυπνάδας και παιδείας.



—Έχετε διαβάσει τρομερά πολύ, της είπα. Πρέπει να χειρίζεστε το Μπράιγ εξαιρετικά καλά.



—Όχι, καθόλου, μου απάντησε. Το διάβασμα γίνεται πάντα είτε από ομιλούντα βιβλία είτε από άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ να διαβάσω σε Μπράιγ ούτε μία λέξη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου, είναι εντελώς άχρηστα. Τα σήκωσε ψηλά με χλευασμό.



—Άχρηστα καταραμένα εξογκώματα από ζυμάρι — δεν τα νιώθω καν σαν μέλη μου.


Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Τα χέρια δε θίγονται συνήθως από την εγκεφαλική παράλυση — τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο: μπορεί να είναι κάπως σπαστικά ή αδύναμα ή παραμορφωμένα, αλλά συνήθως παραμένουν σε σημαντικό βαθμό λειτουργικά (αντίθετα με τα πόδια που μπορεί να είναι εντελώς παράλυτα — στη μορφή που ονομάζεται νόσος του Little ή διπλή παιδική ημιπληγία).


Τα χέρια της Μανταλένας ήταν ελαφρά σπαστικά και αθετωσικά, αλλά οι αισθητικές της ικανότητες —όπως το διαπίστωσα με μια γρήγορη εξέταση— ήταν εντελώς άθικτες: αναγνώριζε αμέσως και χωρίς λάθη την ελαφριά επαφή, τον πόνο, τη θερμοκρασία, την παθητική κίνηση των δαχτύλων της. Δεν υπήρχε ανωμαλία αυτής καθαυτής της στοιχειώδους αισθητικότητας, αλλά σε δραματική αντίθεση ερχόταν μια πολύ βαθιά διαταραχή της αντίληψης. Της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει ή να ταυτοποιήσει το οτιδήποτε: τοποθέτησα κάθε είδους αντικείμενο στα χέρια της, συμπεριλαμβανομένου και του ενός χεριού μου. Δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει και δεν έψαχνε καν έλειπαν οι ενεργητικές «ερευνητικές» κινήσεις των χεριών ήταν, πράγματι, τόσο ανενεργά, τόσο αδρανή, τόσο άχρηστα, όσο θα ήταν δυο «κομμάτια από ζυμάρι».



Είναι πολύ παράξενο, είπα μέσα μου. Τι νόημα να βγάλει κανείς από όλα αυτά; Δεν υπάρχει σημαντική αισθητική «έκπτωση». Τα χέρια της μοιάζουν να είναι απολύτως καλά, και εντούτοις, δεν είναι. Μπορεί, άραγε, αυτό να οφείλεται στο ότι δε χρησιμοποιούνται —ότι βρίσκονται «σε αχρηστία»— γιατί ποτέ της δεν τα χρησιμοποίησε;



Το γεγονός ότι ήταν πάντα, από τη γέννηση της, «προστατευμένη», ότι πάντα την «περιποιόνταν», την «κανάκευαν», την είχε ίσως αποτρέψει από την κανονική εξερευνητική χρήση των χεριών, που αποκτούν όλα τα μωρά μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής τους; Πάντα τη βοηθούσαν και έκαναν τα πάντα γι’ αυτή, σε σημείο που να έχει εμποδιστεί να αναπτύξει δυο φυσιολογικά χέρια; Και αν τελικά επρόκειτο γι’ αυτό —έμοιαζε παρατραβηγμένο, αλλά ήταν η μοναδική υπόθεση που μπορούσα να κάνω— θα μπορούσε τώρα, στα εξήντα της, να αποκτήσει αυτό που θα έπρεπε να έχει αποκτήσει στις πρώτες εβδομάδες ή στους πρώτους μήνες της ζωής της;









Υπήρχε κανένα προηγούμενο; Είχε ποτέ περιγραφεί ή δοκιμαστεί κάτι ανάλογο; Δεν το ήξερα, σκέφτηκα, όμως, αμέσως μία πιθανή παράλληλη περίπτωση — που περιγραφόταν από τους Leont’ev και Zaporozhets στο βιβλίο τους Rehabilitation of Hand Function (αγγλ. Μετάφραση 1960). Η κατάσταση που περιέγραφαν ήταν πολύ διαφορετική όσο αφορά την προέλευσή της: μία παρόμοια «αλλοτρίωση» των χεριών σε περίπου διακόσιους στρατιώτες μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό και μια χειρουργική επέμβαση — τα τραυματισμένα χέρια ένιωθαν «ξένα », «χωρίς ζωή», «άχρηστα», «κολλημένα», παρά το ότι από στοιχειώδη νευρολογική άποψη και από άποψη αισθητικότητας ήταν άθικτα.



Οι Leont’ev και Zaporozhets συζητούν την ιδέα της «αποσύνδεσης» των «γνωστικών συστημάτων» που επιτρέπουν κανονικά την πραγμάτωση της «γνώσης», ή της αντιληπτικής χρήσης των χεριών, σε τέτοιες περιπτώσεις σαν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού, χειρουργικής επέμβασης και ενός μεγάλου διαστήματος εβδομάδων —ή μηνών— αχρηστίας των χεριών που ακολουθούσε. Στην περίπτωση της Μανταλένας, παρότι το ίδιο το φαινόμενο ήταν πανομοιότυπο —«αχρηστία», «χωρίς ζωή», «αλλοτρίωση »— η διαφορά ήταν ότι διαρκούσε μία ολόκληρη ζωή. Δεν είχε μόνο να ξαναβρεί τα χέρια της, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύψει —να τα αποκτήσει, να τα βιώσει— από την αρχή: όχι μόνο να ξανακερδίσει ένα αποσυνδεδεμένο γνωστικό σύστημα, αλλά να κατασκευάσει από την αρχή ένα γνωστικό σύστημα που ποτέ της δεν είχε. Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο;



Οι τραυματισμένοι στρατιώτες, που περιγράφουν οι Leont’ev και Zaporozhets, πριν τον τραυματισμό τους είχαν φυσιολογικά χέρια. Αυτό που είχαν να κάνουν ήταν να «θυμηθούν» ό,τι είχε «ξεχαστεί» ή «αποσυνδεθεί » ή «αδρανοποιηθεί», εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Η Μανταλένα, αντίθετα, δε διέθετε μνημονικό ευρετήριο, γιατί δεν είχε ποτέ της χρησιμοποιήσει τα χέρια της — και αισθανόταν σαν να μην είχε χέρια ούτε μπράτσα. Δεν είχε φάει ποτέ της μόνη της, δεν είχε χρησιμοποιήσει μόνη την τουαλέτα, δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτοβοηθηθεί, αφήνοντας πάντοτε τους άλλους να τη βοηθούν. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια είχε συμπεριφερθεί σαν ένα ον χωρίς χέρια.



Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρόκληση που αντιμετωπίζαμε: μία ασθενής με άριστη στοιχειώδη αισθητικότητα στα χέρια αλλά, εμφανώς, χωρίς τη δύναμη να απαρτιώσει αυτές τις αισθήσεις στο επίπεδο των αντιλήψεων που σχετίζονταν με τον κόσμο και με τον εαυτό της χωρίς τη δύναμη να πει: «Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, θέλω, δρω» στο βαθμό που της το επέτρεπαν τα «άχρηστα» χέρια της.



Έπρεπε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως οι Leont’ev και Zaporozhets με τους δικούς τους ασθενείς) να καταφέρουμε να την κάνουμε να δράσει και να χρησιμοποιήσει τα χέρια της ενεργητικά και ελπίζαμε ότι κάνοντας το θα πετύχαινε την απαρτίωση. Όπως έλεγε ο Roy Campbell, «η απαρτίωση βρίσκεται στη δράση». Η Μανταλένα ήταν θετικά διατεθειμένη απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα γοητευμένη — αλλά προβληματισμένη και απαισιόδοξη.



«Πώς μπορώ να κάνω οτιδήποτε με τα χέρια μου», ρώτησε, «αφού είναι δύο κομμάτια στόκος;»










«Εν αρχή ην η πράξη», γράφει ο Γκαίτε και μπορεί να είναι πράγματι έτσι όταν αντιμετωπίζουμε ηθικά ή υπαρξιακά διλήμματα, αλλά όχι όταν φτάνουμε στις ρίζες της κίνησης και της αντίληψης. Εντούτοις και σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα υπάρχει πάντα κάτι που ξεκινά από το μηδέν: ένα πρώτο βήμα (ή μία πρώτη λέξη όπως όταν η Helen Keller είπε «νερό»), μία πρώτη κίνηση, μία πρώτη αντίληψη, μία πρώτη ώθηση — ολοκληρωτική, απροσδόκητη, που εμφανίζεται «σαν κομήτης» εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα ή τίποτα που να είχε σημασία.



«Εν αρχή ην η ώθηση». Όχι μία πράξη, όχι ένα αντανακλαστικό, αλλά μία «ώθηση » που είναι ταυτόχρονα πιο εμφανής και πιο μυστηριώδης και από τα δύο… Δεν μπορούσαμε να πούμε στη Μανταλένα: «Κάν’ το!» αλλά μπορούσαμε να ελπίσουμε στην ύπαρξη μιας παρόρμησης· θα μπορούσαμε να ελπίσουμε σ’ αυτή, να την επιδιώξουμε, θα μπορούσαμε ακόμα και να την προκαλέσουμε…


Σκέφτηκα το μωρό, καθώς προσπαθεί να φτάσει το στήθος της μητέρας του. «Πού και πού να αφήνετε το φαΐ της, δήθεν κατά λάθος, λίγο έξω από το πεδίο όπου μπορεί να φτάσει», πρότεινα στις νοσοκόμες.

«Μην την αφήσετε να πεινάσει, μην την πειράζετε, αλλά δείξτε λιγότερη από τη συνηθισμένη σας προθυμία όταν την ταΐζετε».

Και μία μέρα συνέβη αυτό που ποτέ δεν είχε συμβεί προηγουμένως: ανυπόμονη, πεινασμένη, αντί να περιμένει παθητικά και υπομονετικά, άπλωσε το χέρι της και ψηλαφητά βρήκε ένα μπέιγκελ* και το έφερε στο στόμα της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τα χέρια της, η πρώτη χειρωνακτική της πράξη μέσα σε εξήντα χρόνια, η πράξη που σηματοδότησε τη γέννηση της σαν «κινητικό άτομο» (ο όρος του Sherrington που καθορίζει το άτομο που κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από τις πράξεις του).

Σηματοδοτούσε ακόμα την πρώτη φορά που αντιλαμβανόταν κάτι με τα χέρια της και τη γέννηση της έτσι σαν «αντιληπτικό άτομο». Η πρώτη της αντίληψη, η πρώτη της αναγνώριση, ήταν αυτή ενός μπέιγκελ, ήταν η ανακάλυψη της έννοιας του μπέιγκελ, η «μπεϊγκελικότητα» — όπως η πρώτη αναγνώριση της Helen Keller, η πρώτη λέξη που πρόφερε ήταν η λέξη «νερό» (η «υδατότητα»).


Μετά από αυτή την πρώτη πράξη, αυτή την πρώτη αντίληψη, η πρόοδος υπήρξε εξαιρετικά γρήγορη. Όπως άπλωσε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ένα μπέιγκελ, έτσι τώρα άπλωνε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η πράξη του φαγητού τής έδειξε το δρόμο της αίσθησης, της εξερεύνησης των διαφόρων τροφών, δοχείων, εργαλείων κλπ. Καθώς η Μανταλένα υπήρξε τυφλή και «χωρίς χέρια» από τη γέννηση της, της έλειπαν οι απλούστερες εσωτερικές εικόνες (ενώ, τουλάχιστον, η Helen Keller διέθετε οπτικές εικόνες) και έτσι ήταν υποχρεωμένη, για να «αναγνωρίσει», να ακολουθεί κάποιο περίεργο, έμμεσο τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων και εικασίας. Αν δε διέθετε μια εξαιρετική εξυπνάδα και καλλιέργεια, με μία πληθωρική φαντασία που υποστηριζόταν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, από τις εικόνες των άλλων, εικόνες που της μετέφερε η γλώσσα, υποστηριζόταν από το λόγο, θα είχε παραμείνει τόσο εξαρτημένη και ανήμπορη, όσο και ένα μωρό.

Αναγνώριζε το μπέιγκελ σαν ένα στρογγυλό κέικ με μία τρύπα στη μέση· ένα πιρούνι σαν ένα μακρύ, επίπεδο αντικείμενο με πολλά μυτερά δόντια. Σιγά σιγά, όμως, αυτή η προκαταρκτική ανάλυση άφησε τη θέση της σε μία άμεση διαίσθηση και η ταυτότητα των αντικειμένων αναγνωριζόταν αμέσως και ο χαρακτήρας και η «φυσιογνωμία» τους έγιναν οικεία, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα από τη μοναδικότητα τους, σαν «παλιοί φίλοι». Η ανάπτυξη αυτού του είδους αναγνώρισης, όχι αναλυτικής αλλά συνθετικής και άμεσης, συμπορευόταν με μία δυνατή ευχαρίστηση και την όλο και πιο έντονη αίσθηση ότι ανακάλυπτε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, μυστήριο και ομορφιά.

Μαγευόταν από τα πιο κοινά αντικείμενα — τα αντικείμενα τη μάγευαν, την ερέθιζαν και της γεννούσαν μία επιθυμία να τα αναπαράγει. Ζήτησε πηλό και άρχισε να φτιάχνει μοντέλα: το πρώτο της μοντέλο, το πρώτο της γλυπτό, ήταν ένα κόκαλο για τα παπούτσια και ακόμα κι αυτό το απλό αντικείμενο ήταν κατά κάποιο τρόπο διαποτισμένο από μία ιδιόμορφη δύναμη και ένα χιούμορ, με ρέουσες, δυνατές, χοντρές καμπύλες που θύμιζαν τον πρώιμο Χένρυ Μουρ.

Ύστερα —και αυτό συνέβη μέσα στο μήνα κιόλας που ακολούθησε τις πρώτες της αναγνωρίσεις— η προσοχή της, η εκτίμηση της, πέρασε από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω υπήρχαν όρια στο ενδιαφέρον και στις εκφραστικές δυνατότητες των αντικειμένων, ακόμα και αν ήταν μεταμορφωμένα από ένα είδος αθώας, άδολης και συχνά κωμικής ιδιοφυίας. Είχε ανάγκη τώρα να εξερευνήσει το ανθρώπινο πρόσωπο και την ανθρώπινη μορφή, όταν ήταν ήρεμη και όταν βρισκόταν σε κίνηση.





Το να σε «ψηλαφίσει» η Μανταλένα ήταν μία ασυνήθιστη εμπειρία. Τα χέρια της, που ελάχιστο καιρό πριν ήταν αδρανή, πλαδαρά, τώρα έμοιαζαν φορτισμένα από μία υπερφυσική ζωντάνια και ευαισθησία. Δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι σε αναγνώριζε, σε έψαχνε λεπτομερειακά, με έναν τρόπο πιο έντονο και διερευνητικό από οποιαδήποτε οπτική εξονυχιστική έρευνα, αλλά σε «γευόταν» και σε αξιολογούσε αισθητικά με το μυαλό του και τη φαντασία του ένας γεννημένος καλλιτέχνης που μόλις είχε γεννηθεί. Ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην πλήρη αισθησιακή και πνευματική πραγματικότητα του κόσμου. Αυτές οι εξερευνήσεις της ήταν οι ίδιες μία εξωτερική πραγματικότητα που την ωθούσε προς την πράξη της αναπαράστασης και της αναπαραγωγής.

Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές, και μέσα σ’ ένα χρόνο ήταν μια ντόπια διασημότητα γνωστή σαν η Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Τα γλυπτά της ήταν συνήθως στο μισό ή στα τρία τέταρτα του φυσικού μεγέθους και αναπαριστούσαν απλές αλλά αναγνωρίσιμες μορφές με μία ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Για μένα, γι’ αυτή την ίδια, για όλους μας, ήταν μία βαθιά συγκινητική, μία εκπληκτική, μία σχεδόν θαυματουργή εμπειρία. Ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες της αντίληψης, που είχαν αποτύχει να αποκτηθούν φυσιολογικά στους πρώτους μήνες της ζωής κάποιου, θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του;

Ποιοι θαυμαστοί ορίζοντες όψιμης μάθησης, ποιες δυνατότητες μάθησης για τους ανάπηρους δε μας αποκαλύπτονται από το γεγονός αυτό! Και ποιος θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι σ’ αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, χωμένη στο καταφύγιο της, αδρανοποιημένη, υπερπροστατευμένη σ’ όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευαισθησίας (ανυποψίαστης γι’ αυτή, όσο και για τους άλλους) που θα φύτρωνε και θα άνθιζε σε μία σπάνια και όμορφη πραγματικότητα, αφού είχε παραμείνει κοιμισμένη, μαραμένη για εξήντα χρόνια;


* Μπέιγκελ: είδος στρογγυλού κέικ· γλυκό εβραϊκής προέλευσης. (Σ.τ.Μ.)





ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ


Όπως και να 'χει το πράγμα, έμελλε να ανακαλύψω αργότερα ότι η ιστορία της Μανταλένας δεν ήταν σε καμία περίπτωση μοναδική. 
Μέσα σ' ένα χρόνο συνάντησα έναν άλλο ασθενή (Σίμων Κ.) που έπασχε,επίσης, από εγκεφαλική παράλυση που συνδυαζόταν με μια βαθιά διαταραχή της όρασης. Ενώ ο κ. Κ. είχε φυσιολογική δύναμη και αίσθηση στα χέρια του, σπάνια τα χρησιμοποιούσε και είχε μια ασυνήθιστη ανικανότητα να χειρίζεται, να εξερευνά ή να αναγνωρίζει ο,τιδήποτε. 

Ευαισθητοποιημένοι από την περίπτωση της Μανταλένας, αναρωτηθήκαμε αν και αυτός δεν είχε μία ανάλογη «αγνωσία ανάπτυξης» — που να δέχεται, κατά συνέπεια, κάποια «θεραπεία». Και, πράγματι, γρήγορα είδαμε ότι αυτό που είχε επιτευχθεί με τη Μανταλένα μπορούσε να επαναληφθεί και με τον κ. Κ.
Μέσα σ' ένα χρόνο είχε αποκτήσει μια μεγάλη «επιδεξιότητα» σε όλα και απολάμβανε ιδιαίτερα την απλή ξυλουργική, το φορμάρισμα του κόντρα πλακέ και κομματιών ξύλου με τα οποία κατασκεύαζε απλά ξύλινα παιχνίδια. Δεν ένιωθε την παρόρμηση να κάνει γλυπτική, να φτιάξει απομιμήσεις — δεν ήταν ένας καλλιτέχνης από φυσικού του, όπως η Μανταλένα. Δεν έπαυε, όμως, μετά από μισό αιώνα που είχε περάσει ουσιαστικά χωρίς χέρια, να απολαμβάνει τη δυνατότητα του να τα χρησιμοποιεί.
Το σημείο αυτό είναι ίσως πιο αξιοσημείωτο, γιατί ο Σίμων είναι ελαφρά καθυστερημένος, ένας αξιαγάπητος αγαθιάρης, σε αντίθεση με τη γεμάτη πάθος και ταλέντο Μανταλένα, Γι' αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι έξω από το συνηθισμένο, μία Helen Keller, μία γυναίκα στο εκατομμύριο — αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δε θα μπορούσε να αποδοθεί στον αγαθό Σίμωνα. Και, εντούτοις, το ουσιαστικό επίτευγμα—το επίτευγμα των χεριών— αποδείχτηκε εξ ολοκλήρου δυνατό και γι'αυτόν, όπως και για εκείνη. Φαίνεται καθαρά ότι η εξυπνάδα, αυτή καθαυτή, δεν παίζει ρόλο στην υπόθεση — ότι το μόνο ουσιαστικό στοιχείο της είναι η χρήση.

Τέτοιες περιπτώσεις αγνωσίας, που οφείλεται σε μια ελλειμματική ανάπτυξη, είναι ίσως σπάνιες, βλέπει, όμως, κανείς συχνά περιπτώσεις επίκτητης αγνωσίας που χρησιμεύουν σαν παραδείγματα για την ίδια θεμελιώδη αρχή, την αρχή της χρήσης. 
Έτσι, βλέπω συχνά ασθενείς με σοβαρή νευροπάθεια κατανομής «γαντιών και περισκελίδων», όπως λέγεται, που οφείλεται στο διαβήτη. Εάν η νευροπάθεια είναι αρκετά σοβαρή, οι ασθενείς ξεπερνούν την αίσθηση του μουδιάσματος (που είναι  η συνηθισμένη παραισθησία σ' αυτές τις νευροπάθειες) και νιώθουν μία αίσθηση πλήρους κενού ή αποπραγματοποίησης. Τους συμβαίνει να αισθάνονται (όπως το έλεγε ένας ασθενής) «σαν άνθρωποι-κορμοί»  που τους «λείπουν» εντελώς τα χέρια και τα πόδια. Μερικές φορές νιώθουν ότι τα χέρια και τα πόδια τους καταλήγουν σε κολοβώματα, σαν κομμάτια «ζυμαριού» ή «γύψου» κολλημένα επάνω τους. Συνήθως αυτό το αίσθημα απο-πραγματοποίησης εμφανίζεται εντελώς απότομα... όπως και η αίσθηση της πραγματικότητας —αν αυτό συμβεί— επιστρέφει εξίσου απότομα. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε ένα κρίσιμο (λειτουργικά και οντολογικά) κατώφλι. 
Το να επιτευχθεί η χρήση των χεριών και των ποδιών είναι αποφασιστικής σημασίας γι' αυτούς τους ασθενείς ακόμα και, αν αυτό είναι απαραίτητο, να «ξεγελαστούν» και να νομίσουν ότι το πετυχαίνουν. 
Υπάρχει έτσι η πιθανότητα να συμβεί μία ξαφνική επανα-πραγματοποίηση — ένα απότομο άλμα στην υποκειμενική πραγματικότητα και «ζωή»... αρκεί να υπάρχει ένα αρκετό φυσιολογικό δυναμικό (αν η νευροπάθεια είναι ολική, αν τα ακραία τμήματα των νεύρων είναι εντελώς νεκρά, μία τέτοια επανα-πραγματοποίηση δεν είναι δυνατή).

Για ασθενείς με σοβαρή αλλά υφολική νευροπάθεια, μία χρήση σε μικρές δόσεις είναι κυριολεκτικά ζωτική, και είναι αυτό που κάνει όλη τη διαφορά ανάμεσα στον «άνθρωπο-κορμό» και στο λογικά λειτουργικό άνθρωπο (η υπερβολική χρήση, από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει την κόπωση της περιορισμένης νευρικής λειτουργίας και να οδηγήσει και πάλι σε μια απότομη απο-πραγματοποίηση).   Θα προσθέσουμε ότι αυτές οι υποκειμενικές αισθήσεις έχουν ακριβείς αντικειμενικές συνιστώσες: τοπικά, στους μυς του χεριού και του ποδιού υπάρχει «ηλεκτρική σιγή»· όσο αφορά την αίσθηση, υπάρχει απόλυτη έλλειψη κάθε «προκλητού δυναμικού» σε κάθε επίπεδο μέχρι τον αισθητικό φλοιό. Μόλις τα χέρια και τα πόδια αναβιώνουν με τη χρήση, υπάρχει μία πλήρης αναστροφή της ηλεκτρο-φυσιολογικής εικόνας.Ένα παρόμοιο αίσθημα «νεκρού» και «μη πραγματικού» έχει περιγραφεί προηγουμένως στο κεφάλαιο 3, «Η ασώματη γυναίκα».


 Oliver Sacks – H Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Το επίτευγμα των χεριών.
Από το βιβλίο , “O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”




Αποτέλεσμα εικόνας για ολιβερ σακς