Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Το κόστος της «αλόγιστης συμπόνιας»




Η Audre Lorde, Αμερικανή ποιήτρια, φιλόσοφος, ακτιβίστρια (1934-1992) είχε πει, «Ο πόνος είναι σημαντικός: πώς τον αποφεύγουμε, πώς υποκύπτουμε σε αυτόν, πώς ασχολούμαστε με αυτόν, πώς τον υπερβαίνουμε». Διάλεξα αυτή την φράση για να ξεκινήσω να μιλάω για κάτι άγνωστο αλλά πολύ σημαντικό για την κοινωνία, ειδικά την Ελληνική, υπερτονισμένο ως ανάγκη στην παρούσα πραγματικότητα: την ψυχική εξουθένωση όσων βοηθούν και συνδράμουν στον πόνο του ‘Aλλου, αυτό που είναι γνωστό ως “burnout” στον χώρο εργασίας.

Ο όρος “burnout” ή εξουθένωση περιγράφει μια κατάσταση συναισθηματικής, ψυχικής και σωματικής εξάντλησης που προκαλείται από το υπερβολικό και παρατεταμένο άγχος. Παρατηρείται κατά κόρον στα επαγγέλματα που έχουν να κάνουν άμεσα με τον άνθρωπο (νοσοκομεία, ιδρύματα, διασώστες, κλπ.), αλλά όχι μόνο. Το άτομο κατακλύζεται από την ευθύνη, το βάρος και το άγχος της εργασίας και αισθάνεται ανίκανο να συνεχίσει με την ίδια ενέργεια και επιθυμία για προσφορά. Τα συναισθήματα αμβλύνονται, επέρχεται σωματική και ψυχική κούραση, έλλειψη ενδιαφέροντος για την ζωή και τις χαρές της, κατάθλιψη, ψυχοσωματικά συμπτώματα, διαταραχές ύπνου, κ.α.





Η προσωπική μας ανάγκη 
να βοηθήσουμε τον Άλλον που πονά, 
είναι μια ασυνείδητη έλξη προς αυτό που μας είναι γνώριμο


Η πρώτη σκέψη σας ίσως να είναι ότι ο καθένας μπορεί να πάθει “burnout” με οτιδήποτε κάνει σε υπερβολή στην ζωή του και είναι αλήθεια αυτό. Κινούμενη από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει όμως, ειδικά από το καλοκαίρι του 2015, με την υπερβολική ροή των προσφύγων στην χώρα μας, την δραματική αύξηση των αστέγων και την παρατεταμένη ανθρωπιστική κρίση, σε όλα τα επίπεδα, επέλεξα να ασχοληθώ με την εξουθένωση που αφορά στους ανθρώπους που συνδράμουν και προσφέρουν βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη ή/και κινδυνεύει η ζωή τους.

Από προσωπική εμπειρία αλλά και παρατήρηση των ανθρώπων που γνωρίζω, από τις ιστορίες και μαρτυρίες που διαβάζω στα ΜΜΕ καθώς και πληροφορίες από φίλους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες στην σημερινή εποχή στην Ελλάδα, είναι άκρως τραυματικές όχι μόνο για τους ανθρώπους που χρήζουν βοήθεια αλλά και για όσους εργάζονται, προσφέρουν εθελοντικά ή δείχνουν αλληλεγγύη στους συνανθρώπους μας.Όταν δεν υπάρχει οργάνωση, υποδομή και υποστήριξη στα άτομα που βοηθάνε, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι πολύ σύντομα θα επέλθει η εξουθένωση και αυτό έχει μεγάλο κόστος, σε όλα τα επίπεδα. Για αυτούς που έχουν ανάγκη – δεν θα λαμβάνουν βοήθεια πια, για τους ίδιους – τεράστιο ψυχικό κόστος αλλά και ανάγκη χρόνου ανάρρωσης και αποθεραπείας από την εξουθένωση, και για τους οικείους τους – η απόσυρση και εξάντληση που επέρχεται με το burnout έχει αντίκτυπο στην προσωπική τους ζωή.

Θα σταθώ κυρίως στην δεύτερη συνέπεια, το προσωπικό κόστος αυτού που ονομάζω   «αλόγιστη συμπόνια», (αλόγιστος: αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης)
εννοώντας την μη συνειδητή αντίδραση προσφοράς και αλληλεγγύης, την μη επίγνωση του βαθύτερου κινήτρου του ατόμου να βοηθήσει, καθώς και των προσωπικών του ορίων, την έλλειψη συμπόνιας για τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως υποστηρίζει και η Tara Brach, η αφύπνιση της συμπόνιας του Εαυτού είναι συχνά η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι (Brach, 2012). Η λέξη συμπόνια εμπεριέχει τον πόνο, κι αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα την φράση της Audre Lorde ως εισαγωγή. Η προσωπική μας ανάγκη να βοηθήσουμε τον Άλλον που πονάει είναι μια ασυνείδητη έλξη προς αυτό που μας είναι γνώριμο. Όταν ασχολούμαστε με τον ανθρώπινο πόνο τείνουμε να αντιδρούμε σε αυτόν σύμφωνα με τα προσωπικά μας φίλτρα (η ιστορία, η εμπειρία ζωής και οι πεποιθήσεις μας). Εάν εμείς έχουμε το βίωμα της εγκατάλειψης στην προσωπική μας ιστορία – είτε αυτό μας είναι συνειδητό είτε ασυνείδητο – θα αντιδράσουμε με βάση αυτό το αίσθημα. Θα συντρέξουμε να βοηθήσουμε με την βαθύτερη ανάγκη, να αποτρέψουμε τον Άλλο να αισθανθεί το αίσθημα της απελπισίας, όπως το έχουμε νιώσει εμείς.

Η πρώτη εκλογικευμένη αντίδραση όσων διαβάζουν τα παραπάνω ίσως είναι: «μα εγώ τα είχα όλα εύκολα στην ζωή μου, δεν έχω νιώσει απελπισία». Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι απλή: όλα τα ανθρώπινα όντα ξέρουν τι είναι η απελπισία. Από την στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε τόσο ευάλωτα πλάσματα που ακόμη και η καθυστέρηση της λήψης γάλακτος από την μάνα μας έχει την χροιά της απελπισίας, της εγκατάλειψης, της απόρριψης. Γνωρίζουμε στο κύτταρό μας την απελπισία. Εάν αυτό σας φαίνεται υπερβολικό ας δούμε 2 ακόμη οπτικές. 1) Την αυτόματη ταύτισή μας με τον Άλλον μέσα από τους νευρώνες-κάτοπτρα και 2) την διαγενεακή μετάδοση της πληροφορίας του ψυχικού τραύματος (Bombay et al. 2009; Danieli, 1998; Lev-Wiesel, 2007). Δεν θεωρώ τυχαία την τόσο αυθόρμητη αλληλεγγύη των Ελλήνων και άλλων λαών, οι οποίοι έχουν βιώσει πολλές γενιές πίσω τι θα πει πόλεμος, προσφυγιά και ορφάνια, στον αντίστοιχο σπαραγμό των εκατομμυρίων προσφύγων στην περιοχή της Μεσογείου σήμερα. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, κάποια κοντινή ή μακρινή γιαγιά μας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της για να προστατέψει τα παιδιά της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε λόγω πείνας, πολέμου ή άλλης βίαιης επίθεσης. Η πληροφορία που κουβαλάμε στο κύτταρο μας μπορεί να είναι υλικό από εμπειρίες των προγόνων μας μέχρι εφτά γενιές πίσω. Όσον αφορά στην ικανότητά μας για ενσυναίσθηση και συναισθηματικό συντονισμό με άλλους ανθρώπους, εξηγήθηκε περαιτέρω με την ανακάλυψη ενός είδους νευρώνων στον εγκέφαλο των ανώτερων θηλαστικών, που ονομάστηκαν «νευρώνες-κάτοπτρα» (Gallese et al., 1996).

Πέρα όμως από την βιολογική εξήγηση του γιατί δρούμε προς ανακούφιση του πόνου του Άλλου, υπάρχει το ατομικό ψυχολογικό επίπεδο, αυτό της προβολής του δικού μας τραύματος έξω από εμάς. Η επιτακτική ανάγκη να επουλώσουμε δικά μας τραύματα, ελλείψεις και ανάγκες που μείνανε ανεκπλήρωτες, προσφέροντας στον Άλλον αυτό που δεν λάβαμε εμείς όταν το είχαμε ανάγκη. Αυτή η ασυνείδητη, συνήθως, χρεία να επουλώσουμε παλιές μας πληγές και τραύματα βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην τεράστια ανθρωπιστική κρίση γύρω μας. Είναι πιο εύκολο να δούμε τον πόνο στον συνάνθρωπό μας παρά να αφουγκραστούμε τον δικό μας πόνο. Επανέρχομαι στην αρχική φράση «Ο πόνος είναι σημαντικός: πώς τον αποφεύγουμε, πώς υποκύπτουμε σε αυτόν, πώς ασχολούμαστε με αυτόν, πώς τον υπερβαίνουμε». Η ενασχόληση με τον πόνο του Άλλου είναι βέβαιο ότι οδηγεί στην υπέρβαση του δικού μας πόνου. Χρειάζεται να υπερβούμε τον δικό μας πόνο για να συντρέξουμε στον πόνο του Άλλου, αλλιώς δεν μπορούμε να προσφέρουμε. Συγχρόνως όμως αποφεύγουμε τον δικό μας πόνο για να μην υποκύψουμε σε αυτόν. Η υπέρβαση-αποφυγή του δικού μας πόνου έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για εμάς τους ίδιους και απαιτεί μεγάλη ποσότητα από την ενέργειά μας. Είναι μόνο για μικρό διάστημα που καταφέρνουμε να νιώσουμε ανακούφιση από την προσφορά μας, εάν δεν φροντίσουμε παράλληλα και τον εαυτό μας. Ο δικός μας πόνος-τραύμα μας περιμένει στην γωνία μόλις εμείς χαλαρώσουμε και σταματήσουμε την δράση «σωτηρίας του Άλλου».

Τέλος υπάρχει το φαινόμενο του δευτερογενούς τραυματισμού μας, όταν γινόμαστε μάρτυρες τραυματικών καταστάσεων για άλλους. Η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (2000) όρισε ότι «ένα τραυματικό γεγονός έχει συμβεί όταν το άτομο έχει βιώσει, γίνει μάρτυρας ή έχει απειληθεί με θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ή έχει απειληθεί η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ή κάποιου άλλου (και) η αντίδραση του ατόμου περιλάμβανε έντονο φόβο, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο». Τραύμα δημιουργείται όταν οι ψυχικές δυνάμεις του ατόμου δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση ενός στρεσογόνου γεγονότος. Η υποκειμενική αντίδραση του στην στρεσογόνο κατάσταση εξαρτάται από την προσωπικότητά του, τυχόν προηγούμενα τραύματα, από την αντίδραση του περιβάλλοντος, κλπ. Η έκθεση σε ένα στρεσογόνο γεγονός, ανεξάρτητα από την ενεργό συμμετοχή του ατόμου σε αυτό, συνοδευόμενη από την αίσθηση πλήρους αδυναμίας και ανικανότητας αντιμετώπισης, έντονων συναισθημάτων και κατακλυσμιαίου άγχους, μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση μετατραυματικού στρες ή μετατραυματικής διαταραχής (APA, 2000). Χρειάζεται να πούμε κι άλλα για να πεισθούμε για την τραυματική έκθεση τόσων χιλιάδων εθελοντών, αλληλέγγυων και εργαζόμενων με τους πρόσφυγες, άστεγους, ασθενείς, τους τελευταίους μήνες στην χώρα μας; Ποιος από αυτούς ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή και ποιος από αυτούς θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι είχε τους ψυχικούς πόρους και δύναμη να ανταπεξέλθει σε όσα επρόκειτο να αντικρίσει, ειδικά όταν πρόκειται για αναπάντεχες ή/και κρίσιμες καταστάσεις;

Εδώ καλείται να μπει το όριο. Το όριο της ύπαρξής μας και το όριο που καθορίζει την ισορροπία της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πόσο πραγματικά μπορούμε να αλλάξουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας; Μέχρι ποιόν βαθμό; Ποια είναι η ευθύνη που αναλαμβάνουμε ασυνείδητα; Ποιο το κίνητρό μας και ποιος ο στόχος μας; Πόσο αποδεχόμαστε την περιορισμένη ανθρώπινη φύσης μας; Πότε και πως μπαίνουμε στον ρόλο του σωτήρα; Πόσο φροντίζουμε τον εαυτό μας πριν βοηθήσουμε τον Άλλον; Στις οδηγίες ασφαλείας κατά την διάρκεια μιας πτήσης με αεροπλάνο τονίζεται ότι σε περίπτωση έλλειψης οξυγόνου πρέπει πρώτα να φορέσουμε εμείς την μάσκα οξυγόνου και μετά να βοηθήσουμε τον διπλανό μας. Αυτό είναι λογική συμπόνια και φροντίδα. Πόσοι άραγε το κάνουμε πράξη αυτό στην καθημερινότητά μας; Δεν είναι εγωισμός, είναι αγάπη για τον εαυτό. Χωρίς αγάπη και φροντίδα για τον εαυτό μας είμαστε έρμαια μέσα στο όχημα των εμπειριών που ορίζουν οι άλλοι. Πόσο χρήσιμοι είμαστε πραγματικά έτσι; Πόσο θα αντέξουμε την ταχύτητα και τις συνθήκες αυτού του οχήματος εάν εμείς δεν έχουμε τον έλεγχο του; Εκεί εντοπίζεται το όριο ανάμεσα στην συμπόνια και στην αυτοθυσία.Από σωτήρες καταλήγουμε να γινόμαστε θύματα και βρίσκουμε τον εαυτό μας καταρρακωμένο και τραυματισμένο να επιστρέφει πίσω στον δικό του πόνο. Αυτή την φορά υπερ-μεγενθυμένο, σε έξαρση, αποκομμένοι από τον κόσμο, με ελάχιστο ενδιαφέρον για την ζωή και τις χαρές της, σε πλήρη ταύτιση με το τραύμα των άλλων, μη γνωρίζοντας πώς να βγούμε από αυτό.

Η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη όσων εργάζονται ή προσφέρουν εθελοντικά βοήθεια στον συνάνθρωπο είναι επιτακτική, από πάντα! Σήμερα, στην Ελλάδα έχει γίνει πια κρίσιμη. Κινδυνεύουμε να χάσουμε πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό σε όλα τα ανθρωπιστικά επαγγέλματα αλλά και την προσφορά εκείνων των ενεργών πολιτών που βοηθάνε σε καθημερινή βάση τον συνάνθρωπο. Κινδυνεύουμε να αποκτήσουμε μια δευτερεύουσα ανθρωπιστική κρίση, αυτή των βοηθών και αλληλέγγυων, που μετά από υπερκόπωση, εξουθένωση και τραυματισμό τους αλλάζουν πλευρά και από την θέση του δυνατού βρίσκονται στην θέση του αδυνάτου που χρήζει βοήθειας. Πρώτο βήμα για μια αλλαγή στον τρόπο που βλέπουμε την ανθρώπινη συμπόνια είναι η αποδοχή του δικού μας πόνου, αλλά και ενημέρωση για τους κινδύνους της «αλόγιστης συμπόνιας». Δεύτερο βήμα, η αναζήτηση βοήθειας και στήριξης όταν έχουμε ήδη «καεί». Τρίτο, η εκπαίδευσή μας για την πρόληψη του «burnout» και η διάδοση της πληροφορίας στην ευρύτερη κοινωνία, για μια πραγματική κοινωνική αλλαγή. Για μια κοινωνία που θα μάθει πως να επουλώνει το συλλογικό τραύμα χωρίς να ανοίγει καινούριες πληγές στην προσπάθειά της να βοηθήσει.  



Αναστασία Νικολίτσα, 
Χοροθεραπεύτρια, Σωματική Ψυχοθεραπεύτρια

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ο τρομερός εχθρός







Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος του για εξουσία απλώς και μόνο κατέχοντας την. Είχε και την ανάγκη να τον θαυμάζουν όλοι για τη δύναμη του.




Έτσι, —όπως η μητριά της Χιονάτης που δεν της έφτανε μόνο να βλέπει την ομορφιά της—, χρειαζόταν κι αυτός να κοιτάζεται σ' έναν καθρέφτη που να του λέει πόσο δυνατός ήταν. Δεν είχε μαγικούς καθρέφτες, αλλά ένα σωρό αυλικούς και υπηρέτες τους οποίους ρωτούσε αν ήταν αυτός ο πιο δυνατός άνδρας του βασιλείου.


Απαράλλαχτα, όλοι του απαντούσαν:
«Μεγαλειότατε, είσαι πολύ δυνατός, αλλά ξέρεις ότι ο μάγος έχει μια δύναμη που κανένας άλλος δεν κατέχει. Αυτός, γνωρίζει το μέλλον».

Εκείνη την εποχή, αλχημιστές, φιλοσόφους, στοχαστές, ιερείς και αποκρυφιστές τους αποκαλούσαν, γενικεύοντας, «μάγους».

Ο βασιλιάς ζήλευε πολύ το μάγο του βασιλείου, ο οποίος όχι μόνο είχε τη φήμη ανθρώπου καλού και γενναιόδωρου, αλλά και αγαπητού στο λαό που τον θαύμαζε και γιόρταζε που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και ζούσε εκεί.

Δεν έλεγαν τα ίδια και για τον βασιλιά.
Ίσως επειδή είχε ανάγκη να αποδεικνύει συνεχώς ότι αυτός κυβερνούσε, ο βασιλιάς δεν ήταν ούτε δίκαιος ούτε αμερόληπτος, και ακόμα λιγότερο καλός και ευγενικός.

Μια μέρα, κουρασμένος να ακούει τον κόσμο να του λέει πόσο δυνατός και αγαπητός ήταν ο μάγος, ή υποκινούμενος από αυτό το κράμα ζήλειας και φόβου που προκαλεί ο φθόνος, ο βασιλιάς κατέστρωσε ένα σχέδιο: θα οργάνωνε μια μεγάλη γιορτή στην οποία θα προσκαλούσε το μάγο. Μετά το δείπνο, θα ζητούσε την προσοχή όλων. Θα καλούσε το μάγο στο κέντρο της αίθουσας και, μπροστά στους αυλικούς, θα τον ρωτούσε αν ήταν αλήθεια ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον. Ο καλεσμένος θα είχε δύο δυνατότητες: ή να πει όχι, διαψεύδοντας έτσι το θαυμασμό των υπολοίπων, ή να πει ναι, επιβεβαιώνοντας την αιτία της φήμης του. Τότε, θα του ζητούσε να πει ποια ημερομηνία επρόκειτο να πεθάνει ο μάγος του βασιλείου. Αυτός θα έδινε μια απάντηση, μια οποιαδήποτε μέρα — δεν είχε σημασία ποια. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να τραβήξει το σπαθί του και να τον σκοτώσει την ίδια εκείνη στιγμή. Έτσι, θα κατάφερνε δύο πράγματα με ένα μόνο χτύπημα: το πρώτο, να απαλλαγεί από τον εχθρό του για πάντα, το δεύτερο, να αποδείξει ότι ο μάγος δεν είχε μπορέσει να δει το μέλλον, μιας και θα είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψη του. Σε μία μόνο νύχτα θα τελείωναν ο μάγος και ο μύθος των δυνάμεων του...

Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως, και πολύ γρήγορα έφτασε η μέρα της γιορτής.

Μετά από ένα μεγάλο δείπνο, ο βασιλιάς έφερε τον μάγο στο κέντρο και του μίλησε:
«Είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Και μπορείς να διαβάσεις και το δικό σου μέλλον;»
«Λίγο, είπε ο μάγος.»
«Τότε, θέλω να μου δώσεις μια απόδειξη» συνέχισε ο βασιλιάς. «Ποια μέρα θα πεθάνεις; Ποια είναι η ημερομηνία του θανάτου σου;» Ο μάγος χαμογέλασε, τον κοίταξε στα μάτια και δεν απάντησε.
«Τι έγινε μάγε;» είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας. «Δεν το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;»
«Δεν είναι αυτό...» απάντησε ο μάγος, «αλλά αυτό
ξέρω δεν τολμώ να σου το πω.»
«Τι σημαίνει δεν τολμάς;» είπε ο βασιλιάς. «Είμαι ανώτερος σου και σε διατάζω να μου το πεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ σημαντικό για το βασίλειο να ξέρουμε πότε θα χάσουμε τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες μας. Απάντησε μου λοιπόν. Πότε θα πεθάνει ο μάγος του βασιλείου;»

Μετά από μια γεμάτη ένταση σιωπή, ο μάγος τον κοίταξε και είπε:
«Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ξέρω ότι ο μάγος θα πεθάνει ακριβώς μία μέρα πριν το βασιλιά.»

Για λίγες στιγμές, ο χρόνος πάγωσε. Ένας ψίθυρος απλώθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους.

Ο βασιλιάς πάντα έλεγε ότι δεν πίστευε ούτε σε μάγους ούτε σε προφητείες, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν τόλμησε να σκοτώσει το μάγο. Αργά, ο άρχοντας κατέβασε τα χέρια κι έμεινε σιωπηλός.

Οι σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι του. Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Το μίσος του είχε γίνει ο χειρότερος σύμβουλος.

«Μεγαλειότατε, χλόμιασες. Τι σου συμβαίνει; ρώτησε ο καλεσμένος.»
«Αισθάνομαι άσχημα» απάντησε ο μονάρχης. «Θα πάω στο δωμάτιο μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες...»

Και με μια αόριστη χειρονομία, στράφηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματα του.

Σκέφτηκε πως ο μάγος ήταν έξυπνος. Είχε δώσει την μοναδική απάντηση που μπορούσε να αποτρέψει το θάνατο του.

Αραγε, να είχε μαντέψει το θάνατο του;
Η πρόβλεψη δεν μπορούσε να είναι αληθινή. Αλλά, κι αν ήταν; Ένιωθε μπερδεμένος και ζαλισμένος...

Ο βασιλιάς επέστρεψε και είπε με βροντερή φωνή:
«Μάγε, είσαι διάσημος στο βασίλειο για τη σοφία σου. Σε παρακαλώ να περάσεις αυτή τη νύχτα στο παλάτι, γιατί πρέπει να σε συμβουλευτώ το πρωί πριν πάρω κάποιες βασιλικές αποφάσεις.»
«Μεγαλειότατε! Θα είναι μεγάλη μου τιμή...» είπε ο καλεσμένος υποκλινόμενος.
Ο βασιλιάς διέταξε τους προσωπικούς του φρουρούς να συνοδεύσουν το μάγο μέχρι τα δωμάτια των καλεσμένων του παλατιού και να επιτηρούν την πόρτα του σιγουρεύοντας ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.

Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκοιμηθεί. Ήταν πολύ ανήσυχος, σκεφτόταν τι θα συνέβαινε αν του μάγου του 'χε κάτσει άσχημα το φαγητό, ή αν πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή αν, απλώς, είχε έρθει η ώρα του.

Πολύ νωρίς το πρωί, ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα του καλεσμένου του.
Ποτέ στη ζωή του δεν του 'χε περάσει η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον πριν πάρει τις αποφάσεις του, αλλά αυτή τη φορά, αμέσως μόλις ο μάγος τον δέχτηκε, έκανε μια ερώτηση, καθώς χρειαζόταν μια δικαιολογία.

Και ο μάγος, που ήταν σοφός, του έδωσε μια απάντηση σωστή, δημιουργική και δίκαιη.
Ο βασιλιάς, σχεδόν χωρίς να ακούσει την απάντηση
επαίνεσε τον φιλοξενούμενο του για την ευφυΐα του και του ζήτησε να κάτσει μια μέρα παραπάνω, υποτίθεται για να τον «συμβουλευτεί» για κάποιο άλλο ζήτημα... (Προφανώς, ο βασιλιάς ήθελε μόνο να είναι σίγουρος ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.)

Ο μάγος, ο οποίος απολάμβανε την ελευθερία που μόνο οι φωτισμένοι κατακτούν, δέχτηκε.
Από τότε και κάθε μέρα, το πρωί ή το βράδυ, ο βασιλιάς πήγαινε μέχρι τα δωμάτια του μάγου για να τον συμβουλευτεί και να τον δεσμεύσει για μια νέα συμβουλή την επόμενη μέρα.

Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο βασιλιάς να αντιληφθεί ότι οι προτροπές του καινούργιου του συμβούλου ήταν πάντα σωστές, και κατέληξε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, να τις υπολογίζει σε κάθε μια από τις αποφάσεις του.

Πέρασαν οι μήνες, και μετά τα χρόνια.

Και, όπως πάντα, κοντά σε αυτόν που ξέρει, μαθαίνει κι αυτός που δεν ξέρει.
Έτσι κι έγινε. Σιγά σιγά, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο δίκαιος.
Δεν ήταν πια ούτε δεσποτικός ούτε αυταρχικός. Δεν είχε πια την ανάγκη να αισθάνεται δυνατός, και μάλλον γι' αυτό δεν είχε και την ανάγκη να επιδεικνύει τη δύναμη του.
Άρχισε να καταλαβαίνει ότι και η ταπεινοφροσύνη μπορούσε να έχει πλεονεκτήματα.
Αρχισε να κυβερνά με περισσότερη σοφία και γενναιοδωρία.

Έτσι έγινε, κι ο λαός του άρχισε να τον αγαπά όπως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ πριν.
Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πια να δει τον μάγο για να ρωτήσει για την υγεία του, μα για να μάθει, να μοιραστεί μια απόφαση, ή απλώς για να κουβεντιάσει.
Ο βασιλιάς και ο μάγος κατέληξαν να γίνουν επιστήθιοι φίλοι.

Μέχρι που, μια μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το δείπνο, χωρίς να υπάρξει κανένα κίνητρο, ο βασιλιάς θυμήθηκε.
Θυμήθηκε πως αυτός ο άνθρωπος, που τώρα θεωρούσε τον καλύτερο του φίλο, είχε υπάρξει μισητός εχθρός του.
Θυμήθηκε το σχέδιο που είχε οργανώσει για να τον σκοτώσει.
Και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κρατάει αυτό το μυστικό χωρίς να αισθάνεται υποκριτής.

Ο βασιλιάς μάζεψε το κουράγιο του και πήγε μέχρι το δωμάτιο του μάγου. Χτύπησε την πόρτα και, μόλις μπήκε, είπε:

«Αδελφέ μου, έχω κάτι να σου πω που μου βαραίνει το στήθος.»
«Μίλα» είπε ο μάγος, «αλάφρωσε την καρδιά σου.»
«Τη νύχτα που σε κάλεσα σε δείπνο και σε ρώτησα για το θάνατο σου, δεν ήθελα να μάθω τίποτα για το μέλλον σου. Σχεδίαζα να σε σκοτώσω ό,τι κι αν μου απαντούσες. Ήθελα ο απρόσμενος θάνατος σου να απομυθοποιούσε τη φήμη σου ως μάντη. Σε μισούσα γιατί όλοι σε αγαπούσαν... Ντρέπομαι τόσο...»

Ο βασιλιάς εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε: «Εκείνη τη νύχτα δεν τόλμησα να σε σκοτώσω, και τώρα που είμαστε φίλοι —παραπάνω από φίλοι· αδελφοί—, με τρομοκρατεί η σκέψη όλων όσα θα είχα χάσει αν το είχα κάνει. Σήμερα αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να σου κρύβω την ντροπή μου. Είχα ανάγκη να σου τα πω όλα αυτά για να με συγχωρήσεις ή να με απορρίψεις, αλλά χωρίς απάτες.»

Ο μάγος τον κοίταξε και του είπε:
«Αργησες πολύ μέχρι να μπορέσεις να μου το πεις. Αλλά, όπως και να 'χει, χαίρομαι που το έκανες... Αυτό θα μου επιτρέψει να σου πω ότι το ήξερα ήδη. Όταν μου έκανες εκείνη την ερώτηση και χάιδεψες με το χέρι σου τη λαβή του σπαθιού σου, ήταν τόσο ξεκάθαρη η πρόθεση σου, που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να καταλάβω τι σκεφτόσουν να κάνεις.»

Ο μάγος χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του βασιλιά.
«Σαν δίκαιη ανταμοιβή για την ειλικρίνεια σου, οφείλω να σου πω ότι κι εγώ σου είπα ψέματα. Σου ομολογώ ότι επινόησα αυτήν την παράλογη ιστορία για τον θάνατο μου πριν απ' τον δικό σου, για να σου δώσω ένα μάθημα. Ένα μάθημα που δεν είχες μπορέσει να μάθεις μέχρι σήμερα. Ίσως να είναι το πιο σημαντικό απ' όσα σου έχω διδάξει.
«Πορευόμαστε στη ζωή απορρίπτοντας με βδελυγμία χαρακτηριστικά των άλλων, ή ακόμα και δικά μας, που θεωρούμε ευτελή, απειλητικά ή άχρηστα... Όμως, αν καθόμασταν λίγο να το σκεφτούμε, θα καταλαβαίναμε πόσο δύσκολο θα μας ήταν να ζήσουμε χωρίς αυτά που πολλές φορές περιφρονούμε.
»Ο θάνατος σου, αγαπημένε μου φίλε, θα έρθει ακριβώς την ημέρα του θανάτου σου, κι ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι εγώ είμαι γέρος, και η δική μου μέρα μάλλον πλησιάζει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεσαι ότι η δική σου αποχώρηση θα πρέπει να είναι δεμένη με τη δική μου. Είναι οι ζωές μας που συνδέθηκαν, όχι οι θάνατοι μας.»

Ο βασιλιάς και ο μάγος αγκαλιάστηκαν και γιόρτασαν πίνοντας στην εμπιστοσύνη που τους ενεπνεε εκείνη η σχέση που είχαν χτίσει μαζί.

Ο μύθος λέει πως,
ανεξήγητα,
την ίδια εκείνη νύχτα,
ο μάγος...
πέθανε στον ύπνο του.

Ο βασιλιάς έμαθε την κακή είδηση την επόμενη μέρα και αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένος. Δεν αγωνιούσε στη τη σκέψη του δικού του θανάτου, καθώς είχε μάθει από το μάγο να ζει απελευθερωμένος από την ιδέα της παραμονής του σε τούτον εδώ τον κόσμο.
Ήταν θλιμμένος για το θάνατο του φίλου του. Εξαιτίας ποιας παράξενης σύμπτωσης είχε μπορέσει ο βασιλιάς να μιλήσει στο μάγο γι' αυτό το θέμα, ακριβώς τη νύχτα του θανάτου του;

Είναι πιθανό, με τρόπο ανεξήγητο, ο μάγος να είχε επηρεάσει τις καταστάσεις ώστε ο βασιλιάς να μπορέσει να του εξομολογηθεί το μυστικό του και να απελευθερωθεί από το φόβο του να πεθάνει την επόμενη μέρα.

Ήταν μια τελευταία πράξη αγάπης για να τον λυτρώσει από τους αλλοτινούς του φόβους...
Λένε πως ο βασιλιάς σηκώθηκε κι έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια έναν τάφο για τον φίλο του στον κήπο, κάτω απ' το παράθυρο του.

Έθαψε εκεί το σώμα του, και την υπόλοιπη μέρα την πέρασε δίπλα στο βουναλάκι με το χώμα, να κλαίει όπως κλαίμε μόνο τους πολύ αγαπημένους μας που χάθηκαν.
Και, μόλις έπεσε η νύχτα, ο βασιλιάς επέστρεψε στο δωμάτιο του.

Λέει ο μύθος πως την ίδια εκείνη νύχτα, είκοσι τέσσερις ώρες μετά το θάνατο του μάγου, ο βασιλιάς πέθανε στο κρεβάτι του ενώ κοιμόταν...


Ίσως ήταν σύμπτωση...
Ίσως ήταν ο πόνος...
Ίσως για να επιβεβαιώσει την τελευταία διδαχή του δασκάλου του.




Χόρχε Μπουκάι - 
από τις " Ιστορίες να σκεφτείς"
εκδ opera / animus

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Μαμά, είμαι χοντρή



Κάθομαι σταυροπόδι στο πάτωμα του μπάνιου μου, καθώς περιποιούμαι τα νυχάκια των ποδιών της κόρης μου. Ο εννιάχρονος γιος μου κάνει ντουζ ενώ εγώ γέρνω προς την μπανιέρα. Η τρίχρονη κόρη μου βάζει το νυχτικό της στο υπνοδωμάτιό της. Ο εντεκάχρονος γιος μου κυριολεκτικά «εισβάλλει» στο σπίτι μετά την προπόνηση του ποδοσφαίρου και ανεβαίνει στον πάνω όροφο ενώ παραπονιέται για πονόλαιμο και ζητά να ξαναζεστάνουμε το φαγητό για να φάει. Ο σύζυγός μου είναι έξω. Πήγε το μίνι-βαν για σέρβις. Ο ήλιος έχει δύσει κι εμείς ετοιμαζόμαστε να ξεκουραστούμε ξανά. Μέσα στο μπέρδεμα αυτής της συνηθισμένης βραδιάς, βλέπω την εφτάχρονη κόρη μου εντελώς γυμνή, να πλένει τα δόντια της δίπλα μου. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέπτη… Ο τρόπος που πιάνει την κοιλίτσα της και κατσουφιάζει στην όψη του προφίλ της. Την κοιτάζω για λίγο και μετά πλησιάζω.


«Τι έγινε, αγάπη μου;» ρωτάω. «Είμαι χοντρή», μου απαντά χωρίς να διστάσει.
 Νιώθω αδύναμη για μια στιγμή. «Το στομάχι μου κινείται όταν τρέχω. Θέλω να είμαι αδύνατη. Θέλω επίπεδο στομάχι». Σώπασα. Έχω διαβάσει έρευνες, βιβλία, μπλογκ. Έχω αριστεύσει σε έρευνες σε σχέση με το φύλο, έχω ασχοληθεί με τα ΜΜΕ, έχω παρακολουθήσει μαθήματα σε σχέση με την κοινωνία και τον πολιτισμό. Έχω συμβουλεύσει άλλες μητέρες και, ακόμη, παραδίδω μαθήματα για έφηβες. Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για να ενθαρρύνω γυναίκες και παιδιά με οικονομικά προβλήματα. Έχω αρκετές, αν όχι παραπάνω απ’ όσες γνώσεις χρειάζομαι, για να απαντήσω σε αυτό το σχόλιο. Αλλά στην πραγματικότητα είμαι πολύ αδύναμη. Δεν είναι δυνατόν. Όχι το δικό μου κορίτσι!

Ανακαλώ και επαναφέρω την αυτοκυριαρχία μου. «Είσαι φτιαγμένη τέλεια! Είσαι δυνατή και υγιής» Και είναι. Όμως αυτό δεν αρκεί.

Πασχίζω να βρω κάτι να πω. Αυτό το παιδί, η πρώτη μου κόρη για την οποία γιόρτασα μεγάλωσε γεμάτη από γυναικεία δύναμη. Της διάβαζα παραμύθια με γυναίκες πρωταγωνίστριες, επέμενα στο να παλεύει δίπλα στους αδερφούς της και ζητούσα να την αποκαλούν γενναία και δυνατή, όσο όμορφη και αξιολάτρευτη. Της λέω, λοιπόν, ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί: από ίσιοι και αδύνατοι ως στρογγυλοί και πλαδαροί και χιλιάδες άλλα μεταξύ αυτών. Της λέω ότι αυτό είναι που μας κάνει όμορφους.

Δεν πείστηκε.







Διώχνω όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Κλείνω την πόρτα και καθόμαστε η μία απέναντι στην άλλη, στο πάτωμα. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει κάτι παραπάνω και χρειάζεται να δω μέσα από αυτό. Της εξηγώ ότι ήμουν ακριβώς όπως εκείνη όταν ήμουν κι εγώ επτά ετών. Της λέω ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει σκληρή, ψηλή και δυνατή, όπως εγώ. Δεν είναι αρκετό γι’ αυτήν. Της θυμίζω πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει και εκείνο το γκολ που είχε βάλει στο ποδόσφαιρο. Της λέω πόσο καλή είναι στο ποδήλατο, τι καλή ισορροπία έχει με το πατίνι και πόσες ξεχωριστές φιγούρες ξέρει να κάνει με αυτό. Αναφέρω πόσο ωραία διαβάζει και γράφει και πόσο εύκολα κάνει μαθηματικές πράξεις. «Είμαι χοντρή», ξαναλέει.

Απελπίζομαι. «Παιδί μου, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου λένε όλοι όταν σε βλέπουν;». Αναστενάζει και μου απαντά «Ότι είμαι όμορφη». Η ομορφιά δεν με βοηθάει αυτήν τη στιγμή. Αποτυγχάνω. Την ρωτάω γιατί θεωρεί τον εαυτό της «χοντρό». Τα γαλάζια της μάτια συναντούν τα δικά μου. Μου εξηγεί ότι οι φίλοι της την έχουν αποκαλέσει «λίγο χοντρούλα» δύο φορές, όταν μιλούσαν για τα σώματά τους, φορώντας τα μαγιό τους. Και στενοχωρήθηκε… αλλά την ίδια στιγμή ένιωσε καλά, αφού, όπως μου είπε, κατάλαβε ότι η άποψη που είχε ως τότε για το σώμα της ήταν «σχεδόν σωστή».

Σκέφτομαι κάποια άσχημα πράγματα για τους συνομήλικούς της και τις μητέρες τους και αναρωτιέμαι ποια είναι τα μηνύματα που στέλνονται. Δεν έχω πια κανένα όπλο και… 20 λεπτά αργότερα, δεν έχω και καθόλου υπομονή. Νιώθω ότι χάνω τις δυνάμεις μου μπροστά σε αυτό που η κόρη μου θεωρεί πλέον δεδομένο.

Δεν καταλαβαίνω το λόγο για τον οποίο δεν αντικρίζει την τελειότητα στο είδωλό της.

Την σηκώνω όρθια και την βάζω να πατήσει στο σκαλάκι μπροστά από τον καθρέπτη. Βγάζω όλα μου τα ρούχα, ακόμη και το εσώρουχο. Καθόμαστε δίπλα-δίπλα, εντελώς γυμνές κι εκείνη γελά. Εγώ ξεκινάω να τραγουδώ ένα τραγούδι αυτοσχεδιάζοντας. Είναι ένα παράξενο είδος τραγουδιού… ραπ σε συνδυασμό με κάτι άλλο, ενώ οι στίχου είναι του τύπου «είμαστε τέλειοι ακριβώς όπως είμαστε, χωρίς αλλαγές». Είναι γελοίο, καθώς αρχίζουμε να χορεύουμε και η κόρη μου γελάει με την ψυχή της. Την παίρνω στην αγκαλιά μου. Είμαστε ένα μεγαλοπρεπές, γελοίο ζευγάρι. Τα άλλα παιδιά μας ακούνε. Μπαίνουν μέσα στο μπάνιο, τρομαγμένα και μπερδεμένα. Πηγαίνω το κοριτσάκι μου στο δωμάτιο, εκφράζοντας με κάθε τρόπο ότι είμαστε ωραίες, γυμνές και δυνατές κοπέλες. Φοράμε και οι δύο τις πιτζάμες μας. Διαβάζουμε μαζί μια ιστορία. Η λέξη «χοντρός» δεν θα ακουστεί ξανά.

Δεν είχα ιδέα αν τα είχα καταφέρει εκείνη τη νύχτα. Δεν ήξερα αν αυτά που είπα είχαν επίδραση πάνω της, αν διόρθωσα κάτι, αν της άλλαξα γνώμη. Αυτό που ξέρω είναι ότι πρέπει να συνεχίσω να εμπλουτίζω τόσο εμένα, όσο και τα παιδιά μου με αυτοπεποίθηση. Πρέπει να βρίσκομαι εκεί, να ρωτάω, να χτίζω αλλά και να γκρεμίζω. Να παίρνω χρόνο, να κάνω έξυπνες κινήσεις και να είμαι πάντοτε ανοιχτή. Πρέπει να έχω τη θέληση να χορέψω γυμνή μπροστά από τον καθρέπτη μου, να αντισταθώ στην όψη όσων άφησαν πέντε γέννες πάνω μου και να κοιτάζω το είδωλό μου με αγάπη.

Τότε, μαζί, με μια μικρή λάμψη στα μάτια μας, θα δούμε στον καθρέπτη το δικό μας φως, ένα φως που ακτινοβολεί.

 Janell Hofmann  από    εδώ

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Η ανατροφοδότηση στην ψυχοθεραπεία


Το παράθυρο Johari, ένα παμπάλαιο μοντέλο προσωπικότητας που χρησιμοποιείται για να διδαχθούν τόσο οι συντονιστές όσο και τα μέλη των ομάδων την αυτοαποκάλυψη και την ανατροφοδότηση, έχει πολλά να προσφέρει και στην ατομική θεραπεία. 
Το παράξενο όνομά του είναι ένας συμφυρμός ( Jo + Harry ) των δυο ανθρώπων που το πρωτοδιατύπωσαν , του Joe Luft και του  Harry Ingram. 

Προσέξτε τα τέσσερα τεταρτημόρια 
δημόσιος, τυφλός, κρυφός και ασυνείδητος 



-----------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                          Γνωστός στο εγώ                Άγνωστος στο εγώ 
----------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                                                            
Γνωστός στους άλλους                      Δημόσιος (1)                        Τυφλός  (2)

------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άγνωστος στους άλλους                   Κρυφός  (3)                           Ασυνείδητος ( 4) 
------------------------------------------------------------------------------------------------------



1ο τεταρτημόριο (γνωστός σε μένα και στους άλλους ) είναι ο δημόσιος εαυτός

2ο τεταρτ. ( άγνωστος σε μένα και γνωστός στους στους άλλους ) είναι ο τυφλός εαυτός

3ο τεταρτ. (γνωστός σε μένα αλλά άγνωστος στους άλλους ) είναι ο κρυφός εαυτός , και

4ο τεραρτ. ( άγνωστος και σε μένα και στους άλλους ) είναι ο ασυνείδητος εαυτός


Τα τεταρτημόρια ποικίλουν σε μέγεθος από άτομο σε άτομο. κάποια κελιά είναι μεγαλύτερα σε μερικούς ανθρώπους, πιο συρρικνωμένα σε άλλους. Στη θεραπεία επιχειρούμε ν αλλάξουμε το μέγεθος των τεσσάρων κελιών. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε το κελί του δημόσιου εαυτού να μεγαλώσει εις βάρος των υπόλοιπων τριών και τον κρυφό εαυτό να συρρικνωθεί, καθώς οι ασθενείς, μέσα από τη διαδικασία της αυτοαποκάλυψης, μοιράζονται περισσότερες πληροφορίες για τον εαυτό τους με τους άλλους - πρώτα με τον θεραπευτή κι έπειτα, με σύνεση, με άλλα κατάλληλα πρόσωπα στη ζωή τους. Και βέβαια,ελπίζουμε να μειώσουμε το μέγεθος του ασυνείδητου εαυτού βοηθώντας τους ασθενείς να εξερευνήσουν και να γνωρίσουν τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής τους.

Αυτό όμως που κυρίως έχουμε στο στόχαστρο είναι το κελί δύο, ο τυφλός εαυτός - τόσο στην ατομική όσο και στην ομαδική θεραπεία. Ένας από τους στόχους της θεραπείας είναι ν αυξήσει τον έλεγχο της πραγματικότητας και να βοηθήσει το άτομο να δει τον εαυτό του όπως τον βλέπουν οι άλλοι. Με τη μεσολάβηση της ανατροφοδότησης, το κελί του τυφλού εαυτού μικραίνει σημαντικά .

Στην ομαδική θεραπεία, η ανατροφοδότηση γίνεται στο μεγαλύτερό της μέρος από μέλος σε μέλος.
Στις ομαδικές συνεδρίες το κάθε μέλος αλληλεπιδρά σε μεγάλο βαθμό με τα άλλα, και αναδύονται σημαντικά στοιχεία για τους διαπροσωπικούς τρόπους διάδρασης.

Αν είναι σωστός ο συντονισμός της ομάδας, το κάθε μέλος παίρνει μεγάλη ανατροφοδότηση από τους υπόλοιπους σε σχέση με το πώς τον βλέπουν εκείνοι. Αλλά η ανατροφοδότηση είναι ένα λεπτό εργαλείο και τα μέλη των ομάδων σύντομα μαθαίνουν πως είναι πιο χρήσιμη αν :

1. Προκύπτει από παρατηρήσεις στο εδώ και τώρα
2. Ακολουθεί χρονικά το συμβάν που την κινητοποίησε, όσο γίνεται πιο σύντομα
3 Επικεντρώνεται στις συγκεκριμένες παρατηρήσεις και συναισθήματα που δημιουργούνται στον ακροατή και όχι σε εικασίες ή ερμηνείες για τα κίνητρα εκείνου που μιλάει
4. Ο αποδέκτης επιβεβαιώνει την ανατροφοδότηση αυτή ρωτώντας και άλλα μέλη, αν δλδ η ομάδα
συναινεί και την επικυρώνει .


Στο σύστημα της ατομικής θεραπείας, στο οποίο εμπλέκονται δύο μόνο πρόσωπα, η ανατροφοδότηση είναι λιγότερο ποικιλόχρωμη και πολύπτυχη, παραμένει όμως οργανικό μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας .
Μέσα από την ανατροφοδότηση οι ασθενείς γίνονται καλύτεροι μάρτυρες της συμπεριφοράς τους και μαθαίνουν ν αξιολογούν την επίδραση της συμπεριφοράς τους στα συναισθήματα των άλλων


Ίρβιν Γιάλομ
από "Το δώρο της ψυχοθεραπείας" ( κεφ 37 )
(εκδ. Άγρα)


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

Καρλ Γιουνγκ και θάνατος

Με έχουν ρωτήσει αρκετές φορές τι πιστεύω για το θάνατο, γι’ αυτό το τελείωμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο θάνατος είναι απλά γνωστός ως το τέλος. Είναι η τελεία που τοποθετείται στο τέλος της πρότασης και δεν ακολουθείται παρά μόνο από αναμνήσεις ή τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Πάντως, όσο αφορά το άτομο που πεθαίνει, η άμμος της κλεψύδρας έχει τελειώσει. Ήρθε ο καιρός να αναπαυτεί η πέτρα που κυλούσε.             

Όταν φθάνουμε στην αντιμετώπιση του θανάτου, η ζωή μοιάζει με καθοδικό ρεύμα ή με ρολόι που χάλασε και που το τελικό του «ξεκούρδισμα» επιβεβαιώνει το τέλος του. Όταν γινόμαστε μάρτυρες στην απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής, βεβαιωνόμαστε περισσότερο γι’ αυτό το «ξεκούρδισμα».
Τα ερωτηματικά για το νόημα και την αξία της ζωής γίνονται όλο και πιο άμεσα και αγωνιώδη όταν βλέπουμε ένα σώμα να αφήνει την τελευταία του πνοή. Πόσο διαφορετικό μας φαίνεται το νόημα της ζωής όταν βλέπουμε ένα νέο άτομο να αγωνίζεται για μακροπρόθεσμους στόχους, να κάνει όνειρα για το μέλλον και το συγκρίνουμε με έναν γέρο που βυθίζεται στον τάφο απρόθυμα και ανίσχυρα;




Μας αρέσει να σκεφτόμαστε πως η νιότη έχει σκοπούς, μέλλον, νόημα και αξία, ενώ ο ερχομός του τέλους είναι μια ανώφελη παύση. Αν ένας νέος φοβάται τον κόσμο, τη ζωή και το μέλλον, τότε όλοι το βρίσκουν αυτό λυπηρό, ανόητο, νευρωτικό. Θεωρείται φυγόπονος και δειλός.
Όμως, όταν ένας ηλικιωμένος φρίττει και τρομοκρατείται στη σκέψη ότι η λογική του προσδοκία για τη ζωή φθάνει μόνο σε μερικά χρόνια, τότε με οδύνη ξυπνούν μέσα μας ορισμένα συναισθήματα. Κοιτάζουμε μακριά και στρέφουμε τη συζήτηση σε άλλο θέμα.
Όταν πρόκειται για το νεαρό, μας προδίδει η αισιοδοξία με την οποία κρίνουμε τη ζωή που έχει μπροστά του. Φυσικά διαθέτουμε πάντα τα κατάλληλα γνωμικά για τους άλλους, όπως «όλοι θα πεθάνουμε κάποτε», «δεν μπορεί να ζεις για πάντα», κλπ. Όμως, όταν μένει κανείς μόνος μέσα στη νύκτα και στο σκοτάδι, δεν ακούει και δεν βλέπει τίποτε, παρά μόνο τις σκέψεις που προσθαφαιρούν χρόνια, και τη μακριά αλυσίδα των δυσάρεστων γεγονότων που δείχνουν με άσπλαχνο τρόπο πόσο κινήθηκε ο δείκτης του ρολογιού.


Πολλοί νέοι κρύβουν βαθιά μέσα τους έναν τρόμο για τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα την επιθυμούν έντονα. Ακόμη περισσότερο, οι ηλικιωμένοι αισθάνονται τον ίδιο τρόμο για το θάνατο. Πραγματικά, είδα εκείνους που έτρεμαν τη ζωή όταν ήταν νέοι, να υποφέρουν αργότερα το ίδιο από το φόβο του θανάτου. Όταν είναι νέοι προβάλλουν παιδική αντίσταση στις φυσιολογικές απαιτήσεις της ζωής. Μπορεί κανείς να πει το ίδιο όταν είναι γέροι, επειδή φοβούνται με τον ίδιο τρόπο τις φυσιολογικές απαιτήσεις της ζωής Είμαστε τόσο πεπεισμένοι ότι ο θάνατος είναι το τέλος μιας διαδικασίας, ώστε δεν μπορούμε να η συλλάβουμε σαν αφετηρία και ολοκλήρωση, όπως θεωρούμε τους στόχους και τους σκοπούς της νεανικής ζωής.

Η ζωή είναι μια ευεργετική διαδικασία.
Όπως και κάθε άλλη ευεργετική διαδικασία, δεν αντιστρέφεται και έτσι κατευθύνεται προς ένα τέρμα. Αυτό το τέρμα είναι μια κατάσταση ανάπαυσης. Όλα όσα συμβαίνουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρχική διαταραχή της αέναης κατάστασης ανάπαυσης που επιχειρεί πάντα να επανεπιβληθεί.
Η ζωή είναι κατ’ εξοχήν τελεολογία. Είναι ο εσωτερικός αγώνας για επίτευξη και ο ζωντανός οργανισμός είναι ένα σύστημα κατευθυνόμενων στόχων που αναζητούν την εκπλήρωσή τους.
Ο σκοπός κάθε διαδικασίας είναι το τέλος της
. Όλο το ενεργειακό ρεύμα μοιάζει με το δρομέα που αγωνίζεται με μεγάλη προσπάθεια και ολοσχερή κατανάλωση των δυνάμεών του για να φθάσει στο τέρμα.


Η νεανική ανυπομονησία για τον κόσμο και τη ζωή, για την ενατένιση υψηλών προσδοκιών και μακρινών στόχων, είναι η φανερή τελεολογική ανάγκη της ζωής που, αν σε κάποιο σημείο αγκιστρωθεί στο παρελθόν, μετατρέπεται σε φόβο για τη ζωή, νευρωτικές αντιστάσεις, καταθλίψεις και φοβίες, ή αποφυγή των κινδύνων που κάνουν εφικτό τον αόρατο στόχο. Κατά την ωριμότητα και στο μέγιστο της βιολογικής ύπαρξης η ζωή κατευθύνεται χωρίς στάσεις σε ένα σκοπό. Η ζωή αρχίζει να φθίνει με τον ίδιο έντονο και ακαταμάχητο τρόπο. Το τέρμα δεν βρίσκεται πλέον στην κορυφή, αλλά στην κοιλάδα από όπου άρχισε η άνοδος. Η καμπύλη της ζωής μοιάζει με την παραβολή ενός ανύσματος, που διαταράσσεται από την αρχική θέση ηρεμίας, ανυψώνεται και μετά επιστρέφει σε ένα σημείο ανάπαυσης.





Πάντως, η ψυχολογική καμπύλη της ζωής αρνείται να συμφιλιωθεί με αυτό το φυσικό νόμο.
Μερικές φορές η ασυμφωνία αρχίζει νωρίς, κατά την περίοδο της αύξησης.
Το άνυσμα ανυψώνεται βιολογικά αλλά κατέρχεται ψυχολογικά. Γυρίζουμε πίσω και αγκαλιάζουμε τόσο σφικτά την παιδική μας ηλικία σαν να μη μπορούμε να την αποχωριστούμε. Ακινητοποιούμε τους δείκτες του ρολογιού και φανταζόμαστε πως έτσι θα σταματήσουμε το χρόνο. Όταν τελικά φθάσουμε στην κορυφή με καθυστέρηση, τότε πάλι επιβραδύνουμε – ψυχολογικά – ως το σημείο ανάπαυσης.
Αν και βλέπουμε πως γλιστράμε στην άλλη πλευρά, προσκολλούμαστε στην κορυφή που πετύχαμε κάποτε, στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω. Όπως ακριβώς ο φόβος μας απέτρεπε από τη ζωή, έτσι τώρα εμπνέει ανάλογα συναισθήματα για το θάνατο.


Πολλές φορές παραδεχόμαστε πως ο φόβος για τη ζωή μάς συγκρατούσε στην ανοδική τάση, όμως εξαιτίας αυτής ακριβώς της καθυστέρησης υποστηρίζουμε όλο και πιο πολύ την προσκόλληση στην κορυφή που μόλις αγγίξαμε. Αν και είναι φανερό ότι πέρα από κάθε αντίσταση που προβάλλαμε η ζωή επιβεβαίωσε τον προορισμό της, παρόλα αυτά δεν προσέχουμε και προσπαθούμε να την κρατήσουμε ακίνητη. Τότε η ψυχολογία μας χάνει τη φυσική της βάση. Η συνείδηση παραμένει ξεκρέμαστη, ενώ το παραβολικό άνυσμα βυθίζεται επιταχυνόμενο προς τα κάτω.


Η φυσιολογική ζωή είναι το χώμα που τρέφει την ψυχή.
Εκείνος που αποτυγχάνει να εναρμονιστεί με τη ζωή, παραμένει αιωρούμενος, δύσκαμπτος και αυστηρός. Αυτός είναι ο λόγος για το πείσμα που παρουσιάζουν πολλοί άνθρωποι στα γηρατειά τους. Κοιτάζουν πίσω και αγκιστρώνονται στο παρελθόν, με τον κρυφό φόβο του θανάτου στις καρδιές τους. Αποσύρονται από τη ζωή, τουλάχιστον ψυχολογικά, και παραμένουν αδρανείς σαν αναμνηστικές στήλες άλατος, με ζωηρές αναμνήσεις της νιότης αλλά χωρίς ζωντανή σχέση με το παρόν. Από το μέσον της ζωής και μετά, πραγματικά ζωντανός είναι εκείνος που είναι πρόθυμος να πεθάνει γεμάτος ζωή.


Η άρνηση της εκπλήρωσης της ζωής είναι συνώνυμη με την παραδοχή του τέλους της.
Και τα δύο σημαίνουν απροθυμία για ζωή, που είναι ταυτόσημη με την απροθυμία για το θάνατο.
Η ψυχρότητα και η ωχρότητα φέρνουν τα πραγματικά γηρατειά. Όποτε μπορεί, η συνείδησή μας αρνείται να συμβιβαστεί με αυτή την αναμφισβήτητη αλήθεια. Συνήθως αγκαλιάζουμε το παρελθόν και παραμένουμε προσκολλημένοι στην ψευδαίσθηση της νιότης. Το γήρας δεν είναι καθόλου αγαπητό.  Κανείς δεν σκέφτεται ότι η άρνηση της ενηλικίωσης είναι τόσο παράλογη όσο το μην αυξάνεται το μέγεθος των παπουτσιών ενός παιδιού.

Ένας τριαντάρης με παιδικούς τρόπους σίγουρα επισύρει τον οίκτο, αλλά ένας νεανικός εβδομηντάρης δεν είναι υπέροχος; Και όμως, και οι δύο είναι διεστραμμένοι χωρίς προσωπικό ύφος, και αποτελούν ψυχολογικές τερατωδίες. Ένας νέος που δεν αγωνίζεται και δεν κατακτά, έχει χάσει το καλύτερο τμήμα της νιότης του, αλλά και ένας γέρος που δεν γνωρίζει πώς να ακούσει τα μυστικά των ρυακιών που κυλούν από τις κορυφές στις πεδιάδες, δεν προκαλεί αίσθηση. 

Είναι μια πνευματική μούμια, ένα αυστηρό λείψανο του παρελθόντος. 
Στέκεται μακριά από τη ζωή, επαναλαμβάνοντας μηχανικά τον εαυτό του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.



Η ζωή τελειώνει στο θάνατο όπως ένα τροχιοδεικτικό βλήμα που πετάει προς το στόχο του. Η άνοδος και το ζενίθ της δεν είναι παρά σκαλοπάτια προς αυτό το τέρμα. Αυτή η παράδοξη πρόταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα λογικό συμπέρασμα που εξάγεται από το γεγονός πως η ζωή κατευθύνεται προς ένα τέρμα και διακατέχεται από ένα σκοπό.
Εγώ δεν πιστεύω ότι γίνομαι σοφιστής.
Στο ανοδικό κομμάτι της ζωής προσδίδουμε ένα χαρακτήρα σκοπού και κάποιου τέλους, γιατί όχι και στο καθοδικό;
Η γέννηση ενός ανθρώπινου πλάσματος είναι γεμάτη από νόημα, γιατί όχι και ο θάνατος;
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια ο άνθρωπος μεγαλώνοντας προετοιμάζεται για το απόλυτο ξεδίπλωμα της ατομικής του φύσης. Γιατί να μην ετοιμάζεται και ο ηλικιωμένος ανάλογα με το θάνατό του;
Βέβαια, στο ζενίθ της ζωής κάτι κατακτά ο άνθρωπος
Με το θάνατο τι επιτυγχάνει;


Σε αυτό το σημείο δεν θέλω να βγάλω ξαφνικά μια θεωρία από την τσέπη μου και να ζητήσω από τον αναγνώστη να κάνει αυτό που κανείς δεν θα μπορούσε – δηλαδή, να την πιστέψει. Ομολογώ ότι και εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ. Έτσι, δεν μπορώ να πω ότι πρέπει κανείς να πιστέψει το θάνατο σαν δεύτερη γέννηση που οδηγεί στην επιβίωση μετά τον τάφο.
Μπορώ όμως να αναφέρω ότι η κοινή γνώμη έχει συγκεκριμένες απόψεις για το θάνατο που εκφράζονται αλάθητα σε όλες τις θρησκείες του κόσμου. Μπορεί να πει κανείς ότι οι περισσότερες θρησκείες είναι πολύπλοκα συστήματα προετοιμασίας για το θάνατο, τότε ώστε η ζωή – πράγμα που συμφωνεί με την παράδοξη θεωρία μου – πραγματικά πια δεν έχει καμιά σημασία,
παρά σαν προετοιμασία για τον τελικό σκοπό της που είναι ο θάνατος.

Καρλ Γιούνγκ , από  το βιβλίο του  " Ψυχολογία και Απόκρυφο "




Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Να προσέχεις το βλέμμα



Της θύμιζε κατά τις συνεδρίες τους εκείνο το ωραίο του Νίτσε: «Μ’ αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι πιο βαθιά απ’ την πληγή του». 

Να δουλέψουμε με τις πληγές μας αλλά να μην τις γλείφουμε∙ κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε τις ηδονές μας. Η ψυχή είναι πανίσχυρη.
Μην κολλάς! 

Μην κολλάς ούτε στην ψυχανάλυση, προορίζεται μονάχα για τις πληγές, για την ψυχή σου θα προχωρήσεις πιο πέρα, στην πνευματική περιπέτεια.

Για να σου δώσω να καταλάβεις, είναι σαν να πηγαίνεις σε έναν ορθοπεδικό γιατί έσπασες το πόδι σου. Ο ορθοπεδικός θα σου γιατρέψει το κάταγμα, δε θα σου μάθει όμως ούτε να βαδίζεις, ούτε ποιο δρόμο θα περπατήσεις, ούτε πολύ περισσότερο τον προορισμό. Η ευθύνη σου είναι αμεταβίβαστη.
Αν κάτσεις εκεί να σου χαϊδεύουν, να σου κάνουν μασάζ στο σπασμένο πόδι σου, θα ατροφήσεις, θα μείνεις ακίνητη. Ο δρόμος είναι αποκλειστικά δικός σου. Πολύ δύσκολο αυτό αλλά τίποτα σαγηνευτικότερο.

Ετοιμάσου να με εγκαταλείψεις πριν παραλύσεις στο ντιβάνι μου. Να μην εμπιστεύεσαι με την πρώτη τα συναισθήματά σου, ούτε αγαπώ, ούτε δεν αγαπώ να λες εύκολα. Τα ένστικτα ξέρουν θαυμάσια να προσποιούνται πως είναι συναισθήματα ή να εκλογικεύουν την παρουσία τους με δήθεν πνευματικές ιδέες.
Μην νομίζεις καν ότι συμπονάς τον άλλον όσο νομίζεις.
Πάρα πολλές φορές συμπονούμε από ταύτιση, όχι από ανθρωπιά. Παίρνουμε το δράμα του άλλου μέσα μας, φανταζόμαστε πως είμαστε εμείς που μας συμβαίνει και μ’ αυτή τη μετάθεση υποφέρουμε επειδή υποφέρουμε για μας. Συχνά δηλαδή η λύση για κάποιον είναι αυτολύπη. Θέλω να πω δεν είναι ο άλλος το θέμα της στενοχώριας μας, αιτία είναι η ιδέα μας ότι ίσως συμβεί αυτό σε μας και προληπτικά το ζούμε. Πάλι ο εγωκεντρισμός κάνει παιχνίδι, πολύ δύσκολα συμπάσχουμε με τα παθήματα του όντως άλλου, πάρα πολύ δύσκολα τον καταλαβαίνουμε.

Πώς να σου το πω; Δε γίνομαι εγώ εσύ, κάνω εσένα εγώ…
Εκείνο που έλεγαν οι αρχαίοι, πως «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», στην πραγματικότητα των συναισθημάτων, εγώ σου λέω πως μέτρον πάντων: Εγώ. Ο πλησίον είναι τρομερά απόμακρη γη. Για να μη σου πω ανύπαρκτη…Η ουτοπία του άλλου!
Μακάρι, και πιθανόν να υπερβάλλω.

Άλλο μετουσιώνω ένα πάθος μου, άλλο το εκλογικεύω. Η μετουσίωση είναι αγώνας και κάποτε υπέρβαση, η εκλογίκευση είνα πρόφαση εν αμαρτίαις.
Μην κρίνεις από τις πράξεις αυτές καθαυτές, δεν εξηγούν πάντα την ουσία τους. Να γυρεύεις την κρυμμένη πρόθεση, εκεί υπάρχει η εντιμότητα, η καθαρότητα ή όχι της καρδιάς.
Ένας υπέρμετρα εγωιστής μπορεί να διαλέξει για επίδειξη το ρόλο αγίου. Να ζει με σκληρή άσκηση, να κινείται με εντυπωσιακή ευσέβεια, να μοιράζει περιουσίες στην ελεημοσύνη.
Όμως σκοπός του δεν είναι η συμπόνοια, είναι η προβολή, η επίδειξη, ένας αυτοθαυμασμός∙ ένας θρίαμβος στον δικό του κύκλο.

Να προσέχεις. Να προσέχεις το βλέμμα περισσότερο απ’ τα λόγια.


Μ. Βαμβουνάκη, Κυριακή απόγευμα στη Βιέννη (Εκδ. Ψυχογιός) – απόσπασμα

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Ο φόβος της γνώσης


Από τη δική μας οπτική γωνία, η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Freud είναι ότι η μεγάλη αιτία πολλών ψυχολογικών ασθενειών είναι ο φόβος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, τα συναισθήματα, τις παρορμήσεις, τις αναμνήσεις, τις ικανότητες, τις δυνατότητες, το πεπρωμένο του.... Γενικά, αυτού του είδους ο φόβος είναι αμυντικός, με την έννοια ότι είναι μια προστασία της αυτοεκτίμησης μας, της αγάπης και του σεβασμού που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Τείνουμε να φοβόμαστε οποιαδήποτε γνώση θα μπορούσε να μας κάνει να απεχθανόμαστε τον εαυτό μας ή να μας κάνει να νιώθουμε κατώτεροι, αδύναμοι, ανάξιοι, κακοί, επονείδιστοι.


Προστατεύουμε τον εαυτό μας και την ιδανική εικόνα του εαυτού μας με την απώθηση και παρόμοιους αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι κυρίως τεχνικές μέσω των οποίων αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε δυσάρεστες ή επικίνδυνες αλήθειες.
Και στην ψυχοθεραπεία, τις μανούβρες με τις οποίες εξακολουθούμε να αποφεύγουμε αυτή τη συνειδητοποίηση της οδυνηρής αλήθειας, τους τρόπους με τους οποίους πολεμάμε τις προσπάθειες του θεραπευτή να μας βοηθήσει να δούμε την αλήθεια, τους ονομάζουμε «αντίσταση». Όλες οι τεχνικές του θεραπευτή αποκαλύπτουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την αλήθεια, ή είναι τρόποι για να δυναμώσει ο ασθενής έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει την αλήθεια. («Το να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, είναι η σπουδαιότερη προσπάθεια που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος» S. Freud).





Αλλά   υπάρχει ένα άλλο είδος αλήθειας το οποίο τείνουμε να αποφεύγουμε. Όχι μόνο μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχοπαθολογία μας, αλλά επίσης τείνουμε να αποφεύγουμε την προσωπική ανάπτυξη γιατί και αυτή, επίσης, μπορεί να επιφέρει ένα άλλο είδος φόβου, δέους, αισθημάτων αδυναμίας και ανεπάρκειας. Κι έτσι, χρησιμοποιούμε ένα άλλο είδος αντίστασης, μια άρνηση της καλύτερης πλευράς μας, των ταλέντων μας, των καλύτερων ενορμήσεών μας, των ανώτερων δυνατοτήτων μας, της δημιουργικότητας μας. Με δυο λόγια, αυτή είναι η μάχη με το δικό μας μεγαλείο, ο φόβος της ύβρεως.

Αυτό μας θυμίζει ότι ο μύθος μας του Αδάμ και της Εύας, με το επικίνδυνο δέντρο της Γνώσης που πρέπει κανείς να αγγίξει, έχει το αντίστοιχό του σε πολλές άλλες κουλτούρες, οι οποίες πιστεύουν επίσης ότι η ύψιστη γνώση είναι προνόμιο των θεών.
Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια τάση αντί-νοησιαρχίας (μαζί με διάφορες άλλες τάσεις, φυσικά), κάποιο ίχνος προτίμησης για την πίστη και όχι τη γνώση, ή το αίσθημα ότι ορισμένες μορφές γνώσης είναι υπερβολικά επικίνδυνες για να ανακατεύονται οι άνθρωποι με αυτές και καλό είναι να απαγορευτούν ή να διαφυλαχτούν με τους λίγους εκλεκτούς. Στις περισσότερες κουλτούρες, οι επαναστάτες εκείνοι που αψήφησαν τους θεούς αναζητώντας τα μυστικά τους, τιμωρούνταν αυστηρά, όπως ο Αδάμ και η Εύα, ο Προμηθέας και ο Οιδίποδας και έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων σαν προειδοποιήσεις ότι δεν πρέπει να προσπαθούν να μοιάσουν στον Θεό.


Και, αν μου επιτρέπετε να το θέσω πολύ συνοπτικά, είναι ακριβώς αυτό το κομμάτι μας, που έχει κάτι το θεϊκό, για το οποίο έχουμε αντιφατικά συναισθήματα, το οποίο μας γοητεύει αλλά και μας φοβίζει, μας προσελκύει αλλά και μας κάνει να παίρνουμε αμυντική στάση.

Αυτή είναι μια όψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, ότι είμαστε ταυτόχρονα σκουλήκια και θεοί.
Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί μας, οι άνθρωποι που πλησιάζουν περισσότερο στο Θείο, πιστοποιούν ότι χρειάζεται τρομερό κουράγιο στη μοναχική στιγμή της δημιουργίας, της επιβεβαίωσης ενός καινούριου πράγματος (που είναι αντιφατικό με το παλιό). Αυτό είναι ένα είδος τόλμης, να βγαίνεις μπροστά, να ξεχωρίζεις από τους άλλους, να στέκεσαι ολομόναχος, μια πράξη περιφρόνησης, μια πρόκληση. Η στιγμή του φόβου είναι αρκετά κατανοητή αλλά πρέπει παρόλα αυτά να ξεπεραστεί αν πρόκειται να υπάρξει δημιουργία. Έτσι, το να ανακαλύψει κανείς στον εαυτό του ένα μεγάλο ταλέντο μπορεί αναμφίβολα να φέρει ευφορία αλλά φέρνει επίσης και ένα φόβο των κινδύνων, των ευθυνών και των καθηκόντων του να είσαι ηγέτης και του να είσαι μόνος σου.

Η υπευθυνότητα φαίνεται κάποτε βαρύ φορτίο .....

Αβραάμ Μάσλοου,
από το βιβλίο “Ψυχολογία της ύπαρξης”,
εκδ. Δίοδος