Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Οι δαιμονισμένοι (Κεφ 14)



Οι δαιμονισμένοι

Στον Γουίτυ Τίκυ Ρέυ (κεφάλαιο 10) περιέγραψα μία σχετικά ήπια μορφή του συνδρόμου Tourette, αναφερόμουν, όμως, στην ύπαρξη βαρύτερων μορφών, «τρομαχτικά αλλόκοτων και βίαιων». 

Η ιδέα που υπέβαλα ήταν ότι μερικοί άνθρωποι έχουν ίσως τη δυνατότητα να προσαρμόζουν το σύνδρομο Tourette μέσα στα πλαίσια μιας ανοιχτής προσωπικότητας, ενώ άλλοι θα «ήταν πράγματι "δαιμονισμένοι" και δε θα είχαν καν τη δυνατότητα να βρουν μια πραγματική ταυτότητα κάτω από την τρομαχτική πίεση και το χάος που επιβάλλουν οι παρορμήσεις του συνδρόμου». Ο ίδιος ο Tourette και πολλοί από τους πιο παλιούς κλινικούς γιατρούς συνήθιζαν να ξεχωρίζουν μία κακοήθη μορφή του συνδρόμου,που μπορεί να αποσυνθέσει την προσωπικότητα και να οδηγήσει σε μια παράξενη, φαντασμαγορική, παντομιμική και συχνά αποπροσωπο-ποιητική μορφή «ψύχωσης» ή φρενίτιδας. Αυτή η μορφή του συνδρόμου Tourette —ένα «υπερ-σύνδρομο Tourette»— είναι πολύ σπάνιο, ως πενήντα φορές σπανιότερο απ' ό,τι η συνηθισμένη μορφή του συνδρόμου Tourette, και μπορεί να είναι και ποιοτικά διαφορετικό, όπως είναι πολύ πιο έντονο από οποιαδήποτε από τις κοινές μορφές της διαταραχής. Αυτή η «ψύχωση του Tourette», αυτή η ιδιόμορφη ταυτοτική φρενίτιδα, είναι πολύ διαφορετική από την κοινή ψύχωση* εξαιτίας της υποκείμενης, ιδιότυπης φυσιολογίας και σημειολογίας της. Εντούτοις, παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες, από τη μία με τις φρενήρεις κινητικές ψυχώσεις που προκαλεί μερικές φορές η L-Dopa και, από την άλλη, με τη μυθοπλαστική φρενίτιδα της ψύχωσης του Korsakov  (βλέπε παραπάνω, κεφάλαιο 12). 
Και όπως και αυτές, μπορεί σχεδόν να εξαφανίσει, κάτω από το βάρος της, την προσωπικότητα.
* Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά καταχρηστικά τον όρο ψύχωση, δίνοντας του την έννοια που έχει στην καθομιλουμένη, και με την αυθαίρετη παραδοσιακή απόδοση του σε διάφορα σύνδρομα, πάντως όχι σε συμφωνία με την αυστηρή έννοια των κατηγοριοποιήσεων της ψυχιατρικής. (Σ.τ.Μ.) 

Την επόμενη της μέρας που είδα τον Ρέυ, τον πρώτο μου τουρετικό, τα μάτια μου άνοιξαν, όπως είπα και πιο πάνω, όταν, περπατώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είδα, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρεις τουρετικούς, όλους τόσο χαρακτηριστικούς, όσο κι ο Ρέυ, αν και πιο παραγωγικούς. 
Ήταν μια μέρα οραμάτων για το μάτι του νευρολόγου.Μέσα από μια γοργή εναλλαγή εικόνων, υπήρξα μάρτυρας του τι σημαίνει να έχει κάποιος ένα σύνδρομο Tourette σοβαρότερου βαθμού,όχι, δηλαδή, μόνο με τικ και σπασμούς των κινήσεων αλλά με τικ και με σπασμούς της αντίληψης, της φαντασίας, ολόκληρης της προσωπικότητας.  Ο Ρέυ μου είχε δώσει μια ιδέα αυτού που θα μπορούσε να συμβαίνει στο δρόμο. Αλλά δεν αρκεί να σου το πουν. Πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια. 
Και η κλινική ή ο θάλαμος του νοσοκομείου όπου βρίσκεται συνήθως ο γιατρός δεν είναι πάντα το καλύτερο μέρος για να παρατηρείς την αρρώστια, τουλάχιστον όταν πρόκειται για μια διαταραχή, που, αν και οργανική στην προέλευση της, εκφράζεται με παρορμήσεις, με μίμηση, αποπροσωποποίηση, αντίδραση, αλληλεπίδραση,που φτάνουν σε ακραίο και σχεδόν απίστευτο βαθμό υπερβολής. Η κλινική, το εργαστήριο, ο θάλαμος του νοσοκομείου στοχεύουν στον περιορισμό και την επικέντρωση της συμπεριφοράς, αν όχι τελικά στον ολοκληρωτικό αποκλεισμό της. 
Ο προορισμός αυτών των χώρων είναι η συστηματική και επιστημονική νευρολογία. Είναι αφιερωμένοι σε καθιερωμένες εξετάσεις και προσπάθειες συγκεκριμένης κατεύθυνσης και δεν προσφέρονται για την άσκηση μιας ανοιχτής, νατουραλιστικής νευρολογίας. 
Για να ασκήσει κανείς αυτού του τύπου τη νευρολογία, πρέπει να δει τον άρρωστο τη στιγμή που δεν ελέγχει τον εαυτό του,που δεν υποψιάζεται ότι τον παρατηρούν, ενώ βρίσκεται μέσα στον αληθινό κόσμο, παραδομένος εντελώς στο κέντρισμα και το παιχνίδι της κάθε ενόρμησης, ενώ ο ίδιος ο παρατηρητής δε γίνεται αντιληπτός.  Τι το καλύτερο γι' αυτό το σκοπό από ένα δρόμο στη Νέα Υόρκη—έναν ανώνυμο δημόσιο δρόμο σε μία απέραντη πόλη— όπου το άτομο που υπόκειται σε παράλογες, παρορμητικές διαταραχές μπορεί να απολαύσει και να επιδείξει σε όλη της την ένταση την τερατώδη ελευθερία, ή τη σκλαβιά, της κατάστασης του;  

Η «νευρολογία του δρόμου» στην πραγματικότητα έχει ορισμένα αξιοσέβαστα προηγούμενα. Ο James Parkinson, μανιώδης περιπατητής των δρόμων του Λονδίνου —όσο και ο Τσαρλς Ντίκενς σαράντα χρόνια αργότερα— μελέτησε τις βασικές γραμμές της ασθένειας που φέρει το όνομα του όχι στο γραφείο του αλλά στους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου.
Η νόσος του Parkinson, πράγματι, δεν μπορεί να παρατηρηθεί, να κατανοηθεί σε όλη της την έκταση μέσα στην κλινική· απαιτεί έναν ανοιχτό χώρο που να επιτρέπει πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις, για να αποκαλύψει εντελώς τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της (που δείχνει πολύ ωραία η ταινία Ιβάν, του Τζόναθαν Μίλερ). Η νόσος του Parkinson πρέπει να μελετηθεί μέσα στον κόσμο για να μπορέσει να γίνει τέλεια κατανοητή, και αν αυτό είναι αληθινό γι αυτή, πόσο πιο αληθινό δε θα είναι για το σύνδρομο Tourette. Έτσι, μία εξαιρετική περιγραφή ενός μιμητικού και κωμικού ανθρώπου με τικ, στους δρόμους του Παρισιού, δίνεται από την πλευρά του, στο «Les confidences d'unticqueur» («Οι εξομολογήσεις ενός τίκερ») που αποτελεί τον πρόλογο του μεγάλου βιβλίου των Meige και Feindel Tics  (1901), ενώ μία σκιαγράφηση ενός τίκερ με μανιερισμούς, επίσης στους δρόμους του Παρισιού, δίνει ο Ρίλκε στις Σημειώσεις του Μάλτε Λάονριτς Μπρίγκε. 


Με τον ίδιο τρόπο, δεν ήταν το γεγονός ότι είδα τον Ρέυ στο γραφείο μου,αλλά κυρίως αυτό που είδα την επόμενη μέρα, που υπήρξε μία αποκάλυψη για μένα. Μία σκηνή, ιδιαίτερα, ήταν τόσο ξεχωριστή, που παραμένει στη μνήμη μου τόσο ζωντανή σήμερα, όσο και την ημέρα που την είδα.

                                                               -----------  

Το βλέμμα μου τράβηξε μία γκριζομάλλα γυναίκα στα 60 της που βρισκόταν φανερά έρμαιο μιας φοβερής διαταραχής, παρόλο που αυτό που συνέβαινε, αυτό που τόσο με συντάραξε, δε μου ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Είχε μια επιληπτική κρίση; Τι διάβολο ήταν αυτό που την έκανε να ταράζεται από τους σπασμούς και, από κάποιο είδος αλληλεγγύης ή μεταδοτικότητας, με τα τικ και τις συσπάσεις της έκανε να ταράζεται από σπασμούς καθέναν με τον οποίο διασταυρωνόταν στο δρόμο της.Καθώς πλησίασα περισσότερο, είδα τι συνέβαινε.

Μιμούνταν τους περαστικούς,
αν και «μίμηση» ήταν μια πολύ αδύνατη, πολύ παθητική λέξη. Δε θα 'πρεπε μάλλον να πούμε ότι κορόιδευε όποιον περνούσε;  Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, είχε «γε-λοιογραφήσει» τους πάντες .Είχα δει αναρίθμητους μίμους και μιμήσεις, κλόουν και κωμικούς, αλλά τίποτα δεν έφτανε αυτό το ανατριχιαστικό θαύμα που παρακολουθούσα τώρα: αυτό το ουσιαστικά στιγμιαίο, αυτόματο και σπασμωδικό αντικαθρέφτισμα του κάθε προσώπου και φιγούρας. Δεν ήταν, όμως μία απλή μίμηση, όσο και αν ήταν ασυνήθιστη από μόνη της. Η γυναίκα δεν έπαιρνε μόνο την έκφραση, δεν απορροφούσε μόνο τις μορφές αναρίθμητων ανθρώπων, αλλά επιπλέον τους παρωδούσε.

Κάθε αντικαθρέφτισμα ήταν και μια παρωδία, μία κοροϊδία, μία υπερβολή των πιο χτυπητών κινήσεων και εκφράσεων, μια υπερβολή που, όμως, δεν ήταν μόνο κάτω από τον έλεγχο της βούλησης, αλλά ήταν και σπασμωδική, σαν συνέπεια της βίαιης επιτάχυνσης και της παραμόρφωσης όλων των δικών της κινήσεων. Ένα αργό χαμόγελο, που διαγραφόταν με τερατώδη ταχύτητα, γινόταν μία βίαιη γκριμάτσα που κράταγε μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου· μια πλατιά κίνηση, μ' αυτή την ταχύτητα θα γινόταν ένας φαρσοειδής σπασμός.Στο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να προσπεράσει ένα μικρό οικοδομικό τετράγωνο αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, εκτός εαυτού,έφτιαξε τις καρικατούρες σαράντα ή πενήντα περαστικών, φρενιτικά,μέσα από μια ταχύτατη διαδοχή καλειδοσκοπικών μιμήσεων που καθεμιά διαρκούσε ένα ή δυο δευτερόλεπτα, μερικές φορές λιγότερο, ενώ ολόκληρη αυτή η ιλιγγιώδης διαδοχή δε διήρκεσε περισσότερο από δυο λεπτά. Υπήρχαν ακόμη αστείες μιμήσεις δεύτερου και τρίτου βαθμού: ο κόσμος στο δρόμο, έκπληκτος, σκανδαλισμένος, ταραγμένος από τις μιμήσεις της, ξανάπαιρνε αυτές τις εκφράσεις αντιδρώντας σ' αυτή· και με τη σειρά τους αυτές οι εκφράσεις ξανακαθρεφτίζονταν, ξαναγύριζαν και πάλι παραμορφωμένες από την κυρία με το Tourette, προκαλώντας ακόμα περισσότερο σκανδαλισμό και κατάπληξη. Αυτή η αλλόκοτη, ακούσια αντήχηση ή η αμοιβαιότητα, από την οποία παρασυρόταν ο
οποιοσδήποτε μέσα σε μια παράλογα μεγεθυντική αλληλεπίδραση, ήταν η αιτία της αναταραχής που είχα αντιληφθεί από την απόσταση που βρισκόμουν. 
Αυτή η γυναίκα, που γινόταν ο καθένας, έχανε τον εαυτό της και γινόταν κανένας. 
Αυτή η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα,τις χίλιες μάσκες, τις personae πώς αισθανόταν η ίδια
μέσα σ' αυτό τον ανεμοστρόβιλο των ταυτοτήτων; 

Η απάντηση ήρθε γρήγορα, χωρίς να αργήσει καθόλου· γιατί η συσσώρευση των πιέσεων, τόσο αυτής που έβγαινε από την ίδια, όσο και από τους άλλους, πλησίαζε πολύ γρήγορα στο εκρηκτικό της σημείο. 
Ξάφνου, μέσα σε μια απελπισία, η ηλικιωμένη γυναίκα έστριψε μέσα σε μια αλέα που απομακρυνόταν από τον κύριο δρόμο. Και εκεί, μέσα σε μια εικόνα κάποιου που υποφέρει από βίαιους ιλίγγους, απέβαλε, άπειρα επιταχυμένες και συντομευμένες, όλες τις κινήσεις, τις στάσεις, τις εκφράσεις, τις συμπεριφορές, ολόκληρα τα συμπεριφερειολογικά ρεπερτόρια των σαράντα ή πενήντα ανθρώπων που είχε συναντήσει στο δρόμο της. Ξέρασε μία τεράστια ποσότητα στομαχικού περιεχομένου από παντομίμες, γεμάτο από τις ταυτότητες των τελευταίων πενήντα ανθρώπων που την είχαν κυριαρχήσει. Και αν η απορρόφηση τους είχε κρατήσει δύο λεπτά, η αποβολή τους έγινε μέσα σε μία απλή εκπνοή, πενήντα άνθρωποι σε δέκα δευτερόλεπτα, ένα πέμπτο του δευτερολέπτου ή και λιγότερο για την περίληψη του ρεπερτορίου του κάθε προσώπου.

Αργότερα έμελλε να αφιερώσω εκατοντάδες ώρες μιλώντας, παρατηρώντας, μαγνητοσκοπώντας και μαθαίνοντας από τους ασθενείς με σύνδρομο Tourette. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δε νομίζω ότι με δίδαξε τόσο γρήγορα και σε τόσο βάθος, τίποτα δε με επηρέασε όσο αυτά τα δύο λεπτά σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης.
Εκείνη η στιγμή με έκανε να σκεφτώ ότι τέτοιοι «υπερ-τουρετικοί»,εξαιτίας μιας οργανικής ιδιορρυθμίας, χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμιά ευθύνη γι' αυτό, βρίσκονται σε μια εντελώς ασυνήθιστη, πραγματικά μοναδική, υπαρξιακή θέση που έχει κάποιες αναλογίες μ' αυτή των μανιακών 
«υπερ-Korsakov» αλλά που, φυσικά, έχει μία εντελώς διαφορετική γένεση και εντελώς διαφορετικές συνέπειες.   Και τα δύο μπορούν να οδηγήσουν σε μια ασυναρτησία, σε ένα παραλήρημα ταυτότητας. Ο κορσακοφικός, ίσως χάρη σε μια σπλαχνική τύχη, ποτέ δεν το ξέρει, ενώ ο τουρετικός αντιλαμβάνεται την τραγική του κατάσταση με μια βασανιστική και, ίσως τελικά, ειρωνική οξύτητα, αν και μπορεί να είναι ανίκανος ή και να μην επιθυμεί να κάνει κάτι γι' αυτή την κατάσταση.

Γιατί εκεί που οδηγείται ο κορσακοφικός, εξαιτίας της αμνησίας του, της απουσίας του, ο τουρετικός οδηγείται από την υπερβολική του παρόρμηση, παρόρμηση της οποίας είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το θύμα, παρόρμηση την οποία μπορεί να απεχθάνεται, αλλά δεν μπορεί να απαρνηθεί. Ωθείται έτσι, αντίθετα από τον κορσακοφικό, σε μια διφορούμενη σχέση με τη διαταραχή του: την υποτάσσει και συγχρόνως υποτάσσεται σ' αυτή, παίζει μ' αυτή: η οποιαδήποτε ποικιλία σύγκρουσης ή αντίθετα και συμπαιγνίας είναι δυνατή.  
Το Εγώ του τουρετικού, στερημένο από τα φυσιολογικά, προστατευτικά εμπόδια της αναστολής, τα φυσιολογικά, οργανικά προκαθορισμένα όριά του, υπόκειται σε ένα βομβαρδισμό που διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Ξεγελιέται και υφίσταται την επίθεση παρορμήσεων από έξω κι από μέσα, παρορμήσεων που είναι οργανικές και σπασμωδικές,αλλά επίσης προσωπικές (ή μάλλον ψευδο-προσωπικές) και που του ασκούν γοητεία. 

Πώς θα καταφέρει, πώς θα μπορέσει το Εγώ να αντέξει αυτό το βομβαρδισμό; Θα επιβιώσει η ταυτότητα; Μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται απέναντι σε έναν τέτοιο θρυμματισμό, απέναντι σε τέτοιες πιέσεις, ή θα πλημμυρίσει στο βαθμό που να παράγει μία «τουρετική ψυχή» (αυτές ακριβώς τις λέξεις χρησιμοποίησε ένας ασθενής που είδα αργότερα); Υπάρχει μία οργανική, μία υπαρξιακή, μία σχεδόν θεολογική πίεση επάνω στην ψυχή του τουρετικού, είτε μπορεί να κρατηθεί ολόκληρη και κυρίαρχη είτε να παρασυρθεί, κατειλημμένη και αποπροσωποποιημένη, από την οποιαδήποτε αμεσότητα και παρόρμηση.

Ο Hume, όπως αναφέραμε, έγραφε:
«Τολμώ να βεβαιώσω... ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά μία δέσμη ή συλλογή από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα, σε μία διαρκή ροή και κίνηση».

Για τον Hume, λοιπόν, η προσωπική ταυτότητα είναι μία φαντασίωση, δεν υπάρχουμε, δεν είμαστε παρά το αποτέλεσμα εντυπώσεων, αντιλήψεων.Είναι σαφές ότι δε συμβαίνει έτσι με ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον, γιατί κατέχει τις ίδιες του τις αντιλήψεις. Δεν είναι ένα σκέτο ρεύμα,είναι δικές του,
ενωμένες από μία διαρκή ατομικότητα ή αλλιώς Εγώ.  Αυτό, όμως, που περιγράφει ο Hume μπορεί να είναι ακριβώς η περίπτωση για ένα ον τόσο ασταθές, όσο ένας υπερ-τουρετικός, του οποίου η ζωή είναι, σε κάποιο βαθμό, μία συνέπεια τυχαίων ή σπασμωδικών αντιλήψεων και κινήσεων στο κενό, ένα φαντασμαγορικό σύνολο χωρίς κέντρο και χωρίς νόημα. Από αυτή την άποψη είναι μάλλον ένα ον τύπου Hume παρά ένα ανθρώπινο ον.

Αυτή είναι η φιλοσοφική,σχεδόν θεολογική, μοίρα που παραμονεύει, αν το ποσοστό παρόρμησης στο Εγώ είναι συντριπτικό. Παρουσιάζει ομοιότητες με μία «φροϋδική» μοίρα που επίσης συνίσταται στην υπερεκχείλιση από τις ορμές, η φροϋδική μοίρα, όμως, έχει ένα νόημα —έστω και τραγικό— ενώ αυτή η κατά Hume μοίρα είναι χωρίς νόημα και παράλογη.  Ο υπερ-τουρετικός, λοιπόν, είναι αναγκασμένος να πολεμά, όπως κανένας άλλος, απλώς για να επιβιώσει, να γίνει ένα άτομο, και να επιβιώσει σαν τέτοιο, αντιμέτωπος με τη διαρκή ενόρμηση. Μπορεί, από την πρώτη παιδική ηλικία, να είναι αντιμέτωπος με εξαιρετικά εμπόδια για την εξατομίκευση του, στην εξέλιξη του σαν πραγματικού ατόμου.

Το θαύμα έγκειται στο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το πετυχαίνει· 
γιατί οι δυνάμεις της επιβίωσης, της θέλησης για επιβίωση, και για μια επιβίωση σαν ένα ξεχωριστό μη αλλοτριώσιμο άτομο, είναι, απόλυτα, οι μεγαλύτερες δυνάμεις της ύπαρξης μας: δυνατότερες από οποιεσδήποτε ορμές, δυνατότερες από την αρρώστια. 
Η Υγεία, η μαχόμενη υγεία, είναι συνήθως ο νικητής 



Kεφ 2 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”,
εκδόσεις Καστανιώτη, 
μτφ Κώστα Ποτάγας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου