Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Οι δαιμονισμένοι (Κεφ 14)



Οι δαιμονισμένοι

Στον Γουίτυ Τίκυ Ρέυ (κεφάλαιο 10) περιέγραψα μία σχετικά ήπια μορφή του συνδρόμου Tourette, αναφερόμουν, όμως, στην ύπαρξη βαρύτερων μορφών, «τρομαχτικά αλλόκοτων και βίαιων». 

Η ιδέα που υπέβαλα ήταν ότι μερικοί άνθρωποι έχουν ίσως τη δυνατότητα να προσαρμόζουν το σύνδρομο Tourette μέσα στα πλαίσια μιας ανοιχτής προσωπικότητας, ενώ άλλοι θα «ήταν πράγματι "δαιμονισμένοι" και δε θα είχαν καν τη δυνατότητα να βρουν μια πραγματική ταυτότητα κάτω από την τρομαχτική πίεση και το χάος που επιβάλλουν οι παρορμήσεις του συνδρόμου». Ο ίδιος ο Tourette και πολλοί από τους πιο παλιούς κλινικούς γιατρούς συνήθιζαν να ξεχωρίζουν μία κακοήθη μορφή του συνδρόμου,που μπορεί να αποσυνθέσει την προσωπικότητα και να οδηγήσει σε μια παράξενη, φαντασμαγορική, παντομιμική και συχνά αποπροσωπο-ποιητική μορφή «ψύχωσης» ή φρενίτιδας. Αυτή η μορφή του συνδρόμου Tourette —ένα «υπερ-σύνδρομο Tourette»— είναι πολύ σπάνιο, ως πενήντα φορές σπανιότερο απ' ό,τι η συνηθισμένη μορφή του συνδρόμου Tourette, και μπορεί να είναι και ποιοτικά διαφορετικό, όπως είναι πολύ πιο έντονο από οποιαδήποτε από τις κοινές μορφές της διαταραχής. Αυτή η «ψύχωση του Tourette», αυτή η ιδιόμορφη ταυτοτική φρενίτιδα, είναι πολύ διαφορετική από την κοινή ψύχωση* εξαιτίας της υποκείμενης, ιδιότυπης φυσιολογίας και σημειολογίας της. Εντούτοις, παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες, από τη μία με τις φρενήρεις κινητικές ψυχώσεις που προκαλεί μερικές φορές η L-Dopa και, από την άλλη, με τη μυθοπλαστική φρενίτιδα της ψύχωσης του Korsakov  (βλέπε παραπάνω, κεφάλαιο 12). 
Και όπως και αυτές, μπορεί σχεδόν να εξαφανίσει, κάτω από το βάρος της, την προσωπικότητα.
* Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά καταχρηστικά τον όρο ψύχωση, δίνοντας του την έννοια που έχει στην καθομιλουμένη, και με την αυθαίρετη παραδοσιακή απόδοση του σε διάφορα σύνδρομα, πάντως όχι σε συμφωνία με την αυστηρή έννοια των κατηγοριοποιήσεων της ψυχιατρικής. (Σ.τ.Μ.) 

Την επόμενη της μέρας που είδα τον Ρέυ, τον πρώτο μου τουρετικό, τα μάτια μου άνοιξαν, όπως είπα και πιο πάνω, όταν, περπατώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είδα, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρεις τουρετικούς, όλους τόσο χαρακτηριστικούς, όσο κι ο Ρέυ, αν και πιο παραγωγικούς. 
Ήταν μια μέρα οραμάτων για το μάτι του νευρολόγου.Μέσα από μια γοργή εναλλαγή εικόνων, υπήρξα μάρτυρας του τι σημαίνει να έχει κάποιος ένα σύνδρομο Tourette σοβαρότερου βαθμού,όχι, δηλαδή, μόνο με τικ και σπασμούς των κινήσεων αλλά με τικ και με σπασμούς της αντίληψης, της φαντασίας, ολόκληρης της προσωπικότητας.  Ο Ρέυ μου είχε δώσει μια ιδέα αυτού που θα μπορούσε να συμβαίνει στο δρόμο. Αλλά δεν αρκεί να σου το πουν. Πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια. 
Και η κλινική ή ο θάλαμος του νοσοκομείου όπου βρίσκεται συνήθως ο γιατρός δεν είναι πάντα το καλύτερο μέρος για να παρατηρείς την αρρώστια, τουλάχιστον όταν πρόκειται για μια διαταραχή, που, αν και οργανική στην προέλευση της, εκφράζεται με παρορμήσεις, με μίμηση, αποπροσωποποίηση, αντίδραση, αλληλεπίδραση,που φτάνουν σε ακραίο και σχεδόν απίστευτο βαθμό υπερβολής. Η κλινική, το εργαστήριο, ο θάλαμος του νοσοκομείου στοχεύουν στον περιορισμό και την επικέντρωση της συμπεριφοράς, αν όχι τελικά στον ολοκληρωτικό αποκλεισμό της. 
Ο προορισμός αυτών των χώρων είναι η συστηματική και επιστημονική νευρολογία. Είναι αφιερωμένοι σε καθιερωμένες εξετάσεις και προσπάθειες συγκεκριμένης κατεύθυνσης και δεν προσφέρονται για την άσκηση μιας ανοιχτής, νατουραλιστικής νευρολογίας. 
Για να ασκήσει κανείς αυτού του τύπου τη νευρολογία, πρέπει να δει τον άρρωστο τη στιγμή που δεν ελέγχει τον εαυτό του,που δεν υποψιάζεται ότι τον παρατηρούν, ενώ βρίσκεται μέσα στον αληθινό κόσμο, παραδομένος εντελώς στο κέντρισμα και το παιχνίδι της κάθε ενόρμησης, ενώ ο ίδιος ο παρατηρητής δε γίνεται αντιληπτός.  Τι το καλύτερο γι' αυτό το σκοπό από ένα δρόμο στη Νέα Υόρκη—έναν ανώνυμο δημόσιο δρόμο σε μία απέραντη πόλη— όπου το άτομο που υπόκειται σε παράλογες, παρορμητικές διαταραχές μπορεί να απολαύσει και να επιδείξει σε όλη της την ένταση την τερατώδη ελευθερία, ή τη σκλαβιά, της κατάστασης του;  

Η «νευρολογία του δρόμου» στην πραγματικότητα έχει ορισμένα αξιοσέβαστα προηγούμενα. Ο James Parkinson, μανιώδης περιπατητής των δρόμων του Λονδίνου —όσο και ο Τσαρλς Ντίκενς σαράντα χρόνια αργότερα— μελέτησε τις βασικές γραμμές της ασθένειας που φέρει το όνομα του όχι στο γραφείο του αλλά στους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου.
Η νόσος του Parkinson, πράγματι, δεν μπορεί να παρατηρηθεί, να κατανοηθεί σε όλη της την έκταση μέσα στην κλινική· απαιτεί έναν ανοιχτό χώρο που να επιτρέπει πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις, για να αποκαλύψει εντελώς τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της (που δείχνει πολύ ωραία η ταινία Ιβάν, του Τζόναθαν Μίλερ). Η νόσος του Parkinson πρέπει να μελετηθεί μέσα στον κόσμο για να μπορέσει να γίνει τέλεια κατανοητή, και αν αυτό είναι αληθινό γι αυτή, πόσο πιο αληθινό δε θα είναι για το σύνδρομο Tourette. Έτσι, μία εξαιρετική περιγραφή ενός μιμητικού και κωμικού ανθρώπου με τικ, στους δρόμους του Παρισιού, δίνεται από την πλευρά του, στο «Les confidences d'unticqueur» («Οι εξομολογήσεις ενός τίκερ») που αποτελεί τον πρόλογο του μεγάλου βιβλίου των Meige και Feindel Tics  (1901), ενώ μία σκιαγράφηση ενός τίκερ με μανιερισμούς, επίσης στους δρόμους του Παρισιού, δίνει ο Ρίλκε στις Σημειώσεις του Μάλτε Λάονριτς Μπρίγκε. 


Με τον ίδιο τρόπο, δεν ήταν το γεγονός ότι είδα τον Ρέυ στο γραφείο μου,αλλά κυρίως αυτό που είδα την επόμενη μέρα, που υπήρξε μία αποκάλυψη για μένα. Μία σκηνή, ιδιαίτερα, ήταν τόσο ξεχωριστή, που παραμένει στη μνήμη μου τόσο ζωντανή σήμερα, όσο και την ημέρα που την είδα.

                                                               -----------  

Το βλέμμα μου τράβηξε μία γκριζομάλλα γυναίκα στα 60 της που βρισκόταν φανερά έρμαιο μιας φοβερής διαταραχής, παρόλο που αυτό που συνέβαινε, αυτό που τόσο με συντάραξε, δε μου ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Είχε μια επιληπτική κρίση; Τι διάβολο ήταν αυτό που την έκανε να ταράζεται από τους σπασμούς και, από κάποιο είδος αλληλεγγύης ή μεταδοτικότητας, με τα τικ και τις συσπάσεις της έκανε να ταράζεται από σπασμούς καθέναν με τον οποίο διασταυρωνόταν στο δρόμο της.Καθώς πλησίασα περισσότερο, είδα τι συνέβαινε.

Μιμούνταν τους περαστικούς,
αν και «μίμηση» ήταν μια πολύ αδύνατη, πολύ παθητική λέξη. Δε θα 'πρεπε μάλλον να πούμε ότι κορόιδευε όποιον περνούσε;  Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, είχε «γε-λοιογραφήσει» τους πάντες .Είχα δει αναρίθμητους μίμους και μιμήσεις, κλόουν και κωμικούς, αλλά τίποτα δεν έφτανε αυτό το ανατριχιαστικό θαύμα που παρακολουθούσα τώρα: αυτό το ουσιαστικά στιγμιαίο, αυτόματο και σπασμωδικό αντικαθρέφτισμα του κάθε προσώπου και φιγούρας. Δεν ήταν, όμως μία απλή μίμηση, όσο και αν ήταν ασυνήθιστη από μόνη της. Η γυναίκα δεν έπαιρνε μόνο την έκφραση, δεν απορροφούσε μόνο τις μορφές αναρίθμητων ανθρώπων, αλλά επιπλέον τους παρωδούσε.

Κάθε αντικαθρέφτισμα ήταν και μια παρωδία, μία κοροϊδία, μία υπερβολή των πιο χτυπητών κινήσεων και εκφράσεων, μια υπερβολή που, όμως, δεν ήταν μόνο κάτω από τον έλεγχο της βούλησης, αλλά ήταν και σπασμωδική, σαν συνέπεια της βίαιης επιτάχυνσης και της παραμόρφωσης όλων των δικών της κινήσεων. Ένα αργό χαμόγελο, που διαγραφόταν με τερατώδη ταχύτητα, γινόταν μία βίαιη γκριμάτσα που κράταγε μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου· μια πλατιά κίνηση, μ' αυτή την ταχύτητα θα γινόταν ένας φαρσοειδής σπασμός.Στο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να προσπεράσει ένα μικρό οικοδομικό τετράγωνο αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, εκτός εαυτού,έφτιαξε τις καρικατούρες σαράντα ή πενήντα περαστικών, φρενιτικά,μέσα από μια ταχύτατη διαδοχή καλειδοσκοπικών μιμήσεων που καθεμιά διαρκούσε ένα ή δυο δευτερόλεπτα, μερικές φορές λιγότερο, ενώ ολόκληρη αυτή η ιλιγγιώδης διαδοχή δε διήρκεσε περισσότερο από δυο λεπτά. Υπήρχαν ακόμη αστείες μιμήσεις δεύτερου και τρίτου βαθμού: ο κόσμος στο δρόμο, έκπληκτος, σκανδαλισμένος, ταραγμένος από τις μιμήσεις της, ξανάπαιρνε αυτές τις εκφράσεις αντιδρώντας σ' αυτή· και με τη σειρά τους αυτές οι εκφράσεις ξανακαθρεφτίζονταν, ξαναγύριζαν και πάλι παραμορφωμένες από την κυρία με το Tourette, προκαλώντας ακόμα περισσότερο σκανδαλισμό και κατάπληξη. Αυτή η αλλόκοτη, ακούσια αντήχηση ή η αμοιβαιότητα, από την οποία παρασυρόταν ο
οποιοσδήποτε μέσα σε μια παράλογα μεγεθυντική αλληλεπίδραση, ήταν η αιτία της αναταραχής που είχα αντιληφθεί από την απόσταση που βρισκόμουν. 
Αυτή η γυναίκα, που γινόταν ο καθένας, έχανε τον εαυτό της και γινόταν κανένας. 
Αυτή η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα,τις χίλιες μάσκες, τις personae πώς αισθανόταν η ίδια
μέσα σ' αυτό τον ανεμοστρόβιλο των ταυτοτήτων; 

Η απάντηση ήρθε γρήγορα, χωρίς να αργήσει καθόλου· γιατί η συσσώρευση των πιέσεων, τόσο αυτής που έβγαινε από την ίδια, όσο και από τους άλλους, πλησίαζε πολύ γρήγορα στο εκρηκτικό της σημείο. 
Ξάφνου, μέσα σε μια απελπισία, η ηλικιωμένη γυναίκα έστριψε μέσα σε μια αλέα που απομακρυνόταν από τον κύριο δρόμο. Και εκεί, μέσα σε μια εικόνα κάποιου που υποφέρει από βίαιους ιλίγγους, απέβαλε, άπειρα επιταχυμένες και συντομευμένες, όλες τις κινήσεις, τις στάσεις, τις εκφράσεις, τις συμπεριφορές, ολόκληρα τα συμπεριφερειολογικά ρεπερτόρια των σαράντα ή πενήντα ανθρώπων που είχε συναντήσει στο δρόμο της. Ξέρασε μία τεράστια ποσότητα στομαχικού περιεχομένου από παντομίμες, γεμάτο από τις ταυτότητες των τελευταίων πενήντα ανθρώπων που την είχαν κυριαρχήσει. Και αν η απορρόφηση τους είχε κρατήσει δύο λεπτά, η αποβολή τους έγινε μέσα σε μία απλή εκπνοή, πενήντα άνθρωποι σε δέκα δευτερόλεπτα, ένα πέμπτο του δευτερολέπτου ή και λιγότερο για την περίληψη του ρεπερτορίου του κάθε προσώπου.

Αργότερα έμελλε να αφιερώσω εκατοντάδες ώρες μιλώντας, παρατηρώντας, μαγνητοσκοπώντας και μαθαίνοντας από τους ασθενείς με σύνδρομο Tourette. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δε νομίζω ότι με δίδαξε τόσο γρήγορα και σε τόσο βάθος, τίποτα δε με επηρέασε όσο αυτά τα δύο λεπτά σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης.
Εκείνη η στιγμή με έκανε να σκεφτώ ότι τέτοιοι «υπερ-τουρετικοί»,εξαιτίας μιας οργανικής ιδιορρυθμίας, χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμιά ευθύνη γι' αυτό, βρίσκονται σε μια εντελώς ασυνήθιστη, πραγματικά μοναδική, υπαρξιακή θέση που έχει κάποιες αναλογίες μ' αυτή των μανιακών 
«υπερ-Korsakov» αλλά που, φυσικά, έχει μία εντελώς διαφορετική γένεση και εντελώς διαφορετικές συνέπειες.   Και τα δύο μπορούν να οδηγήσουν σε μια ασυναρτησία, σε ένα παραλήρημα ταυτότητας. Ο κορσακοφικός, ίσως χάρη σε μια σπλαχνική τύχη, ποτέ δεν το ξέρει, ενώ ο τουρετικός αντιλαμβάνεται την τραγική του κατάσταση με μια βασανιστική και, ίσως τελικά, ειρωνική οξύτητα, αν και μπορεί να είναι ανίκανος ή και να μην επιθυμεί να κάνει κάτι γι' αυτή την κατάσταση.

Γιατί εκεί που οδηγείται ο κορσακοφικός, εξαιτίας της αμνησίας του, της απουσίας του, ο τουρετικός οδηγείται από την υπερβολική του παρόρμηση, παρόρμηση της οποίας είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το θύμα, παρόρμηση την οποία μπορεί να απεχθάνεται, αλλά δεν μπορεί να απαρνηθεί. Ωθείται έτσι, αντίθετα από τον κορσακοφικό, σε μια διφορούμενη σχέση με τη διαταραχή του: την υποτάσσει και συγχρόνως υποτάσσεται σ' αυτή, παίζει μ' αυτή: η οποιαδήποτε ποικιλία σύγκρουσης ή αντίθετα και συμπαιγνίας είναι δυνατή.  
Το Εγώ του τουρετικού, στερημένο από τα φυσιολογικά, προστατευτικά εμπόδια της αναστολής, τα φυσιολογικά, οργανικά προκαθορισμένα όριά του, υπόκειται σε ένα βομβαρδισμό που διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Ξεγελιέται και υφίσταται την επίθεση παρορμήσεων από έξω κι από μέσα, παρορμήσεων που είναι οργανικές και σπασμωδικές,αλλά επίσης προσωπικές (ή μάλλον ψευδο-προσωπικές) και που του ασκούν γοητεία. 

Πώς θα καταφέρει, πώς θα μπορέσει το Εγώ να αντέξει αυτό το βομβαρδισμό; Θα επιβιώσει η ταυτότητα; Μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται απέναντι σε έναν τέτοιο θρυμματισμό, απέναντι σε τέτοιες πιέσεις, ή θα πλημμυρίσει στο βαθμό που να παράγει μία «τουρετική ψυχή» (αυτές ακριβώς τις λέξεις χρησιμοποίησε ένας ασθενής που είδα αργότερα); Υπάρχει μία οργανική, μία υπαρξιακή, μία σχεδόν θεολογική πίεση επάνω στην ψυχή του τουρετικού, είτε μπορεί να κρατηθεί ολόκληρη και κυρίαρχη είτε να παρασυρθεί, κατειλημμένη και αποπροσωποποιημένη, από την οποιαδήποτε αμεσότητα και παρόρμηση.

Ο Hume, όπως αναφέραμε, έγραφε:
«Τολμώ να βεβαιώσω... ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά μία δέσμη ή συλλογή από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα, σε μία διαρκή ροή και κίνηση».

Για τον Hume, λοιπόν, η προσωπική ταυτότητα είναι μία φαντασίωση, δεν υπάρχουμε, δεν είμαστε παρά το αποτέλεσμα εντυπώσεων, αντιλήψεων.Είναι σαφές ότι δε συμβαίνει έτσι με ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον, γιατί κατέχει τις ίδιες του τις αντιλήψεις. Δεν είναι ένα σκέτο ρεύμα,είναι δικές του,
ενωμένες από μία διαρκή ατομικότητα ή αλλιώς Εγώ.  Αυτό, όμως, που περιγράφει ο Hume μπορεί να είναι ακριβώς η περίπτωση για ένα ον τόσο ασταθές, όσο ένας υπερ-τουρετικός, του οποίου η ζωή είναι, σε κάποιο βαθμό, μία συνέπεια τυχαίων ή σπασμωδικών αντιλήψεων και κινήσεων στο κενό, ένα φαντασμαγορικό σύνολο χωρίς κέντρο και χωρίς νόημα. Από αυτή την άποψη είναι μάλλον ένα ον τύπου Hume παρά ένα ανθρώπινο ον.

Αυτή είναι η φιλοσοφική,σχεδόν θεολογική, μοίρα που παραμονεύει, αν το ποσοστό παρόρμησης στο Εγώ είναι συντριπτικό. Παρουσιάζει ομοιότητες με μία «φροϋδική» μοίρα που επίσης συνίσταται στην υπερεκχείλιση από τις ορμές, η φροϋδική μοίρα, όμως, έχει ένα νόημα —έστω και τραγικό— ενώ αυτή η κατά Hume μοίρα είναι χωρίς νόημα και παράλογη.  Ο υπερ-τουρετικός, λοιπόν, είναι αναγκασμένος να πολεμά, όπως κανένας άλλος, απλώς για να επιβιώσει, να γίνει ένα άτομο, και να επιβιώσει σαν τέτοιο, αντιμέτωπος με τη διαρκή ενόρμηση. Μπορεί, από την πρώτη παιδική ηλικία, να είναι αντιμέτωπος με εξαιρετικά εμπόδια για την εξατομίκευση του, στην εξέλιξη του σαν πραγματικού ατόμου.

Το θαύμα έγκειται στο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το πετυχαίνει· 
γιατί οι δυνάμεις της επιβίωσης, της θέλησης για επιβίωση, και για μια επιβίωση σαν ένα ξεχωριστό μη αλλοτριώσιμο άτομο, είναι, απόλυτα, οι μεγαλύτερες δυνάμεις της ύπαρξης μας: δυνατότερες από οποιεσδήποτε ορμές, δυνατότερες από την αρρώστια. 
Η Υγεία, η μαχόμενη υγεία, είναι συνήθως ο νικητής 



Kεφ 2 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”,
εκδόσεις Καστανιώτη, 
μτφ Κώστα Ποτάγας.




Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Η νόσος του Μικρού Θεού (Κεφ 11)



Πρόσφατα στην κλινική μας μπήκε η Νατάσα Κ., μία πανέξυπνη γυναίκα 90 χρονών. 

Λίγο μετά την ογδοηκοστή όγδοη επέτειο των γενεθλίων της, μας είπε, είχε παρατηρήσει μία «αλλαγή».

— Τι είδους αλλαγή ήταν αυτή;

— Εξαίσια! αναφώνησε. Την απόλαυσα αφάνταστα αυτή την αλλαγή. Ξαφνικά αισθανόμουνα πιο ενεργητική, πιο ζωηρή, αισθανόμουνα να ξανανιώνω. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για τους νέους άντρες. Αισθάνθηκα, θα έλεγα, «παιχνιδιάρικη», αυτό είναι, παιχνιδιάρικη.

— Και ήταν πρόβλημα αυτό;

—Όχι, στην αρχή όχι. Αισθανόμουνα καλά, υπερβολικά καλά. Γιατί να σκεφτώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;

— Και μετά;

— Οι φίλοι μου άρχισαν να ανησυχούν. Τον πρώτο καιρό μου έλεγαν:«Ακτινοβολείς, ξανάνιωσες!» Μετά, όμως, άρχισαν να σκέφτονται ότι δεν ήταν και πολύ φυσιολογικό. «Ήσουν πάντα τόσο ντροπαλή», μου έλεγαν, «και τώρα ξαφνικά έγινες φιλάρεσκη. Ξεκαρδίζεσαι στα γέλια,λες συνέχεια αστεία, είναι σωστό στην ηλικία σου;»

— Εσείς  πώς αισθανόσασταν;


—Ήμουν ξαφνιασμένη. Η κατάσταση με παρέσυρε και δε μου ερχόταν να αναρωτηθώ τι μου συνέβαινε. Τότε, όμως, αναρωτήθηκα. Σκέφτηκα: «Νατάσα, είσαι 89 χρονών, αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εδώ και ένα χρόνο. Ήσουν πάντα τόσο μετρημένη στους τρόπους σου και τώρα τέτοιοι εξωφρενισμοί! Είσαι γριά γυναίκα, πλησιάζεις στο τέλος.Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τόσο ξαφνική ευφορία;» Μόλις  σκέφτηκα τη λέξη ευφορία, τα πράγματα πήραν άλλη χροιά... «Είσαι άρρωστη, χρυσή μου», είπα στον εαυτό μου. «Αισθάνεσαι παράλογα καλά, πρέπει να σαι άρρωστη!»


—Άρρωστη; Πώς, δηλαδή; Συναισθηματικά; Ψυχικά;


—Όχι, όχι συναισθηματικά, σωματικά άρρωστη. Υπήρχε κάτι στο σώμα μου, στον εγκέφαλο μου, που με έκανε να νιώθω τόσο στα πάνω μου. Και τότε μου ήρθε: αυτό ήταν, αυτό είναι, η νόσος του Μικρού Θεού!

— Η νόσος του Μικρού Θεού; είπα ανέκφραστα, σαν ηχώ της φωνής της. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει αυτό τον όρο.

— Ναι, η νόσος του Μικρού Θεού, του Έρωτα. Ξέρετε, η σύφιλη .Ήμουν σε ένα μπουρδέλο, στη Θεσσαλονίκη, πριν από εβδομήντα χρόνια σχεδόν. Άρπαξα σύφιλη —ένα σωρό κορίτσια την είχαν— τη λέγαμε νόσο του Έρωτα. Ο άντρας μου με έσωσε, με πήρε από κει, με βοήθησε να γιατρευτώ. Όλα αυτά ήταν, φυσικά, χρόνια πριν από την πενικιλίνη. Είναι δυνατό να με ξανάπιασε ύστερα απ' όλα αυτά τα χρόνια;

Ανάμεσα στην πρώτη μόλυνση και την εκδήλωση της σύφιλης του νευρικού συστήματος, τη νευροσύφιλη, μπορεί να υπάρχει μία τεράστια λανθάνουσα περίοδος, ειδικά αν η πρωτολοίμωξη έχει απλά συγκαλυφθεί και δεν έχει εκριζωθεί ολοκληρωτικά. Είχα έναν ασθενή που είχε θεραπευτεί με σαλβαρσάνη από τον ίδιο τον Ehrlich και ανέπτυξε νωτιάδα φθίση (tabes dorsalis) —μία μορφή νευροσύφιλης— περισσότερα από πενήντα χρόνια αργότερα.  Ποτέ δεν είχα ακούσει, όμως, για ένα ελεύθερο διάστημα εβδομήντα ολόκληρων χρόνων, ούτε βέβαια μου είχε τύχει ποτέ κάποιος που να ανακινεί μόνος του τη διάγνωση της εγκεφαλικής σύφιλης με έναν τόσο ήρεμο και ξεκάθαρο τρόπο.

— Είναι μια απροσδόκητη ιδέα, απάντησα μετά από κάποια σκέψη.Ποτέ δε θα μου είχε περάσει από το μυαλό, ίσως, όμως, να έχετε δίκιο.

Είχε δίκιο· το εγκεφαλονωτιαίο της υγρό ήταν θετικό, είχε πράγματι νευροσύφιλη, πράγματι ήταν
οι σπειροχαίτες [
Ωχρά σπειροχαίτη: ο μικροοργανισμός που προκαλεί τη σύφιλη. (Σ.τ.Μ.)]
 που ερέθιζαν το γέρικοεγκεφαλικό της φλοιό. Προέκυπτε τώρα το θέμα της θεραπείας. Αλλά εδώ παρουσιάστηκε ένα άλλο δίλημμα που τοποθέτησε, με τη χαρακτηριστική της οξύτητα, η ίδια η κ. Κ.

— Δεν ξέρω αν θέλω να θεραπευτώ, είπε. Ξέρω ότι μιλάμε για μια αρρώστια, αυτή η αρρώστια, όμως, με έκανε να νιώθω καλά.   Την απόλαυσα, εξακολουθώ να την απολαμβάνω, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Με έκανε να αισθάνομαι πιο δραστήρια, πιο παιχνιδιάρικη, απ' ό,τι ήμουνστα είκοσι μου. Ήταν πολύ διασκεδαστικό. Ξέρω, όμως, πότε ένα καλό πράγμα αρχίζει να πηγαίνει πολύ μακριά και πότε σταματά να είναι καλό. Μου έρχονταν σκέψεις, ορμές —δε θα σας το ομολογήσω— που ήταν, τέλος πάντων, ανάρμοστες και ανόητες. Στην αρχή ήταν σαν να'μουν λίγο μεθυσμένη, ελαφρά ζαλισμένη, αλλά αν συνεχιζόταν περισσότερο... (Μιμήθηκε τη σπαστική αποχαυνωμένη τρελή.) Υπέθεσα ότι είχα τη νόσο του Έρωτα και γι' αυτό ήρθα σε σας. Δε θέλω να χειροτερέψω, αυτό σίγουρα θα ήταν τρομερό· δε θέλω, όμως, και να θεραπευτώ, θα ήταν εξίσου κακό. Δεν ήμουν εντελώς ζωντανή μέχρι να με πιάσει αυτή η έξαψη.
Δε θα μπορούσατε να κρατήσετε τα πράγματα όπως είναιτώρα;


Σκεφτήκαμε για λίγο και η θεραπεία μας, ευτυχώς, ήταν ξεκάθαρη.Της δώσαμε πενικιλίνη που σκότωσε μεν τις σπειροχαίτες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αναστρέψει τις αλλαγές στον εγκέφαλο, την άρση των αναστολών που έχουν προκαλέσει.

Και τώρα η κ. Κ. το έχει δίπορτο, απολαμβάνοντας, από τη μια, μια ελαφριά άρση των αναστολών, μια απελευθέρωση της σκέψης της και των ενορμήσεων, χωρίς να υπάρχει, από την άλλη, καμιά απειλή για τον αυτοέλεγχό της ή για μια μεγαλύτερη καταστροφή του εγκεφαλικού της φλοιού. Ελπίζει να ζήσει, έτσι ξαναζωντανεμένη και ξανανιωμένη,μέχρι τα εκατό.

— Αστείο πράγμα τελικά, λέει. Πρέπει να πω ευχαριστώ στον Έρωτα.


                                                     ------------------


ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ


Πρόσφατα (τον Ιανουάριο του 1985) αντιμετώπισα μερικά από αυτάτα ίδια διλήμματα και την ίδια ειρωνεία της κατάστασης με έναν άλλο ασθενή (τον Μιγκέλ Ο.) που μπήκε στο κρατικό νοσοκομείο με μία διάγνωση «μανίας», αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι έπασχε από τη διεγερτική φάση της νευροσύφιλης. 

Απλός άνθρωπος, ήταν παλιά εργάτης σε ένα αγρόκτημα στο Πόρτο Ρίκο και καθώς είχε κάποια δυσκολία στην ομιλία και στην ακοή, δεν μπορούσε να εκφραστεί καλά με τα λόγια, αλλά εκφραζόταν και έδειχνε την κατάσταση του, απλά και καθαρά, με σκίτσα.Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν πολύ διεγερμένος και όταν του  ζήτησα να αντιγράψει ένα απλό σχήμα (Σχήμα Α), έφτιαξε, με πολλή  ζωηράδα, μια τρισδιάστατη κατασκευή (Σχήμα Β), ή έτσι την κατάλαβα εγώ, μέχρις ότου μου εξήγησε ότι ήταν ένα «ανοιχτό χαρτόκουτο», και μετά δοκίμασε να σχεδιάσει μερικά φρούτα στο εσωτερικό του. 
Ενορμητικά εμπνευσμένος από τη διεγερμένη του φαντασία, είχε αγνοήσει τον κύκλο και το σταυρό, αλλά συγκράτησε και συγκεκριμενοποίησε την ιδέα της «περιεκτικότητας». Ένα ανοιχτό κουτί, ένα χαρτονένιο κουτί γεμάτο πορτοκάλια, δεν ήταν κάτι πιο ενδιαφέρον, πιο ζωντανό,πιο πραγματικό, από το πεζό μου σχήμα;


Σχήμα Α

Σχήμα Β

σχέδιο σε κατάσταση διέγερσης (''ανοιχτό χαρτονένιο κουτί'' )









Μερικές μέρες αργότερα τον είδα και πάλι, πολύ ενεργητικό, πολύ δραστήριο, με τις σκέψεις και τα αισθήματα του να πετάνε σ' όλες τις κατευθύνσεις, να πετά ο ίδιος σαν χαρταετός. Του ζήτησα να μου σχεδιάσει το ίδιο σχήμα. Και τώρα, ενορμητικά, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή, μεταμόρφωσε το μοντέλο σε ένα είδος τραπεζοειδούς, ένα ρόμβο, και ύστερα του πρόσθεσε ένα σκοινί και στην άκρη του ένα παιδί (Σχήμα Γ).
«Αγόρι πετά χαρταετό, χαρταετός πετά!» φώναξε με  έξαψη.





Τον είδα για τρίτη φορά μερικές μέρες αργότερα και τον βρήκα μάλλον πεσμένο, μάλλον παρκινσονικό
(του είχαν δώσει Haldol για να τον ησυχάσουν,  περιμένοντας τις τελικές εξετάσεις του εγκεφαλονωτιαίου υγρού).
Και πάλι του ζήτησα να σχεδιάσει το σχήμα κι αυτή τη φορά το αντέγραψε χαζά, πιστά, λίγο μικρότερο, όμως, από το πρωτότυπο (η «μικρογραφία» του Haldol), χωρίς καμία από τις κατασκευές που συνήθιζε, χωρίς τη ζωηράδα, τη φαντασία των άλλων σκίτσων
 (Σχήμα Δ). 


Σχήμα Δ

Με φάρμακα..Υπό θεραπεία ..
η φαντασία και η ζωηρότητα έχουν χαθεί
    







«Δε "βλέπω"  πια πράγματα», μου είπε. «Έμοιαζε τόσο αληθινό, τόσο
ζωντανό  πρωτύτερα. Θα μοιάζουν όλα έτσι πεθαμένα όταν θα γίνω καλά;»


                                                  -----------------




Τα σχέδια των ασθενών με Parkinson, καθώς «ξυπνούν» χάρη στην  L-Dopa, παρουσιάζουν μία διδακτική αναλογία. 
Όταν του ζητούν να σχεδιάσει ένα δέντρο, ο παρκινσονικός έχει την τάση να φτιάχνει ένα μικρό, αδύναμο, ατροφικό πράγμα, χωρίς καθόλου φύλλωμα,
ένα φτωχό,  γυμνό, χειμωνιάτικο δέντρο. 
Καθώς η L-Dopa τον «ζεσταίνει», τον «ξαναφέρνει στον εαυτό του», τον ξαναζωντανεύει, τόσο το δέντρο αποκτά σφρίγος, ζωή, φαντασία και φύλλωμα. Αν η L-Dopa τον ανεβάσει στα ύψη, τον διεγείρει υπερβολικά, το δέντρο μπορεί να αποκτήσει ένα φανταστικό διάκοσμο, μια οργιώδη βλάστηση, με μια εκρηκτική άνθιση κλαδιών και φυλλώματος γεμάτου μικρά αραβουργήματα, καμπυλωτούς μαιάνδρους και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, μέχρις ότου τελικά η αρχική του μορφή χάνεται ολότελα κάτω απ' αυτή την τεράστια, αυτή την μπαρόκ κατασκευή. 
Τέτοια σκίτσα είναι, επίσης, χαρακτηριστικά του συνδρόμου Tourette —η αρχική μορφή, η πρώτη σκέψη, χάνεται μέσα σε μια ζούγκλα ωραιοποίησης— και της λεγόμενης «speed-art» («γρήγορης τέχνης») κάτω από την επίδραση των αμφεταμινών. 
Στην αρχή η φαντασία ξυπνά, μετά ερεθίζεται και φρενιάζει, μέχρι που ξεπερνά τα όρια και φτάνει την απόλυτη υπερβολή.

Πόση παραδοξότητα, πόση σκληρότητα, πόση ειρωνεία δεν υπάρχει εδώ. Στο γεγονός ότι η εσωτερική ζωή και η φαντασία μπορούν να κείτονται νωθρές και κοιμισμένες, εκτός αν απελευθερωθούν, αν ξυπνήσουν, χάρη σε μια δηλητηρίαση ή σε μια αρρώστια!    Αυτό το παράδοξο αποτελεί την κεντρική ιδέα των Awakenings,   αυτό το παράδοξο είναι, επίσης, υπεύθυνο για τη γοητεία που ασκεί το σύνδρομο Tourette (βλ. κεφάλαια 10 και 14) και, αναμφίβολα, για τη χαρακτηριστική αβεβαιότητα που μπορεί  να συνοδεύει ένα ναρκωτικό σαν την κοκαΐνη (που σαν την L-Dopa, ή το σύνδρομο Tourette, είναι γνωστό ότι αυξάνει την ντοπαμίνη στον εγκέφαλο). 

Εξ ου και το απροσδόκητο σχόλιο του Freud σχετικά με την κοκαΐνη, ότι η αίσθηση ευεξίας και ευφορίας που προκαλεί «...σε καμία περίπτωση δε διαφέρει από τη φυσιολογική ευφορία του υγιούς ατόμου... Με άλλα λόγια, είστε απλά φυσιολογικός και είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι είστε κάτω από την επήρεια του οποιουδήποτε φαρμάκου».

Η ίδια παράδοξη αξία μπορεί να αποδοθεί στους ηλεκτρικούς ερεθισμούς του εγκεφάλου: υπάρχουν μορφές επιληψίας που είναι ερεθιστικές και εθιστικές και μπορεί να αυτο-προκαλούνται, κατ' επανάληψη, από τα άτομα που υπόκεινται σ' αυτές (όπως τα ποντίκια του εργαστηρίου με εμφυτευμένα εγκεφαλικά ηλεκτρόδια που παρορμητικά διεγείρουν τα «κέντρα ηδονής» του ίδιου τους του εγκεφάλου)· υπάρχουν, όμως, και άλλοι τύποι επιληψίας που προκαλούν ένα αίσθημα γαλήνης και μια αυθεντική ευεξία. Γιατί η ευεξία μπορεί να είναι αυθεντική ακόμα και αν προκαλείται από μια ασθένεια. 
Μία τέτοια παράδοξη ευεξία μπορεί να παρέχει ακόμα και ένα μακροπρόθεσμα ευεργετικό αποτέλεσμα, όπως με την κ. Ο'Κ. και την παράξενη επιληπτική της«αναπόληση» (κεφάλαιο 15).

Βρισκόμαστε σε απάτητα νερά εδώ πέρα, σε ένα χώρο όπου όλες οι κοινές απόψεις μπορούν να ανατραπούν, όπου η ασθένεια μπορεί να είναι ευεργεσία και η κανονικότητα αρρώστια, όπου η διέγερση μπορεί να είναι και δεσμά και απελευθέρωση, και η πραγματικότητα μπορεί να βρίσκεται μέσα στη μέθη και όχι μέσα στη νηφαλιότητα. 
Είναι η χώρα του Μικρού Θεού και του Διονύσου.

                   ------------------------------------------------------------




Κεφάλαιο 11  από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, 
εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστα Ποτάγας. "




Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Γουίτυ Τίκυ Ρέυ - ή Ο βασιλιάς των τικ (Κεφ 10)


Gilles de la Tourette


Στα 1885 ο  Gilles de la Tourette, ένας μαθητής του Charcot, περιέγραψε το εντυπωσιακό σύνδρομο που τώρα φέρει το όνομα του.
Το «σύνδρομοTourette», όπως ονομάστηκε αμέσως, χαρακτηρίζεται από ένα περίσσευμα νευρικής ενέργειας και μία υπερβολική παραγωγή ιδιότροπων κινήσεων και ιδεών: τικ, τινάγματα, μανιερισμοί, γκριμάτσες, ήχοι, βλαστήμιες, ακούσιες μιμήσεις και παρορμήσεις κάθε είδους, με ένα  παράξενο εξωτικό χιούμορ και μία τάση για αστεία και παιχνίδια που ξενίζουν. Στις πληρέστερες μορφές του, το σύνδρομο Tourette εμπλέκει κάθε τομέα της συναισθηματικής, ενστικτώδους και φαντασιακής ζωής
στις «ελλιπέστερες», και ίσως και συνηθέστερες, μορφές μπορεί να υπάρχουν πολύ λίγα πράγματα πέρα από μερικές ανώμαλες κινήσεις και κάποια παρορμητικότητα, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα στοιχείο παραδοξότητας. 




Στα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα το σύνδρομο αυτό εντοπιζόταν και αναφερόταν με μεγάλη   συχνότητα, γιατί ήταν τα χρόνια μιας νευρολογίας με ευρύ πνεύμα, που δε δίσταζε να επιτρέπει να συνυπάρχουν το οργανικό και το ψυχικό.
Για τον Tourette και τους συναδέλφους του δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό το σύνδρομο ήταν ένα είδος κατοχής του ανθρώπου από πρωτόγονες ορμές και ένστικτα: αλλά, επίσης, ότι αυτή η κατοχή είχε οργανική βάση: μία πολύ συγκεκριμένη —αν και άγνωστη— νευρολογική δια
ταραχή.



Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δημοσίευση των πρωτότυπων άρθρων του Gilles de la Tourette περιγράφηκαν πολλές εκατοντάδες περιπτώσεων αυτού του συνδρόμου, χωρίς ποτέ ούτε δύο περιπτώσεις να είναι εντελώς ίδιες.
Γινόταν σιγά σιγά σαφές ότι υπήρχαν περιπτώσεις που ήταν ελαφρές και καλοήθεις και άλλες τρομαχτικά αλλόκοτες και βίαιες. Αποκαλυπτόταν, επίσης, ότι μερικοί άνθρωποι μπορούσαν να  «αρπάξουν» το Tourette εντάσσοντας το στα πλαίσια μιας άνετης προσωπικότητας, βρίσκοντας ακόμα και όφελος στην ταχύτητα της ροής της σκέψης και εναλλαγής των συνειρμών, καθώς και στην εφευρετικότητα που το συνοδεύουν, ενώ οι άλλοι θα είχαν πραγματικά «καταληφθεί» και θα είχαν μόλις τη δυνατότητα να βρουν μία αληθινή ταυτότητα κάτω από την τρομαχτική πίεση και το χάος που επιβάλλουν οι ενορμήσεις του συνδρόμου.
Υπήρχε πάντοτε, όπως παρατηρούσε και ο Luria για τον υπερμνήμονά του, μία μάχη ανάμεσα σε ένα «Αυτό» και σε ένα «Εγώ».

Ο Charcot και οι μαθητές του, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Freud και ο Babinski, καθώς επίσης και ο ίδιος ο Tourette, ήταν ανάμεσα στους τελευταίους του επαγγέλματος τους που είχαν μία συνδυασμένη άποψη για το σώμα και την ψυχή, για το «Αυτό» και το«Εγώ», για τη νευρολογία και την ψυχιατρική.   Με το γύρισμα του αιώνα  προέκυψε μία ρήξη ανάμεσα σε μία νευρολογία χωρίς ψυχή και μία  ψυχολογία χωρίς σώμα και, μ' αυτή τη ρήξη, κάθε δυνατότητα κατανόησης του συνδρόμου Tourette χάθηκε. Το ίδιο το σύνδρομο μοιάζει σαν να εξαφανίστηκε και στο πρώτο μισό του αιώνα δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου. Μερικοί γιατροί το θεωρούσαν σαν κάτι «μυθικό», ένα παράγωγο της πολύχρωμης φαντασίας του Tourette· οι περισσότεροι δεν το είχαν καν ακούσει ποτέ. Ήταν ξεχασμένο σαν τη μεγάλη επιδημία της ασθένειας του ύπνου* της δεκαετίας του '20.



[* Η ληθαργική εγκεφαλίτιδα εκδηλώθηκε σαν επιδημία βαριάς προσβολής του κεντρικού νευρικού συστήματος, και συγκεκριμένα του εγκεφάλου, στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και περιγράφτηκε από το γιατρό των αυστριακών ανακτόρων, Έλληνα Von Eco-nomo. Ο Ο. Sacks έχει αφιερώσει το βιβλίο του Awakenings σε τέτοιους ασθενείς στην κατάσταση που βρίσκονται 40 χρόνια αργότερα και στην εντυπωσιακή τους βελτίωση χάρη στηνL-Dopa. (Σ.τ.Μ.)]



Η λήθη που κάλυψε την ασθένεια του ύπνου (τη ληθαργική εγκεφαλίτιδα)
και η λήθη γύρω από το σύνδρομο Tourette έχουν πολλά κοινά.
Και οι δύο διαταραχές ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστες και παράξενες σε σχέση με τις κοινές πεποιθήσεις — τουλάχιστον τις πεποιθήσεις μιας συμβατικής ιατρικής.
Καθώς ήταν αδύνατο να ενταχθούν στα παραδοσιακά πλαίσια της ιατρικής, ξεχάστηκαν και μυστηριωδώς «εξαφανίστηκαν». Υπάρχει, όμως, και μία πολύ πιο βαθιά σχέση ανάμεσα στις δυο αρρώστιες, που υπονοούν στη δεκαετία του '20, οι υπερκινητικές ή φρενιτικές μορφές που έπαιρνε μερικές φορές η ασθένεια του ύπνου:
οι ασθενείς αυτοί είχαν την τάση, στην αρχή της αρρώστιας τους,να δείχνουν μία ανοδική σωματική και πνευματική υπερδιέγερση, με βίαιες κινήσεις, τικ και παρορμήσεις κάθε είδους.
Λίγο καιρό αργότερα έπεφταν στην αντίθετη κατάσταση, σε ένα είδος ολοκληρωτικού, καταληπτικού «ύπνου», μέσα στον οποίο τους βρήκα σαράντα χρόνια αργότερα.  


Στα 1969 έδωσα σ' αυτούς τους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς με νόσο του ύπνου την L-Dopa, μία ουσία πρόδρομο της ντοπαμίνης, ενός νευροδιαβιβαστού  [(Νευροδιαβιβαστές ή μεταβιβαστές είναι οι χημικές ουσίες που στο χώρο του νευρικού συστήματος είναι επιφορτισμένες με τη μετάδοση των μηνυμάτων από κύτταρο σε κύτταρο και από κύτταρο σε όργανο. Τα μηνύματα αυτά αφορούν, σε γενικές γραμμές, μια διέγερση ή μια αναστολή. (Σ.τ.Μ.) ]
που ήταν σημαντικά ελαττωμένος στον εγκέφαλοτους.
Το φάρμακο αυτό τους μεταμόρφωσε.
Σε πρώτη φάση «ξύπνησαν» περνώντας από τη νάρκη στην υγεία: στη συνέχεια, όμως, βρέθηκαν στον αντίθετο πόλο, φρενήρεις και γεμάτοι τικ. Αυτή ήταν και η πρώτη μου εμπειρία από τα σύνδρομα αυτού του τύπου, τύπου Tourette: άγρια διέγερση, βίαιες ενορμήσεις, που συχνά συνδυάζονταν με ένα αλλόκοτο, πρωτόγονο χιούμορ. Άρχισα να μιλάω για «τουρετισμό»,
αν και ποτέ μου δεν είχα δει ασθενή με Tourette.

Στις αρχές του 1971 η Ουάσινγκτον Ποστ, που είχε ενδιαφερθεί για το «ξύπνημα» των μετεγκεφαλιτιδικών μου ασθενών, με ρώτησε πώς πήγαιναν. Απάντησα ότι «έχουν τικ» και αυτό τους έκανε να δημοσιεύσουν ένα άρθρο για τα τικ. 
Μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου,έλαβα αναρίθμητα γράμματα, τα περισσότερα από τα οποία μεταβίβασα στους συναδέλφους μου. Έναν ασθενή, όμως, δέχτηκα να τον δω,τον Ρέυ.
Την επόμενη μέρα από αυτή που είδα τον Ρέυ μου φάνηκε σαν να συνάντησα τρία Tourette στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Τα  χασα, γιατί το σύνδρομο αυτό θεωρούνταν εξαιρετικά σπάνιο. Είχα διαβάσει ότι η συχνότητα του είναι ένα στο εκατομμύριο και, παρ' όλα αυτά,
είχα δει, κατά τα φαινόμενα, τρία παραδείγματα μέσα σε μια ώρα. Βρισκόμουν σε μία δίνη έκπληξης και απορίας: ήταν δυνατό όλο αυτό τον καιρό να το παρέβλεπα, είτε επειδή δεν έβλεπα τέτοιους ασθενείς είτε κάνοντας, όταν τους έβλεπα, μία αόριστη διάγνωση του τύπου «νευρικότητα», «κατάρρευση», «νευρικοί σπασμοί»; Ήταν ποτέ δυνατό όλοι να το παρέβλεπαν μέχρι τώρα; Ήταν δυνατό το Tourette να μην είναι κάτι σπάνιο αλλά κάτι μάλλον συνηθισμένο, ας πούμε χίλιες φορές πιο συνηθισμένο απ' ό,τι όλοι υπέθεταν μέχρι τότε; Την επομένη, χωρίς να ψάχνω ιδιαίτερα, είδα άλλα δύο στο δρόμο. Σ' αυτό το σημείο έφτιαξα ένα εκκεντρικό φανταστικό κατασκεύασμα, ένα αστείο ιδιωτικής χρήσης.· ας υποθέσουμε, είπα μόνος μου, ότι το Tourette είναι πολύ συνηθισμένο, αλλά δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Από τη στιγμή, όμως, που θα το αναγνωρίσεις μια φορά, το βλέπεις πια συνέχεια και το αναγνωρίζεις εύκολα.


[ Μία εντελώς ανάλογη κατάσταση συνέβη με τη μυϊκή δυστροφία που ποτέ δεν είχε δει κανείς μέχρις ότου την περιέγραψε ο Duchenne στα 1850. Από τα 1860, μετά την πρώτη περιγραφή του, πολλές εκατοντάδες περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και περιγράφηκαν, τόσο πολλές που ο Charcot αναρωτήθηκε: «Πώς είναι δυνατό μία τόσο συνηθισμένη, τόσο διαδεδομένη ασθένεια, που την αναγνωρίζεις τόσο εύκολα με μια ματιά —μια ασθένεια που αναμφίβολα πάντοτε υπήρχε— πώς μπορεί να αναγνωρίζεται μόλις τώρα; Γιατί χρειαζόμασταν τον κ. Duchenne για να μας ανοίξει τα μάτια;» ]



 Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένας τέτοιος ασθενής με Tourette αναγνωρίζει έναν άλλο, και αυτοί οι δυο έναν τρίτο, και οι τρεις τους έναν τέταρτο, μέχρις ότου, με την αύξουσα αναγνώριση, βρίσκεται μία ολόκληρη ομάδα από αυτούς: αδέλφια της ίδιας παθολογίας,ένα νέο είδος ανάμεσα μας, ενωμένοι από την αμοιβαία αναγνώριση και το κοινό πρόβλημα. Δε θα μπορούσαν να βρεθούν όλοι μαζί σε μια τέτοια αυθόρμητη συνάθροιση, μία ολόκληρη εταιρεία Νεοϋορκέζων μεTourette;

Τρία χρόνια αργότερα, στα 1974, ανακάλυψα ότι η φαντασία μου είχε γίνει πραγματικότητα:
είχε δημιουργηθεί μία Εταιρεία του Συνδρόμου Tourette (TSA). Τότε περιλάμβανε πενήντα μέλη: τώρα, εφτά χρόνια αργότερα, περιλαμβάνει μερικές χιλιάδες. Αυτή η εκπληκτική αύξηση πρέπει να αποδοθεί στις προσπάθειες της ίδιας της εταιρείας που αποτελείται μόνο από ασθενείς, τους συγγενείς τους και γιατρούς. Υπήρξε απίθανα πολυμήχανη στις προσπάθειες της να κάνει γνωστή (ή να «δημοσιοποιήσει», με την καλύτερη έννοια της λέξης) τη σοβαρότητα του συνδρόμου Tourette. Κατόρθωσε να αντικαταστήσει την  απέχθεια και την απόρριψη, που αποτελούσαν τόσο συχνά τη μοίρα των  «τουρετικών», με το υπεύθυνο ενδιαφέρον και ανησυχία. Ενθάρρυνε την έρευνα κάθε είδους, από το χώρο της φυσιολογίας ως αυτόν της κοινωνιολογίας: έρευνα της βιοχημείας του εγκεφάλου των ασθενών επάνω στους γενετικούς και άλλους παράγοντες που μπορεί να συγκαθορίζουν το Tourette· επάνω στους ανώμαλους και χωρίς διάκριση συνειρμούς και αντιδράσεις που το χαρακτηρίζουν.
Αποκαλύφθηκαν έτσι ενστικτώδεις και συμπεριφερειολογικές δομές, αναπτυξιακά και φυλογενετικά πρωτόγονες. Ερευνήθηκε γενικά η γλώσσα του σώματος και ειδικά η γραμματική των τικ και η γλωσσολογική τους δομή· υπήρξε μία απρόσμενη διείσδυση μέσα στη φύση της βλαστήμιας και του α στεϊσμού (που αποτελούν χαρακτηριστικά και μερικών άλλων νευρολογικών διαταραχών)· και, κάτι εξίσου σημαντικό, έγιναν μελέτες της αλληλεπίδρασης των τουρετικών με την οικογένεια τους και τους άλλους και των ιδιόμορφων προβλημάτων που μπορεί να παρουσιάζονται σ'αυτές τις σχέσεις. Οι εντυπωσιακά επιτυχείς προσπάθειες της Εταιρείας αποτελούν ένα αυτόνομο κομμάτι της ιστορίας του συνδρόμου του Tourette και δεν έχουν κανένα προηγούμενο σε οποιονδήποτε χώρο: ποτέ προηγουμένως οι ίδιοι οι ασθενείς δεν άνοιξαν το δρόμο για την κατανόηση της ασθένειας από την οποία έπασχαν, δεν έγιναν οι ενεργοί και τολμηροί πράκτορες της ίδιας τους της κατανόησης και θεραπείας, όπως για πρώτη φορά συνέβη με την περίπτωση της Εταιρείας του Συνδρόμου Tourette.
Ό,τι αποκαλύφθηκε αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια —σε μεγάλο βαθμό κάτω από την αιγίδα και την ώθηση της TSA— αποτελεί μία σαφή επιβεβαίωση της διαίσθησης του Gilles dc la Tourette ότι πράγματι αυτό το σύνδρομο έχει μία οργανική νευρολογική βάση.
Το «Αυτό»στο Tourette, όπως και το «Αυτό» στη νόσο του Parkinson και τη χορεία αντανακλά αυτό που ο Pavlov ονόμαζε «τυφλή δύναμη του υπο-φλοιού», μία διαταραχή αυτών των πρωτόγονων τμημάτων του εγκεφάλου που κυβερνούν ενορμήσεις και ένστικτα.
Στη νόσο του Parkinson,που προσβάλλει την κινητικότητα αλλά όχι την ίδια τη δραστηριότητα, η διαταραχή βρίσκεται στο μεσεγκέφαλο και τις διασυνδέσεις του.
 Στη χορεία* —που αποτελεί ένα χαώδες συνονθύλευμα κομματιασμένων,μισοτελειωμένων δραστηριοτήτων— η διαταραχή βρίσκεται σε ανώτερα επίπεδα των βασικών πυρήνων.
Στο σύνδρομο Tourette, όπου υπάρχει μία υπερδιέγερση των συγκινήσεων και των παθών, μία διαταραχή των πρωτογενών, ενστικτωδών βάσεων της συμπεριφοράς, η διαταραχή  φαίνεται να τοποθετείται στα ανώτατα τμήματα του «παλαιού εγκεφάλου»:** το θάλαμο, τον υποθάλαμο, το μεταιχμιακό σύστημα και   την αμυγδαλή του εγκεφάλου, όπου εδρεύουν οι βασικοί συναισθηματικοί και ενστικτικοί καθοριστικοί παράγοντες της προσωπικότητας. Έτσι, το Tourette —τόσο από άποψη παθολογικής ανατομίας, όσο και από κλινική άποψη— συνιστά ένα είδος «χαμένου κρίκου» ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή και συνδέει, ας πούμε, τη χορεία και τη μανία
Όσο αφορά τις σπάνιες υπερκινητικές μορφές της ληθαργικής εγκεφαλίτιδας,
και όλους τους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς που έχουν υπερ-διεγερθεί από την L-Dopa, τους ασθενείς με σύνδρομο Tourette, ή με «τουρετισμό» οποιασδήποτε άλλης αιτιολογίας (εγκεφαλικά επεισόδια,όγκους του εγκεφάλου, δηλητηριάσεις ή λοιμώξεις), όλοι αυτοί φαίνεται ότι διαθέτουν ένα πλεόνασμα διεγερτικών νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλό τους, ειδικά τον διαβιβαστή ντοπαμίνη. 

Όπως, λοιπόν, οι ληθαργικοί παρκινσονικοί ασθενείς έχουν ανάγκη περισσότερης ντοπαμίνης που θα καταφέρει να τους διεγείρει,
όπως οι μετεγκεφαλιτιδικοί μουασθενείς είχαν «ξυπνήσει» χάρη στην πρόδρομη ουσία της ντοπαμίνης,την L-Dopa,
έτσι, αντίθετα, οι φρενήρεις και οι τουρετικοί ασθενείς θα έπρεπε να ελαττώσουν την ντοπαμίνη τους με τη βοήθεια ενός ανταγωνιστή της ντοπαμίνης, όπως το φάρμακο «αλοπεριδόλη» (Haldol).


Από την άλλη, πάλι, το σύνδρομο Tourette δεν είναι απλά και μόνο ένας κορεσμός του εγκεφάλου σε ντοπαμίνη ούτε και η νόσος του Parkinson μία απλή έλλειψη αυτής της ίδιας ουσίας. Υπάρχουν πολύ πιο λεπτές και διάχυτες μεταβολές, όπως θα το περίμενε κανείς σε μία διαταραχή που φτάνει μέχρι να αλλοιώνει την προσωπικότητα: υπάρχουν αναρίθμητα, λεπτότατα μονοπάτια ανωμαλίας που διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και από μέρα σε μέρα στον κάθε ασθενή.
Το Haldol μπορεί να είναι μία απάντηση στο Tourette, αλλά ούτε αυτό,ούτε οποιοδήποτε άλλο φάρμακο, αποτελεί την απάντηση, όπως ούτε και η L-Dopa είναι η απάντηση στη νόσο του Parkinson. 

Πρέπει, εκτός από οποιαδήποτε καθαρά φαρμακευτική, ή ιατρική, προσέγγιση, να υπάρχει επιπλέον μία «υπαρξιακή» προσέγγιση: να υπάρχει, ιδιαίτερα, η ευαισθησία που επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι η δράση, η τέχνη και το παιχνίδι είναι στην ουσία τους ελεύθερα και υγιή και ότι κατ' αυτό τον τρόπο αποτελούν τους επίλεκτους ανταγωνιστές των ακατέργαστων συμπεριφορών και ενορμήσεων, της απελευθερωμένης «τυφλής δύναμης του υποφλοιού» απ' την οποία πάσχουν αυτοί οι ασθενείς. Ο ακίνητος παρκινσονικός μπορεί να τραγουδήσει και να χορέψει, και όταν το κάνει, ελευθερώνεται εντελώς από τον παρκινσονισμό του· και όταν ο σπασμωδικός τουρετικός τραγουδά, παίζει ή δρα, είναι με τη σειρά του εντελώς απελευθερωμένος από το σύνδρομο του. 
Εδώ το«Εγώ» υποτάσσει και βασιλεύει επάνω στο «Αυτό».

Ανάμεσα στα 1973 και 1977, χρονιά του θανάτου του, είχα το προνόμιο να αλληλογραφώ με το μεγάλο νευροψυχολόγο Α. R. Luria και του έστελνα συχνά περιγραφές και ταινίες επάνω στο Tourette. Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα, μου έγραψε: «Πρόκειται αληθινά για ένα θέμα τρομαχτικής σημασίας. Κάθε στοιχείο που θα προστεθεί στην εξήγηση ενός τέτοιου συνδρόμου θα ευρύνει απεριόριστα την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης γενικότερα... δε γνωρίζω κανένα άλλο σύνδρομο με ανάλογο ενδιαφέρον»


[* Η χορεία συνίσταται από ακούσιες κινήσεις, ταχείες, σύντομες και απρόβλεπτες. Ο άρρωστος χαρακτηρίζεται, επίσης, από μεταβολές του μυϊκού του τόνου. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει και στη νόσο του Parkinson, όπου το κύριο χαρακτηριστικό πέρα από τον τρόμο είναι μία έντονη «ακινητικότητα» και μία δυσκαμψία που αναγκάζει σε χαρακτηριστικές στάσεις και δυσκολεύει όλες τις εκούσιες κινήσεις, όπως συμβαίνει και στη χορεία. Η μανία,τέλος, χαρακτηρίζεται από μία υπερκινητικότητα στο χώρο των ιδεών και έντονη συναισθη- ματική υπερδραστηριότητα. (Σ.τ.Μ.)

** Με βάση φυλογενετικές μελέτες, ο εγκέφαλος χωρίζεται σε τρία υποθετικά μέρη που θα πρέπει να φανταστούμε σαν τρία διαδοχικά γεωλογικά στρώματα του εδάφους ή σαν τρία στρώματα του κρεμμυδιού: τον αρχαιοεγκέφαλο (ή εγκέφαλο των ερπετών) στο εσωτερικό, τον παλαιοεγκέφαλο και το νεοεγκέφαλο σαν εξωτερικό μανδύα. Με τη σειρά αυτή  τα τρία αυτά στρώματα είναι επιφορτισμένα με ζωτικές λειτουργίες έως τις πιο «ανώτερες» λειτουργίες, όπως μνήμη, ομιλία κ.λ.π. στο επίπεδο του (εξωτερικού) φλοιού. (Σ.τ.Μ. ]

                                                   ----------------------



Όταν πρωτοείδα τον Ρέυ ήταν 24 ετών και σχεδόν αχρηστευμένος από τα πολλαπλά, τρομαχτικά βίαια τικ που τον καταλάμβαναν κατά κύματα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Υπέφερε από αυτά από την ηλικία των τεσσάρων ετών και ήταν βαριά στιγματισμένος από την προσοχή που τραβούσαν επάνω του, παρότι η ανώτερη ευφυία του, η ευστροφία του, η δύναμη του χαρακτήρα του και το πρακτικό του πνεύμα τον είχαν βοηθήσει να περάσει με επιτυχία το σχολείο και να τελειώσει το κολέγιο και του είχαν προσφέρει την εκτίμηση και την αγάπη λίγων φίλων και της γυναίκας του.
Παρ' όλα αυτά, από τότε που είχε τελειώσει το κολέγιο, είχε απολυθεί από καμιά ντουζίνα δουλειές —πάντα εξαιτίας των τικ, ποτέ από ανικανότητα— και βρισκόταν διαρκώς κάτω από το κράτος κρίσεων κάθε είδους που προέρχονταν συνήθως από την ανυπομονησία, την εριστικότητά του και το χυδαίο και ταυτόχρονα ευφυέστατο θράσος του· ο γάμος του, επίσης, ήταν διαρκώς κάτω από την απειλή διάφορων ακούσιων κραυγών του τύπου «Γαμώτο!», «Σκατά!» και ούτω καθεξής, που του έφευγαν σε στιγμές σεξουαλικής διέγερσης.

Όπως πολλοί τουρετικοί, είχε εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και δύσκολα θα είχε επιζήσει —συναισθηματικά και οικονομικά— αν δεν ήταν ένας πραγματικά βιρτουόζος ντράμερ τζαζ του Σαββατοκύριακου, διάσημος για τους απότομους και άγριους αυτοσχεδιασμούς του: ξεκινούσαν από ένα τικ ή ένα παρορμητικό χτύπημα ενός ντραμ,που μεταβαλλόταν στιγμιαία στον πυρήνα ενός άγριου και θαυμάσιου αυτοσχεδιασμού, και έτσι ο «ξαφνικός παρείσακτος» μεταβαλλόταν σε ένα πολύ ενδιαφέρον ταλέντο. Το σύνδρομο Tourette πρόσφερε, επίσης, στον Ρέυ πλεονεκτήματα σε διάφορα παιχνίδια, ειδικά στο πιγκ πογκ, όπου διακρινόταν, εν μέρει λόγω της αφύσικης ταχύτητας των αντανακλαστικών και των αντιδράσεων του, αλλά και πάλι κυρίως εξαιτίας των «αυτοσχεδιασμών»: «πολύ σύντομα, νευρικά, επιπόλαια χτυπήματα» (όπως έλεγε ο ίδιος), 
που ήταν τόσο απροσδόκητα και αιφνιδιαστικά, ώστε ουσιαστικά να είναι αδύνατο να απαντηθούν.
 Η μόνη στιγμή που τα τικ του τον εγκατέλειπαν ήταν η στιγμή ηρεμίας μετά τη σεξουαλική επαφή ή ο ύπνος· ή, ακόμα, όταν κολυμπούσε ή τραγουδούσε ή εργαζόταν, ομαλά και ρυθμικά, και έβρισκε μία «κινητική μελωδία»,ένα παιχνίδι, χωρίς ένταση, χωρίς τικ, ελεύθερο.

Κάτω από μία επιφάνεια σε αναβρασμό, γεμάτη εκρήξεις και πίσω από μία όψη κλόουν, υπήρχε ένας βαθύτατα σοβαρός άνθρωπος και ένας άνθρωπος σε απόγνωση. 
Δεν είχε ακούσει ποτέ του για την TSA  (που πράγματι εκείνη την εποχή μόλις άρχιζε να υπάρχει) ούτε και για το Haldol. 
Είχε κάνει μόνος του τη διάγνωση του Tourette, όταν διάβασε το άρθρο για τα τικ στην
Ουάσινγκτον Ποστ.


Όταν επιβεβαίωσα τη διάγνωση και του μίλησα για τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε Haldol, γέμισε έξαψη, παρέμεινε, όμως, επιφυλακτικός. Του έκανα ένα τεστ με μία ένεση Haldol και έδειξε μία εξαιρετική ευαισθησία στο φάρμακο, σε σημείο που τα τικ σταμάτησαν ουσιαστικά για δύο ώρες μετά τη χορήγηση μιας δόσης μικρότερης από το ένα όγδοο του μιλιγκράμ.
Μετά από αυτή την ευοίωνη απόπειρα, του άρχισα μία θεραπεία με Haldol, δίνοντας του μία δόση του τετάρτου του μιλιγκράμ τρεις φορές την ημέρα.
Ξανάρθε την επόμενη εβδομάδα, με ένα μαυρισμένο μάτι και τη μύτη σπασμένη, λέγοντας μου: «Φτάνει πια το γαμημένο σας το Haldol".
Ακόμα και αυτή η ελάχιστη δόση, μου είπε, τον είχε βγάλει από την ισορροπία του, επηρέαζε την ταχύτητα του, το συγχρονισμό του και τα υπερφυσικά γρήγορα αντανακλαστικά του. Όπως και πολλοί άλλοι τουρετικοί, αισθανόταν μία μεγάλη έλξη για τα πράγματα που στροβιλίζονται και ιδιαίτερα για τις περιστρεφόμενες πόρτες, απ' όπου μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει αποφεύγοντας τες με ταχύτητα αστραπής: με το Haldol είχε χάσει την επιδεξιότητα του, χρονομέτρησε λάθος τις κινήσεις του και η πόρτα τον είχε χτυπήσει δυνατά στη μύτη.
Εκτός, όμως, απ' αυτό, πολλά από τα τικ του, αντί να εξαφανιστούν,είχαν απλά επιβραδυνθεί και είχαν απλωθεί υπερβολικά: μπορούσε να μείνει «καρφωμένος στη μέση ενός τικ», όπως έλεγε, μένοντας σε σχεδόν κατατονικές στάσεις (ο Ferenczi χαρακτήρισε κάποτε την κατατονία σαν το αντίθετο των τικ και πρότεινε γι' αυτά την ονομασία «κατα-κλωνία»).
Παρουσίαζε την εικόνα, ακόμα και με αυτή την ελάχιστη δόση, ενός σεσημασμένου παρκινσονικού συνδρόμου με δυστονία, κατατονία και ψυχοκινητικό «μπλοκάρισμα»: στα πλαίσια μιας αντίδρασης στο φάρμακο, που ήταν τόσο δυσοίωνη όχι γιατί δεν τον έπιανε, λόγω μιας αναισθησίας, αλλά λόγω τέτοιας υπερ-ευαισθησίας, μιας τέτοιας παθολογικής ευαισθησίας, που ίσως το μόνο που θα του ήταν δυνατό θα ήταν να ρίχνεται από το ένα άκρο στο άλλο, από την επιτάχυνση και το σύνδρομο Tourette στην κατατονία και το παρκινσονικό σύνδρομο, χωρίς δυνατότητα κάποιας ευτυχούς ενδιάμεσης λύσης.  Εύκολα καταλάβαινε κανείς πόσο αποθαρρημένος ήταν απ' αυτό το πείραμα —κι από αυτό το συμπέρασμα— αλλά και από μία άλλη σκέψη που τώρα εξέφραζε για πρώτη φορά:

«Υποθέστε ότι θα μπορούσατε να μου αφαιρέσετε τα τικ», είπε. «Τι θα έμενε; Αποτελούμαι από τικ,δεν υπάρχει τίποτε άλλο». 
Έμοιαζε, τουλάχιστον όταν αστειευόταν, να μη διαθέτει καμία αίσθηση της ταυτότητας του έξω από αυτή του ανθρώπου με τικ: αποκαλούσε τον εαυτό τοy  «βασιλιά των τίκερ του Μπρόντγουεϊ» 
και μίλαγε, στο τρίτο πρόσωπο, για τον «Γούιτυ Τίκυ Ρέυ» (για τον «Ρέυ, το σπίθα με τα τικ»), προσθέτοντας ότι ήταν τόσο επιρρεπής σε «ευφυολογήματα με τικ ή τικ με ευφυολογήματα», που δεν ήξερε πια αν ήταν ένα χάρισμα ή μία κατάρα. 
Έλεγε ότι δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς Tourette, ούτε ήταν σίγουρος ότι επιθυμούσε κάτι τέτοιο.

Σ' αυτό το σημείο θυμήθηκα έντονα αυτό που είχα αντιμετωπίσει με μερικούς από τους μετεγκεφαλιτιδικούς μου ασθενείς που ήταν υπέρμετρα ευαίσθητοι στην L-Dopa. 
Στην περίπτωση τους είχα παρατηρήσει ότι τέτοιες ακραίες φυσιολογικές ευαισθησίες και αστάθειες μπορούσαν να ξεπεραστούν, αν ο άρρωστος είχε τη δυνατότητα να απορροφηθεί από μία ζωή γεμάτη και πλούσια: η βαριά αυτή ανισορροπία της φυσιολογίας θα μπορούσε να κυριαρχηθεί, δηλαδή, από μία «υπαρξιακή» ισορροπία ή αρμονία. 

Αισθανόμουν ότι και ο Ρέυ είχε τέτοιες δυνατότητες μέσα του, και επειδή, παρά τα όσα έλεγε, στην πραγματικότητα δεν είχε καμία επιδειξιμανία ή ναρκισσισμό που να τον υποχρέωναν να μένει αδιόρθωτα επικεντρωμένος στην αρρώστια του, του πρότεινα να συναντιόμαστε μια φορά την εβδομάδα για μια περίοδο τριών μηνών. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα θα προσπαθούσαμε να φανταστούμε τη ζωή χωρίς το Tourette· θα ερευνούσαμε (τουλάχιστον με τη σκέψη και το συναίσθημα) την ποσότητα των πραγμάτων που η ζωή θα μπορούσε να προσφέρει, να
του προσφέρει, χωρίς τα διεστραμμένα θέλγητρα και τα πλεονεκτήματα του Tourette· 
θα εξετάζαμε το ρόλο και την οικονομική σημασία του Tourette γι' αυτόν και τον τρόπο με τον οποίο θα τα έβγαζε πέρα χωρίς αυτά. Δίναμε τρεις μήνες καιρό στη διερεύνηση όλων αυτών των θεμάτων και μετά θα κάναμε άλλη μία απόπειρα με το Haldol.

Ακολούθησαν τρεις μήνες υπομονετικής και βαθιάς εξερεύνησης και σ' αυτό το χρονικό διάστημα, συχνά, παρά τη μεγάλη αντίσταση, το πείσμα και την έλλειψη πίστης στον εαυτό του και στη ζωή, ήρθαν στην επιφάνεια αναρίθμητα υγιή και ανθρώπινα δυναμικά: δυναμικά που είχαν με κάποιο τρόπο επιβιώσει είκοσι χρόνων σοβαρού Tourette και «τουρετικής» ζωής, κρυμμένα στο βαθύτερο και σκληρότερο πυρήνα της προσωπικότητας. 
Αυτή η βαθιά εξερεύνηση ήταν συναρπαστική και ενθαρρυντική και μας έδωσε τουλάχιστον μία περιορισμένη ελπίδα.

Αυτό που τελικά συνέβη ήταν πάνω από κάθε μας προσδοκία και αποδείχτηκε όχι απλώς μία περαστική λάμψη αλλά μία σταθερή και μόνιμη μεταμόρφωση της αντιδραστικότητάς του. 
Γιατί, όταν και πάλι δοκίμασα το Haldol στον Ρέυ, στην ίδια ελάχιστη δόση όπως και προηγουμένως, βρέθηκε αυτή τη φορά απελευθερωμένος από τα τικ, χωρίς,όμως, σημαντικές νοσηρές παρενέργειες, και αυτό συνεχίστηκε σε όλh  τη διάρκεια των εννέα χρόνων που έχουν περάσει από τότε.
Τα αποτελέσματα του Haldol σ' αυτή την περίπτωση ήταν «θαυματουργά», μόνο που αυτό συνέβη όταν οι συνθήκες επέτρεψαν την πραγματοποίηση ενός θαύματος. 
Τα αρχικά του αποτελέσματα ήταν σχεδόν καταστροφικά: αναμφίβολα αυτό εν μέρει οφειλόταν σε φυσιολογικά αίτια αλλά, επίσης, και στο ότι κάθε «αποθεραπεία» ή εγκατάλειψη του Tourette θα ήταν εκείνη τη στιγμή ανώριμη και οικονομικά απραγματοποίητη. 
Έχοντας το σύνδρομο Tourette από την ηλικία των τεσσάρων ετών, ο Ρέυ δεν είχε εμπειρία φυσιολογικής ζωής: εξαρτιόταν σε τεράστιο βαθμό από την εξωτική του αρρώστια και, φυσικά, τη χρησιμοποιούσε και την εκμεταλλευόταν με ποικίλους τρόπους. Δεν ήταν,λοιπόν, έτοιμος να αφήσει το σύνδρομο του και —δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι— μπορεί ποτέ να μην το μπορούσε χωρίς αυτούς τους τρεις μήνες έντονης προετοιμασίας, της τρομαχτικά σκληρής και συγκεντρωμένης σκέψης και βαθιάς ανάλυσης.

Στο σύνολο τους, τα εννέα χρόνια που πέρασαν υπήρξαν ευτυχισμένα για τον Ρέυ, καθώς η απελευθέρωση του ξεπέρασε κάθε προσδοκία.    Μετά είκοσι χρόνια περιορισμού εξαιτίας του Tourette και εξαναγκασμού σε μια σειρά πραγμάτων λόγω της βάναυσης φυσιολογίας του συνδρόμου, απολαμβάνει τώρα μια άπλα και μια ελευθερία που ποτέ δεν είχε διανοηθεί (εκτός ίσως, και μόνο θεωρητικά, κατά τη διάρκεια της ανάλυσης μας). 
Ο γάμος του είναι τρυφερός και σταθερός και έχει τώρα γίνει πατέρας· έχει πολλούς καλούς φίλους που τον αγαπούν και εκτιμούν σαν προσωπικότητα και όχι απλώς σαν έναν ολοκληρωμένο τουρετικό κλόουν παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην κοινότητα του και κατέχει μία υπεύθυνη θέση στη δουλειά.

 Αλλά τα προβλήματα παραμένουν: προβλήματα που είναι ίσως αναπόσπαστα από το να έχεις Tourette, Tourette και Haldol μαζί,
Κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας και της εργάσιμης εβδομάδας,ο Ρέυ παραμένει «νηφάλιος, σταθερός, τυπικός», παίρνοντας Haldol:έτσι περιγράφει τον «αλντολικό εαυτό» του. 
Είναι αργός και προσεχτικός στις κινήσεις και τις κρίσεις του, χωρίς κανένα στοιχείο της ανυπομονησίας ή της ορμητικότητας που έδειχνε πριν από την περίοδο τουHaldol αλλά και χωρίς καμία άγρια έμπνευση ή αυτοσχεδιασμό. 
Ακόμα και τα όνειρα του έχουν αλλάξει ποιότητα: «Βλέπω απλώς επιθυμίες που εκπληρώνονται», λέει, «χωρίς κανένα από τα δημιουργήματα, τους.παραλογισμούς του Tourette». 
Είναι λιγότερο εύστροφος, λιγότερο ετοιμόλογος, χωρίς πια να ξεχειλίζει από τικ όλο πνεύμα ή πνεύμα όλο τικ. Δεν απολαμβάνει και δε διακρίνεται πια στο πιγκ πογκ ή σε άλλα παιχνίδια· δεν αισθάνεται πια «αυτό το πιεστικό φονικό ένστικτο, το ένστικτο της νίκης, του να νικήσεις τον άλλο»· είναι, λοιπόν, λιγότερο ανταγωνιστικός και έχει, επίσης, λιγότερη διάθεση για παιχνίδι· έχει χάσει την ενόρμηση, ή την ικανότητα, των ξαφνικών «επιπόλαιων» κινήσεων που έβρισκαν τους πάντες απροετοίμαστους. Έχασε τις αισχρολογίες του, το χυδαίο του θράσος, το θάρρος του. Όλο και περισσότερο νιώθει ότι κάτι λείπει.
Εκείνο, όμως, που είναι το πιο σημαντικό και αναπηρικό, γιατί ακριβώς ήταν κάτι ζωτικό γι' αυτόν, σαν μέσο αφενός υποστήριξης, αφετέρου έκφρασης, είναι η ανακάλυψη του ότι με το Haldol είχε γίνει μουσικά «κουτός», μέτριος, ικανός μεν αλλά με έλλειψη ενέργειας, ενθουσιασμού, υπερβολής και χαράς. Λεν είχε πια τα τικ και δε χτύπαγε παρορμητικά τα ντραμς, αλλά ούτε και του έρχονταν ορμητικά κύματα δημιουργίας.
Καθώς αυτό το σχήμα άρχισε να του γίνεται σαφές, και αφού το συζήτησε μαζί μου, ο Ρέυ πήρε μία προσωρινή απόφαση: θα έπαιρνε το Haldol τακτικά και ευσυνείδητα κατά τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας, αλλά θα έκανε μία παύση «για να πετάξει» κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. 


Αυτό και έκανε και συνέχισε να κάνει τα τρία τελευταία χρόνια. Έτσι, τώρα υπάρχουν δύο Ρέυ: ο «με» και ο«χωρίς Haldol» (ο «Ρέυ on» και ο «Ρέυ off»). 
Υπάρχει ο νηφάλιος πολίτης, ο ήρεμος μελετητής των προβλημάτων, από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή· και υπάρχει και ο «σπίθας ο Ρέυ των τικ», επιπόλαιος,φρενήρης, εμπνευσμένος, στη διάρκεια των Σαββατοκύριακων.
 Όπως πρώτος ο Ρέυ το παραδέχεται, είναι μια περίεργη κατάσταση:

«Το να έχεις Tourette είναι σαν να είσαι συνεχώς μεθυσμένος. Το να είσαι με Haldol είναι ανιαρό, σε κάνει τυπικό και νηφάλιο, και, τελικά, καμιά από τις δύο καταστάσεις δεν είναι αληθινά ελεύθερη... Εσείς οι "φυσιολογικοί", που έχετε τους σωστούς νευροδιαβιβαστές στις σωστές θέσεις,και τη στιγμή που πρέπει, στους εγκεφάλους σας, έχετε στη διάθεση σας όλα τα αισθήματα, όλα τα στιλ, τη βαρύτητα, ελαφρότητα, οτιδήποτε είναι κατάλληλο για την περίσταση. Εμείς οι τουρετικοί δεν το έχουμε:βρισκόμαστε σε καταναγκαστική ελαφρότητα εξαιτίας του Tourette και σε καταναγκαστική βαρύτητα όταν παίρνουμε Haldol.
Είστε ελεύθεροι,έχετε μία φυσική ισορροπία ,  εμείς πρέπει να παίρνουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει σε μία τεχνητή ισορροπία».



Ο Ρέυ παίρνει το καλύτερο αυτής της τεχνητής ισορροπίας και περνά μία γεμάτη ζωή, παρά το Tourette, παρά το Haldol, παρά την «ανελευθερία», παρά το γεγονός ότι στερείται αυτής της εκ γενετής φυσικής ελευθερίας που οι περισσότεροι από μας απολαμβάνουμε.
 Η αρρώστια του, όμως, τον έχει διδάξει και, κατά κάποιο τρόπο, την έχει ξεπεράσει.

Όπως θα έλεγε ο Νίτσε: «Έχω διασχίσει πολλά είδη υγείας και εξακολουθώ να τα διασχίζω... Και η αρρώστια; Δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να ρωτήσουμε αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί της;  Μόνο ο μεγάλος πόνος ελευθερώνει τελειωτικά το πνεύμα».

Παραδόξως ο Ρέυ —στερημένος από μια φυσική, ζωικά φυσιολογική υγεία—μέσα από τα σκαμπανεβάσματα που έχει περάσει, βρήκε μία νέα υγεία.  Εκπλήρωσε αυτό που στον Νίτσε άρεσε να αποκαλεί «Μεγάλη Υγεία»· σπάνιο χιούμορ, γενναιότητα και προσαρμοστικότητα πνεύματος: παρότι, ή επειδή ακριβώς έχει βασανιστεί από το σύνδρομο Tourette.

-----
Oliver Sacks
Κεφάλαιο 10  από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστα Ποτάγας. "


                                                       --------------------


Και πέρα από τον μοναδικό Oliver Sacks,
ένα βίντεο για το πώς είναι να ζεις με σύνδρομο Tourette..











Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Οι εξαρτήσεις πηγάζουν από τη δυστυχία – και η συμπόνια ίσως να είναι η θεραπεία



Του Γκαμπόρ Ματέ – Μετάφραση: Νίκος Λάιος

Εξάρτηση: Ούτε επιλογή, ούτε γονίδια













ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)

Ο Τόμας Ντε Κουΐνσυ, φυσιογνωμία των γραμμάτων στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν χρήστης οπίου. «Οι λεπτές δυνάμεις που καταλύουν σε τούτο το πανίσχυρο ναρκωτικό», γράφει με ενθουσιασμό, «καταλαγιάζουν όλους τους ερεθισμούς του νευρικού συστήματος […] διεγείρουν την μπόρεση της απόλαυσης […] διατηρούν για είκοσι τέσσερις ώρες τις -αλλιώτικα πτωτικές- ζωικές δυνάμεις […] Ω, όπιο ακριβοδίκαιο, αβρό, που καθετί δαμάζεις […] Συ μοναχά προσφέρεις τα δώρα αυτά στον άνθρωπο˙ και συ μόνο κατέχεις του Παραδείσου τα κλειδιά». Ένας ασθενής μου στο κακόφημο Νταουντάουν Ήστσαϊντ του Βανκούβερ, το είπε πιο λιτά: «Ο λόγος που κάνω ναρκωτικά, είναι για να μη νιώθω τα γα**μένα τα συναισθήματα, που νιώθω όταν δεν κάνω ναρκωτικά».

Όλοι οι τοξικομανείς, ακόμα και (ή, ίσως, ιδιαίτερα) ο εξαθλιωμένος και περιθωριοποιημένος χρήστης του δρόμου, αναζητούν στην έξη τους τον ίδιο παράδεισο, που ραψωδεί ο Ντε Κουΐνσυ: μιαν αίσθηση παρηγοριάς, ζωτικότητας και ελευθέρωσης από τον πόνο. Πρόκειται για αναζήτηση καταδικασμένη, που θέτει σε κίνδυνο την υγεία, την κοινωνική θέση, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο», μου είπε ένας άλλος ασθενής. «Πιο πολύ με φοβίζει η ζωή». Ποια απόγνωση θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον, να βάλει τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του πόνου πάνω από τη ζωή την ίδια; Και ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή τέτοιας απόγνωσης;

Ούτε επιλογή, ούτε γονίδια

Στη Βόρεια Αμερική, δύο θεωρήσεις τροφοδοτούν τις κοινωνικές στάσεις απέναντι στην εξάρτηση. Η πρώτη είναι η αντίληψη ότι ο εθισμός είναι αποτέλεσμα ατομικής επιλογής, προσωπικής αποτυχίας – μια οπτική που αποτελεί τη βάση της νομικής προσέγγισης της εξάρτησης από ουσίες. Αν η συμπεριφορά είναι ζήτημα επιλογής, τότε είναι λογικό να τιμωρείται ή να αποθαρρύνεται με νομικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της φυλάκισης για απλή κατοχή. Η δεύτερη θεώρηση είναι αυτή του ιατρικού μοντέλου, που βλέπει τον εθισμό ως κληρονομική νόσο του εγκεφάλου. Η οπτική αυτή έχει τουλάχιστον το προτέρημα ότι δεν κατηγορεί τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο -στο κάτω-κάτω, οι άνθρωποι κληρονομούν γονίδια χωρίς τη θέλησή τους- και δίνει τη δυνατότητα συμπονετικής αντιμετώπισης.

Εκείνο που οι υποθέσεις της επιλογής και της κληρονομικότητας έχουν κοινό, είναι ότι βγάζουν λάδι την κοινωνία. Καμιά από τις δυο δεν μας υποχρεώνει να εξετάσουμε πώς η εμπειρία και η κοινωνική θέση ενός ανθρώπου συμβάλλουν σε μιαν επιρρέπεια προς την εξάρτηση. Αν οι καταπιεσμένοι ή περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί φορτώνονται ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο του βάρους της εξάρτησης -και το φορτώνονται, εδώ όπως και αλλού-, αυτό θα πρέπει να οφείλεται στην κακή λήψη αποφάσεων ή στα ελαττωματικά γονίδιά τους. Τα μοντέλα που βασίζονται στην κληρονομικότητα και στην επιλογή μας απαλλάσσουν επίσης, βολικά, από το χρέος να εξετάσουμε πώς το κοινωνικό μας περιβάλλον υποστηρίζει ή δεν υποστηρίζει τους γονείς μικρών παιδιών˙ και πώς οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι κοινωνικές πολιτικές επιβαρύνουν, αγχώνουν και αποκλείουν συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού και, επομένως, αυξάνουν τη ροπή τους προς την εξάρτηση.

Μια άλλη, πιο ενοχλητική οπτική αναδύεται, όταν ακούμε τις ιστορίες ζωής των χρηστών ουσιών και εξετάζουμε τα περίσσια ερευνητικά δεδομένα.

Οι εξαρτήσεις γεννιούνται πάντοτε από τη δυστυχία, ακόμα και αν αυτή είναι κρυμμένη. Είναι συναισθηματικά αναισθητικά: μουδιάζουν τον πόνο. Το πρωταρχικό ερώτημα -πάντοτε- δεν είναι «από πού η εξάρτηση;», αλλά «από πού ο πόνος;»
Η απάντηση συνοψίστηκε, με την τραχιά ευφράδεια ορνιθοσκαλισμάτων, στον τοίχο του δωματίου της ασθενούς μου, της Άννα: «Όπου κι αν πήγα, δεν με θέλανε. Κι αυτό σ’ τη βαράει άσχημα.»



«Μια ζεστή, τρυφερή αγκαλιά»

Για δώδεκα χρόνια ήμουν επιμελητής γιατρός στο Πόρτλαντ Οτέλ, μια μη κερδοσκοπική μονάδα μείωσης βλάβης στο Νταουντάουν Ήστσαϊντ, περιοχή με έναν πληθυσμό 3.000 με 5.000 εξαρτημένων. Οι περισσότεροι πελάτες του Πόρτλαντ είναι εξαρτημένοι από την κοκαΐνη, από την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, από το αλκοόλ, από τα οπιούχα όπως η ηρωίνη ή από τα ηρεμιστικά – ή από οποιοδήποτε συνδυασμό όλων αυτών.

«Την πρώτη φορά που έκανα ηρωίνη», μου είπε κάποτε μια από τους ασθενείς μου, μια 27χρονη εργαζόμενη του σεξ, «είχα την αίσθηση μιας ζεστής και τρυφερής αγκαλιάς».
Σε μια φράση συνόψισε τις βαθιές, έντονες ψυχολογικές και χημικές «πείνες» [cravings], που καθιστούν κάποιους ανθρώπους ευάλωτους στην εξάρτηση από ουσίες.

Σε αντίθεση με τον λαϊκό μύθο, κανένα ναρκωτικό δεν είναι εγγενώς εθιστικό. Μονάχα ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που δοκιμάζουν το αλκοόλ, ή την κοκαΐνη ή ακόμα και την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη περνούν στον εθισμό. Τι κάνει τους ανθρώπους αυτούς ευάλωτους;
Σύμφωνα με τις τρέχουσες μελέτες στον εγκέφαλο και με την αναπτυξιακή ψυχολογία, η χημική και συναισθηματική ευπάθεια δεν είναι αποτελέσματα γενετικού προγραμματισμού, αλλά εμπειρίας ζωής. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου επιτελείται μετά τη γέννηση και, έτσι, οι σωματικές και συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις καθορίζουν μεγάλο μέρος της νευρολογικής μας εξέλιξης – ποιες περιοχές του εγκεφάλου θα αναπτυχθούν και πόσο καλά, ποια πρότυπα θα κωδικοποιηθούν κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, το κύκλωμα και η χημεία κάθε εγκέφαλου αντικατοπτρίζουν τις προσωπικές εμπειρίες ζωής όσο και τις κληρονομικές τάσεις.

Τα ναρκωτικά επηρεάζουν τον εγκέφαλο, δεσμευόμενα στους υποδοχείς των νευρικών κυττάρων. Τα οπιούχα πιάνουν δουλειά στους έμφυτους υποδοχείς μας των ενδορφινών – των φυσικών ουσιών του σώματός μας, που μοιάζουν με οπιούχα και που παίρνουν μέρος σε πολλές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της ρύθμισης του πόνου και της διάθεσης. Παρομοίως, τα ηρεμιστικά της κατηγορίας των βενζοδιαζεπινών, όπως το Βάλιουμ, επιδρούν στους φυσικούς υποδοχείς βενζοδιαζεπινών του εγκεφάλου. Άλλες χημικές ουσίες του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης, επηρεάζουν ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών, όπως της διάθεσης, των κινήτρων και της ανταμοιβής της συμπεριφοράς, και της αυτορρύθμισης. Αυτές, επίσης, δεσμεύονται σε συγκεκριμένους, εξειδικευμένους υποδοχείς των νευρώνων.

Όμως, ο αριθμός των υποδοχέων και το επίπεδο των χημικών ουσιών στον εγκέφαλο δεν καθορίζονται κατά τη γέννηση. Τα βρέφη αρουραίων, που δέχονται λιγότερη περιποίηση από τις μητέρες τους, καταλήγουν με λιγότερους φυσικούς «βένζο»-υποδοχείς στο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει το άγχος. Οι εγκέφαλοι βρεφών μαϊμούδων, που χωρίζονται από τις μητέρες τους για λίγες μόνο μέρες, είναι μετρήσιμα ανεπαρκείς σε ντοπαμίνη.

Το ίδιο συμβαίνει με τα ανθρώπινα όντα. Οι ενδορφίνες απελευθερώνονται στον εγκέφαλο του βρέφους, όταν υπάρχουν ζεστές, μη αγχωτικές, ήρεμες αλληλεπιδράσεις με τις γονεϊκές φιγούρες. Οι ενδορφίνες, με τη σειρά τους, προωθούν την ανάπτυξη υποδοχέων και νευρικών κυττάρων, και την έκκριση άλλων σημαντικών χημικών ουσιών του εγκεφάλου. Όσο λιγότερες οι εμπειρίες που αυξάνουν την ενδορφίνη στη βρεφική και στην πρώιμη παιδική ηλικία, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για εξωτερικές πηγές. Εξ ου και μια μεγαλύτερη ευπάθεια στους εθισμούς.




Χρονικά πόνου

Αυτό που διακρίνει τους εξαρτημένους των φτωχογειτονιών, είναι ο ακραίος βαθμός άγχους που υπέστησαν νωρίς στη ζωή. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που κατοικούν σήμερα στην «καναδέζικη πρωτεύουσα των εξαρτήσεων» -όπως ονομάστηκε το Νταουντάουν Ήστσαϊντ του Βανκούβερ- υπέστησαν σεξουαλικές επιθέσεις στην παιδική ηλικία, όπως και πολλοί από τους άντρες. Οι παιδικές αναμνήσεις κατά συρροή εγκατάλειψης ή σοβαρής σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης είναι διαδεδομένες. Οι ιστορίες των ασθενών μου είναι χρονικά πόνου επί πόνου.

Ο Κάρλ, ένας 36χρονος αυτόχθονας, διώχτηκε από τη μια θετή οικογένεια μετά την άλλη, τον έβαλαν και ήπιε υγρό πιάτων σαν τιμωρία για την απρεπή γλώσσα του στην ηλικία των 5 χρόνων και τον έδεσαν σε μια καρέκλα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, για να τεθεί υπό έλεγχο η υπερκινητικότητά του. Όταν θυμώνει με τον εαυτό του, σκαλίζει το πόδι του με ένα μαχαίρι, για τιμωρία.

Τι γίνεται, όμως, με τις οικογένειες όπου δεν υπήρχε κακοποίηση, αλλά αγάπη; όπου οι γονείς έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα σπιτικό ασφάλειας και φροντίδας; Στο κάτω-κάτω, οι εξαρτήσεις γεννιούνται και μέσα σε τέτοιες οικογένειες. Ο αθέατος παράγοντας εδώ είναι το άγχος που μέσα του έζησαν οι ίδιοι οι γονείς, ακόμα και αν δεν το αναγνώρισαν. Το άγχος αυτό μπορεί να είχε προέλθει από προβλήματα στις σχέσεις ή από εξωτερικές συνθήκες, όπως οικονομική πίεση ή πολιτική αναστάτωση.

Η πιο συχνή πηγή κρυμμένου άγχους είναι οι ιστορίες της παιδικής ηλικίας των ίδιων των γονιών, οι οποίες τους φορτώνουν με συναισθηματικές αποσκευές που δεν συνειδητοποιούν. Ό,τι υπάρχει στον εαυτό μας και δεν έχουμε επίγνωσή του, το μεταγγίζουμε στα παιδιά μας. Οι ανήσυχοι, αγχωμένοι ή καταθλιπτικοί γονείς έχουν μεγάλη δυσκολία να ξεκινήσουν αρκετές από αυτές τις αλληλεπιδράσεις με τα παιδιά τους – τις αλληλεπιδράσεις συναισθηματικής ανταμοιβής, που απελευθερώνουν ενδορφίνες. Μετέπειτα στη ζωή, τα παιδιά αυτά μπορεί να βιώσουν ένα βάρεμα ηρωίνης σαν τη «ζεστή, τρυφερή αγκαλιά» που περιγράφει ο ασθενής μου: Ό,τι προηγουμένως δεν πήραν αρκετό, τώρα μπορούν να το δώσουν στον εαυτό τους μέσα από μια βελόνα.



Άνευ όρων αγάπη

Οι μελέτες γύρω από τις Δυσμενείς Εμπειρίες Παιδικής Ηλικίας στις ΗΠΑ έχουν αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας ότι τα παιδικά άγχη, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως η κακοποίηση, η εξάρτηση στην οικογένεια, ένα επώδυνο διαζύγιο κ.ο.κ., συνιστούν το καλούπι για εξαρτήσεις αργότερα στη ζωή. Δεν συνεπάγεται, βέβαια, πως όλοι οι τοξικομανείς έχουν κακοποιηθεί ή πως όλα τα κακοποιημένα παιδιά γίνονται τοξικομανείς, αλλά οι συσχετίσεις είναι αναπόδραστες.

Αν κοιτάξουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι τα εθιστικά πρότυπα χαρακτηρίζουν τις συμπεριφορές πολλών μελών της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων πολιτών υψηλής λειτουργικότητας και αξιοσέβαστων. Ως εργασιομανής γιατρός, έχω τις δικές μου εξαρτήσεις, που δεν σχετίζονται με ουσίες: εξάρτηση από την πυρετώδη επαγγελματική δραστηριότητα, επίσης από τα ψώνια. Στην περίπτωσή μου, μπορώ να εντοπίσω την πηγή τους στις συναισθηματικές απώλειες, που υπέφερα ως Εβραίος, βρέφος ακόμα, στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ουγγαρία, στα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα παιδιά μου, με τη σειρά τους, υποβλήθηκαν στα άγχη μιας οικογένειας με επικεφαλής έναν εργασιομανή πατέρα, που ήταν φυσικά παρών, αλλά συναισθηματικά απών.

Η αίσθηση ότι είναι μόνοι, η αίσθηση ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιος με τον οποίο να μοιραστούν τα βαθύτερα συναισθήματά τους, είναι καθολική μεταξύ των τοξικομανών. Αυτό είναι που θρηνούσε η Άννα στον τοίχο της. Όση αγάπη κι αν έχει ένας γονιός, το παιδί δεν βιώνει ότι το θέλουν, αν δεν το κάνουν να αισθάνεται ολότελα ασφαλές να εκφράσει ακριβώς πόσο δυστυχισμένο, ή θυμωμένο ή γεμάτο μίσος μπορεί να νιώθει κάποιες φορές. Η αίσθηση της άνευ όρων αγάπης, της πλήρους αποδοχής ακόμα και στις πιο κακότροπες στιγμές τους, είναι αυτή που δεν βίωσε ποτέ κανένας εξαρτημένος στην παιδική ηλικία – όχι επειδή οι γονείς δεν την είχαν για να τη δώσουν, μα απλά επειδή ήταν υπερβολικά αγχωμένοι, ή διαλυμένοι λόγω της υπερβολικά πολλής δουλειάς, ή βασανισμένοι από τους δικούς τους δαίμονες ή απλά δεν ήξεραν πώς να τη μεταδώσουν στο παιδί.

Οι εξαρτημένοι σπάνια κάνουν τη σύνδεση μεταξύ δύσκολων εμπειριών της παιδικής ηλικίας και αυτοκαταστροφικών έξεων. Κατηγορούν τους εαυτούς τους – και αυτή είναι η μεγαλύτερη από όλες τις πληγές, το να αποκόβονται από τη φυσική συμπόνια για τον εαυτό τους. «Με δείρανε πολύ», μου είπε ο 40χρονος Γουέην, «αλλά πήγαινα γυρεύοντας. Τότε πήρα κάτι ηλίθιες αποφάσεις». Και, θα έδερνε ένα παιδί, ανεξάρτητα από το πόσο το παιδί «πήγαινε γυρεύοντας» ή θα κατηγορούσε το παιδί για «ηλίθιες αποφάσεις»; «Δεν γουστάρω να συζητάω τέτοιες μπούρδες», είπε ο σκληροτράχηλος αυτός άντρας, που δούλεψε τρυπάνια σε πετρελαιοπηγές, που δούλεψε σε κατασκευαστικά εργοτάξια και που εξέτιε ποινή 15 χρόνων στη φυλακή για ληστεία. Κοίταξε πέρα και σκούπισε ένα δάκρυ απ’ τα μάτια του.




Πηγή Εδώ


-----------------------------------------------


Αποτέλεσμα εικόνας για γκαμπορ ματέ



Ο Καναδός γιατρός Γκάμπορ Ματέ είναι ειδικός σε θανατηφόρες ασθένειες, χημικά εξαρτώμενα άτομα, και οροθετικούς ασθενείς. Είναι φημισμένος συγγραφέας βιβλίων και αρθρογράφος γνωστός για τις γνώσεις του σχετικά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, στρες, χρόνιες παθήσεις και γονικές σχέσεις