Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο χαμένος ναυτικός (Κεφ 2)






Ο χαμένος ναυτικός* 


"Πρέπει κανείς ν' αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για να αντιληφθεί ότι η μνήμη είναι αυτή που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δε θα ήταν ζωή... Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή,δεν είμαστε τίποτα... (Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή, όπως έκανε στη μητέρα μου...)"
 Λουίς Μπουνιουέλ**


Αυτό το συγκινητικό και τρομαχτικό απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Μπουνιουέλ βάζει θεμελιώδη ερωτηματικά — κλινικά, πρακτικά, υπαρξιακά, φιλοσοφικά: με τι μοιάζει η ζωή (αν μπορούμε να μιλήσουμε για ζωή), τι είδος κόσμου και τι είδος Εγώ εξακολουθεί να υπάρχει για έναν άνθρωπο που έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του και, μαζί μ' αυτό, το παρελθόν του και τις άγκυρες του στο χρόνο;


* Αφού έγραψα και δημοσίευσα αυτή την ιστορία, αρχίσαμε με το δρ Elkhonon Goldberg— ένα μαθητή του Luria και επιμελητή της πρωτότυπης (ρωσκής) έκδοσης του «The Neuro- psychology of Memory— μία προσεχτική και συστηματική νευροψυχολογική μελέτη αυτού του ασθενή.
Ο δρ Goldberg παρουσίασε μερικά από τα προκαταρκτικά μας ευρήματα σε συνέδρεια και ελπίζουμε σύντομα να εκδώσουμε μία πλήρη αναφορά.  Μία εξαίρετη και βαθύτατα συγκινητική ταινία γύρω από έναν ασθενή με μία βαθιά αμνησία [Αιχμάλωτος συνείδησης), που γυρίστηκε από το δρ Jonathan Miller, προβλήθηκεπριν από λίγο καιρό στην Αγγλία (Σεπτέμβριος 1986). Μία άλλη ταινία γυρίστηκε (από τον Hilary l.awson) γύρω από έναν προσωπαγνωσικό ασθενή (με πολλές ομοιότητες με το δρΠ).
Η συμβολή τέτοιων ταινιών για την κατανόηση αυτών των προβλημάτων είναι αποφασιστική, χάρη στη βοήθεια που προσφέρουν στη φαντασία: «Δεν μπορούμε να πούμε ό,τι μπορούμε να δείξουμε».

** Λουίς Μπουνιουέλ: H τελευταία πνοή. Ελληνική μετάφραση Μαρίας Μπαλάσκα, Οδυσσέας 1984



 Μου έφερε στο μυαλό έναν ασθενή μου που είναι παραδειγματικός  γι' αυτά τα  ερωτήματα:  ο Τζίμυ Γκ., ένας γοητευτικός, έξυπνος άντρας με ολοκληρωτική αμνησία, μπήκε στον Οίκο Ευγηρίας μας κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης στις αρχές του 1975 με τη συνοδεία ενός σιβυλλικού παραπεμπτικού σημειώματος που ανέφερε: «εγκαταλειμμένος, ανοϊκός, συγχυτικός χωρίς προσανατολισμό».

Ο Τζίμυ ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας με σγουρά γκρίζα πυκνά μαλλιά, όμορφος και γεμάτος υγεία, σαράντα εννέα χρονών. Ήταν καλοδιάθετος, φιλικός και ζεστός.

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Ωραίο πρωινό! Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Πολύ εγκάρδιος, ήταν πρόθυμος να μιλήσει και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μου. Μου είπε το όνομα και την ημερομηνία γέννησής του, καθώς και το όνομα της μικρής κωμόπολης του Κονέτικατ όπου είχε γεννηθεί. Την περιέγραψε με τρυφερές λεπτομέρειες και μου σχεδίασε ακόμα και ένα χάρτη της. Περιέγραψε τα σπίτια όπου είχε ζήσει  η οικογένειά του, θυμόταν ακόμα και τα νούμερα των τηλεφώνων τους.  Μου μίλησε για τα σχολικά του χρόνια, τους φίλους εκείνης της εποχής και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τα χρόνια που είχε περάσει στο ναυτικό: όταν κατατάχτηκε, στα 1943, ήταν δεκαεφτά χρονών και είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο. Καθώς ήταν γεννημένος μηχανικός, κρίθηκε κατάλληλος για τον ασύρματο και τα ηλεκτρονικά και έτσι, μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στο Τέξας, έγινε βοηθός χειριστής ασυρμάτου σε ένα υποβρύχιο. Θυμόταν τα ονόματα των διαφόρων υποβρυχίων όπου είχε υπηρετήσει, τις αποστολές που είχαν αναλάβει, τα λιμάνια που έπιαναν, τα ονόματα των συντρόφων του στο  πλοίο. Θυμόταν τον κώδικα Μορς και μπορούσε να τον χρησιμοποιεί για να στέλνει μηνύματα, καθώς και να δακτυλογραφεί άνετα και γρήγορα.  Είχε περάσει μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα νεότητα που την αναθυμόταν ζωηρά, με λεπτομέρειες και με τρυφερότητα. 

Αλλά απ' αυτό το σημείο και πέρα, για κάποιο περίεργο λόγο, οι αναμνήσεις του σταματούσαν. Ανακαλούσε και σχεδόν ξαναζούσε τις μέρες του πολέμου και τη θητεία του, το τέλος του πολέμου και τα σχέδιά του για το μέλλον.  Είχε συνδεθεί με το ναυτικό και σκεφτόταν να γίνει μόνιμος. Τελικά,όμως, σκέφτηκε ότι με μια οικονομική υποστήριξη και τον G. I. Bill  (η οικονομική βοήθεια στους παλιούς πολεμιστές των ΗΠΑ - ΣτΜ ) θα ήταν ίσως καλύτερα αν συνέχιζε τις σπουδές του στο Κολέγιο. 
0 μεγάλος του αδελφός παρακολουθούσε μία σχολή λογιστών και είχε ένα δεσμό με ένα κορίτσι, μία «καλλονή» από το Όρεγκον. 

Καθώς τα αναθυμόταν και τα ξαναζούσε, ο Τζίμυ είχε ζωηρέψει: φαινόταν σαν να μιλούσε όχι για το παρελθόν αλλά για το παρόν και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή στην ένταση της διήγησης των αναμνήσεών του, καθώς πέρασε από τις μέρες του σχολείου στις μέρες του ναυτικού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μίλαγε στον αόριστο, αλλά τώρα είχε περάσει στον ενεστώτα, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ένας τυπικός ιστορικός ενεστώτας, που χρησιμοποιούμε εμφατικά στη διήγηση, αλλά ένας πραγματικός ενεστώτας, αυτός της άμεσης εμπειρίας.
Μία ξαφνική, απίθανη υποψία με κυρίεψε.

- Τι χρονιά έχουμε, κύριε Γκ.; ρώτησα κρύβοντας την αμηχανία μου κάτω από ένα αδιάφορο ύφος.

- Σαράντα πέντε, αγαπητέ, Γιατί; 
Και συνέχισε, χωρίς διακοπή: 
Κερδίσαμε τον πόλεμο, ο Ρούσβελτ πέθανε, στην εξουσία είναι ο Τρούμαν. Ξεκινάνε νέοι, μεγάλοι καιροί.

-Και τότε εσείς, Τζίμυ, πόσων χρονών είστε;

Πήρε ένα αβέβαιο, περίεργο ύφος και δίστασε για ένα λεπτό, σαν να υπολόγιζε.

- Δηλαδή... νομίζω ότι είμαι δεκαεννιά, γιατρέ, θα γίνω είκοσι στα επόμενα γενέθλιά μου.

Βλέποντας τον γκριζομάλλη άντρα που έστεκε μπροστά μου, είχα μία παρόρμηση για την οποία ποτέ δε συγχώρησα τον εαυτό μου, και που θα ήταν το αποκορύφωμα της σκληρότητας, αν ο Τζίμυ είχε την οποιαδήποτε δυνατότητα να το θυμάται.

-Κοιτάχτε εδώ, είπα και έτεινα έναν καθρέφτη προς το μέρος του.   Κοιτάχτε στον καθρέφτη και πείτε μου τι βλέπετε. Μοιάζει για δεκαεννιάρης αυτός που βλέπετε στον καθρέφτη;

Χλόμιασε απότομα και γράπωσε την καρέκλα του από τα πλάγια.
-Χριστέ μου! ψιθύρισε. Χριστέ μου, τι γίνεται; Τι μου συνέβη; Είναι εφιάλτης; Τρελάθηκα; Πλάκα είναι;

Ήταν έξαλλος, πανικόβλητος.- Εντάξει, όλα είναι εντάξει, Τζίμυ, είπα προσπαθώντας να τον καταπραΰνω. Έγινε λάθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανησυχείς. Έλα!
Τον πήγα προς το παράθυρο.

- Δεν είναι μια πανέμορφη ανοιξιάτικη μέρα; Βλέπεις εκεί τα παιδάκια που παίζουν μπέιζμπολ;


Ξαναβρήκε το χρώμα του και χαμογέλασε, καθώς έφυγα στα κλεφτά,παίρνοντας μαζί μου τον αποκρουστικό καθρέφτη.  Ξαναμπήκα στο δωμάτιο σε δυο λεπτά. Ο Τζίμυ στεκόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας με ευχαρίστηση τα παιδιά που έπαιζαν μπέιζμπολ από κάτω. Στράφηκε, καθώς άνοιξα την πόρτα, και πήρε  μια χαρωπή έκφραση

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Όμορφο πρωινό! Θέλατε να μου μιλήσετε;Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Ούτε ίχνος αναγνώρισης στο ειλικρινές, ανοιχτό του πρόσωπο.

— Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, κύριε Γκ.; ρώτησα με αδιάφορο ύφος.  

—Όχι, δε νομίζω. Με μια τέτοια γενειάδα! Εσάς δε θα μπορούσα να σας ξεχάσω, γιατρέ!

— Γιατί με λέτε «γιατρό»;

— Μα καλά, είστε γιατρός, δεν είστε;

— Ναι, αλλά αν είναι η πρώτη φορά που με συναντάτε, πώς το ξέρετε;


— Μιλάτε σαν γιατρός.  Βλέπω ότι είστε γιατρός.

— Μάλιστα, έχετε δίκιο, είμαι. Είμαι ο νευρολόγος αυτού εδώ του μέρους.

— Νευρολόγος; Ε, τρέχει τίποτα με τα νεύρα μου; Και τι είναι «αυτό το μέρος»; Πού βρισκόμαστε «εδώ»; Τι είναι αυτό το μέρος εν πάση  περιπτώσει;

— Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα τώρα: πού νομίζετε ότι βρίσκεστε;

— Βλέπω αυτά τα κρεβάτια και αυτούς τους ασθενείς ολόγυρα. Μου φαίνεται σαν ένα είδος νοσοκομείου. Αλλά, διάβολε, τι μπορεί να κάνω εγώ στο νοσοκομείο και μάλιστα μ' όλους αυτούς τους γέρους, τόσο πιο μεγάλους από μένα. Αισθάνομαι καλά στην υγεία μου, είμαι δυνατός σαν ταύρος. Ίσως να δουλεύω εδώ... Δουλεύω; Και τι δουλειά κάνω;... Όχι, κουνάτε το κεφάλι σας, βλέπω στα μάτια σας ότι δε δουλεύω εδώ. Αν δε δουλεύω εδώ, πάει να πει ότι με έβαλαν εδώ. Είμαι ένας ασθενής, είμαι άρρωστος και δεν το ξέρω, γιατρέ; Είναι τελείως τρελό,με τρομάζει... Μήπως είναι κάποια φάρσα;

— Δεν ξέρετε τι συμβαίνει; Δεν ξέρετε καθόλου; Θυμάστε που μου μιλήσατε για τα παιδικά σας χρόνια στο Κονέτικατ,
για την εποχή που ήσασταν ασυρματιστής στα υποβρύχια; Και για τον αδελφό σας που έχει ένα δεσμό μ' ένα κορίτσι από το Όρεγκον;

— Ε, σωστά είναι αυτά που λέτε. Αλλά δε σας τα είπα εγώ, ποτέ στη ζωή μου δε σας έχω συναντήσει. Πρέπει να διαβάσατε ό,τι με αφορά στην καρτέλα μου.

- Εντάξει, είπα. Θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Πήγε κάποιος στο γιατρό του λέγοντας ότι υποφέρει από κενά στη μνήμη του. Ο γιατρός τού έκανε μερικές ερωτήσεις ρουτίνας και μετά του λέει: «Λοιπόν, αυτά τα κενά; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα κενά;» «Ποια κενά;» απάντησε απορημένος ο ασθενής. 
Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημά μου, είπε γελώντας ο Τζίμυ.  Μου φαίνεται ότι κάτι είχα προσέξει. Πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνάω πράγματα, μια στις τόσες, πράγματα που μόλις έχουν συμβεί. Παρ' όλα αυτά, το παρελθόν το θυμάμαι καθαρά. 
-Θα μου επιτρέψετε να σας εξετάσω, να σας υποβάλω σε μερικά τέστ;
-Βεβαίως, απάντησε ευγενικά. Ό,τι θέλετε.




Στα τεστ ευφυίας έδειξε καταπληκτικές ικανότητες. Ήταν πολύ οξυδερκής, παρατηρητικός και λογικός και δε συναντούσε καμία δυσκολία στη λύση πολύπλοκων προβλημάτων και γρίφων, καμία δυσκολία υπό τον όρο ότι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν γρήγορα. Αν χρειαζόταν πολλή ώρα, ξεχνούσε αυτό που έκανε. Ήταν γρήγορος και καλός στην τρίλιζα και στην ντάμα, πονηρός και επιθετικός, έτσι που μπόρεσε να με νικήσει εύκολα. Στο σκάκι, όμως, έχασε, γιατί οι κινήσεις  του παιχνιδιού ήταν πολύ αργές γι'
αυτόν.

Εξετάζοντας και πάλι τη μνήμη του, βρήκα μία ασυνήθιστα υπερβολική έκπτωση της πρόσφατης μνήμης σε τέτοιο σημείο, που καθετί που θα του έλεγε ή θα του έδειχνε κανείς θα το ξέχναγε σε λίγα δευτερόλεπτα. Για να το επιβεβαιώσω, έβγαλα το ρολόι μου, τη γραβάτα μου και τα γυαλιά μου και τα έβαλα πάνω στο γραφείο, τα σκέπασα και του ζήτησα να τα απομνημονεύσει. Ύστερα, αφού κουβέντιασα μαζι του για ένα λεπτό, τον ρώτησα  τι είχα βάλει κάτω από το κάλυμμα. Δε  θυμήθηκε κανένα απ' τα αντικείμενα, ούτε καν ότι του είχα ζητήσει να τα θυμηθεί. Επανέλαβα το τεστ βάζοντας τον αυτή τη φορά να γράψει τα ονόματα των τριών αντικειμένων. Και πάλι τα ξέχασε και έμεινε έκπληκτος όταν του έδειξα το χαρτί με αυτό που είχε γράψει, λέγοντας πως δεν είχε καμία ανάμνηση
του ότι είχε γράψει κάτι, παρότι αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα, και μόνο μετά του ήρθε μία απόμακρη    «ηχώ» του γεγονότος ότι τα είχε γράψει.
Μερικές φορές συγκρατούσε κάποιες απόμακρες αναμνήσεις, κάποια συγκεχυμένη ηχώ ή κάποια αίσθηση οικείου. Έτσι, πέντε λεπτά  αφού είχα παίξει τρίλιζα μαζί του, θυμήθηκε πως «κάποιος γιατρός» είχε παίξει μαζί του αυτό το παιχνίδι «λίγο καιρό πριν»· κατά πόσο αυτό το «λίγο καιρό πριν» ήταν λεπτά ή μήνες δεν είχε ιδέα. Σταμάτησε τότε και είπε: «Θα μπορούσατε να ήσασταν εσείς;» Όταν του είπα ότι ήμουν εγώ, φάνηκε να το διασκεδάζει. Αυτή η αμυδρή ευθυμία και μία κάποια αδιαφορία ήταν πολύ χαρακτηριστικές, όπως ήταν και οι συλλογισμοί στους οποίους τον οδηγούσε το γεγονός ότι ήταν τόσο αποπροσανατολισμένος και χαμένος στο χρόνο. 


Όταν ρωτούσα τον Τζίμυ για την εποχή του χρόνου, θα κοιτούσε αμέσως γύρω του για κάποια ένδειξη —ήμουν αρκετά προσεχτικός, ώστε να τραβήξω το ημερολόγιο από το γραφείο μου— και θα συμπέραινε την εποχή, χοντρικά, κοιτώντας από το παράθυρο.  Προφανώς δεν ήταν το ότι η μνήμη του αποτύγχανε να εγγράψει τα γεγονότα, αλλά ότι τα μνημονικά ίχνη ήταν σε τέτοιο σημείο φευγαλέα,που ήταν δυνατό να σβηστούν μέσα σ' ένα λεπτό, και συχνά σε ακόμα λιγότερο, ειδικά αν υπήρχαν ερεθίσματα που τον αποσπούσαν ή ερεθίσματα ανταγωνιστικά, ενώ οι ανώτερες διανοητικές και αντιληπτικές του ικανότητες παρέμεναν άθικτες.
Οι επιστημονικές γνώσεις του Τζίμυ ήταν αυτές ενός λαμπρού απόφοιτου του Λυκείου με μία ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Ήταν εξαίρετος στους αριθμητικούς (καθώς και στους αλγεβρικούς) υπολογισμούς, αλλά μόνο αν μπορούσαν να εκτελεστούν με αστραπιαία ταχύτητα. Αν υπήρχαν πολλές πράξεις και χρειαζόταν πολύς χρόνος, θα ξέχναγε σε ποιο σημείο βρισκόταν, ακόμα και την ίδια την ερώτηση. 
Γνώριζε τα φυσικά στοιχεία, τα συνέκρινε και μου έφτιαξε τον περιοδικό τους πίνακα, παραλείποντας τα υπερουράνια στοιχεία.

— Είναι πλήρης; τον ρώτησα όταν τελείωσε.
— Είναι πλήρης και ενημερωμένος, κύριε, απ' όσο γνωρίζω.
— Δεν ξέρετε κανένα στοιχείο μετά το ουράνιο;
— Αστειεύεστε; Υπάρχουν ενενήντα δύο στοιχεία και το ουράνιο είναι το τελευταίο.

Έκανα μία μικρή παύση και ξεφύλλισα ένα τεύχος του National Geographic
που ήταν πάνω στο τραπέζι.

— Πείτε μου τους πλανήτες, είπα, και κάτι γύρω απ' αυτούς.

Χωρίς δισταγμό, με σιγουριά, μου απαρίθμησε τους πλανήτες, τα ονόματά τους, τη χρονολογία της ανακάλυψής τους, την απόστασή τους από τον ήλιο, την εκτιμώμενη μάζα τους, το χαρακτήρα τους και τη βαρύτητά τους  

— Τι είναι αυτό; ρώτησα δείχνοντάς του μία φωτογραφία στο περιοδικό που κρατούσα.
— Είναι η σελήνη, απάντησε.
— Όχι, δεν είναι, του είπα. Είναι μία φωτογραφία της γης τραβηγμένη από τη σελήνη
— Γιατρέ, αστειεύεστε! Θα έπρεπε κάποιος να είχε ανεβάσει μία κάμερα εκεί πάνω!
— Φυσικά.
— Διάβολε! Με δουλεύετε. Πώς θα γινόταν αυτό; 

Εκτός κι αν ήταν ένας τέλειος ηθοποιός, ένας απατεώνας που υποκρινόταν μία έκπληξη που δεν αισθανόταν, αυτός ο διάλογος ήταν η πιο πειστική επίδειξη για το ότι είχε παραμείνει στο παρελθόν. Τα λόγια του, τα αισθήματά του, η αθώα απορία του, ο αγώνας του να βγάλει κάποιο νόημα από ό,τι έβλεπε ήταν η αντίδραση που θα είχε ένας έξυπνος νέος της εποχής του '40, αν ερχόταν αντιμέτωπος με το μέλλον, μ' αυτά που δεν είχαν ακόμα συμβεί και μ' αυτά που μόλις και μετά βίας μπορούσε να φανταστεί κανείς τότε. «Αυτό περισσότερο απ'οτιδήποτε άλλο», έγραφα στις σημειώσεις μου, «με πείθει ότι η διακοπή που συνέβη στη ζωή του γύρω στα 1945 είναι αυθεντική...    Ό,τι του έδειξα και του είπα του προκάλεσε την ίδια γνήσια κατάπληξη που θα είχε προκαλέσει σε έναν έξυπνο νέο της προ του Σπούτνικ περιόδου».

Βρήκα μία άλλη φωτογραφία στο περιοδικό και το γύρισα προς το μέρος του.

— Αυτό είναι ένα αεροπλανοφόρο, είπε. Υπερμοντέρνο σχέδιο. Δεν έχω δει ποτέ μου κάποιο που να του μοιάζει.
— Πώς λέγεται; ρώτησα.Έριξε μια ματιά, φάνηκε αμήχανος και είπε:
— Νίμιτς! 
— Συμβαίνει τίποτα;
— Και βέβαια συμβαίνει! απάντησε άγρια. Τα ξέρω όλα με το όνομά τους και 
δε γνωρίζω κανένα Νίμιτς...  Βέβαια υπάρχει ένας ναύαρχος Νίμιτς, αλλά δεν έχω ακούσει να έδωσαν το όνομά του σε κανένα αεροπλανοφόρο.
Θυμωμένα πέταξε κάτω το περιοδικό.  Άρχιζε να κουράζεται και γινόταν κάπως ευέξαπτος και αγχώδης κάτω από τη διαρκή πίεση της ελλειμματικότητάς του, της αντίφασης που ένιωθε και του φόβου που προκαλούσαν οι επιπτώσεις τους, και που δεν ήταν δυνατό να τα ξεχνά εντελώς. Τον είχα ήδη ωθήσει απερίσκεπτα σε πανικό και ένιωσα ότι ήταν καιρός να τελειώσουμε τη συνεδρία. Βηματίσαμε πάλι προς το παράθυρο και κοιτάξαμε το ηλιοφώτι-στο γήπεδο του μπέιζμπολ· καθώς κοιτούσε έξω, το πρόσωπό του ηρέμησε, ξέχασε το
Νίμιτς, τη δορυφορική φωτογραφία, όλες αυτές τις νύξεις για την κατάστασή του και όλα αυτά τα τρομερά και απορροφήθηκε από το παιχνίδι που έβλεπε. 
Ύστερα, καθώς ο αέρας έφερνε μία πικάντικη μυρωδιά από την τραπεζαρία, έγλειψε τα χείλη του και, λέγοντας: «Φαΐ!», χαμογέλασε και με χαιρέτησε.

Ένιωθα ένα σφίξιμο από τη συγκίνηση· σου ράγιζε την καρδιά, σε σάστιζε, ο παραλογισμός μιας ζωής χαμένης μέσα στη λήθη, σε αποσύνθεση.




«Σαν να ήταν», έγραψα στις σημειώσεις μου, «φυλακισμένος σε μία μοναδική στιγμή της ύπαρξης, αποκλεισμένος ολόγυρα από μία τάφρο,ένα χάσμα λησμονιάς... Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν (ή μέλλον), δεμένος επάνω σε μια στιγμή που συνεχώς μεταμορφώνεται, χωρίς περιεχόμενο και κανένα νόημα». 
Και στη συνέχεια, πιο πεζά:
«Η νευρολογική εξέταση είναι εντελώς φυσιολογική κατά τα λοιπά. Υπόθεση: πιθανό σύνδρομο Korsakov οφειλόμενο σε αλκοολική εκφύλιση των μαστοειδών σωματίων». 
Οι σημειώσεις μου ήταν ένα περίεργο μείγμα από γεγονότα και παρατηρήσεις, προσεχτικά και αναλυτικά καταγραμμένα,με ακατάσχετους στοχασμούς επάνω στην «έννοια» που μπορεί να έχουν τέτοια προβλήματα σε σχέση με το ποιος και τι και με το πού βρισκόταν αυτός ο καημένος· μέχρι ποιο σημείο μπορούσε, πράγματι,να μιλάει κανείς για μία «ύπαρξη», δεδομένης μιας τόσο απόλυτης έλλειψης μνήμης και της οποιασδήποτε συνέχειας.
Συνέχιζα να αναρωτιέμαι, σ' αυτές όπως και σε μετέπειτα σημειώσεις μου, εντελώς εξωεπιστημονικά, γύρω από την υπόθεση μίας «χαμένης ψυχής»· πώς θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει κάποια συνέχεια, κάποιες ρίζες σ΄αυτόν τον άνθρωπο χωρίς ρίζες, ή με αυτές τις απλησίαστες ρίζες που είχε στο μακρινό παρελθόν.   Αν ήταν δυνατή μια επανασύνδεση· αλλά πώς θα μπορούσε να επανασυνδεθεί και πώς θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε να το κάνει; Τι  ήταν η ζωή χωρίς κάποια σύνδεση; 

«Τολμώ να βεβαιώσω», έγραψε ο Hume, «ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα δεμάτι ή ένα συνονθύλευμα από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με  ασύλληπτη ταχύτητα και βρίσκονται σε διαρκή ρευστότητα και κίνηση»

Με κάποια έννοια, ο Τζίμυ ήταν πια περιορισμένος σε μία ύπαρξη «τύπου Hume»· δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο θα είχε συνεπαρθεί ο Hume βλέποντας στον Τζίμυ την ενσάρκωση της ίδιας του της φιλοσοφικής «χίμαιρας», την ανατριχιαστική μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε μία ασύνδετη, ασυνάρτητη ρευστότητα και αλλαγή.


Έψαξα για μια συμβουλή ή κάποια βοήθεια στην ιατρική βιβλιογραφία, μία βιβλιογραφία που, για κάποιο λόγο, ήταν κυρίως ρωσική, από την πρωτότυπη διατριβή του Korsakov (Μόσχα, 1887) πάνω σε ανάλογες περιπτώσεις απώλειας της μνήμης, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ονομάζονται «σύνδρομο Korsakov», μέχρι τη
Νευροψυχολογία της Μνήμης  του Luria (που μεταφράστηκε στα αγγλικά μόνο ένα χρόνο αφού είδα για πρώτη φορά τον Τζίμυ). 

Ο Korsakov έγραφε στα 1887:
«Υπάρχει μια σχεδόν αποκλειστική προσβολή της μνήμης των πρόσφατων γεγονότων κατά τα φαινόμενα οι πρόσφατες εντυπώσεις εξαφανίζονται ταχύτερα, ενώ οι πολύ παλιές εντυπώσεις ανακαλούνται σωστά,με τρόπο που η ευφυία του ασθενή, η οξύτητα της αντίληψής τους και η επινοητικότητά του παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες».

Στις λαμπρές αλλά φειδωλές παρατηρήσεις του Korsakov προστέθηκε ένας αιώνας περαιτέρω έρευνας, όπου η πλουσιότερη και βαθύτερη συμβολή ήταν αυτή του Luria. Ο Luria μπόρεσε να μιλήσει για το πάθος της ολοκληρωτικής απώλειας της μνήμης και στα γραπτά του η επιστήμη έγινε ποίηση. «Σε τέτοιους ασθενείς παρατηρούνται πάντα μεγάλες διαταραχές της οργάνωσης των εντυπώσεων που γεννούν τα γεγονότα και της διαδοχής τους στο χρόνο», έγραψε. «Κατά συνέπεια, χάνουν το σύνολο της εμπειρίας του χρόνου και ζουν πια σε έναν κόσμο που αποτελείται από μεμονωμένες εντυπώσεις». 
Ακόμα περισσότερο, όπως το σημειώνει ο Luria, το ξερίζωμα και η ακαταστασία των αναμνήσεων θα μπορούσε να επεκταθεί προς τα πίσω στο χρόνο «και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και σε αρκετά παλιά γεγονότα».

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που ο Luria περιγράφει στο βιβλίο του έπασχαν από μεγάλους εγκεφαλικούς όγκους που εκδηλώνονταν με το σύνδρομο Korsakov, αλλά αργότερα επεκτείνονταν και είχαν συχνά μοιραία κατάληξη. Ο Luria δε συμπεριέλαβε περιπτώσεις «απλού» συνδρόμου Korsakov με τη βασική περιορισμένη βλάβη που είχε περιγράψει ο Korsakov: μια καταστροφή των νευρώνων στα μικροσκοπικά αλλά κρίσιμης σημασίας μαστοειδή σωμάτια που προκαλεί το οινόπνευμα, ενώ το υπόλοιπο του εγκεφάλου παραμένει απολύτως άθικτο.Έτσι δεν υπήρχε δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης των περιπτώσεων του Luria.

Στην αρχή ο Τζίμυ με προβλημάτιζε βαθιά, είχα αμφιβολίες, ακόμα και υποψίες, γύρω από την κατά τα φαινόμενα απότομη διακοπή που εμφανιζόταν στα 1945, ένα σημείο, μία ημερομηνία που είχε και έναν καθοριστικό συμβολισμό. Σε μία μεταγενέστερη σημείωση έγραφα:
«Υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν ξέρουμε τι συνέβη τότε ή αργότερα...Πρέπει να γεμίσουμε αυτά τα χρόνα που "λείπουν"· διαμέσου του αδελφού ή του ναυτικού ή των νοσοκομείων που νοσηλεύτηκε... Μπορεί να είχε υποστεί κάποιο μεγάλο τραυματισμό εκείνη την εποχή, κάποιο μεγάλο εγκεφαλικό ή συγκινησιακό τραυματισμό στη μάχη, στον πόλεμο, και 
αυτό να τον επηρέασε έκτοτε;... Να σκεφτούμε ότι ο πόλεμος ήταν το "απόγειο" του, η τελευταία φορά που ήταν στ' αλήθεια ζωντανός, και η ύπαρξη του από τότε δεν είναι παρά μία μακριά πτώση;»*
* Στη συναρπαστική του ιστορία με βάση προφορικές διηγήσεις Ο καλός πόλεμος (1985) ο Studs Terkel μεταγράφει αναρίθμητες ιστορίες αντρών και γυναικών, ιδιαίτερα μάχιμων αντρών, που ένιωσαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σαν έντονα αληθινό —σαν την πιο αληθινή και σημαντική περίοδο της ζωής τους— και οτιδήποτε έκτοτε ωχριούσε σε σύγκριση μ' αυτό. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν την τάση να παραμένουν στην εποχή του πολέμου και να ξαναζούν τις μάχες του, τη συντροφικότητα, τη σιγουριά των ηθικών αξιών και την ένταση των συγκινήσεων. Αλλά αυτή η εμμονή στο παρελθόν και μια σχετική νωθρότητα στη στάση τους απέναντι στο παρόν —αυτή η συναισθηματική άμβλυνση σε σχέση με τα τωρινά συναισθήματα και τη μνήμη του παρόντος— δεν είναι τίποτα μπροστά στην οργανική αμνησία του Τζίμυ. Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα με τον Terkel: «Συνάντησα χιλιάδες ανθρώπους», μου είπε, «που αισθάνονται ότι από το '45 κι ύστερα απλώς βλέπουν τον καιρό να περνά, αλλά ποτέ δε συνάντησα κάποιον για τον οποίο ο χρόνος να σταμάτησε εντελώς, όπως για τον αμνησικό σας Τζίμυ»

Του κάναμε διάφορες εξετάσεις (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, σκάνερ του εγκεφάλου) που δεν έδωσαν καμία ένδειξη μαζικής καταστροφής του εγκεφάλου, αν και η ατροφία των μικροσκοπικών μαστοειδών σωματίων δε θα φαινόταν σε τέτοιες εξετάσεις. Το ναυτικό μάς έστειλε εκθέσεις που αποδείκνυαν ότι είχε μείνει στις τάξεις του μέχρι το 1965 και ότι εκείνη την εποχή είχε πλήρη κατοχή των ικανοτήτων του.   Ξεθάψαμε τότε μία σύντομη, απαίσια έκθεση από το νοσοκομείο Bellevue, με ημερομηνία του 1971, που έλεγε ότι «είχε πλήρη απώλεια του προσανατολισμού του... με ένα προχωρημένο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο που οφείλεται στο οινόπνευμα» (υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή μία κίρρωση του ήπατος). Από το Bellevue είχε σταλεί σε ένα άθλιο μέρος στο Village, που χαρακτηριζόταν σαν «νοσηλευτήριο», απ'όπου και τον είχε γλιτώσει —βρόμικο και πεινασμένο— το ίδρυμά μας στα 1975.

Εντοπίσαμε τον αδελφό του, για τον οποίο ο Τζίμυ μίλαγε πάντα σα να βρισκόταν στη σχολή λογιστών και να ήταν αρραβωνιασμένος με μία  κοπέλα από το Όρεγκον. Στην πραγματικότητα είχε παντρευτεί την κοπέλα από το Όρεγκον, είχε γίνει πατέρας και παππούς, και ασκούσε τη λογιστική εδώ και τριάντα χρόνια.   Εκεί που είχαμε ελπίσει σε ένα πλήθος πληροφοριών και περιμέναμε μία μεγάλη συγκίνηση από τον αδελφό του, δεχτήκαμε ένα ευγενικό αλλά κάπως πενιχρό γράμμα. Ήταν φανερό διαβάζοντας το —ιδιαίτερα διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές— ότι οι δύο αδελφοί είχαν ελάχιστα ιδωθεί από το 1943 και ύστερα ότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει,εν μέρει λόγω των επαγγελματικών αλλαγών και των μετακινήσεων και εν μέρει λόγω βαθιών (αν και όχι σε αποξενωτικό σημείο) διαφορών του χαρακτήρα.  

Ο Τζίμυ, φαίνεται, δεν είχε ποτέ του «νοικοκυρευτεί», «έπαιρνε πάντα ό,τι του έφερνε η τύχη» και ήταν «αδιόρθωτος πότης». Ο  αδελφός του έκανε την υπόθεση πως το ναυτικό τού είχε προσφέρει μία δομή, μία ζωή, και τα προβλήματα άρχισαν όταν το εγκατέλειψε,στα 1965.   Χωρίς τη συνηθισμένη του δομή και το αγκυροβόλιο του, ο Τζίμυ είχε σταματήσει να εργάζεται, άρχισε να «αποσυντίθεται» και να πίνει υπερβολικά. Στα μέσα και ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του'60 είχε παρουσιάσει κάποια διαταραχή της μνήμης, του τύπου Korsakov, αλλά όχι τόσο σοβαρή, ώστε να μην μπορεί να «τα βγάλει πέρα» με το συνηθισμένο νωχελικό του τρόπο. 
Στα 1970, όμως, ο αλκοολισμός του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο.  Γύρω στα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο αδελφός του έμαθε ότι είχε ξαφνικά πάθει μια κρίση, είχε «βγει εκτός εαυτού», είχε παρουσιάσει ένα διεγερτικό παραλήρημα και σύγχυση, και τότε ακριβώς μεταφέρθηκε στο Bellevue. Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα η διέγερση και το παραλήρημα κόπασαν, αλλά έμειναν βαθιά και παράξενα κενά μνήμης, ή «απώλεια μνήμης», για να χρησιμοποιήσουμε το ιατρικό ιδίωμα. 

Ο αδελφός του τον είχε επισκεφτεί εκείνη την εποχή —δεν είχαν συναντηθεί επί είκοσι χρόνια— και με τρόμο κατάλαβε ότι ο Τζίμυ όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε, αλλά του είπε: «Σταματήστε τα αστεία! Είσαστε αρκετά ηλικιωμένος για να είσαστε ο πατέρας μου. Ο αδελφός μου είναι νέος, μόλις τώρα πηγαίνει στη σχολή λογιστών».
Αυτές οι πληροφορίες αύξησαν τη σύγχυση μου. Γιατί ο Τζίμυ δε θυμόταν τα τελευταία του χρόνια στο ναυτικό; Γιατί δεν ανακαλούσε και δεν οργάνωνε τις αναμνήσεις του μέχρι το 1970; Δεν είχα ακούσει ποτέ ότι τέτοιοι ασθενείς μπορούσαν να παρουσιάσουν μία «παλίνδρομη αμνησία» (βλέπε το Υστερόγραφο). 

«Όλο και περισσότερο αναρωτιέμαι», έγραψα τότε, «αν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο υστερικής αμνησίας ή αμνησικής φυγής· κατά πόσο δεν προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι υπερβολικά τρομαχτικό», και πρότεινα να τον δει η ψυχίατρός μας.





Η έκθεσή της ήταν διεισδυτική και λεπτομερής· η εξέταση περιελάμβανε μέχρι και ένα τεστ με νάτριο αμυτάλ,    Τεστ με sodium amytal: η ένεση μιας ναρκωτικής ουσίας με προκαθορισμένη τεχνική,ώστε να προκληθεί χαλάρωση και πτώση του συνειδησιακού επίπεδου, με συνέπεια άρση των αναστολών. (Σ.τ.Μ.)
με σκοπό την «απελευθέρωση» των οποιωνδήποτε αναμνήσεων θα μπορούσαν να παραμένουν καταπιεσμένες. Επιχείρησε, ακόμα, να υπνωτίσει τον Τζίμυ, ελπίζοντας να εκμαιεύσει τις αναμνήσεις που η υστερία καταπίεζε· η μέθοδος αυτή έχει συνήθως αποτέλεσμα σε περιπτώσεις υστερικής αμνησίας. Εδώ,όμως, απέτυχε, γιατί ο Τζίμυ δεν ήταν δυνατό να υπνωτιστεί, όχι εξαιτίας κάποιας «αντίστασης», αλλά εξαιτίας της ακραίας του αμνησίας που τον εμπόδιζε να παρακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο υπνωτιστής.
(Ο δρ Μ. Homonoff, που εργάστηκε στο τμήμα αμνησικών του νοσοκομείου Boston Veterans Administration, μου ανέφερε παρόμοιες δικές του εμπειρίες: θεωρεί ότι αυτό είναι απόλυτα χαρακτηριστικό των ασθενών με σύνδρομο Korsakov, σε αντίθεση με τους ασθενείς με υστερική αμνησία.)

«Δεν έχω καμία ένδειξη», έγραψε η ψυχίατρος, «οποιουδήποτε υστερικού ή "επιπρόσθετου" εκπτωτικού συμπτώματος. Στερείται τόσο των μέσων, όσο και του κινήτρου, για να δημιουργήσει ένα πλαστό προσωπείο. Η έκπτωση της μνήμης του είναι οργανική, μόνιμη και μη αναστρέψιμη, αν και είναι περίεργο το γεγονός ότι επεκτείνεται σε τέτοιο βάθος μέσα στο παρελθόν». 
Η άποψή της ήταν ότι «από τη στιγμή που του είναι αδιάφορο... που δεν εκδηλώνει κανένα ιδιαίτερο άγχος...δεν τίθεται το θέμα κάποιας αγωγής» και έτσι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να προσφέρει, ή οποιαδήποτε θεραπευτική «διέξοδος» ή κάποιο «πάτημα» που να της ήταν δυνατό να διακρίνει.

Σε αυτό το σημείο της αναζήτησής μου, πεπεισμένος πια ότι ήταν πράγματι ένα «καθαρό» σύνδρομο Korsakov, χωρίς την εμπλοκή άλλων παραγόντων, συναισθηματικών ή οργανικών, έγραψα στον Luria και ζήτησα τη γνώμη του. Στην απάντησή του μου μιλούσε για τον ασθενή του Bel, του οποίου η αμνησία είχε αναδρομικά ξεριζώσει δέκα χρόνια.

Κατά τη γνώμη του δεν ήταν απίθανο μία τέτοια παλίνδρομη αμνησία να απλώνεται στις περασμένες δεκαετίες ή και σε μία ολόκληρη ζωή.

«Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία», γράφει ο Μπουνιουέλ, «αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή». 
Η αμνησία του Τζίμυ, όμως, για οποιουσδήποτε λόγους, είχε σβήσει τη μνήμη και το χρόνο μέχρι το 1945 πάνω κάτω και μετά σταματούσε. Μερικές φορές του τύχαινε να θυμηθεί κάτι πολύ μεταγενέστερο, αλλά αυτή η ανάκληση θα ήταν αποσπασματική και χωρίς διάρθρωση μέσα στο χρόνο. Μία φορά, βλέποντας τη λέξη «δορυφόρος» στον τίτλο μιας εφημερίδας, είπε αδιάφορα ότι επρόκειτο να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα εκτόξευσης δορυφόρου, ενώ βρισκόταν στο πλοίο Chesapeake Bay,
ένα θραύσμα μνήμης που προερχόταν από τις αρχές ή τα μέσα της δεκαετίας του '60. 
Στην πράξη, όμως, το σημείο διακοπής του εντοπιζόταν στη διάρκεια των μέσων (ή του τέλους) της δεκαετίας του '40 και οτιδήποτε μεταγενέστερο ανακαλούσε ήταν αποσπασματικό και ασύνδετο.

Έτσι ήταν τα πράγματα το 1975 και έτσι παραμένουν σήμερα, εννέα χρόνια αργότερα.
Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι έπρεπε να κάνουμε; 
«Δεν υπάρχουν συνταγές σε μία τέτοια περίπτωση», έγραφε ο Luria. «Κάντε ό,τι σας υποδεικνύουν η εφευρετικότητα και η καρδιά σας. Υπάρχει ελάχιστη ή και καθόλου ελπίδα να ξαναβρεί τη μνήμη του. Αλλά ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση, ευαισθησίες, πνεύμα·αντικείμενα για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει η νευροψυχολογία. Εκεί, πέρα από το χώρο της απρόσωπης ψυχολογίας, είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή.Οι συνθήκες της δουλειάς σας ειδικά σας επιτρέπουν να κάνετε κάτι τέτοιο, γιατί δουλεύετε σε ένα άσυλο, που είναι σαν ένας μικρός κόσμος, πολύ διαφορετικό από τις κλινικές και τα ιδρύματα όπου εργάζομαι εγώ. Νευροψυχολογικά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μπορείτε να κάνετε· στο χώρο του Ατόμου, όμως, ίσως υπάρχουν πολλά που μπορείτε».

Ο Luria ανέφερε τον ασθενή του Kur που είχε μία σπάνια αυτοεπίγνωση, μέσα στην οποία η απελπισία ήταν ανάμεικτη με μία παράξενη ηρεμία. 

«Δεν έχω ανάμνηση του παρόντος», έλεγε ο Kur. «Δεν ξέρω τι έκανα ή από πού ήρθα μόλις τώρα... μπορώ να ανακαλέσω πολύ καλά  το παρελθόν μου, αλλά δεν έχω μνήμη του παρόντος μου». 
Όταν τον ρωτούσαν αν είχε ποτέ του δει το πρόσωπο που τον εξέταζε, απαντούσε: «Δεν μπορώ να πω ναι ή όχι, δεν μπορώ να βεβαιώσω ούτε να αρνηθώ ότι σας έχω δει». 
Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και με τονΤζίμυ. Όπως ο Kur, που παρέμεινε για πολλούς μήνες στο ίδιο νοσοκομείο, ο Τζίμυ άρχισε να αποκτά σιγά σιγά μία «οικειότητα»· έμαθε να βρίσκει το δρόμο του μέσα στο κτήριο, γύρω από την τραπεζαρία, να γνωρίζει το ίδιο του το δωμάτιο, τα ασανσέρ, τις σκάλες, και κατά κάποιο τρόπο αναγνώριζε μερικά πρόσωπα από το προσωπικό, παρότι τα μπέρδευε, και ίσως είχαν πράγματι κάποια ομοιότητα με πρόσωπα από το παρελθόν. Γρήγορα συνδέθηκε με την αδελφή του Οίκου
αναγνώριζε αμέσως τη φωνή της, τον ήχο των βημάτων της, αλλά έλεγε πάντα ότι ήταν μια συμμαθήτριά του από το Γυμνάσιο και έμεινε έκπληκτος όταν με άκουσε να τη φωνάζω «αδελφή».

— Α, στο καλό! αναφώνησε. Συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα.  Λοιπόν, αδελφή, ποτέ δε θα μπορούσα να μαντέψω ότι θα γινόσασταν  καλόγρια!

Από τότε που βρίσκεται στον Οίκο Ευγηρίας μας —από τις αρχές,δηλαδή, του 1975— ο Τζίμυ δεν κατόρθωσε ποτέ να αναγνωρίσει με συνέπεια κάποιον. Το μόνο πρόσωπο που αληθινά αναγνωρίζει είναι ο  αδελφός του κάθε φορά που τον επισκέπτεται από το Όρεγκον. Οι συναντήσεις αυτές είναι βαθιά συγκινητικές για όποιον βρεθεί μπροστά· οι μόνες αληθινά συγκινητικές συναντήσεις που έχει ο Τζίμυ. Αγαπά τον αδελφό του, τον αναγνωρίζει, αλλά   δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φαίνεται τόσο γέρος: 

  «Υποθέτω πως μερικοί άνθρωποι γερνάνε γρήγορα», λέει. 

Στην πραγματικότητα ο αδελφός του μοιάζει πολύ νεότερος από την ηλικία του και έχει εκείνο το είδος προσώπου και κατασκευής που αλλάζουν πολύ λίγο με τα χρόνια. Πρόκειται για συναντήσεις αληθινές και είναι για τον Τζίμυ ο μόνος σύνδεσμος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, χωρίς, όμως, κάποια έννοια ιστορικότητας ή συνέχειας. Αν κάνουν κάτι, είναι να τονίζουν —τουλάχιστον για τον  αδελφό του και για τους άλλους που τους βλέπουν μαζί— το γεγονός ότι ο Τζίμυ εξακολουθεί να ζει και να είναι απολιθωμένος μέσα στο παρελθόν.

Στην αρχή είχαμε όλοι μεγάλες ελπίδες για τη βοήθεια που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στον Τζίμυ· ήταν τόσο ευχάριστος, τόσο συμπαθής και έξυπνος, που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δε θα ήταν δυνατό να του παρασχεθεί η οποιαδήποτε βοήθεια. Αλλά κανένας μας δεν είχε ποτέ αναλογιστεί ότι η αμνησία μπορούσε να 'ναι τόσο δυνατή, σαν ένας λάκκος όπου θα καταβαραθρώνονταν τα πάντα, η κάθε εμπειρία, το κάθε γεγονός, μέσα σε ένα απύθμενο βάθος, σε μία άπατη τρύπα της μνήμης που μπορούσε να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν τον είχα πρωτοδεί, είχα προτείνει να κρατάει ένα ημερολόγιο και να τον παρακινούν να κρατάει καθημερινά σημειώσεις από τις εμπειρίες του, τα αισθήματά του, τις σκέψεις του, τις αναμνήσεις του,τους συλλογισμούς του. Αυτές οι απόπειρες απέτυχαν, στην αρχή, γιατί διαρκώς έχανε το ημερολόγιο: έπρεπε με κάποιο τρόπο να μένει δεμένο επάνω του. Αλλά και αυτό το σύστημα απέτυχε: κράταγε ευσυνείδητα σύντομες καθημερινές σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τις προηγούμενες. 
Αναγνώριζε το γραφικό του χαρακτήρα και το ύφος του και έμενε πάντα κατάπληκτος, όταν ανακάλυπτε ότι την προηγούμενη μέρα είχε γράψει κάτι.   Κατάπληκτος —και αδιάφορος— γιατί ήταν ένας άνθρωπος που,στην πραγματικότητα, δεν είχε «προηγούμενη μέρα». Τα γραπτά του παρέμεναν ασύνδετα και χωρίς τη δυνατότητα να του προσφέρουν κάποια ενότητα, χωρίς τη δύναμη να δώσουν οποιαδήποτε έννοια χρόνου  ή  συνέχειας.  Εκτός αυτού, ήταν τετριμμένες —«Αυγά για πρωινό», «Είδα το ματς στην τηλεόραση»— και ποτέ δεν έφταναν σε κάποιο βάθος. Αλλά τάχα υπήρχε κάποιο βάθος σ' αυτό τον άνθρωπο χωρίς αναμνήσεις, κάποιο βάθος διαρκούς συναισθήματος και σκέψης, ή είχε άραγε περιοριστεί σε ένα είδος επιφανειακής κατασκευής σαν το επινόημα του Hume, μία απλή διαδοχή άσχετων εντυπώσεων και γεγονότων;

Ο Τζίμυ είχε, και ταυτόχρονα δεν είχε, επίγνωση αυτής της βαθιάς,τραγικής απώλειας από την οποία έπασχε, της απώλειας του εαυτού  του.
(Αν κάποιος χάσει ένα πόδι ή ένα μάτι, το ξέρει, ξέρει ότι έχει   χάσει  ένα  πόδι  ή ένα μάτι· αλλά αν έχει χάσει έναν ολόκληρο εαυτό—τον εαυτό του— δεν μπορεί να το ξέρει, επειδή δεν είναι πια παρών  για  να  το  ξέρει.) 

 Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, να κάνω μαζί του λογική συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα.Στην αρχή έδειχνε απόγνωση για το ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αρρώστους τη στιγμή που, όπως έλεγε, ο ίδιος δεν αισθανόταν άρρωστος.Τι αισθανόταν, όμως; Είχε δυνατή κατασκευή και ήταν σωματώδης, είχε ένα είδος ζωώδους δύναμης και ενέργειας αλλά και μία παράξενη αδράνεια, μια παθητικότητα, και (όπως όλοι παρατήρησαν) μία «αδιαφορία»· έδινε σ' όλους μας την ακατανίκητη εντύπωση πως «κάτι έλειπε», παρόλο που ακόμα και αυτό, αν το αντιλαμβανόταν, το δεχόταν με μία παράξενη «αδιαφορία». 




Μία μέρα τον ρώτησα όχι πια για τη μνήμη του ή για το παρελθόν αλλά για τα πιο απλά και τα πιο στοιχειώδη συναισθήματα:
— Πώς αισθάνεστε;
— Πώς αισθάνομαι; επανέλαβε και έξυσε το κεφάλι του. Δεν μπορώ  να πω ότι αισθάνομαι άρρωστος. Δεν μπορώ και να πω, όμως, ότι αισθάνομαι καλά. Δεν μπορώ να πω γενικά ότι αισθάνομαι κάτι, οτιδήποτε.
— Είστε δυστυχισμένος; ξαναρώτησα.
— Δεν μπορώ να το πω
— Χαίρεστε τη ζωή;
— Δεν μπορώ να το πω.

Δίστασα φοβούμενος ότι το πήγαινα πολύ μακριά, ότι κινδύνευα να  απογυμνώσω έναν άνθρωπο μέχρι το βάθος, μέχρι κάποιο κρυφό σημείο, να εκμαιεύσω κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, κάτι που θα απελευθέρωνε μία αφόρητη απελπισία.

— Δεν απολαμβάνετε τη ζωή; επανέλαβα διστάζοντας κάπως. Τι αισθάνεστε τότε για τη ζωή;
— Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω οτιδήποτε.
— Νιώθετε ζωντανός, παρ' όλα αυτά;
— Ζωντανός;  Όχι αληθινά. Δεν έχω νιώσει ζωντανός εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Μια έκφραση άπειρης στενοχώριας και παραίτησης κάλυπτε το πρόσωπό του.  Αργότερα, έχοντας διαπιστώσει την ικανότητά του και την ευχαρίστηση που του έδιναν τα γρήγορα παιχνίδια και οι γρίφοι, καθώς και τη δύναμη που είχαν να τον «κρατάνε», τουλάχιστον για όσο διαρκούσαν, και να του επιτρέπουν να έχει, έστω και για λίγο, μια αίσθηση συντροφικότητας και άμιλλας —δεν παραπονιόταν για μοναξιά, αλλά έμοιαζε τόσο μόνος· δεν εξέφραζε ποτέ του λύπη, αλλά έμοιαζε τόσο λυπημένος— πρότεινα να μπει στα προγράμματα αναψυχής του Οίκου.  Αυτό λειτούργησε καλύτερα, καλύτερα από το ημερολόγιο. Συμμετείχε στα παιχνίδια με ζωηράδα και ταχύτητα, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να του προσφέρουν οποιοδήποτε κίνητρο: έλυσε όλα τα προβλήματα — που δεν παρουσίαζαν καμία δυσκολία γι' αυτόν ήταν ο καλύτερος και ο εξυπνότερος από οποιονδήποτε άλλον στα παιχνίδια. Και καθώς το αντιλαμβανόταν, γινόταν και πάλι νευρικός και ανήσυχος και περιπλανιόταν στους διαδρόμους, στενοχωρημένος και βαριεστημένος, δίνοντας μια αίσθηση προσβεβλημένης αξιοπρέπειας: τα παιχνίδια και τα αινίγματα ήταν για τα παιδιά, μια ψυχαγωγία. Έκδηλα και παθιασμένα γύρευε να κάνει κάτι: ήθελε να δρα, να υπάρχει, να αισθάνεται· και δεν μπορούσε· γύρευε κάποιο νόημα, γύρευε σκοπό. Με τα λόγια του Freud, γύρευε «Εργασία και Έρωτα».
Θα μπορούσε να κάνει μία «συνηθισμένη» δουλειά; Ο αδελφός του είχε πει ότι είχε «αποσυντεθεί», όταν σταμάτησε να εργάζεται το 1965.  Είχε δύο εντυπωσιακές ικανότητες, τον κώδικα Μορς και τη  δακτυλογράφηση.  Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα Μορς, εκτός και αν ανακαλύπταμε κάποια καινούρια χρήση τους μπορούσαμε, όμως,να χρησιμοποιήσουμε έναν καλό δακτυλογράφο, αν ξανάβρισκε τις παλιές του επιδόσεις, και αυτό θα μπορούσε να είναι μια αληθινή δουλειά,όχι μόνο ένα παιχνίδι. 
Πράγματι, ο Τζίμυ γρήγορα επανέκτησε την παλιά του ικανότητα και έφτασε να δακτυλογραφεί πολύ γρήγορα —του ήταν αδύνατο να το κάνει αργά— και σ' αυτό βρήκε ένα μέρος από τα κίνητρα και την ικανοποίηση που προσφέρει η δουλειά. Αλλά κι αυτό  δεν έπαυε να είναι παρά μία επιφανειακή δακτυλογράφηση· ήταν μονότονο, δεν είχε κανένα βάθος. Αυτό που δακτυλογραφούσε το δακτυλογραφούσε μηχανικά —δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νόημα— χτυπούσε απλώς τις σύντομες προτάσεις τη μία μετά την άλλη σε μία χωρίς νόημα σειρά.  Αυθόρμητα, όλοι είχαν την τάση να τον περιγράφουν σαν ένα θύμα  ενός πνευματικού ατυχήματος, σαν μία «χαμένη ψυχή»: ήταν τάχα δυνατό να είχε στ' αλήθεια «χάσει την ψυχή του», εξαιτίας μιας ασθένειας;   

«Νομίζετε ότι έχει ψυχή;» ρώτησα μια μέρα τις αδελφές. Η ερώτησή μου τις έκανε ν' ανατριχιάσουν, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν γιατί την έκανα. «Παρατηρήστε τον Τζίμυ όταν είναι στο παρεκκλήσι», μου είπαν, «και κρίνετε μόνος σας».
Το έκανα και συνταράχτηκα. Συγκινήθηκα βαθιά και εντυπωσιάστηκα, γιατί είδα μία ένταση, μια σταθερότητα προσοχής και μια συγκέντρωση που δεν είχα ποτέ μου δει προηγουμένως στον Τζίμυ, για τις οποίες δεν τον είχα ικανό. Τον παρατηρούσα να γονατίζει και να παίρνει τη μετάληψη στο στόμα του και δε μου ήταν δυνατό να αμφιβάλλω για την πληρότητα και για την ολοκλήρωση της θείας κοινωνίας, για την απόλυτη ευθυγράμμιση του πνεύματός
του με το πνεύμα της λειτουργίας.  Έμπαινε στο μυστήριο και έπαιρνε μέρος σ' αυτό με πληρότητα,με ένταση, με γαλήνη, με την ηρεμία της απόλυτης προσοχής και συγκέντρωσης. Τον συγκρατούσε, τον απορροφούσε ολοκληρωτικά ένα συναίσθημα. Δεν υπήρχε κενό μνήμης, δεν υπήρχε Korsakov εκείνη τη στιγμή, ούτε και έμοιαζε δυνατό ή μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρχει· γιατί δε βρισκόταν πια στο έλεος ενός ελαττωματικού και εύθραυστου μηχανισμού —της χωρίς νόημα διαδοχής των μνημονικών χναριών— αλλά ήταν απορροφημένος σε μία πράξη όπου συμμετείχε με όλο του το είναι, μία πράξη όπου τα αισθήματα και το νόημα βρίσκονταν σε μία οργανική ενότητα, είχαν μία συνέχεια τόσο συνεκτική, που δεν μπορούσε να υποστεί την οποιαδήποτε διακοπή.
Ήταν φανερό ότι ο Τζίμυ έβρισκε τον εαυτό του, έβρισκε τη συνέχεια και  την  πραγματικότητα μέσα στην απολυτότητα της πνευματικής προσοχής και πράξης. 
Οι αδελφές είχαν δίκιο: εδώ έβρισκε πράγματι την ψυχή του. 
Είχε δίκιο και ο Luria που τα λόγια του μου ξανάρχονταν τώρα: 

«Ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση,ευαισθησίες, πνεύμα... Εκεί... είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή». 

Η μνήμη, η διανοητική δραστηριότητα, ο νους από μόνος του δεν μπορούσαν να του προσφέρουν βάσεις· αλλά η πνευματική προσοχή και δράση μπορούσαν να τον συγκρατήσουν ολοκληρωτικά.Ίσως, όμως, η λέξη «πνεύμα» είχε πολύ στενή σημασία· το αισθητικό και το δραματικό συμμετείχαν εξίσου. 
Όταν είδα τον Τζίμυ στο παρεκκλήσι, άνοιξαν τα μάτια μου και προς άλλες περιοχές που εγκαλούν την ψυχή, όπου η ψυχή καταλαγιάζει και γαληνεύει, όπου βρίσκεται σε κοινωνία και προσοχή. Στο ίδιο βάθος απορρόφησης και προσοχής θα έπρεπε να μπορεί να φτάσει μέσα από τη μουσική και την τέχνη: παρατήρησα ότι δεν αντιμετώπιζε δυσκολία στην «παρακολούθηση» της μουσικής ή απλών θεατρικών έργων: κάθε στιγμή στη μουσική και στην τέχνη αναφέρεται, περιέχει άλλες στιγμές. Του άρεσε ακόμα η κηπουρική και είχε αναλάβει ένα μέρος της δουλειάς στον κήπο μας. Στην αρχή αντιμετώπιζε τον κήπο κάθε μέρα σαν να ήταν καινούριος· για κάποιο λόγο, όμως, του είχε γίνει πιο οικείος απ' ό,τι το εσωτερικό του ιδρύματος. Σχεδόν ποτέ δε χανόταν και δεν έχανε τον προσανατολισμό του στον κήπο· νομίζω πως του έφερνε στο μυαλό αγαπημένους κήπους που είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του από τα νιάτα του στο Κονέκτικατ. 
Ο Τζίμυ, που ήταν τόσο χαμένος στον «παρατατικό» χρόνο, στο χρόνο που συντίθεται από την παράθεση των γεγονότων, ήταν απόλυτα προσανατολισμένος στον μπερξονικό «τελικό» χρόνο· αυτό που γι' αυτόν ήταν φευγαλέο και αδυνατούσε να συγκρατήσει σαν φορμαλιστική δομή παρουσιαζόταν σαν απόλυτα σταθερό και άριστα ελεγχόμενο, όταν εμφανιζόταν σαν τέχνη ή σαν θέληση. Ακόμα καλύτερα, στην περίπτωση αυτή τα πράγματα άντεχαν και επιζούσαν. 
Αν τον Τζίμυ τον«συγκρατούσε» μία προσπάθεια, ένας γρίφος, ένα παιχνίδι ή ένας υπολογισμός, τον συγκρατούσαν στην πραγματικότητα για πολύ λίγο, με βάση ένα καθαρά διανοητικό κίνητρο, και αμέσως μόλις τελείωναν ξανάπεφτε στην άβυσσο του δικού του κενού, στην αμνησία του. Αν, όμως, εκείνο που τον συγκρατούσε ήταν μία συγκινησιακή και πνευματική εγρήγορση, όπως η ενατένιση της φύσης ή της τέχνης, η ακρόαση της μουσικής, η συμμετοχή στη λειτουργία στο παρεκκλήσι, η εγρήγορση, η διάθεση που όλα αυτά του προκαλούσαν, η γαλήνη τους θα έμεναν για λίγο και ο Τζίμυ θα έδειχνε μία περισυλλογή και μία ειρήνη που σπάνια βλέπαμε, αν τη βλέπαμε ποτέ τον υπόλοιπο καιρό στο ίδρυμα.

Έχουν περάσει πια εννιά χρόνια που γνωρίζω τον Τζίμυ και νευρο-ψυχολογικά δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Εξακολουθεί να παρουσιάζει το πιο απόλυτο σύνδρομο Korsakov, του είναι αδύνατο να συγκρατήσει μεμονωμένα θέματα για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα και έχει μία βαθιά αμνησία που φτάνει μέχρι το 1945. 
Αλλά από ανθρώπινη, από πνευματική άποψη, παρουσιάζεται μερικές στιγμές σαν ένας ολωσδιόλου διαφορετικός άνθρωπος· δεν είναι τότε αιωρούμενος,ανήσυχος, βαριεστισμένος και χαμένος αλλά βαθιά προσεχτικός απέναντι στην ψυχή και στην ομορφιά του κόσμου, πλούσιος σύμφωνα με όλες τις κατηγορίες του Κίρκεγκαρντ, καθώς και από κάθε αισθητική, ηθική, θρησκευτική ή δραματική άποψη. 

Όταν τον πρωτοσυνάντησα, είχα αναρωτηθεί μήπως ήταν καταδικασμένος σε κάποιο είδος ύπαρξης σαν σαπουνόφουσκα, όπως τη φανταζόταν ο Hume, μία αιώρηση που γλιστρά χωρίς νόημα επάνω στην επιφάνεια της ζωής. Με απασχολούσε, επίσης, το ερώτημα αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί η ασυναρτησία της ασθένειάς του, που θύμιζε τόσο αυτές τις συλλήψεις του Hume: η εμπειρική επιστήμη μού υπαγόρευε ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος τρόπος· όμως η εμπειρική επιστήμη, ο εμπειρισμός, δεν παίρνει υπόψη του την ψυχή, δεν παίρνει υπόψη του αυτό που καθορίζει και συνιστά την προσωπική ύπαρξη. Υπάρχει ίσως εδώ ένα φιλοσοφικό, όσο και κλινικό μάθημα: στο σύνδρομο Korsakov, ή στην άνοια, ή σε άλλες τέτοιες καταστροφικές διαδικασίες, όσο μεγάλη και αν είναι  η οργανική καταστροφή και η αποσύνθεση που πλησιάζει τον άνθρωπο στο διανοητικό κατασκεύασμα του Hume, παραμένει εντούτοις αμείωτη η δυνατότητα της επανενσωμάτωσης διαμέσου της τέχνης, διαμέσου της επικοινωνίας, της επαφής με το ανθρώπινο πνεύμα: και αυτό μπορεί να παραμένει άθικτο κάτω απ' ό,τι μοιάζει στην αρχή σαν μία ανέλπιδη κατάσταση απόλυτης νευρολογικής καταστροφής.


 ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα πια ξέρω πως η παλίνδρομη αμνησία κάποιου βαθμού είναι πολύ κοινή, αν όχι ο κανόνας, σε περιπτώσεις συνδρόμου Korsakov.Το κλασικό σύνδρομο Korsakov —μία βαθιά και μόνιμη αλλά «καθαρή» καταστροφή της μνήμης, που προκαλείται από την τοξική επίδραση του οινοπνεύματος στα μαστοειδή σωμάτια— είναι σπάνια, ακόμα και στους πολύ μεγάλους πότες. Μπορεί, βέβαια, να συναντήσει κανείς το σύνδρομο Korsakov σε άλλες παθολογίες, όπως στους ασθενείς του Luria που είχαν εγκεφαλικούς όγκους. 

Μία ιδιαίτερα συναρπαστική μορφή ενός οξέος (και ευτυχώς παροδικού) συνδρόμου Korsakov περιγράφηκε καλά πριν από λίγο καιρό με το όνομα παροδική ολική αμνησία (transient global amnesia) που μπορεί να επέλθει εξαιτίας ημικρανιών, κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων ή ελλιπούς παροχής αίματος στον εγκέφαλο. Σε αυτή την κατάσταση παρουσιάζεται μία σοβαρή και ιδιόμορφη αμνησία που κρατάει λίγα λεπτά ή μερικές ώρες, ενώ ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει να οδηγεί το αυτοκίνητό του ή τις ιατρικές ή εκδοτικές του εργασίες με έναν εντελώς μηχανικό τρόπο. Αλλά κάτω από αυτή τη συνεχιζόμενη δραστηριότητα υπάρχει μία βαθιά αμνησία· κάθε πρόταση που προφέρεται ξεχνιέται μόλις λέγεται, το καθετί ξεχνιέται μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που το βλέπουμε, παρότι οι από μακρού εγκαταστημένες αναμνήσεις και οι καθημερινές συνήθειες είναι δυνατό να παραμένουν εντελώς άθικτες. (Μερικές πολύ αξιόλογες βιντεοταινίες ασθενών
κατά τη διάρκεια μιας παροδικής ολικής αμνησίας  γυρίστηκαν  πρόσφατα [1986]  από το δρ John Hodges στην Οξφόρδη.)
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί επιπλέον να υπάρχει και μία βαθιά παλίνδρομη αμνησία. Ο συνάδελφός μου, δρ Leon Protass, μου μίλησε για την περίπτωση ενός άντρα υψηλής νοημοσύνης που ήταν για μερικές ώρες ανίκανος να θυμηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του.Πράγματι είχε χάσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του αλλά, ευτυχώς,μόνο για μερικές ώρες. Τέτοιες προσβολές εξαφανίζονται απότομα και τελείως· παρ' όλα
αυτά  είναι ίσως οι πιο τρομαχτικές από τις «μικρές προσβολές», εξαιτίας της δύναμης που έχουν να καταργούν ή να σβήνουν ολόκληρες δεκαετίες μιας πλούσιας ζωής γεμάτης από επιτεύγματα και αναμνήσεις. 
Συνήθως τον τρόμο τον αισθάνονται οι άλλοι ο ίδιος ο ασθενής, χωρίς καμιά επίγνωση, αμνησικός για την αμνησία του,μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό που είχε αρχίσει, εντελώς αμέριμνος,και αργότερα μόνο να ανακαλύψει ότι έχασε όχι μόνο μία μέρα (όπως είναι συνηθισμένο με τα κοινά αλκοολικά «μπλάκαουτ») αλλά το μισό  μιας ζωής, χωρίς καν να το καταλάβει. 

Το γεγονός ότι μπορεί έτσι ξαφνικά να χάσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης ζωής προκαλεί έναν ιδιαίτερο, μεταφυσικό τρόμο.  Στα ηλικιωμένα άτομα η ζωή, η ανώτερη, πνευματική ζωή μπορεί να σταματήσει πρώιμα, εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων, γεροντικής άνοιας, εγκεφαλικών τραυματισμών κ.λπ., αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις παραμένει συνήθως μία συνείδηση της ζωής που έχει περάσει, η συνείδηση του παρελθόντος του αρρώστου. Το γεγονός αυτό γίνεται συνήθως αποδεκτό σαν κάποιο είδος αντισταθμίσματος: «Τουλάχιστον έζησα, γεύτηκα τη ζωή μου όσο μπορούσα, πριν τραυματιστώ στο κεφάλι,πριν από την προσβολή» κ.λπ. Αυτή η αίσθηση της «ζωής που έχει υπάρξει», που μπορεί να είναι μία παρηγοριά ή και ένα βάσανο, είναι ακριβώς η αίσθηση που εξαφανίζεται στην παλίνδρομη αμνησία. 

Η «τελική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή», για την οποία μιλάει ο Μπουνιουέλ, μπορεί να επέλθει, ίσως, στην τελική φάση μιας άνοιας, όχι όμως —σύμφωνα με την πείρα μου— απότομα με ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντίθετα, υπάρχει ένα είδος αμνησίας διαφορετικό —αν και συγκρίσιμο— που μπορεί να παρουσιαστεί απότομα· όχι,δηλαδή, η «ολική» αλλά μία «μερική» αμνησία.Σε έναν ασθενή, που είχα αναλάβει, μία ξαφνική θρόμβωση στην οπίσθια κυκλοφορία του εγκεφάλου προκάλεσε τον άμεσο θάνατο των οπτικών περιοχών του. Ο άρρωστός μου έμεινε αμέσως εντελώς τυφλός, χωρίς, όμως, να το καταλαβαίνει. Φαινόταν ότι ήταν τυφλός, αλλά δεν έκανε κανένα παράπονο. Η εξέταση και οι ερωτήσεις που του έγιναν έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι όχι μόνο ήταν «φλοιωδώς»τυφλός, «κεντρικά» τυφλός, εξαιτίας της βλάβης του οπτικού του φλοιού, αλλά και ότι είχε χάσει ολοκληρωτικά όλες τις οπτικές του εικόνες και τις οπτικές του αναμνήσεις· και, παρ' όλα αυτά, δεν είχε την παραμικρή ιδέα της οποιασδήποτε απώλειας. Στην πραγματικότητα εκείνο που είχε χάσει ήταν η ίδια η ιδέα τού να βλέπεις και όχι μόνο ήταν ανίκανος να περιγράψει οπτικά το οτιδήποτε, αλλά ερχόταν σε αμηχανία κάθε φορά που χρησιμοποιούσα λέξεις όπως «βλέπω» και «φως»
Στην ουσία είχε μεταβληθεί σε ένα μη οπτικό ον. 
Ολόκληρη η ζωή του, που τη χαρακτήριζε το ότι έβλεπε, η χρήση της όρασης, είχε στ' αλήθεια χαθεί. Ολόκληρη η οπτική ζωή του είχε σβηστεί, είχε σβηστεί μόνιμα τη στιγμή που του συνέβη αυτό το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Μία τέτοια οπτική αμνησία και, ας πούμε, μία τέτοια τύφλωση στην τύφλωση, αμνησία για την αμνησία, στην πραγματικότητα είναι ένα «ολοκληρωτικό» σύνδρομο Korsakov που, όμως, περιορίζεται στην όραση.

Μία ακόμα πιο περιορισμένη, αλλά άλλο τόσο ολοκληρωτική, αμνησία μπορεί να παρουσιαστεί σε σχέση με τις ιδιαίτερες μορφές της αντίληψης, όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο, τον «άνθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε μία απόλυτη «προσωπαγνωσία» ή αγνωσία προσώπων. Ο ασθενής εκεί δεν ήταν μόνο ανίκανος να αναγνωρίζει πρόσωπα, αλλά ανίκανος και να φανταστεί ή να θυμηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο· στην πραγματικότητα είχε χάσει την ίδια την ιδέα του «προσώπου», όπως ο άλλος ασθενής μου, σε ακόμα πιο άσκημη κατάσταση, είχε χάσει τις ίδιες τις ιδέες του «βλέπειν» ή του «φωτός». 

Τέτοια σύνδρομα περιγράφηκαν από τονAnton στα 1890. Το τι, όμως, συνεπάγονται αυτά τα σύνδρομα —τουKorsakov και του Anton— το τι σημαίνουν και τι θα έπρεπε να σημαίνουν για τον κόσμο, τις ζωές, τις ταυτότητες των ασθενών που υποφέρουν από αυτά, πολύ σπάνια έχει γίνει αντικείμενο μελέτης ακόμα και μέχρι σήμερα.
Στην περίπτωση του Τζίμυ αναρωτηθήκαμε μερικές φορές με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε αν τον πηγαίναμε πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του —στην πραγματικότητα πίσω στις μέρες πριν από την αμνησία του— αλλά η μικρή κωμόπολη στο Κονέτικατ είχε γίνει με τα χρόνια μία πόλη σε πλήρη ανάπτυξη. 
Αργότερα είχα την ευκαιρία να μάθω τι θα είχε. συμβεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν και αυτό έγινε με κάποιον άλλο ασθενή με σύνδρομο Korsakov, τον Στίβεν P., ο οποίος είχε απότομα αρρωστήσει το 1980 και του οποίου η παλίνδρομη αμνησία έφτανε πίσω κατά δύο χρόνια ή κάπου τόσο. 

Σε αυτό τον ασθενή, ο οποίος είχε επιπλέον και σοβαρές επιληπτικές κρίσεις, σπαστικότητα και άλλα προβλήματα που απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, μερικές σπάνιες επισκέψεις στο σπίτι του, τα Σαββατοκύριακα, προκάλεσαν μία οδυνηρή κατάσταση. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν και τίποτα και βρισκόταν σχεδόν σε μια ασταμάτητη φρενίτιδα, εξαιτίας της απώλειας του προσανατολισμού του. Όταν, όμως, η γυναίκα του τον πήρε σπίτι τους, στο σπίτι του, που στην πραγματικότητα ήταν γι' αυτόν ένα «στεγανό» στο χρόνο, που παρέμενε στις μέρες πριν από την αμνησία του, αισθάνθηκε αμέσως σε γνώριμο μέρος. Αναγνώρισε τα πάντα, χτύπησε το βαρόμετρο, έλεγξε το θερμοστάτη, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, όπως συνήθιζε πάντα να κάνει. Μίλησε για τους γείτονες, τα μαγαζιά, την τοπική παμπ, έναν κοντινό κινηματογράφο, όπως αυτά ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 70. 
Οι παραμικρές αλλαγές στο σπίτι τον προβλημάτιζαν και του προκαλούσαν αγωνία. («Άλλαξες τις κουρτίνες σήμερα!» είπε μια μέρα στη γυναίκα του. «Πώς γίνεται αυτό; Τόσο ξαφνικά; Ήταν πράσινες σήμερα το πρωί». Ενώ στην πραγματικότητα πράσινες ήταν στα 1978.) Αναγνώρισε τα περισσότερα από τα γειτονικά σπίτια και μαγαζιά —είχαν αλλάξει πολύ λίγο ανάμεσα στα 1978 και στα 1983— αλλά σάστισε από την «αντικατάσταση» του κινηματογράφου. («Πώς θα μπορούσαν να τον κατεδαφίσουν και να χτίσουν ένα σούπερ μάρκετ στη θέση του  μέσα σε μία νύχτα;»)
Αναγνώρισε φίλους και γείτονες· αλλά τους βρήκε ανεξήγητα πιο γέρους απ' ό,τι τους περίμενε. («Ο γερο-τάδε! Στ' αλήθεια του φαίνονται τα χρόνια του. Ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει πριν Πώς γίνεται ξαφνικά σήμερα να δείχνουν όλοι την ηλικία τους;») Αλλά το πραγματικό δράμα, ο τρόμος, ήταν όταν η γυναίκα του τον έφερνε πίσω στο νοσοκομείο· τον έφερνε με ένα φανταστικό και ανεξήγητο τρόπο (έτσι ένιωθε) σε ένα παράξενο σπίτι που ποτέ του δεν είχε δει,  γεμάτο  ξένους,  και μετά τον εγκατέλειπε εκεί.  «Τι κάνεις;» ούρλιαζε τρομοκρατημένος και συγκεχυμένος. «Τι διάβολο
είναι αυτό το μέρος; Τι διάβολο συμβαίνει;» 

Αυτές οι σκηνές ήταν σχεδόν αφόρητες, όταν κανείς ήταν παρών, και θα πρέπει να φαίνονταν σαν τρέλα, ή σαν εφιάλτης, στον ίδιο. Ευτυχώς, το ξέχναγε το πολύ μέσα σε δυο λεπτά.Τέτοιοι ασθενείς, απολιθωμένοι στο παρελθόν, μπορούν να είναι προσανατολισμένοι μόνο μέσα στο σπίτι τους. Ο χρόνος γι' αυτούς έχει σταματήσει. 
Ακούω ακόμα τον Στίβεν Ρ. να ουρλιάζει με τρόμο και σύγχυση επιστρέφοντας, να ουρλιάζει για ένα παρελθόν που δεν υπάρχει  πια. Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε;  Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα στεγανό στο χρόνο, ένα φανταστικό κατασκεύασμα; 
Ποτέ μου δε γνώρισα άλλον ασθενή σε τέτοιο βαθμό αντιμέτωπο, τόσο αναστατωμένο από τον αναχρονισμό, εκτός από τη Ρόζα Ρ. που έχω περιγράψει στο βιβλίο μου
Awakenings (βλ. και το κεφάλαιο 16, «Ακράτεια νοσταλγίας»).

Ο Τζίμυ μπόρεσε τελικά να φτάσει σε μία ηρεμία· ο Ουίλιαμ (κεφάλαιο 12) περνάει τον καιρό του φτιάχνοντας μύθους· 
ο Στίβεν, όμως,υποφέρει πάντοτε από μία πληγή που χάσκει μες στο χρόνο, 
μία αγωνία που ποτέ δε θα κλείσει.

                                                ------------------




Kεφ 2 ,   από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, 

μτφ Κώστα Ποτάγας.



Προηγούμενο Κεφάλαιο                                                            Επόμενο Κεφάλαιο 
                                                                                              (Η Ασώματη Γυναίκα)










  





Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Όλιβερ Σακς: Ο ποιητής της επιστήμης που ήθελε να ζήσει με πάθος την πορεία του προς το θάνατο


 Ολιβερ Σακς : 9 Ιουλίου 1933 - 30 Αυγούστου 2015




«Πριν  από ένα μήνα, ένιωθα πως ήμουν υγιής, σχεδόν έσφυζα από υγεία. Στα 81 μου κολυμπάω ακόμη ένα μίλι την ημέρα. Όμως η τύχη μου στέρεψε – πριν από λίγες εβδομάδες έμαθα πως έχω πολλαπλές μεταστάσεις στο συκώτι».







Με αυτά τα λόγια αποφάσισε ο καθηγητής νευρολογίας και συγγραφέας Όλιβερ Σακς να ανακοινώσει με κείμενο του στους New York Times ότι πάσχει από καρκίνο σε τελικό στάδιο.

Ο Σακς γεννήθηκε το 1933 στο Λονδίνο από μία εβραϊκή οικογένεια. 

Στα έξι του χρόνια εγκατέλειψε μαζί με τον αδερφό του Μάικλ την αγγλική πρωτεύουσα για να γλιτώσει από το Blitz, τη γερμανική επίθεση στο αγγλικό νησί. Έμεινε στο Midlands μέχρι το 1943. Όπως ο ίδιος μαρτυρεί στο βιβλίο  Uncle Tungsten, από μικρός ήταν ερωτευμένος με τη χημεία και την ιατρική, αγάπη την οποία είχε κληρονομήσει από τους γονείς του. 

Σύντομα εγκατέλειψε τη Μεγάλη Βρετανία για τον Καναδά και έπειτα τη Νέα Υόρκη, πόλη στην οποία μένει από το 1965.






Το 1966 ο Σακς έκανε κάτι πραγματικά μεγάλο. Εργαζόμενος ως νευρολόγος στο νοσοκομείο Beth Abraham του Bronx, ήρθε σε επαφή με μία ιδιαίτερη ομάδα ασθενών, πολλοί από του οποίους ζούσαν για δεκαετίες σε κατάσταση «φυτού», ανίκανοι να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Θεώρησε πως αυτοί οι ασθενείς αποτελούσαν επιζώντες της μεγάλης επιδημίας της ασθένειας του ύπνου που εμφανίστηκε τα έτη 1916- 1927. Ο Σακς χρησιμοποίησε το πειραματικό φάρμακο L-dopa, το οποίο έδωσε τη δυνατότητα στους ασθενείς να επανέλθουν σε μια φυσιολογική ζωή.

Οι ασθενείς αυτοί αποτέλεσαν τους πρωταγωνιστές του βιβλίου Awakenings, ενός από τα πιο δημοφιλή βιβλία του Σακς, το οποίο έγινε ταινία και κόντεψε να αποσπάσει και αγαλματάκι του Όσκαρ με τις ερμηνείες του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Ρόμπιν Γουίλιαμς. 





Ο Σακς είναι περισσότερο γνωστός για τις εμπνευσμένες από την καριέρα του ιστορίες που κινούνται στα άκρα όρια της νευρολογικής εμπειρίας. Στα έργα του The Man Who Mistook His Wife for a Hat και An Anthropologist on Mars περιγράφει ασθενείς του να μάχονται για να ζήσουν σε συνθήκες που κινούνται από σύνδρομο Τουρέτ μέχρι τον αυτισμό , το πάρκινσον, τις παραισθήσεις της μουσικής, την επιληψία, τη σχιζοφρένεια, τη νοητική καθυστέρηση και τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Το περιοδικό The New Yorker φιλοξένησε συχνά συγγραφικά πονήματα του Σακς, ενώ οι New York Times τον χαρακτήρισαν «τιμημένο ποιητή της σύγχρονης ιατρικής». Οι εναργείς και συχνά λογοτεχνικές του περιγραφές ανθρώπων που μάχονται με νευρολογικές ασθένειες αποτυπώνουν με ένταση τους τρόπους με τους οποίους ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει τις έννοιες της αντίληψης, της μνήμης και της ατομικότητας.

Ο Σακς δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έζησε ποτέ με κάποια σύντροφο. Έχοντας αυτοχαρακτηριστεί ως εργένης, σε συνέντευξή του έχει δηλώσει ότι δεν είχε σύντροφο για μεγάλα διαστήματα στη ζωή του και είχε περιγράψει την ντροπαλοσύνη του ως «ασθένεια».

Η ζωή του Σακς είναι μακρά και έντονη. Όμως πλέον, όπως αναφέρει ο ίδιος, είναι «πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο». «Από εμένα εξαρτάται να επιλέξω το πώς θα ζήσω τους μήνες που μου απομένουν. Πρέπει να ζήσω όσο πιο πλούσια, βαθιά και παραγωγικά μπορώ». 
 Συνοδοιπόρος του Σακς στο τελευταίο μέρος της ζωής του θα είναι τα λόγια του Ντέιβιντ Χιουμ, ενός από τους αγαπημένους του φιλοσόφους, ο οποίος, όταν έμαθε ότι ήταν άρρωστος σε ηλικία 65 ετών, έγραψε μια μικρή αυτοβιογραφία με τον τίτλο «My own Life». 
 Τον ίδιο τίτλο έδωσε και ο Σακς στο κείμενο του στους New York Times.

O Σακς χρησιμοποιεί μια φράση του Χιουμ για να περιγράψει το πως αισθάνεται πλέον απέναντι σε ό,τι τον περιβάλει : «είναι δύσκολο να είσαι πιο αποστασιοποιημένος στη ζωή από ότι είμαι εγώ τώρα». 
Όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο Σακς ότι έχει τελειώσει με τη ζωή. «Νιώθω έντονα ζωντανός και θέλω και ελπίζω στο χρόνο που μου απομένει να εμβαθύνω τις φιλίες μου, να αποχαιρετίσω αυτούς που αγαπώ, να γράψω περισσότερο, να ταξιδέψω, αν έχω το κουράγιο, να επιτύχω ανώτερα επίπεδα κατανόησης και επίγνωσης».

Χωρίς να κρύβει το φόβο που νιώθει, ο Σακς αναφέρει πως το συναίσθημα που τον κυριεύει είναι αυτό της «ευγνωμοσύνης». 

«Αγάπησα και αγαπήθηκα. Πήρα πολλά και έδωσα κάτι. Διάβασα και ταξίδεψα και σκέφτηκα και έγραψα. Είχα επικοινωνία με τον κόσμο, αυτή την ειδική επαφή που έχουν οι συγγραφείς και οι αναγνώστες. Πάνω απ’ όλα υπήρξα ον με ενσυναίσθηση, ζώο σκεπτόμενο πάνω σ’ αυτόν τον όμορφο πλανήτη και αυτό από μόνο του υπήρξε ένα τεράστιο προνόμιο και περιπέτεια».




Ο Σακς αποφάσισε να πει δημόσια ότι του απομένουν λίγοι μήνες ζωής. Το ίδιο είχε κάνει και ο Κρίστοφερ Χίτσενς, συγγραφέας και δημοσιογράφος του Vanity Fair και της Guardian που έπασχε από καρκίνο στις φωνητικές του χορδές. Πρόσφατα, ο Ρίτσαρντ Σμιθ, γιατρός και πρώην εκδότης του British Medical Journal δήλωσε ότι ο καρκίνος είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνει κανείς, αφού δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να αποχαιρετίσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να ακούσουν καλή μουσική και ποίηση και να έρθουν αντιμέτωποι με τη θνησιμότητά τους. Κατά τον Σμιθ, ο πόνος του θανάτου μπορεί να γίνει υποφερτός με την «αγάπη, τη μορφίνη και το ουίσκι». Για αυτό καλεί τους ανθρώπους «να σταματήσουν να ξοδεύουν δισεκατομμύρια προσπαθώντας να θεραπευθούν από τον καρκίνο»



Ο Σακς θα πρέπει στα μάτια του Σμιθ να είναι ένας από τους πιο ευλογημένους ανθρώπους του κόσμου. Έζησα έντονα τη ζωή του και τώρα μπορεί με ηρεμία να «κλείσει τους λογαριασμούς του» και να αποχαιρετίσει τα αγαπημένα του πρόσωπα. Μπορεί να μην μας αρέσουν οι δημόσιες παραδοχές μίας ανίατης ασθένειας ή οι αλλόκοτες θέσεις ενός γιατρού που βλέπει τον καρκίνο ως προοπτική για έναν ωραίο θάνατο. Το σίγουρο είναι πως οι σκέψεις αυτές, πέρα από τη λειτουργία τους ως εργαλείο προσωπικής κάθαρσης, δίνουν μία διαφορετική διάσταση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το όμορφο και σύντομο παιχνίδι που λέγεται ζωή.

Τα βιβλία του Όλιβερ Σακς κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα και Καστανιώτη.



Θοδωρής Χονδρόγιαννος
από Εδώ 

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Πώς γεννιέται το μίσος



Η ψυχολόγος Alice Miller (1923-2010) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της σωματικής τιμωρίας και της καταστροφικής της επίδρασης στα παιδιά. Έγραψε 13 βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και αξίζει να διαβαστούν.





Σύμφωνα με την Alice Miller, σε όλο τον κόσμο η βία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν το μυαλό τους δεν ήταν δομημένο και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, αλλά δύσκολα αντιληπτό από την κοινωνία.

Αναρωτώμενη για τις αιτίες του μίσους βρήκε την απάντηση μόνο όταν διερεύνησε διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία εκτέθηκαν σε φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν.

Alice Miller

Οι ταπεινώσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα χαστούκια, η σεξουαλική παρενόχληση, η παραμέληση, κλπ θεωρούνται όλες μορφές κακομεταχείρισης, γιατί τραυματίζουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του παιδιού, ακόμη και αν οι συνέπειές τους δεν είναι ορατές αμέσως.

Ωστόσο, ως ενήλικες, τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά ή θα υποφέρουν, ή θα γίνουν δήμιοι.

Αυτή η δυναμική της βίας μπορεί να εξελιχτεί ώστε ενήλικες, μία φορά κακοποιημένα παιδιά, να χτυπάνε τα δικά τους παιδιά και συχνά να αισθάνονται ευγνώμονες προς τους γονείς τους, οι οποίοι τους κακομεταχειρίστηκαν όταν ήταν μικρά και ανυπεράσπιστα.

Η άρνηση της κακοποίησης, κατά την συγγραφέα, οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι γονείς συνεχίζουν να παράγουν έντονο πόνο.

Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.

Διασαφηνίζει με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ, του Στάλιν, του Νίτσε, του Πικάσο, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Κάφκα, του Σίλερ, Ρεμπώ, Προυστ ή του Τζόυς πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολόγος σημειώνει ότι βρήκε επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.

Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.

Ωστόσο ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί.

Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.

Τι είναι αλήθεια το μίσος; Για τη συγγραφέα είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο.

Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς.

Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί, γράφει, από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.

«Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο. Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό ονομάζεται ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι.

[…]

Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.»

Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Κατά την άποψή της, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζει ως κακοποίηση νηπίων. Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστική για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.

Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν. Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν.

Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής: «Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της».

Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.

Μελέτες σε εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα σοβαρά παιδιά από τη Ρουμανία αποκάλυψαν εντυπωσιακές βλάβες σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η νευροβιολογική έρευνα καθιστά πιο εύκολο για μας να κατανοήσουμε τον τρόπο των ναζί, όπως ο Άιχμαν, ο Χίμλερ και άλλοι λειτούργησαν. Η αυστηρή εκπαίδευση υπακοής που υποβλήθηκαν σε πρόωρη παιδική ηλικία οδήγησε σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων, όπως η συμπόνια και ο οίκτος για τα βάσανα των άλλων.

Η Μίλερ δεν δέχεται την γενετική θεωρία της τρέλας. Ερμήνευσε την ψύχωση του Νίτσε ως αποτέλεσμα του πρωσικού τρόπου ανατροφής των παιδιών. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είχε έναν βίαιο πατέρα, αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον προστατεύσει από τον πατέρα του, αλλά, γράφει ότι του έδωσε μια ισχυρή αντίληψη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματά του θα ήταν αδιανόητα.

Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας, λέει η ψυχολόγος, δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας. Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται. Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλληση στην αυταπάτη και στο αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.

Στο έργο της «Το Δράμα του προικισμένου παιδιού», η Alice Miller επίσης θεωρεί ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν την «αγάπη» τους.

Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου.

Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Πρόκειται για την «δηλητηριώδη» παιδαγωγική (το κάνω για το καλό σου) που καταστρέφει ζωές.

Στα κείμενά της, η Miller κατηγόρησε τους ψυχολογικά βίαιους γονείς για την πλειοψηφία των νευρώσεων και ψυχώσεων. Υποστήριξε ότι όλες οι περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών προκαλούνται από την καταπίεση της οργής ​​και του πόνου, ως αποτέλεσμα των υποσυνείδητων παιδικών τραυμάτων που δεν επιλύθηκαν συναισθηματικά.

Οι άνθρωποι δεν προτιμούν να ξέρουν για τη δική τους θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας γιατί προκαλεί αφόρητο πόνο. Η μετατόπιση κατευθύνει ασυνείδητα το ανεπίλυτο τραύμα ενάντια σε άλλους (πόλεμος, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) στον εαυτό του (διατροφικές διαταραχές, εθισμό στα ναρκωτικά, κατάθλιψη) και στους απογόνους.

Επιβεβαίωσε αυτό που τόσο πολλοί θεώρησαν ότι δεν είναι αληθινό: ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν έμφυτα αλλά είχαν πραγματικές αιτίες, και ως εκ τούτου πραγματικές λύσεις. Ενθαρρύνει έτσι τους γονείς να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις συγκρούσεις τους και να γίνουν καλύτεροι γονείς. Οι άνθρωποι των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει υποστεί ζημιά κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι έχουν προστασία, σεβασμό, και αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια από τους γονείς τους, θα είναι – τόσο στα νιάτα τους και στην ενήλικη ζωή – ευφυείς συναισθηματικά.

Θα πάρουν ευχαρίστηση στη ζωή και δεν θα αισθάνονται καμία ανάγκη να βλάψουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όχι για να επιτεθούν στους άλλους.

Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας και δείχνουν κυρίως ότι μέσω αυτής της συνειδητοποίησης μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα της βίας.

Πώς γεννιέται το μίσος

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή μας: Έξι ιστορίες της Alice Miller, Εκδόσεις Ροές, 2013


Παναγιώτα Ψυχογιού, Διδάκτορας Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ, Καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Πηγή: artinews.gr


Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ο λόγος του Προέδρου (Κεφ 9 )



Τι συνέβαινε; Ένας χείμαρρος γέλιων ερχόταν από την πτέρυγα των αφασικών τη στιγμή που άρχιζε ο λόγος του Προέδρου· και όμως περίμεναν όλοι τόσο πολύ να ακούσουν τον Πρόεδρο να μιλάει..

Να τος μπροστά μας ο γερο-γόης, ο ηθοποιός, με τη δουλεμένη του ρητορική, τους υστερισμούς του, τη συγκινησιακή του έλξη — και όλοι οι ασθενείς τραντάζονταν από τα γέλια. Δηλαδή, όχι όλοι: μερικοί έμοιαζαν ταραγμένοι, μερικοί έδειχναν σκανδαλισμένοι, ένας ή δύο έδειχναν ανήσυχοι — οι περισσότεροι, όμως, έδειχναν να διασκεδάζουν. Ο Πρόεδρος ήταν, όπως πάντα, συγκινητικός — αλλά προφανώς τους συγκινούσε με διάφορους περίεργους τρόπους, κυρίως τους προκαλούσε το γέλιο. Τι σκέφτονταν άραγε; Μήπως δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν; Ή μήπως, αντίθετα, τον καταλάβαιναν υπερβολικά καλά;


Έχει λεχθεί συχνά γι' αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι, αν και κανονικής νοημοσύνης, πάσχουν από τη σοβαρότερη αφασία αντίληψης ή από ολική αφασία, που τους καθιστά ανίκανους να καταλάβουν τις λέξεις σαν τέτοιες, ότι παρ' όλα αυτά καταλαβαίνουν τα περισσότερα από όσα ακούν. Οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους, οι νοσοκόμες, που τους ξέρουν καλά, δυσκολεύονται μερικές φορές να πιστέψουν ότι είναι αφασικοί. 


Αυτό συμβαίνει διότι, όταν τους απευθύνει κανείς το λόγο με φυσικό τρόπο, συλλαμβάνουν κάποια σημεία ή και το μεγαλύτερο κομμάτι του νοήματος. Και, φυσικά, όταν κάποιος μιλά, μιλά «φυσικά». Έτσι, για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη της αφασίας τους, πρέπει, σαν νευρολόγος, να φτάσει πολύ μακριά, να μιλήσει και να συμπεριφερθεί μη φυσικά, να αφαιρέσει όλες τις εξωλεκτικές ενδείξεις — τη χροιά της φωνής, τον τόνο, την υποβλητική έμφαση και τον κυματισμό, καθώς και όλες τις οπτικές ενδείξεις (τις εκφράσεις του προσώπου, τις xειρονομίες, ολόκληρο το προσωπικό ρεπερτόριο εκφράσεων και στάσεων, ασυνείδητα σε τεράστιο βαθμό): όλα αυτά πρέπει να παραλείπονται (πράγμα που θα σήμαινε την ολοκληρωτική απόκρυψη της προσωπικότητας, την ολοκληρωτική αποπροσωποποίηση της φωνής, και θα μπορούσε να φτάνει μέχρι και τη χρήση μιας συνθετικής φωνής από ηλεκτρονικό υπολογιστή), ούτως ώστε η ομιλία να περιορίζεται σε «καθαρές» λέξεις, να είναι ολοκληρωτικά στερημένη από αυτό που ο Frege ονόμαζε «χρώμα του ήχου» (Klangenfarben) ή «επίκληση». Με τους πιο ευαίσθητους ασθενείς, μόνο με ένα τέτοιο κατάφωρα τεχνητό, μηχανικό σύστημα ομιλίας —κάτι σαν τη φωνή του κομπιούτερ στο Star Trek— μπορεί κανείς να σιγουρευτεί εντελώς για την αφασία τους.



Γιατί όλα αυτά; 

Διότι η ομιλία —η φυσική ομιλία— δε συντίθεται μόνο από λέξεις ούτε (όπως σκεφτόταν ο Hughlins Jackson) μόνο από «προτάσεις». Συντίθεται από την έκφραση —την εκπομπή όλης της έννοιας μας μέσα από όλο μας το είναι— η κατανόηση της οποίας απαιτεί τη συμμετοχή άπειρα περισσότερων στοιχείων από την απλή aναγνώριση των λέξεων. Αυτό είναι και το νήμα που ακολουθούν για να κατανοήσουν την ομιλία οι αφασικοί, ακόμα και όταν αδυνατούν ολοκληρωτικά να αντιληφθούν τις λέξεις αυτές καθαυτές. 

Διότι αν οι λέξεις, οι λεκτικές κατασκευές, per se, δε μεταφέρουν τίποτα γι' αυτούς, η προφορική ομιλία φυσιολογικά κατακλύζεται από τη «χροιά», τυλιγμένη μέσα σε μία εκφραστικότητα που υπερκαλύπτει το λεκτικό μέρος, και ακριβώς αυτή η εκφραστικότητα, βαθιά, ποικίλη, περίπλοκη, λεπτή, παραμένει απολύτως άθικτη στην αφασία, αν και η κατανόηση των λέξεων έχει καταστραφεί. Άθικτη — και συχνά κάτι παραπάνω: υπερφυσικά ενισχυμένη...

Αυτό είναι, επίσης, φανερό —συχνά με εντυπωσιακό, κωμικό ή δραματικό τρόπο— σε όλους όσους εργάζονται ή ζουν κοντά στους αφασικούς: τις οικογένειες τους, τους φίλους ή τις νοσοκόμες και τους γιατρούς. Στην αρχή πιθανόν δε βλέπουμε τίποτα το περίεργο· μετά βλέπουμε ότι έχει γίνει μία μεγάλη αλλαγή, σχεδόν μία αναστροφή στον τρόπο κατανόησης της ομιλίας. Είναι αλήθεια ότι κάτι έχει χαθεί, κάτι έχει καταστραφεί, αλλά στη θέση του έχει εμφανιστεί κάτι άλλο, που έχει άπειρα ενισχυθεί, έτσι που —τουλάχιστον διαμέσου της συγκινησιακά φορτισμένης έκφρασης— η έννοια μπορεί και συλλαμβάνεται πλήρως, ακόμα και αν η κάθε λέξη παραμένει ακατανόητη. 
Αυτό, στο είδος μας, τον Homo Loquens [ Homo Loquens: ο ομιλών άνθρωπος, κατά το Homo Sapiens. (Σ.τ.Μ.)] παρουσιάζεται σαν μία σχεδόν πλήρης αναστροφή της συνηθισμένης τάξης πραγμάτων: μία αναστροφή, και ίσως και μία παλινδρόμηση προς κάτι πιο πρωτόγονο και πιο στοιχειώδες. 

Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ο Hughlins Jackson συνήθιζε να συγκρίνει τους αφασικούς με τα σκυλιά (μία σύγκριση που θα μπορούσε να σκανδαλίσει και τους δύο!), παρόλο που, όταν έκανε αυτή τη σύγκριση, σκεφτόταν μάλλον τις γλωσσικές τους αδυναμίες παρά την αξιοπρόσεχτη, και σχεδόν αλάθητη, αίσθηση που έχουν στη «χροιά»και στο συναίσθημα. Ο Henry Head, πιο ευαίσθητος σ' αυτό το σημείο ,στην πραγματεία του (1926) για την αφασία, μιλά για την «αίσθηση της χροιάς» (το «feeling-tone») και επισημαίνει το πόσο αυτή η αίσθηση είναι διατηρημένη, και συχνά ενισχυμένη, στους αφασικούς*


Από εκεί πηγάζει και το αίσθημα που έχω μερικές φορές —που έχουμε όλοι όσοι εργαζόμαστε πολύ κοντά στους αφασικούς— ότι δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα σε έναν αφασικό.
Δεν έχει τη δύναμη να συλλάβει τις λέξεις σας και έτσι δεν μπορείτε να τον ξεγελάσετε με αυτές· αυτό που συλλαμβάνει, όμως, το συλλαμβάνει με αλάθητη ακρίβεια, συγκεκριμένα, δηλαδή, την έκφραση που συνοδεύει τις λέξεις, αυτή τη συνολική, αυθόρμητη, ακούσια εκφραστικότητα που δεν μπορεί ποτέ να μιμηθεί ή να παραποιήσει κανείς, όπως μπορεί να κάνει με τις λέξεις μόνες τους τόσο εύκολα...

Είναι κάτι που εύκολα καταλαβαίνουμε όταν πρόκειται για τα σκυλιά, και συχνά τα χρησιμοποιούμε γι' αυτό το σκοπό, για την αποκάλυψη του ψέματος ή του δόλου ή προθέσεων που δεν είναι ξεκάθαρες, για να μας δείξουν ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε, ποιος είναι ακέραιος, ποιος δεν κρύβει κάτι, όταν εμείς —τόσο ευαίσθητοι στις λέξεις— δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ίδια μας τα ένστικτα. Αυτό που μπορούν να κάνουν τα σκυλιά το κάνουν και οι αφασικοί και, μάλιστα, σε ένα ανθρώπινο και αμέτρητα ανώτερο επίπεδο.


«Μπορεί κανείς να πει ψέματα με το στόμα», γράφει ο Νίτσε, «αλλά, παρ' όλα αυτά, η γκριμάτσα που τα συνοδεύει λέει την αλήθεια». 

Οι αφασικοί είναι υπερφυσικά ευαίσθητοι σε μία τέτοια γκριμάτσα, στην οποιαδήποτε ψευτιά ή ανακρίβεια της συνολικής εμφάνισης ή της στάσης. Και αν κάποιον δεν μπορούν να τον δουν —όπως στην ειδική περίπτωση των τυφλών αφασικών— διαθέτουν επιπλέον ένα αλάθητο αυτί για κάθε φωνητική απόχρωση, τον τόνο, το ρυθμό, τις εναλλαγές, τη μουσικότητα, ακόμα και τις λεπτότερες μεταβολές, τους κυματισμούς και τους τονισμούς, που μπορούν να δώσουν —ή να αφαιρέσουν— την αληθοφάνεια στη φωνή ενός ανθρώπου. Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η δύναμη τους να καταλαβαίνουν — η κατανόηση, χωρίς λέξεις, του αυθεντικού ή του ψεύτικου. Κατά συνέπεια ήταν οι γκριμάτσες, οι υστερίες, οι τεχνητές χειρονομίες και, πάνω απ'όλα, οι ψεύτικοι τόνοι και εναλλαγές της φωνής που ηχούσαν ψεύτικα γι' αυτούς τους ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση στις λέξεις, αλλά έχουν μία άπειρη ευαισθησία. Σ' αυτές ακριβώς τις χονδροειδείς, ακόμα και γελοίες (γι' αυτούς) ασυναρτησίες και ανακρίβειες ήταν που ανταποκρίνονταν οι αφασικοί μου ασθενείς, χωρίς να ξεγελιούνται και χωρίς να έχουν καν τη δυνατότητα να ξεγελαστούν από τις λέξεις.

Να γιατί γελούσαν με το λόγο του Προέδρου. 


Αν είναι αδύνατο να πούμε ψέματα σε έναν αφασικό, εξαιτίας της ειδικής του ευαισθησίας στην έκφραση και τη «χροιά» της φωνής, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με τους ασθενείς —αν υπάρχουν τέτοιοι— που στερούνται ακριβώς κάθε αίσθησης της έκφρασης και της «χροιάς», ενώ διατηρούν αναλλοίωτη τη δυνατότητα κατανόησης των λέξεων: ασθενείς ενός εντελώς αντιδιαμετρικού είδους. Έχουμε έναν αριθμό τέτοιων ασθενών, επίσης στην πτέρυγα των αφασικών, παρόλο που, τεχνικά, δεν έχουν αφασία, αλλά, στη θέση της, μία μορφή αγνωσίας, μία ιδιαίτερη αγνωσία που επονομάζεται «τονική αγνωσία» ή «απροσωδία». 

Γι' αυτούς τους ασθενείς δεν υπάρχουν πια οι εκφραστικές ιδιότητες της φωνής —ο τόνος της, η χροιά της, η αίσθηση της, ολόκληρος ο χαρακτήρας της— ενώ οι λέξεις (και οι γραμματικές κατασκευές) παραμένουν απόλυτα κατανοητές. Τέτοιες τονικές αγνωσίες (ή απροσωδίες) συνδυάζονται με βλάβες του δεξιού κροταφικού λοβού του εγκεφάλου, ενώ οι αφασίες που περιγράψαμε συνοδεύουν βλάβες του αριστερού κροταφικού λοβού. Ανάμεσα στους ασθενείς με απροσωδία που επίσης άκουγαν το λόγο του Προέδρου, στην πτέρυγα των αφασικών, ήταν και η Έμιλυ Ντ. που έπασχε από ένα γλοίωμα ( Νεοπλασία των υποστηρικτικών κυττάρων του νευρικού συστήματος, της γλοίας.(Σ.τ.Μ.)] στο δεξιό κροταφικό λοβό. 


Πρώην καθηγήτρια της αγγλικής φιλολογίας και ποιήτρια με κάποια φήμη, με μία σπάνια αίσθηση της γλώσσας και ισχυρές αναλυτικές και εκφραστικές δυνατότητες, η Έμιλυ Ν τ. ήταν σε θέση να αποδώσει την αντίθετη κατάσταση — πώς ο λόγος του Προέδρου ηχούσε σε κάποιον με απροσωδία. 


Η Έμιλυ Ντ. δεν μπορούσε πια να πει αν μία φωνή ήταν θυμωμένη, χαρούμενη, θλιμμένη — οτιδήποτε. Αφού οι φωνές ήταν πια ανέκφραστες γι' αυτή, ήταν υποχρεωμένη να κοιτά τα πρόσωπα των ανθρώπων, τις στάσεις και τις κινήσεις τους όταν μιλούσαν, και το έκανε με μία φροντίδα, μία ένταση που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της προηγουμένως. Αλλά και αυτό ήταν περιορισμένο, διότι έπασχε από ένα κακόηθες γλαύκωμα και έχανε γρήγορα την όραση της. Αυτό που βρήκε, λοιπόν, ότι της έμενε να κάνει ήταν να προσέχει πολύ έντονα τις λέξεις και τη χρήση των λέξεων και να επιμένει και οι γύρω της να κάνουν το ίδιο. Μπορούσε, όλο και λιγότερο, να παρακολουθεί μία ελεύθερη ομιλία ή την αργκό —που είναι μία ομιλία υπαινικτικού τύπου και φορτισμένου συγκινησιακά— και όλο και περισσότερο ζητούσε από τους συνομιλητές της να μιλάνε σε πρόζα— με «σωστές λέξεις στις σωστές θέσεις». Είχε βρει πως αυτή η «πρόζα» μπορούσε να αναπληρώνει, σε κάποιο βαθμό, την έλλειψη αντίληψης της χροιάς ή της αίσθησης της φωνής.
Ήταν ικανή, κατ' αυτό τον τρόπο, να διατηρήσει, ακόμα και να ενισχύσει, τη χρήση της «εκφραστικής» ομιλίας — όπου, όμως, η έννοια δινόταν εξ ολοκλήρου από την επιδέξια επιλογή των λέξεων και τη σχέση μεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερο ήταν χαμένη απέναντι στην «ποιητική» ομιλία (όπου η έννοια δίνεται ολοκληρωτικά από τη χρήση και την αίσθηση του τόνου).


Η Έμιλυ Ντ. άκουγε, επίσης, την ομιλία του Προέδρου ανέκφραστη και δεχόταν απ' αυτή ένα περίεργο μείγμα εντυπώσεων, άλλων ενισχυμένων και άλλων ελλειμματικών — στην αντίθετη ακριβώς αναλογία από αυτό των αφασικών μας.
Δεν τη συγκινούσε —καμία ομιλία δεν τη συγκινούσε πια— και ό,τι ήταν υπαινικτικό, αυθόρμητο ή ψεύτικο γλιστρούσε από πάνω της χωρίς να την αγγίξει. Χωρίς δυνατότητα συγκινησιακής αντίδρασης μπορούσε να παρασύρεται (όπως και εμείς οι υπόλοιποι) από το λόγο ή να μπαίνει μέσα του;
Με κανένα τρόπο. «Δενείναι πειστικός», είπε. «Δε μιλάει με καλή πρόζα. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις λέξεις είναι λανθασμένος. Είτε έχει κάποια βλάβη στον εγκέφαλο του είτε έχει κάτι να κρύψει». 

Έτσι ο λόγος του Προέδρου δε λειτούργησε ούτε για την Έμιλυ Ντ., εξαιτίας της ενισχυμένης της αίσθησης της φορμαλιστικής χρήσης της γλώσσας, της ακρίβειας της πρόζας, όχι περισσότερο απ' ό,τι λειτούργησε για τους αφασικούς μας με την κώφωση τους στις λέξεις και με την ενισχυμένη αίσθηση της χροιάς της φωνής.


Εδώ, λοιπόν, ήταν το παράδοξο του λόγου του Προέδρου. Εμείς οι φυσιολογικοί, αναμφίβολα βοηθημένοι από την επιθυμία μας να εξαπατηθούμε, είχαμε πράγματι εξαπατηθεί για τα καλά [«Populus vult decipi, ergo decipiatur» - ο κόσμος θέλει να εξαπατηθεί, άσ' τον λοιπόν να εξαπατηθεί. (Γάιος Πετρώνιος 1ος μ.Χ. αιών , Ρωμαίος συγγραφέας )

Τόσο γοητευτικά συνδυάζονταν η απατηλή χρήση των λέξεων με τον απατηλό τόνο της ομιλίας, που μόνο αυτοί που είχαν εγκεφαλική βλάβη παρέμεναν άθικτοι, απρόσβλητοι από την απογοήτευση.


-------



* To «feeling-tone» είναι ένας αγαπημένος όρος του Head, τον οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο σε σχέση με την αφασία αλλά και σχετικά με τη συναισθηματική ποιότητα της αίσθησης, στις διάφορες αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί από θαλαμικές ή περιφερειακές διαταραχές. Ο Head δίνει την εντύπωση, πράγματι, ότι τείνει, σε όλο του το έργο, σχεδόν υποσυνείδητα προς τη διερεύνηση του «feeling-tone» — μπορούμε να πούμε προς μία νευρολογία του «feeling-tone», σε αντίθεση ή και συμπληρωματικά με μία κλασική νευρολογία που ασχολείται με την πρόταση και τη διαδικασία. Συμπτωματικά η έκφραση αυτή είναι κοινή στις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταξύ των Μαύρων του Νότου: μία κοινή, προσγειωμένη και απαραίτητη έκφραση, «You see there's such a thing as a feeling tone... And if you don't havethis, baby, you've had it» (προμετωπίδα στο βιβλίο του Studs Terkel (1967) Division Street: America που είναι βασισμένο σε προφορικές διηγήσεις)



Oliver Sacks
από το "Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του μ ένα καπέλο -και άλλες κλινικές ιστορίες”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστα Ποτάγας. "




Υπόθεση Ταυτότητας - Όλιβερ Σακς (Κεφ 12)



Όλιβερ Σακς – Υπόθεση Ταυτότητας








— Τι θα πάρουμε σήμερα; λέει τρίβοντας τα χέρια του. Μισή λίβρα Βιρτζίνια, ένα ωραίο κομμάτι Νόβα;(Προφανώς με έβλεπε σαν έναν πελάτη· συχνά σήκωνε το τηλέφωνο της πτέρυγας του νοσοκομείου λέγοντας «Παντοπωλείο Τόμσον, ορίστε».)


— Ω, κ. Τόμσον! του φώναξα. Ποιος νομίζετε ότι είμαι;


— Α στο καλό, το φως φταίει, είναι κακό, σας πήρα για πελάτη. Μα είναι ο παλιός μου φίλος, ο Τομ Πίτκινς… Εγώ και ο Τομ (ψιθυρίζει στο αυτί της νοσοκόμας) πηγαίναμε πάντα στον ιππόδρομο μαζί.


— Κύριε Τόμσον, κάνετε πάλι λάθος.


— Όντως κάνω λάθος, συμφωνεί, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου. Γιατί θα φορούσες μια άσπρη μπλούζα, αν ήσουν ο Τομ; Είσαι ο Χίμυ, ο χασάπης κασέρ στη δίπλα πόρτα. Αν και δεν έχεις λεκέδες από αίμα στην μπλούζα σου. Πήγαν άσκημα οι δουλειές σήμερα; Μην ανησυχείς, μέχρι το τέλος της βδομάδας θα μοιάζεις με σφαγείο!


Νιώθοντας και εγώ ο ίδιος να παρασύρομαι σ’ αυτό το στρόβιλο των ταυτοτήτων, έδειξα το στηθοσκόπιο μου κουνώντας το στο λαιμό μου, απ’ όπου κρεμόταν.


—Ένα στηθοσκόπιο! φώναξε. Και ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Χίμυ! Εσείς οι μηχανικοί έχετε αρχίσει όλοι να παριστάνετε τους γιατρούς στα σοβαρά, μ’ αυτές τις άσπρες μπλούζες και τα στηθοσκόπια, σαν να σας χρειαζόταν ένα στηθοσκόπιο για να ακούσετε ένα αυτοκίνητο! Έτσι, λοιπόν, είσαι ο παλιός μου φίλος ο Μάνερς από το σταθμό της Μόμπιλ στο τέρμα του τετραγώνου. Έλα μέσα να πιεις το ουίσκι σου με κόκα…


Ο Ουίλιαμ Τόμσον έτριψε πάλι τα χέρια του με την κίνηση του μπακάλη και αναζήτησε τον πάγκο του. Καθώς δεν τον έβρισκε, με κοίταξε πάλι με απορία.


— Πού βρίσκομαι; είπε με ένα βλέμμα ξαφνικά τρομοκρατημένο. Νόμισα ότι ήμουνα στο μαγαζί μου, γιατρέ, θα ‘μουν αφηρημένος φαίνεται… Θέλετε να βγάλω την μπλούζα μου να μου πάρετε τα ακροαστικά ως συνήθως;


—Όχι, όχι ως συνήθως. Δεν είμαι ο συνηθισμένος σας γιατρός.


— Πράγματι, δεν είσαστε. Μπορούσα να το καταλάβω αμέσως! Δεν είσαστε ο συνηθισμένος μου γιατρός που μου χτυπά το στήθος. Και, μα το Χριστό, έχετε ένα μούσι! Μοιάζετε με τον Sigmund Freud. Μπας και τρελάθηκα, μουρλάθηκα;


—Όχι, κ. Τόμσον, δεν τρελαθήκατε. Έχετε μόνο μερικά προβλήματα με τη μνήμη σας, μερικές δυσκολίες να θυμάστε και να αναγνωρίζετε τους ανθρώπους.


— Ναι, η μνήμη μου μου κάνει μερικά κόλπα, παραδέχτηκε. Μερικές φορές κάνω λάθη, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο… Τι θα πάρετε τώρα, Νόβα ή Βιρτζίνια;


Έτσι γινόταν πάντα, κάθε φορά με παραλλαγές, με απρόοπτους αυτοσχεδιασμούς, πάντα ξαφνικούς, συχνά αστείους, κάποτε έξυπνους και τελικά τραγικούς. Ο κ. Τόμσον θα με αναγνώριζε —θα με αναγνώριζε λάθος, θα με ψευτοαναγνώριζε— σαν μια ντουζίνα διαφορετικούς ανθρώπους στη διάρκεια πέντε λεπτών. Θα πέρναγε ταχύτατα, ανετότατα, από μία εικασία, μία υπόθεση, μία πεποίθηση, στην επόμενη, χωρίς την παραμικρή ένδειξη αβεβαιότητας καμιά στιγμή· ποτέ δεν ήξερε ποιος ήμουν ή τι ήταν και πού ο ίδιος βρισκόταν: ένας πρώην μπακάλης, που έπασχε από ένα βαρύ σύνδρομο Korsakov, σε ένα νευρολογικό ίδρυμα.





Δε θυμόταν τίποτα για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Έχανε διαρκώς τον προσανατολισμό του. Άβυσσοι αμνησίας ανοίγονταν συνεχώς κάτω από τα πόδια του, τις γεφύρωνε, όμως, αμέσως με αυθόρμητες μυθοπλασίες και φανταστικές ιστορίες κάθε είδους. Για τον ίδιο, αυτές οι ιστορίες δεν ήταν φανταστικές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξαφνικά έβλεπε ή ερμήνευε τον κόσμο.


Μην μπορώντας ποτέ να ανεχτεί, να παραδεχτεί, ούτε για μια στιγμή, αυτή τη διαρκή ριζική αλλαγή και την ασυναρτησία που έμοιαζε να έχει ο κόσμος εξαιτίας της αμνησίας του, τη θέση τους έπαιρνε αυτή η παράξενη, παραληρηματική, ατελής συνοχή, καθώς ο κ. Τόμσον με τις ασταμάτητες, ασυνείδητες, ταχύτατες εφευρέσεις του αυτοσχεδίαζε συνεχώς έναν κόσμο γύρω του, έναν κόσμο από τις Χίλιες και μια Νύχτες, μία φαντασμαγορία, ένα όνειρο με ανθρώπους, μορφές και καταστάσεις που διαρκώς άλλαζε μια σειρά συνεχών καλειδοσκοπικών μεταλλαγών και μεταμορφώσεων. Για τον ίδιο τον κ. Τόμσον, όμως, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ένας ιστός από διαρκώς μεταβαλλόμενες, φευγαλέες φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις, αλλά αποτελούσαν έναν εντελώς κανονικό, σταθερό και τεκμηριωμένο κόσμο.





Για τον ίδιο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μία μέρα τού συνέβη να βγει και παρουσιάστηκε στο γραφείο της εισόδου σαν «αιδεσιμότατος Ουίλιαμ Τόμσον», ζήτησε να του βρουν ένα ταξί και έφυγε για όλη τη μέρα. Ο ταξιτζής, με τον οποίο μιλήσαμε αργότερα, μας είπε ότι ποτέ δεν του είχε τύχει ένας τόσο συναρπαστικός πελάτης, γιατί ο κ. Τόμσον του διηγόταν τη μία ιστορία μετά την άλλη, εκπληκτικές ιστορίες με ήρωα τον εαυτό του, γεμάτες από φανταστικές περιπέτειες. «Έμοιαζε να έχει πάει παντού, να έχει κάνει τα πάντα, να έχει συναντήσει τους πάντες. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορούσαν να έχουν συμβεί τόσα πράγματα σε μία και μοναδική ζωή», μας είπε. Του απαντήσαμε ότι «δεν είναι ακριβώς μία μοναδική ζωή, αλλά πρόκειται για κάτι περίεργο, για μια υπόθεση ταυτότητας»…


(Μία ιστορία εντελώς όμοια αναφέρει ο Luria στη Νευροψυχολογία της Μνήμης (1976),όπου ο μαγεμένος ταξιτζής κατάλαβε ότι ο εξωτικός πελάτης του ήταν άρρωστος μόνο όταν αυτός του έδωσε για κόμιστρο ένα φύλλο θερμοκρασίας του νοσοκομείου που κρατούσε. Μόνο τότε κατάλαβε ότι αυτή η Σεχραζάτ, που ύφανε 1001 παραμύθια, ήταν ένας «απ' αυτούς τους παράξενους ασθενείς» του Νευρολογικού Ινστιτούτου) 

Ο Τζίμυ Γκ.,ένας άλλος ασθενής με Korsakov που έχω περιγράψει εκτεταμένα στο κεφάλαιο 2, είχε
ηρεμήσει εδώ και πολύ καιρό, περνώντας την οξεία φάση του συνδρόμου, και έμοιαζε να έχει σταθεροποιηθεί σε μία κατάσταση όπου ήταν μόνιμα χαμένος (ή, ίσως, μέσα σε ένα διαρκές όνειρο που έμοιαζε με παρόν ή μέσα σε μία διαρκή αναπόληση του παρελθόντος).
Ο κ. Τόμσον όμως, μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο —το Korsakov  (σ.σ. η νόσος του) είχε εκδηλωθεί μόλις τρεις βδομάδες πριν, όταν παρουσιάστηκε ένας πολύ υψηλός πυρετός, έπεσε σε ένα παραλήρημα και σταμάτησε να αναγνωρίζει την οικογένεια του— και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε βρασμό, εξακολουθούσε να είναι χωμένος μέσα σε ένα σχεδόν φρενήρες μυθοπλαστικό παραλήρημα (αυτό που ονομάζεται μερικές φορές «ψύχωση του Korsakov», παρόλο που δεν πρόκειται καθόλου για ψύχωση) και δημιουργούσε ασταμάτητα έναν κόσμο και ένα Εγώ, για να μπορέσει να αναπληρώσει αυτό που συνεχώς ξεχνούσε και έχανε από μπροστά του. Αυτή η φρενίτιδα απαιτεί την ύπαρξη ιδιαίτερα λαμπρών δυνατοτήτων εφευρετικότητας και φαντασίας —μία πραγματική μυθοπλαστική φαντασία— γιατί ένας τέτοιος ασθενής πρέπει κυριολεκτικά να επινοεί τον εαυτό του (και τον κόσμο τον) σε κάθε στιγμή.


Ο καθένας από μας έχει μία ιστορία ζωής, μία εσωτερική αφήγηση, που η εξέλιξη της, η έννοια της είναι η ίδια η ζωή μας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο καθένας από μας κατασκευάζει και ζει μία «διήγηση» και ότι αυτή η διήγηση είναι εμείς, αποτελεί, την ταυτότητα μας. Αν θέλουμε να μάθουμε για κάποιον, ρωτάμε: «Ποια είναι η ιστορία του, η αληθινή εσωτερική ιστορία του;», γιατί ο καθένας μας είναι μία βιογραφία, μία ιστορία.


Ο καθένας από μας είναι μία ξεχωριστή διήγηση που κατασκευάζεται ασταμάτητα, ασυνείδητα, από εμάς, διαμέσου και μέσα μας, διαμέσου των προσλήψεων μας, των αισθημάτων μας ,των σκέψεων μας, των πράξεων μας· και άλλο τόσο, από το λόγο μας και τις προφορικές μας διηγήσεις. Βιολογικά, φυσιολογικά, δε διαφέρουμε πολύ ο ένας από τον άλλο- ιστορικά, όμως, σαν αφηγήσεις, ο καθένας μας είναι μοναδικός. Για να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας, να τον κατέχουμε και, αν χρειαστεί, να μπορούμε να επανακτήσουμε τον εαυτό μας, την ιστορία της ζωής μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να «συγκεντρώνουμε» τον εαυτό μας, να αναθυμόμαστε την εσωτερική πλοκή, την αφήγηση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη μίας τέτοιας αφήγησης, μίας συνεχούς εσωτερικής αφήγησης, για να διατηρεί την ταυτότητα του, το Εγώ του.

Η ζωτική ανάγκη αυτής της ιστορίας είναι, ίσως, το κλειδί για την κατανόηση της απελπισμένης μυθοπλασίας, της πολυλογίας του κ.Τόμσον. Στερημένος εντελώς κάποιας συνέχειας, μιας ομαλής, αδιάκοπης, εσωτερικής διήγησης, οδηγείται σε ένα είδος αφηγηματικής φρενίτιδας και από κει προέρχονται οι ασταμάτητες ιστορίες του, οι μυθοπλασίες του, η μυθομανία του. Ανίκανος να διατηρεί μια αυθεντική αφήγηση και μια συνέχεια, ανίκανος να συντηρεί έναν αυθεντικό εσωτερικό κόσμο, αναγκάζεται να πολλαπλασιάζει τις ψεύτικες αφηγήσεις μέσα σε μία ψευτοσυνέχεια, ψεύτικους κόσμους κατοικημένους από πλασματικούς ανθρώπους, από φαντάσματα.





Με τι μοιάζει αυτή η κατάσταση για τον ίδιο τον κ. Τόμσον;


Επιφανειακά, δίνει την εντύπωση ενός αστείρευτου κωμικού. Ο κόσμος λέει ότι «είναι καταπληκτικός». Υπάρχουν πράγματι πολλά στοιχεία φάρσας στην κατάσταση του που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια κωμική νουβέλα. Είναι κωμική, αλλά άλλο τόσο είναι τρομερή. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατά κάποιο τρόπο κατάσταση, χωμένος μέσα σε μία φρενίτιδα. Ο κόσμος εξαφανίζεται διαρκώς χάνοντας τη σημασία του, χάνεται.


Και αυτός είναι υποχρεωμένος να ψάχνει για κάποιο νόημα, να φτιάχνει ένα νόημα απελπισμένα, αδιάκοπα εφευρίσκοντας, βάζοντας γέφυρες νοήματος πάνω από αβύσσους μη νοήματος, πάνω από το χάος που συνεχώς χάσκει κάτω από τα πόδια του. Ο ίδιος, όμως, ο κ. Τόμσον το ξέρει αυτό το πράγμα, το νιώθει; Αφού οι άνθρωποι τον θεωρήσουν «αστείρευτο», «γελωτοποιό», «απίστευτα αστείο», αρχίζουν να ανησυχούν, ακόμα και να τρομοκρατούνται από κάτι που κουβαλάει επάνω του. «Δε σταματά ποτέ», λένε. «Μοιάζει με κάποιον που τρέχει σε μια κούρσα, έναν άνθρωπο που προσπαθεί να πιάσει κάτι που συνέχεια του ξεφεύγει».


Και, πράγματι, του είναι αδύνατο να σταματήσει να τρέχει, γιατί το ρήγμα που έχει στη μνήμη, στην ύπαρξη, στην έννοια, ποτέ δεν κλείνει, αλλά πρέπει να γεφυρώνεται, να «μπαλώνεται» κάθε δευτερόλεπτο. Και οι γέφυρες, τα μπαλώματα, παρ’όλη τους την ευφυΐα, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν γιατί είναι μυθοπλασίες, φανταστικές ιστορίες, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτυγχάνουν και να ταιριάζουν με την πραγματικότητα.


Αυτό το αισθάνεται τάχα ο κ. Τόμσον; Ή, αλλιώς, τι «αίσθηση της πραγματικότητας» έχει;


Βρίσκεται άραγε μέσα σε ένα συνεχές μαρτύριο, το μαρτύριο ενός ανθρώπου χαμένου μέσα στο εξωπραγματικό, που αγωνίζεται για να γλιτώσει, αλλά που όλο και βυθίζεται, εξαιτίας των ασταμάτητων εφευρέσεων, των ψευδαισθήσεων του, που είναι οι ίδιες εντελώς εξωπραγματικές;


Το σίγουρο είναι ότι δεν αισθάνεται άνετα, υπάρχει κάποια ένταση, που φαίνεται συνέχεια στο πρόσωπο του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου κάτω από ασταμάτητη εσωτερική πίεση· και κάποτε, όχι πολύ συχνά—γιατί ακόμα και αν υπάρχει, το κρύβει μία μάσκα—βγαίνει στην επιφάνεια ένα βλέμμα ανοιχτής, γυμνής και αξιολύπητης σύγχυσης.


Αυτό που, κατά κάποια έννοια, σώζει τον κ. Τόμσον και, κατά κάποια άλλη, έννοια τον καταδικάζει, είναι αυτή η καταναγκαστική ή αμυντική επιφανειακότητα της ζωής του: ο τρόπος της, ο τρόπος με τον οποίο στην πραγματικότητα η ζωή του μειώνεται σε μια επιφάνεια, αστραφτερή, λαμπυριστή, ιριδίζουσα, που διαρκώς αλλάζει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, περιορίζεται σε μια επιφάνεια, μια μάζα ψευδαισθήσεων, ένα παραλήρημα χωρίς βάθος.


Και πέρα απ’ όλα αυτά, δεν έχει καμία αίσθηση ότι έχει χάσει την ευαισθησία του, καμία αίσθηση ότι έχει χάσει το βάθος του, αυτό το ανεξιχνίαστο, μυστηριώδες βάθος με τα μυριάδες επίπεδα που καθορίζει με κάποιο τρόπο την ταυτότητα ή την πραγματικότητα. Αυτό εντυπωσιάζει όποιον βρέθηκε σε επαφή μαζί του έστω και για κάποιο μικρό διάστημα: κάτω από αυτή τη ροή λόγου, τη φρενίτιδα, θα λέγαμε, υπάρχει μία περίεργη απώλεια της ευαισθησίας, αυτής της ευαισθησίας ή της κρίσης που δίνει τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο «πραγματικό» και το «μη πραγματικό», το «αληθινό» και το «μη αληθινό» (δεν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για «ψέματα», μόνο για «μη αλήθεια»), το σημαντικό και το κοινό, το σχετικό και το άσχετο.


Αυτό που παράγεται σαν χείμαρρος μέσα στην ασταμάτητη μυθοπλασία του έχει τελικά μία παράξενη αίσθηση αδιαφορίας… σαν να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία το τι λέγεται ή το τι γίνεται από τον ίδιο ή από όποιον άλλο· σαν τίποτα πια να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία.


Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα μας παρουσιάστηκε ένα απόγευμα, όταν ο Ουίλιαμ Τόμσον, φλυαρώντας ακατάπαυτα για κάθε πρόσωπο που επιτόπου δημιουργούσε, στον ίδιο, διεγερμένο αλλά ομαλό και αδιάφορο, τόνο, όπως και στο υπόλοιπο του μονολόγου του, είπε: «Και να ο μικρός μου αδελφός, ο Μπομπ, που περνά μπροστά από το παράθυρο». Έμεινα εμβρόντητος όταν, ένα λεπτό αργότερα, ένας άντρας ξεπρόβαλε από την πόρτα και είπε: «Είμαι ο Μπομπ, είμαι ο μικρότερος αδελφός του, μου φαίνεται ότι με είδε να περνάω μπροστά από το παράθυρο». Τίποτα στον τόνο ή τον τρόπο του Ουίλιαμ, στο πληθωρικό αλλά αναλλοίωτο και αδιάφορο στιλ του μονολόγου του, δε με είχε προετοιμάσει για την πιθανότητα της… πραγματικότητας.


Ο Ουίλιαμ μίλησε για τον αδελφό του, που ήταν αληθινός , με τον ίδιο ακριβώς τόνο ή, μάλλον, την έλλειψη τόνου, με τον οποίο μίλαγε για το μη πραγματικό, και τώρα, έξαφνα, μέσα από τα φαντάσματα πρόβαλε μία πραγματική μορφή! Πέρα απ’ αυτό, όμως, δε μεταχειριζόταν το μικρότερο αδελφό του σαν «πραγματικό» —δεν έδειχνε καμία αληθινή συγκίνηση, η παρουσία του ούτε στο ελάχιστο δεν τον προσανατόλιζε ούτε τον απελευθέρωνε από το παραλήρημα του— αλλά, αντίθετα, άρχισε αμέσως να μεταχειρίζεται τον αδελφό του σαν να ήταν κι αυτός μη πραγματικός, εξαλείφοντας τον, χάνοντας τον κι αυτόν μέσα στο στρόβιλο του παραληρήματός του. ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που γινόταν στις σπάνιες αλλά βαθιά συγκινητικές στιγμές των συναντήσεων του Τζίμυ (βλ. κεφ 2) με το δικό του αδελφό, στιγμές στις οποίες έπαυε να είναι χαμένος.  Ο φτωχός ο Μπομπ ταραζόταν έντονα και επαναλάμβανε ανώφελα: "Με λένε Μπομπ, όχι Ρομπ, όχι Ντομπ"
Στη μέση των μυθοπλασιών του, ίσως από κάποιο νήμα μνήμης, από κάποια ανάμνηση συγγένειας ή ταυτότητας που κρατιόταν άθικτη (ή που του ξαναρχόταν για μια στιγμή), ο Ουίλιαμ μίλησε για το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Τζωρτζ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο, αμετάβλητο παρόντα, οριστικό χρόνο.


— Μα ο Τζωρτζ έχει πεθάνει εδώ και δεκαεννιά χρόνια! είπε ο Μπομπ εμβρόντητος.


— Ναι, ναι, ο Τζωρτζ είναι πάντα ο καλαμπουρτζής μας!


Ο Ουίλιαμ έλεγε τις εξυπνάδες του αγνοώντας;, όπως φαίνεται, ή μένοντας αδιάφορος στο σχόλιο του Μπομπ και συνέχισε να μιλά ασυνάρτητα για τον Τζωρτζ με το διεγερμένο, πεθαμένο του τρόπο, αναίσθητος στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, στην ορθότητα των πραγμάτων, στο καθετί, αναίσθητος, επίσης, στην έκδηλη θλίψη του ζωντανού αδελφού του που βρισκόταν μπροστά του. Αυτό ήταν που με έπεισε, πάνω απ’ όλα, ότι υπήρχε μία τελειωτική και ολοκληρωτική απώλεια της μύχιας πραγματικότητας του, της αίσθησης και του νοήματος, της ψυχής, μέσα στον Ουίλιαμ και με έκανε να ρωτήσω τις αδελφές, όπως τις είχα ρωτήσει για τον Τζίμυ Γκ.: "Νομίζετε πως ο Ουίλιαμ έχει ψυχή;  Ή έχει απουσιωθεί, έχει αδειάσει, έχει χάσει την ψυχή του λόγω της αρρώστειας; " 


Αυτή τη φορά όμως , έδειξαν τρομοκρατημένες από την ερώτηση μου, σαν κάτι τέτοιο να είχε ήδη περάσει από το μυαλό τους: δεν μπορούσαν να πουν: «Κρίνετε μόνος σας. Παρατηρήστε τον Γουίλυ στο παρεκκλήσι», γιατί τα ευφυολογήματα του, οι μυθοπλασίες του συνεχίζονταν ακόμα κι εκεί. Στον Τζίμυ Γκ. υπάρχει ένα απόλυτο πάθος, μία  θλιβερή συναίσθηση του ότι είναι χαμένος, που δεν αισθάνεται κανείς, ή δεν αισθάνεται άμεσα, στον ασυγκράτητο κ. Τόμσον. Ο Τζίμυ έχει 

συναισθηματικές μεταπτώσεις και ένα είδος μελαγχολικού συλλογισμού  (ή, τουλάχιστον, καημού), ένα βάθος, μία ψυχή που δε μοιάζει να διαθέτει ο κ. Τόμσον. Αναμφισβήτητα, όπως είπαν οι αδελφές, είχε μία ψυχή, μια αθάνατη ψυχή, με τη θεολογική έννοια· ο Παντοδύναμος θα τον βλέπει και θα τον αγαπά σαν άτομο ,  συμφωνούσαν, όμως, πως κάτι πολύ ανησυχητικό του είχε συμβεί, στο πνεύμα του, στο χαρακτήρα του, με τη συνηθισμένη, την ανθρώπινη έννοια.
Είναι επειδή ο Τζίμυ είναι «χαμένος» που  μπορεί να  σωθεί ή να βρεθεί, τουλάχιστον για λίγο, μέσα σε μία γνήσια συγκινησιακή σχέση. 
ΟΤζίμυ βρίσκεται σε απελπισία, σε μία ήρεμη απόγνωση (για να χρησιμοποιήσουμε ή να προσαρμόσουμε τον όρο του Κίρκεγκαρντ) και, κατά συνέπεια, έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας, της επαφής με τη βάση του, με το έδαφος της πραγματικότητας, του αισθήματος και της έννοιας που έχει χάσει, αλλά εξακολουθεί να αναγνωρίζει, εξακολουθεί πάντα να λαχταρά...


Για τον Ουίλιαμ, όμως, με τη λαμπρή, αστραφτερή του επιφάνεια, το ασταμάτητο αστείο με το οποίο υποκαθιστά τον κόσμο (και αν αυτό το αστείο καλύπτει μία απελπισία, αυτή την απελπισία δεν τη νιώθει), για τον Ουίλιαμ, με την έκδηλη αδιαφορία του για τη σχέση του με τον κόσμο και την πραγματικότητα πιασμένη μέσα σε μια ατέλειωτη φλυαρία, μπορεί να μην υπάρχει τίποτα το «λυτρωτικό», απολύτως τίποτα· οι μυθοπλασίες του, οι οπτασίες του, η έξαλλη αναζήτηση νοημάτων είναι το οριστικό εμπόδιο μπροστά στο οποιοδήποτε νόημα.


Παραδόξως, λοιπόν, το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ —της μυθοπλασίας που επιστρατευόταν για τη συνεχή υπερπήδηση της παντοτινά ανοιχτής αβύσσου της αμνησίας— το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ είναι ταυτόχρονα και η καταδίκη του. Αν, σκέφτεται κανείς, μπορούσε να μείνει σιωπηλός μόνο για μια στιγμή· αν μπορούσε μόνο να σταματήσει την αδιάκοπη φλυαρία και την κουβέντα· αν μπορούσε να αφήσει την απατηλή επιφάνεια των ψευδαισθήσεων, τότε (αχ, τότε!) μόνο η πραγματικότητα θα μπορούσε να περάσει· κάτι γνήσιο, κάτι βαθύ, κάτι αληθινό, κάτι που να τον αγγίζει, θα μπορούσε να μπει στην ψυχή του.


Γιατί δεν είναι η μνήμη που είναι το τελικό, «υπαρξιακό» θύμα εδώ  (παρότι η μνήμη του είναι ολοκληρωτικά καταστραμμένη)· δεν είναι μόνο η μνήμη που έχει τόσο αλλοιωθεί σ’ αυτόν, αλλά κάποια ύστατη ικανότητα αισθήματος που έχει φύγει· με αυτή την έννοια λέμε ότι «έχει χάσει την ψυχή του». 

Ο Luria μιλάει γι’ αυτή την αδιαφορία με τον όρο «ισοπέδωση» (αγγλικά: equalisation) και μερικές φορές μοιάζει να τη θεωρεί σαν την τελειωτική παθολογία, τον τελικό καταστροφέα κάθε κόσμου, του οποιουδήποτε Εγώ. Νομίζω ότι ασκούσε μία τρομαχτική γοητεία επάνω του και την ίδια στιγμή αποτελούσε γι’ αυτόν μία έσχατη θεραπευτική πρόκληση.

Γύρναγε σ' αυτό το θέμα ξανά και ξανά, μερικές φορές σε σχέση με το σύνδρομο Korsakov και τη μνήμη, όπως στη Νευροψυχολογία της Μνήμης,  πιο συχνά σε σχέση με τα σύνδρομα των μετωπιαίων λοβών, ειδικά στο Ανθρώπινος εγκέφαλος και ψυχολογικές διαδικασίες, που

περιέχει πολλές ολοκληρωμένες ιστορίες περιπτώσεων τέτοιων ασθενών, που μπορούν να συγκριθούν απολύτως στην τρομερή τους συνοχή και στα αποτελέσματα τους με τον «άνθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο», συγκρίσιμες και, κατά έναν τρόπο πιο τρομερές,  γιατί απεικονίζουν ασθενείς που δεν αντιλαμβάνονται ότι τους έχει συμβεί οτιδήποτε, ασθενείς που έχουν χάσει την ίδια τους την πραγματικότητα, χωρίς να το γνωρίζουν, ασθενείς που μπορεί να μην υποφέρουν, αλλά βρίσκονται στην αθλιότερη δυνατή κατάσταση. 
Ο Zazetsky  (στον Ανθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο)  περιγράφεται συνέχεια σαν ένας
αγωνιστής, πάντοτε με (ακόμα και παθιασμένη) συνείδηση της κατάστασης του και πάντοτε σε έναν αγώνα «με την επιμονή του καταδικασμένου», για να ξαναβρεί τη χρήση του καταστραμμένου του εγκεφάλου. 

Ο Ουίλιαμ, όμως (σαν τους ασθενείς του Luria με βλάβη του μετωπιαίου λοβού — βλέπε το επόμενο κεφάλαιο), είναι τόσο καταδικασμένος, που δεν το ξέρει καν, γιατί δεν είναι απλώς μια ιδιότητα ή μερικές ιδιότητες που έχουν καταστραφεί αλλά το ίδιο το κάστρο, το Εγώ, η ίδια η ψυχή. Ο Ουίλιαμ είναι «χαμένος», μ' αυτή την έννοια, πολύ περισσότερο από τον Τζίμυ, εξαιτίας της ζωντάνιας του ποτέ δε νιώθει κανείς, ή νιώθει σπάνια, ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα
πρόσωπο,
ενώ στον Τζίμυ υπάρχει καθαρά ένα πραγματικό, ηθικό ον, ακόμα και αν τον περισσότερο καιρό είναι αποσυνδεδεμένο. Στον Τζίμυ, τουλάχιστον, η επανασύνδεση είναι δυνατή,
η θεραπευτική πρόκληση μπορεί να συνοψιστεί στο «συνδέστε τον», μόνο αυτό.

Όλες μας οι προσπάθειες να «επανασυνδέσουμε» τον Ουίλιαμ απέτυχαν και, αντίθετα, αύξησαν τη μυθοποιητική πίεση. Αφότου, όμως,εγκαταλείψαμε τις προσπάθειες μας και τον αφήσαμε όπως είναι, του συμβαίνει να περπατά μερικές φορές στον ήσυχο κήπο που περιβάλλει το Ίδρυμα και που δε ζητά τίποτε από τον Ουίλιαμ. 

Η παρουσία των άλλων, των άλλων ανθρώπων, τον διεγείρει και τον ταράζει, τον εξαναγκάζει σε μία ατέλειωτη, φρενήρη κοινωνική φλυαρία, ένα πραγματικό παραλήρημα κατασκευής και αναζήτησης ταυτοτήτων. η παρουσία των φυτών, ένας ήσυχος κήπος, η μη ανθρώπινη τάξη, που δεν έχει κοινωνικές ή ανθρώπινες απαιτήσεις επάνω του, επιτρέπει σ’ αυτό το ταυτοτικό παραλήρημα να ηρεμήσει, να υποχωρήσει· με την ήσυχη μη ανθρώπινη αυτάρκεια και πληρότητα τους επιτρέπουν και σ’ αυτό τον ίδιο μία σπάνια γαλήνη και αυτάρκεια, προσφέροντας του (κάτω ή πέρα από όλες τις απλώς ανθρώπινες ταυτότητες και σχέσεις) μια βαθιά κοινωνία με την ίδια τη Φύση, χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου, και μαζί μ’ αυτό την αποκατεστημένη αίσθηση του να ανήκει στον κόσμο, του να είναι πραγματικός.
***


Όλιβερ Σακς 
Κεφάλαιο 12 από το  «O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο και άλλες κλινικές ιστορίες».
Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση: Κώστας Ποταγάς


Σχέδια: Richard Silvaggio


Πηγή : Αντικλείδι (εδώ) 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Εύη Πάσχου, Γιατί ξαναπαχαίνουμε ;



Ζήτησα να μιλήσω τελευταία γιατί θα ήθελα αυτά που θα πω να ακουστούν σαν «αντίβαρο» απέναντι στον καθαρό ιατρικό λόγο που ακούστηκε από τους συναδέλφους.
Η παχυσαρκία είναι εχθρός της υγείας και πρέπει να την καταπολεμήσουμε… Σωστά.
Η σωστή διατροφή είναι ο καλύτερος σύμμαχος της υγείας…
Σωστά.
Ποιος δεν επιθυμεί την υγειά του…;
Όμως μια ματιά γύρω μας, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη πραγματικότητα, ότι οι υπέρβαροι άνθρωποι πληθαίνουν συνεχώς… και ότι άνθρωποι που έχουν καταβάλει τεράστιες προσπάθειες και έχουν καταφέρει να αδυνατίσουν… και παραδέχονται ότι αισθάνονται θαυμάσια… και οι ιατρικές τους εξετάσεις αποδεικνύουν την υποχώρηση όλων των παθολογικών δεικτών που είχαν με τα παραπάνω κιλά… και κάνουν δηλώσεις για νέα ζωή… και συμμετέχουν σε διαφημίσεις για μεθόδους αδυνατίσματος… … … σε λίγο ή περισσότερο καιρό … ΞΑΝΑΠΑΧΑΙΝΟΥΝ…!!!
Πιο επιστημονικά :
Το Φεβρουάριο 2007 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό OBESITY το αποτέλεσμα της έρευνας μιας ομάδας επιστημόνων ( Christiansen T, Bruun JM, Madsen EL, Richelsen B) από το τμήμα Ιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Aarhus της Δανίας, με θέμα
Weight loss maintenance in severely obese adults after an intensive lifestyle intervention: 2- to 4-year follow-up.
το οποίο καταλήγει… « However, the results demonstrate that even with a multidisciplinary intensive setting with focus on diet, exercise, and psychological counseling, only 28% had maintained a weight loss above 10% after 4 years. This emphasizes that obesity is a chronic condition that needs additional strategies after a weight loss intervention in the efforts to maintain a sufficient weight loss. »
Ανάλογες έρευνες εμφανίζονται όλο και συχνότερα στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τα τελευταία χρόνια. Μέχρι στιγμής όλες καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα.
Όλα συγκλίνουν στη διαπίστωση, ότι η σχέση του ανθρώπου με το φαγητό είναι πολύπλοκη και πολυπαραγοντική.
Αυτό είναι το θέμα μου σήμερα. Για την ακρίβεια θέλω να θέσω κάποιους άξονες προβληματισμού γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με τη τροφή και κατ’ επέκταση γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με το σώμα του.
Θα γίνω λίγο «ο δικηγόρος του διαβόλου» απέναντι στις μεθόδους απώλειας βάρους.
Δύο κλινικά παραδείγματα :
Ένας ασθενής μου που έχει βάλει δακτύλιο μου εξήγησε ότι συνειδητοποίησε πως σιγά-σιγά άλλαξε τη διατροφή του και εκεί που δεν πολυσυμπαθούσε τα γλυκά, άρχισε να τρώει γλυκά με κρεμώδη υφή, τα οποία περνούσαν πιο εύκολα το στενό στόμιο του στομάχου… «Κατάλαβα, ότι το σώμα θέλει τις θερμίδες του…» ήταν το σχόλιό του ! Ένας άλλος ασθενής, ο οποίος σε πρώτη φάση έβαλε δακτύλιο και αδυνάτισε σημαντικά… ξαναπάχυνε χωρίς να βγάλει το δακτύλιο. Σε δεύτερη φάση έκανε εγχείρηση sleeve gastrectomy και μείωσε τον όγκο του στομάχου του μόνιμα… αλλά ανέπτυξε ένα πλήρες σύνδρομο βουλιμίας. Δηλαδή, έτρωγε όπως του άρεσε πάντοτε και μετά έκανε εμετό, γιατί το στομάχι του δεν μπορούσε να σηκώσει την ποσότητα της τροφής που το είχε φορτώσει…!
Το κίνητρο του πρώτου ασθενούς για να αδυνατίσει ήταν η ευθύνη απέναντι στα τρία μικρά παιδιά του… «να είμαι γερός για να τα μεγαλώσω». Το κίνητρο του δεύτερου ασθενούς ήταν αισθητικό «να αρέσω στις γυναίκες».
Σας αναφέρω αυτούς τους δύο ασθενείς γιατί σκιαγραφούν πολύ καθαρά ότι η παχυσαρκία είναι, εκτός των άλλων, ένα πολύπλοκο ψυχικό πρόβλημα.
Θα σταθώ στη φράση του πρώτου ασθενή : «Το σώμα θέλει τις θερμίδες του»
Κρατείστε αυτή τη φράση και επεξεργαστείτε την στο μυαλό σας σε όσα περισσότερα συμβολικά επίπεδα μπορείτε. Παίξτε μαζί της. Χρησιμοποιείστε τη φαντασία σας.
Θα χρειαστώ τη συμβολική σας σκέψη και τη φαντασία σας σαν σύμμαχο για να γίνω κατανοητή.
Δε θα σας μιλήσω για…




Θα σας μιλήσω για ανθρώπους καθημερινούς…
όπως…

Όλοι αυτοί οι παχουλοί άνθρωποι που σας δείχνω στις φωτογραφίες είναι αξιαγάπητοι, δημιουργικοί, ερωτικοί. Κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι διάνοιες ή διάσημοι… γενικά σημαντικοί. Φυσικά και δεν ξεφεύγουν από τα σωματικά προβλήματα που δημιουργεί η παχυσαρκία, αλλά ψυχικά βρίσκονται σε ισορροπία.


Το προφανές ερώτημα που διατυπώνεται μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες είναι αν το σώμα και ο ψυχισμός αντιδρούν ως μια ενότητα, με την έννοια ότι ερεθίσματα από τη ψυχική σφαίρα μπορούν να πάρουν απάντηση από το σώμα και ερεθίσματα από το σώμα μπορούν να πάρουν απάντηση από τον ψυχισμό.
Οι επιστημονικές απόψεις συγκλίνουν ότι σώμα και ψυχισμός δεν ξεχωρίζουν στη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού.
Μπορούμε να αντιληφτούμε αυτή την ενότητα από δύο οπτικές γωνίες.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ
(«ΕΊΜΑΣΤΕ» με την έννοια του υπαρξιακού ΕΙΝΑΙ : σ’ αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ότι είμαι συμμετέχει και η εικόνα που έχω για το σώμα μου, όπως και η αίσθηση που μου δίνει η λειτουργία του… και αντίστροφα, το σώμα μου συμμετέχει στον τρόπο που λειτουργώ)
ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ
(με την έννοια ότι κατέχουμε το σώμα μας, όπως κατέχουμε ένα αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και σαν ένα αντικείμενο… δηλαδή να το αγαπήσουμε, να το μισήσουμε να το πονέσουμε, να το χαϊδέψουμε… ΄πως και να το χρησιμοποιήσουμε με κάθε τρόπο σαν να ήταν κάποιο άλλο πράγμα ή κάποιο άλλο πρόσωπο)
Προσπαθώ να διατυπώσω με λέξεις ασυνείδητες λειτουργίες, αλλά νομίζω ότι με καταλαβαίνετε.
Αυτές είναι οι βασικές σκέψεις πίσω από την απάντηση στην ερώτηση : ΓΙΑΤΙ ΞΑΝΑΠΑΧΑΙΝΟΥΜΕ;
Ξαναπαχαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε σε βάθος χρόνου με ένα ψυχικά ξένο προς εμάς σώμα.
Ξαναπαχαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να αντιδράσουμε ψυχικά με διαφορετικό τρόπο απέναντι σε έντονα ψυχικά ερεθίσματα… είτε χαράς, είτε λύπης, είτε φόβου, είτε ικανοποίησης…
Εάν δεν έχουμε ψυχικά άλλο τρόπο να αντιδράσουμε παρά περνώντας την ισορροπία και τη παρηγοριά μας μέσα από τη λήψη τροφής… θα ξαναπαχύνουμε!!!
Η ψυχική ισορροπία και η αίσθηση της ταυτότητας του εαυτού είναι πάντοτε σημαντικότεροι παράγοντες από τη σωματική υγεία.
Τροφή ως πραγματικότητα
Θρέψη ως σύμβολο
Θα πρότεινα να εξαιρέσουμε κοινωνίες πιο πρωτόγονες και φτωχές από εμάς, στις οποίες η τροφή και κατ’ επέκταση το ογκώδες βαρύ καλοθρεμμένο σώμα, είναι σημεία ευημερίας. ( Η αφρικανή γυναίκα που είναι παχιά τιμά τον άντρα της γιατί αποδεικνύει περίτρανα, ότι αυτός μπορεί να τη θρέψει)
Στη δική μας κοινωνία, εδώ και πολλά χρόνια, η λήψη τροφής δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη θρέψη αυτή καθ’ αυτή… αλλά συνδέεται με το συμβολικό επίπεδο της θρέψης (δηλαδή τη πληρότητα, την ικανοποίηση, την αναπλήρωση κάποιας απώλειας…)
Η λήψη τροφής είναι επίσης συνδεδεμένη με την επικοινωνία, τη συνεύρεση, τη σχέση… (διασκεδάζουμε τρώγοντας σε ταβέρνες… φτιάχνουμε ένα μεζέ για υποδεχτούμε τους φίλους μας…)


Μετακίνηση του σώματος
Ψυχική μετακίνηση
Παλαιότερα που οι άνθρωποι κινούσαν αναγκαστικά το σώμα τους με τις χειρονακτικές εργασίες, οι υπέρβαροι δεν ήταν πολλοί. Οι άνθρωποι αναγκαστικά καίγανε θερμίδες. Σήμερα με τη πρόοδο της τεχνολογίας δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κινήσουμε το σώμα μας για τις καθημερινές μας εργασίες. Αποκαλύφτηκε λοιπόν ότι οι άνθρωποι αδρανούν… ακινητοποιούνται πολύ εύκολα !
Αν μεταφέρουμε τις έννοιες της «κίνησης» και της «ακινησίας» σε ένα συμβολικό επίπεδο. Ανοίγεται μπροστά μας ένας ακόμα δρόμος κατανόησης του θέματός μας.
Πόσο εύκολα μπορούμε να μετακινηθούμε από τις αντιλήψεις μας, την ιδεολογία μας, τη στάση μας απέναντι στη ζωή, τις σχέσεις μας, τις ψυχικές μας επενδύσεις, τις ψυχικές μας άμυνες… ;
Αν ισορροπούμε ψυχικά και επικοινωνιακά μέσα σ’ ένα παχύ σώμα… πώς θα ζήσουμε με ένα άλλο;
Αν ισορροπούμε ψυχικά τρώγοντας… πώς θα διατηρήσουμε ένα λεπτό σώμα…;
Αύξηση σωματικού βάρους
Συμβολικό βάρος
Γιατί οι πολλοί άνθρωποι παχαίνουν μεγαλώνοντας;
Πέρα από τους καθαρά σωματικούς παράγοντες, που προϊούσης της ηλικίας συμβάλλουν στη μείωση του μεταβολισμού και στην αύξηση του βάρους του σώματος… μπορούμε να σκεφτούμε τη αύξηση βάρους σε ένα συμβολικό επίπεδο..;
Σ’ αυτό το σημείο θα επικαλεστώ τη τέχνη
«Αφροδίτη του Willendorf»
προϊστορικό αγαλματίδιο από το 20.000 π.Χ.Αποτέλεσμα εικόνας για παχυσαρκες αφροδίτες

Lucian Freud  Αποτέλεσμα εικόνας για Lucian Freud




Peter Paul Rubens  Αποτέλεσμα εικόνας για peter paul rubens bacchus




Το σώμα στη Τέχνη λειτουργεί σαν σύμβολο και σαν υποβολή νοήματος.
Θα σας ζητούσα να περιεργαστείτε αυτές τις φωτογραφίες και να αφήσουμε τη συζήτηση να αναδείξει τις σκέψεις όλων μας γύρω από το σύμβολο του πληθωρικού σώματος.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
Όλες οι φαντασίες που διεγέρθηκαν μέσα σας με τις φωτογραφίες είναι στοιχεία αυτού που ονομάζομε «Αντίληψη Εαυτού» και αποτελούν παραδείγματα για το πώς μπορεί να επενδυθεί ψυχικά το ανθρώπινο σώμα…
Θα σκέφτεστε, ότι με την εισήγησή μου υποστηρίζω… το «ΑΔΥΝΑΤΟΝ» του ΑΔΥΝΑΤΙΣΜΑΤΟΣ… Δεν είναι αλήθεια. Απλά θέλω να τονίσω, ότι η διατήρηση του αδυνατισμένου σώματος είναι κυρίως ψυχική υπόθεση.

Κάποιος αδυνατίζει με τον ίδιο τρόπο που κάποιος άλλος βγαίνει από τη κατάθλιψη ή ξεπερνά τις διαταραχές του πανικού…. Δηλαδή μέσα από επανατοποθέτηση στη ζωή και στις σχέσεις… μέσα από τροποποίηση των ψυχικών επενδύσεων, ώστε να μη χρειάζεται πια τους ίδιους αμυντικούς ψυχικούς μηχανισμούς.
Με άλλα λόγια για να μην ξαναπαχύνουμε απαιτείται ψυχική μετακίνηση τέτοια που θα μας επιτρέψει μια διαφορετική οργάνωση του Εαυτού μας.



(Κυπαρισσία 17 Μαρτίου 2007
Εκδήλωση : ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Οι ψυχικές διαστάσεις της παχυσαρκίας
Γιατί ξαναπαχαίνουμε;
Εύη Πάσχου
ψυχίατρος)



Πηγή